Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΓΕΝΕΣΙΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 (Η)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἀνεμνήσθη ὁ Θεὸς τοῦ Νῶε καὶ πάντων τῶν θηρίων καὶ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ πάντων τῶν πετεινῶν καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων, ὅσα ἦν μετ᾿ αὐτοῦ ἐν τῇ κιβωτῷ, καὶ ἐπήγαγεν ὁ Θεὸς πνεῦμα ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ἐκόπασε τὸ ὕδωρ, 1 Ενεθυμήθη δε ο Θεός τον Νώε και όλα τα θηρία και όλα τα κτήνη και όλα τα πτηνά και όλα τα ερπετά, που σύρονται εις την γην, όλα όσα ευρίσκοντο μαζή με τον Νώε εις την κιβωτόν· και έστειλε τότε ο Θεός άνεμον εις την γην, συνεπεία του οποίου ήρχισε να υποχωρή και να ελαττώνεται το ύδωρ, που εσκέπαζε την γην. 1 Καὶ ἐνεθυμήθη (κατ' ἄλλην γραφὴν ἐλυπήθη καὶ εὐσπλαγχνίσθη) ὁ Θεὸς τὸν Νῶε καὶ ὅλα τὰ ἄγρια ζῶα καὶ ὅλα τὰ ἥμερα ζῶα καὶ ὅλα τὰ πτηνὰ καὶ ὅλα τὰ ἑρπετά, ποὺ κινοῦνται ὡς να σύρωνται ἐπάνω εἰς τὴν γῆν, δηλαδὴ ὅλα ὅσα ἦσαν μαζί μὲ τὸν Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν· καὶ ἔστειλεν ὁ Θεὸς εἰς τὴν γῆν ἄνεμον ξηρὸν (βόρειον ἢ βορειυδυτικόν) με ἀποτέλεσμα νὰ ὑποχωρῇ καὶ νὰ ὀλιγοστεύῃ τὸ νερὸν τοῦ κατακλυσμοῦ, ποὺ ἐσκέπαζε τὴν γῆν.
2 καὶ ἐπεκαλύφθησαν αἱ πηγαὶ τῆς ἀβύσσου καὶ οἱ καταρράκται τοῦ οὐρανοῦ, καὶ συνεσχέθη ὁ ὑετὸς ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ. 2 Επωματίσθησαν κατά διαταγήν του Θεού αι πηγαί της ξηράς και της θαλάσσης, έκλεισαν οι καταρράκται του ουρανού και εσταμάτησε τελείως η κατακλυσμιαία βροχή. 2 Καὶ ὁ Κύριος διέταξε μόνον καὶ ἀμέσως ἐπωματίσθησαν, ἔκλεισαν ὅλως διόλου οἱ τεράστιες ἀποθῆκες τῶν ὑπογείων ὑδάτων καὶ οἰ ὁρμητικοὶ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ καὶ συνεκρατήθη ἡ κατακλυαμιαία βροχή, ἡ πρωτοφανὴς νεροποντὴ ποὺ ἔπιπτε ἀπὸ τὸν οὐρανόν.
3 καὶ ἐνεδίδου τὸ ὕδωρ πορευόμενον ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἠλαττονοῦτο τὸ ὕδωρ μετὰ πεντήκοντα καὶ ἑκατὸν ἡμέρας. 3 Το ύδωρ υποχωρούσε ολονέν και περισσότερον και απεσύρετο από την γην. Μετά εκατόν πεντήκοντα ημέρας από την έναρξιν του κατακλυσμού ήρχισε να υποχωρή το ύδωρ. 3 Καὶ τὸ νερὸν ὑποχωροῦσε ὁλονὲν καὶ περισσότερον ἀπὸ τὴν γῆν καὶ συνεχῶς ὠλιγόστευε· τὸ νερὸν ἄρχισε νὰ ὑποχωρῇ μετὰ ἑκατὸν πενῆντα ἡμέρες ἀπὸ τότε ποὺ ἄρχισεν ὁ κατακλυσμός.
4 καὶ ἐκάθισεν ἡ κιβωτὸς ἐν μηνὶ τῷ ἑβδόμῳ, ἑβδόμῃ καὶ εἰκάδι τοῦ μηνός, ἐπὶ τὰ ὄρη τὰ ᾿Αραράτ. 4 Η κιβωτός εκάθισεν ομαλώς εις τα όρη Αραράτ κατά την εικοστήν εβδόμην του εβδόμου μηνός. 4 Καὶ ἡ κιβωτὸς ἐπροσάραξεν ὁμαλὰ καὶ ἐκάθισεν ἁπαλὰ εἰς τὰ ὄρη Ἀραρὰτ τῆς Ἀρμενίας κατὰ τὴν 27ην ἡμέραν τοῦ ἑβδόμου μηνός (τοῦ ἐβραϊκοῦ πολιτικοῦ ἔτους), δηλαδὴ τὴν 27ην Ἀπριλίου.
5 τὸ δὲ ὕδωρ ἠλαττονοῦτο ἕως τοῦ δεκάτου μηνός· καὶ ἐν τῷ δεκάτῳ μηνί, τῇ πρώτῃ τοῦ μηνός, ὤφθησαν αἱ κεφαλαὶ τῶν ὀρέων. 5 Το δε ύδωρ συνεχώς ηλαττώνετο μέχρι του δεκάτου μηνός. Κατά την πρώτην του δεκάτου μηνός εφάνησαν αι κορυφαί και των άλλων ορέων. 5 Τὸ δὲ νερὸν συνεχῶς ὠλιγόστευε καὶ ὑποχωροῦσε σταθερῶς μέχρι τοῦ δεκάτου μηνός· καὶ κατὰ τὴν πρώτην ἡμέραν τοῦ δεκάτου μηνός (τοῦ Ἰουλίου) ἐφάνησαν οἱ κορυφὲς τῶν βουνῶν.
6 καὶ ἐγένετο μετὰ τεσσαράκοντα ἡμέρας ἠνέῳξε Νῶε τὴν θυρίδα τῆς κιβωτοῦ, ἣν ἐποίησε, καὶ ἀπέστειλε τὸν κόρακα τοῦ ἰδεῖν, εἰ κεκόπακε τὸ ὕδωρ· 6 Τεσσαράκοντα δε ημέρας κατόπιν ήνοιξεν ο Νώε την θυρίδα της κιβωτού, την οποίαν είχε κατασκευάσει, και απέλυσε τον κόρακα, δια να ίδη εάν έπαυσε να υπάρχη νερό εις την ξηράν. 6 Καὶ ὕστερα ἀπὸ σαράντα ἡμέρες ἄνοιξεν ὁ Νῶε τὴν μικρὴν πόρταν τῆς κιβωτοῦ, ποὺ εἶχε κατασκευάσει, καὶ ἀπέλυσε τὸν κόρακα διὰ νὰ διαπιστώσῃ ἐὰν ἔπαυσε νὰ ὑπάρχῃ νερὸν εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς.
7 καὶ ἐξελθών, οὐκ ἀνέστρεψεν ἕως τοῦ ξηρανθῆναι τὸ ὕδωρ ἀπὸ τῆς γῆς. 7 Ο κόραξ εξελθών από την κιβωτόν δεν επέστρεψε πλέον, ούτε και όταν εξηράνθη εντελώς το ύδωρ από την επιφάνειαν της γης. 7 Καὶ ὁ κόρακας ἀφοῦ ἐβγῆκε, δὲν ἐπέστρεψε πλέον, οὔτε καὶ ὅταν ἐστέγνωσεν ἐντελῶς ἡ ἐπιφάνεια τῆς γῆς.
8 καὶ ἀπέστειλε τὴν περιστερὰν ὀπίσω αὐτοῦ ἰδεῖν, εἰ κεκόπακε τὸ ὕδωρ ἀπὸ τῆς γῆς. 8 Επειτα από τον κόρακα έστειλεν ο Νώε την περιστεράν, δια να ίδη εάν είχε παύσει το ύδωρ να σκεπάζη την επιφάνειαν της γης. 8 Μετὰ τὸν κόρακα ἀπέστειλε τὴν περιστεράν, διὰ νὰ διαπιστώσῃ ἐὰν ἐσταμάτησε τὸ νερὸν να σκεπάζῃ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς.
9 καὶ οὐχ εὑροῦσαι ἡ περιστερὰ ἀνάπαυσιν τοῖς ποσὶν αὐτῆς, ἀνέστρεψε πρὸς αὐτὸν εἰς τὴν κιβωτόν, ὅτι ὕδωρ ἦν ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἔλαβεν αὐτήν, καὶ εἰσήγαγεν αὐτὴν πρὸς ἑαυτὸν εἰς τὴν κιβωτόν. 9 Η περιστερά επειδή δεν εύρε τόπον ξηρόν, δια να πατήση και αναπαυθή, διότι το ύδωρ εξηκολούθει να καλύπτη την επιφάνειαν της γης, επέστρεψεν εις την κιβωτόν. Ο Νώε ήπλωσε το χέρι του, επήρε την περιστεράν και την εισήγαγεν εις την κιβωτόν, όπου και αυτός ευρίσκετο. 9 Ἀλλὰ ἡ περιστερά, ἐπειδὴ δὲν εὑρῆκε τόπον στεγνὸν διὰ νὰ πατήσῃ καὶ ἀναπαυθῇ, ἐπέστρεψε πάλιν εἰς τὴν κιβωτόν, διότι τὸ νερὸν καὶ ἡ παχειὰ λάσπη συνέχιζαν νὰ σκεπάζουν ἀκόμη ὅλην τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς· καὶ ὁ Νῶε ἀφοῦ ἅπλωσε τὸ χέρι τὴν ἐπῆρε καὶ τὴν ἔβαλε πάλιν μαζί του μέσα εἰς τὴν κιβωτόν.
10 καὶ ἐπισχὼν ἔτι ἡμέρας ἑπτὰ ἑτέρας, πάλιν ἐξαπέστειλε τὴν περιστερὰν ἐκ τῆς κιβωτοῦ· 10 Επερίμενεν επτά ακόμη ημέρας και απέστειλε πάλιν την περιστεράν από την κιβωτόν. 10 Ὁ Νῶε, ἀφοὑ ἐπερίμενε ἀκόμη ἄλλες ἑπτὰ ἡμέρες, ἔστειλε πάλιν τὴν περιστερὰν ἔξω ἀπὸ τὴν κιβωτόν.
11 καὶ ἀνέστρεψε πρὸς αὐτὸν ἡ περιστερὰ τὸ πρὸς ἑσπέραν, καὶ εἶχε φύλλον ἐλαίας κάρφος ἐν τῷ στόματι αὐτῆς, καὶ ἔγνω Νῶε ὅτι κεκόπακε τὸ ὕδωρ ἀπὸ τῆς γῆς. 11 Η περιστερά επέστρεψε προς τον Νώε κατά την εσπέραν φέρουσα στο ράμφος της κλωναράκι εληάς. Ενόησε τότε ο Νώε ότι είχεν αποσυρθή πλέον το ύδωρ από την γην. 11 Τὴν φορὰν αὐτὴν ἡ περιστερά, ἀφοῦ ἐβόσκησε ὅλην τὴν ἡμέραν, ἐγύρισε κοντά του κατὰ τὸ βράδυ καὶ ἐκρατοῦσε εἰς τὸ ράμφος της μικρὸ κλωνάρι μὲ φύλλον ἐλιᾶς· ἀπὸ αὐτὸ ἀντελήφθη ὁ Νῶε, ὅτι τὸ νερὸν εἶχεν ὑποχωρήσει ἀπὸ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς.
12 καὶ ἐπισχὼν ἔτι ἡμέρας ἑπτὰ ἑτέρας, πάλιν ἐξαπέστειλε τὴν περιστεράν, καὶ οὑ προσέθετο τοῦ ἐπιστρέψαι πρὸς αὐτὸν ἔτι. 12 Επερίμενεν ο Νώε άλλας επτά ημέρας και έστειλε πάλιν την περιστεράν. Αλλά η περιστερά δεν επέστρεψε πλέον προς αυτόν. 12 Καὶ ἀφοῦ ἐπερίμενεν ἀκόμη ἄλλες ἑπτὰ ἡμέρες, ἔστειλε καὶ πάλιν ἔξω τὴν περιστεράν· αὐτὴ ὅμως δεν ἐπέστρεψε πλέον κοντά του εἰς τὴν κιβωτόν, διότι εὑρῆκε τόπον καὶ διὰ νὰ βοσκήσῃ καὶ διὰ νὰ κουρνιάσῃ.
13 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἑνὶ καὶ ἑξακοσιοστῷ ἔτει ἐν τῇ ζωῇ τοῦ Νῶε, τοῦ πρώτου μηνός, μιᾷ τοῦ μηνός, ἐξέλιπε τὸ ὕδωρ ἀπὸ τῆς γῆς· καὶ ἀπεκάλυψε Νῶε τὴν στέγην τῆς κιβωτοῦ, ἣν ἐποίησε, καὶ εἶδεν ὅτι ἐξέλιπε τὸ ὕδωρ ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς. 13 Οταν δε ο Νώε το εξακοσίων και ενός ετών, κατά την πρώτην του πρώτου μηνός, εξηφηνίσθη ολοτελώς από την επιφάνειαν το ύδωρ του κατακλυσμού. Τοτε ο Νώε εξεσκέπασε την στέγην της κιβωτού, την οποίαν είχε κατασκευάσει, και είδεν ότι πράγματι είχεν εκλείψει το ύδωρ του κατακλυσμού από την ξηράν. 13 Καὶ συνέβη κατὰ τὸ ἑξακοσιοστὸν πρῶτον ἔτος τῆς ζωῆς τοῦ Νῶε, τὴν πρώτην ἡμέραν τοῦ πρώτου μηνός (τοῦ ἑβραϊκοῦ πολιτικοῦ ἔτους), δηλαδὴ τὴν πρώτην τοῦ ἰδικοῦ μας μηνὸς Ὀκτωβρίου, ἔλειψε, ἑξαφανίσθηκε, ἐχάθη τὸ νερὸν τοῦ κατακλυσμοῦ ἀπὸ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς. Τότε ὁ Νῶε ἀφηπήρεσε τὴν στέγην τῆς κιβωτοῦ, ποὺ εἶχε κατασκευάσει, καὶ ὅταν ἐξεσκέπασε τὴν κιβωτόν, εἶδε μὲ τὰ μάτια του ὅτι τὸ νερὸν τοῦ κατακλυσμοῦ εἶχεν ὑποχωρήσει ἀπὸ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς.
14 ἐν δὲ τῷ δευτέρῳ μηνὶ ἐξηράνθη ἡ γῆ, ἑβδόμῃ καὶ εἰκάδι τοῦ μηνός. 14 Κατά δε την εικοστήν εβδόμην του δευτέρου μηνός εστέγνωσεν η ξηρά από τα ύδατα του κατακλυσμού. 14 Καὶ κατὰ τὴν εἰκοστὴν ἑβδόμην ἡμέραν τοῦ δευτέρου μηνός (τοῦ ἑβραϊκοῦ πολιτικοῦ ἔτους), δηλαδὴ τὴν 27ην τοῦ ἰδικοῦ μας μηνὸς Νοεμβρίου, ἐστέγνωσεν ἡ γῆ ἀπὸ τὰ νερὰ τοῦ κατακλυσμοῦ.
15 Καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς πρὸς Νῶε λέγων· 15 Τοτε ωμίλησε Κυριος ο Θεός προς τον Νώε και του είπε· 15 Ὅταν πλέον ἐκαθαρίσθη ὅλη ἡ κτίσις ἀπὸ τὸν μολυσμόν, ποὺ ἐδημιούργησεν εἰς αὐτὴν ἡ ἁμαρτία τῶν ἀνθρώπων, ὁ παντοδύναμος καὶ ἀπειροτέλειος Θεὸς ἐμίλησε πρὸς τὸν Νῶε καὶ τοῦ εἶπεν·
16 ἔξελθε ἐκ τῆς κιβωτοῦ, σὺ καὶ ἡ γυνή σου καὶ οἱ υἱοί σου καὶ αἱ γυναῖκες τῶν υἱῶν σου μετὰ σοῦ 16 “έβγα από την κιβωτόν, συ μαζή δέ με σε και η γυναίκα σου και τα παιδιά σου και αι γυναίκες των παιδιών σου· 16 «Ἔβγα ἔξω ἀπὸ τὴν κιβωτὸν σὺ καὶ ἡ γυναῖκα σου καὶ οἱ υἱοί σου καὶ οἱ γυναῖκες τῶν υἱῶν σου, ποὺ εἶναι μαζί σου.
17 καὶ πάντα τὰ θηρία, ὅσα ἐστὶ μετὰ σοῦ, καὶ πᾶσα σὰρξ ἀπὸ πετεινῶν ἕως κτηνῶν, καὶ πᾶν ἑρπετὸν κινούμενον ἐπὶ τῆς γῆς ἐξάγαγε μετὰ σεαυτοῦ· καὶ αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε ἐπὶ τῆς γῆς. 17 Βγάλε από την κιβωτόν όλα τα θηρία όσα υπάρχουν εις αυτήν και κάθε τι έμψυχον από τα πτηνά έως τα κτήνη και κάθε ερπετόν, που σύρεται εις την γην, ώστε τίποτε πλέον να μη μείνη εις την κιβωτόν. Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε εις όλην την γην”. 17 Ἐπίσης βγάλε σὺ ὁ ἴδιος μαζί σου ἔξω ἀπὸ τὴν κιβωτὸν καὶ ὅλα τὰ ἄγρια ζῶα, ποὺ εἶναι μαζί σου, καὶ κάθε ζωντανὴν ὕπαρξιν ἀπὸ τὰ πτηνὰ μέχρι τὰ ἥμερα ζῶα καὶ κάθε ἑρπετόν, τὸ ὁποῖον κινεῖται ὡς νὰ σύρεται ἐπάνω εἰς τὴν γῆν. Καὶ καρποφορεῖτε, ἀναπαράγεσθε καὶ πολλαπλασιάζεσθε ἐπάνω εἰς τὴν γῆν».
18 καὶ ἐξῆλθε Νῶε καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ αἱ γυναῖκες τῶν υἱῶν αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ. 18 Και πράγματι εξήλθεν από την κιβωτόν ο Νώε και η σύζυγος αυτού, τα παιδιά του και αι γυναίκες των παιδιών του μαζή με αυτόν. 18 Καὶ ἐβγῆκαν ἀπὸ τὴν κιβωτὸν ὁ Νῶε, μαζί του δὲ καὶ ἡ γυναῖκα του καὶ οἱ υἱοί του καὶ οἱ γυναῖκες τῶν υἱῶν του.
19 καὶ πάντα τὰ θηρία, καὶ πάντα τὰ κτήνη, καὶ πᾶν πετεινόν, καὶ πᾶν ἑρπετὸν κινούμενον ἐπὶ τῆς γῆς κατὰ γένος αὐτῶν, ἐξήλθοσαν ἐκ τῆς κιβωτοῦ. 19 Εξήλθον επίσης από την κιβωτόν όλα τα θηρία και όλα τα κτήνη και κάθε πτηνόν και κάθε ερπετόν, που κινείται εις την επιφάνειαν της γης, κατά το είδος αυτών. 19 Ἀπὸ τὴν κιβωτὸν ἐβγῆκαν ἐπίσης καὶ ὅλα τὰ ἄγρια ζῶα καὶ ὅλα τὰ ἥμερα ζῶα καὶ ὅλα τὰ πτηνὰ καὶ ὅλα τὰ ἑρπετά, τὰ ὁποῖα κινοῦνται ὡς νὰ σύρωνται ἐπάνω εἰς τὴν γῆν, τὸ κάθε ἕνα κατὰ τὸ εἶδος του.
20 καὶ ᾠκοδόμησε Νῶε θυσιαστήριον τῷ Κυρίῳ, καὶ ἔλαβεν ἀπὸ πάντων τῶν κτηνῶν τῶν καθαρῶν καὶ ἀπὸ πάντων τῶν πετεινῶν τῶν καθαρῶν καὶ ἀνήνεγκεν εἰς ὁλοκάρπωσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον. 20 Και έκτισεν ο Νώε θυσιαστήριον εις έκφρασιν ευγνωμοσύνης και δοξολογίας προς τον Κυριον. Επήρε δε και προσέφερε θυσίαν ολοκαυτώματος προς τον Θεόν από όλα τα καθαρά κτήνη και από όλα τα καθαρά πτηνά. 20 Καὶ ὁ Νῶε, μόλις ἐβγῆκε ἀπὸ τὴν κιβωτόν, ἔκτισε πρόχειρον θυσιαστήριον εἰς ἔκφρασιν εὐχαριστίας καὶ εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Κυριον· καὶ ἐπῆρε ἀπὸ ὅλα τὰ καθαρὰ ζῶα καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ καθαρὰ πτηνὰ καὶ προσέφἒρε θυσίαν ὁλοκαυτώματος πρὸς τὸν Θεόν· δηλαδὴ τὰ ἀφῆκε νὰ καοῦν ἐξ ὁλοκλήρου ἐπάνω εἰς τὸ θυσιαστήριον, ποὺ κατεσκεύασε.
21 καὶ ὠσφράνθη Κύριος ὁ Θεὸς ὀσμὴν εὐωδίας, καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς διανοηθείς· οὐ προσθήτω ἔτι καταράσασθαι τὴν γῆν διὰ τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων, ὅτι ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπιμελῶς ἐπὶ τὰ πονηρὰ ἐκ νεότητος αὐτοῦ· οὐ προσθήσω οὖν ἔτι πατάξαι πᾶσαν σάρκα ζῶσαν, καθὼς ἐποίησα. 21 Ο δε Θεός ωσφράνθη την ευώδη οσμήν της ευχαριστηρίου θυσίας και σκεφθείς απεφάσισε και είπε· “δεν θα καταρασθώ πλέον την γην εξ αιτίας των πονηρών έργων των ανθρώπων, μολονότι η καρδία του κάθε ανθρώπου ρέπει και είναι προσηλωμένη επιμελώς στο πονηρόν εκ νεότητος αυτού. Δεν θα πλήξω και δεν θα καταστρέψω άλλην φοράν κάθε ζωντανήν υπαρξιν επί της γης δια κατακλυσμού, όπως έκαμα τώρα. 21 Καὶ ὁ Θεὸς ὠσφράνθη τὴν εὐωδιάζουσαν μυρωδιὰν τῆς θυσίας· δηλαδὴ ἀπεδέχθη πλήρως τὴν θυσίαν τῆς εὐγνωμοσύνης τοῦ δικαίου Νῶε. Καὶ ὁ παντοδύναμος καὶ ἀπειροτέλειος Θεός, ἀφοῦ ἐσκέφθη, ἀπεφάσισε καὶ εἶπε· «Δὲν θὰ καταρασθῶ πλέον τὴν γῆν διὰ τὰ ἁμάρτωλὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων, διότι ἡ καρδία κάθε ἀνθρώπου ρέπει μὲ πολλὴν ἐπιμέλειαν καὶ μεγάλο ἐνδιαφέρον εἰς τὰ πονηρὰ ἔργα ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια, ἀπὸ τότε ἀκόμη ποὺ δὲν ἔχει καταλάβει καλά - καλὰ τὸν ἑαυτόν του. Ποτὲ λοιπὸν πλέον εἰς τὸ μέλλον δὲν θὰ πατάξω καὶ δὲν θὰ ἑξαφανίσω κάθε ζωντανὴν ὕπαρξιν, ὅπως ἔκαμα τώρα μὲ τὸν κατακλυσμόν.
22 πάσας τὰς ἡμέρας τῆς γῆς, σπέρμα καὶ θερισμός, ψῦχος καὶ καῦμα, θέρος καὶ ἔαρ, ἡμέραν καὶ νύκτα οὐ καταπαύσουσι. 22 Εφ' όσον θα υπάρχη η γη, δεν θα παύσουν να υπάρχουν σπορά και θερισμός, κρύο και ζέστη, άνοιξις και θέρος, ημέρα και νύκτα. 22 Ὅλες τὶς ἡμέρες, ὅσον καιρὸν θὰ ὑπάρχῃ ἡ γῆ», ὑπόσχομαι ὅτι δὲν θὰ παύσουν νὰ ὑπάρχουν ἡ τακτικὴ καὶ κανονικὴ διαδοχὴ τῶν ὡρῶν καὶ ἐποχῶν τοῦ ἔτους· «πάντοτε θὰ ὑπάρχῃ σπορὰ καὶ θερισμός, κρύον καὶ ζέστη, θέρος καὶ ἄνοιξις, ἡμέρα καὶ νύκτα»· ὁ νόμος αὐτὸς θὰ εἶναι σταθερὸς καὶ ἀμετάβλητος μέχρι τέλους τοῦ παρόντος αἰῶνος.