Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἐπιπεσὼν ᾿Ιωσὴφ ἐπὶ πρόσωπον τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἔκλαυσεν αὐτὸν καὶ ἐφίλησεν αὐτόν. | 1 Ο Ιωσήφ ερρίφθη στο πρόσωπον του πατρός του, έκλαυσε δι' αυτόν και τον εφίλησε. | 1 Ο Ἰωσήφ, ἀμέσως μόλις ἀπέθανεν ὁ Ἰακώβ, ἔπεσεν ἐπάνω εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ πατέρα του καὶ ἔκλαυσε δι’ αὐτὸν καὶ τὸν κατεφίλησε μὲ πόθον, |
2 καὶ προσέταξεν ᾿Ιωσὴφ τοῖς παισὶν αὐτοῦ τοῖς ἐνταφιασταῖς ἐνταφιάσαι τὸν πατέρα αὐτοῦ, καὶ ἐνεταφίασαν οἱ ἐνταφιασταὶ τὸν ᾿Ισραήλ. | 2 Διέταξε δε τους δούλους του, τους Αιγυπτίους ταριχευτάς, να τον ταριχεύσουν. Εκείνοι δέ, ειδικοί στο έργον των, εταρίχευσαν τον Ιακώβ. | 2 Ἀμέσως ἔδωκεν ἐντολὴν εἰς τοὺς εἰδικοὺς ταριχευτές, ποὺ ἦσαν εἰς τὴν ὑπηρεσίαν του, νὰ βαλσαμώσουν τὸ σῶμα τοῦ πατέρα του. Καὶ ἐκεῖνοι, σύμφωνά με τὴν ἐντολὴν ποὺ ἔλαβαν, ἐβαλσάμωσαν τὸ σῶμα τοῦ Ἰσραήλ. |
3 καὶ ἐπλήρωσαν αὐτοῦ τεσσαράκοντα ἡμέρας· οὕτω γὰρ καταριθμοῦνται αἱ ἡμέραι τῆς ταφῆς. καὶ ἐπένθησεν αὐτὸν Αἴγυπτος ἑβδομήκοντα ἡμέρας. | 3 Συνεπληρώθησαν αι τεσσαράκοντα ημέραι, όσαι απαιτούνται δια την ολοκλήρωσιν της ταριχεύσεως. Επένθησε τον Ιακώβ η Αίγυπτος επί εβδομήκοντα ημέρας. | 3 Καὶ συνεπληρώθησαν διὰ τὴν ταρίχευσή του σαράντα ἡμέρες, διότι τόσες εἶναι οἱ κανονικὲς ἡμέρες ποὺ ἀπαιτοῦνται διὰ τὴν ταρίχευσιν τοῦ νεκροῦ· καὶ οἱ Αἰγύπτιοι ἐπένθησαν τὸν Ἰακὼβ μὲ βαρὺ πένθος ἐπὶ ἐβδομῆντα ἡμέρες. |
4 ᾿Επεὶ δὲ παρῆλθον αἱ ἡμέραι τοῦ πένθους, ἐλάλησεν ᾿Ιωσὴφ πρὸς τοὺς δυνάστας Φαραὼ λέγων· εἰ εὗρον χάριν ἐναντίον ὑμῶν λαλήσατε περὶ ἐμοῦ εἰς τὰ ὦτα Φαραὼ λέγοντες· | 4 Οταν δε παρήλθαν αι ημέραι αύται του πένθους, ο Ιωσήφ, επειδή λόγω της πενθίμου εμφανίσεως του και της ένεκα του πένθους αφεθείσης γενειάδας του, δεν ηδύνατο αυτοπροσώπως να παρουσιασθή στον Φαραώ, είπε προς τους αυλικούς να μεσολαβήσουν προς εκείνον λέγων· “εάν ευρήκα χάριν ενώπιόν σας, ομιλήσατε δι' εμέ στον Φαραώ και είπατε, | 4 Ὅταν δὲ ἐτελείωσὰν οἱ ἡμέρες τοῦ πένθους καὶ ἔγιναν ὅλα τὰ καθιερωμένα, ὁ Ἰωσήφ, ἐπειδὴ ἀκόμη ἐπενθοῦσε τὸν πατέρα του, εἶπεν εἰς τοὺς ἀξιωματούχους τοῦ Φαραώ: «Ἐὰν εὑρῆκα χάριν ἐνώπιόν σας, ὁμιλῆστε δι’ ἐμὲ εἰς τὸν Φαραὼ καὶ εἴπετέ του· |
5 ὁ πατήρ μου ὥρκισέ με λέγων· ἐν τῷ μνημείῳ ᾧ ὤρυξα ἐμαυτῷ ἐν γῇ Χαναάν, ἐκεῖ με θάψεις· νῦν οὖν ἀναβὰς θάψω τὸν πατέρα μου καὶ ἐπανελεύσομαι. | 5 ότι ο πατήρ μου με ώρκισε λέγων· Θέλω να με θάψης στο μνημείον, το οποίον εγώ δια τον εαυτόν μου ήνοιξα εις την χώραν Χαναάν. Τωρα λοιπόν πρέπει να μεταβώ εις την Χαναάν, να θάψω τον πατέρα μου και πάλιν θα επιστρέψω”. | 5 «ὁ πατέρας μου μὲ ὥρκισε πρὶν ἀποθάνῃ καὶ μοῦ εἶπεν· εἰς τὸν τάφον, ποὺ ἄνοιξα διὰ τὸν ἑαυτόν μου εἰς τὴν χώραν τῆς Χαναάν, ἐκεῖ θέλω νὰ μὲ θάψῃς». Τώρα λοιπὸν δῶσε μου τὴν ἄδειαν νὰ ἀνεβῶ ἐκεῖ, διὰ νὰ θάψω τὸν πατέρα μου καὶ κατόπιν νὰ ἐπιστρέψω πάλιν εἰς τὴν Αἴγυπτον». |
6 καὶ εἶπε Φαραὼ τῷ ᾿Ιωσήφ· ἀνάβηθι, θάψον τὸν πατέρα σου, καθάπερ ὥρκισέ σε. | 6 Ο Φαραώ παρήγγειλες στον Ιωσήφ· “πήγαινε θάψε τον πατέρα σου, όπως εκείνος σε ώρκισεν”. | 6 Ὅταν ὁ Φαραὼ ἄκουσε τὸ αἴτημα τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ παρήγγειλεν: «Ἀνέβα ἐλεύθερα εὶς τὴν Χαναὰν καὶ θάψε τὸν πατέρα σου, ὅπως σὲ ὥρκισε καὶ ὅπως τοῦ ὑπεσχέθης ὅτι θὰ κάμῃς». |
7 καὶ ἀνέβη ᾿Ιωσὴφ θάψαι τὸν πατέρα αὐτοῦ, καὶ συνανέβησαν μετ᾿ αὐτοῦ πάντες οἱ παῖδες Φαραὼ καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ οἴκου αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ πρεσβύτεροι τῆς γῆς Αἰγύπτου. | 7 Ο Ιωσήφ ανεχώρησε, δια να θάψη τον πατέρα του. Μαζή δε με αυτόν επήγαν όλοι οι δούλοι του Φαραώ, οι γεροντότεροι του οίκου του, όλοι οι πρεσβύτεροι, όλοι δηλαδή όσοι κατείχον αξιώματα εις την χώραν της Αιγύπτου. | 7 Ἔτσι ὁ Ἰωσὴφ ἀνέβη εἰς τὴν Χαναάν, διὰ νὰ θάψῃ τὸν πατέρα του. Μαζί του ἀνέβησαν καὶ ὅλοι οἱ ὑπηρέται τοῦ Φαραὼ καὶ οἱ αὐλικοὶ καὶ οἱ μεγιστᾶνες καὶ ὅλοι οἱ ἄρχοντες τῆς Αἰγύπτου. |
8 καὶ πᾶσα ἡ πανοικία ᾿Ιωσὴφ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ πᾶσα ἡ οἰκία ἡ πατρικὴ αὐτοῦ, καὶ τὴν συγγένειαν αὐτοῦ καὶ τὰ πρόβατα καὶ τοὺς βόας ὑπελίποντο ἐν γῇ Γεσέμ. | 8 Και όλη η οικογένεια του Ιωσήφ, οι αδελφοί του και όλα τα μέλη του πατρικού οίκου και όλοι οι συγγενείς. Εις την Γεσέμ έμειναν μόνον τα πρόβατα και τα βόδια και οι φυλάσσοντες αυτά. | 8 Καθὼς ἐπίσης καὶ ὅλα τὰ μέλη τῆς οἰκογενείας καὶ τῆς ὑπηρεσίας τοῦ Ἰωσὴφ καὶ οἱ ἀδελφοί του καὶ ὅλα τὰ μέλη τῆς οἰκογενείας τοῦ πατέρα του. Μόνον τὰ πρόβατα καὶ τὰ βόδια ἔμειναν πίσω εἰς τὴν περιοχὴν τῆς Γεσέμ. |
9 καὶ συνανέβησαν μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ἅρματα καὶ ἱππεῖς, καὶ ἐγένετο ἡ παρεμβολὴ μεγάλη σφόδρα. | 9 Μαζή με αυτόν ανεχώρησαν και άρματα και ιππείς, ώστε η συνοδεία έγινε πολύ μεγάλη. | 9 Ἀκόμη ἀνέβησαν μαζὶ μὲ τὸν Ἰωσὴφ καὶ ἅρματα καὶ ἱππεῖς ὡς τιμητικὴ ἀκολουθία καὶ δι’ ἀσφάλειαν. Ἔτσι ἐσχηματίσθη πολυπληθὴς καὶ μεγαλοπρεπὴς συνοδεία· μία ἐπιβλητικὴ πομπή, σωστὸν στρατόπεδον. |
10 καὶ παρεγένοντο εἰς ἅλωνα ᾿Ατάδ, ὅ ἐστι πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου, καὶ ἐκόψαντο αὐτὸν κοπετὸν μέγαν καὶ ἰσχυρὸν σφόδρα· καὶ ἐποίησε τὸ πένθος τῷ πατρὶ αὐτοῦ ἑπτὰ ἡμέρας. | 10 Εφθασαν στο αλώνι του Ατάδ, το οποίον ευρίσκεται ανατολικώς του Ιορδάνου. Εκεί όλοι οι συνοδεύοντες τον νεκρόν τον εθρήνησαν πολύ, με θρήνον μεγάλον και ισχυρόν. Εκαμε δε εκεί ο Ιωσήφ και οι περί αυτόν πένθος επτά ημερών δια τον πατέρα του. | 10 Ὅταν ἡ ἐπικήδειος πομπὴ ἔφθασεν εἰς τὸ ἁλῶνι Ἀτάδ, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὴν ἀνατολικὴν ὅχθην τοῦ Ἰορδάνη, ἔκλαυσαν τὸν Ἰακὼβ μὲ μεγάλον καὶ ἰσχυρὸν θρῆνον. Καὶ ὁ Ἰωσὴφ ἐπένθησεν ἐκεῖ τὸν πατέρα του ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρες. |
11 καὶ εἶδον οἱ κάτοικοι τῆς γῆς Χαναὰν τὸ πένθος ἐπὶ ἅλωνι ᾿Ατὰδ καὶ εἶπαν· πένθος μέγα τοῦτό ἐστι τοῖς Αἰγυπτίοις· διὰ τοῦτο ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Πένθος Αἰγύπτου, ὅ ἐστι πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου. | 11 Οι κάτοικοι της γης Χαναάν είδον το πένθος τούτο στο αλώνι του Ατάδ και είπαν· “μεγάλο είναι τούτο το πένθος στους Αιγυπτίους”. Δια τούτο ωνόμασαν “Πένθος Αιγύπτου” τον τόπον αυτόν, που ευρίσκεται ανατολικώς του Ιορδάνου. | 11 Καὶ εἶδαν οἱ κάτοικοι τῆς Χαναὰν τὸ μεγάλο καὶ βαρὺ πένθος ὅλου ἐκείνου τοῦ πλήθους εἰς τὸ ἁλῶνι Ἀτὰδ καὶ εἶπαν: «Αὐτὸ εἶναι πένθος μεγάλο τῶν Αἰγυπτίων». Διὰ τοῦτο ὠνομάσθη ὁ τόπος ἐκεῖνος «Πένθος Αἰγύπτου». Ὁ τόπος αὐτὸς εἶναι εἰς τὴν ἀνατολικὴν ὄχθην τοῦ Ἰορδάνου. |
12 καὶ ἐποίησαν αὐτῷ οὕτως οἱ υἱοὶ αὐτοῦ | 12 Αφού κατ' αυτόν τον τρόπον επένθησαν τον πατέρα των τον Ιακώβ οι υιοί αυτού, | 12 Καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ Ἰακὼβ ἔτσι ἔκαμαν διὰ τὸν νεκρὸν πατέρα των. |
13 καὶ ἀνέλαβον αὐτὸν οἱ υἱοὶ αὐτοῦ εἰς γῆν Χαναὰν καὶ ἔθαψαν αὐτὸν εἰς τὸ σπήλαιον τὸ διπλοῦν, ὃ ἐκτήσατο ῾Αβραὰμ τὸ σπήλαιον ἐν κτήσει μνημείου παρὰ ᾿Εφρὼν τοῦ Χετταίου, κατέναντι Μαμβρῆ. | 13 τον επήραν έπειτα αυτοί μόνοι χωρίς την συνοδείαν των Αιγυπτίων, τον μετέφεραν από το αλώνι του Ατάδ, εις την Χαναάν, και τον έθαψαν στο διπλούν σπήλαιον, το απέναντι της Δρυός Μαμβρή, το οποίον ο Αβραάμ είχεν αγοράσει ως ιδιόκτητον μνημείον του από τον Εφρών τον Χετταίον. | 13 Καὶ μόνα των, χωρὶς τοὺς Αἰγυπτίους, ἐπῆραν ἀπὸ τὸ ἁλῶνι Ἀτὰδ καὶ μετέφεραν τὸν νεκρὸν εἰς τὴν χώραν τῆς Χαναὰν καὶ ἔθαψαν τὴν σορὸν εἰς τὸ διπλὸν σπήλαιον εἰς τὸ σπήλαιον, ποὺ ἀγόρασεν ὁ Ἀβραὰμ διὰ νὰ τὸ κατέχῃ ὡς ἰδικόν του μνημεῖον ἀπὸ τὸν Ἐφρὼν τὸν Χετταῖον καὶ τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται ἀπέναντι ἀπὸ τὴν βελανιδιὰν τοῦ Μαμβρῆ. |
14 καὶ ὑπέστρεψεν ᾿Ιωσὴφ εἰς Αἴγυπτον, αὐτὸς καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ οἱ συναναβάντες θάψαι τὸν πατέρα αὐτοῦ. | 14 Μετά δε τον ενταφιασμόν επέστρεψεν εις την Αίγυπτον ο Ιωσήφ, οι αδελφοί του και όλοι όσοι είχον έλθει μαζή του, δια να θάψουν τον πατέρα του. | 14 Καὶ μετὰ τὸν ἐνταφιασμὸν τοῦ πατέρα του ὁ Ἰωσὴφ ἐπέστρεψεν εἰς τὴν Αἴγυπτον· ἐπέστρεψεν αὐτὸς καὶ οἱ ἀδελφοί του καὶ ὅλοι οἱ Αἰγύπτιοι, ποὺ εἶχαν ἀνέβη μαζί του εἰς τὴν Χαναὰν διὰ νὰ θάψουν τὸν πατέρα του. |
15 ᾿Ιδόντες δὲ οἱ ἀδελφοὶ ᾿Ιωσὴφ ὅτι τέθνηκεν ὁ πατὴρ αὐτῶν, εἶπαν· μή ποτε μνησικακήσῃ ἡμῖν ᾿Ιωσὴφ καὶ ἀνταπόδομα ἀνταποδῷ ἡμῖν πάντα τὰ κακά, ἃ ἐνεδειξάμεθα εἰς αὐτόν. | 15 Οταν οι αδελφοί του Ιωσήφ είδον ότι απέθανε και δεν υπάρχει μεταξύ των ο πατέρας των, εφοβήθησαν και διηρωτήθησαν· “Μηπως μνησικακήση εναντίον μας ο Ιωσήφ και μας ανταποδώση όλα εκείνα τα κακά, τα οποία ημείς επράξαμεν εναντίον του;” | 15 Ὅταν οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Ἰωσὴφ εἶδαν, ὅτι ἀπέθανεν ὁ πατέρας των καὶ ἔμειναν πλέον μόνοι, ἐπειδὴ ἐτάρασσε τὴν ψυχήν των ὁ φόβος καὶ τοὺς ἤλεγχεν ἡ συνείδησις, εἶπαν μεταξύ των: «Μήπως ὁ Ἰωσὴφ μνησικακήσῃ τώρα ἐναντίον μας καὶ μᾶς ἀνταποδώσῃ διὰ τὰ κακά, τὰ ὁποῖα τοῦ ἐκάμαμεν;» |
16 καὶ παραγενόμενοι πρὸς ᾿Ιωσὴφ εἶπαν· ὁ πατήρ σου ὥρκισε πρὸ τοῦ τελευτῆσαι αὐτὸν λέγων· | 16 Και με τον φόβον αυτόν προσήλθον όλοι προς τον Ιωσήφ και του είπαν· “ο πατήρ σου πριν αποθάνη, μας ώρκισε και μας είπε· | 16 Ἐπειδὴ λοιπὸν ἐφοβοῦντο μήπως ὁ Ἰωσὴφ τοὺς ἐκδικηθῇ δι’ ὅσα τοῦ ἔκαμαν, ἦλθαν πρὸς αὐτὸν καὶ τοῦ εἶπαν ταπεινωμένοι: «Ὁ πατέρας σου, ποὺ σὲ ἀγαποῦσε περισσότερον ἀπὸ ἐμᾶς, πρὶν ἀποθάνῃ ἐζήτησε μὲ ὅρκον καὶ μᾶς ἐπέβαλε νὰ ἔλθωμεν καὶ νὰ σοῦ εἴπωμεν: |
17 οὕτως εἴπατε ᾿Ιωσήφ· ἄφες αὐτοῖς τὴν ἀδικίαν καί τὴν ἁμαρτίαν αὐτῶν, ὅτι πονηρά σοι ἐνεδείξαντο· καὶ νῦν δέξαι τὴν ἀδικίαν τῶν θεραπόντων τοῦ Θεοῦ τοῦ πατρός σου. καὶ ἔκλαυσεν ᾿Ιωσὴφ λαλούντων αὐτῶν πρὸς αὐτόν. | 17 Αυτά να πήτε στον Ιωσήφ· Συγχώρησε στους αδελφούς σου την αδικίαν και την αμαρτίαν των, διότι πράγματι σου έκαμαν μεγάλα κακά. Τωρα, λοιπόν, δέξου την μετάνοιάν των και συγχώρησε την αδικίαν των δούλων τούτων του Θεού και του πατρός σου”. Συνεκινήθη βαθύτατα ο Ιωσήφ και έκλαυσεν, ενώ εκείνοι του ωμιλούσαν ακόμη. | 17 «Νὰ πῆτε εἰς τὸν Ἰωσὴφ τὰ λόγια αὐτά· συγχώρησέ τους τὴν ἀδικίαν καὶ τὴν ἁμαρτίαν, ποὺ σοῦ ἔκαμαν, διότι πράγματι σοῦ ἐπροξένησαν πολὺ κακόν, μεγάλα βάσανα. Τώρα ὅμως συγχώρησε τὸ κακὸν καὶ τὴν ἀδικίαν τῶν δούλων αὐτῶν τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖον ἐλάτρευεν ὁ πατέρας σου». Καὶ ὁ πανάρετος Ἰωσὴφ ἐσυγκινήθη βαθύτατα ἀπὸ τὴν παράκλησιν τῶν ἀδελφῶν του καὶ ἔκλαυσε πολύ, ἐνῷ ἄκουε τὰ ὅσα τοῦ ἔλεγαν. |
18 καὶ ἐλθόντες πρὸς αὐτὸν εἶπαν· οἵδε ἡμεῖς σοὶ ἱκέται. | 18 Αυτοί επλησίασαν περισσότερον τον αδελφόν των και συντετριμμένοι του είπαν· “ιδού, ημείς είμεθα και θα μείνωμεν δούλοι σου”. | 18 Τότε οἱ ἀδελφοί του, ἀφοῦ ἐπλησίασαν κοντά του, τοῦ εἶπαν: «Κύτταξε, εἴμεθα ὑπηρέται καὶ δοῦλοι σου». |
19 καὶ εἶπεν αὐτοῖς ᾿Ιωσήφ· μὴ φοβεῖσθε, τοῦ γὰρ Θεοῦ εἰμι ἐγώ. | 19 Απήντησε προς αυτούς ο Ιωσήφ· “μη φοβείσθε ! Του Θεού άνθρωπος είμαι εγώ, αγαθός και αμνησίκακος. | 19 Ἀλλὰ ὁ ἀνεξίκακος καὶ ἀγαθώτατος Ἰωσὴφ ἐπροσπάθησε νὰ τοὺς παρηγορήσῃ καὶ νὰ τοὺς καθησυχάσῃ καὶ τοὺς εἶπε: «Μὴ φοβεῖσθε καὶ μὴ ἀγωνιᾶτε, διότι ἐγὼ εἶμαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸν σέβομαι καὶ φοβοῦμαι. Αὐτὸν μιμοῦμαι καὶ προσπαθῶ νὰ εὐεργετῶ ὅσους μὲ ἀδικοῦν. |
20 ὑμεῖς ἐβουλεύσασθε κατ᾿ ἐμοῦ εἰς πονηρά, ὁ δὲ Θεὸς ἐβουλεύσατο περὶ ἐμοῦ εἰς ἀγαθά, ὅπως ἂν γενηθῇ ὡς σήμερον καὶ τραφῇ λαὸς πολύς. | 20 Σεις εσκεφθήκατε και απεφασίσατε κακά εναντίον μου. Ο δε Θεός εσκέφθη αγαθά δι' εμέ, δια να γίνη αυτό το οποίον και έγινε μέχρι τώρα, να διατραφούν δηλαδή χάρις εις εμέ πολλοί λαοί”. | 20 Ναί· μοῦ ἐκάματε κακόν. Ἐσκεφθήκατε καὶ ἐσχεδιάσατε ἐναντίον μου μὲ κακὴν διάθεσιν πονηρά, διὰ νὰ μὲ βλάψετε καὶ νὰ μὲ καταστρέψετε. Ἀλλὰ τὸ κακὸν ἐβγῆκε εἰς καλόν. Διότι ὁ Θεὸς ἐσκέφθη πρὸς χάριν μου ἀγαθὰ καὶ μετέβαλε τὰ πονηρὰ σχέδια σας εἰς ἰδικόν μου καλὸν καὶ ἰδικόν σας καὶ ὅλου τοῦ κόσμου, ὥστε νὰ γίνῃ αὐτό, ποὺ ἔγινε σήμερα, καὶ να τραφῇ λαὸς πολὺς καὶ νὰ σωθῇ ἀπὸ τὴν πεῖναν». |
21 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· μὴ φοβεῖσθε· ἐγὼ διαθρέψω ὑμᾶς καὶ τὰς οἰκίας ὑμῶν. καὶ παρεκάλεσεν αὐτοὺς καὶ ἐλάλησεν αὐτῶν εἰς τὴν καρδίαν. | 21 Και επανέλαβε προς αυτούς· “μη φοβείσθε ! Εγώ, όχι μόνον δεν θα σας εκδικηθώ, αλλά θα διαθρέψω και σας και τας οικογενείας σας”. Τους παρηγόρησε, τους ενεθάρρυνε και ωμίλησε με αυτόν τον καλόν τρόπον εις τας καρδίας των. | 21 Ὁ Ἰωσὴφ τοὺς εἶπε πάλιν: «Μὴ φοβεῖσθε τίποτε· ἐγὼ θὰ φροντίσω καὶ θὰ διαθρέψω σᾶς καὶ τἰς οἰκογένειές σας». Μὲ τὶς ὑποσχέσεις αὐτὲς τοὺς καθησύχασε, τοὺς παρηγόρησε καὶ τοὺς ἐμίλησε μέσα εἰς τὴν καρδιάν των· ἔτσι τοὺς ἀφήρεσε κάθε στενοχώριαν καὶ ὑποψίαν. |
22 Καὶ κατῴκησεν ᾿Ιωσὴφ ἐν Αἰγύπτῳ, αὐτὸς καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ πᾶσα ἡ πανοικία τοῦ πατρὸς αὐτοῦ. καὶ ἔζησεν ᾿Ιωσὴφ ἔτη ἑκατὸν δέκα. | 22 Και μετά τα γεγονότα αυτά παρέμεινεν ο Ιωσήφ εις την Αίγυπτον αυτός και οι αδελφοί του και όλη η οικογένεια του πατρός του. Εζησε δε ο Ιωσήφ εκατόν δέκα έτη. | 22 Καὶ ὁ Ἰωσὴφ συνέχιζε νὰ κατοικῇ εἰς τὴν Αἴγυπτον, αὐτὸς καὶ οἱ ἀδελφοί του καὶ ὅλα τὰ μέλη τῆς οἰκογενείας τοῦ πατέρα του. Ἔζησε δὲ ὁ Ἰωσὴφ ἑκατὸν δέκα χρόνια. |
23 καὶ εἶδεν ᾿Ιωσὴφ ᾿Εφραΐμ παιδία ἕως τρίτης γενεᾶς, καὶ οἱ υἱοὶ Μαχεὶρ τοῦ υἱοῦ Μανασσῆ ἐτέχθησαν ἐπὶ μηρῶν ᾿Ιωσήφ. | 23 Και είδε παιδιά του υιού του Εφραίμ μέχρι τρίτης γενεάς. Και τα παιδιά του Μαχείρ, υιού του Μανασσή, εγεννήθησαν εις τα γόνατα του Ιωσήφ. | 23 Ὁ Ἰωσὴφ ἔζησεν ἀγαπημένος μὲ τοὺς ἀδελφούς του μὲ κάθε οἰκογενειακὴν εἰρήνην καὶ ἀπόλαυσιν καὶ εἶδε τὰ παιδιὰ τοῦ Ἐφραὶμ μέχρι τρίτης γενεᾶς. Ἐπίσης οἱ υἱοὶ τοῦ Μαχείρ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Μανασσῆ, ἐγεννήθησαν εἰς τὰ γόνατα τοῦ Ἰωσήφ· δηλαδὴ τὰ ἐκρατοῦσε εἰς τὰ γεροντικά του γόνατα καὶ αὐτὰ ἐμεγάλωναν εἰς τὴν ἀγκάλην καὶ μὲ τὴν τρυφερὴ ἀγάπην τοῦ πάππου των. |
24 καὶ εἶπεν ᾿Ιωσήφ τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ λέγων· ἐγὼ ἀποθνήσκω· ἐπισκοπῇ δὲ ἐπισκέψεται ὁ Θεὸς ὑμᾶς καὶ ἀνάξει ὑμᾶς ἐκ τῆς γῆς ταύτης εἰς τὴν γῆν, ἣν ὤμοσεν ὁ Θεὸς τοῖς πατράσιν ἡμῶν, ῾Αβραάμ, ᾿Ισαὰκ καὶ ᾿Ιακώβ. | 24 Οταν δε επλησίασεν ο καιρός της τελευτής του, είπεν στους αδελφούς του ο Ιωσήφ· “εγώ αποθνήσκω. Γνωρίζω όμως καλά, ότι ο πανάγαθος Θεός θα σας επισκεφθή ως προστάτης και από την γην αυτήν θα σας επαναφέρη εις την χώραν, την οποίαν δι' όρκου έχει υποσχεθή ίστους πατέρας μας, στον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ”. | 24 Καὶ ὅταν ὁ Ἰωσὴφ προαισθάνθηκε τὸ τέλος του, ἐκάλεσε γύρω του τὰ ἀδέλφια του καὶ τοὺς εἶπε: «Ἐγὼ πρόκειται νὰ ἀποθάνω, ἀλλὰ δεν θὰ μείνετε ἀπροστάτευτοι. Ὁ Θεὸς θὰ σᾶς ἐπισκεφθῇ ὁπωσδήποτε, θὰ σᾶς προστατεύσει καὶ θὰ σᾶς ὁδηγήσῃ ἀσφαλῶς ἀπὸ τὴν χώραν αὐτήν, εἰς τὴν χώραν τὴν ὁποίαν ἔχει ὑποσχεθῆ μὲ ὅρκον εἰς τοὺς προπάτορές μας, τὸν Ἀβραάμ, τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακώβ». |
25 καὶ ὥρκισεν ᾿Ιωσὴφ τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραὴλ λέγων· ἐν τῇ ἐπισκοπῇ, ᾗ ἐπισκέψηται ὁ Θεὸς ὑμᾶς, καὶ συνανοίσετε τὰ ὀστᾶ μου ἐντεῦθεν μεθ᾿ ὑμῶν. | 25 Αμέσως δε μετά τους λόγους αυτούς ώρκισεν ο Ιωσήφ τους αδελφούς του λέγων· “όταν ο Θεός σας επισκεφθή και σας επαναφέρη εις την γην Χαναάν, θα πάρετε από εδώ και θα φέρετε μαζή σας εκεί τα οστά μου” | 25 Ὁ Ἰωσήφ, ἐπειδὴ ἐποθοῦσε ἔστω καὶ νεκρὸς νὰ εὑρεθῇ καὶ αὐτὸς εἰς τὴν Χαναάν, ὥρκισε τὰ παιδιὰ τοῦ Ἰσραήλ, τοὺς ἀδελφούς του, καὶ τοὺς εἶπε: «Ὁρκισθῆτε μου ὅτι, ὅταν ὁ Θεὸς θὰ σᾶς ἐπισκεφθῇ καὶ θὰ σᾶς ὁδηγήσῃ εἰς τὴν χώραν τῆς Χαναάν, θὰ σεβασθῆτε τὴν ἐπιθυμίαν μου καὶ δὲν θὰ παραλείψετε νὰ μεταφέρετε μαζί σας ἀπὸ τὴν χώραν αὐτὴν τῆς Αἴγυτπου καὶ τὰ ἰδικά μου ὀστᾶ». |
26 καὶ ἐτελεύτησεν ᾿Ιωσὴφ ἐτῶν ἑκατὸν δέκα· καὶ ἔθαψαν αὐτὸν καὶ ἔθηκαν ἐν τῇ σορῷ ἐν Αἰγύπτῳ. | 26 Και απέθανεν ο Ιωσήφ εις ηλικίαν εκατόν δέκα ετών. Εταρίχευσαν αυτόν εις την Αίγυπτον και τον έθεσαν εις την λάρνακα. | 26 Καὶ ἔτσι μὲ τὴν ψυχὴν ἐλευθέραν ἀπὸ κάθε προσκόλλησιν πρὸς τὴν Αἴγυπτον ἀπέθανεν ὁ Ἰωσὴφ εἰς ἡλικίαν ἑκατὸν δέκα ἐτῶν. Οἱ δὲ ἀδελφοί του ἐταρίχευσαν τὸ σῶμα του καὶ τὸ ἔβαλαν εἰς ξύλινον φέρετρον (ἢ λάρνακα ἀπὸ γρανίτην) καὶ τὸ ἐφύλαξαν εἰς τὴν Αἴγυπτον. |