Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 Ο δὲ ὄφις ἦν φρονιμώτατος πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς, ὧν ἐποίησε Κύριος ὁ Θεός. καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί· τί ὅτι εἶπεν ὁ Θεός, οὐ μὴ φάγητε ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ παραδείσου; | 1 Ο όφις ήτο το ευφυέστερον και επινοητικώτερον από όλα τα ζώα, τα οποία είχε δημιουργήσει Κυριος ο Θεός επί της γης. Ο όφις (ο διάβολος υπό μορφήν όφεως) ηρώτησε την Ευαν και της είπε· “διατί ο Θεός απηγόρευσε να φάγετε από τους καρπούς όλων των δένδρων, που υπάρχουν στον παράδεισον;” | 1 Ο δὲ φίδι ἦταν τὸ πιὸ ἔξυπνον διὰ να ἀπατᾷ, τὸ πιὸ πανοῦργον καὶ δόλιον ἀπὸ ὅλα τὰ ἄγρια θηρία, ποὺ ὑπῆρχαν εἰς τὴν γῆν καὶ τὰ ὁποῖα ἐδημιούργησεν ὁ Θεός. Διὰ τοῦτο ὁ διάβολος, κινούμενος ἀπὸ φθόνον ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὴν μορφὴν φιδιοῦ ἢ κρυμμένος εἰς ἕνα φίδι, ἐπλησίασε τὴν Εὕαν, ποὺ ἐστέκετο μόνη κοντὰ εἰς τὸ δένδρον μὲ τὸν ἀπαγορευμένον καρπόν. Καὶ ἀφοῦ διέστρεψε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς πρωτοπλάστους, τὴν ἐρώτησεν· «εἶναι λοιπὸν ἀλήθεια, ὅτι ὁ Θεὸς εἶπε να μὴ φάγετε ἀπὸ τοὺς καρποὺς ὅλων τῶν δένδρων, ποὺ ὑπάρχουν εἰς τὸν Παράδεισον;» |
2 καὶ εἶπεν ἡ γυνὴ τῷ ὄφει· ἀπὸ καρποῦ τοῦ ξύλου τοῦ παραδείσου φαγούμεθα, | 2 Η Ευα απήντησεν στον όφιν· “από τους καρπούς κάθε δένδρου του παραδείσου ημπορούμεν να φάγωμεν. | 2 Ἡ γυναῖκα ἀντὶ νὰ ἀποστραφῇ καὶ ἀποπέμψῃ τὸν διάβολον, ποὺ διέστρεψε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ, παίρνει θάρρος, διότι ἀκούει ἕνα φίδι νὰ τῆς ὁμιλῇ καὶ ἀποκαλύπτει εἰς τὸν διάβολον ὅλην τὴν ἐντολήν, καὶ λέγει: Ὁ Θεὸς μᾶς εἶπεν· «ἀπὸ κάθε καρπὸν τῶν δένδρων, ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὸν Παράδεισον νὰ τρώγωμεν, |
3 ἀπὸ δὲ τοῦ καρποῦ τοῦ ξύλου, ὅ ἐστιν ἐν μέσῳ τοῦ παραδείσου, εἶπεν ὁ Θεός, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ, οὐ δὲ μὴ ἅψησθε αὐτοῦ, ἵνα μὴ ἀποθάνητε. | 3 Από τον καρπόν όμως του δένδρου, που υπάρχει εν τω μέσω του παραδείσου, έδωσεν εντολήν ο Θεός λέγων· δεν θα φάγετε από τον καρπόν αυτού ούτε και θα εγγίσετε αυτό, δια να μη αποθάνετε”. | 3 ἀπὸ τὸν καρπὸν ὅμως τοῦ δένδρου, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὸ μέσον τοῦ Παραδείσου, μόνον ἀπὸ αὐτὸν μᾶς εἶπεν ὁ Θεός· «νὰ μὴ φάγετε ἀπὸ αὐτόν, οὐδὲ κὰν νὰ τὸν ἐγγίσετε, διὰ νὰ μὴ ἀποθάνετε». |
4 καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί· οὐ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε· | 4 Είπε δε τότε ο όφις προς την γυναίκα· “δεν θα αποθάνετε· κάθε άλλο. | 4 Ἀφοῦ ὁ διάβολος εἶδεν, ὅτι ἡ γυναῖκα ἐμίλησεν ἀδιάφορα, χαλαρὰ καὶ χλιαρὰ διὰ τὴν ἀπειλὴν τοῦ Θεοῦ, τὴν συνεβούλευσεν ἀντίθετα πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τῆς εἶπε· «καθόλου δεν θὰ ἀποθάνετε, ἐὰν φάγετε»· |
5 ᾔδει γὰρ ὁ Θεός, ὅτι ᾗ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, διανοιχθήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἔσεσθε ὡς θεοί, γινώσκοντες καλὸν καὶ πονηρόν. | 5 Σας απηγόρευσεν ο Θεός να φάγετε από το δένδρον αυτό, διότι εγνώριζεν ότι κατά την ημέραν, κατά την οποίαν θα φάγετε, θα ανοιχθούν τα μάτια σας και θα είσθε και σεις σαν θεοί, όμοιοι με αυτόν, γνωρίζοντες καλόν και πονηρόν”. | 5 (συκοφαντῶν δὲ τὸν Θεὸν ὡς φθονερόν, ὑπεσχέθη μεγάλα ὠφελήματα) καὶ ἐπρόσθεσε· «διότι ἐγνώριζεν ὁ Θεός, ὅτι τὴν ἡμέραν ἀκριβῶς, ποὺ θὰ φάγετε ἀπὸ τὸν καρπὸν αὐτόν, θὰ διανοιχθοῦν τὰ μάτια σας καὶ θὰ γίνετε ὅμοιοι πρὸς αὐτόν, ὡς παντογνώσται καὶ παντοδύναμοι θεοί, γνωρίζοντες κα διακρίνοντες τὸ καλὸν ἀπὸ τὸ κακόν». |
6 καὶ εἶδεν ἡ γυνή, ὅτι καλὸν τὸ ξύλον εἰς βρῶσιν καὶ ὅτι ἀρεστὸν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν καὶ ὡραῖόν ἐστι τοῦ κατανοῆσαι, καὶ λαβοῦσα ἀπὸ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ ἔφαγε· καὶ ἔδωκε καὶ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς μετ᾿ αὐτῆς, καὶ ἔφαγον. | 6 Τοτε η Εύα παρετήρησε προσεκτικότερα το απηγορευμένον δένδρον, είδε τον καρπόν του ωραίον εις την όψιν και εσκέφθη ότι ευχάριστον θα ήτο να δοκιμάση αυτόν. Και λοιπόν έλαβεν από τον καρπόν του δένδρου αυτού, έφαγεν αυτή, και έδωσε και στον άνδρα της, και έτσι έφαγον και οι δύο. | 6 Καὶ ἐπειδὴ ἡ γυναῖκα ἄρχισε νὰ περιεργάζεται μὲ προσοχὴν καὶ περιέργειαν τὸ δένδρον καὶ ἔτσι ἄρχισε νὰ ὑποχωρῇ εἰς τὰ λόγια τοῦ διαβόλου, ἐσκοτίσθηκεν ὁ νοῦς καὶ αἰχμαλωτίσθηκε ἡ θέλησίς της. Καὶ τότε ἀντελήφθη ὅτι ἦταν καλὸν νὰ φάγῃ ἀπὸ τοὺς καρποὺς τοῦ δένδρου· ὅτι τοῦτο ἦταν ὡραῖον καὶ εὐχάριστον εἰς τὰ μάτια καὶ ὅτι ἦταν ἐπιθυμητὸν νὰ τὸ δοκιμάσῃ, διότι θὰ τῆς ἔδιδε τὴν γνῶσιν. Καὶ τότε ἄπλωσε τὸ χέρι καὶ ἔλαβε μόνη της ἀπὸ τὸν καρπὸν τοῦ δένδρου καὶ ἔφαγε. Καὶ ἀφοῦ ἔφαγεν, ἔδωκε καὶ εἰς τὸν ἄνδρα της καὶ ἔφαγαν καὶ οἰ δύο ἀπὸ τὸν ἀπαγορευμένον καρπόν. Ἔτσι διεπράχθη ἐλεύθερα καὶ ἀβίαστα ἡ πρώτη καὶ μεγάλη ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου. |
7 καὶ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν δύο, καὶ ἔγνωσαν ὅτι γυμνοὶ ἦσαν, καὶ ἔρραψαν φύλλα συκῆς καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς περιζώματα. | 7 Και ήνοιξαν τα μάτια των δύο πρωτοπλάστων, εκατάλαβαν ότι ήσαν γυμνοί σωματικώς και ψυχικώς, εντράπηκαν την γυμνότητά των και έκοψαν φύλλα συκής, τα έρραψαν προχείρως και με αυτά σαν ποδιές εκάλυψαν την γυμνότητά των. | 7 Καὶ μόλις ἔφαγαν, ἐπειδὴ παρέβησαν τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ, ἔχασαν πλέον τὴν θείαν χάριν ποὺ τοὺς περιέβαλλε καὶ τοὺς ἐστόλιζε· τότε ἄνοιξαν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς καὶ τῶν δύο καὶ ἀντελήφθησαν ὅτι ἦσαν γυμνοί. Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἠμποροῦσαν νὰ ὑποφέρουν τὴν ἐντροπὴν τῆς γυμνότητος, συνέρραψαν φύλλα συκιᾶς, ποὺ εἶναι πλατειὰ καὶ μεγάλα, καὶ κατεσκεύασαν μὲ αὐτὰ ζωνάρια πλατειά, διὰ νὰ σκεπάσουν μέρος τοῦ γυμνοῦ σώματός των. |
8 Καὶ ἤκουσαν τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ τὸ δειλινόν, καὶ ἐκρύβησαν ὅ τε ᾿Αδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἐν μέσῳ τοῦ ξύλου τοῦ παραδείσου. | 8 Οταν δε κατά το δειλινόν ήκουσαν την φωνήν του Θεού, ο οποίος περιπατούσεν στον παράδεισον, εκρύβησαν ο Αδάμ και η γυνή αυτού από φόβον και εντροπήν ανάμεσα εις τα δένδρα του παραδείσου, δια να μη αντικρύσουν το πρόσωπον του Θεού. | 8 Καὶ ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἠθέλησε νὰ τοὺς κάμῃ αἰσθητὴν τὴν παρουσίαν του, οἱ πρωτόπλαστοι ἄκουσαν τὸν θόρυβον τῶν βημάτων του κατὰ τὸ δειλινόν· καὶ τότε ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ γυναῖκα του ἀπὸ τὴν ἐντροπὴν καὶ τὸν φόβον τῆς τιμωρίας ἀμέσως ἐκρύβησαν ἀπὸ τὸν Θεὸν μεταξὺ τῶν δένδρων τοῦ Παραδείσου. |
9 καὶ ἐκάλεσε Κύριος ὁ Θεὸς τὸν ᾿Αδὰμ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ᾿Αδάμ, ποῦ εἶ; | 9 Ο Θεός προσεκάλεσε τον Αδάμ και του είπε· “' Αδάμ, που είσαι;” | 9 Καὶ ὁ παντοδύναμος καὶ ἀπειροτέλειος Θεός, ποὺ ἔτρεξεν ἀμέσως, διὰ νὰ φροντίσῃ μὲ ἀγάπην τὸ πλάσμα του, ἐπροσκάλεσε τὸν Ἀδὰμ καὶ τοῦ εἶπεν, ὡς δικαστὴς ἥμερος καὶ φιλάνθρωπος: «Ἀδάμ, ποῦ σὲ ἀφῆκα καὶ ποὺ εἶσαι τώρα; Πῶς σὲ ἔπλασα καὶ πῶς εἶσαι τώρα; Τὶ σοῦ συνέβη;» |
10 καὶ εἶπεν αὐτῷ· τῆς φωνῆς σου ἤκουσα περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ καὶ ἐφοβήθην, ὅτι γυμνός εἰμι, καὶ ἐκρύβην. | 10 Ο δε Αδάμ απήντησεν στον Θεόν· “ήκουσα την φωνήν σου, καθώς περιπατούσες στον παράδεισον, και εφοβήθην να παρουσιασθώ εμπρός σου επειδή είμαι γυμνός δι' αυτό και έσπευσα να κρυφθώ”. | 10 Καὶ ὁ Ἀδάμ, ἀντὶ νὰ ὁμολογήσῃ τὴν ἁμαρτίαν του, ἀπάντησεν εἰς τὸν Θεόν: «Ἄκουσα τὸν θόρυβον τῶν βημάτων σου, καθὼς ἐπερπατοῦσες εἰς τὸν Παράδεισον καὶ μὲ ἐκυρίευσε φόβος, διότι εἶμαι γυμνός· διὰ τοῦτο ἔτρεξα καὶ ἐκρύφθηκα. διὰ νὰ μὴ με συναντήσῃς». |
11 καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Θεός· τίς ἀνήγγειλέ σοι ὅτι γυμνὸς εἶ, εἰ μὴ ἀπὸ τοῦ ξύλου, οὗ ἐνετειλάμην σοι τούτου μόνου μὴ φαγεῖν, ἀπ᾿ αὐτοῦ ἔφαγες; | 11 Ηρώτησε δε ο Θεός αυτόν· “ποίος σου ανήγγειλεν ότι είσαι γυμνός; Μηπως και έφαγες από το δένδρον, από το οποίον και μόνον σου απηγόρευσα να φάγης;” | 11 Ὁ Θεός, ἂν καὶ ἐγνώριζε τὰ πάντα, ἐρώτησε μὲ φιλανθρωπίαν τὸν Ἀδὰμ διὰ να τὸν βοηθήσῃ νὰ ὁμολογήσῃ τὴν ἁμαρτίαν του καὶ μετανοήσῃ: «Ποῖος σὲ ἐπληροφόρησε καὶ σοῦ ἀπεκάλυψε ὅτι εἶσαι γυμνός; Μήπως ἔφαγες ἀπὸ τὸν καρπὸν τοῦ δένδρου, ἀπὸ τὸν ὁποῖον καὶ μόνον σοῦ παρήγγειλα νὰ μὴ φάγῃς;» |
12 καὶ εἶπεν ὁ ᾿Αδάμ· ἡ γυνή, ἣν ἔδωκας μετ᾿ ἐμοῦ, αὕτη μοι ἔδωκεν ἀπὸ τοῦ ξύλου, καὶ ἔφαγον. | 12 Ο Αδάμ έσπευσε να δικαιολογηθή και είπε· “αυτή η γυναίκα, την οποίαν συ μου έδωκες ως σύντροφον και βοηθόν μου, αυτή μου έδωσε από τον καρπόν του απηγορευμένου δένδρου και έφαγον”. | 12 Καὶ ὁ Ἀδάμ, κατηγορῶν ὡς ὑπεύθυνον τῆς πράξεώς του τὴν γυναῖκα του, ἀπάντησε δικαιολογουμενος· «ἡ γυναῖκα, τὴν ὁποῖον σὺ ὁ Θεὸς μοῦ ἔδωκες ὡς σύντροφον καὶ βοηθόν μου, αὐτὴ μοῦ ἔδωκεν ἀπὸ τὸν ἀπαγορευμένον καρπὸν τοῦ δένδρου καὶ ἔφαγα χωρὶς νὰ γνωρίζω ἀπὸ ποίαν αἰτίαν κινουμένη τὸ ἔκαμε». |
13 καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς τῇ γυναικί· τί τοῦτο ἐποίησας; καὶ εἶπεν ἡ γυνή· ὁ ὄφις ἠπάτησέ με, καὶ ἔφαγον. | 13 Είπε δε τότε Κυριος ο Θεός προς την γυναίκα, την Εύαν· “διατί έκαμες αυτό;” Η Εύα απήντησεν· “ο όφις με εξηπάτησε και έφαγον”. | 13 Καὶ ὁ Θεός, ἀπευθυνόμενος πρὸς τὴν γυναῖκα, εἶπεν: Ἄκουσες τὸν ἄνδρα σου νὰ καταλογίζῃ εἰς σὲ τὴν αἰτίαν τῆς παρακοῆς του· «Ἕνεκα ποίας ἀφορμῆς λοιπὸν τὸ ἔκαμες αὐτό; Διατὶ ἔγινες αἰτία τόσης ἐντροπῆς καὶ διὰ τὸν ἑαυτόν σου καὶ διὰ τὸν ἄνδρα σου;» Καὶ ἡ γυναῖκα, ἀκολουθοῦσα τὴν τακτικὴν τοῦ Ἀδάμ, ἔρριψε τὴν εὐθύνην εἰς τὸ φίδι καὶ ἀπάντησεν· «ὁ πονηρὸς διάβολος, μὲ τὴν μορφὴν τοῦ πανούργου φιδιοῦ, μὲ ἐξαπάτησε καὶ ἔφαγα». |
14 καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς τῷ ὄφει· ὅτι ἐποίησας τοῦτο, ἐπικατάρατος σὺ ἀπὸ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ ἀπὸ πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς· ἐπὶ τῷ στήθει σου καὶ τῇ κοιλίᾳ πορεύσῃ καὶ γῆν φαγῇ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου. | 14 Είπε δε τότε Κυριος ο Θεός στον όφιν· “επειδή διέπραξες αυτήν την δολιότητα, θα είσαι κατηραμένος συ ανάμεσα από όλα τα κτήνη και όλα τα θηρία, που υπάρχουν εις την γην. Θα σύρεσαι στο χώμα με το στήθος και την κοιλίαν και χώμα θα τρώγης όλας τας ημέρας της ζωής σου. | 14 Καὶ ὁ Θεός, χωρὶς νὰ καλέσῃ εἰς ἀπολογίαν τὸν πονηρόν, διότι αὐτὸς ἦταν ὁ καθ’ αὑτὸ αἴτιος τοῦ κακοῦ, εἶπεν εἰς τὸ ὄργανόν του τὸ φίδι· «ἐπειδὴ ἔκαμες τὸ μεγάλο τοῦτο κακὸν καὶ ἐπρόσφερες ὑπηρεσίαν εἰς τὴν ἀπάτην τοῦ διαβόλου καὶ μετέφερες τὴν πονηρὰν συμβουλὴν εἰς τὸν ἄνθρωπον, θὰ εἶσαι τὸ πιὸ καταράμενον ἀπὸ ὅλα τὰ ἥμερα ζῶα καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ ἄγρια θηρία τῆς γῆς». Καὶ διὰ νὰ εἶσαι μόνιμος διδάσκαλος ἐκείνων ποὺ θὰ ἐτολμοῦσαν νὰ παραβοῦν τὸν νόμον μου, σοῦ ἐπιβάλλω διαρκῆ τιμωρίαν· «διατάσσω νὰ σύρεσαι εἰς τὴν γῆν μὲ τὸ στῆθος καὶ τὴν κοιλίαν σου καί, ὡς δεῖγμα τελείου ἐξευτελισμοῦ, νὰ τρώγῃς χῶμα ὄλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς σου. |
15 καὶ ἔχθραν θήσω ἀνὰ μέσον σοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τῆς γυναικὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματός σου καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματος αὐτῆς· αὐτός σου τηρήσει κεφαλήν, καὶ σὺ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν. | 15 Θα θέσω δε άσβεστον εχθρότητα μεταξύ σου και της γυναικός, μεταξύ των απογόνων σου και των απογόνων αυτής. Ενας δε απόγονος της γυναικός μόνης, αυτός θα σου συντρίψή την κεφαλήν και συ θα κεντήσης αυτού την πτέρναν”. | 15 Καὶ θὰ θέσω ἔχθραν καὶ μῖσος, πόλεμον ἀδιάλλακτον καὶ συνεχῇ μεταξὺ σοῦ, τοῦ διαβόλου, καὶ μεταξὺ τῆς γυναικὸς καὶ τῶν εὐσεβῶν ἀπογόνων της, ὅσοι θὰ γεννῶνται φυσικῶς ἀπὸ ἄνδρα καὶ γυναῖκα· καὶ μεταξὺ τῶν ἀπογόνων καὶ τῶν δαιμονοκινήτων ὀργάνων σου, καὶ μεταξὺ Ἐκείνου, τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος θὰ γεννηθῇ κατὰ τρόπον ὑπερφυσικὸν ἀπὸ γυναῖκα Παρθένον, τὴν Μαρίαν· μόνος αὐτὸς ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους δικαιοῦται νὰ ὀνομάζεται σπέρμα γυναικός, ἡ δὲ μητέρα του Θεοτόκος. Αὐτός, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ υἱὸς τῆς Παρθένου, θὰ σοῦ καταπατήσῃ καὶ συντρίψῃ τὴν κεφαλήν, θὰ ἀνατρέψῃ ὅλα τὰ δόλια σχέδιά σου, θὰ καταργήσῃ τὴν βασιλείαν καὶ τὰ ὄργανά σου, θὰ σὲ ἀφανίσῃ ὁλοσχερῶς. Καὶ σύ, ὁ διάβολος, θὰ τοῦ δαγκάσῃς μόνον τὴν πτέρναν, θὰ τὸν μωλωπίσῃς ἁπλῶς· θὰ προσβάλῃς μόνον τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν του καὶ θὰ τοῦ προξενήσῃς πόνον προσωρινὸν μὲ τὰ ὄργανά σου, τοὺς Γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους. |
16 καὶ τῇ γυναικὶ εἶπε· πληθύνων πληθυνῶ τὰς λύπας σου καὶ τὸν στεναγμόν σου· ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα, καὶ πρὸς τὸν ἄνδρα σου ἡ ἀποστροφή σου, καὶ αὐτός σου κυριεύσει. | 16 Προς δε την γυναίκα είπε· “θα πολλαπλασιάσω εις πλήθος πολύ τας λύπας σου, τας θλίψεις και τους στεναγμούς σου. Με πόνους θα γεννάς τα τέκνα σου, θα εξαρτάσαι δε πάντοτε από τον άνδρα σου και αυτός θα είναι κύριός σου”. | 16 Καὶ πρὸς τὴν γυναῖκα εἶπεν ὁ Θεός: Ἐγὼ ἠθέλησα ἐξ ἀρχῆς νὰ ἔχῃς ζωὴν χωρὶς πόνους καὶ ταλαιπωρίες· τώρα ὅμως, διότι παρήκουσες τὴν ἐντολήν μου, «θὰ αὐξήσω ὑπερβολικὰ καὶ θὰ καταστήσω σφοδρὲς τὶς θλίψεις καὶ τὶς στενοχωρίες σου κατὰ τὴν ἐγκυμοσύνην, καὶ τὰ βάσανά σου διὰ τὴν ἀνατροφὴν τῶν παιδιῶν σου· ὅλη ἡ ζωή σου θὰ εἶναι ζυμωμένη μὲ λῦπες. Μὲ ὀδύνες καὶ πόνους θὰ γεννᾷς τὰ τέκνα σου». Σὲ ἔκαμα ὁμότιμον πρὸς τὸν ἄνδρα, ἀλλὰ σὺ παρεσύρθης ἀπὸ τὸν διάβολον, παρέσυρες δὲ καὶ τὸν ἄνδρα σου· διὰ τοῦτο «ἀπὸ τώρα θὰ ὑποτάσσεσαι καὶ θὰ ἐξαρτᾶσαι ἀπὸ τὸν σύζυγόν σου· αὐτὸς θὰ εἶναι ὁ κύριος καὶ ἐξουσιαστής σου· ὄχι ὁ καταπιεστής σου, ἀλλὰ ὁ κηδεμόνας, ἡ καταφυγή, ἡ προστασία καὶ ἡ ἀσφάλειά σου εἰς τὰ βάσανα, ποὺ θὰ σὲ συναντοῦν». |
17 τῷ δὲ ᾿Αδὰμ εἶπεν· ὅτι ἤκουσας τῆς φωνῆς τῆς γυναικός σου καὶ ἔφαγες ἀπὸ τοῦ ξύλου, οὗ ἐνετειλάμην σοι τούτου μόνου μὴ φαγεῖν, ἀπ᾿ αὐτοῦ ἔφαγες, ἐπικατάρατος ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις σου· ἐν λύπαις φαγῇ αὐτὴν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου· | 17 Εις δε τον Αδάμ είπεν· “επειδή ήκουσες την κακήν συμβουλήν της γυναικός σου και έφαγες από τον καρπόν του δένδρου, εκ του οποίου και μόνου εγώ σου έδωσα την εντολήν να μη φάγης, θα είναι κατηραιμένη η γη εις τα έργα σου. Με λύπην και κόπον θα κερδίζης την τροφήν σου από την γην όλας τας ημέρας της ζωής σου. | 17 Καὶ πρὸς τὸν Ἀδὰμ εἶπεν, εἰς ἀπάντησιν τῆς δικαιολογίας του: «Ἐπειδὴ ἄκουσες τί σοῦ εἶπεν ἡ γυναῖκα σου καὶ ἔφαγες ἀπὸ τὸν καρπὸν τοῦ δένδρου, ἀπὸ τὸ ὁποῖον καὶ μόνον σὲ διέταξα νὰ μὴ φάγῃς· ἐπειδὴ ἐπροτίμησες ἀντὶ τῆς συμβουλῆς μου τὴν κακὴν συμβουλὴν τῆς γυναικός σου καὶ ἔφαγες ἀπὸ τὸν καρπὸν τοῦ δένδρου, ποὺ εἶχες ἐντολὴν ἀπὸ αὐτὸ καὶ μόνον νὰ μὴ φάγῃς, διὰ τοῦτο θὰ ἀλλάξουν πλέον οἱ συνθῆκες καὶ οἰ ὅροι τῆς ζωῆς σου· να εἶναι καταραμένη ἡ γῆ, ὅλη ἡ ὁρατὴ δημιουργία καὶ νὰ παύσῃ νὰ εἶναι τόπος εὐτυχίας καὶ ἀνέσεως. Τώρα διὰ νὰ δώσῃ ἡ γῆ καρπούς, πρέπει να ἐργασθῇς πολὺ βαρειὰ καὶ σκληρὰ καὶ νὰ τὴν ποτίσῃς μὲ τὸν ἱδρῶτα σου. Μὲ λῦπες ἀπὸ ἀρρώστιες, θλίψεις, θανάτους προσφιλῶν σου, θεομηνίες, στερήσεις, συνεχεῖς μέριμνες νὰ κερδίζῃς τὴν τροφήν σου ἀπὸ τὴν γῆν, ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς σου. |
18 ἀκάνθας καὶ τριβόλους ἀνατελεῖ σοι, καὶ φαγῇ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ. | 18 Αγκάθια και τριβόλια θα σου φυτρώνη η γη και θα τρέφεσαι με τα χόρτα του αγρού. | 18 Ἡ καλλιεργήσιμος γῆ ἀπὸ εὔφορος νὰ γίνῃ ξηρὰ καὶ ἄγονος· νὰ βλαστάνῃ διὰ σὲ ἀγκάθια καὶ τριβόλια, τὰ ὁποῖα θὰ σοῦ κάμνουν μεγάλους τοὺς κόπους, καὶ βάσανα καὶ τὶς θλίψεις, καὶ θὰ σοῦ ὑπενθυμίζουν τὴν κατάραν· καὶ νὰ τρώγῃς τὰ ἄγρια χόρτα τοῦ ἀγροῦ. |
19 ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου, ἕως τοῦ ἀποστρέψαι σε εἰς γὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθης, ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ· | 19 Καθ' όλον το διάστημα της ζωής σου με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα τρώγης τον άρτον σου, μέχρις ότου αποθάνης και επιστρέψη το σώμα σου εις την γην, από την οποίαν και έχει πλασθή· διότι χώμα είναι το σώμα σου, στο χώμα θα καταλήξη και χώμα πάλιν θα γίνη”. | 19 Μὲ τὸν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου σου θὰ κερδίζῃς καὶ θὰ τρώγῃς τὸ ψωμί σου, μέχρις ὅτου ἀποθάνῃς καὶ ἐπιστρέψῃ τὸ σῶμα σου εἰς τὴν γῆν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐδημιουργήθη· διότι χῶμα εἶσαι, ἀπὸ χῶμα ἐπλάσθη τὸ σῶμα σου καὶ εἰς τὸ χῶμα πρέπει νὰ ἐπιστρέψῃ πάλιν· τὸ σῶμα σου θὰ διαλυθῇ εἰς τὴν ὕλην ἐκείνην, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐπλάσθης. Ὁ σωματικὸς θάνατος θὰ εἶναι τὸ τέλος τῶν θλίψεων καὶ τῶν ἱδρώτων σου». |
20 καὶ ἐκάλεσεν ᾿Αδὰμ τὸ ὄνομα τῆς γυναικὸς αὐτοῦ Ζωή, ὅτι αὕτη μήτηρ πάντων τῶν ζώντων. | 20 Ωνόμασε τότε ο Αδάμ την γυναίκα του Ζωήν, διότι αυτή θα ήτο η μητέρα όλων των ανθρώπων της γης. | 20 Καὶ ὁ Ἀδὰμ ὠνόμασε τὴν γυναῖκα τοῦ Ζωήν, διότι αὐτὴ θὰ ἦταν ἡ ἀρχὴ ὅλων, ὅσοι ἐπρόκειτο νὰ προέλθουν ἀπὸ αὐτήν· ἡ μητέρα, ἡ ρίζα, τὸ θεμέλιον ὅλων τῶν μετέπειτα γενεῶν τῶν ἀνθρώπων. |
21 Καὶ ἐποίησε Κύριος ὁ Θεὸς τῷ ᾿Αδὰμ καὶ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ χιτῶνας δερματίνους καὶ ἐνέδυσεν αὐτούς. | 21 Ο δε πανάγαθος Θεός, δια να προφυλάξη τον Αδάμ και την γυναίκα του από τας καιρικάς μεταβολάς, κατεσκεύασε δι' αυτούς χιτώνας δερματίνους, με τους οποίους και τους ενέδυσεν. | 21 Καὶ ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος δὲν παραβλέπει τὰ δημιουργήματά του ὅταν εὑρίσκωνται εἰς τὴν γυμνότητα καὶ τὴν ἐντροπήν, διέταξε να περιβληθοῦν ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ γυναῖκα του μὲ ἔνδυμα ταπεινόν, ἀλλὰ ἀνώτερον ἀπὸ τὰ φύλλα τῆς συκιᾶς, μὲ τὰ ὁποῖα εἶχαν καλύψει μόνοι τὴν γυμνότητά των· τὸ ἔνδυμα αὐτό, ποὺ θὰ τοὺς ἐπροφύλασσε ἀπὸ τὶς καιρικὲς συνθῆκες, ἦσαν χιτῶνες καμωμένοι ἀπὸ δέρματα ζώων. |
22 καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ἰδοὺ ᾿Αδὰμ γέγονεν ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν, τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν· καὶ νῦν μή ποτε ἐκτείνῃ τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ λάβῃ ἀπὸ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς καὶ φάγῃ καὶ ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. | 22 Είπε δε τότε ο Τριαδικός Θεός· “ιδού ο Αδάμ έγινε πλέον σαν ένας από ημάς με την ικανότητα να γνωρίζη καλόν και κακόν ! Και τώρα μήπως τυχόν και απλώση το χέρι του και πάρη και φέγη από τον καρπόν του ξύλου της ζωής και γίνη αυτός και το κακόν αθάνατον, πρέπει να εκδιωχθή από τον παράδεισον”. | 22 Καὶ ὁ παντοδύναμος Τριαδικὸς Θεὸς εἶπε: «Νά· ὁ Ἀδὰμ ἐξετροχιάσθη· ἡ ἁμαρτία τὸν ἐσκότισε τόσον, ὥστε νὰ νομίζῃ ὅτι εἶναι ὡς θεός. Νά· δεν ἔγινε Θεός, ἀλλ' ὡς θεός, ἱκανὸς νὰ διακρίνῃ τὸ καλὸν ἀπὸ τὸ κακόν! Καὶ τώρα ἂς προσέξωμεν μήπως ἀπλώσῃ τὸ χέρι του καὶ μὲ τρόπον ἀνάρμοστον καὶ καταφρονητικὸν λάβῃ ἀπὸ τὸν καρπὸν τοῦ δένδρου τῆς ζωῆς καὶ φάγῃ καὶ ζήσῃ αἰωνίως καὶ προχωρῇ ἀπὸ τοῦ κακοῦ εἰς τὸ χειρότερον καὶ γίνῃ αὐτὸς καὶ τὸ κακὸν ἀθάνατον». |
23 καὶ ἐξαπέστειλεν αὐτὸν Κύριος ὁ Θεὸς ἐκ τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐργάζεσθαι τὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθη. | 23 Και έδιωξεν ο Θεός τον Αδάμ από τον παράδεισον της χαράς και της τέρψεως, δια να εργάζεται μετά κόπου την γην, από το χώμα της οποίας είχε πλασθή το σώμα του. | 23 Διὰ τοῦτο ὁ παντοδύναμος καὶ ἀπειροτέλειος Θεὸς ἔδιωξε τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν Παράδεισον τῆς εὐτυχίας καὶ τῆς μακαριότητος, διὰ νὰ καλλιεργῇ τὴν γῆν, ποὺ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν Παράδεισον, καὶ ἀπὸ τὸ χῶμα τῆς ὁποίας ἐπλάσθη· ἡ κουραστικὴ ἐργασία θὰ τὸν ἐβοηθοῦσε εἰς ταπεινοφροσύνην καὶ θὰ τοῦ ὑπενθύμιζεν ὅτι ἡ σωματικὴ κατασκευή του προέρχεται ἀπὸ χῶμα. |
24 καὶ ἐξέβαλε τὸν ᾿Αδὰμ καὶ κατῴκισεν αὐτὸν ἀπέναντι τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς καὶ ἔταξε τὰ Χερουβὶμ καὶ τὴν φλογίνην ρομφαίαν τὴν στρεφομένην φυλάσσειν τὴν ὁδὸν τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς. | 24 Εβγαλε τον Αδάμ και τον έφερε να κατοικήση απέναντι από τον παράδεισον της χαράς και της τέρψεως. Διέταξε δε τα Χερουβιμ και την φλογίνην ρομφαίαν, την συστρεφομένην, να φυλάσσουν την οδόν, η οποία ωδηγούσε προς το δένδρον της ζωής. | 24 Ἔβγαλε δὲ τὸν Ἀδὰμ καὶ τὸν ἔβαλε νὰ κατοικήσῃ ἀπέναντι ἀπὸ τὸν Παράδεισον τῆς εὐτυχίας καὶ τῆς μακαριότητος, διὰ νὰ τὸν βλέπῃ καὶ ἀναλογίζεται κάθε ἡμέραν ἀπὸ ποία ἀγαθὰ ἔχει ἐκπέσει καὶ εἰς ποίαν κατάστασιν ὠδήγησε τὸν ἑαυτόν του. Καὶ διέταξεν ὁ Θεὸς τὰ Χερουβίμ, μίαν ἀπὸ τὶς ἀγγελικὲς τάξεις, καὶ τὴν περιστρεφομένην φλογίνην ρομφαίαν, ποὺ συμβολίζει τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι δραστικὴ ὡς φλόγα φωτιᾶς, νὰ φυλάττουν τὸν δρόμον, ποὺ ὡδηγοῦσε πρὸς τὸ δένδρον τῆς ζωῆς, τὸ ὁποῖον ἦταν μέσα εἰς τὸν Παράδεισον. |