Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΕΓΕΝΕΤΟ δὲ μετὰ τὸ γηράσαι τὸν ᾿Ισαὰκ καὶ ἠμβλύνθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ τοῦ ὁρᾶν, καὶ ἐκάλεσεν ῾Ησαῦ τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν πρεσβύτερον καί εἶπεν αὐτῷ· υἱέ μου· καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἐγώ. | 1 Οταν εγήρασεν ο Ισαάκ και αδυνάτησαν πλέον οι οφθαλμοί του, εκάλεσε τον μεγαλύτερόν του υιόν, τον Ησαύ, και του είπε· “παιδί μου”· και εκείνος του απήντησεν· “ιδού εγώ, πάτερ μου”. | 1 ‘Οταν πλέον ἐγήρασεν ὁ Ἰσαάκ, τὰ μάτια του ἀδυνάτισαν, ἐθόλωσαν καὶ ὠλιγόστευσε τὸ φῶς του, ἕνεκα τῶν γηρατειῶν του τόσον, ὥστε νὰ μὴ ἠμπορῇ νὰ διακρίνῃ τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν ἀνθρώπων ποὺ τὸν ἐπλησίαζαν· τότε ἐκάλεσε τὸν Ἡσαῦ, τὸ μεγαλύτερο παιδί του, καὶ τοῦ εἶπε· «παιδί μου»· καὶ ὁ Ἡσαῦ ἀπάντησε· «ὁρίστε, πατέρα, ἐδῶ εἶμαι». |
2 καὶ εἶπεν· ἰδοὺ γεγήρακα καὶ οὐ γινώσκω τὴν ἡμέραν τῆς τελευτῆς μου· | 2 “Εγώ έχω πλέον γηράσει και δεν γνωρίζω την ημέραν, κατά την οποίαν θα λάβη τέλος η ζωη μου. | 2 Καὶ εἶπεν ὁ Ἰσαάκ: «Παιδί μου· νά, βλέπεις, ἐγὼ ἔχω πλέον γηράσει καὶ δεν ξεύρω τὴν ἡμέραν τοῦ θανάτου μου· |
3 νῦν οὖν λαβὲ τὸ σκεῦός σου, τήν τε φαρέτραν καὶ τὸ τόξον, καὶ ἔξελθε εἰς τὸ πεδίον καὶ θήρευσόν μοι θήραν | 3 Παρε λοιπόν τα κυνηγετικά σου σύνεργα, την φαρέτραν με τα βέλη και το τοξον, έβγα έξω εις την πεδιάδα και φέρε μου κάτι από το κυνήγιον. | 3 πάρε λοιπὸν τώρα τὰ κυνηγετικά σου ὅπλα, δηλαδὴ τὴν φαρέτραν, τὴν θήκην ποὺ ἔχει μέσα τὰ βέλη, καὶ τὸ τόξον, τὴν σαΐταν σου, καὶ ἔβγα ἔξω εἰς τὴν πεδιάδα διὰ νὰ κυνηγήσῃς καὶ φέρε μου κάτι ἀπὸ τὸ κυνήγι σου· |
4 καὶ ποίησόν μοι ἐδέσματα, ὡς φιλῶ ἐγώ, καὶ ἔνεγκέ μοι, ἵνα φάγω, ὅπως εὐλογήσῃ σε ἡ ψυχή μου πρὶν ἀποθανεῖν με. | 4 Μαγείρευσέ μου φαγητά, που μου αρέσουν, και φέρε μου να φάγω, δια να σε ευλογήσω με όλην μου την ψυχήν, πριν αποθάνω. | 4 καὶ μαγείρευσέ μου ἀπὸ τὸ κυνήγι, ποὺ θὰ φέρῃς, φαγητὸν ὅπως μου ἀρέσει, καὶ φέρε μου νὰ φάγω, διὰ νὰ σοῦ δώσω μὲ ὅλην τὴν ψυχήν μου τὴν τελευταίαν μου εὐλογίαν, πρὶν ἀποθάνω καὶ φύγω ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν». |
5 Ρεβέκκα δὲ ἤκουσε λαλοῦντος ᾿Ισαὰκ πρὸς ῾Ησαῦ τὸν υἱὸν αὐτοῦ. ἐπορεύθη δὲ ῾Ησαῦ εἰς τὸ πεδίον θηρεῦσαι θήραν τῷ πατρὶ αὐτοῦ· | 5 Η Ρεβέκκα ήκουσε τους λόγους αυτούς, τους οποίους είπεν ο Ισαάκ προς τον υιόν του τον Ησαύ. Ο Ησαύ υπακούων στον πατέρα εξήλθεν εις την πεδιάδα, δια να κυνηγήση και φέρη εις αυτόν κυνήγιον. | 5 Ἡ Ρεβέκκα ἄκουσε τὰ λόγια, ποὺ εἶπεν ὁ Ἰσαὰκ πρὸς τὸν Ἡσαῦ, τὸ παιδί του. Ὁ δὲ Ἡσαῦ ἔφυγε καὶ ἐπῆγεν ἔξω εἰς τὴν πεδιάδα, διὰ νὰ κυνηγήσῃ καὶ νὰ φέρῃ εἰς τὸν πατέρα του κυνήγι. |
6 Ρεβέκκα δὲ εἶπε πρὸς ᾿Ιακὼβ τὸν υἱὸν αὐτῆς, τὸν ἐλάσσω· ἰδέ, ἤκουσα τοῦ πατρός σου λαλοῦντος πρὸς ῾Ησαῦ τὸν ἀδελφόν σου λέγοντος· | 6 Η Ρεβέκκα όμως είπε προς τον Ιακώβ, τον νεώτερον υιόν της· “Για πρόσεξε· ήκουσα τον πατέρα σου να ομιλή και να λέγη προς τον αδελφόν σου τον Ησαύ· | 6 Ἐνῷ ὁ Ἡσαῦ εὑρίσκετο ἔξω εἰς τὸ κυνήγι, ἡ Ρεβέκκα εἶπεν εἰς τὸν Ἰακώβ, τὸ νεώτερον παιδί της: «Κύτταξε· μόλις πρὶν ἀπὸ λίγο ἄκουσα τὸν πατέρα σου νὰ λέγῃ εἰς τὸν Ἡσαῦ, τὸν ἀδελφόν σου· |
7 ἔνεγκόν μοι θήραν καὶ ποίησόν μοι ἐδέσματα, ἵνα φαγὼν εὐλογήσω σε ἐναντίον Κυρίου πρὸ τοῦ ἀποθανεῖν με. | 7 Φέρε μου κυνήγι και μαγείρεψέ μου φαγητά, δια να φάγω και να σου δώσω τας ευλογίας μου ενώπιον του Κυρίου, πριν αποθάνω. | 7 «πήγαινε νὰ φέρῃς κυνήγι καὶ μαγείρεψε φαγητὸν τῆς ἀρεσκείας μου, ὥστε ἀφοῦ φάγω νὰ σὲ εὐλογήσω ἐνώπιὸν τοῦ Κυρίου, πρὶν ἀποθάνω καὶ φύγω ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν». |
8 νῦν οὖν, υἱέ μου, ἄκουσόν μου, καθὰ ἐγώ σοι ἐντέλλομαι. | 8 Τωρα λοιπόν, παιδί μου, άκουσέ με και κάμε ο,τι εγώ θα σε συμβουλεύσω. | 8 Τώρα λοιπόν, παιδί μου, ἄκουσέ με καὶ κάμε ὅπως καὶ ὅσα θὰ σὲ συμβουλεύσω. |
9 καὶ πορευθεὶς εἰς τὰ πρόβατα λαβέ μοι ἐκεῖθεν δύο ἐρίφους ἁπαλοὺς καὶ καλούς, καὶ ποιήσω αὐτοὺς ἐδέσματα τῷ πατρί σου, ὡς φιλεῖ, | 9 Πηγαινε εις τα πρόβατα, πάρε και φέρε μου δύο ερίφια τρυφερά και καλοθρεμμένα και εγώ θα μαγειρεύσω από αυτά φαγητά, που αγαπά ο πατέρας σου. | 9 Τρέξε γρήγορα εἰς τὰ πρόβατα, πάρε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ φέρε μου ἀμέσως ἐδῶ δύο κατσίκια τρυφερά, ἁπαλὰ καὶ καλοθρεμμένα· ἐγὼ δὲ θὰ μαγειρεύσω ἀπὸ αὐτὰ φαγητὰ διὰ τὸν πατέρα σου, ὅπως ἐκεῖνος τὰ ἀγαπᾷ καὶ τὰ νοστιμεύεται. |
10 καὶ εἰσοίσεις τῷ πατρί σου καὶ φάγεται, ὅπως εὐλογήσῃ σε ὁ πατήρ σου πρὸ τοῦ ἀποθανεῖν αὐτόν. | 10 Αυτά θα τα προσφέρης στον πατέρα σου, δια να φάγη και να δώση εις σε τας ευλογίας του, πριν αποθάνη”. | 10 Ὅταν τὰ φαγητὰ αὐτὰ μαγειρευθοῦν, θὰ τὰ πάρῃς καὶ θὰ τὰ προσφέρῃς εἰς τὸν πατέρα σου ἐσύ, ὑποκρινόμενος ὅτι εἶσαι ὁ Ἡσαῦ, διὰ νὰ φάγῃ καὶ νὰ εὐλόγησῃ σέ, ἀντὶ τοῦ Ἡσαῦ, πρὶν ἀποθάνῃ καὶ φύγῃ ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν». |
11 εἶπε δὲ ᾿Ιακὼβ πρὸς Ρεβέκκαν τὴν μητέρα αὐτοῦ· ἔστιν ῾Ησαῦ ὁ ἀδελφός μου ἀνὴρ δασύς, ἐγὼ δὲ ἀνὴρ λεῖος· | 11 Είπε δε ο Ιακώβ προς την μητέρα του την Ρεβέκκαν· “ο Ησαύ ο αδελφός μου είναι δασύτριχος, ενώ εγώ είμαι λείος. | 11 Ὁ ἄπλαστος καὶ ἀθῶος Ἰακώβ, ποὺ ἦταν εὐλαβὴς εἰς τὸν πατέρα του, εἶπε πρὸς τὴν μητέρα του τὴν Ρεβέκκαν μὲ δισταγμὸν καὶ ἀνησυχίαν: «Ὁ ἀδελφός μου ὁ Ἡσαῦ εἶναι δασύτριχος, ἐνῷ ἐγὼ εἶμαι ἀραιότριχος· |
12 μή ποτε ψηλαφήσῃ με ὁ πατήρ, καὶ ἔσομαι ἐναντίον αὐτοῦ ὡς καταφρονῶν καὶ ἐπάξω ἐπ᾿ ἐμαυτὸν κατάραν καὶ οὐκ εὐλογίαν. | 12 Φοβούμαι, λοιπόν, μήπως με ψηλαφήση ο πατήρ μου, αναγνωρίση ότι είμαι ο Ιακώβ και με θεωρήση ως ασεβή και απατεώνα· οπότε υπάρχει φόβος να επισύρω εναντίον μου όχι την ευλογίαν του αλλά την κατάραν”. | 12 διὰ τοῦτο φοβοῦμαι μήπως οἱ ἐπιδιώξεις αὐτὲς στραφοῦν ἐναντίον μου· διότι εἶναι πιθανὸν ὁ τυφλὸς πατέρας μου νὰ μὲ ψηλαφήσῃ, ὁπότε θὰ μὲ ἀναγνωρίσῃ, θὰ ἀντιληφθῇ τὴν ἀπάτην καὶ θὰ μὲ θεωρήσῃ ὡς ἀσεβῆ, καὶ τότε θὰ ἐπισύρω ἐναντίον μου τὴν κατάραν του καὶ ὄχι τὴν εὐλογίαν». |
13 εἶπε δὲ αὐτῷ ἡ μήτηρ· ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ κατάρα σου, τέκνον· μόνον ὑπάκουσόν μοι τῆς φωνῆς καὶ πορευθεὶς ἔνεγκέ μοι. | 13 Απήντησε δε εις αυτόν η μητέρα του· “επάνω μου ας πέση η κατάρα σου αυτή, τέκνον μου· μόνον άκουσε αυτό, που σου είπα, και πήγαινε να μου φέρης τα ερίφια”. | 13 Ἡ μητέρα του, ἡ Ρεβέκκα, ἐπειδὴ ἐστηρίζετο εἰς τὴν ἀποκάλυψιν τοῦ Θεοῦ καὶ ὑπηρετοῦσε τὸ θεῖον σχέδιον, ἐπροσπάθησε νὰ βγάλῃ τὸν φόβον τοῦ Ἰακὼβ καὶ νὰ τὸν ἐνισχύσῃ, ὥστε νὰ φερθῇ ὅπως τὸν ἐσυμβούλευσε. Δὲν τοῦ ὑπεσχέθη μέν, ὅτι θὰ ἠμπορέσῃ νὰ ἐξαπατήσῃ τὸν πατέρα του καὶ νὰ κρυφθῇ, ἀλλὰ ἐπῆρε ὅλην τὴν εὐθύνην τῆς ἀπάτης ἐπάνω της καὶ εἶπεν εἰς τὸν υἱόν της· «ἡ εὐθύνη καὶ ἡ ἐνοχὴ εἶναι ἰδική μου· ἡ κατάρα δὲ τοῦ πατέρα σου εἰς σὲ διὰ τὴν πρᾶξιν αὐτὴν ἂς πέσῃ ἐπάνω μου, παιδί μου· μὴ φοβηθῇς λοιπόν, πάρε θάρρος καὶ μὴ διστάζης· μόνον κάμε ὑπακοὴν εἰς αὐτό, ποὺ σὲ συμβουλεύω, καὶ πήγαινε νὰ μοῦ φέρῃς τὰ δύο τρυφερὰ κατσίκια». |
14 πορευθεὶς δὲ ἔλαβε καὶ ἤνεγκε τῇ μητρί, καὶ ἐποίησεν ἡ μήτηρ αὐτοῦ ἐδέσματα, καθὰ ἐφίλει ὁ πατὴρ αὐτοῦ. | 14 Επήγεν ο Ιακώβ και έφερε τα ερίφια εις την μητέρα του, η οποία και εμαγείρευσεν από αυτά φαγητά, καθώς τα επροτιμούσε ο πατέρας του. | 14 Ὁ Ἰακώβ, ὁ ὁποῖος εἰς τὴν ἀρχὴν ἀρνήθηκε νὰ ἐξαπατήσῃ τὸν πατέρα του, τελικῶς ὑπεχώρησεν εἰς τὴν ἐπιμονὴν τῆς μητέρας του. Ἀφοῦ ἐπῆγεν εἰς τὸ κοπάδι τῶν προβάτων, ἐπῆρε καὶ ἔφερεν εἰς τὴν μητέρα του τὰ δύο κατσίκια· καὶ ἡ μητέρα του γρήγορα - γρήγορα, διὰ νὰ προλάβῃ τὸν Ἡσαῦ, ἐμαγείρευσεν ἀπὸ αὐτὰ φαγητὸν νόστιμον, ὅπως τὸ ἐπροτιμοῦσεν ὁ πατέρας του, ὁ Ἰσαάκ. |
15 καὶ λαβοῦσα Ρεβέκκα τὴν στολὴν ῾Ησαῦ τοῦ υἱοῦ αὐτῆς τοῦ πρεσβυτέρου τὴν καλήν, ἣ ἦν παρ᾿ αὐτῇ ἐν τῷ οἴκῳ, ἐνέδυσεν αὐτὴν ᾿Ιακὼβ τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν νεώτερον | 15 Ελαβεν η Ρεβέκκα την στολήν του μεγαλυτέρου υιού της του Ησαύ, την καλήν, που ευρίσκετο στον οίκον της, ενέδυσε με αυτήν τον νεώτερον υιόν της τον Ιακώβ, | 15 Καὶ ἡ Ρεβέκκα, ἀφοῦ ἐπῆρε τὴν στολὴν τοῦ Ἡσαῦ τοῦ μεγαλυτέρου παιδιοῦ της, τὴν στολὴν τὴν καινούργιαν καὶ καλύτερην, ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὸ σπίτι της, ἔντυσε μὲ αὐτὴν τὸν Ἰακώβ, τὸ νεώτερο παιδί της. |
16 καὶ τὰ δέρματα τῶν ἐρίφων περιέθηκεν ἐπὶ τοὺς βραχίονας αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τὰ γυμνὰ τοῦ τραχήλου αὐτοῦ | 16 περιέβαλε με τα δέρματα των εριφίων τους βραχίονάς του και το γυμνόν μέρος του τραχήλου του | 16 Κατόπιν ἐπῆρε τὰ τομάρια τῶν δύο τρυφερῶν κατοικιῶν, ποὺ ἔσφαξε, καὶ μὲ αὐτὰ ἐσκέπασε καὶ ἐτύλιξέ μὲ προσοχὴν τὰ μπράτσα τοῦ Ἰακὼβ καὶ τὸ γυμνὸν μέρος τοῦ τραχήλου του |
17 καὶ ἔδωκε τὰ ἐδέσματα καὶ τοὺς ἄρτους, οὓς ἐποίησεν εἰς τὰς χεῖρας ᾿Ιακὼβ τοῦ υἱοῦ αὐτῆς. | 17 και έδωσε τα φαγητά και τους άρτους, που είχε κατασκευάσει, εις τα χέρια του παιδιού της, του Ιακώβ. | 17 καὶ ἔδωκε τὸ φαγητὸν ποὺ ἐμαγείρευσε καὶ τὰ ψωμιὰ εἰς τὰ χέρια τοῦ παιδιοῦ της, τοῦ Ἰακώβ. |
18 καὶ εἰσήνεγκε τῷ πατρὶ αὐτοῦ. εἶπε δέ· πάτερ. ὁ δὲ εἶπεν· ἰδοὺ ἐγώ· τίς εἶ σὺ τέκνον; | 18 Ο δε Ιακώβ προσέφερεν αυτά στον πατέρα του και του είπε· “πάτερ”. Εκείνος δε του απήντησε· “εδώ είμαι, ποιός είσαι, παιδί μου;” | 18 Καὶ ὁ Ἰακὼβ ἔφερε τὸ φαγητὸν καὶ τὰ ψωμιὰ εἰς τὸν πατέρα του καὶ τοῦ εἶπε· «πατέρα». Ὁ τυφλὸς καὶ γέρων Ἰσαὰκ ἀπάντησε· «ὁρίστε, ἐδῶ εἶμαι· ποιὸς εἶσαι σύ, παιδί μου;» |
19 καὶ εἶπεν ᾿Ιακὼβ τῷ πατρί· ἐγὼ ῾Ησαῦ ὁ πρωτότοκός σου· πεποίηκα καθὰ ἐλάλησάς μοι· ἀναστὰς κάθισον καὶ φάγε ἀπὸ τῆς θήρας μου, ὅπως εὐλογήσῃ με ἡ ψυχή σου. | 19 Και είπεν ο Ιακώβ προς τον πατέρα του· “εγώ είμαι, ο Ησαύ, ο υιός σου ο πρωτότοκος. Εκαμα, όπως μου είπες. Σηκω κάθισε και φάγε από το κυνήγι μου, δια να με ευλογήση η ψυχή σου”. | 19 Καὶ ὁ Ἰακὼβ μὲ πολλὴν ἀγωνίαν εἶπεν εἰς τὸν πατέρα του: «Εἶμαι ὁ Ἡσαῦ, τὸ πρῶτον σου παιδί· ἔκαμα σύμφωνα μὲ ὅσα μοῦ παρήγγειλες· σήκω καὶ κάθησε νὰ φᾶς ἀπὸ τὸ κυνήγι, ποὺ σοῦ ἔφερα, διὰ νὰ εὐχαριστηθῇς καὶ νὰ μοῦ δώσης μὲ ὅλην τὴν ψυχήν σου τὴν τελευταίαν σου εὐλογίαν». |
20 εἶπε δὲ ᾿Ισαὰκ τῷ υἱῷ αὐτοῦ· τί τοῦτο, ὃ ταχὺ εὗρες, ὦ τέκνον; ὁ δὲ εἶπεν· ὃ παρέδωκε Κύριος ὁ Θεός σου ἐναντίον μου. | 20 Ο Ισαάκ είπεν στο παιδί του· “πως συνέβη αυτό, ώστε τόσον σύντομα να εύρης το κυνήγι, παιδί μου;” Εκείνος απήντησεν· “ο Κυριος μου το παρέδωσε ενώπιόν μου”. | 20 Ὁ Ἰσαὰκ παραξενεύεται καὶ ἀμφιβάλλει, δι’ αὐτὸ ἐρωτᾷ μὲ ἀπορίαν: «Πῶς συνέβη ὥστε νὰ εὕρῃς τόσον εὔκολα κυνήγι καὶ νὰ ἐπιστρέψῃς τόσον γρήγορα, παιδί μου;» Καὶ ὁ Ἰακὼβ τοῦ ἀπάντησε μὲ φόβον, ἀλλὰ καὶ μὲ θάρρος: «Κύριος ὁ Θεός σου, αὐτὸς μοῦ τὸ ἐφανέρωσε τόσον γρήγορα καὶ τὸ παρέδωσεν εἰς τὰ χέρια μου, ὥστε νὰ σοῦ τὸ φέρω». |
21 εἶπε δὲ ᾿Ισαὰκ τῷ ᾿Ιακώβ· ἔγγισόν μοι καὶ ψηλαφήσω σε, τέκνον, εἰ σὺ εἶ ὁ υἱός μου ῾Ησαῦ ἢ οὔ. | 21 Είπε δε ο Ισαάκ στον Ιακώβ· “έλα κοντά μου, παιδί μου, να σε ψηλαφήσω και να πεισθώ, εάν πράγματι συ είσαι ο υιός μου ο Ησαύ η όχι”. | 21 Μετὰ τὴν ἀπάντησιν τὸν Ἰακὼβ πρὸς τὸν πατέρα του, ὁ Ἰσαάκ, ἐπειδὴ ἀκόμη ἀμφέβαλλε, διότι ἡ φωνὴ δὲν ἔμοιαζε μὲ ἐκείνην τοῦ Ἡσαῦ, εἶπε πρὸς τὸν · «ἔλα κοντά μου, παιδί μου, πλησίασέ με διὰ νὰ σὲ ψηλαφήσω, ὥστε νὰ βεβαιωθῶ, ἐὰν εἶσαι πράγματι ὁ Ἡσαῦ, τὸ παιδί μου, ἢ ὄχι». |
22 ἤγγισε δὲ ᾿Ιακὼβ πρὸς ᾿Ισαὰκ τὸν πατέρα αὐτοῦ, καὶ ἐψηλάφησεν αὐτὸν καὶ εἶπεν· ἡ μὲν φωνὴ φωνὴ ᾿Ιακώβ, αἱ δὲ χεῖρες χεῖρες ῾Ησαῦ. | 22 Επλησίασεν ο Ιακώβ προς τον πατέρα του τον Ισαάκ, ο οποίος τον εψηλάφησε και του είπε· “η μεν φωνή είναι φωνή του Ιακώβ, οι δε χείρες είναι χείρες του Ησαύ”. | 22 Ὁ Ἰακὼβ ἐπλησίασε χωρὶς ταραχὴν τὸν πατέρα του καὶ ὁ τυφλὸς Ἰσαὰκ τὸν ἐψηλάφησε καὶ τοῦ εἶπε πάλιν μὲ ἀμφιβολίαν· «ἡ μὲν φωνὴ εἶναι φωνὴ τοῦ Ἰακώβ, τὰ χέρια ὅμως, ἀπὸ τὰ μαλλιὰ ποὺ ἔχουν, φαίνεται νὰ εἶναι χέρια τοῦ Ἡσαῦ». |
23 καὶ οὐκ ἐπέγνω αὐτόν· ἦσαν γὰρ αἱ χεῖρες αὐτοῦ ὡς αἱ χεῖρες ῾Ησαῦ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ δασεῖαι· καὶ εὐλόγησεν αὐτὸν | 23 Δεν ανεγνώρισε δε τον Ιακώβ, διότι αι χείρες αυτού, σκεπασμέναι με τα δέρματα, ήσαν δασείαι, όπως αι χείρες του αδελφού του Ησαύ. Ευλόγησεν αυτόν ο Ισαάκ | 23 Ἐπειδὴ ἔπρεπε νὰ πραγματοποιηθῇ τὸ σχέδιον τοῦ Θεοῦ, δὲν ἐπετράπη νὰ γίνη ἀντιληπτὴ ἡ ἀπάτη. Αι' αὐτὸ ὁ Ἰσαὰκ δὲν ἀνεγνώρισε τὸν Ἰακώβ· διότι τὰ χέρια του, ποὺ ἦταν σκεπασμένα μὲ κατσικίσιο δέρμα, ἐφαίνοντο μαλλιαρά, ὅπως τὰ χέρια τοῦ Ἡσαῦ. Καὶ ὁ πατέρας του τὸν εὐλόγησε. |
24 καὶ εἶπε· σὺ εἶ ὁ υἱός μου ῾Ησαῦ; ὁ δὲ εἶπεν· ἐγώ. | 24 και είπε· “συ λοιπόν είσαι ο υιός μου ο Ησαύ;” Εκείνος απήντησε· “ναι, εγώ είμαι”. | 24 Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Ἰσαὰκ ἀκόμη ὑπωψιάζετο, ἐρώτησε πάλιν μὲ δισταγμόν· «σὺ εἶσαι τὸ παιδί μου ὁ Ἡσαῦ;» Καὶ ὁ Ἰακὼβ ἀπάντησε διὰ τρίτην φοράν· «μάλιστα· ἐγὼ εἶμαι, πατέρα». |
25 καὶ εἶπε· προσάγαγέ μοι, καὶ φάγομαι ἀπὸ τῆς θήρας σου, τέκνον, ἵνα εὐλογήσῃ σε ἡ ψυχή μου. καὶ προσήνεγκεν αὐτῷ, καὶ ἔφαγε· καὶ εἰσήνεγκεν αὐτῷ οἶνον, καὶ ἔπιε. | 25 Είπε τότε ο Ισαάκ· “παιδί μου, φέρε μου από το κυνήγι σου, δια να φάγω και να σε ευλογήσω με όλην μου την ψυχήν”. Ο Ιακώβ έφερεν στον πατέρα του και έφαγε· του έφερε επίσης οίνον και έπιε. | 25 Μετὰ τὴν τρίτην αὐτὴν βεβαίωσιν ὁ Ἰσαὰκ εἶπε· «παιδί μου, φέρε μου ἀπὸ τὸ κυνήγι σου διὰ νὰ φάγω καὶ νὰ σὲ εὐλογήσω μὲ ὅλην τὴν ψυχήν μου». Ὁ Ἰακὼβ ἐπλησίασε καὶ ἐπρόσφερεν εἰς τὸν πατέρα του ἀπὸ τὸ μαγειρευμένον φαγητὸν καὶ ἐκεῖνος ἔφαγε· τοῦ ἐπρόσφερεν ἀκόμη καὶ κρασὶ καὶ ἤπιε. |
26 καὶ εἶπεν αὐτῷ ᾿Ισαὰκ ὁ πατὴρ αὐτοῦ· ἔγγισόν μοι καὶ φίλησόν με τέκνον. | 26 Μετά το φαγητόν ο πατήρ του ο Ισαάκ είπεν εις αυτόν· “παιδί μου, έλα κοντά μου και φίλησέ με”. | 26 Μετὰ ὁ γέρων Ἰσαάκ, ἐπειδὴ φαίνεται ὅτι τοῦ ἔμενε εἰς τὸ βάθος κάποια ἀμφιβολία, εἶπεν εἰς τὸν · «πλησίασε, παιδί μου, ἔλα κοντά μου καὶ φίλησέ με». |
27 καὶ ἐγγίσας ἐφίλησεν αὐτόν, καὶ ὠσφράνθη τὴν ὀσμὴν τῶν ἱματίων αὐτοῦ καὶ εὐλόγησεν αὐτὸν καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ὀσμὴ τοῦ υἱοῦ μου ὡς ὀσμὴ ἀγροῦ πλήρους, ὃν εὐλόγησε Κύριος. | 27 Ο Ιακώβ επλησίασε και εφίλησε τον πατέρα του. Ο Ισαάκ ωσφράνθη την οσμήν των ενδυμάτων, που είχε φορέσει ο Ιακώβ, ευλόγησεν αυτόν και είπεν· “ιδού, αυτή είναι η οσμή του υιού μου, ωσάν οσμή αγρού γεμάτου χόρτα και άνθη, που τον ευλόγησεν ο Κυριος. | 27 Καὶ ὁ Ἰακώβ, ἀφοῦ ἐπλησίασε τὸν πατέρα του, τὸν ἐφίλησεν. Ὁ Ἰσαὰκ τότε ἐμυρίσθη προσεκτικὰ τὴν μυρωδιὰν τῶν φορεμάτων, ποὺ εἶχε φορέσει ὁ Ἰακὼβ (καὶ τὰ ὁποῖα ἦσαν τοῦ Ἡσαῦ), καὶ εὐλόγησε τὸν Ἰακὼβ καὶ τοῦ εἶπε: «Νά· αὐτὴ εἶναι ἡ μυρωδιὰ τοῦ παιδιοῦ μου, ποὺ μὲ ἐφίλησε. Ἡ μυρωδιὰ δὲν εἶναι μυρωδιὰ στάνης καὶ προβάτων· εἶναι ὅπως ἐκείνη τῆς ἐξοχῆ καὶ τῶν χωραφιῶν, ποὺ εἶναι γεμᾶτα χόρτα καὶ ἄνθη, τὰ ὁποῖα εὐλόγησεν ὁ Κύριος». Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ὁ Ἰσαὰκ ἐβεβαιώθη, ὅτι ἔχει ἐμπρός του τὸν Ἡσαῦ καὶ ἀπεφάσισε νὰ τὸν εὐλογήσῃ καὶ εἶπε: |
28 καὶ δῴη σοι ὁ Θεὸς ἀπὸ τῆς δρόσου τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἀπὸ τῆς πιότητος τῆς γῆς καὶ πλῆθος σίτου καὶ οἴνου. | 28 Εύχομαι, παιδί μου, να σου δώση ο Θεός βροχήν από τον ουρανόν και ευφορίαν της γης, ώστε να έχης πλουσίαν την συγκομιδήν του σίτου και του οίνου. | 28 «Εὔχομαι νὰ σοῦ δώσῃ ὁ Θεὸς βροχὴν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ εὐφορίαν τῆς γῆς, ὥστε νὰ ἔχῃς πλουσίαν συγκομιδὴν σιταριοῦ καὶ κρασιοῦ. Εἴθε νὰ σοῦ δώσῃ ὁ Θεὸς ἄφθονα τὰ ὑλικά, ἀλλὰ καὶ τὰ οὐράνια ἀγαθά. |
29 καὶ δουλευσάτωσάν σοι ἔθνη, καὶ προσκυνησάτωσάν σοι ἄρχοντες· καὶ γίνου κύριος τοῦ ἀδελφοῦ σου, καὶ προσκυνήσουσί σε οἱ υἱοὶ τοῦ πατρός σου. ὁ καταρώμενός σε ἐπικατάρατος, ὁ δὲ εὐλογῶν σε εὐλογημένος. | 29 Λαοί να σε υπηρετήσουν και άρχοντες να σε προσκυνήσουν· να γίνης κύριος του αδελφού σου, και θα σε προσκυνήσουν οι απόγονοι του πατρός σου. Εκείνος που θα σε καταρασθή να είναι κατηραμένος και εκείνος που θα σε ευλογή, να είναι ευλογημένος από τον Θεόν”. | 29 Σοῦ εὔχομαι ἀκόμη νὰ ὑποταχθοῦν καὶ νὰ σὲ ὑπηρετήσουν ἔθνη καὶ νὰ σὲ προσκυνήσουν ἄρχοντες ἐθνῶν. Εἶθε νὰ γίνῃς κύριος τοῦ ἀδελφοῦ σου καὶ να σὲ προσκυνήσουν ὅλοι οἱ ἀπόγονοι τοῦ πατέρα σου, ὅλοι οἱ συγγενεῖς σου». Ἀκόμη ὁ γέρων Ἰσαὰκ ἐπρόσθεσε· παιδί μου, «ἐκεῖνος ποὺ θὰ σὲ καταρᾶται, νὰ εἶναι κατηραμένος καὶ ἐκεῖνος ποὺ θὰ σὲ εὐλογῇ, νὰ εἶναι εὐλογημενος ἀπὸ τὸν Θεόν». |
30 Καὶ ἐγένετο μετὰ τὸ παύσασθαι ᾿Ισαὰκ εὐλογοῦντα ᾿Ιακὼβ τὸν υἱὸν αὐτοῦ καὶ ἐγένετο, ὡς ἐξῆλθεν ᾿Ιακὼβ ἀπὸ προσώπου ᾿Ισαὰκ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, καὶ ῾Ησαῦ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ἦλθεν ἀπὸ τῆς θήρας. | 30 Οταν έπαυσεν ο Ισαάκ να δίδη τας ευλογίας του στον υιόν του τον Ιακώβ και ο Ιακώβ ανεχώρησεν από την σκηνήν του πατρός του, ο Ησαύ, ο αδελφός του, επέστρεψεν από το κυνήγιόν του. | 30 Ὅταν ἐτελείωσεν ὁ Ἰσαὰκ νὰ δίδῃ τὶς εὐλογιές του πρὸς τὸν Ἰακὼβ καὶ μόλις ὁ Ἰακὼβ εἶχε φύγει ἀπὸ τὴν σκηνὴν τοῦ πατέρα του, ἐπέστρεψεν ἀπὸ τὸ κυνήγι καὶ ὁ ἀδελφός του, ὁ Ἡσαῦ. |
31 καὶ ἐποίησε καὶ αὐτὸς ἐδέσματα καὶ προσήνεγκε τῷ πατρὶ αὐτοῦ. καὶ εἶπε τῷ πατρί· ἀναστήτω ὁ πατήρ μου καὶ φαγέτω ἀπὸ τῆς θήρας τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, ὅπως εὐλογήσῃ με ἡ ψυχή σου. | 31 Αμέσως δε παρεσκεύασε και αυτός φαγητά, τα προσέφερεν στον πατέρα του και του είπε· “ας σηκωθή ο πατέρας μου και ας φάγη φαγητά ετοιμασμένα από το Κυνήγιον του παιδιού του, δια να με ευλογήση με την ψυχήν του”. | 31 Ὁ Ἡσαῦ, χωρὶς νὰ γνωρίζῃ ὅσα ἔγιναν, ἐμαγείρευσε γρήγορα καὶ ἐτοίμασε καὶ αὐτὸς φαγητά, τὰ ἐπρόσφερεν εἰς τὸν πατέρα του καὶ τοῦ εἶπε· «ἂς σηκωθῇ ὁ πατέρας μου καὶ ἂς φάγῃ ἀπὸ τὸ κυνήγι τοῦ παιδιοῦ του, διὰ νὰ εὐχαριστήθῇ καὶ μοῦ δώσῃ μὲ ὅλην τὴν ψυχήν του τὴν τελευταίαν εὐλογίαν». |
32 καὶ εἶπεν αὐτῷ ᾿Ισαὰκ ὁ πατὴρ αὐτοῦ· τίς εἶ σύ; ὁ δὲ εἶπεν· ἐγώ εἰμι ὁ υἱός σου ὁ πρωτότοκος ῾Ησαῦ. | 32 Ο πατήρ του ο Ισαάκ είπε προς αυτόν· “ποιός είσαι συ;” Εκείνος του απήντησεν· “εγώ είμαι το παιδί σου, το πρωτότοκο παιδί σου, ο Ησαύ”. | 32 Ὅταν ὁ Ἰσαὰκ ἄκουσε τὰ λόγια αὐτά, ἐθορυβήθη καὶ ταραγμένος ἐρώτησε· «ποῖος εἶσαι σύ;»Ὁ Ἡσαῦ τοῦ ἀπάντησε· «ἐγὼ εἶμαι τὸ πρῶτον παιδί σου, ὁ Ἡσαῦ». |
33 ἐξέστη δὲ ᾿Ισαὰκ ἔκστασιν μεγάλην σφόδρα καὶ εἶπε· τίς οὖν ὁ θηρεύσας μοι θήραν καὶ εἰσενέγκας μοι; καὶ ἔφαγον ἀπὸ πάντων πρὸ τοῦ ἐλθεῖν σε καὶ εὐλόγησα αὐτόν, καὶ εὐλογημένος ἔσται. | 33 Ο Ισαάκ εξεπλάγη πολύ, πάρα πολύ και είπε· “ποιός λοιπόν ήτο εκείνος, ο οποίος εβγήκεν εις κυνήγιον, μου έφερε και έφαγον από όλα, πριν συ έλθης, και τον ευλόγησα; Λοιπόν, αυτός θα είναι ο ευλογημένος”. | 33 Ὁ τυφλὸς γέρων Ἰσαὰκ ἐξεπλάγη πολύ, πάρα πολὺ καὶ εἶπε: «Ποῖος ἦταν λοιπὸν ἐκεῖνος ποὺ ἐπῆγε κυνήγι καὶ μοῦ ἔφερε ἀπὸ τὸ κυνήγι του καὶ ἔφαγα ἀπὸ ὅλα, ὅσα μοῦ ἔφερε, πρὶν ἔλθῃς ἐσὺ καὶ ἐγὼ εὐχαριστημένος τὸν εὐλόγησα; Αὐτὸς θὰ εἶναι εὐλογημένος». |
34 ἐγένετο δέ, ἡνίκα ἤκουσεν ῾Ησαῦ τὰ ῥήματα τοῦ πατρὸς αὐτοῦ ᾿Ισαάκ, ἀνεβόησε φωνὴν μεγάλην καὶ πικρὰν σφόδρα καὶ εἶπεν· εὐλόγησον δή κἀμέ, πάτερ. | 34 Οταν ήκουσεν αυτά τα λόγια του πατρός του ο Ησαύ εκραύγασε με πολλήν πικρίαν και είπεν· “ευλόγησε, λοιπόν, και εμέ, πάτερ μου”. | 34 Ὅταν ὁ Ἡσαῦ ἄκουσε τὰ λόγια αὐτὰ ἀπὸ τὸν πατέρα του τὸν Ἰσαάκ, ἐφώναξε μὲ φωνὴν δυνατὴν καὶ ὠργισμένην, γεμάτην παραπόνον, λύπην ἀπαρηγόρητον καὶ πικρίαν καὶ εἶπεν· «εὐλόγησε λοιπὸν καὶ ἐμένα, πατέρα»! |
35 εἶπε δὲ αὐτῷ· ἐλθὼν ὁ ἀδελφός σου μετὰ δόλου ἔλαβε τὴν εὐλογίαν σου. | 35 Του είπεν ο Ισαάκ· “ήλθεν ο αδελφός σου κα επήρε δολίως την ευλογίαν σου”. | 35 Ὁ Ἰσαὰκ τοῦ εἶπεν· «ὁ Ἰακώβ, ὁ ἀδελφός σου, ἀφοῦ ἦλθε, ἔλαβε μὲ δόλον τὴν εὐλογίαν, ποὺ ἦταν ἰδική σου». |
36 καὶ εἶπε· δικαίως ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ιακώβ· ἐπτέρνικε γάρ με ἰδοὺ δεύτερον τοῦτο· τά τε πρωτοτόκιά μου εἴληφε καὶ νῦν ἔλαβε τὴν εὐλογίαν μου· καὶ εἶπεν ῾Ησαῦ τῷ πατρὶ αὐτοῦ· οὐχ ὑπελίπου μοι εὐλογίαν, πάτερ; | 36 Είπεν ο Ησαύ με αγανάκτησιν “επιτυχώς και πολύ ταιριαστά του εδόθη το όνομο Ιακώβ, διότι ιδού δευτέραν φοράν με υπεσκέλισε και με ηπάτησε. Την πρώτην φοράν επήρε τα πρωτοτόκιά μου και τώρα επήρε και την ευλογίαν μου”. Είπε δε προς τον πατέρα του τον Ισαάκ· “πάτερ μου, δεν έμεινε λοιπόν και δι' εμέ καμμία ευλογία;” | 36 Καὶ ὁ Ἡσαῦ εἶπε πικραμμένος: «Δίκαια καὶ ἐπιτυχημένα τοῦ ἐδόθη τὸ ὄνομα Ἰακώβ, ποὺ σημαίνει «πτερνιστής», δηλαδὴ αὐτὸς ὁ ὁποῖος παραγκωνίζει τὸν ἄλλον καὶ ἐπικρατεῖ ἐκεῖνος· διότι μὲ ἐξηπάτησε, μὲ παρηγκώνισε καὶ μὲ ἔβαλεν εἰς τὸ περιθώριον διὰ δευτέραν φοράν. Τὴν πρώτην φορὰν μὲ ἐκατάφερε νὰ τοῦ πωλήσω τὰ προνόμια, ποὺ εἶχα ὡς πρωτότοκος, τὰ ὁποῖα καὶ ἔκαμε ἰδικά του· τὴν δευτέραν φορὰν ἐπῆρε μὲ δόλιον τρόπον τὴν εὐλογίαν, ποὺ ἀνῆκεν εἰς ἑμέ, τὸ πρῶτον παιδί», Ὁ Ἡσαῦ εἶπεν ἀκόμη πρὸς τὸν πατέρα του μὲ παραπόνον· «δεν ἀφῆκες καὶ δι’ ἐμὲ καμμίαν εὐλογίαν, πατέρα; Ὅλην τὴν εὐλογίαν τὴν ἔδωκες εἰς τὸν Ἰακώβ;» |
37 ἀποκριθεὶς δὲ ᾿Ισαὰκ εἶπε τῷ ῾Ησαῦ· εἰ κύριον αὐτὸν πεποίηκά σου καὶ πάντας τοὺς ἀδελφούς αὐτοῦ πεποίηκα αὐτοῦ οἰκέτας, σίτῳ καὶ οἴνῳ ἐστήριξα αὐτόν, σοὶ δὲ τί ποιήσω, τέκνον; | 37 Απεκρίθη ο Ισαάκ και του είπε· “τον Ιακώβ, τον έκανα κύριόν σου και όλους τους αδελφούς του τους έκαμα υπηρετάς του. Τον ευχήθηκα να έχη πλούσια τα προϊόντα της γης, σίτον και οίνον. Τι λοιπόν να κάμω δια σε τώρα, παιδί μου;” | 37 Ὁ Ἰσαὰκ ἀπεκρίθη εἰς τὸν Ἡσαῦ καὶ τοῦ εἶπε: «Ἒφ' ὅσον ἔκαμα τὸν Ἰακὼβ κύριον καὶ ἐξουσιαστήν σου καὶ ὅλους τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἡσαῦ ὥρισα νὰ εἶναι ὑπηρέται τοῦ Ἰακώβ· ἐφ’ ὅσον τοῦ ἔδωκα τὴν εὐχὴν καὶ τὴν εὐλογίαν νὰ ἔχῃ πλούσια τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς, ἄφθονον τὸ σιτάρι καὶ τὸ κρασί, τί ἀπομένει νὰ κάμω τώρα διὰ σέ, παιδί μου; Ὅπως βλέπεις, ὅλες τὶς εὐλογιές τις ἔδωσα εἰς ἐκεῖνον· τίποτε ἄλλο δὲν ἔμεινε διὰ σέ». |
38 εἶπε δὲ ῾Ησαῦ πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ· μὴ εὐλογία μία σοί ἐστι, πάτερ; εὐλόγησον δὴ κἀμέ, πάτερ. κατανυχθέντος δὲ ᾿Ισαὰκ ἀνεβόησε φωνῇ ῾Ησαῦ καὶ ἔκλαυσεν. | 38 Είπεν ο Ησαύ προς τον πατέρα του· “μήπως μία μόνον ευλογία υπάρχει εις σέ, πάτερ μου; Υπάρχουν ασφαλώς και άλλαι. Πατερ μου, ευλόγησε και εμένα”. Συνεκινήθη βαθύτατα ο Ισαάκ, διότι δεν ηδύνατο να κάμη τίποτε, ο δε Ησαύ εκραύγασε με μεγάλην φωνήν και έκλαυσε πικρά. | 38 Ὁ Ἡσαῦ τότε ἀπάντησεν εἰς τὸν πατέρα του: «Μήπως μία μόνον εὐλογία ὑπάρχει εἰς σέ, πατέρα; Δεν ὑπολείπεται δι' ἐμὲ καὶ μία ἔστω εὐλογία; Εὐλόγησε λοιπὸν καὶ ἐμένα, πατέρα μου». Ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Ἡσαῦ ὁ γέρων Ἰσαὰκ ἐπόνεσε καὶ συνεκινήθη βαθύτατα. Ὁ δὲ Ἡσαῦ ἀφῆκε κραυγὴν δυνατὴν καὶ ἔκλαυσε μὲ πικρὰ δάκρυα διὰ τὸ πάθημά του καὶ διότι ὁ πατέρας του εὑρίσκετο εἰς ἀμηχανίαν καὶ δὲν ἠμποροῦσε οὔτε ἤθελε νὰ ἀνατρέψῃ ὅσα εἶχαν γίνει. |
39 ἀποκριθεὶς δὲ ᾿Ισαὰκ ὁ πατὴρ αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· ἰδοὺ ἀπὸ τῆς πιότητος τῆς γῆς ἔσται ἡ κατοίκησίς σου καὶ ἀπὸ τῆς δρόσου τοῦ οὐρανοῦ ἄνωθεν. | 39 Απαντών τότε ο Ισαάκ στους θρήνους του παιδιού του, του είπε· “ιδού· ένα μέρος από την εύφορον γην και από την δρόσον του ουρανού θα είναι η κατοικία σου. | 39 Ὁ Ἰσαὰκ ἐλυπήθη τὸν Ἡσαῦ καὶ τοῦ ἀπάντησε: «Ἀφοῦ ἐπιθυμεῖς νὰ ἀπολαύσῃς καὶ σὺ τὴν εὐλογίαν μου, ἐγὼ δὲ δὲν ἠμπορῶ νὰ κάμω ἀντίθετα πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, σοῦ δίδω εὐλογίαν, ἀλλὰ περιωρισμένην: Νά· σοῦ εὔχομαι μέρος ἀπὸ τὴν εὔφορον γῆν καὶ τὰ ἀγαθά της καὶ ἀπὸ τὴν πλουσίαν βροχὴν τοῦ οὐρανοῦ. Θὰ κατοικήσῃς εἰς τὴν Ἰδουμαίαν, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὰ νότια τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης, |
40 καὶ ἐπὶ τῇ μαχαίρᾳ σου ζήσῃ καὶ τῷ ἀδελφῷ σου δουλεύσεις· ἔσται δὲ ἡνίκα ἐὰν καθέλῃς, καὶ ἐκλύσῃς τὸν ζυγὸν αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ τραχήλου σου. | 40 Θα ζης με το σπαθί σου, αλλά θα είσαι δούλος στον αδελφόν σου. Θα έλθουν όμως περιστάσεις, κατά τας οποίας θα κατεβάσης από τον τράχηλόν σου και θα αποτινάξης τον ζυγόν”. | 40 καὶ ἐκεῖ θὰ ζῇς ζωὴν πολεμικήν· θὰ ζῇς μὲ τὸ ξίφος σου καὶ θὰ εἶσαι δοῦλος τοῦ ἀδελφοῦ σου. Θὰ ἔλθουν ὅμως περιστάσεις, κατὰ τὶς ὁποῖες οἱ ἀπόγονοί σου θὰ ἠμπορέσουν νὰ ἀποτινάξουν τὸν δουλικὸν ζυγὸν τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰακὼβ καὶ νὰ ἐλευθερωθοῦν, ἀλλὰ δὲν θὰ κατορθώσουν ποτὲ νὰ τοὺς ὑποτάξουν. Οἱ ἀπόγονοί σου Ἰδουμαῖοι θὰ γίνουν δοῦλοι τῶν Ἰσραηλιτῶν· οἱ Ἰσραηλῖτες ὅμως δὲν θὰ γίνουν ποτὲ δοῦλοι τῶν Ἰδουμαίων». |
41 Καὶ ἐνεκότει ῾Ησαῦ τῷ ᾿Ιακὼβ περὶ τῆς εὐλογίας ἧς εὐλόγησεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ· εἶπε δὲ ῾Ησαῦ ἐν τῇ διανοίᾳ αὐτοῦ· ἐγγισάτωσαν αἱ ἡμέραι τοῦ πένθους τοῦ πατρός μου, ἵνα ἀποκτείνω ᾿Ιακὼβ τὸν ἀδελφόν μου. | 41 Ο Ησαύ από την ημέραν εκείνην και εντεύθεν εμνησικάκει και αγανακτούσε εναντίον του Ιακώβ δια την ευλογίαν, την οποίαν μετά δόλου επήρεν από τον πατέρα του. Είπε δε από μέσα του· “ας αποθάνη πρώτα ο πατέρας μου, ας έλθουν και ας περάσουν αι ημέραι του πένθους δια τον θάνατον του πατρός μου, και τότε εγώ θα φονεύσω τον αδελφόν μου τον Ιακώβ”. | 41 Ἀπὸ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ὁ Ἡσαῦ ἀγανακτοῦσε καὶ ἐμνησικακοῦσε ἐναντίον τοῦ Ἰακώβ, τοῦ ἀδελφοῦ του, διὰ τὴν εὐλογίαν, ποὺ τοῦ ἔδωκεν ὁ πατέρας του, ὁ Ἰσαάκ. Ἐσκέφθη δὲ ὁ Ἡσαῦ· «ἂς ἔλθουν οἱ ἡμέρες, ποὺ θὰ ἀποθάνῃ ὁ πατέρας μου καὶ ἂς περάσῃ τὸ πένθος διὰ τὸν θάνατόν του, καὶ τότε θὰ σκοτώσω τὸν ἀδελφόν μου, τὸν Ἰακώβ». |
42 ἀπηγγέλη δὲ Ρεβέκκᾳ τὰ ρήματα ῾Ησαῦ τοῦ υἱοῦ αὐτῆς τοῦ πρεσβυτέρου, καὶ πέμψασα ἐκάλεσεν ᾿Ιακὼβ τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν νεώτερον καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἰδοὺ ῾Ησαῦ ὁ ἀδελφός σου ἀπειλεῖ σοι τοῦ ἀποκτεῖναί σε· | 42 Τα λόγια όμως αυτά του Ησαύ, του πρεσβυτέρου υιού, επληροφορήθη η Ρεβέκκα. Εστειλε άνθρωπον, εκάλεσε κοντά της τον νεώτερον υιόν της Ιακώβ και του είπε· “ιδού, ο αδελφός σου ο Ησαύ απειλεί να σε φονεύση. | 42 Ἀνήγγειλαν δὲ εἰς τὴν Ρεβέκκαν τὴν φονικὴν ἀπόφασιν, τὰ φοβερὰ λόγια καὶ τὰ κακοῦργα σχέδια τοῦ μεγαλυτέρου παιδιοῦ της. Ἡ ἔξυπνη καὶ συνετὴ Ρεβέκκα, ὄταν τὰ ἐπληροφορήθη αὐτά, κινουμένη ἀπὸ τὴν μητρικὴν ἀγάπην της, ἔστειλε καὶ ἐκάλεσε τὸν Ἰακώβ, τὸ νεώτερον παιδί της, καὶ τοῦ εἶπε: «Κύτταξε· ὁ ἀδελφός σου ὁ Ἡσαῦ τρέφει ἐναντίον σου διαθέσεις φονικὲς καὶ ἀπειλεῖ νὰ σὲ σκοτώσῃ. |
43 νῦν οὖν, τέκνον, ἄκουσόν μου τῆς φωνῆς καὶ ἀναστὰς ἀπόδραθι εἰς τὴν Μεσοποταμίαν πρὸς Λάβαν τὸν ἀδελφόν μου εἰς Χαρράν. | 43 Τωρα λοιπόν, παιδί μου, άκουσε προσεκτικά τα λόγια μου. Σηκω και φεύγα μυστικά και πήγαινε εις την Χαρράν της Μεσοποταμίας προς τον αδελφόν μου τον Λαβαν. | 43 Τώρα λοιπόν, παιδί μου, ἄκουσε τὴν συμβουλήν μου, διὰ νὰ ἠμπορέσῃς νὰ γλυτώσῃς ἀπὸ τὸν ἀδελφόν σου. Σήκω καὶ φύγε ἀμέσως εἰς τὴν Χαρρὰν τῆς Μεσοποταμίας, κοντὰ εἰς τὸν ἀδελφόν μου Λάβαν. |
44 καὶ οἴκησον μετ᾿ αὐτοῦ ἡμέρας τινάς, | 44 Και μείνε μαζή του επί ολίγον χρόνον, | 44 Καὶ κατοίκησε ἐκεῖ μαζί του ὀλίγον καιρόν, |
45 ἕως τοῦ ἀποστρέψαι τὸν θυμὸν καὶ τὴν ὀργὴν τοῦ ἀδελφοῦ σου ἀπὸ σοῦ, καὶ ἐπιλάθηται ἃ πεποίηκας αὐτῷ. καὶ ἀποστείλασα μεταπέμψομαί σε ἐκεῖθεν, μή ποτε ἀποτεκνωθῶ ἀπὸ τῶν δύο ὑμῶν ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ. | 45 μέχρις ότου διαλυθή ο θαμύς και η οργή, που ο αδελφός σου έχει εναντίον σου, και λησμονήση αυτά, που του έκαμες. Εγώ θα στείλω προς σε άνθρωπον και θα σε καλέσω να επιστρέψης πάλιν από εκεί. Να φύγης τώρα, παιδί μου, δια να μη χάσω εις μίαν ημέραν και τα δυο μου παιδιά, τον ένα που θα πέση νεκρός και τον άλλον που θα γίνη φονηάς”. | 45 ἕως ὅτου περάσῃ ὁ θυμὸς καὶ σβήσῃ ἡ ὀργὴ καὶ ἡ ἀγανάκτησις τοῦ ἀδελφοῦ σου ἐναντίον σου καὶ ἕως ὅτου ξεχάσῃ ὅσα τοῦ ἔχεις κάμει. Φύγε, λοιπόν, καὶ μεῖνε εἰς τὴν Χαρρὰν καὶ ἐγὼ θὰ στείλω ἄνθρωπον καὶ θὰ σὲ καλέσω νὰ ἐπιστρέψῃς πάλιν ἀπὸ ἐκεῖ. Νὰ φύγῃς τώρα, διότι ἔτσι θὰ ἐλευθερωθῇς ἀπὸ τοὺς κινδύνους, ἐγὼ δὲ θὰ γλυτώσω ἀπὸ τὸ πένθος. Διότι ἂν μείνῃς καὶ σὲ φονεύσῃ, εἶναι φυσικὸν καὶ ἐκεῖνος νὰ φύγῃ ἢ νὰ φονευθῇ ὡς φονιᾶς· ἔτσι ὁ πόνος μου, ὡς μητέρας, θὰ εἶναι μεγάλος. Διότι θὰ σᾶς χάσω καὶ τοὺς δύο εἰς μίαν ἡμέραν». |
46 Εἶπε δὲ Ρεβέκκα πρὸς ᾿Ισαάκ· προσώχθικα τῇ ζωῇ μου διὰ τὰς θυγατέρας τῶν υἱῶν Χέτ· εἰ λήψεται ᾿Ιακὼβ γυναῖκα ἀπὸ τῶν θυγατέρων τῆς γῆς ταύτης, ἵνα τί μοι τὸ ζῆν; | 46 Δια να πείση δε η Ρεβέκκα τον Ισαάκ και αφήση τον Ιακώβ να αναχωρήση εις Χαρράν του είπε· “Εβαρέθηκα την ζώην μου εξ αιτίας των Χετταίων γυναικών, τας οποίας έχει λάβει συζύγους ο Ησαύ. Δεν θέλω, λοιπόν, να λάβη σύζυγον ο Ιακώβ γυναίκα από τας θυγατέρας της χώρας αυτής, διότι εάν λάβη από αυτάς τι θέλω να ζω; Καλύτερα να πεθάνω”. | 46 Ἡ φρόνιμη Ρεβέκκα, διὰ νὰ δικαιολογήσῃ τὴν ἀναχώρησιν τὸν Ἰακώβ, ὥστε νὰ μὴ φανῇ ὅτι φεύγει ἐξ αἰτίας τὸν θυμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ του· οὔτε νὰ μάθῃ ὁ πατέρας του τὴν ἀληθινὴν αἰτίαν τῆς ἀναχωρήσεως τοῦ Ἰακὼβ ἢ τὴν ἀγανάκτησιν τὸν Ἡσαῦ ἐναντίον του, διὰ νὰ πείσῃ τὸν σύζυγόν τῆς νὰ ἀφήσῃ τὸν Ἰακὼβ νὰ φύγῃ, τοῦ ἔκρυψε τὸ κακοῦργον σχέδιον τὸν Ἡσαῦ, ἀλλὰ δὲν τοῦ εἶπε ψέματα. Τοῦ εἶπε κάτι, διὰ τὸ ὁποῖον θὰ εἶχαν συζητήσει προτήτερα μαζί. Ἡ Ρεβέκκα εἶπεν εἰς τὸν Ἰσαάκ: «Ἐβαρέθηκα, ἐβασανίσθηκα εἰς τὴν ζωήν μου ἐξ αἰτίας τῶν Χετταίων γυναικῶν, ποὺ εἶναι σύζυγοι τοῦ Ἡσαυ. Ἂν ὁ Ἰακὼβ πάρῆ γυναῖκα ἀπὸ τὶς θυγατέρες τῶν κατοίκων τῆς χώρας αὐτῆς, τί θέλω νὰ ζῶ; Ἡ ζωή μου θὰ εἶναι ἀνυπόφορος. Οἱ γυναῖκες τοῦ Ἡσαῦ ἐγέμισαν μὲ φαρμάκια τὴν ζωήν μου καλύτερα νὰ ἀποθάνω, ἂν ὁ Ἰακὼβ πάρῃ σύζυγον ἀπὸ αὐτές». |