Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΕΓΕΝΕΤΟ δὲ ῞Αβραμ ἐτῶν ἐνενηκονταεννέα, καὶ ὤφθη Κύριος τῷ ῞Αβραμ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐγώ εἰμι ὁ Θεός σου· εὐαρέστει ἐνώπιον ἐμοῦ καὶ γίνου ἄμεμπτος, | 1 Οταν ο Αβραμ έφθασεν εις ηλικίαν ενενήκοντα εννέα ετών, παρουσιάσθη ο Κυριος εις αυτόν και του είπεν· “εγώ είμαι, ο Θεός σου· γίνε ευάρεστος ενώπιόν μου, ανεπίληπτος και ενάρετος· | 1 Ο Ἅβραμ ἔγινε ἐνενῆντα ἐννέα ἐτῶν. Τότε παρουσιάσθη πάλιν ὁ Θεὸς εἰς αὐτόν, δηλαδὴ τὸν ἀξίωσε τῆς ἐπισκέψεώς του, καὶ τοῦ εἶπεν: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεός σου· γίνου εὐάρεστος ἐνώπιόν μου καὶ ἄμεμπτος· δίκαιος, ἐνάρετος, εὐθὺς καὶ εἰλικρινής, |
2 καὶ θήσομαι τὴν διαθήκην μου ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ ἀνὰ μέσον σοῦ καὶ πληθυνῶ σε σφόδρα. | 2 και θα συνάψω την διαθήκην μου μεταξύ εμού και σου και θα πληθύνω τους απογόνους σου πάρα πολύ”. | 2 καὶ ἐγὼ δὲν θὰ παραβλέψω τοὺς ἱδρῶτες τῆς τόσον μεγάλης ἀρετῆς σου, ἀλλὰ θὰ συνάψω καὶ θὰ ὑπογράψω διαθήκην μεταξὺ ἐμοῦ καὶ σοῦ καὶ θὰ σὲ πληθύνω πάρα πολύ». |
3 καὶ ἔπεσεν ῞Αβραμ ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ, καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ ὁ Θεὸς λέγων· | 3 Γεμάτος ιερόν δέος και ευγνωμοσύνην ο Αβραμ έπεσε πρηνής ενώπιον του Θεού, ο οποίος ωμίλησε πάλιν και του είπεν· | 3 Ὁ Ἅβραμ, ὅταν ἄκουσε τὴν θείαν αὐτὴν ὑπόσχεσιν, γεμᾶτος εὐγνωμοσύνην καὶ ἅγιον φόβον πρὸς τὸν φιλάνθρωπον Κύριον, ὁ ὁποῖος συγκατέβη τόσον πολύ, ἐταπεινώθη περισσότερον ἐνώπιον το Θεοῦ καὶ ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπον κατὰ γῆς. Καὶ ὁ Θεὸς ἐμίλησε καὶ το εἶπε: |
4 καὶ ἐγὼ ἰδοὺ ἡ διαθήκη μου μετὰ σοῦ, καὶ ἔσῃ πατὴρ πλήθους ἐθνῶν, | 4 “Ιδού η συμφωνία και η υπόσχεσίς μου προς σέ· θα γίνης γενάρχης πολυαρίθμων εθνών. | 4 «Νά, ἡ διαθήκη καὶ ἡ ὑπόσχεσίς μου πρὸς σέ· θὰ γίνῃς γενάρχης καὶ πρόγονος πολλῶν ἐθνῶν. |
5 καὶ οὐ κληθήσεται ἔτι τὸ ὄνομά σου ῞Αβραμ, ἀλλ᾿ ἔσται τὸ ὄνομά σου ῾Αβραάμ, ὅτι πατέρα πολλῶν ἐθνῶν τέθεικά σε. | 5 Το όνομά σου δεν θα είναι πλέον Αβραμ, αλλά θα ονομάζεσαι Αβραάμ, διότι σε έχω προορίσει ως πρόγονον και πατριάρχην πολλών λαών. | 5 Καὶ τὸ ὄνομά σου δὲν θὰ εἶναι ὅπως μέχρι τώρα Ἅβραμ» (τὸ ὁποῖον σημαίνει πατέρας μεγάλος ἢ ὑψηλός· ἢ περάτης, διότι ἐπέρασες ἀπὸ τὴν Μεσοποταμίαν εἰς τὴν Χαναάν)· «Ἀπὸ τώρα καὶ εἰς τὸ ἑξῆς θὰ ὀνομζεσαι Ἁβραὰμ (πατέρας λαῶν), διότι σὲ κατέστησα πατριάρχην καὶ σὲ ὥρισα γενάρχην πολλῶν ἐθνῶν. |
6 καὶ αὐξανῶ σε σφόδρα σφόδρα καὶ θήσω σε εἰς ἔθνη, καὶ βασιλεῖς ἐκ σοῦ ἐξελεύσονται. | 6 Θα σε αυξήσω πολύ, πάρα πολύ, θα σε αναδείξω πρόγονον πολλών εθνών και βασιλείς θα προέλθουν από σέ. | 6 Θὰ σὲ αὐξήσω ὑπερβολικά· ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους σου θὰ προέλθουν ἔθνη πολλά, ἀκόμη καὶ βασιλεῖς θὰ γεννηθοῦν ἀπὸ σέ. |
7 καὶ στήσω τὴν διαθήκην μου ἀνὰ μέσον σοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματός σου μετά σέ, εἰς τὰς γενεὰς αὐτῶν, εἰς διαθήκην αἰώνιον, εἶναί σου Θεὸς καὶ τοῦ σπέρματός σου μετὰ σέ. | 7 Και θα στήσω έγκυρον και ακατάλυτον την συμφωνίαν και την υπόσχεσίν μου αυτήν και στους απογόνους σου έπειτα από σε εις όλας τας γενεάς αυτών· υπόσχεσιν παντοτεινήν και ανέκκλητον ότι θα είμαι ιδικός σου Θεός και Θεός των έπειτα από σε απογόνων σου. | 7 Θὰ πραγματοποιήσω καὶ θὰ τηρήσω τὴν ὑπόσχεσίν μου αὐτὴν πρὸς σὲ καὶ τοὺς ἀπογόνους σου, οἱ ὁποῖοι θὰ ἀκολουθήσουν μετὰ ἀπὸ σέ, εἰς ὅλες τὶς γενεές. Σοῦ δίδω ὑπόσχεσιν αἰώνιον, παντοτινήν, ὑπόσχεσιν, ἡ ὁποία δὲν ἠμπορεῖ ποτὲ νὰ χάσῃ τὴν δύναμιν καὶ τὸ κῦρος της, ὅτι θὰ εἶμαι Θεὸς ἰδικός σου καὶ Θεὸς τῶν ἀπογόνων σου, οἱ ὁποῖοι θὰ ἀκολουθήσουν μετὰ ἀπὸ σέ. |
8 καὶ δώσω σοι καὶ τῷ σπέρματί σου μετὰ σὲ τὴν γῆν, ἣν παροικεῖς, πᾶσαν τὴν γῆν Χαναάν, εἰς κατάσχεσιν αἰώνιον καὶ ἔσομαι αὐτοῖς εἰς Θεόν. | 8 Και θα δώσω εις σε και, έπειτα από σε στους απογόνους σου ως αιωνίαν ιδιοκτησίαν όλην αυτήν την γην Χαναάν, εις την οποίαν τώρα κατοικείς ως ξένος· και θα είμαι στους απογόνους σου ο Θεός των”. | 8 Καὶ θὰ δώσω εἰς σὲ καὶ εἰς τοὺς ἀπογόνους σου, οἱ ὁποῖοι θὰ ἀκολουθήσουν μετὰ ἀπὸ σέ, ὁλόκληρον τὴν χώραν Χαναάν, εἰς τὴν ὁποίαν τώρα διαμένεις ὡς προσωρινὸς κάτοικος, ὡς μετανάστης· θὰ δώσω τὴν χώραν αὐτήν, ὥστε νὰ τὴν κατέχουν αἰωνίως οἱ ἀπόγονοι σου. Καὶ θὰ εἶμαι Θεὸς ἰδικός των, ὁποῖος θὰ τοὺς φροντίζῃ καὶ θὰ τοὺς βοηθῇ πάντοτε». |
9 καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς πρὸς ῾Αβραάμ· σὺ δὲ τὴν διαθήκην μου διατηρήσεις, σὺ καὶ τὸ σπέρμα σου μετὰ σὲ εἰς τὰς γενεὰς αὐτῶν. | 9 Είπε δε ακόμη ο Θεός προς τον Αβραάμ· “συ θα φυλάξης την διαθήκην μου αυτήν, συ και οι απόγονοί σου εις όλας τας γενεάς των. | 9 Καὶ ὁ Θεὸς εἶπεν εἰς τὸν Ἀβραάμ: «Σὺ δὲ νὰ κρατήσῃς καὶ νὰ φυλάξῃς τὴν διαθήκην μου, σὺ καὶ οἱ ἀπόγονοι, οἱ ὁποῖοι θὰ ἀκολουθήσουν μετὰ ἀπὸ σὲ εἰς ὅλες τὶς γενεές των. |
10 καὶ αὕτη ἡ διαθήκη, ἣν διατηρήσεις, ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ ὑμῶν καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματός σου μετὰ σὲ εἰς τὰς γενεὰς αὐτῶν· περιτμηθήσεται ὑμῶν πᾶν ἀρσενικόν, | 10 Σημείον δε και εξωτερικόν γνώρισμα της συμφωνίας μεταξύ εμού και υμών και των απογόνων σου έπειτα από σέ, εις όλας τας γενεάς αυτών ότι θα τηρήσετε την διαθήκην μου είναι τούτο· Από τώρα και στο εξής θα περιτέμνεται κάθε αρσενικόν τέκνον σας. | 10 Ὡς ἐξωτερικὸν δὲ γνώρισμα τῆς συμφωνίας, τὴν ὁποίαν θὰ διατηρήσῃς μεταξὺ ἐμοῦ καὶ ὅλων σας καὶ μεταξὺ τῶν ἀπογόνων σου, οἱ ὁποῖοι θὰ ἀκολουθήσουν μετὰ ἀπὸ σὲ εἰς ὅλες τὶς γενεές των, εἶναι τοῦτο: Κάθε ἀρσενικὸν παιδὶ τῆς οἰκογενείας σας θὰ περιτέμνεται· |
11 καὶ περιτμηθήσεσθε τὴν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας ὑμῶν, καὶ ἔσται εἰς σημεῖον διαθήκης ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ ὑμῶν. | 11 Θα περικόψετε την σαρκίνην ακροβυστίαν σας· και τούτο θα είναι σημείον της συμφωνίας μας μεταξύ εμού και υμών. | 11 θὰ περικόψετε τὴν σαρκίνην ἀκροβυστίαν σας· αὐτὸ θὰ εἶναι τὸ σημεῖον καὶ ἡ σφραγῖδα τῆς συμφωνίας, ἡ ὁποία γίνεται μεταξύ μου καὶ μεταξύ σας. |
12 καὶ παιδίον ὀκτὼ ἡμερῶν περιτμηθήσεται ὑμῖν, πᾶν ἀρσενικὸν εἰς τὰς γενεὰς ὑμῶν, ὁ οἰκογενὴς καὶ ὁ ἀργυρώνητος, ἀπὸ παντὸς υἱοῦ ἀλλοτρίου, ὃς οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ σπέρματός σου. | 12 Καθε αρσενικόν παιδί θα περιτέμνεται οκτώ ημέρας μετά την γέννησίν του, κάθε αρσενικόν εις όλας τας γενεάς σας, όπως επίσης θα περιτέμνεται και ο δούλος, ο οποίος θα αγορασθή με χρήματα, και το παιδί παντός ξένου ο οποίος κατοικεί μαζή σας, έστω και αν δεν είναι απόγονός σου. | 12 Κάθε ἀρσενικὸν παιδί σας θὰ περιτέμνεται ὀκτὼ ἡμέρες μετὰ τὴν γέννησίν του κάθε ἀρσενικὸν παιδὶ εἰς ὅλες τὶς γενεὲς ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν. Θὰ περιτέμνεται ἐπίσης καὶ ὁ δοῦλος, ποὺ ἐγεννήθη εἰς τὴν οἰκογένειάν σας καὶ ὁ δοῦλος, ποὺ ἔχει ἀγορασθῆ μὲ χρήματα καὶ κάθε ἀπόγονος ξένου, ὁ ὁποῖος κατοικεῖ μαζί σας καὶ δὲν κατάγεται ἀπὸ τὸ σπέρμα σου. |
13 περιτομῇ περιτμηθήσεται ὁ οἰκογενὴς τῆς οἰκίας σου καὶ ὁ ἀργυρώνητος, καὶ ἔσται ἡ διαθήκη μου ἐπὶ τῆς σαρκὸς ὑμῶν εἰς διαθήκην αἰώνιον. | 13 Θα περιτμηθή όπως δήποτε ο δούλος, που εγεννήθη εις την οικίαν σου, και ο δούλος, που ηγοράσθη με χρήματα. Η περιτομή αυτή της σαρκός σας θα είναι υποχρέωσις απορρέουσα από την συμφωνίαν μας, η οποία θα έχη αιωνίαν ισχύν. | 13 Μὲ τὴν περιτομὴν θὰ περιτμηθῇ ὁπωσδήποτε ὁ δοῦλος, ποὺ ἐγεννήθη εἰς τὸ σπίτι σου καὶ ἀνήκει εἰς τὴν οἰκογένειάν σου καὶ ὁ δοῦλος, ποὺ ἔχει ἀγορασθῆ μὲ χρήματα. Καὶ θὰ εἶναι ἡ συμφωνία μου αὐτὴ ὡς σημεῖον καὶ σφραγῖδα ἐπανῶ εἰς τὴν σάρκα σας, ἡ ὁποία θὰ δεικνύῃ, ὅτι ἡ συμφωνία εἶναι αἰώνιος καὶ ἀπαράβατος. |
14 καὶ ἀπερίτμητος ἄρσην, ὃς οὐ περιτμηθήσεται τὴν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας αὐτοῦ τῇ ἡμέρᾳ τῇ ὀγδόῃ, ἐξολοθρευθήσεται ἡ ψυχὴ ἐκείνη ἐκ τοῦ γένους αὐτῆς, ὅτι τὴν διαθήκην μου διεσκέδασε. | 14 Καθε αρσενικόν, του οποίου δεν περιεκόπη η σαρξ της ακροβυστίας του κατά την ογδόην ημέραν από της γεννήσεώς του και έμεινεν απερίτμητον, θα εξολοθρευθή η ύπαρξις αυτή εκ μέσου της φυλής του, διότι κατεφρόνησε και κατεπάτησε την εντολήν μου”. | 14 Κάθε ἀρσενικὸν ἀπερίτμητον, τοῦ ὁποίου δὲν θὰ περικοπῇ ἡ σάρκα τῆς ἀκροβυστίας κατὰ τὴν ὀγδόην ἡμέραν ἀπὸ τῆς γεννήσεώς του, θὰ ἀποκοπῇ καὶ θὰ ἐξολοθρευθῇ ἀπὸ τὸν λαὸν καὶ τὴν φυλήν του, διότι παρέβη τὴν ἐντολήν μου καὶ ἐπεριφρόνησε τὴν συμφωνίαν μου αὐτήν». |
15 Καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς τῷ ῾Αβραάμ· Σάρα ἡ γυνή σου οὐ κληθήσεται τὸ ὄνομα αὐτῆς Σάρα, ἀλλὰ Σάρρα ἔσται τὸ ὄνομα αὐτῆς. | 15 Είπεν ακόμη ο Θεός στον Αβραάμ· “η σύζυγός σου η Σαρα δεν θα λέγεται πλέον Σαρα, αλλά θα ονομάζεται Σαρρα. | 15 Καὶ ὁ Θεὸς εἶπεν εἰς τὸν Ἀβραάμ: «Ἡ γυναῖκα σου δὲν θὰ ὀνομάζεται πλέον Σάρα (=ἡ πριγκίπισσά μου), ἀλλὰ Σάρρα (=πριγκίπισσα πολλῶν). |
16 εὐλογήσω δὲ αὐτήν, καὶ δώσω σοι ἐξ αὐτῆς τέκνον· καὶ εὐλογήσω αὐτό, καὶ ἔσται εἰς ἔθνη, καὶ βασιλεῖς ἐθνῶν ἐξ αὐτοῦ ἔσονται. | 16 Θα ευλογήσω δε αυτήν, θα λύσω την ατεκνίαν της και θα δώσω εις σε από αυτήν τέκνον. Εγώ δε θα ευλογήσω αυτό και θα το αναδείξω πατριάρχην εθνών πολλών, και βασιλείς εθνών θα προέλθουν από αυτό”. | 16 Θὰ τὴν εὐλογήσω δέ, θὰ τὴν καταστήσω καρποφόρον καὶ θὰ σοῦ δώσω ἀπὸ αὐτὴν παιδὶ ἀρσενικόν. Τὸ παιδὶ αὐτὸ θὰ τὸ εὐλογήσω ἐγὼ ὁ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ θὰ γίνῃ πρόγονος καὶ γενάρχης πολλῶν ἐθνῶν καὶ βασιλεῖς λαῶν θὰ γεννηθοῦν ἀπὸ αὐτόν». |
17 καὶ ἔπεσεν ῾Αβραὰμ ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ ἐγέλασε καὶ εἶπεν ἐν τῇ διανοίᾳ αὐτοῦ λέγων· εἰ τῷ ἑκατονταετεῖ γενήσεται υἱός; καὶ εἰ ἡ Σάρρα ἐνενήκοντα ἐτῶν τέξεται; | 17 Επεσεν ο Αβραάμ πρηνής ενώπιον του Θεού, εχάρη και είπεν από μέσα του· “λοιπόν εις ηλικίαν εκατόν ετών θα αποκτήσω υιόν και η Σαρρα εις ηλικίαν ενενήκοντα ετών θα γεννήση;” | 17 Ὁ Ἀβραὰμ ἐκατάλαβε τὸ μέγεθος καὶ τὴν σοβαρότητα τῆς ὑποσχέσεως καὶ ἔπεσε μπρούμυτα εἰς τὴν γῆν προσκυνῶν εὐλαβικὰ καὶ ταπεινὰ τὸν Θεὸν καὶ ἐχάρηκε ὑπερβολικά· ἐπλημμύρισεν ἀπὸ χαράν. Ἐπειδὴ ὅμως τοῦ ἐφάνη παράδοξος ἡ ὑπόσχεσις, ἐστοχάσθη μέσα του καὶ εἶπε: Μέγας εἶσαι, Κύριε! Εἶναι δυνατὸν νὰ γεννηθῇ υἱὸς ἀπὸ ἑμὲ τὸν ἄνδρα ἑκατὸν ἐτῶν; Καὶ εἶναι δυνατὸν ἡ στεῖρα καὶ ἐνενήντα ἐτῶν Σάρρα νὰ γεννήσῃ; |
18 εἶπε δὲ ῾Αβραὰμ πρὸς τὸν Θεόν· ᾿Ισμαὴλ οὗτος ζήτω ἐναντίον σου. | 18 Είπε δε ο Αβραάμ προς τον Θεόν· “ο Ισμαήλ είναι και αυτός υιός μου· ας ζήση και αυτός ενώπιόν σου και με την ευλογίαν σου”. | 18 Ἐνῷ ὅμως τὰ ἐσκέπτετο αὐτά, δὲν ἐκλονίσθη εἰς τὴν πίστιν ἐσκέφθη μόνον τὸν Ἰσμαὴλ καὶ γεμᾶτος εὐγνωμοσύνην πρὸς τὸν Θεόν, εἶπε προσευχόμενος: «Κύριε, αὐτὸς ὁ Ἰσμαήλ, τὸν ὁποῖον μοῦ ἐχάρισες, εἴθε νὰ ζῇ κάτω ἀπὸ τὴν προστασίαν σου». |
19 εἶπε δὲ ὁ Θεὸς πρὸς ῾Αβραὰμ· ναί· ἰδοὺ Σάρρα ἡ γυνή σου τέξεταί σοι υἱόν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ισαάκ, καὶ στήσω τὴν διαθήκην μου πρὸς αὐτὸν εἰς διαθήκην αἰώνιον, εἶναι αὐτῷ Θεὸς καὶ τῷ σπέρματι αὐτοῦ μετ᾿ αὐτόν. | 19 Απήντησεν ο Θεός προς τον Αβραάμ· “ναι· ιδού η Σαρρα η σύζυγός σου θα γεννήση προς μεγάλην σου χαράν υιόν και θα ονομάσης αυτόν Ισαάκ, και προς αυτόν εγώ θα συνάψω την διαθήκην μου, διαθήκην αιωνίαν, ότι θα είμαι εις αυτόν και στους απογόνους αυτού ο Θεός των. | 19 Καὶ ὁ Θεὸς ἀπάντησεν εἰς τὸν Ἀβραάμ: «Ναί, θὰ γίνῃ αὐτὸ ποὺ σοῦ εἶπα· ἄκουε λοιπὸν καὶ λάβε θάρρος· διότι νά, ἡ γυναῖκα σου ἡ Σάρρα, τὴν ὁποῖον θεωρεῖς ἀνίκανον διὰ τεκνογονίαν, θὰ σοῦ γεννήσῃ υἱὸν καὶ θὰ δώσης εἰς αὐτὸν τὸ ὄνομα Ἰσαάκ· καὶ ἐγὼ θὰ συνάψω διαθήκην μὲ αὐτὸν καὶ ἡ συμφωνία μου αὐτὴ θὰ ἔχῃ ἰσχὺν καὶ κῦρος αἰώνιον· θὰ εἶμαι δι’ αὐτὸν καὶ τοὺς ἀπογόνους, οἱ ὁποῖοι θὰ προέλθουν ἀπὸ αὐτόν, Θεὸς προστάτης καὶ προνοητής. |
20 περὶ δὲ ᾿Ισμαὴλ ἰδοὺ ἐπήκουσά σου· καὶ ἰδοὺ εὐλόγηκα αὐτὸν καὶ αὐξανῶ αὐτόν καὶ πληθυνῶ αὐτὸν σφόδρα· δώδεκα ἔθνη γεννήσει καὶ δώσω αὐτὸν εἰς ἔθνος μέγα. | 20 Την δε παράκλησίν σου περί του Ισμαήλ ιδού την ήκουσα και την εδέχθην· τον έχω ευλογήσει και αυτόν. Θα τον αυξήσω και θα τον πληθύνω πολύ· δώδεκα έθνη θα προέλθουν από αυτόν και θα αναδείξω αυτόν γενάρχην μεγάλου λαού. | 20 Τὴν δὲ προσευχήν σου διὰ τὸν Ἰσμαὴλ τὴν ἄκουσα· καὶ νά, τὸν ἔχω εὐλογήσει. Θὰ τὸν αὐξήσω, θὰ τὸν προστατεύσω καὶ θὰ τὸν πληθύνω πάρα πολύ. Ἀπὸ αὐτὸν θὰ προέλθουν δώδεκα λαοὶ καὶ ἔτσι θὰ γίνη ὁ Ἰσμαὴλ πρόγονος καὶ γενάρχης μεγάλου λαοῦ. |
21 τὴν δὲ διαθήκην μου στήσω πρὸς ᾿Ισαάκ, ὃν τέξεταί σοι Σάρρα εἰς τὸν καιρὸν τοῦτον, ἐν τῷ ἐνιαυτῷ τῷ ἑτέρῳ. | 21 Αλλά την διαθήκην μου θα συνάψω και θα πραγματοποιήσω προς τον Ισαάκ, τον οποίον θα γεννήση εις σε η Σαρρα την εποχήν αυτήν κατά το επόμενον έτος”. | 21 Θὰ πραγματοποιήσω δὲ καὶ θὰ τηρήσω τὴν διαθήκην μου πρὸς τὸν Ἰσαάκ, τὸν ὁποῖον θὰ γεννήσῃ εἰς σὲ ἡ Σάρρα τὴν ἐποχὴν αὐτήν, κατὰ τὸν ἑπόμενον χρόνον». |
22 συνετέλεσε δὲ λαλῶν πρὸς αὐτὸν καὶ ἀνέβη ὁ Θεὸς ἀπό ῾Αβραάμ. | 22 Ετελείωσε την ομιλίαν του ο Θεός προς τον Αβραάμ και ανεχώρησεν από αυτόν. | 22 Ὁ Θεὸς ἐτελείωσε τὴν σπουδαίαν αὐτὴν συνομιλίαν του μὲ τὸν δίκαιον Ἀβραὰμ καὶ ἀπεμακρύνθη ἀπὸ αὐτόν. |
23 Καὶ ἔλαβεν ῾Αβραὰμ ᾿Ισμαὴλ τὸν υἱὸν ἑαυτοῦ καὶ πάντας τοὺς οἰκογενεῖς αὐτοῦ καὶ πάντας τοὺς ἀργυρωνήτους καὶ πᾶν ἄρσεν τῶν ἀνδρῶν τῶν ἐν τῷ οἴκῳ ῾Αβραὰμ καὶ περιέτεμε τὰς ἀκροβυστίας αὐτῶν ἐν τῷ καιρῷ τῆς ἡμέρας ἐκείνης, καθὰ ἐλάλησεν αὐτῷ ὁ Θεός. | 23 Ο Αβραάμ, την εντολήν του Θεού αμέσως εκτελών, έλαβε τον υιόν του τον Ισμαήλ και όλους τους δούλους, οι οποίοι εγεννήθησαν στον οίκον του, και όλους όσοι ηγοράσθησαν με χρήματα, όλα τα αρσενικά των ανθρώπων, που ήσαν στον οίκον του, και περιέτεμεν αυτούς κατά την ημέραν εκείνην σύμφωνα με την εντολήν, που του είχε δώσει ο Θεός. | 23 Ὁ Ἀβραὰμ χωρὶς ἀναβολὴν καὶ χωρὶς κανένα δισταγμὸν ἐπῆρε τὸν υἱόν του Ἰσμαὴλ καὶ ὅλους τοὺς δούλους, ποὺ ἐγεννήθησαν εἰς τὸ σπίτι του καὶ ὅλους τοὺς δούλους, ποὺ ἀγόρασε μὲ χρήματα καὶ γενικῶς κάθε ἀρσενικὸν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἦσαν εἰς τὸ σπίτι του καὶ περιέκοψε τὴν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας των κατὰ τὴν ἰδίαν ἀκριβῶς ἡμέραν, ποὺ τοῦ ἐμίλησεν ὁ Θεός, συμφώνως πρὸς ὅσα τοῦ παρήγγειλεν. |
24 ῾Αβραὰμ δὲ ἐνενηκονταεννέα ἦν ἐτῶν, ἡνίκα περιετέμετο τὴν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας αὐτοῦ. | 24 Κατά δε την ημέραν εκείνην, που περιέκοψεν ο Αβραάμ και την ιδικήν του σαρκίνην ακροβυστίαν, ήτο ηλικίας ενενήκοντα εννέα ετών. | 24 Ὁ Ἀβραὰμ δὲ ἦταν ἐνενῆντα ἐννέα ἐτῶν, ὅταν περιέκοψε τὴν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας του. |
25 ᾿Ισμαὴλ δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἦν ἐτῶν δεκατριῶν, ἡνίκα περιετέμετο τὴν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας αὐτοῦ. | 25 Ο δε υιός του ο Ισμαήλ ήτο δέκα τριών ετών, όταν έλαβε την περιτομήν. | 25 Ὁ δὲ υἱὸς τοῦ Ἀβραάμ, ὁ Ἰσμαήλ, ἦταν δεκατριῶν ἐτῶν, ὅταν τὸν περιέτεμεν ὁ πατέρας καὶ περιέκοψε τὴν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας του. |
26 ἐν δὲ τῷ καιρῷ τῆς ἡμέρας ἐκείνης περιετμήθη ῾Αβραὰμ καὶ ᾿Ισμαὴλ ὁ υἱὸς αὐτοῦ· | 26 Την ιδίαν ημέραν, που έλαβε την εντολήν από τον Θεόν, περιετμήθη ο Αβραάμ, ο υιός του Ισμαήλ, | 26 Κατὰ τὴν ἰδίαν λοιπὸν ἐκείνην ἡμέραν, ποὺ ἔλαβε τὴν ἐντολὴν ἀπὸ τὸν Θεόν, περιετμήθησαν ὁ Ἀβραὰμ καὶ ὁ υἱὸς τοῦ Ἰσμαήλ. |
27 καὶ πάντες οἱ ἄνδρες τοῦ οἴκου αὐτοῦ καὶ οἱ οἰκογενεῖς αὐτοῦ καὶ οἱ ἀργυρώνητοι ἐξ ἀλλογενῶν ἐθνῶν, περιέτεμεν αὐτούς. | 27 όλοι οι άνδρες του οίκου του, οι δούλοι οι γεννηθέντες στον οίκον του, οι δούλοι οι αγορασθέντες από άλλους λαούς· όλους αυτούς περιέτεμεν ο Αβραάμ. | 27 Περιετμήθησαν ἐπίσης καὶ ὅλοι οἱ ἄνδρες, ποὺ ἦσαν εἰς τὸ σπίτι του καὶ οἱ δουλοί, ποὺ ἐγεννήθησαν εἰς τὸ σπίτι του καὶ οἰ δοῦλοι, τοὺς ὁποίους ἀγόρασε μὲ χρήματα ἀπὸ ξένους λαούς· ὅλους αὐτοὺς τοὺς περιέτεμεν ὁ Ἀβραὰμ τὴν ἰδίαν μὲ αὐτὸν ἡμέραν. |