Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΓΕΝΕΣΙΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19 (ΙΘ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΗΛΘΟΝ δὲ οἱ δύο ἄγγελοι εἰς Σόδομα ἑσπέρας· Λὼτ δὲ ἐκάθητο παρὰ τὴν πύλην Σοδόμων. ἰδὼν δὲ Λώτ, ἐξανέστη εἰς συνάντησιν αὐτοῖς καὶ προσεκύνησε τῷ προσώπῳ ἐπὶ τὴν γῆν. 1 Κατά δε την εσπέραν έφθασαν οι δύο άγγελοι εις τα Σοδομα. Ο Λωτ εκάθητο κοντά εις την πύλην των Σοδόμων. Οταν είδε τους ξένους, ηγέρθη, επροχώρησεν εις συνάντησίν των, τους επροσκύνησε μέχρις εδάφους 1 Ενῷ ὁ Κύριος συνωμιλοῦσε ἀκόμη μὲ τὸν Ἀβραάμ, οἱ δύο ἄγγελοι, ποὺ ἐχωρίσθησαν ἀπό (αὐτούς, ἔφθασαν εἰς τὰ Σόδομα κατὰ τὸ βράδυ, διὰ νὰ ἐκτελέσουν τὴν ἐντολὴν ποὺ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Θεόν. Παρ' ὅλον ὅτι ἐτελείωσεν ἡ ἡμέρα, ὁ Λὼτ ἐκάθητο κοντὰ εἰς τὴν πύλην τῶν Σοδόμων ἕτοιμος νὰ προσφέρῃ φιλοξενίαν, διότι ἐγνώριζε τὴν κακότητα καὶ τὸ ἀφιλόξενον τῶν Σοδομιτῶν. Ὅταν εἶδε τοὺς δύο ἀγγέλους, ἐσηκώθη ἀπὸ τὴν θέσιν του καὶ ἔτρεξε πρὸς συνάντησίν των καὶ τοὺς ἐπροσκύνησε μὲ τὸ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν, ἂν καὶ δὲν ἐγνώριζε ὅτι ἦσαν ἄγγελοι,
2 καὶ εἶπεν· ἰδοὺ κύριοι, ἐκκλίνατε εἰς τὸν οἶκον τοῦ παιδὸς ὑμῶν καὶ καταλύσατε καὶ νίψασθε τοὺς πόδας ὑμῶν, καὶ ὀρθρίσαντες ἀπελεύσεσθε εἰς τὴν ὁδὸν ὑμῶν. καὶ εἶπαν· οὐχί, ἀλλ᾿ ἐν τῇ πλατείᾳ καταλύσομεν. 2 και είπεν· “ιδού σας παρακαλώ, κύριοι, λοξοδρομήσατε στον οίκον του δούλου σας να καταλύσετε εκεί, να πλύνετε τους πόδας σας και ενωρίς το πρωϊ συνεχίζετε τον δρόμον σας”. Εκείνοι είπον· “όχι. Εις την πλατείαν, στο ύπαιθρον θα διανυκτερεύσωμεν”. 2 καὶ τοὺς εἶπε: «Κύριοι, νά· περάστε, παρακαλῶ, εἰς τὸ σπίτι τοῦ δούλου σας, καὶ διανυκτερεύσετε κοντά μου καὶ πλύνετε τὰ πόδια σας, ποὺ εἶναι κουρασμένα καὶ λερωμένα ἀπὸ τὴν ὁδοιπορίαν, καὶ ἀφοῦ σηκωθῆτε ἐνωρίς αὔριον τὸ πρωΐ συνεχίζετε τὸν δρόμον σας». Οἱ δύο ἄγγελοι ὅμως ἀπάντησαν: «Ὄχι· θὰ περάσωμεν τὴν νύκτα εἰς τὴν πλατεῖαν τῆς πόλεως, εἰς τὸ ὕπαιθρον».
3 καὶ κατεβιάζετο αὐτούς, καὶ ἐξέκλιναν πρὸς αὐτὸν καὶ εἰσῆλθον εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. καὶ ἐποίησεν αὐτοῖς πότον, καὶ ἀζύμους ἔπεψεν αὐτοῖς, καὶ ἔφαγον. 3 Ο Λωτ παρακλητικώς επίεζεν αυτούς, ώστε εκείνοι υπεχώρησαν. Επήγαν προς αυτόν και εισήλθον στον οίκον του. Ο Λωτ παρέθεσεν εις αυτούς δείπνον. Εψησεν άζυμον άρτον εις την φωτιά και έφαγον. 3 Ὅταν ὁ Λὼτ εἶδεν ὅτι ἀρνοῦνται, ἐπέμεινε· τοὺς ἐβίαζε μὲ παρακλήσεις καὶ τοὺς ἐπίεζε μὲ ἰκεσίες νὰ δεχθοῦν τὴν πρόσκλησίν του. Οἱ δύο ἄγγελοι, κατόπιν τῆς ἐπιμονῆς του, ὑπεχώρησαν, ἐλοξοδρόμησαν καὶ ἐμβῆκαν εἰς τὸ σπίτι του. Καὶ ὁ Λὼτ τοὺς παρέθεσε δεῖπνον τοὺς ἔδωκε νὰ πιοῦν, τοὺς ἔψησεν εἰς τὴν φωτιὰν ἄζυμες κουλοῦρες (λαγάνες) καὶ ἔφαγαν.
4 πρὸ τοῦ κοιμηθῆναι δέ, οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως οἱ Σοδομῖται περικύκλωσαν τὴν οἰκίαν ἀπὸ νεανίσκου ἕως πρεσβυτέρου, ἅπας ὁ λαὸς ἅμα. 4 Αλλά πριν κοιμηθούν, οι άνδρες της πόλεως, οι πονηροί Σοδομίται από του νεωτέρου έως του γεροντοτέρου, όλος ο λαός μαζή, περιεκύκλωσαν την οικίαν του Λωτ, 4 Προτοῦ ὅμως κοιμηθοῦν οἱ δύο φιλοξενούμενοι, οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως, οἱ Σοδομίτες, ἀπὸ τὸν νεωτέρου μέχρι τοῦ γεροντοτέρου, ὅλος ἀνεξαιρέτως ὁ λαὸς τῶν Σοδόμων, ἐκύκλωσαν τὸ σπίτι τοῦ Λώτ.
5 καὶ ἐξεκαλοῦντο τὸν Λὼτ καὶ ἔλεγον πρὸς αὐτόν· ποῦ εἰσιν οἱ ἄνδρες οἱ εἰσελθόντες πρὸς σὲ τὴν νύκτα; ἐξάγαγε αὐτοὺς πρὸς ἡμᾶς, ἵνα συγγενώμεθα αὐτοῖς. 5 και έξω από αυτήν εφώναζον προς τον Λωτ και του έλεγαν· “που είναι οι άνδρες, οι οποίοι κατά την εσπέραν εισήλθον στο σπίτι σου; Βγάλε τους προς ημάς έξω, δια να ασελγήσωμεν επάνω εις αυτούς” ! 5 Καὶ ἐνῷ ἐστέκοντο ἔξω ἀπὸ αὐτό, ἐφώναζαν πρὸς τὸν Λὼτ καὶ τοῦ ἔλεγαν: «Ποὺ εἶναι οἱ δύο ἄνδρες, ποὺ ἦλθαν τὴν νύκτα εἰς τὸ σπίτι σου; Βγάλε τους ἔξω, παράδωσέ τους εἰς ἡμᾶς διὰ νὰ ἀσελγήσωμεν εἰς αὐτούς»!
6 ἐξῆλθε δὲ Λὼτ πρὸς αὐτοὺς πρὸς τὸ πρόθυρον, τὴν δὲ θύραν προσέῳξεν ὀπίσω αὐτοῦ. 6 Εβγήκεν ο Λωτ προς αυτούς έμπροσθεν από την θύραν, την δε θύραν έκλεισεν ασφαλώς οπίσω απ' αυτόν. 6 Ὁ Λὼτ ἐβγῆκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόρταν καὶ ἦλθε πρὸς αὐτοὺς καὶ ἐπειδὴ ἐφοβεῖτο διὰ τὴν ἀσφάλειαν τῶν ξένων, ἐτράβηξε πίσω του τὴν πόρταν, ὥστε νὰ κλείοῃ καλά,
7 εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· μηδαμῶς ἀδελφοί, μὴ πονηρεύσησθε. 7 Είπε δε προς αυτούς· “αδελφοί, κατ' ουδένα τρόπον και λόγον δεν πρέπει να πραγματοποιήσετε το πονηρόν τούτο. 7 καὶ τοὺς εἶπε: «Ἀδελφοί· κατ’ οὐδένα τρόπον, καθόλου δὲν πρέπει νὰ προβῆτε εἰς αὐτὴν τὴν αἰσχρὰν πρᾶξιν.
8 εἰσὶ δέ μοι δύο θυγατέρες, αἳ οὐκ ἔγνωσαν ἄνδρα· ἐξάξω αὐτὰς πρὸς ὑμᾶς, καὶ χρᾶσθε αὐταῖς, καθὰ ἂν ἀρέσκῃ ὑμῖν· μόνον εἰς τοὺς ἀνδρας τούτους μὴ ποιήσητε ἄδικον, οὗ εἵνεκεν εἰσῆλθον ὑπὸ τὴν σκέπην τῶν δοκῶν μου. 8 Εντός του σπιτιού μου υπάρχουν αι δύο, θυγατέρες μου, παρθένοι, αι οποίαι δεν εγνώρισαν άνδρα. Θα τας φέρω προς σας και χρησιμοποιήσατέ τας, όπως σας αρέσει. Μονον στους άνδρας αυτούς μη θελήσετε να κάμετε κάτι το κακόν, διότι εισήλθον υπό την στέγην μου και ως φιλοξενούμενοι ευρίσκονται υπό την προστασίαν μου”. 8 Διὰ νὰ καθησυχάσετε τὴν ἔξαρσιν τῆς μανίας σας καὶ διὰ νὰ εἶναι ἐλαφροτέρα ἡ ἁμαρτία ποὺ τολμᾶτε, ἔχω δύο θυγατέρες παρθένους, ποὺ δὲν ἐγνώρισαν ἄνδρα, μέσα εἰς τὸ σπίτι· θὰ σᾶς παραδώσω αὐτὲς καὶ χρησιμοποιήσετέ τες ὅπως σᾶς ἀρέσει· χορτάσετε τὴν πονηρὰν ἐπιθυμίαν σας μὲ αὐτές. Μόνον μὴ ἀδικήσετε τοὺς δύο ἄνδρες, ποὺ φιλοξενῶ, διὰ νὰ μὴ θεωρηθῶ ἐγὼ αἴτιος τῆς προσβολῆς αὐτῆς· διότι ἐμβῆκαν εἰς τὸ σπίτι μου κάτω ἀπὸ τὰ δοκάρια τοῦ σπιτιοῦ μου, ὡς φιλοξενούμενοι, καὶ πρέπει νὰ τοὺς προστατεύσω».
9 εἶπαν δὲ αὐτῷ· ἀπόστα ἐκεῖ. εἰσῆλθες παροικεῖν· μὴ καὶ κρίσιν κρίνειν; νῦν οὖν σὲ κακώσωμεν μᾶλλον ἢ ἐκείνους. καὶ παρεβιάζοντο τὸν ἄνδρα τὸν Λὼτ σφόδρα. καὶ ἤγγισαν συντρίψαι τὴν θύραν. 9 Εκείνοι εξηγριωμένοι ειπόν εις αυτόν· “παραμέρισε από εκεί και φύγε· ήλθες από άλλην χώραν και μένεις σαν ξένος μαζή μας. Μηπως θέλεις να γίνης και δικαστής μας; Λοιπόν τώρα θα κακοποιήσωμεν περισσότερον εσέ παρά εκείνους”. Ωρμησαν εξηγριωμένοι και εχειροδίκουν εναντίον του Λωτ, τον απωθούσαν βιαίως και επλησίασαν δια να συντρίψουν την θύραν. 9 Οἱ ἀκόλαστοι ὅμως Σοδομῖτες τοῦ ἀπάντησαν: «Φύγε ἀπὸ ἐκεῖ· δεν εἶσαι μόνιμος κάτοικος ἐδῶ. Ἦλθες ἀπὸ ἄλλην χώραν, μένεις μαζί μας ὡς ξένος καὶ θέλεις νὰ γίνῃς δικαστὴς καὶ κριτής μας; Τώρα λοιπὸν θὰ κακοποιήσωμεν περισσότερον ἐσένα παρὰ τοὺς φιλοξενουμένους σου». Καὶ ὥρμησαν ὡς λύκοι κατὰ τοῦ Λὼτ καὶ ἐπλησίασαν εἰς τὴν πόρταν διὰ νὰ τὴν σπάσουν καὶ νὰ χυθοῦν μέσα εἰς τὸ σπίτι.
10 ἐκτείναντες δὲ οἱ ἄνδρες τὰς χεῖρας εἰσεσπάσαντο τὸν Λὼτ πρὸς ἑαυτοὺς εἰς τὸν οἶκον, καὶ τὴν θύραν τοῦ οἴκου ἀπέκλεισαν· 10 Οι δύο άνδρες όμως άπλωσαν τα χέρια των, ετράβηξαν προς τον εαυτόν των και έβαλαν τον Λωτ στον οίκον και έκλεισαν ασφαλώς την θύραν του σπιτιού. 10 Ἀφοῦ ὁ Λὼτ ἔκαμεν ὅ,τι τοῦ ἦταν δυνατόν, οἱ δύο φιλοξενούμενοι ἐφανέρωσαν τὴν δύναμίν των καὶ τὸν ὑπερασπίσθηκαν. Ἄπλωσαν τὰ χέρια των, τὸν ἐτράβηξαν κοντά τους μέσα εἰς τὸ σπίτι τὸν Λὼτ καὶ ἔκλεισαν τὴν πόρταν μὲ τόσην εὐκολίαν, ὡσὰν νὰ μὴ ἦταν κανεὶς ἀπ’ ἔξω.
11 τοὺς δὲ ἄνδρας τοὺς ὄντας ἐπὶ τῆς θύρας τοῦ οἴκου ἐπάταξαν ἐν ἀορασίᾳ ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου, καὶ παρελύθησαν ζητοῦντες τὴν θύραν. 11 Τους δε άνδρας, οι οποίοι ευρίσκοντο εις την θύραν, τους ετιμώρησαν όλους με τύφλωσιν από μικρού έως μεγάλου και έτσι εκείνοι απέκαμαν ψάχνοντες να εύρουν την θύραν. 11 Τοὺς δὲ ἄνδρες τοὺς Σοδομῖτες, ποὺ ἦσαν συγκεντρωμένοι ἐμπρὸς εἰς τὴν πόρταν τοῦ σπιτιοῦ, τοὺς ἐτιμώρησαν ὅλους μὲ ἀορασίαν, ἀπὸ μικροῦἰμέχρι μεγάλου· τότε ὅλοι ἐκεῖνοι ἕνεκα τῆς ἀορασίας παρέλυσαν καὶ ἀπέκαμαν εἰς τὴν ἀναζήτησιν τῆς πόρτας τοῦ σπιτιοῦ τοῦ Λώτ.
12 Εἶπαν δὲ οἱ ἄνδρες ἢ πρὸς Λώτ· εἰσί σοι ὧδε γαμβροὶ ἢ υἱοὶ ἢ θυγατέρες; ἢ εἴτις σοι ἄλλος ἐστὶν ἐν τῇ πόλει, ἐξάγαγε ἐκ τοῦ τόπου τούτου· 12 Οι δύο ξένοι ειπόν τότε στον Λωτ· μήπως υπάρχουν εδώ εις την πόλιν αυτήν γαμβροί σου η υιοί σου η θυγατέρες η κανένας άλλος ιδικός σου; Παρε τους και βγάλε τους από τον τόπον αυτόν. 12 Οἱ δύο ἄνδρες, ποὺ ἐφιλοξενοῦσεν ὁ Λώτ, τοῦ εἶπαν: «Μήπως ὑπάρχοον ἐδῶ εἰς τὴν πόλιν γαμβροί σου ἢ υἱοί σου ἢ θυγατέρες σου; Μήπως ὑπάρχει κανεὶς ἄλλος ἰδικός σου εἰς τὴν πόλιν ἢ ἐπιθυμεῖς νὰ σώσῃς κάποιον ἄλλον γνωστόν σου, ποὺ νὰ μὴ εἶναι ἁμαρτωλὸς ὡσὰν τοὺς ἄλλους Σοδομίτες; Ὁδήγησέ τους γρήγορα ἔξω ἀπὸ τὸν τόπον αὐτόν,
13 ὅτι ἡμεῖς ἀπόλλυμεν τὸν τόπον τοῦτον, ὅτι ὑψώθη ἡ κραυγὴ αὐτῶν ἔναντι Κυρίου, καὶ ἀπέστειλεν ἡμᾶς Κύριος ἐκτρίψαι αὐτήν. 13 Διότι ημείς καταστρέφομεν τον τόπον αυτόν, επειδή η κραυγή των φοβερών ανομιών των έφθασε μεγάλη ενώπιον του Κυρίου. Και ο Κυριος μας απέστειλε να καταστρέψωμεν και να εξαφανίσωμεν εξ ολοκλήρου αυτούς και τον τόπον των”. 13 ἐπειδὴ πρόκειται νὰ καταστρέψωμεν τὴν περιοχὴν αὐτὴν διότι ἡ βοὴ καὶ ἡ κατακραυγὴ ἐναντίον τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς αὐτῆς εἶναι μεγάλη καὶ ἀνυπόφορος ἐνώπιον καὶ αὐτοῦ τοῦ μακροθύμου Κυρίου, καὶ ὁ Κύριος μᾶς ἀπέστειλε διὰ να τοὺς ἐξολοθρεύσωμεν»,
14 ἐξῆλθε δὲ Λὼτ καὶ ἐλάλησε πρὸς τοὺς γαμβροὺς αὐτοῦ τοὺς εἰληφότας τὰς θυγατέρας αὐτοῦ καὶ εἶπεν· ἀνάστητε καὶ ἐξέλθετε ἐκ τοῦ τόπου τούτου, ὅτι ἐκτρίβει Κύριος τὴν πόλιν. ἔδοξε δὲ γελοιάζειν ἐναντίον τῶν γαμβρῶν αὐτοῦ. 14 Εξήλθεν ο Λωτ από το σπίτι του, ωμίλησε προς τους μνηστήρας των θυγατέρων του και τους είπε· “σηκωθήτε αμέσως και φύγετε μακρυά από τον τόπον τούτον, διότι ο Κυριος θα καταστρέψη την πόλιν”. Οι γαμβροί του όμως ενόμισαν ότι ο Λωτ αστειεύεται μαζή των. 14 Ὅταν ὁ Λὼτ ἔμαθε τὸν σκοπὸν διὰ τὸν ὁποῖον ἦλθαν οἱ δύο ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἤσαν ἄγγελοι ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ, ἐβγῆκε ἀπὸ τὸ σπίτι του, συνάντησε τοὺς μέλλοντας γαμβρούς του, ποὺ εἶχαν μνηστευθῆ τὶς θυγατέρες του, καὶ τοὺς εἶπε: «Σηκωθῆτε ἀμέσως καὶ φύγετε γρήγορα ἀπὸ τὸν τόπον αὐτόν, διότι ὁ Κύριος πρόκειται καὶ καταστρέψῃ τὴν πόλιν». Ἀλλὰ οἱ μέλλοντες γαμβροί του ἐνόμισαν, ὅτι μὲ τὰ ὅσα τοὺς εἶπεν ἀστειεύεται, λέγει ἀνοησίες, καὶ δι’ αὐτὸ δεν τὸν ἀκολούθησαν.
15 ἡνίκα δὲ ὄρθρος ἐγίνετο, ἐσπούδαζον οἱ ἄγγελοι τὸν Λὼτ λέγοντες· ἀναστὰς λάβε τὴν γυναῖκά σου καὶ τὰς δύο θυγατέρας σου, ἃς ἔχεις, καὶ ἔξελθε, ἵνα μὴ καὶ σὺ συναπόλῃ ταῖς ἀνομίαις τῆς πόλεως. 15 Κατά δε τα εξημερώματα οι δύο άγγελοι επίεζον και εβίαζαν τον Λωτ λέγοντες· “σήκω αμέσως, πάρε την γυναίκα σου και τας δύο θυγατέρας σου και φύγε έξω, δια να μη καταστραφής και συ μαζή με τους αμαρτωλούς κατοίκους αυτής της πόλεως”. 15 Κατὰ τὴν αὐγὴν δὲ οἱ δύο ἄγγελοι ἐβίαζαν τὸν Λὼτ καὶ τὸν ἐπίεζαν λέγοντες: «Μὴ καθυστερῇς καθόλου· σήκω ἀμέσως καὶ πάρε τὴν γυναῖκα σου καὶ τὶς δύο θυγατέρες σου, τὶς ὁποῖες ἔχεις μαζί σου εἰς τὸ σπίτι, καὶ φύγε γρήγορα ῆξω ἀπὸ τὴν πόλιν, διὰ να μὴ τιμωρηθῇς καὶ σὺ μαζὶ μὲ τοὺς ἁμαρτωλοὺς κατοίκους της».
16 καὶ ἐταράχθησαν· καὶ ἐκράτησαν οἱ ἄγγελοι τῆς χειρὸς αὐτοῦ καὶ τῆς χειρὸς τῆς γυναικὸς αὐτοῦ καὶ τῶν χειρῶν τῶν δύο θυγατέρων αὐτοῦ, ἐν τῷ φείσασθαι Κύριον αὐτοῦ. 16 Ο Λωτ και οι περί αυτόν εταράχθησαν σαν να τα έχασαν. Οι άγγελοι επήραν τότε το χέρι του Λωτ, το χέρι της γυναικός του και τα χέρια των δύο θυγατέρων του και τους ωδήγησαν έξω από την πόλιν, διότι ο Κυριος ελυπήθη τον Λωτ. 16 Εἰς τὸ ἄκουσμα τῶν λόγων αὐτῶν ὅσοι ἦσαν μὲ τὸν Λὼτ ἐγέμισαν φόβον, τοὺς κατέλαβε τρόμος, ἔνοιωσαν ἀγωνίαν διὰ τὴν ἀπειλὴν καὶ ἔμεναν ἀναποφάσιστοι. Ἀλλὰ οἱ δύο ἄγγελοι ἀπὸ ἀγάπην πρὸς τὸν δίκαιον καὶ διὰ νὰ τοὺς ἐνισχύσουν καὶ στηρίξουν, ἔπιασαν καὶ ἐκράτησαν τὸ χέρι τοῦ Λώτ, τὸ χέρι τῆς γυναίκας του καὶ τὰ χέρια τῶν δύο θυγατέρων του, διότι ὁ Κύριος ἐλυπήθη τὸν Λὼτ καὶ δεν ἤθελε νὰ τὸν καταστρέφῃ,
17 καὶ ἐγένετο, ἡνίκα ἐξήγαγον αὐτοὺς ἔξω καὶ εἶπαν· σῴζων σῷζε τὴν σεαυτοῦ ψυχήν· μὴ περιβλέψῃ εἰς τὰ ὀπίσω, μηδὲ στῇς ἐν πάσῃ τῇ περιχώρῳ· εἰς τὸ ὄρος σῴζου, μήποτε συμπαραληφθῇς. 17 Οταν δε οι άγγελοι έφερον αυτούς έξω από την πόλιν, είπαν στον Λωτ και τας τρεις γυναίκας· “σπεύσε να σώσης την ζωήν σου, φύγε από την περιοχήν αυτήν· ούτε να στρέψετε το κεφάλι σας εις τα οπίσω, ούτε και να σταματήσετε πουθενά εις τα περίχωρα των Σοδόμων. Σπεύσατε στο απέναντι όρος, δια να σωθήτε, διότι άλλως υπάρχει φόβος να συμπεριληφθήτε και σεις εις την φοβεράν καταστροφήν”. 17 Ὅταν πλέον οἰ δύο ἄγγελοι τοὺς ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν τῶν Σοδόμων, εἶπαν εἰς τὸν Λώτ: «Κύτταξε πῶς θὰ γλυτώσῃς· μὴ συλλογίζεσαι τώρα τίποτε. Φύγε καὶ σῶσε τὴν ζωή σου· μὴ γυρίσῃς νὰ κυττάξῃς πίσω σου, διὰ νὰ ἰδῇς τὶ γίνονται τὰ Σόδομα· οὔτε νὰ σταματήσῃς εἰς τὰ περίχωρα τῶν Σοδόμων, εἰς τὴν ὡραίαν αὐτὴν πεδιάδα. Τρέξε καὶ κατάφυγε μακρυὰ εἰς ἐκεῖνο τὸ ἀπέναντι βουνόν, διὰ νὰ μὴ συμπεριληφθῇς καὶ σὺ εἰς τὴν τρομερὰν καταστροφήν, ποὺ ἔρχεται».
18 εἶπε δὲ Λὼτ πρὸς αὐτούς· δέομαι κύριε, 18 Είπε δε ο Λωτ προς ένα από αυτούς· “Κυριε, σε παρακαλώ, 18 Ὁ Λὼτ ἐφοβήθη, ὅτι δὲν θὰ προφθάσῃ νὰ μεταβῇ εἰς τὸ ὄρος, καὶ εἶπε εἰς τὸν ἕνα ἀπὸ τοὺς δύο ἀγγέλους: «Κύριε, σὲ παρακαλῶ,
19 ἐπειδὴ εὗρεν ὁ παῖς σου ἔλεος ἐναντίον σου καὶ ἐμεγάλυνας τὴν δικαιοσύνην σου, ὃ ποιεῖς ἐπ᾿ ἐμὲ τοῦ ζῆν τὴν ψυχήν μου, ἐγὼ δὲ οὐ δυνήσομαι διασωθῆναι εἰς τὸ ὄρος, μήποτε καταλάβῃ με τὰ κακὰ καὶ ἀποθάνω. 19 αφού ο δούλος σου ευρήκεν έλεος απέναντί σου και έδειξες την μεγάλην σου καλωσύνην με το να ενδιαφερθής δια την ασφάλειαν της ζωής μου, εγώ δεν θα ημπορέσω και δεν θα προλάβω να φθάσω στο όρος εκείνο. Φοβούμαι, μήπως με προλάβουν αι επερχόμεναι τιμωρίαι και χάσω την ζωήν μου. 19 ἀφοῦ ὁ δοῦλος σου εὐρῆκε ἔλεος καὶ ἔχει χάριν ἐνώπιόν σου καὶ ἀφοῦ ἔδειξες τὴν μεγάλην καλωσύνην σου μὲ τὸ νὰ φρόντισῃς διὰ τὴν ζωήν μου, ἐγὼ δὲν θὰ προφθάσω νὰ καταφύγω καὶ νὰ σωθῶ εἰς ἐκεῖνο τὸ βουνόν· κινδυνεύω νὰ μὲ τφολάβη ἡ μεγάλη καταστροφή, ποὺ ἔρχεται, καὶ νὰ ἀποθάνω.
20 ἰδοὺ ἡ πόλις αὕτη ἐγγὺς τοῦ καταφυγεῖν με ἐκεῖ, ἥ ἐστι μικρά, καὶ ἐκεῖ διασωθήσομαι· οὐ μικρά ἐστι; καὶ ζήσεται ἡ ψυχή μου ἕνεκέν σου. 20 Ιδού η πόλις εκείνη ευρίσκεται κοντά· εκεί ημπορώ να καταφύγω. Μικρά δεν είναι αυτή η πόλις; Διατί να καταστροφή; Εάν μου κάμης αυτήν την χάριν, θα σωθή η ζωη μου από σέ”. 20 Διὰ τοῦτο σὲ παρακαλῶ· νά, ἡ πόλις ἐκείνη εἶναι κοντὰ καὶ θὰ προφθάσω νὰ καταφύγω ἐκεῖ· ἡ πόλις εἶναι μικρή, δὲν ἔχει τὴν πολυκοσμίαν τῶν Σοδόμων καὶ ἐκεῖ θὰ ἠμπορέσω νὰ διασωθῶ· δὲν εἶναι μικρὴ καὶ ἄρα ὄχι πολὺ διεφθαρμένη διὰ νὰ καταστροφῇ, ἀφοῦ εἰς τὰ μικρὰ μέρη δὲν ὑπάρχει τόση παραλυσία, ὅση εἰς τὶς μεγαλουπόλεις; Ἐὰν λοιπὸν μεταβῶ ἐκεῖ καὶ σωθῶ, θὰ ὀφείλω τὴν σωτηρίαν τῆς ζωῆς μου εἰς σέ».
21 καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἰδοὺ ἐθαύμασά σου τὸ πρόσωπον καὶ ἐπὶ τῷ ρήματι τούτῳ τοῦ μὴ καταστρέψαι τὴν πόλιν, περὶ ἧς ἐλάλησας· 21 Είπεν εις αυτόν ο άγγελος· “ιδού· εθαύμααα εγώ την καρδίαν σου, εδέχθην την παράκλησίν σου και χάρις εις αυτήν δεν θα καταστρέψω την μικράν εκείνην πόλιν, δια την οποίαν με παρεκάλεσες. 21 Καὶ ὁ ἄγγελος εἶπεν εἰς τὸν Λώτ: «Νά· ἐγὼ σὲ ἐθαύμασα· ἄκουσα τὴν προσευχήν σου· διὰ τὴν ἱκεσίαν σου αὐτὴν δὲν θὰ καταστρέψω τὴν μικρὴν ἐκείνην πόλιν, διὰ τὴν ὁποίαν μὲ παρεκάλεσες.
22 σπεῦσον οὖν τοῦ σωθῆναι ἐκεῖ· οὐ γὰρ δυνήσομαι ποιῆσαι πρᾶγμα, ἕως τοῦ ἐλθεῖν σε ἐκεῖ. διὰ τοῦτο ἐκάλεσε τὸ ὄνομα τῆς πόλεως ἐκείνης Σηγώρ. 22 Λοιπόν, σπεύσε εκεί να σωθής. Εγώ δεν θα αποστείλω την καταστροφήν, μέχρις ότου συ φθάσης εκεί” Δια τούτο εκάλεσε το όνομα της πόλεως εκείνης “Σηγώρ”. 22 Κάμε λοιπὸν γρήγορα, βιάσου νὰ φθάσῃς εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον καὶ νὰ σωθῇς· διότι ἀναβάλλω καὶ δὲν θὰ καταστρέψω τὴν περιοχὴν μέχρις ὅτου φθάσῃς ἔσυ ἐκεῖ». Διὰ τοῦτο ὁ Λὼτ ὠνόμασε τὴν πόλιν ἐκείνην Σηγώρ, ποὺ σημαίνει μικρή.
23 ὁ ἥλιος ἐξῆλθεν ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ Λὼτ εἰσῆλθεν εἰς Σηγώρ, 23 Ανέτειλεν ο ήλιος εις την χώραν εκείνην και ο Λωτ έφθασεν ασφαλής εις την Σηγώρ. 23 Ὁ ἥλιος ἀνέτειλε καὶ ἐφώτιζε τὴν γῆν, ὅταν ὁ Λὼτ ἔμπαινε πρωΐ - πρωὶ εἰς τὴν Σηγώρ.
24 καὶ Κύριος ἔβρεξεν ἐπὶ Σόδομα καὶ Γόμορρα θεῖον, καὶ πῦρ παρὰ Κυρίου ἐξ οὐρανοῦ 24 Και τότε ο Κυριος έβρεξεν επάνω εις τα Σοδομα και Γομορρα θειάφι και έρριψεν από τον ουρανόν φωτιά 24 Μόλις ὁ Λὼτ ἔφθασεν ἀσφαλὴς εἰς τὴν Σηγώρ, ὁ Κύριος ἔβρεξεν εἰς τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορρα θειάφι καὶ ἔρριξε φωτιὰν ἀπὸ τὸν οὐρανόν· ἀπὸ τὸν Θεὸν προῆλθεν ἡ μοναδικὴ τιμωρία.
25 καὶ κατέστρεψε τὰς πόλεις ταύτας καὶ πᾶσαν τὴν περίχωρον καὶ πάντας τοὺς κατοικοῦντας ἐν ταῖς πόλεσι καὶ τὰ ἀνατέλλοντα ἐκ τῆς γῆς. 25 και κατέστρεψεν αυτάς τας πόλεις και όλην την περίχωρον και όλους τους κατοίκους των πόλεων και κάθε τι, που εβλάστανεν εις την χώραν εκείνην. 25 Τὸ θειάφι καὶ ἡ φωτιὰ κατέστρεψαν τὶς πόλεις αὐτὲς καὶ ὅλα τὰ περίχωρα καὶ ὅλους, ὅσοι ἑκατοικοῦσαν εἰς τὶς πόλεις καὶ ὅλην τὴν βλάστησιν τῆς ὡραίας καὶ πλουσίας ἐκείνης περιοχῆς.
26 καὶ ἐπέβλεψεν ἡ γυνὴ αὐτοῦ εἰς τὰ ὀπίσω καὶ ἐγένετο στήλη ἁλός. 26 Η σύζυγος του Λωτ, περίεργος καθώς ήτο και παρά την εντολήν του αγγέλου, έστρεψε την κεφαλήν εις τα οπίσω, δια να ίδη την καταστροφήν· και αμέσως έγινε στήλη άλατος. 26 Ἡ γυναῖκα ὅμὼς τοῦ Λὼτ παρήκουσε τὴν ἐντολὴν καὶ δὲν ἐφύλαξε τὴν παραγγελίαν τῶν ἀγγέλων· ἐγύρισε πίσω διὰ να ἴδῃ τὴν θεομηνίαν ποὺ ἐξέσπασε εἰς τὴν πόλιν της καὶ διὰ τὴν παρακοὴν αὐτὴν ἐτιμωρήθη ἀμέσως. Καθὼς ἐκύτταξε πίσω της ὀρθία, ἔγινε ὡς ἄγαλμα ἄψυχον καὶ μαρμάρινον, διότι τὸ σῶμα της μετεβλήθη εἰς στῦλον ἀπὸ ἁλάτι.
27 ῎Ωρθρισε δὲ ῾Αβραὰμ τῷ πρωΐ εἰς τὸν τόπον, οὗ εἱστήκει ἐναντίον Κυρίου. 27 Ο δε Αβραάμ εσηκώθη από τα χαράματα και μετέβη στον τόπον, όπου χθες είχε σταθή ενώπιον του Κυρίου. 27 Τὴν ἄλλην ἡμέραν ὁ δίκαιος Ἀβραάμ, λυπούμενος τοὺς Σοδομίτες καὶ ἐνδιαφερόμενος διὰ τὴν τύχην τοῦ ἀνεψιοῦ του Λώτ, ἐσηκώθη πολὺ πρωΐ ἀνήσυχος καὶ ἐπῆγε εἰς τὸν τόπον, ὅπου εὑρίσκετο χθὲς ἐμπρὸς εἰς τὸν Κύριον καὶ τὸν παρακαλοῦσε.
28 καὶ ἐπέβλεψεν ἐπὶ πρόσωπον Σοδόμων καὶ Γομόρρας καὶ ἐπὶ πρόσωπον τῆς περιχώρου καὶ εἶδε, καὶ ἰδοὺ ἀνέβαινε φλὸξ ἐκ τῆς γῆς, ὡσεὶ ἀτμὶς καμίνου. 28 Προσήλωσε τα βλέμματά του εις τα Σοδομα και Γομορρα και εις την περιοχήν αυτών και είδε· και ιδού ανέβαινεν φλόγα από την γην, όπως βγαίνει ο καπνός από το καμίνι. 28 Ἀπὸ ἐκεῖ ἔστρεψε τὸ βλέμμα του κάτω πρὸς τὴν πεδιάδα, ὅπου ἦσαν οἱ πόλεις τῶν Σοδόμων καὶ Γομόρρας, καὶ τὸ περιέφερε γύρω - γύρω εἰς ὅλα τὰ περίχωρα τῶν πόλεων αὐτῶν μὲ προσοχὴν καὶ εἶδε. Καὶ νά· ἀνέβαιναν φλόγες ἀπὸ τὴν γῆν, ὡς νὰ ἔβγαινε καπνὸς φωτιᾶς ἀπὸ ἀσβεστοκαμίνι.
29 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐκτρίψαι Κύριον πάσας τὰς πόλεις τῆς περιοίκου, ἐμνήσθη ὁ Θεὸς τοῦ ῾Αβραὰμ καὶ ἐξαπέστειλε τὸν Λὼτ ἐκ μέσου τῆς καταστροφῆς, ἐν τῷ καταστρέψαι Κύριον τὰς πόλεις, ἐν αἷς κατῴκει ἐν αὐταῖς Λώτ. 29 Οταν ο Θεός είχε πάρει την απόφασιν να καταστρέψη τας πόλεις της περιοχής εκείνης, ενδιεφέρθη δια τον Αβραάμ και απεμάκρυνε τον Λωτ από την φοβεράν εκείνην καταστροφήν, ότε κατέστρεψε τας πόλεις εις τας οποίας κατοικούσε ο Λωτ. 29 Τοῦτο δὲ ἔκαμε φωτισθεὶς ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος, διότι ὅταν ὁ Θεὸς ἐπρόκειτο να καταστρέψῃ ὅλες τὶς πόλεις τῆς περιοχῆς αὐτῆς, ἐνεθυμήθη τὴν ἱκεσίαν τοῦ πιστοῦ δούλου του Ἀβραὰμ διὰ τοὺς δικαίους καὶ ἔσωσε τὸν Λώτ, ὅταν κατέστρεφε τὶς πόλεις, εἰς τὶς ὁποῖες κατοικοῦσεν ὁ Λώτ.
30 ᾿Ανέβη δὲ Λὼτ ἐκ Σηγὼρ καὶ ἐκάθητο ἐν τῷ ὄρει αὐτὸς καὶ αἱ δύο θυγατέρες αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ· ἐφοβήθη γὰρ κατοικῆσαι ἐν Σηγώρ. καὶ κατῴκησεν ἐν τῷ σπηλαίῳ, αὐτὸς καὶ αἱ δύο θυγατέρες αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ. 30 Ο δε Λωτ ανέβη από την Σηγώρ και εκάθησεν στο όρος αυτός και αι δύο θυγατέρες μαζή του, διότι εφοβήθη να κατοικήση μέσα εις την Σηγώρ. Εμεινε δε στο σπήλαιον αυτός και αι δύο θυγατέρες μαζή του. 30 Ὁ Λὼτ ἔφυγεν ἀπὸ τὴν Σηγὼρ καὶ ἀνέβη εἰς τὸ βουνὸν καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ αὐτός, μαζὶ δὲ μὲ αὐτὸν καὶ οἰ δύο θυγατέρες του, ἐπειδὴ ἐφοβήθη νὰ παραμείνῃ εἰς τὴν Σηγώρ. Καὶ ἑκατοίκησε μέσα εἰς τὸ σπήλαιον, μαζὶ δὲ μὲ αὐτὸν καὶ οἰ δύο θυγατέρες του.
31 εἶπε δὲ ἡ πρεσβυτέρα πρὸς τὴν νεωτέραν· ὁ πατὴρ ἡμῶν πρεσβύτερος, καὶ οὐδείς ἐστιν ἐπὶ τῆς γῆς, ὃς εἰσελεύσεται πρὸς ἡμᾶς, ὡς καθήκει πάσῃ τῇ γῇ· 31 Είπε δε η μεγαλυτέρα θυγάτηρ εις την μικροτέραν· “ο πατήρ μας είναι ηλικιωμένος και δεν υπάρχει κανείς εις την περιοχήν, που κατοικούμε, ο οποίος να μας νυμφευθή, όπως γίνεται εις όλην την οικουμένην. 31 Εἶπε δὲ ἡ μεγαλύτερη θυγατέρα τοῦ Λὼτ πρὸς τὴν μικρότερην: «Ὁ πατέρας μας εἶναι ἡλικιωμένος καὶ εἰς τὸ ἔρημον αὐτὸ μέρος δὲν ὑπάρχει κανένας, μὲ τὸν ὁποῖον νὰ νυμφευθῶμεν καὶ νὰ ἀποκτήσωμεν παιδιά, ὅπως γίνεται παντοῦ μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.
32 δεῦρο καὶ ποτίσωμεν τὸν πατέρα ἡμῶν οἶνον καὶ κοιμηθῶμεν μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ἐξαναστήσωμεν ἐκ τοῦ πατρὸς ἡμῶν σπέρμα. 32 Ελα, λοιπόν, να δώσωμεν κρασί στον πατέρα μας, να κοιμηθώμεν μαζή του και να αποκτήσωμεν απογόνους από τον πατέρα μας” 32 Ἔλα νὰ ἐπιτύχωμεν τοῦτο μὲ ἀπάτην. Ἂς ποτίσωμεν τὸν πατέρα μας κρασὶ καὶ ἀφοῦ μεθύσῃ ἂς κοιμηθῶμεν μαζί του καὶ ἂς ἀποκτήσωμεν ἀπὸ τὸν πατέρα μας ἀπογόνους».
33 ἐπότισαν δὲ τὸν πατέρα αὐτῶν οἶνον ἐν τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ, καὶ εἰσελθοῦσα ἡ πρεσβυτέρα ἐκοιμήθη μετὰ τοῦ πατρὸς αὐτῆς ἐν τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ, καὶ οὐκ ᾔδει ἐν τῷ κοιμηθῆναι αὐτὸν καὶ ἐν τῷ ἀναστῆναι. 33 Επότισαν πράγματι τον πατέρα των κατά την νύκτα εκείνην με κρασί και η μεγαλυτέρα κόρη εισήλθεν στον κοιτώνα του πατρός της και εκοιμήθη μαζή του κατά την νύκτα εκείνη. Αυτός δε δεν αντελήφθη τι έκαμεν ούτε όταν εκοιμήθη με την κόρην του ούτε και όταν εξύπνησε. 33 Καὶ ἐπότισαν τὸν πατέρα τους κράσὶ κατὰ τὴν νύκτα ἐκείνην, καὶ ὅταν ὁ Λὼτ ἐμέθυσεν, ἐμβῆκεν ἡ μεγαλύτερη εἰς τὸν κοιτῶνα του καὶ συνευρέθη μὲ τὸν πατέρα της κατὰ τὴν νύκτα ἐκείνην. Ὁ πατέρας της ἕνεκα τῆς μέθης δεν ἀντελήφθη τί ἔκαμεν, οὔτε ὅταν ἐξύπνησεν ἐνεθυμεῖτο τίποτε ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἔγινε τὴν νύκτα.
34 ἐγένετο δὲ ἐν τῇ ἐπαύριον καὶ εἶπεν ἡ πρεσβυτέρα πρὸς τὴν νεωτέραν· ἰδοὺ ἐκοιμήθην χθὲς μετὰ τοῦ πατρὸς ἡμῶν· ποτίσωμεν αὐτὸν οἶνον καὶ ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ, καὶ εἰσελθοῦσα κοιμήθητι μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἐξαναστήσωμεν ἐκ τοῦ πατρὸς ἡμῶν σπέρμα. 34 Κατά δε την άλλην ημέραν είπεν η μεγαλυτέρα προς την νεωτέραν· “ιδού χθες εκοιμήθην εγώ με τον πατέρα μας. Ας τον ποτίσωμεν κρασί και κατά την νύκτα αυτήν, και συ πήγαινε και κοιμήσου μαζή με αυτόν, ώστε να αποκτήσω μεν απογόνους από τον πατέρα μας”. 34 Τὴν ἄλλην ἡμέραν ἡ μεγαλύτερη ἀδελφὴ εἶπε πρὸς τὴν νεώτερην: «Νά, χθὲς συνευρέθην μὲ τὸν πατέρα μας. Ἂς τὸν ποτίσωμεν πάλιν κρασὶ καὶ τὴν νύκτα αὐτὴν καὶ ἀφοῦ μεθύσῃ ἔμπα καὶ σὺ εἰς τὸν κοιτῶνα του νὰ συνευρεθῇς μαζί του, διὰ νὰ ἀποκτήσωμεν ἀπογόνους ἀπὸ τὸν πατέρα μας».
35 ἐπότισαν δὲ καὶ ἐν τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ τὸν πατέρα αὐτῶν οἶνον, καὶ εἰσελθοῦσα ἡ νεωτέρα ἐκοιμήθη μετὰ τοῦ πατρὸς αὐτῆς, καὶ οὐκ ᾔδει ἐν τῷ κοιμηθῆναι αὐτὸν καὶ ἀναστῆναι. 35 Επότισαν πράγματι και κατά την νύκτα εκείνην τον πατέρα των οίνον, τον εμέθυσαν και εισελθούσα η νεωτέρα εκοιμήθη μαζή του. Εκείνος δε δεν αντελήφθη τίποτε ούτε όταν εκοιμήθη με την κόρην του ούτε και όταν εξύπνησε. 35 Ἐπότισαν δὲ καὶ κατὰ τὴν νύκτα ἐκείνην τὸν πατέρα τους κρασί, καὶ ὅταν ἐκεῖνος ἐμέθυσεν, ἐμβῆκεν ἡ νεότερη ἀδελφὴ καὶ συνευρέθη μὲ τὸν πατέρα της. Καὶ ὁ Λὼτ ἕνεκα τῆς μέθης δὲν ἀντελήφθη τὶ ἔκαμεν, οὔτε ὅταν ἦλθεν εἰς ἐπαφὴν μὲ τὴν θυγατέρα του, οὔτε ὅταν ἐξύπνησεν ἐνεθυμεῖτο τίποτε ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἔγινε τὴν νύκτα.
36 καὶ συνέλαβον αἱ δύο θυγατέρες Λὼτ ἐκ τοῦ πατρὸς αὐτῶν. 36 Συνέλαβον δε και αι δύο θυγατέρες από τον πατέρα των τον Λωτ. 36 Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον οἱ δύο θυγατέρες τοῦ Λὼτ ἔμειναν ἔγκυοι ἀπὸ τὸν πατέρα των.
37 καὶ ἔτεκεν ἡ πρεσβυτέρα υἱὸν καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Μωὰβ λέγουσα· ἐκ τοῦ πατρός μου· οὗτος πατὴρ Μωαβιτῶν ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας. 37 Εγέννησεν η μεγαλύτερα τέκνον και εκάλεσεν αυτό Μωάβ, λέγουσα· “Από τον πατέρα μου απέκτησα υιόν”. Αυτός έγινε γενάρχης των Μωαβιτών, οι οποίοι και ζουν μέχρι σήμερα. 37 Καὶ ἡ μεγαλύτερη θυγατέρα τοῦ Λὼτ ἐγέννησεν υἱὸν καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτὸν τὸ ὄνομα Μωὰβ λέγουσα· «ἀπέκτησα υἱὸν ἀπὸ τὸν πατέρα μου». Αὐτὸς εἶναι ὁ πρόγονος καὶ ὁ γενάρχης τῶν Μωαβιτῶν, οἱ ὁποῖοι ζοῦν μέχρι σήμερα.
38 ἔτεκε δὲ καὶ ἡ νεωτέρα υἱὸν καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Αμμάν, λέγουσα· υἱὸς γένους μου· οὗτος πατὴρ ᾿Αμμανιτῶν ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας. 38 Εγέννησε δε και η νεωτέρα θυγάτηρ υιόν και έδωσεν εις αυτόν το όνομα Αμμάν, το οποίον σημαίνει “αυτός είναι υιός εκ του γένους μου”. Αυτός είναι γενάρχης των Αμμανιτών έως σήμερον. 38 Ἐγέννησεν ἐπίσης καὶ ἡ νεώτερη θυγατέρα τοῦ Λὼτ υἱὸν καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτὸν τὸ ὄνομα Ἀμμάν, λέγουσα· «αὐτὸς εἶναι γνήσιος υἱὸς μου· ἀπόγονος τοῦ λαοῦ μου». Αὐτὸς εἶναι ὁ πρόγονος καὶ ὁ γενάρχης τῶν Ἀμμανιτῶν, οἱ ὁποῖοι ζοῦν μέχρι σήμερα.