Τετάρτη, 24 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:38
Δύση: 20:10
Σελ. 16 ημ.
115-251
16ος χρόνος, 5912η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΓΕΝΕΣΙΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24 (ΚΔ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ῾Αβραὰμ ἦν πρεσβύτερος προβεβηκὼς ἡμερῶν, καὶ ὁ Κύριος ηὐλόγησε τὸν ῾Αβραὰμ κατὰ πάντα. 1 Ο Αβραάμ ήτο πλέον γέρων, προχωρημένος πολύ εις τας ημέρας της ζωής του. Ο δε Κυριος ηυλόγησε τον Αβραάμ εις όλην του την ζωήν και εις όλα του τα έργα. 1 Ο Ἀβραὰμ ἦταν ἤδη γέροντας, προχωρημένος πολὺ εἰς τὴν ἡλικίαν. Ὁ δὲ Θεὸς εὐλόγησε τὸν Ἀβραὰμ εἰς ὅλα τὰ ὑπάρχοντα καὶ εἰς ὅλα τὰ ἔργα του.
2 καὶ εἶπεν ῾Αβραὰμ τῷ παιδὶ αὐτοῦ τῷ πρεσβυτέρῳ τῆς οἰκίας αὐτοῦ τῷ ἄρχοντι πάντων τῶν αὐτοῦ· θὲς τὴν χεῖρά σου ὑπὸ τὸν μηρόν μου, 2 Είπε δε Αβραάμ στον Ελιέζερ, τον μεγαλύτερον κατά την ηλικίαν δούλον της οικογενείας του, τον επιστάτην όλων των άλλων δούλων· “βάλε την χείρα σου υπό τον μηρόν μου· 2 Καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἐκάλεσε τὸν μεγαλύτερον κατὰ τὴν ἡλικίαν ὑπηρέτην του, ἐκεῖνον ποὺ ἦταν προϊστάμενος καὶ ἐπιστάτης ὅλων τῶν ὑπαρχόντων καὶ τῶν ὀπηρετών του, δηλαδὴ τὸν πλέον ἔμπιστον ἀπὸ τοὺς δούλους του, καὶ τοῦ εἶπε: «Βάλε τὸ χέρι σου κάτω ἀπὸ τὸν μηρόν μου.
3 καὶ ἐξορκιῶ σε Κύριον τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὸν Θεὸν τῆς γῆς, ἵνα μὴ λάβῃς γυναῖκα τῷ υἱῷ μου ᾿Ισαὰκ ἀπὸ τῶν θυγατέρων τῶν Χαναναίων, μεθ᾿ ὧν ἐγὼ οἰκῶ ἐν αὐτοῖς, 3 σε εξορκίζω ενώπιον Κυρίου, του Θεού του ουρανού και της γης, να μη λάβης δια τον υιόν μου τον Ισαάκ σύζυγον από τας θυγατέρας των κατοίκων Χαναάν, μεταξύ των οποίων εγώ μέχρι σήμερον ζω, 3 Σὲ ἐξορκίζω εἰς τὸν Κύριον, τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὸν Θεὸν τῆς γῆς, δηλαδὴ τὸν δημιουργὸν καὶ έξουσιαστὴν ὅλης τῆς κτίσεως, νὰ μὴ πάρῃς γυναῖκα διὰ τὸν υἱόν μου Ἰσαὰκ ἀπὸ τὶς θυγατέρες τῶν κατοίκων τῆς Χαναάν, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἑγὼ κατοικῶ,
4 ἀλλ᾿ ἢ εἰς τὴν γῆν μου, οὗ ἐγεννήθην, πορεύσῃ καὶ εἰς τὴν φυλήν μου καὶ λήψῃ γυναῖκα τῷ υἱῷ μου ᾿Ισαὰκ ἐκεῖθεν. 4 άλλα από την χώραν της καταγωγής μου, όπου εγώ εγεννήθην. Θα υπάγης εκεί εις την φυλήν μου και από τους εκεί συγγενείς μου θα εκλέξης γυναίκα δια τον υιόν μου τον Ισαάκ” 4 ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πατρίδα μου, εἰς τὴν ὁποίαν ἔχω γεννηθῇ. Θὰ ὑπάγῃς ἐκεῖ εἰς τὴν φυλήν μου καὶ ἀπὸ αὐτὴν θὰ ἐκλέξῃς γυναῖκα διὰ τὸν υἱόν μου Ἰσαάκ».
5 εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ παῖς· μή ποτε οὐ βούληται ἡ γυνὴ πορευθῆναι μετ᾿ ἐμοῦ ὀπίσω εἰς τὴν γῆν ταύτην· ἀποστρέψω τὸν υἱόν σου εἰς τὴν γῆν, ὅθεν ἐξῆλθες ἐκεῖθεν; 5 Ηρώτησε δε αυτόν ο Ελιέζερ, ο δούλος· “εάν τυχόν η γυναίκα, που θα εκλέξω ως σύζυγον του Ισαάκ, δεν θελήση να με ακολουθήση εις την χώραν της Χαναάν, θα οδηγήσω τον υιόν σου στον τόπον, από τον οποίον συ ανεχώρησες και ήλθες;” 5 Εἶπε δὲ πρὸς τὸν Ἀβραὰμ ὁ ἔμπιστος δοῦλος του· «ἐὰν τυχὸν ἡ γυναῖκα, ποὺ θὰ εὕρω, δὲν θελήσῃ νὰ μὲ ἀκολουθήσῃ εἰς τὴν χώραν αὐτήν, μήπως τότε θέλεις νὰ ὁδηγήσω τὸν υἱόν σου εἰς τὴν χώραν ἐκείνην, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἔφυγες καὶ ἦλθες ἐδῶ, ὥστε να ἐπιστρέψῃ μαζί της ἐκεῖνος;
6 εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ῾Αβραάμ· πρόσεχε σεαυτῷ, μὴ ἀποστρέψῃς τὸν υἱόν μου ἐκεῖ. 6 Ο Αβραάμ του απήντησε· “πρόσεξε πολύ και βάλε το μέσα στον νουν σου· μη επαναφέρης έκεί τον υιόν μου, 6 Ὁ Ἀβραὰμ ὅμως τοῦ ἀπάντησε: «Ἆ, ὄχι· προσεξε πολὺ καὶ βάλε το καλὰ εἰς τὸν νοῦν σου, νὰ μὴ πάρῃς κοντά σου τὸν Ἰσαάκ· ὁ υἱός μου δὲν πρέπει κατ' οὐδένα λόγον νὰ ὑπάγῃ ἐκεῖ.
7 Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὁ Θεὸς τῆς γῆς, ὃς ἔλαβέ με ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός μου καὶ ἐκ τῆς γῆς, ἧς ἐγεννήθην, ὃς ἐλάλησέ μοι καὶ ὃς ὤμοσέ μοι λέγων· σοὶ δώσω τὴν γῆν ταύτην καὶ τῷ σπέρματί σου, αὐτὸς ἀποστελεῖ τὸν ἄγγελον αὐτοῦ ἔμπροσθέν σου. καὶ λήψῃ γυναῖκα τῷ υἱῷ μου ἐκεῖθεν. 7 διότι ο Κυριος ο Θεός του ουρανού και της γης, ο οποίος με επήρε από τον πατρικόν μου οίκον και από την γην, εις την οποίαν εγεννήθην, και με έφερεν εδώ, αυτός μου είπε και μου ωρκίσθη λέγων· Εις σε και στους απογόνους σου θα δώσω την χώραν αυτήν. Αυτός, λοιπόν, ο Θεός θα στείλη ενώπιόν σου άγγελον οδηγόν και θα σε δοηθήση να εκλέξης από εκεί σύζυγον δια τον υιόν μου. 7 Διότι ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὁ Θεὸς τῆς γῆς, δηλαδὴ ὁ δημιουργὸς καὶ ἐξουσιαστὴς ὅλης τῆς κτίσεως, ὁ ὁποῖος μὲ ἐπῆρε ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου καὶ ἀπὸ τὴν χώραν, εἰς τὴν ὁποίαν ἔχω γεννηθῇ, καὶ μὲ ἔφερεν ἐδῶ, μοῦ εἶπε καὶ μὲ ἐβεβαίωσε μὲ ὅρκον λέγων· «εἰς σὲ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τοὺς ἀπογόνους σου θὰ δώσω τὴν χώραν αὐτήν». Ὁ ἴδιος αὐτὸς Θεὸς θὰ στείλῃ τὸν ἄγγελόν του ὡς ὁδηγόν σου · αὐτὸς θὰ σὲ βοηθήσῃ ὥστε νὰ εὕρῃς καὶ νὰ πάρῃς ἀπὸ τὰ μέρη ἐκεῖνα γυναῖκα διὰ τὸν υἱόν μου Ἰσαάκ,
8 ἐὰν δὲ μὴ θέλῃ ἡ γυνὴ πορευθῆναι μετὰ σοῦ εἰς τὴν γῆν ταύτην, καθαρὸς ἔσῃ ἀπὸ τοῦ ὅρκου μου· μόνον τὸν υἱόν μου μὴ ἀποστρέψῃς ἐκεῖ. 8 Εάν δε και δεν θελήση η γυναίκα να έλθη μαζή σου εις την χώραν αυτήν, είσαι απηλλαγμένος από τον όρκον, στον οποίν σε υπέβαλα. Η μόνη σου υποχρέωσις είναι, να μη οδηγήσης τον υιόν μου εκεί”. 8 Ἐὰν ὅμως συμβῇ νὰ μὴ θέλῃ ἡ γυναῖκα ποὺ θὰ εὕρης καὶ φέρῃ ἀντίρρησιν εἰς τὸ νὰ ἔλθῃ μαζί σου εἰς τὴν χώραν αὐτήν, σὺ δὲν θὰ ἔχῃς εὐθύνην καὶ θὰ εἶσαι ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὸν ὅρκον, ποὺ σὲ ὁρκίζω, Μόνον πρόσεξε πολὺ καλὰ νὰ μὴ ὁδηγήσῃς ἐκεῖ τὸν υἱόν μου Ἰσαάκ».
9 καὶ ἔθηκεν ὁ παῖς τὴν χεῖρα αὐτοῦ ὑπὸ τὸν μηρὸν ῾Αβραὰμ τοῦ κυρίου αὐτοῦ καὶ ὤμοσεν αὐτῷ περὶ τοῦ ρήματος τούτου. 9 Ο Ελιέζερ, ο δούλος, έθεσε την χείρα αυτού κάτω από τον μηρόν του Αβραάμ, του κυρίου του, και του ωρκίσθη ότι θα συμμορφωθή με την εντολήν του. 9 Τότε ὁ ἔμπιστος δοῦλος ἔβαλε τὸ χέρι του κάτω ἀπὸ τὸν μηρὸν τοῦ κυρίου τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ὡρκίσθη, ὅτι θὰ συμμορφωθῶ ἀπολύτως καὶ θὰ ἐκτελέσῃ πιστῶς ὅσα τοῦ εἶπεν ὁ κύριός του.
10 Καὶ ἔλαβεν ὁ παῖς δέκα καμήλους ἀπὸ τῶν καμήλων τοῦ κυρίου αὐτοῦ καὶ ἀπὸ πάντων τῶν ἀγαθῶν τοῦ κυρίου αὐτοῦ μεθ᾿ ἑαυτοῦ καὶ ἀναστὰς ἐπορεύθη εἰς τὴν Μεσοποταμίαν εἰς τὴν πόλιν Ναχώρ. 10 Επήρε, λοιπόν, δέκα καμήλους από τας καμήλους του κυρίου του, επήρεν ακόμη μαζή του από όλα τα αγαθά που είχεν ο κύριός του και εξεκίνησε δια την Μεσοποταμίαν, δια την πόλιν του Μαχώρ, του αδελφού του Αβραάμ. 10 Ὁ ἔμπιστος δοῦλος τοῦ Ἀβραάμ, ἀφοῦ ἐπῆρε δέκα καμῆλες ἀπὸ ἐκεῖνες, ποὺ εἶχεν ὁ κύριός του καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ ἀγαθὰ τοῦ κυρίου του μαζί του, ἐξεκίνησε καὶ ἐπῆγε εἰς τὴν βόρειον Μεσοποταμίαν, εἰς τὴν πόλιν Ναχὼρ τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ Ἀβραὰμ (ὁ ὁποῖος ὠνομάζετο Ναχώρ).
11 καὶ ἐκοίμισε τὰς καμήλους ἔξω τῆς πόλεως παρὰ τὸ φρέαρ τοῦ ὕδατος τὸ πρὸς ὀψέ, ἡνίκα ἐκπορεύονται αἱ ὑδρευόμεναι. 11 Οταν, από ταξίδιον ημερών, επλησίασε κατά την εσπέραν έξω από την πόλιν, αφήκεν εκεί κοντά στο φρέαρ να κατακλιθούν αι κάμηλοι, την ώραν κατά την οποίαν εξέρχονται συνήθως από την πόλιν αι γυναίκες, δια να αντλήσουν νερό. 11 Ὅταν, ὕστερα ἀπὸ ταξίδι 900 περίπου χιλιομέτρων ἔφθασε κατὰ τὸ βράδυ ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν, ἀφῆκε τὶς καμῆλες νὰ γονατίσουν διὰ νὰ ἀναπαυθοῦν κοντὰ εἰς τὸ πηγάδι, τὴν ὥραν ποὺ αἱ γυναῖκες συνηθίζουν νὰ βγαίνουν ἀπὸ τὴν Ναχώρ, διὰ νὰ πάρουν νερό.
12 καὶ εἶπε· Κύριε ὁ Θεὸς τοῦ κυρίου μου ῾Αβραάμ, εὐόδωσον ἐναντίον ἐμοῦ σήμερον καὶ ποίησον ἔλεος μετὰ τοῦ κυρίου μου ῾Αβραάμ. 12 Προσηυχήθη δε εκεί προς τον Θεόν ο Ελιέζερ και είπε· “Κυριε, συ ο Θεός του κυρίου μου του Αβραάμ, δώσε καλήν έκβασιν και επιτυχίαν σήμερον εις τας ενεργείας μου και κάμε το έλεός σου προς τον κύριόν μου τον Αβραάμ. 12 Ἐκεῖ ὁ πιστὸς δοῦλος προσηυχήθη καὶ εἶπε: «Κύριε, ὁ Θεὸς τοῦ κυρίου μου Ἀβραάμ, σὺ ὁ ὁποῖος τόσον πολὺ ἔχεις εὐεργετήσει τὸν κύριόν μου, κατευόδωσε σήμερα τὶς ἐνεργειές μου καὶ δεῖξε τὸ ἔλεός σου εἰς τὸν κύριόν μου Ἀβραάμ· κάμε νὰ ἐπιτύχῃ ἡ ἀποστολή μου καὶ νὰ ἐκπληρωθοῦν ὅλα, ὅσα ὁ εὐσεβὴς κύριός μου Ἀβραὰμ νομίζει καλά· κάμε ὥστε νὰ προχωρήσουν ὅλα εὐνοϊκὰ σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμίαν του.
13 ἰδοὺ ἐγὼ ἕστηκα ἐπὶ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος, αἱ δὲ θυγατέρες τῶν οἰκούντων τὴν πόλιν ἐκπορεύονται ἀντλῆσαι ὕδωρ, 13 Ιδού εγώ ευρίσκομαι κοντά εις την πηγήν αυτήν του ύδατος. Αι θυγατέρες των κατοίκων της πόλεως αυτής εξέρχονται προς τα εδώ δια να αντλήσουν νερό. 13 Νά, Κύριε, ἐγὼ στέκομαι ἐδῶ κοντὰ εἰς τὸ πηγάδι· καὶ οἱ θυγατέρες τῶν κατοίκων τῆς πόλεως αὐτῆς βγαίνουν ἔξω ἀπὸ τὴν Ναχὼρ καὶ ἔρχονται διὰ νὰ ἀντλήσουν νερό· δεῖξε μου ποίαν νὰ διαλέξω ἀπὸ αὐτὲς ὡς σύζυγον τοῦ Ἰσαάκ.
14 καὶ ἔσται ἡ παρθένος, ᾗ ἂν ἐγὼ εἴπω, ἐπίκλινον τὴν ὑδρίαν σου, ἵνα πίω, καὶ εἴπῃ μοι, πίε σύ, καὶ τὰς καμήλους σου ποτιῶ, ἕως ἂν παύσωνται πίνουσαι, ταύτην ἡτοίμασας τῷ παιδί σου τῷ ᾿Ισαάκ, καὶ ἐν τούτῳ γνώσομαι ὅτι ἐποίησας ἔλεος μετὰ τοῦ κυρίου μου ῾Αβραάμ. 14 Δώσε, Κυριε, ώστε η παρθένος, εις την οποίαν εγώ θα είπω “γύρε την στάμναν σου δια να πίω νερό” και εκείνη θα μου πη “πίε και συ και θα ποτίσω τας καμήλους σου μέχρις ότου χορτάσουν και παύσουν πλέον να πίνουν”, ώσε, ώστε αυτή να είναι εκείνη, την οποίαν συ έχεις προορίσει ως σύζυγον δια τον δούλόν σου Ισαάκ. Με τον τρόπον δε αυτόν θα καταλάβω και εγώ, ότι έκαμες το έλεός σου προς τον κύριόν μου τον Αβραάμ και εξεπλήρωσες την επιθυμίαν του”. 14 Ἡ κόρη ἐκείνη, ποὺ θὰ ἔλθῃ καὶ εἰς τὴν ὁποίαν ἐγὼ θὰ εἴπω, «χαμήλωσε καὶ γεῖρε τὴν στάμναν σου, διὰ να πιῶ νερό», καὶ ἡ ὁποία θὰ μοῦ προτείνῃ τὴν στάμναν καὶ θὰ μοῦ ἀπαντήση· «νά, πιὲς καὶ σὺ καὶ ἐγὼ θὰ ποτίσω καὶ τὶς καμῆλες σου μέχρις ὅτου χορτάσουν καὶ σταματήσουν νὰ πίνουν», ἡ κόρη αὐτὴ θὰ εἶναι ἐκείνη, τὴν ὁποίαν ἔχεις προορίσει καὶ ἔχεις ἑτοιμάσει διὰ νὰ γίνῃ σύζυγος τοῦ δούλου σοῦ Ἰσαάκ. Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν θὰ ἐννοήσω, ὅτι ἐξεπλήρωσες τὴν ἐπιθυμίαν τοῦ κυρίου μου Ἀβραὰμ διὰ τὴν ἐκλογὴν συζύγου τοῦ Ἰσαάκ».
15 καὶ ἐγένετο πρὸ τοῦ συντελέσαι αὐτὸν λαλοῦντα ἐν τῇ διανοίᾳ αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ Ρεβέκκα ἐξεπορεύετο ἡ τεχθεῖσα Βαθουήλ, υἱῷ Μελχὰς τῆς γυναικὸς Ναχώρ, ἀδελφοῦ δὲ ῾Αβραάμ, ἔχουσα τὴν ὑδρίαν ἐπὶ τῶν ὤμων αὐτῆς. 15 Πριν ακόμη τελείωση ο Ελιέζερ την νοεράν αυτήν προσευχήν του προς τον Θεόν, ιδού εξήρχετο από την πόλιν η Ρεβέκκα, η κόρη του Βαθουήλ, υιού της Μελχάς, συζύγου του Ναχώρ, του αδελφού του Αβραάμ. Εφερε δε επάνω στον ώμόν της την στάμναν. 15 Δεν εἶχεν ἀκόμη τελειώσει ὁ δοῦλος τοῦ Ἀβραὰμ τὴν προσευχήν, ποὺ ἀπηύθυνε μυστικῶς καὶ νοερῶς εἰς τὸν Θεόν, καὶ νά· ἔβγαινε ἀπὸ τὴν πόλιν ἡ Ρεβέκκα, ἡ κόρη τοῦ Βαθουήλ, ὁ ὁποῖος ἦταν υἱὸς τῆς Μελχά, τῆς συζύγου τοῦ Ναχώρ, ἀδελφοῦ τοῦ Ἀβραάμ· ἡ Ρεβέκκα ἔβγαινε ἀπὸ τὴν πόλιν καὶ ἐκρατοῦσε τὴν στάμναν εἰς τοὺς ὤμους της.
16 ἡ δὲ παρθένος ἦν καλὴ τῇ ὄψει σφόδρα· παρθένος ἦν, ἀνὴρ οὐκ ἔγνω αὐτήν. καταβᾶσα δὲ ἐπὶ τὴν πηγὴν ἔπλησε τὴν ὑδρίαν αὐτῆς καὶ ἀνέβη. 16 Η παρθένος αυτή ήτο εξαιρετικώς ωραία. Ητο παρθένος και κανείς ανήρ δεν είχεν έλθει εις επαφήν με αυτήν. Κατέβηκε εις την πηγήν, εγέμισε την στάμναν της και ανέβη πάλιν, δια να επιστρέψη εις την πόλιν. 16 Ἡ κόρη ἦταν πάρα πολὺ ὡραία εἰς τὸ πρόσωπον· ἦταν παρθένος, κανένας ἄνδρας δὲν εἶχεν ἔλθει εἰς ἐπαφὴν μαζί της. Ἀφοῦ δὲ κατέβη εἰς τὴν πηγήν, ἐγέμισε τὴν στάμναν της καὶ ἀνέβη διὰ νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν πόλιν.
17 ἐπέδραμε δὲ ὁ παῖς εἰς συνάντησιν αὐτῆς καὶ εἶπε· πότισόν με μικρὸν ὕδωρ ἐκ τῆς ὑδρίας σου. 17 Την στιγμήν εκείνην έτρεξε προς συνάντησίν της ο Ελιέζερ και είπε· “δος μου να πιώ ολίγον νερό από την στάμναν σου”. 17 Τότε ἔτρεξεν ὁ δοῦλος τοῦ Ἀβραὰμ εἰς συνάντησίν της καὶ τῆς εἶπε· «πότισέμε λίγο νερὸ ἀπὸ τὴν στάμναν σου».
18 ἡ δὲ εἶπε· πίε, κύριε. καὶ ἔσπευσε καὶ καθεῖλε τὴν ὑδρίαν ἐπὶ τὸν βραχίονα αὐτῆς καὶ ἐπότισεν αὐτόν, ἕως ἐπαύσατο πίνων. 18 Εκείνη δε είπε· “πίε, κύριε”· κατέβασε την στάμναν και την εστήριξεν στον βραχίονά της, την έγειρε και επότισεν αυτόν, έως ότου αυτός εχόρτασε και έπαυσε να πίνη. 18 Αὐτὴ δὲ εἶπε· «πιές, κύριε». Καὶ ἀμέσως ἐκατέβασε πρόθυμα τὴν στάμναν ἀπὸ τοὺς ὤμους της, τὴν ἐστήριξε εἰς τὸ μπράτσο της, τὴν ἔγειρε πρὸς τὰ κάτω καὶ τοῦ ἔδωκε νὰ πιῇ μέχρις ὅτου ἐχόρτασε καὶ ἐσταμάτησε νὰ πίνῃ.
19 καὶ εἶπε· καὶ ταῖς καμήλοις σου ὑδρεύσομαι, ἕως ἂν πᾶσαι πίωσι. 19 Η Ρεβέκκα είπε· “θα ποτίσω και τας καμήλους σου, έως ότου χορτάσουν όλες”. 19 Ἡ Ρεβέκκα εἶπεν ἀκόμη ἐξ ἰδίας πρωτοβουλίας· «θὰ βγάλω νερὸν ἀπὸ τὸ πηγάδι καὶ θὰ δώσω καὶ εἰς τὶς καμῆλες σου, μέχρις ὅτου πιοῦν ὅλες καὶ χορτάσουν».
20 καὶ ἔσπευσε καὶ ἐξεκένωσε τὴν ὑδρίαν εἰς τὸ ποτιστήριον καὶ ἔδραμεν ἐπὶ τὸ φρέαρ ἀντλῆσαι πάλιν καὶ ὑδρεύσατο πάσαις ταῖς καμήλοις. 20 Αμέσως άδειασε την στάμναν της στο παρά το φρέαρ ποτιστήριον των ζώων, έτρεξεν στο φρέαρ να αντλήση και άλλο ύδωρ, έως ότου επότισεν όλας τας καμήλους. 20 Ἀμέσως ἔτρεξε γρήγορα καὶ πρόθυμα καὶ ἄδειασε τὴν στάμναν της εἰς τὴν ποτίστραν, ἀπὸ ὅπου ἔπιναν νερὸ τὰ ζῶα· καὶ ἔτρεξεν εἰς τὸ πηγάδι, διὰ νὰ ἀντλήσῃ πάλιν ἄλλο νερὸ καὶ ἐπότισεν ὅλες τὶς καμῆλες.
21 ὁ δὲ ἄνθρωπος κατεμάνθανεν αὐτὴν καὶ παρεσιώπα τοῦ γνῶναι, εἰ εὐώδωκε Κύριος τὴν ὁδὸν αὐτοῦ ἢ οὔ. 21 Ο δε Ελιέζερ την παρατηρούσε και την παρακολουθούσε με πολλήν προσοχήν, χωρίς να βγάζη λέξιν, προσπαθών να γνωρίση, εάν ο Θεός τον εβοήθησε να επιτύχη η όχι τον σκοπόν του ταξιδίου του. 21 Ὁ δοῦλος δὲ τοῦ Ἀβραὰμ περιειργάζετο κατάπληκτος μὲ πολλὴν προσοχὴν τὸ βλέμμα, τὸ βάδισμα, τὴν μορφήν, τὴν προθυμίαν καὶ ὅλα τὰ φερσίματα τῆς Ρεβέκκας καὶ ἐσιωποῦσε καὶ ἐπερίμενε διὰ νὰ ἐννοήσῃ, ἐὰν ὁ Θεὸς τὸν ἐβοήθησε νὰ ἐπιτύχῃ ὁ σκοπὸς τῆς ἀποστολῆς του καὶ ἐὰν ὁ Θεὸς ἔκαμε τὴν ἐκλογὴν τῆς νύμφης, διὰ τὴν ὁποίαν ἦλθεν εἰς τὴν Ναχώρ, ἢ ὄχι.
22 ἐγένετο δέ, ἡνίκα ἐπαύσαντο πᾶσαι αἱ κάμηλοι πίνουσαι, ἔλαβεν ὁ ἄνθρωπος ἐνώτια χρυσᾶ ἀνὰ δραχμὴν ὁλκῆς καὶ δύο ψέλλια ἐπὶ τὰς χεῖρας αὐτῆς, δέκα χρυσῶν ὁλκὴ αὐτῶν. 22 Οταν πλέον εποτίσθησαν όλαι αι κάμηλοι, επείσθη ο Ελιέζερ ότι αυτή είναι η νύμφη, η από τον Θεόν προοριζομένη δια τον Ισαάκ. Επήρε τότε από τας αποσκευάς του ο Ελιέζερ και έδωσεν εις την Ρεβέκκαν σκουλαρίκια χρυσά, πεντέμισυ περίπου γραμμαρίων βάρους το καθένα, και δύο βραχιόλια χρυσά βάρους και τα δύο διακοσίων είκοσι περίπου γραμμαρίων, 22 Ὅταν δὲ πλέον ἐσταμάτησαν ὅλες οἱ καμῆλες νὰ πίνουν, διότι ἐξεδίψασαν, ἐπειδὴ ὁ δοῦλος ἤθελε νὰ ἀμείψῃ τὴν κόρην διὰ τὴν προθυμίαν της καὶ τὴν προσφορὰν τοῦ νεροῦ, ἐπῆρε ἀπὸ τὶς ἀποσκευές του καὶ προσέφερεν εἰς τὴνΡεβέκκαν χρυσᾶ σκουλαρίκια, τὸ βάρος τοῦ καθενὸς τῶν ὁποίων ἦταν περίπου 1,7 δράμια (=5,44 γραμμάρια), καὶ δύο βραχιόλια χρυσᾶ διὰ τὰ χέρια της, τὰ ὁποῖα εἶχαν βάρος περίπου 70 δράμια (καὶ τὰ δύο μαζὶ δηλαδὴ 224 γραμμάρια).
23 καὶ ἐπηρώτησεν αὐτὴν καὶ εἶπε· θυγάτηρ τίνος εἶ; ἀνάγγειλόν μοι, εἰ ἔστι παρὰ τῷ πατρί σου τόπος ἡμῖν τοῦ καταλῦσαι. 23 ηρώτησεν αυτήν και της είπε· “τίνος είσαι κόρη; Ημπορείς ακόμη να με πληροφορήσης, αν υπάρχη και για μας τόπος κοντά στον πατέρα σου, δια να καταλύσωμεν εκεί;” 23 Κατόπιν τὴν ἐρώτησε καὶ τῆς εἶπε: «Τίνος εἶσαι θυγατέρα; Πές μου, μήπως ὑπάρχει εἰς τὸ σπίτι τοῦ πατέρα σου τόπος διὰ νὰ διανυκτερεύσωμεν».
24 ἡ δὲ εἶπεν αὐτῷ· θυγάτηρ Βαθουήλ εἰμι τοῦ Μελχάς, ὃν ἔτεκε τῷ Ναχώρ. 24 Εκείνη απήντησεν· “είμαι κόρη του Βαθουήλ, υιού του Ναχώρ και της Μελχάς”. 24 Ἡ Ρεβέκκα τοῦ ἀπάντησεν· «εἶμαι κόρη τοῦ Βαθουήλ, υἱοῦ τῆς Μελχὰ καὶ τοῦ Ναχώρ».
25 καὶ εἶπεν αὐτῷ· καὶ ἄχυρα καὶ χορτάσματα πολλὰ παρ᾿ ἡμῖν καὶ τόπος τοῦ καταλῦσαι. 25 Και προσέθεσε· “βεβαίως υπάρχουν εις ημάς και άχυρα, και τροφαί πολλαί και τόπος να καταλύσετε”. 25 Ἀκόμη ἐπρόσθεσε· «καὶ ἄχυρον καὶ τροφὲς πολλὲς ὑπάρχουν εἰς τὸ σπίτι μας καὶ τόπος διὰ νὰ διανυκτερεύσῃς».
26 καὶ εὐδοκήσας ὁ ἄνθρωπος προσεκύνησε τῷ Κυρίῳ καὶ εἶπεν· 26 Ο Ελιέζερ γεμάτος χαράν προσεκύνησε με ευγνωμοσύνην τον Θεόν και είπε· 26 Ὁ δοῦλος τοῦ Ἀβραάμ, ἐπειδὴ ἰκανοποιήθη πάρα πολὺ δι ὅσα ἔμαθε καὶ δι’ ὅσα τοῦ εἶπεν ἡ Ρεβέκκα, εὐχαρίστησε τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος ἔδειξε τόσον μεγάλην εὔνοιαν πρὸς τὸν Ἀβραὰμ καὶ φροντίδα διὰ τὸν ὑπηρέτην του, εἰς τὸν ὁποῖον τὰ ἔφερεν ὅλα εὐνοϊκά, καὶ εἶπεν:
27 εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ κυρίου μου ῾Αβραάμ, ὃς οὐκ ἐγκατέλιπε τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ καὶ τὴν ἀλήθειαν ἀπὸ τοῦ κυρίου μου· ἐμέ τε εὐώδωκε Κύριος εἰς οἶκον τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ κυρίου μου. 27 “δοξασιμένος ας είναι ο Θεός του κυρίου μου Αβραάμ, ο οποίος και εις την περίστασιν αυτήν έδειξε την δικαιοσύνην και την αλήθειάν του, ετήρησε την υπόσχεσίν του απέναντι του κυρίου μου, εμέ δε εβοήθησε να φθάσω αισίως στον οίκον του Ναχώρ, αδελφού του Αβραάμ”. 27 «Ἂς εἶναι δοξασμένος ὁ Θεὸς τοῦ κυρίου μου Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος δὲν ἐγκατέλειψε τὸν κύριόν μου, ἀλλὰ ἐφάνη δίκαιος καὶ ἀληθινός, διότι ἐτήρησε πλήρως τὴν ὑπόσχεσίν του πρὸς τὸν Ἀβραάμ. Εἰς ἐμὲ δὲ τὰ ἔφερεν ὅλα δεξιὰ καὶ εὐνοϊκὰ καὶ ἔκαμεν ὥστε νὰ ἔλθω εἰς τὸ σπίτι τοῦ Ναχώρ, ἀδελφοῦ τοῦ κυρίου μου».
28 Καὶ δραμοῦσα ἡ παῖς ἀνήγγειλεν εἰς τὸν οἶκον τῆς μητρὸς αὐτῆς κατὰ τὰ ρήματα ταῦτα. 28 Η κόρη έτρεξε και ανήγγειλεν στον οίκον της μητρός της όλα αυτά τα συμβάντα. 28 Καὶ ἡ κόρη, δεικνύουσα τὴν προθυμίαν της διὰ τὴν φιλοξενίαν, ἔτρεξε γρήγορα καὶ ἀνεκοίνωσεν εἰς τὸ σπίτι τῆς μητέρας της αὐτά, τὰ ὁποῖα εἶπε καὶ ἄκουσε ἀπὸ τὸν ξένον, τὸν δοῦλον τοῦ Ἀβραάμ.
29 τῇ δὲ Ρεβέκκᾳ ἀδελφὸς ἦν ᾧ ὄνομα Λάβαν· καὶ ἔδραμε Λάβαν πρὸς τὸν ἄνθρωπον ἔξω ἐπὶ τὴν πηγήν. 29 Είχε δε η Ρεβέκκα και αδελφόν ονομαζόμενον Λαβαν, ο οποίος, όταν ήκουσε αυτά, έτρεξεν έξω εις την πηγήν προς τον ξένον εκείνον άνθρωπον. 29 Ἡ Ρεβέκκα εἶχεν ἀδελφόν, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ἦταν Λάβαν· καὶ ἔτρεξε ἀμέσως ὁ Λάβαν πρὸς τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον, ποὺ ἦταν ἔξω κοντὰ εἰς τὸ πηγάδι.
30 καὶ ἐγένετο ἡνίκα εἶδε τὰ ἐνώτια καὶ τὰ ψέλλια ἐν ταῖς χερσὶ τῆς ἀδελφῆς αὐτοῦ καὶ ὅτε ἤκουσε τὰ ρήματα Ρεβέκκας τῆς ἀδελφῆς αὐτοῦ λεγούσης· οὕτω λελάληκέ μοι ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦλθε πρὸς τὸν ἄνθρωπον ἑστηκότος αὐτοῦ ἐπὶ τῶν καμήλων ἐπὶ τῆς πηγῆς 30 Οταν δηλαδή είδε τα σκουλαρίκια και τα βραχιόλια εις τα χέρια της αδελφής του, και όταν ήκουσεν αυτήν να διηγήται και να λέγη όσα της είχεν είπει ο Ελιέζερ, ήλθεν ο Λαβαν προς αυτόν, που εστέκετο ακόμη όρθιος κοντά εις τας καμήλους του πλησίον της πηγής, 30 Δηλαδὴ μόλις ὁ Λάβαν εἶδε τὰ πολύτιμα σκουλαρίκια καὶ τὰ βραχιόλια εἰς τὰ χέρια τῆς ἀδελφής του καὶ μόλις ἄκουσε τὰ λόγια τῆς Ρεβέκκας, ποὺ ἔλεγεν· «αὐτὰ καὶ αὐτὰ μοῦ εἶπεν ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος», ἦλθε (ὁ Λάβαν) πρὸς τὸν ξένον, ὁ ὁποῖος ἐστέκετο ἀκόμη δίπλα ἀπὸ τὶς καμῆλες του κοντὰ εἰς τὸ πηγάδι,
31 καὶ εἶπεν αὐτῷ· δεῦρο εἴσελθε· εὐλογητὸς Κυρίου· ἱνατί ἕστηκας ἔξω; ἐγὼ δὲ ἡτοίμασα τὴν οἰκίαν καὶ τόπον ταῖς καμήλοις. 31 και του είπε· “έλα μαζή μου· κόπιασε στο σπίτι μου· συ είσαι ευλογημένος από τον Κυριον. Διατί στέκεις έξω όρθιος; Εγώ έχω ετοιμάσει την οικίαν μου δια σε και τόπον δια τας καμήλους σου”. 31 καὶ τοῦ εἶπε: «Ἐμπρός, ἔλα μαζί μου, ἔμπα εἰς τὸ σπίτι μου· εἶσαι εὐλογημένος ἀπὸ τὸν Θεόν· διατὶ μένεις ἔξω; Διστάζεις μήπως μᾶς φέρῃ βάρος ἡ φιλοξενία σου; Ἐγὼ ἔχω ἑτοιμάσει τὸ σπίτι μου καὶ ἔκαμα τόπον καὶ διὰ τὶς καμῆλες σου· ἐμπρός, πάμε, εὐλογημένε ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ».
32 εἰσῆλθε δὲ ὁ ἄνθρωπος εἰς τὴν οἰκίαν καὶ ἀπέσαξε τὰς καμήλους καὶ ἔδωκεν ἄχυρα καὶ χορτάσματα ταῖς καμήλοις καὶ ὕδωρ νίψασθαι τοῖς ποσὶν αὐτοῦ καὶ τοῖς ποσὶ τῶν ἀνδρῶν τῶν μετ᾿ αὐτοῦ. 32 Εισήλθεν ο Ελιέζερ εις την οικίαν του Λαβαν και εξεσαμάρωσε τας καμήλους. Ο δε Λαβαν έδωσεν εις μεν τας καμήλους άχυρα και τροφάς, εις δε τον ξένον και τους συνοδούς του ύδωρ, δια να νίψουν τους πόδας των. 32 Ἐμβῆκε δὲ ὁ δοῦλος τοῦ Ἀβραὰμ εἰς τὸ σπίτι τοῦ Λάβαν καὶ ἐξεσαμάρωσε ὶις καμῆλες καὶ (ὁ Λάβαν) ἔδωκεν εἰς τὰ ζῶα ἄχυρα καὶ τροφές, εἰς δὲ τὸν ξένον ἄνθρωπον καὶ εἰς ἐκείνους ποὺ τὸν συνώδευαν ἔδωκε νερό, διὰ νὰ πλύνουν τὰ πόδια τους, σύμφωνα πρὸς τὰ ἔθιμα τῆς φιλοξενίας τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.
33 καὶ παρέθηκεν αὐτοῖς ἄρτους φαγεῖν. καὶ εἶπεν· οὐ μὴ φάγω, ἕως τοῦ λαλῆσαί με τὰ ρήματά μου. καὶ εἶπαν· λάλησον. 33 Επειτα δε παρέθεσε τράπεζαν εις αυτούς, δια να φάγουν. Είπεν όμως ο Ελιέζερ· “δεν θα βάλω τίποτε στο στόμα μου, αν προηγουμένως δεν σας είπω αυτά, που έχω να σας πω”. Εκείνοι του είπαν· “πές μας· σε ακούομεν”. 33 Κατόπιν ὁ Λάβαν ἔστρωσε τραπέζι καὶ τοὺς προσέφερε ψωμιὰ καὶ τροφές, διὰ νὰ φάγουν. Ἀλλὰ ὁ πιστὸς δοῦλος τοῦ Ἀβραάμ, φερόμενος μὲ μεγάλην σύνεσιν καὶ εὐσυνειδησίαν, εἶπε· «δεν θὰ φάγω, ἐὰν δὲν σᾶς εἴπω πρῶτα ὅσα ἔχω νὰ σᾶς εἴπω». Καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ τὸν ἐφιλοξένησαν, τοῦ ἀπάντησαν· «λέγε, μίλησε».
34 Καὶ εἶπε· παῖς ῾Αβραὰμ ἐγώ εἰμι. 34 Ο Ελιέζερ τότε είπεν· “εγώ είμαι δούλος του Αβραάμ. 34 Καὶ ἀφοῦ ἄρχισε νὰ διηγῆται, εἶπεν: «Ἐγὼ εἶμαι δοῦλος τοῦ Ἀβραάμ.
35 Κύριος δὲ ηὐλόγησε τὸν κύριόν μου σφόδρα, καὶ ὑψώθη· καὶ ἔδωκεν αὐτῷ πρόβατα καὶ μόσχους καὶ ἀργύριον καὶ χρυσίον, παῖδας καὶ παιδίσκας, καμήλους καὶ ὄνους. 35 Ο Κυριος και Θεός ηυλόγησε πάρα πολύ τον κύριόν μου και τον εξύψωσεν, ώστε να γίνη μέγας. Του έδωσε πρόβατα και μόσχους και αργύριον και χρυσίον, δούλους και δούλας, καμήλους και όνους. 35 Ὁ δὲ Κύριος εὐλόγησε πάρα πολὺ τὸν κύριόν μου, ὥστε ἐπλούτισε πολὺ καὶ ἔγινε μεγάλος. Τοῦ ἔδωκε δηλαδὴ πρόβατα καὶ μοσχάρια καὶ ἀργύριον καὶ χρυσάφι καὶ δούλους καὶ δοῦλες καὶ καμήλους καὶ ὄνους.
36 καὶ ἔτεκε Σάρρα ἡ γυνὴ τοῦ κυρίου μου υἱὸν ἕνα τῷ κυρίῳ μου μετὰ τὸ γηράσαι αὐτόν, καὶ ἔδωκεν αὐτῷ ὅσα ἦν αὐτῷ. 36 Η σύζυγος του κυρίου μου, η Σαρρα, εγέννησεν υιόν στον κύριόν μου, όταν πλέον αυτός ήτο προχωρημένης ηλικίας. Ο δε κύριός μου παρέδωσεν στον υιόν του αυτόν όλην την περιουσίαν. 36 Καὶ ἡ γυναῖκα τοῦ κυρίου μου, ἡ Σάρρα, ἐγέννησε διὰ τοῦ κυρίου μου, ὁ ὁποῖος εὑρίσκετο πλέον εἰς προχωρημένην ἡλικίαν, ἕνα υἱὸν καὶ ὁ κύριός μου παρέδωκεν εἰς τὸν μονάκριβον υἱόν του ὅλην τὴν περιουσίαν του.
37 καὶ ὥρκισέ με ὁ κύριός μου, λέγων· οὐ λήψῃ γυναῖκα τῷ υἱῷ μου ἀπὸ τῶν θυγατέρων τῶν Χαναναίων, ἐν οἷς ἐγὼ παροικῶ ἐν τῇ γῇ αὐτῶν, 37 Με ώρκισε δε ενώπιον του Θεού και μου είπε· πρόσεξε, δεν θα πάρης δια τον υιόν μου γυναίκα από τας θυγατέρας των κατοίκων Χαναάν, εις την χώραν των οποίων εγώ μένω ως πάροικος, 37 Καὶ ὁ κύριός μου μὲ ὥρκισε καὶ μοῦ εἶπε:»Δὲν θὰ πάρῃς γυναῖκα διὰ τὸν υἱόν μου Ἰσαὰκ ἀπὸ τὶς θυγατέρες τῶν κατοίκων τῆς Χαναάν, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἑγὼ κατοικῶ προσωρινῶς.
38 ἀλλ᾿ ἢ εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου πορεύσῃ καὶ εἰς τὴν φυλήν μου καὶ λήψῃ γυναῖκα τῷ υἱῷ μου ἐκεῖθεν. 38 αλλά θα μεταβής στον οίκον του πατρός μου και εις την φυλήν, από την οποίαν κατάγομαι και από εκεί θα εκλέξης γυναίκα δια τον υιόν μου. 38 Ἀλλὰ θὰ ὑπάγῃς εἰς τὸ πατρικόν μου σπίτι καὶ εἰς τὴν φυλήν μου καὶ ἀπὸ ἐκεῖ θὰ ἐκλέξῃς γυναῖκα διὰ τὸν υἱόν μου Ἰσαάκ».
39 εἶπα δὲ τῷ κυρίῳ μου· μήποτε οὐ πορεύσεται ἡ γυνὴ μετ᾿ ἐμοῦ. 39 Είπα στον κύριόν μου, εάν όμως δεν θελήση η γυναίκα αυτή να έλθη μαζή μου, τι θα γίνη; 39 Ἐγὼ δέ, ἐπειδὴ ἐγνώριζα καὶ εἶχα ὑπ ὄψιν μου τὶς δυσκολίες τῆς ἀποστολῆς μου, εἶπα εἰς τὸν κύριόν μου· μήπως ὅμως ἡ γυναῖκα δὲν θὰ θελήσῃ νὰ ἔλθῃ μαζί μου εἰς τὴν Χαναάν;»
40 καὶ εἶπέ μοι· Κύριος ὁ Θεός, ᾧ εὐηρέστησα ἐναντίον αὐτοῦ, αὐτὸς ἐξαποστελεῖ τὸν ἄγγελον αὐτοῦ μετὰ σοῦ καὶ εὐοδώσει τὴν ὁδόν σου, καὶ λήψῃ γυναῖκα τῷ υἱῷ μου ἐκ τῆς φυλῆς μου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός μου. 40 Εκείνος μου είπε· ο Κυριος και Θεός, ενώπιον του οποίου εγώ έζησα και έπραξα όπως αρέσει εις αυτόν, θα στείλη μαζή σου τον άγγελόν του, θα κατευοδώση τον δρόμον σου, θα εκπληρώση τον σκοπόν του ταξιδίου σου και θα πάρης δια τον υιόν μου γυναίκα από την φυλήν μου και από την οικογένειαν του πατρός μου. 40 Ἐκεῖνος μοῦ ἀπάντησε: «Κύριος ὁ Θεός, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ἔζησα κατὰ τρόπον θεάρεστον, θὰ ἐξαποστείλῃ τὸν ἄγγελόν του μαζί σου καὶ θὰ κατευθύνῃ μὲ ἐπιτυχίαν τὴν πορείαν καὶ τὸ ταξίδι σου καὶ θὰ εὕρῃς καὶ θὰ πάρῃς διὰ τὸν υἱόν μου σύζυγον ἀπὸ τὴν φυλήν μου καὶ ἀπὸ τὸ πατρικόν μου σπίτι.
41 τότε ἀθῷος ἔσῃ ἀπὸ τῆς ἀρᾶς μου· ἡνίκα γὰρ ἐὰν ἔλθῃς εἰς τὴν φυλήν μου καὶ μή σοι δῶσι, καὶ ἔσῃ ἀθῷος ἀπὸ τοῦ ὁρκισμοῦ μου. 41 Εάν έτσι προχωρήσης και φερθής, θα είσαι απηλλαγμένος από την κατάραν μου. Εάν όμως έλθης εις την φυλήν μου και δεν σου δώσουν νύμφην δια τον υιόν μου, θα είσαι αθώος από τον όρκον, στον οποίον σε υπέβαλα. 41 Ἐὰν κάμῃς ὅλα, ὅσα σοῦ εἶπα, θὰ εἶσαι ἁπαλλαγμένος ἀπὸ τὴν κατάραν μου. Διότι ἐὰν ἔλθῃς εἰς τὴν φυλήν μου καὶ «δὲν σοῦ δώσουν γυναῖκα διὰ τὸν Ἰσαάκ, τότε θὰ εἶσαι ἀθῶος καὶ θὰ ἀποδεσμευθῇς ἀπὸ τὸν ὅρκον, ποὺ μοῦ ἔδωκες».
42 καὶ ἐλθὼν σήμερον ἐπὶ τὴν πηγὴν εἶπα· Κύριε ὁ Θεὸς τοῦ κυρίου μου ῾Αβραάμ, εἰ σὺ εὐοδοῖς τὴν ὁδόν μου, ἐν ᾗ νῦν ἐγὼ πορεύομαι ἐν αὐτῇ, 42 Λοιπόν, εγώ ήλθα σήμερον εις την πηγήν, προσηυχήθην προς τον Θεόν και είπα· Κυριε ο Θεός του κυρίου μου Αβραάμ, κατευόδωσε και φέρε εις αίσιον πέρας τον σκοπόν, δια τον οποίον εγώ ήλθον έως εδώ. 42 Καὶ ἐγὼ ἐξεκίνησα μὲ τὶς εὐχές του· ὅταν δὲ ἔφθασα σήμερα εἰς τὸ πηγάδι, ποὺ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν σας, προσηυχήθην εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἶπα αὐτὰ τὰ λόγια: «Κύριε, ὁ Θεὸς τοῦ κυρίου μου Ἀβραάμ, ἐὰν Σὺ κατευθύνης εὐνοϊκῶς τὰ διαβήματά μου διὰ τὸν σκοπὸν διὰ τὸν ὁποῖον ἦλθα ἐδῶ τώρα,
43 ἰδοὺ ἐγὼ ἐφέστηκα ἐπὶ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος, καὶ αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων τῆς πόλεως ἐκπορεύονται ἀντλῆσαι ὕδωρ, καὶ ἔσται ἡ παρθένος, ᾗ ἂν ἐγὼ εἴπω, πότισόν με ἐκ τῆς ὑδρίας σου μικρὸν ὕδωρ, 43 Ιδού εγώ στέκομαι όρθιος εις την πηγήν αυτήν του ύδατος· αι θυγατέρες των κατοίκων της πόλεως αυτής εξέρχονται προς τα εδώ δια να αντλήσουν ύδωρ. Δώσε, ώστε η παρθένος, εις την οποίαν εγώ θα είπω· Ποτισέ με λίγο νερό από την στάμναν σου, 43 νά· ἐγὼ εὑρίσκομαι εἰς τὸ πηγάδι αὐτὸ τοῦ νεροῦ καὶ οἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων τῆς πόλεως βγαίνουν ἔξω, διὰ νὰ πάρουν νερό. Ἡ κόρη ἐκείνη, ποὺ θὰ ἔλθῃ καὶ εἰς τὴν ὁποίαν ἐγὼ θὰ εἴπω, «πότισέ με ἀπὸ τὴν στάμναν σου ὀλίγον νερό»,
44 καὶ εἴπῃ μοι, καὶ σὺ πίε καὶ ταῖς καμήλοις σου ὑδρεύσομαι, αὕτη ἡ γυνή, ἣν ἡτοίμασε Κύριος τῷ ἑαυτοῦ θεράποντι ᾿Ισαάκ, καὶ ἐν τούτῳ γνώσομαι, ὅτι πεποίηκας ἔλεος τῷ κυρίῳ μου ῾Αβραάμ. 44 εκείνη δε θα μου πη· πίε και συ και εις τας καμήλους σου εγώ θα δώσω ύδωρ, δώσε ώστε αυτή η γυνή να είναι η προωρισμένη ως σύζυγος δια τον δούλον σου τον Ισαάκ. Κατ' αυτόν τον τρόπον θα εννοήσω, ότι και πάλιν έχεις κάμει το έλεός σου προς τον κύριόν μου τον Αβραάμ. 44 καὶ θὰ μοῦ ἀπαντήσῃ· «πιὲς καὶ σὺ καὶ ἐγὼ θὰ ποτίσω καὶ τὶς καμῆλες σου», δῶσε ὥστε αὐτὴ νὰ εἶναι ἠ γυναῖκα, τὴν ὁποίαν ἐδιάλεξες καὶ προώρισες διὰ τὸν δοῦλον σου Ἰσαάκ. Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν θὰ ἐννοήσω, ὅτι ἐξεπλήρωσες τὴν ἐπιθυμίαν τοῦ κυρίου μου Ἀβραὰμ διὰ τὴν ἐκλογὴν συζύγου τοῦ Ἰσαάκ».
45 καὶ ἐγένετο πρὸ τοῦ συντελέσαι με λαλοῦντα ἐν τῇ διανοίᾳ μου, εὐθὺς Ρεβέκκα ἐξεπορεύετο ἔχουσα τὴν ὑδρίαν ἐπὶ τῶν ὤμων καὶ κατέβη ἐπὶ τὴν πηγὴν καὶ ὑδρεύσατο. εἶπα δὲ αὐτῇ· πότισόν με. 45 Πριν δε ακόμη τελειώσω την νοεράν προσευχήν μου, εφάνη αμέσως η Ρεβέκκα εξερχομένη από την πόλιν, με την στάμναν στον ώμον της. Κατέβηκε εις την πηγήν και ήντλησεν ύδωρ. Τοτε της είπα· Δος μου να πιώ και εγώ νερό. 45 Αὐτὰ παρεκάλεσα τὸν Θεόν. Καὶ δὲν εἶχα ἀκόμη τελειώσει τὴν προσευχήν, ποὺ ἀπηύθυνα μυστικῶς καὶ νοερῶς εἰς τὸν Κύριον, καὶ εὐθὺς ἀμέσως ἡ Ρεβέκκα ἔβγαινε ἀπὸ τὴν πόλιν κρατώντας τὴν στάμναν εἰς τοὺς ὤμους της καὶ κατέβη εἰς τὸ πηγάδι καὶ ἐπῆρε νερό. Τότε ἐγὼ ἔτρεξα κοντά της καὶ τῆς εἶπα· «πότισέ με, δός μου λίγο νερὸ νὰ πιῶ».
46 καί σπεύσασα καθεῖλε τὴν ὑδρίαν ἐπὶ τὸν βραχίονα αὐτῆς ἀφ᾿ ἑαυτῆς καὶ εἶπε· πίε σύ, καὶ τὰς καμήλους σου ποτιῶ. καὶ ἔπιον καὶ τὰς καμήλους ἐπότισε. 46 Αυτή κατέβασε αμέσως την στάμναν της, την εστήριξεν στον βραχίονά της και μου είπε· Πιέ συ, και θα ποτίσω και τας καμήλους σου. Αφού έπιον εγώ επότισε πράγματι και τας καμήλους. 46 Αὐτὴ δὲ ἔσπευσε καὶ κατέβασε γρήγορα καὶ πρόθυμα τὴν στάμναν ἀπὸ τοὺς ὤμους της, τὴν ἀκούμπησε εἰς τὸ μπράτσο της, τὴν ἔγειρε πρὸς τὰ κάτω καὶ μοῦ εἶπε· «πιὲς σύ, καὶ ἐγὼ θὰ ποτίσω καὶ τὶς καμῆλες σου». Καὶ ἤπια· αὐτὴ δὲ ἐπότισε καὶ τὶς καμῆλες μου.
47 καὶ ἠρώτησα αὐτήν· καὶ εἶπα· θυγάτηρ τίνος εἶ; ἀνάγγειλόν μοι. ἡ δὲ ἔφη· θυγάτηρ Βαθουήλ εἰμι τοῦ υἱοῦ Ναχώρ, ὃν ἔτεκεν αὐτῷ Μελχά. καὶ περιέθηκα αὐτῇ τὰ ἐνώτια καί τὰ ψέλλια περὶ τὰς χεῖρας αὐτῆς· 47 Τοτε την ηρώτησα και της είπα· πες μου τίνος είσαι θυγάτηρ; Εκείνη απήντησεν· είμαι θυγάτηρ του Βαθουήλ, υιού του Ναχώρ και της Μελχά. Εδωσα κατόπιν εις αυτήν σκουλαρίκια και έθεσα βραχιόλια εις τα χέρια της. 47 Ἀφοῦ λοιπὸν εἶδα φανερὰν τὴν πρόνοιαν τοῦ Θεοῦ, τὴν ἐρώτησα καὶ τῆς εἶπα· «τίνος θυγατέρα εἶσαι; πές μου». Αὐτὴ δὲ ἀπάντησε· «εἶμαι κόρη τοῦ Βαθουήλ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Ναχὼρ καὶ τῆς Μελχά». Καὶ ἀφοῦ ἔμαθα ὅτι ἦλθα εἰς τὸ σπίτι τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ κυρίου μου, ἐχάρηκα, ἐπῆρα θάρρος καὶ τῆς ἐφόρεσα τὰ σκουλαρίκια καὶ τὰ βραχιόλια εἰς τὰ χέρια.
48 καὶ εὐδοκήσας προσεκύνησα τῷ Κυρίῳ καὶ εὐλόγησα Κύριον τὸν Θεὸν τοῦ κυρίου μου ῾Αβραάμ, ὃς εὐώδωσέ με ἐν ὁδῷ ἀληθείας, λαβεῖν τὴν θυγατέρα τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ κυρίου μου τῷ υἱῷ αὐτοῦ. 48 Κατευχαριστημένος δε δι' όλα αυτά έσκυψα και επροσκύνησα και εδόξασα τον Θεόν του κυρίου μου Αβραάμ, ο οποίος κατευώδωσε την πορείαν μου, ώστε να εκλέξω την κόρην του ανεψιού του κυρίου μου ως σύζυγον του υιού του. 48 Καὶ ἐπειδὴ ἰκανοποιήθηκα πάρα πολὺ δι’ ὅσα ἔμαθα καὶ δι' ὅσα μοῦ εἶπεν ἡ Ρεβέκκα, ἐγονάτισα καὶ εὐχαρίστησα τὸν Θεὸν τοῦ κυρίου μου Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος κὶ κατηύθυνε μὲ ἐπιτυχίαν τὴν ἀποστολήν μου καὶ τὰ ἔφερεν ὅλα δεξιά, ὥστε νὰ πάρω τὴν κόρην τοῦ ἀνεψιοῦ τοῦ κυρίου μου ὡς σύζυγον διὰ τὸν υἱόν του Ἰσαάκ.
49 εἰ οὖν ποιεῖτε ὑμεῖς ἔλεος καὶ δικαιοσύνην πρὸς τὸν κύριόν μου, ἀπαγγείλατέ μοι, εἰ δὲ μή, ἀπαγγείλατέ μοι, ἵνα ἐπιστρέψω εἰς δεξιὰν ἢ ἀριστεράν. 49 Εάν λοιπόν σεις θελήσετε να φανήτε καλοί και δίκαιοι προς τον κύριόν μου, πέστε μου εάν δέχεσθε τας προτάσεις μου. Εάν όμως δεν τας δέχεσθε, πέστε μου, ώστε να στραφώ δεξιά και αριστερά, δια να αναζητήσω αλλού νύμφην δια τον Ισαάκ”. 49 Σεῖς λοιπὸν ἀφοῦ ἀκούσατε ὅλα αὐτά, ἐὰν θελήσετε νὰ δείξετε καλωσύνην καὶ ἀκεραιότητα πρὸ τὸν κύριόν μου, ἀνακοινῶστε μου ἐὰν συμφωνῆτε μὲ τὴν πρότασίν μου. Ἐὰν συμφωνῆτε νὰ δώσετε τὴν Ρεβέκκαν ὡς σύζυγον εἰς τὸν Ἰσαὰκ καὶ ἑπομένως ἡ ἀπόφασίς σας εἶναι ἀρνητική, τότε πέστε τό μου καθαρά, διὰ νὰ μὴ μένω ἐκκρεμής, ἀλλὰ νὰ μεταβῶ εἰς ἄλλον τόπον καὶ ἀποταθῶ εἰς ἄλλες οἰκογένειες εἴτε ἀπὸ ἐδῶ εἴτε ἀπὸ ἐκεῖ».
50 ᾿Αποκριθεὶς δὲ Λάβαν καὶ Βαθουὴλ εἶπαν· παρὰ Κυρίου ἐξῆλθε τὸ πρόσταγμα τοῦτο· οὐ δυνησόμεθα οὖν σοι ἀντειπεῖν κακὸν ἢ καλόν. 50 Ο Λαβαν και ο Βαθουήλ απεκρίθησαν με ένα στόμα και είπαν· “ο Θεός έβγαλε αυτήν την διαταγήν και δεν ημπορούμεν να αρνηθώμεν και να είπωμεν τίποτε κακόν η καλόν. Δεχόμεθα την πρότασίν σου. 50 Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἦταν ἐκεῖνος ποὺ τὰ ἔφερεν ὅλα εὐνοϊκά, χάρις εἰς τὶς προσευχὲς τοῦ Ἀβραάμ, ὁ Λάβαν καὶ ὁ Βαθουὴλ ἀπάντησαν εἰς τὸν δοῦλον τοῦ Ἀβραάμ: «Ὅπως μᾶς τὰ λέγεις, βεβαιωνόμεθα καὶ ἐμεῖς ὅτι ἀπὸ τὸν Κύριον ἐβγῆκεν ἡ προσταγὴ αὐτή· εἰς τὴν προκειμένην περίπτωσιν ὁμιλεῖ ὁ Θεός. Ἐμεῖς λοιπὸν δὲν ἠμποροῦμεν νᾲ σοῦ ἀντιλέξωμεν ἢ νὰ προσθέσωμεν τίποτε καλὸν ἢ κακόν· δεχόμεθα τὴν πρότασίν σου.
51 ἰδοὺ Ρεβέκκα ἐνώπιόν σου· λαβὼν ἀπότρεχε. καί ἔστω γυνὴ τῷ υἱῷ τοῦ κυρίου σου, καθὰ ἐλάλησε Κύριος. 51 Ιδού η Ρεβέκκα είναι εις την διάθεσίν σου· πάρε την μαζή σου και ας γίνη αυτή σύζυγος στον υιόν του κυρίου σου όπως ο Θεός διέταξε”. 51 Ὁρίστε, ἡ Ρεβέκκα εἶναι ἐμπρός σου· πάρε την μαζί σου καὶ φύγε πίσω εἰς τὸν κύριον σου· καὶ ἂς γίνῃ γυναῖκα τοῦ μονάκριβου υἱοῦ τοῦ κυρίου σου Ἀβραάμ, σύμφωνα μὲ τὸ ἅγιον θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖον ἐφανέρωσεν εἰς αὐτόν».
52 ἐγένετο δὲ ἐν τῷ ἀκοῦσαι τὸν παῖδα τοῦ ῾Αβραὰμ τῶν ρημάτων τούτων, προσεκύνησεν ἐπὶ τὴν γῆν τῷ Κυρίῳ. 52 Οταν ο Ελιέζερ ήκουσε τα λόγια αυτά επροσκύνησε μέχρις εδάφους τον Θεόν εις έκφρασιν της χαράς και της ευγνωμοσύνης του. 52 Ὅταν δὲ ὁ δοῦλος τοῦ Ἀβραὰμ ἄκουσε τὰ λόγια αὐτά, ποὺ τοῦ εἶπαν ὁ Λάβαν καὶ ὁ Βαθουήλ, γεμᾶτος εὐγνωμοσύνην ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπον κατὰ γῆς καὶ ἐπροσκύνησε τὸν Κύριον, ἀναπέμπων δοξολογίαν καὶ εὐχαριστίαν εἰς αὐτόν, ποὺ εὐώδωσε τὰ πράγματα.
53 καὶ ἐξενέγκας ὁ παῖς σκεύη ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ καὶ ἱματισμὸν ἔδωκε τῇ Ρεβέκκᾳ καὶ δῶρα ἔδωκε τῷ ἀδελφῷ αὐτῆς καὶ τῇ μητρὶ αὐτῆς. 53 Εβγαλε τότε ο Ελιέζερ από τας αποσκευάς του χρυσά και αργυρά κοσμήματα και φορέματα και τα έδωσε εις την Ρεβέκκαν. Εδωσεν επίσης δώρα στον αδελφόν της τον Λαβαν και εις την μητέρα της 53 Καὶ ἀφοῦ ἐβεβαιώθη πλέον, ὅτι εἶχε καλὸν τέλος ἡ ἀποστολή του, ἔβγαλε κοσμήματα ἀσημένια καὶ χρυσὰ καὶ φορέματα πλούσια καὶ πολύτιμα, τὰ ὁποῖα ἔδωκεν εἰς τὴν Ρεβέκκαν· προσέφερεν ἐπίσης δῶρα καὶ εἰς τὸν ἀδελφόν της καὶ εἰς τὴν μητέρα της.
54 καὶ ἔφαγον καὶ ἔπιον καὶ αὐτὸς καὶ οἱ ἄνδρες οἱ μετ᾿ αὐτοῦ ὄντες, καὶ ἐκοιμήθησαν. Καὶ ἀναστὰς τὸ πρωΐ εἶπεν· ἐκπέμψατέ με, ἵνα ἀπέλθω πρὸς τὸν κύριόν μου. 54 Κατόπιν δε αυτών έφαγον και έπιον ο Ελιέζερ και οι άνδρες, που ήσαν μαζή του, και μετά το δείπνον έπεσαν και εκοιμήθησαν. Το πρωϊ δε σηκώθηκε ο Ελιέζερ και είπε· “κατευοδώσατέ με τώρα και επιτρέψατέ μου να επανέλθω προς τον κύριόν μου”. 54 Ὅταν ἐξεπληρώθη ἡ ἐντολὴ τοῦ κυρίου του, ἐκάθησαν εἰς τὸ τραπέζι καὶ ἔφαγαν καὶ ἤπιαν αὐτός (ὁ δοῦλος τοῦ Ἀβραὰμ) καὶ οἰ συνοδοί του καὶ κατόπιν ἐκοιμήθησαν ἥσυχοι καὶ ἁπαλλαγμένοι ἀπὸ τὴν μεγάλην φροντίδα.
55 εἶπαν δὲ οἱ ἀδελφοὶ αὐτῆς καὶ ἡ μήτηρ· μεινάτω ἡ παρθένος μεθ᾿ ἡμῶν ἡμέρας ὡσεὶ δέκα, καὶ μετὰ ταῦτα ἀπελεύσεται. 55 Οι αδελφοί της Ρεβέκκας και η μητέρα της είπαν· “ας μείνη ακόμη μαζή μας η κόρη μας, έστω και δέκα ημέρας, μετά τας οποίας ας αναχωρήση”. 55 Οἱ δὲ ἀδελφοὶ καὶ ἡ μητέρα τῆς Ρεβέκκας εἶπαν· «ἂς μείνῃ ἡ κόρη μαζί μας δέκα ἡμέρες περίπου καὶ κατόπιν ἂς ἀναχωρήσῃ».
56 ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτούς· μὴ κατέχετέ με, καὶ Κύριος εὐώδωσε τὴν ὁδόν μου ἐν ἐμοί· ἐκπέμψατέ με, ἵνα ἀπέλθω πρὸς τὸν κύριόν μου. 56 Ο δε Ελιέζερ είπε προς αυτούς· “μη με κρατήτε, διότι ο Κυριος έφερεν εις πέρας την αποστολήν μου. Κατευοδώσατέ με να επιστρέψω στον κύριόν μου”. 56 Ὁ δοῦλος ὅμως τοῦ Ἀβραὰμ τοὺς εἶπε: «Μὴ μὲ κρατεῖτε καὶ μὴ μὲ καθυστερεῖτε νὰ ἀναχωρήσω· διότι ὁ Θεὸς εὐώδωσε τὴν ἀποστολήν μου καὶ ἦλθαν ὅλα εὐνοϊκά. Ἀφῆστε με νὰ ἀναχωρήσω πρὸς τὸν κύριόν μου μίαν ὥραν προτήτερα. Ἐφ’ ὅσον ὁ Θεὸς τὰ ἔφερεν ὅλα εὐνοϊκά, σεῖς μὴ ἀναβάλλετε τὴν ἀναχώρησίν μου».
57 οἱ δὲ εἶπαν· καλέσωμεν τὴν παῖδα καὶ ἐρωτήσωμεν τὸ στόμα αὐτῆς. 57 Εκείνοι απήντησαν· “Ας καλέσωμεν την κόρην να την ερωτήσωμεν και να ακούσωμεν από το στόμα της τι γνώμην έχει”. 57 Ἐκεῖνοι δὲ εἶπαν· «ἂς καλέσωμεν τὴν κόρην καὶ ἂς ἐρωτήσωμεν τὴν γνώμην της».
58 καὶ ἐκάλεσαν τὴν Ρεβέκκαν καὶ εἶπαν αὐτῇ· πορεύσῃ μετὰ τοῦ ἀνθρώπου τούτου; ἡ δὲ εἶπε· πορεύσομαι. 58 Εκάλεσαν, λοιπόν, την Ρεβέκκαν και της είπαν· “επιθυμείς να αναχωρήσης αμέσως με τον άνθρωπον αυτόν; Εκείνη είπεν· “ναι· θα αναχωρήσω”. 58 Ἐκάλεσαν τὴν Ρεβέκκαν καὶ τὴν ἐρώτησαν: «Θέλεις νὰ πᾶς μὲ τὸν ἄνθρωπον αὐτόν; Τί λέγεις;» Καὶ ἡ Ρεβέκκα χωρὶς δισταγμὸν ἀπάντησε· «ναί, θέλω νὰ πάω μαζί του».
59 καὶ ἐξέπεμψαν Ρεβέκκαν τὴν ἀδελφὴν αὐτῶν καὶ τὰ ὑπάρχοντα αὐτῆς καὶ τὸν παῖδα τοῦ ῾Αβραὰμ καὶ τοὺς μετ᾿ αὐτοῦ. 59 Κατευώδωσαν τότε την αδελφήν των με όλα αυτής τα υπάρχοντα και τον δούλον του Αβραάμ μαζή με τους συνοδούς του. 59 Μετὰ τὴν ἀπάντησιν αὐτὴν ἐκεῖνοι δὲν ἔφεραν πλέον ἀντίρρησιν καὶ ἔστειλαν τὴν ἀδελφήν των Ρεβέκκαν εἰς τὸν Πατριάρχην μὲ τὰ ὑπάρχοντά της, δηλαδὴ μὲ ὅ,τι τῆς ἀνῆκε ἀπὸ τὴν πατρικὴν περιουσίαν· ἐπίσης καὶ τὸν δοῦλον τοῦ Ἀβραὰμ μαζὶ μὲ τοὺς συνοδούς του.
60 καὶ εὐλόγησαν Ρεβέκκαν καὶ εἶπαν αὐτῇ· ἀδελφὴ ἡμῶν εἶ· γίνου εἰς χιλιάδας μυριάδων, καὶ κληρονομησάτω τὸ σπέρμα σου τὰς πόλεις τῶν ὑπεναντίων. 60 Ηυχήθησαν δε την Ρεβέκκαν και της είπαν· “είσαι αδελφή μας. Γινε προμήτωρ εις χιλιάδας μυριάδας γενεών και οι απόγονοί σου ας είναι τόσον ισχυροί, ώστε να κυριεύσουν και να κληρονομήσουν τας πόλεις των εχθρών των”. 60 Καὶ εὐχήθηκαν εἰς τὴν Ρεβέκκαν καὶ τῆς εἶπαν· «εἶσαι ἀδελφή μας· γίνε προμήτωρ χιλιάδων μυριάδων γενεῶν καὶ εἴθε οἰ ἀπόγονοί σου νὰ κληρονομήσουν τὶς πόλεις τῶν ἐχθρῶν των, τὶς ὁποῖες θὰ κυριεύσουν μὲ τὴν δύναμίν των».
61 ἀναστᾶσα δὲ Ρεβέκκα καὶ αἱ ἅβραι αὐτῆς, ἐπέβησαν ἐπὶ τὰς καμήλους καὶ ἐπορεύθησαν μετὰ τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἀναλαβὼν ὁ παῖς τὴν Ρεβέκκαν ἀπῆλθεν. 61 Ηγέρθη δε η Ρεβέκκα και αι θεραπαινίδες της, ανέβησαν εις τας καμήλους και επορεύθησαν με τον άνθρωπον εκείνον. Και ο Ελιέζερ, ο δούλος του Αβραάμ, λαβών την Ρεβέκκαν ανεχώρησε. 61 Ἀφοῦ ἐσηκώθη ἡ Ρεβέκκα καὶ οἱ ὑπηρέτριές της, ἐκαβαλλίκευσαν τὶς καμῆλες καὶ ἐπῆγαν μὲ τὸν ἀπεσταλμένον τοῦ Ἀβραάμ· καὶ ὁ δοῦλος τοῦ Πατριάρχου, ἀφοῦ ἐπῆρε μαζί του τὴν Ρεβέκκαν, ἀνεχώρησε.
62 ᾿Ισαὰκ δὲ διεπορεύετο διὰ τῆς ἐρήμου κατὰ τὸ φρέαρ τῆς ὁράσεως· αὐτὸς δὲ κατώκει ἐν τῇ γῇ τῇ πρὸς λίβα. 62 Ο δε Ισαάκ κατά τον καιρόν αυτόν επορεύετο δια μέσου της ερήμου προς το φρέαρ, το οποίον ωνομάζετο “Φρέαρ της οράσεως”· κατοικούσε δε εις την νότιον περιοχήν της Χαναάν. 62 Ὁ δὲ Ἰσαὰκ διέσχιζε τὴν ἔρημον καὶ ἐπήγαινε πρὸς τὸ πηγάδι «τῆς ὁράσεως», δηλαδὴ τὸ πηγάδι ὅπου εἶχε παρουσιασθῆ ὁ Θεός (μεταξὺ Κάδης καὶ Βαράδ)· αὐτὸς δὲ ἑκατοικοῦσε εἰς τὴν περιοχήν, ποὺ εὑρίσκετο πρὸς τὰ νότια τῆς Χαναάν.
63 καὶ ἐξῆλθεν ᾿Ισαὰκ ἀδολεσχῆσαι εἰς τὸ πεδίον τὸ πρὸς δείλης καὶ ἀναβλέψας τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ εἶδε καμήλους ἐρχομένας. 63 Καποιο δειλινόν εξήλθεν ο Ισαάκ να περιπατήση προς ψυχαγωγίαν του εις την πεδιάδα. Υψωσε τα μάτια του και είδεν από μακράν καμήλους να έρχωνται. 63 Καὶ ὁ Ἰσαὰκ ἐβγῆκε περίπατον κατὰ τὸ δειλινὸν εἰς τὴν πεδιάδα, διὰ νὰ αὐτοσυγκεντρωθῇ, νὰ προσευχηθῇ καὶ ἐμβαθύνῃ εἰς τὰ θαυμάσια τοῦ Θεοῦ, βοηθούμενος ἀπὸ τὴν ἠρεμίαν καὶ τὴν ἡσυχίαν τοῦ τόπου. Καθὼς ἐπεριπατοῦσε μόνος, βυθισμένος εἰς ἁγίας σκέψεις, ἐσήκωσε τὸ βλέμμα καὶ εἶδε νὰ ἔρχεται πρὸς τὸ μέρος του καραβάνι μὲ καμῆλες.
64 καὶ ἀναβλέψασα Ρεβέκκα τοῖς ὀφθαλμοῖς εἶδε τὸν ᾿Ισαὰκ καὶ κατεπήδησεν ἀπὸ τῆς καμήλου. 64 Η Ρεβέκκα ύψωσε και αυτή τους οφθαλμούς της, είδε τον Ισαάκ και από αίσθημα αιδούς καταληφθείσα επήδησε κάτω από την κάμηλον. 64 Καὶ μόλις ἐσήκωσε τὸ βλέμμα της ἡ Ρεβέκκα, εἶδε τὸν Ἰσαὰκ καὶ ἐπήδησε καὶ κατέβη ἀπὸ τὴν καμήλαν της·
65 καὶ εἶπε τῷ παιδί· τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ὁ πορευόμενος ἐν τῷ πεδίῳ εἰς συνάντησιν ἡμῖν; εἶπε δὲ ὁ παῖς· οὗτός ἐστιν ὁ κύριός μου. ἡ δὲ λαβοῦσα τὸ θέριστρον περιεβάλετο. 65 Ηρώτησε δε τον Ελιέζερ· “ποιός είναι ο άνθρωπος εκείνος, που περιπατεί εις την πεδιάδα και έρχεται προς συνάντησίν μας;” Είπε δε ο Ελιέζερ· “αυτός είναι ο νέος κύριός μου, ο Ισαάκ”. Εκείνη έλαβε καλύπτραν και εσκεπάσθη. 65 καὶ εἶπε πρὸς τὸν δοῦλον τοῦ Ἀβραάμ· «ποῖος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ποὺ βαδίζει εἰς τὴν πεδιάδα καὶ ἔρχεται πρὸς συνάντησίν μας;» Ὁ δοῦλος δὲ τῆς ἀπάντησε· «αὐτὸς εἶναι ὁ κύριός μου». Ἡ Ρεβέκκα μόλις ἄκουσε τὴν ἀπάντησιν αὐτήν, ἐπῆρε τὸ κάλυμμά της καὶ ἐσκέπασε τὸ πρόσωπόν της, ὅπως συνήθιζαν οἱ γυναῖκες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, προκειμένου νὰ ἐκδηλώσουν τὴν τιμήν, τὸν σεβασμὸν καὶ τὴν ὑποταγήν των εἰς τὸν ἄνδρα.
66 καὶ διηγήσατο ὁ παῖς τῷ ᾿Ισαὰκ πάντα τὰ ρήματα, ἃ ἐποίησεν. 66 Οταν συνήντησαν τον Ισαάκ, διηγήθη ο Ελιέζερ όλα όσα έκαμε εις την γην της Χαρράν. 66 Ὅταν τὸ καραβάνι ἐπλησίασε εἰς τὸν Ἰσαάκ, ὁ δοῦλος διηγήθη εἰς τὸν κύριόν του μὲ ἀκρίβειαν καὶ λεπτομέρειαν ὅλα, ὅσα εἶπε καὶ ἔκαμε· ἔτσι ἔπεισε τὸν Ἰσαὰκ ὅτι τὴν Ρεβέκκαν τὴν παρουσίασεν ὁ Θεός.
67 εἰσῆλθε δὲ ᾿Ισαὰκ εἰς τὸν οἶκον τῆς μητρὸς αὐτοῦ καὶ ἔλαβε τὴν Ρεβέκκαν, καὶ ἐγένετο αὐτοῦ γυνή, καὶ ἠγάπησεν αὐτήν· καὶ παρεκλήθη ᾿Ισαὰκ περὶ Σάρρας τῆς μητρὸς αὐτοῦ. 67 Ο Ισαάκ έλαβε την Ρεβέκκαν, την εισήγαγεν εις την σκηνήν της μητρός του, την ενυμφεύθη και την ηγάπησεν. Ετσι δε και επαρηγορήθη δια τον θάνατον της μητρός του. 67 Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ ὁ Ἰσαὰκ ἐμπῆκε εἰς τὸ σπίτι τῆς μητέρας του καὶ ἐκεῖ ἐνυμφεύθη τὴν Ρεβέκκαν, ἡ ὁποία ἔγινε πλέον γυναῖκα του καὶ τὴν ὁποίαν ἀγάπησε. Μὲ τὴν χαρὰν τοῦ γάμου του παρηγορήθη ὁ Ἰσαὰκ ἀπὸ τὴν λύπην, ποὺ τοῦ ἐπροξένησεν ὁ θάνατος τῆς μητέρας του Σάρρας.