Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΓΕΝΕΣΙΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 (Β)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ συνετελέσθησαν ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ καὶ πᾶς ὁ κόσμος αὐτῶν. 1 Ούτω δε ετελείωσεν η δημιουργία του σύμπαντος, του ουρανού και της γης, και όλος αυτών ο στολισμός, η αρμονία και η λαμπρότης. 1 Τοιουτοτρόπως συνεπληρώθησαν καὶ ὡλοκληρώθησαν ὁ οὐρανός, ἡ γῆ καὶ ἡ θάλασσα καὶ ὅλη ἡ ἁρμονικὴ καὶ λαμπρὰ στρατιὰ τῶν στοιχείων, τὰ ὁποῖα ὑπάρχουν εἰς αὐτά.
2 καὶ συνετέλεσεν ὁ Θεὸς ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἕκτῃ τὰ ἔργα αὐτοῦ, ἃ ἐποίησε, καὶ κατέπαυσε τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὧν ἐποίησε. 2 Κατά την έκτην ημέραν ετελείωσεν ο Θεός τα έργα αυτού, όσα έκαμε, και ανεπαύθη κατά την εβδόμην ημέραν από όλα τα έργα αυτού, τα οποία εδημιούργησεν εκ του μηδενός και εμορφοποίησεν. 2 Καὶ ὁ Θεὸς ἀπετελείωσε καὶ ὠλοκλήρωσε κατὰ τὴν ἕκτην ἡμέραν τὰ ἔργα του, τὰ ὁποῖα διέπλασε καὶ διεμόρφωσεν ἀπὸ τὸ μηδέν. Καὶ ἐσταμάτησεν ὁ Θεὸς κατὰ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν ἀπὸ ὅλα τὰ ἔργα του, τὰ ὁποῖα διέπλασε καὶ διεμόρφωσε ἀπὸ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι κατὰ τὶς προηγούμενες ἕξ ἡμέρες.
3 καὶ εὐλόγησεν ὁ Θεὸς τὴν ἡμέραν τὴν ἑβδόμην καὶ ἡγίασεν αὐτήν· ὅτι ἐν αὐτῇ κατέπαυσεν ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὧν ἤρξατο ὁ Θεὸς ποιῆσαι. 3 Ευλόγησε δε ο Θεός την ημέραν την εβδόμην, ηγίασεν αυτήν και ως αγίαν την ώρισε, διότι κατ' αυτήν κατέπαυσε την δημιουργίαν του και ανεπαύθη μετά την δημιουργίαν των έργων, τα οποία από της πρώτης ημέρας ήρχισε να δημιουργή. 3 Καὶ ἐπειδὴ ὅσα ἠθέλησεν ἡ θεῖα παντοδυναμία τὸ παρήγαγε καὶ τὰ ὠλοκλήρωσε κατὰ τὶς ἕξι προηγούμενες ἡμέρες, διὰ νὰ μὴ ὑστερῇ καὶ ἡ ἑβδόμη, ἀξιώνει καὶ τὴν ἡμέραν αὐτὴν εὐλογίας. Οἱ προηγούμενες ἡμέρες εἶχαν ἀντὶ ἄλλης εὐλογίας τὴν δημιουργίαν τῶν ὄντων. Εἰς τὴν ἑβδόμην ἡμέραν ὁ Θεὸς ἔδωκε χαρίτας πνευματικὰς τὴν καθιέρωσεν ὡς ἁγίαν καὶ τὴν ἐξεχώρισε διὰ τὸν ἑαυτόν του, διότι τὴν ἡμέραν αὐτὴν ἐσταμάτησε νὰ παράγῃ ἀπὸ τὸ μηδὲν τὰ δημιουργήματα, ποὺ ἄρχισε νὰ δημιουργῇ ἀπὸ τὴν πρώτην ἡμέραν. Ἀπὸ τώρα καὶ εἰς τὸ ἑξῆς προνοεῖ διὰ τὴν συντήρησιν τῶν ἔργων του καὶ κατευθύνει τὸν χρόνον καὶ τὴν ἱστορίαν.
4 Αὕτη ἡ βίβλος γενέσεως οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὅτε ἐγένετο· ᾗ ἡμέρᾳ ἐποίησε Κύριος ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν 4 Αυτή είναι η ιστορία της δημιουργίας του ουρανού και της γης, όταν αυτά ετελείωσαν και ωλοκληρώθησαν. Αυτή είναι η δημιουργία του σύμπαντος, όταν ο απειροτέλειος Θεός εδημιούργησεν εκ του μηδενός το σύμπαν, τον ουρανόν και την γην. 4 Αὐτὴ εἶναι ἡ ἱστορία τῆς καταγωγῆς καὶ δημιουργίας τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ ὅλων ὅσα ὑπάρχουν εἰς αὐτά, ὅταν ἐδημιουργοῦντο ἀπὸ τὸ μηδέν. Ὅταν ὁ παντοδύναμος καὶ ἀπειροτέλειος Θεός, ἡ αὐτοζωὴ καὶ ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, ἐδημιούργησε τὸ ὑλικὸν σύμπαν, τὸν ἀπέραντον οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν,
5 καὶ πᾶν χλωρὸν ἀγροῦ πρὸ τοῦ γενέσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντα χόρτον ἀγροῦ πρὸ τοῦ ἀνατεῖλαι· οὐ γὰρ ἔβρεξεν ὁ Θεὸς ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ἄνθρωπος οὐκ ἦν ἐργάζεσθαι αὐτήν· 5 Δεν υπήρχον όμως ακόμη χλόη και θάμνοι των αγρών και δεν είχον βλαστήσει φυτά του αγρού. Διότι δεν είχεν αποστείλει βροχάς ο Θεός εις την γην και δεν υπήρχεν άνθρωπος να εργάζεται και να καλλιεργή τους αγρούς. 5 δὲν ὑπήρχαν ἀκόμη καθόλου πρασινάδα ἡ ἄλλη ποώδης βλάστησις εἰς τὴν γῆν καὶ δὲν εἶχε φυτρώσει ἀκόμη κανένα εἶδος χόρτου ἢ φυτοῦ διότι ὁ παντοδύναμος καὶ ἀπειροτέλειος Θεὸς δὲν εἶχε βρέξει ἀκόμη ἐπάνω εἰς τὴν γῆν καὶ ἄνθρωπος δὲν ὑπῆρχε διὰ νὰ τὴν καλλιεργῇ.
6 πηγὴ δὲ ἀνέβαινεν ἐκ τῆς γῆς καὶ ἐπότιζε πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς. 6 Ανέβλυζαν δε πηγαί και επότιζαν με τα ύδατά των όλην την επιφάνειαν της ξηράς. 6 Ἀνέβλυζεν ὅμως ἀπὸ τὴν γῆν, ὡς πηγή, ἕνα κῦμα ὑγρασίας, μία συνεχὴς ροὴ ὑγρῶν ἀτμῶν, ποὺ ἐπότιζε τὴν ἐπιφάνειαν τῆς ξηρᾶς.
7 καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν. 7 Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπον με χώμα από την γην (χοϊκόν) και ενεφύσησεν στο πρόσωπον αυτού πνεύμα ζων, την αθάνατον ψυχήν· έτσι δε έγινεν ο άνθρωπος ζώσα υλικοπνευματική ύπαρξις. 7 Καὶ ὁ παντοδύναμος καὶ ἀπειροτέλειος Θεός, ἡ αὐτοζωὴ καὶ ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, ἀφοῦ ἔλαβε χῶμα κοινὸν καὶ συνηθισμένον, λεπτὴν σκόνην ἀπὸ τὴν γῆν, ἀπὸ αὐτὴν ποὺ πατοῦμεν, διέπλασε καὶ ἐμορφοποίησε τὸν ὑλικὸν ἄνθρωπον· καὶ ἐνεφύσησε εἰς τὸ πρόσωπόν του ζωτικὴν ἐνέργειαν, ζωοποιὸν δύναμιν καὶ ἔγινεν ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ νεκρὸν πλάσμα ὕπαρξις ζωντανὴ μὲ ψυχὴν λογικήν, ἐλευθέραν, ἀσώματον καὶ ἀθάνατον, ἡ ὁποία δίδει ζωήν, κίνησιν καὶ ἐνέργειαν εἰς τὸ σῶμα καὶ τὰ μέλη του. (Ἡ ψυχὴ δὲν ἐπλάσθη ἀπὸ προϋπάρχουσαν ὕλην, ἀλλὰ ἐπλάσθη ὑπὸ τῆς θείας Παντοδυναμίας ἀπὸ τὸ μηδὲν καὶ συνεδέθη μὲ τὸ ὑλικὸν σῶμα ἑπομένως ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὕπαρξις ὑλικοπνευματική).
8 Καὶ ἐφύτευσεν ὁ Θεὸς παράδεισον ἐν ᾿Εδὲμ κατὰ ἀνατολὰς καὶ ἔθετο ἐκεῖ τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἔπλασε. 8 Διέταξε δε ο Θεός και εφύτρωσε και εβλάστησεν εις την περιοχήν της Εδέμ προς ανατολάς κήπος, ο παράδεισος, και εκεί ετοποθέτησε τον άνθρωπον, τον οποίον έπλασε. 8 Καὶ ὁ παντοδύναμος καὶ ἀπειροτέλειος Θεὸς διέταξε καὶ ἐφύτρωσε Παράδεισος, κῆπος μὲ πλουσίαν καὶ ποικίλην βλάστησιν, εἰς τὴν Ἐδέμ, τόπον ἀπολαύσεως καὶ χαρᾶς, ποὺ εὑρίσκεται πρὸς Ἀνατολάς· ἐκεῖ ἐπρόσταξε νὰ ζῇ ὁ ἄνθρωπος, τὸν ὁποῖον ἐδημιούργησε.
9 καὶ ἐξανέτειλεν ὁ Θεὸς ἔτι ἐκ τῆς γῆς πᾶν ξύλον ὡραῖον εἰς ὅρασιν καὶ καλὸν εἰς βρῶσιν καὶ τὸ ξύλον τῆς ζωῆς ἐν μέσῳ τοῦ παραδείσου καὶ τὸ ξύλον τοῦ εἰδέναι γνωστὸν καλοῦ καὶ πονηροῦ. 9 Εκαμε δε ο Θεός να βλαστήσουν από την γην όλα τα είδη των δένδρων, τα οποία είναι ωραία εις την όρασιν, ευχάριστα εις την γεύσιν και θρεπτικά, καθώς επίσης διέταξε και εφύτρωσε το δένδρον της ζωής εν μέσω του παραδείσου και το δένδρον της γνώσεως του καλού και του κακού. 9 Καὶ ὁ παντοδύναμος καὶ ἀπειροτέλειος Θεὸς ἐπρόσταξε καὶ ἐβλάστησαν ἀκόμη ἀπὸ τὴν γῆν τρία εἴδη δένδρων: Πρώτον· κάθε εἶδος καὶ κάθε ποικιλία δένδρων, τὰ ὁποῖα μὲ τὸ ὕψος, τὸ σχῆμα, τὸ φύλλωμα, τὰ ἄνθη των νὰ εὐχαριστοῦν καὶ νὰ τέρπουν· μὲ τὴν ποικιλίαν δὲ τῶν καρπῶν των νὰ ἰκανοποιοῦν, εὐφραίνουν καὶ τρέφουν τὸν ἄνθρωπον. Εἰς τὸ κέντρον τοῦ Παραδείσου, εἰς θέσιν προνομιακήν, ὥστε νὰ εἶναι ὁρατὰ καθημερινῶς ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον, ὁ Θεὸς ἐπρόσταξε καὶ ἐβλάστησαν ἄλλα δύο δένδρα. Τὸ ἕνα ἦταν δένδρον, τοῦ ὁποίου οἱ καρποὶ εἶχαν χάριν μοναδικήν, ὑπερφυσικὴν καὶ δύναμιν ἔκτακτον, διότι θὰ ἔδιδαν ἀθανασίαν καὶ αἰωνίαν μακαριότητα εἰς ἐκεῖνον ποὺ θὰ τοὺς ἔτρωγε· τὸ ἄλλο ἦταν δένδρον, ἀπὸ τοὺς καρποὺς τοῦ ὁποίου ὅποιος ἔτρωγε θὰ ἐγνώριζε πειραματικῶς πόσον πικρὸν ἦταν τὸ ἠθικὸν κακόν. Μὲ ἄλλους λόγους τὰ εἴδη τῶν δένδρων τοῦ Παραδείσου ἦσαν τρία: α) Τὰ πολλά, διὰ νὰ ζῇ («ἵνα ζῇ») ὁ ἄνθρωπος καὶ να συντηρῆται. β) «Τὸ ξύλον τῆς ζωῆς», διὰ νὰ ζῇ ὁ ἄνθρωπος αἰωνίως εὐτυχής («ἵνα ἀεὶ ζῇ»). Αὐτὸ τοῦ ἐδόθη ὡς βραβεῖον. γ) «Τὸ ξύλον τοῦ εἰδέναι γνωστὸν καλοῦ καὶ πονηροῦ» («ἵνα εὖ ζῇ»), οἱ καρποὶ τοῦ ὁποίου ἦσαν γύμνασμα καὶ ἀγώνισμα τῆς ὑπακοῆς του ἀνθρώπου εἰς τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ.
10 ποταμὸς δὲ ἐκπορεύεται ἐξ ᾿Εδὲμ ποτίζειν τὸν παράδεισον· ἐκεῖθεν ἀφορίζεται εἰς τέσσαρας ἀρχάς. 10 Ποταμός δε πηγάζει και απλώνεται από την Εδέμ, ώστε να ποτίζη τον παράδεισον. Από εκεί δε εξέρχεται και διαχωρίζεται εις τέσσαρας κατευθύνσεις. 10 Ἀπὸ τὴν Ἐδὲμ πηγάζει ἕνας ποταμὸς διὰ νὰ ποτίζῃ τὸν κῆπον τὸ Παραδείσου ἀπὸ ἐκεῖ διακλαδίζεται εἰς τέσσερις βραχίονες, εἰς τέσσερις ἄλλους ποταμούς.
11 ὄνομα τῷ ἑνὶ Φισῶν· οὗτος ὁ κυκλῶν πᾶσαν τὴν γῆν Εὐιλάτ, ἐκεῖ οὗ ἐστι τὸ χρυσίον· 11 Το όνομα του ενός εκ των τεσσάρων αυτών ποταμών είναι Φισών. Αυτός περικυκλώνει και ποτίζει όλην την περιοχήν Ευϊλάτ, όπου υπάρχει ο χρυσός. 11 Τὸ ὄνομα τοῦ ἑνὸς ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι Φισῶν· αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ περιβάλλει καὶ περικυκλώνει ὅλην τὴν χώραν Εὐϊλάτ, ὅπου ὑπάρχει τὸ χρυσάφι.
12 τὸ δὲ χρυσίον τῆς γῆς ἐκείνης καλόν· καὶ ἐκεῖ ἐστιν ὁ ἄνθραξ καὶ ὁ λίθος ὁ πράσινος. 12 Ο χρυσός της χώρας εκείνης είναι αγνός και πολύτιμος. Εις την χώραν αυτήν επίσης υπάρχουν και δύο άλλοι πολύτιμοι λίθοι, ο απαστράπτων άνθραξ και ο πράσινος λίθος. 12 Τὸ δὲ χρυσάφι τῆς χώρας ἐκείνης εἶναι καθαρὸν καὶ ἐκλεκτόν· ἐκεῖ ἐπίσης ὑπάρχει ὁ πολύτιμος λίθος ἀνθράκιον καὶ ὁ πράσινος πολύτιμος λίθος ὄνυξ.
13 καὶ ὄνομα τῷ ποταμῷ τῷ δευτέρῳ Γεῶν· οὗτος ὁ κυκλῶν πᾶσαν τὴν γῆν Αἰθιοπίας. 13 Το όνομα του δευτέρου ποταμού είναι Γεών· αυτός διαρρέει όλην την γην της Αιθιοπίας. 13 Τὸ ὄνομα τοῦ δευτέρου ποταμοῦ εἶναι Γεῶν· αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ περιβάλλει καὶ περικυκλώνει ὅλην τὴν χώραν τῆς Αἰθιοπίας.
14 καὶ ὁ ποταμὸς ὁ τρίτος Τίγρις· οὗτος ὁ προπορευόμενος κατέναντι ᾿Ασσυρίων. ὁ δὲ ποταμὸς ὁ τέταρτος Εὐφράτης. 14 Και ο ποταμός ο τρίτος είναι ο Τιγρις· αυτός διέρχεται εμπρός από την χώραν των Ασσυρίων. Ο δε τέταρτος ποταμός είναι ο Ευφράτης. 14 Τὸ ὄνομα τοῦ τρίτου ποταμοῦ εἶναι Τίγρις· αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ τρέχει ἀνατολικῶς τῆς χώρας τῶν Ἀσσυρίων. Ὁ δὲ ποταμὸς ὁ τέταρτος ὀνομάζεται Εὐφράτης.
15 Καὶ ἔλαβε Κύριος ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἔπλασε, καὶ ἔθετο αὐτὸν ἐν τῷ παραδείσῳ τῆς τρυφῆς, ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φυλάσσειν. 15 Ελαβε Κυριος ο Θεός τον άνθρωπον, τον οποίον εδημιούργησε, και έθεσεν αυτόν στον παράδεισον της χαράς και της τέρψεως, δια να εργάζεται εις αυτόν και να τον φυλάσση. 15 Καὶ ὁ παντοδύναμος καὶ ἀπειροτέλειος Θεὸς ἐπῆρε τὸν ἄνθρωπον, ποὺ ἐδημιούργησεν ἔξω ἀπὸ τὸν Παράδεισον καὶ τὸν ὡδήγησε μέσα εἰς τὸν Παράδεισον τῆς εὐτυχίας καὶ τῆς μακαριότητος, διὰ νὰ τὸν καλλιεργῇ, νὰ τὸν φροντίζῃ καὶ νὰ τὸν φυλάττῃ ἀπὸ τὰ πτηνά, τὰ ζῶα καὶ τὰ θηρία.
16 καὶ ἐνετείλατο Κύριος ὁ Θεὸς τῷ ᾿Αδὰμ λέγων· ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγῇ, 16 Εδωσε δε εντολήν Κυριος ο Θεός στον Αδάμ λέγων· “από όλα τα καρποφόρα δένδρα που υπάρχουν στον παράδεισον, σας δίδω το δικαίωμα να τρώγετε. 16 Καὶ ὁ Θεὸς ἔδωκεν εἰς τὸν Ἀδὰμ ἐντολὴν εὔκολον, ἄκοπον, ταιριαστὴν καὶ συμφέρουσαν εἰς τὸ λογικὸν καὶ τὴν ἐλευθερίαν του, λέγων· «ἀπὸ κάθε εἶδος δένδρου, ποὺ ὑπάρχει εἰς τὸν Παράδεισον, εἶσαι ἐλεύθερος νὰ φάγῃς,
17 ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ· ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε. 17 Από το δένδρον όμως της γνώσεως του καλού και κακού δεν πρέπει ποτέ να φάγετε από αυτό. Κατά δε την ημέραν κατά την οποίαν θα φάγετε από τον καρπόν του, θα χάσετε το δικαίωμα της αθανασίας, θα αποθάνετε σωματικώς και θα χωρισθήτε από εμέ, που σας έδωσα την ζωήν”. 17 ἀπὸ τὸ δένδρον ὅμως, τοῦ ὁποίου οἰ καρποὶ θὰ σοῦ γνωρίσουν πειραματικῶς τὸ ἠθικὸν κακόν, τόσον σύ, ὅσον καὶ ἡ γυναῖκα σου (ποὺ θὰ δημιουργηθῇ ἐντὸς ὀλίγου), δὲν θὰ φάγετε· τὴν ἡμέραν ποὺ θὰ παραβῆτε τὴν ἐντολὴν καὶ θὰ φάγετε ἀπὸ τὸν ἀπηγορευμένον καρπόν, θὰ ἀποθάνετε ἐξάπαντος μὲ θάνατον πνευματικόν»· θὰ χωρισθῆτε δηλαδὴ ἀπὸ ἐμὲ τὸν Θεόν. Ὡς ἀποτέλεσμα τοῦ θανάτου αὐτοῦ θὰ ἔλθῃ κατόπιν καὶ ὁ σωματικὸς θάνατος, ὁ χωρισμὸς τοῦ σώματος ἀπὸ τῆς ψυχῆς.
18 Καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεός· οὐ καλὸν εἶναι τὸν ἄνθρωπον μόνον· ποιήσωμεν αὐτῷ βοηθὸν κατ᾿ αὐτόν. 18 Ο δε Τριαδικός Θεός είπε καθ' εαυτόν· “δεν είναι καλόν να μείνη μόνος του ο άνθρωπος. Ας δημιουργήσωμεν προς χάριν αυτού βοηθόν του, πλάσμα όμοιον με αυτόν”. 18 Καὶ ὁ Θεὸς Πατήρ, ἐκφράζων τὴν θείαν καὶ ἀγαθὴν βουλὴν καὶ σκέψιν του πρὸς τὰ ἄλλα δύο πρόσωπα τῆς ἁγίας καὶ ἀδιαιρέτου καὶ ζωοποιοῦ Τριάδος, τὸν ὁμοούσιον πρὸς αὐτὸν μονογενῆ Υἱὸν καὶ Λόγον του καὶ τὸ ὁμόθρονον καὶ συναΐδιον πρὸς αὐτὸν Παράκλητον Πνεῦμα, εἶπε· «δὲν εἶναι καλὸν πρᾶγμα νὰ μένῃ εἰς τὸν μακάριον τοῦτον τόπον ὁ ἄνθρωπος μόνος· ἂς κάμωμεν δι’ αὐτὸν βοηθόν, ὁ ὁποῖος ὅμως δὲν θὰ εἶναι ὅπως τὰ ἄλλα δημιουργήματα. Ἂς κάμωμεν βοηθὸν ὅμοιον καὶ ὁμότιμον μὲ τὸν Ἀδάμ, τῆς ἰδίας οὐσίας καὶ ἀξίας, ποὺ νὰ μὴ ὑστερῇ ἀπὸ αὐτὸν εἰς τίποτε, ὥστε νὰ ἐπικοινωνῇ μαζί του· ὥστε νὰ ἀνακοινώνουν ἀμοιβαίως τὶς σκέψεις, νὰ ἐκδηλώνουν ἀμοιβαίως τὰ αἰσθήματά των ὥστε μαζὶ καὶ οἰ δύο νὰ συντηροῦν καὶ διαιωνίζουν τὸ ἀνθρώπινον γένος».
19 καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς ἔτι ἐκ τῆς γῆς πάντα τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ καὶ πάντα τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἤγαγεν αὐτὰ πρὸς τὸν ᾿Αδάμ, ἰδεῖν τί καλέσει αὐτά. καὶ πᾶν ὃ ἐὰν ἐκάλεσεν αὐτὸ ᾿Αδὰμ ψυχὴν ζῶσαν, τοῦτο ὄνομα αὐτῷ. 19 Πριν όμως δημιουργήση ο Θεός την βοηθόν του Αδάμ, την Εύαν, ωδήγησεν ενώπιον του Αδάμ όλα τα θηρία του αγρού και όλα τα πτηνά του ουρανού, τα οποία εδημιούργησε, δια να ίδη αυτά ο Αδάμ και να τους δώση το κατάλληλον όνομα. Και το όνομα, το οποίον θα έδιδεν ο Αδάμ στο καθένα από αυτά, τούτο το όνομα και θα έμενεν εις αυτό. 19 Καὶ ὁ Θεός, πρὶν ἀκόμη δημιουργήσῃ τὴν Εὔαν, τὴν βοηθὸν τοῦ Ἀδάμ, διέπλασε καὶ ἐμορφοποίησε ἀπὸ τὸ χῶμα τῆς γῆς ὅλα τὰ ἄγρια θηρία, ποὺ ζοῦν εἰς τὰ δάση καὶ ὅλα τὰ πουλιά, ποὺ διασχίζουν τοὺς ὁρίζοντες καὶ μὲ εἰδικὴν νεῦσιν τὰ ὡδήγησεν ὡ ὑπηκόους ἐμπρὸς εἰς τὸν Ἀδάμ, τὸν λογικὸν κυρίαρχον τῆς ὁρατῆς κτίσεως, διὰ νὰ σκεφθῇ καὶ ἀποφασίσῃ ποῖα ὀνόματα νὰ τοὺς δώσῃ.Καὶ ὅ,τι ὄνομα θὰ ἔδιδεν ὁ Ἀδὰμ εἰς κάθε ζωντανὸν ὀργανισμόν, αὐτὸ καὶ θὰ ἔμενεν ὡς ὄνομά του.
20 καὶ ἐκάλεσεν ᾿Αδὰμ ὀνόματα πᾶσι τοῖς κτήνεσι καὶ πᾶσι τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ πᾶσι τοῖς θηρίοις τοῦ ἀγροῦ· τῷ δὲ ᾿Αδὰμ οὐχ εὑρέθη βοηθὸς ὅμοιος αὐτῷ. 20 Και ο Αδάμ με την σοφίαν, την κρίσιν και την γνώσιν που είχεν, έδωσεν ονόματα εις όλα τα κτήνη και εις όλα τα πτηνά του ουρανού και εις όλα τα θηρία της υπαίθρου. Κανένα όμως από τα ζώα αυτά δεν ευρέθη βοηθός όμοιος με τον Αδάμ, άξιος και ευχάριστος εις αυτόν. 20 Καὶ ὁ Ἀδὰμ ὡς κύριος τῆς ὁρατῆς κτίσεως, προικισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸν μὲ σοφίαν, ὀξύνοιαν καὶ ἀντίληψιν, ὥστε νὰ γνωρίζῃ τὸν χαρακτῆρα, τὶς συνήθειες καὶ τὴν χρησιμότητα τοῦ κάθε ζώου, χωρὶς νὰ δυσκολευθῇ ἢ νὰ κάμῃ σύγχυσιν εἰς τὴν τάξιν τῶν ζώων, ἔδωκεν ὀνόματα εἰς ὅλα τὰ ἥμερα ζῶα καὶ εἰς ὅλα τὰ πετεινά, ποὺ διασχίζουν τοὺς ὁρίζοντες καὶ εἰς ὅλα τὰ ἄγρια θηρία, ποὺ ζοῦν εἰς τὰ δάση (καὶ ὁ Θεὸς ἔκαμε δεκτὴν τὴν ὀνοματοθεσίαν τοῦ Ἀδὰμ καὶ τὴν ἐπεκύρωσε). Ἀλλά, παρ' ὅλον ὅτι τὰ ζῶα ἐπρόσφεραν εἰς τὸν ἄνθρωπον βοήθειαν καὶ ὠφέλειαν πολλήν, ἐν τούτοις διὰ τὸν Ἀδὰμ δὲν εὑρέθη βοηθὸς ὅμοιος καὶ ὁμότιμος μὲ αὐτόν, τῆς ἰδίας οὐσίας καὶ ἀξίας, ποὺ νὰ μὴ ὑστερῇ εἰς τίποτε ἀπὸ αὐτὸν καὶ ὁ ὁποῖος νὰ τοῦ προσφέρῃ παρηγορίαν καὶ ψυχικὴν ἱκανοποίησιν.
21 καὶ ἐπέβαλεν ὁ Θεὸς ἔκστασιν ἐπὶ τὸν ᾿Αδάμ, καὶ ὕπνωσε· καὶ ἔλαβε μίαν τῶν πλευρῶν αὐτοῦ καὶ ἀνεπλήρωσε σάρκα ἀντ᾿ αὐτῆς. 21 Τοτε ο Θεός, δια να αναπληρώση την έλλειψιν αυτήν, έφερεν έκστασιν στον Αδάμ, ο οποίος και εκοιμήθη βαθύτατα. Ελαβε τότε μίαν από τας πλευράς του Αδάμ και συνεπλήρωσε δια σαρκός το κενόν της αναιρεθείσης αυτής πλευράς. 21 Καὶ ὁ παντοδύναμος καὶ ἀπειροτέλειος Θεός, διὰ νὰ μὴ προξενήσῃ πόνον εἰς τὸν ἄνθρωπον ἡ ἀφαίρεσις τῆς πλευρᾶς καὶ ὡς ἐκ τούτου διάκειται ἐχθρικῶς πρὸς τὸ πλάσμα ποὺ θὰ ἐδημιουργεῖτο ἐνθυμούμενος τὸν πόνον, διέταξε νὰ καταληφθῇ ὁ Ἀδὰμ ἀπὸ νάρκην. Καὶ ὁ Ἀδὰμ ἔπεσεν εἰς ἀσυνήθη, βαθὺν ληθαργικὸν ὕπνον, κατὰ τὸν ὁποῖον ἐδιατηροῦοε τὴν αὐτοσυνειδησίαν του. Τότε ὁ Θεὸς ἔλαβε μίαν ἀπὸ τὶς πλευρὲς τοῦ Ἀδὰμ καὶ ἀνεπλήρωσε τὴν ἔλλειψιν τῆς μὲ σάρκα. Δὲν ἔλαβε τμῆμα ἀπὸ τὴν κεφαλὴν τοῦ Ἀδάμ, διὰ νὰ μὴ τοῦ εἶναι αὐτὴ ποὺ θὰ ἐδημιουργεῖτο κύριος καὶ αὐθέντης· οὔτε ἀπὸ τὰ πόδια, διὰ νὰ μὴ τοῦ εἶναι δούλη καὶ τὴν ποδοπατῇ· ἔλαβε μίαν ἀπό τις πλευρὲς τοῦ Ἀδάμ, ὥστε αὐτὴ ποὺ θὰ ἐδημιουργεῖτο νὰ εἶναι ἰσχυρά, ὅπως ἡ πλευρά, ἀσθενεστέρα ὅμως τοῦ Ἀδάμ, ὅπως τὸ μέρος εἶναι ἀσθενέστερον τοῦ ὅλου. Ἔλαβε μίαν ἀπὸ τὶς πλευρὲς κάτω ἀπὸ τὸν βραχίονα τοῦ Ἀδάμ, ὥστε ὁ Ἀδὰμ νὰ προστατεύῃ καὶ νὰ ὑποβαστάζῃ αὐτὴν ποὺ θὰ ἐδημιουργεῖτο· καὶ ἐπειδὴ ἡ πλευρὰ εἶναι κοντὰ εἰς τὴν καρδίαν του, νὰ τὴν ἀγαπᾷ μὲ θέρμην.
22 καὶ ᾠκοδόμησεν ὁ Θεὸς τὴν πλευράν, ἣν ἔλαβεν ἀπὸ τοῦ ᾿Αδάμ, εἰς γυναῖκα καὶ ἤγαγεν αὐτὴν πρὸς τὸν ᾿Αδάμ. 22 Και κατεσκεύασε και εμορφοποίησε την πλευράν, την οποίαν έλαβεν από τον Αδάμ, εις γυναίκα, την οποίαν και έφερε προς αυτόν. 22 Καὶ ὁ παντοδύναμος καὶ ἀπειροτέλειος Θεὸς μετέπλασε καὶ ἐμορφοποίησε τὴν πλευράν, ποὺ ἔλαβεν ἀπὸ τὸν Ἀδάμ, εἰς τελείαν καὶ ὡλοκληρωμένην προσωπικότητα, τὴν γυναῖκα, δημιούργημα ἐλεύθερον, λογικὸν καὶ ὁμότιμον πρὸς τὸν Ἀδάμ. Καὶ διὰ νὰ δείξῃ εἰς τὸν Ἀδάμ, ὅτι δι’ αὐτὸν ἐδημιούργησε τὴν γυναῖκα,τὴν ὁδήγησεν ὡς πατέρας φιλόστοργος πρὸς αὐτόν, καὶ τοῦ τὴν παρέδωκεν ὡς δεύτερον ἑαυτόν του, ὡς βοηθὸν ἱκανὸν νὰ τοῦ προσφέρῃ βοήθειαν εἰς τὰ καθημερινὰ καὶ τὰ κύρια προβλήματα, ποὺ ἐπρόκειτο να ἀντιμετωπίζῃ εἰς τὴν ζωήν του.
23 καὶ εἶπεν ᾿Αδάμ· τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μου· αὕτη κληθήσεται γυνή, ὅτι ἐκ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς ἐλήφθη αὕτη· 23 Οταν δε ο Αδάμ εξύπνησε και είδε την γυναίκα είπεν· “αυτό είναι πλέον οστούν από τα οστά μου και σαρξ από την σάρκα μου. Αυτή θα ονομασθή γυνή (ανδρίς), διότι έγινεν από τον άνδρα αυτής. 23 Ὅταν ὁ Ἀδὰμ εἶδε τὸ νέον δημιούργημα, χάρις εἰς τὸ προφητικὸν χάρισμα ποὺ διέθετε, εἶπε μὲ ἐνθουσιασμὸν καὶ λυρισμόν: «Τοῦτο τὸ δημιούργημα, ποὺ ἐπλάσθη κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον τώρα μόνον, διὰ πρώτην καὶ τελευταίαν φοράν (εἰς τὸ μέλλον τόσον ὁ ἄνδρας, ὅσον καὶ ἡ γυναῖκα θὰ γεννῶνται ἀπὸ τὴν συνεύρεσιν ἀνδρὸς καὶ γυναικός), εἶναι ὀστοῦν ἀπὸ τὰ ὀστᾶ μου καὶ σάρκα ἀπὸ τὴν σάρκα μου· προέρχεται ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τὸ ἰδικόν μου φύραμα· αὐτὴ θὰ ὀνομασθῇ γυναῖκα (ἀνδρὶς κατὰ τὸ ἑβραϊκὸν κείμενον, τὸ ὁποῖον μὲ τὶς λέξεις ish = ἀνήρ, isha = γυνὴ δεικνύει τὴν πλήρη ἰσοτιμίαν ἀνδρὸς καὶ γυναικός), διότι ἔγινε ἀπὸ τὸν ἄνδρα της».
24 ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν. 24 Ενεκα του στενού τούτου συνδέσμου του ανδρός προς την γυναίκα, στο μέλλον κάθε ανήρ θα αφήνη τον πατέρα και την μητέρα του και θα συνδέεται στενότατα με την γυναίκα του, ώστε οι δύο να γίνουν πλέον μία σαρξ δια της συζυγίας”. 24 Ἐμπρὸς εἰς τὸν ἱερὸν καὶ ἀδιάσπαστον τοῦτον δεσμὸν ὑποχωροῦν καὶ αὐτοὶ ἀκόμη οἱ δεσμοὶ μεταξὺ γονέων καὶ τέκνων. Ἕνεκα τοῦ στενοῦ τούτου συνδέσμου θὰ ἐγκαταλείπῃ ὁ ἄνδρας τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα του καὶ θὰ προσκολλᾶται εἰς τὴν μίαν καὶ μόνην γυναῖκα του, καὶ μὲ τὸν στενώτατον αὐτὸν σύνδεσμον καὶ συνάφειαν θὰ γίνουν οἱ δύο μία σάρκα, ἕνα σῶμα.
25 καὶ ἦσαν οἱ δύο γυμνοί, ὅ τε ᾿Αδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ, καὶ οὐκ ᾐσχύνοντο. 25 Ησαν δε και οι δύο γυμνοί, ο Αδάμ και η γυναίκα αυτού, και δεν εντρέποντο ο ένας τον άλλον, διότι ήσαν αγνοί και αθώοι. 25 Καὶ οἰ δύο, ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ γυναῖκα του, ἦσαν γυμνοὶ καὶ δὲν ἐντρέποντο ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, διότι δὲν εἶχεν εἰσορμήσει εἰς τὴν ζωήν των ἡ ἁμαρτία καὶ δὲν εἶχαν διαταραχθῇ οἰ σχέσεις των μὲ τὸν Θεόν. Ἐζοῦσαν εἰς κατάστασιν πλήρους ἀθωότητος καὶ ἁγνότητος· ἦσαν ἄκακοι καὶ ἀπονήρευτοι, ξένοι ἀπὸ πάθη, στολισμένοι μὲ θεοΰφαντον στολήν, τὴν ἀνέκφραστον θεϊκὴν δόξαν.