Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΓΕΝΕΣΙΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 37 (ΛΖ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΤῼΚΕΙ δὲ ᾿Ιακὼβ ἐν τῇ γῇ, οὗ παρώκησεν ὁ πατὴρ αὐτοῦ, ἐν γῇ Χαναάν. 1 Ο Ιακώβ έμενεν εις την χώραν, όπου και ο πατήρ του ο Ισαάκ είχε παροικήσει, δηλαδή εις την Χαναάν. 1 Ο μὲν Ἡσαῦ κατοίκησε εἰς τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν Σηείρ, ὁ δὲ Ἰακὼβ συνέχιζε νὰ κατοικῇ ὡς ξένος εἰς τὴν χώραν, εἰς τὴν ὁποίαν εἶχε παροικήσει καὶ ὁ πατέρας του ὁ Ἰσαάκ, δηλαδὴ εἰς τὴν Χαναὰν καὶ συγκεκριμένως εἰς τὴν Χεβρών.
2 αὗται δὲ αἱ γενέσεις ᾿Ιακώβ· ᾿Ιωσὴφ δὲ δέκα καὶ ἑπτὰ ἐτῶν ἦν, ποιμαίνων τὰ πρόβατα τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ, ὢν νέος, μετὰ τῶν υἱῶν Βαλλᾶς καὶ μετὰ τῶν υἱῶν Ζελφᾶς τῶν γυναικῶν τοῦ πατρὸς αὐτοῦ· κατήνεγκαν δὲ ᾿Ιωσὴφ ψόγον πονηρὸν πρὸς ᾿Ισραὴλ τὸν πατέρα αὐτῶν. 2 Αυτή δε είναι εν συνεχεία η ιστορία της οικογενείας του Ιακώβ. Ο Ιωσήφ εις ηλικίαν δέκα επτά ετών, έφηβος, έβοσκε τα πρόβατα του πατρός του, μαζή με τους αδελφούς του, τους υιούς τους οποίους είχεν αποκτήσει ο ποτήρ του εκ της Βαλλάς και Ζελφάς. Εκείνοι διέβαλαν τον Ιωσήφ προς τον πατέρα των, ότι δήθεν είχε διαπράξει κάποιο μεγάλο αμάρτημα. 2 Αὐτὴ δὲ εἶναι εἰς τὴν συνέχειαν ἱ ἱστορία τῆς οἰκογενείας τοῦ Ἰακώβ. Ὁ Ἰωσὴφ ἦταν δεκαεπτὰ ἐτῶν καὶ ἔβοσκε τὰ πρόβατα τοῦ πατέρα του μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφούς του, τοὺς υἱοὺς τῆς Βαλλᾶς καὶ τοὺς υἱοὺς τῆς Ζελφᾶς, τῶν (παλλακῶν) γυναικῶν τοῦ πατέρα του. Ὅμως οἱ ἄλλοι ἀδελφοὶ ἐσυκοφάντησαν τὸν Ἰωσὴφ πρὸς τὸν πατέρα των, ὅτι δῆθεν εἶχε κάμει μεγάλην ἁμαρτίαν.
3 ᾿Ιακὼβ δέ ἠγάπα τὸν ᾿Ιωσὴφ παρὰ πάντας τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ, ὅτι υἱὸς γήρως ἦν αὐτῷ· ἐποίησε δὲ αὐτῷ χιτῶνα ποικίλον. 3 Ο Ιακώβ όμως αγαπούσε τον Ιωσήφ περισσότερον από όλα τα αλλά παιδιά του, και δια τον λόγον ότι ήτο υιός γεννηθείς κατά το γήρας αυτού. Από την αγάπην δε αυτήν κινούμενος του κατεσκεύασεν ένα πολύχρωμον χιτώνα. 3 Ὁ Ἰακὼβ ὅμως παρὰ τὴν συκοφαντίαν ἀγαποῦσε τὸν Ἰωσὴφ περισσότερον ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους υἱούς του, διότι ἦταν τὸ παιδὶ τῶν γηρατειῶν του. Διὰ τοῦτο κατεσκεύασε διὰ τὸν Ἰωσὴφ χιτῶνα ποικιλόχρωμον μὲ μακρυὰ μανίκια.
4 ἰδόντες δὲ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, ὅτι αὐτὸν ὁ πατὴρ φιλεῖ ἐκ πάντων τῶν υἱῶν αὐτοῦ, ἐμίσησαν αὐτὸν καὶ οὐκ ἠδύναντο λαλεῖν αὐτῷ οὐδὲν εἰρηνικόν. 4 Οταν οι αδελφοί του είδον ότι ο πατέρας των αγαπά περισσότερον από όλα τα αλλά παιδιά του τον Ιωσήφ, τον εφθόνησαν και τον εμίσησαν. Δεν ήθελαν να έχουν με αυτόν σχέσεις αδελφικής αγάπης και εξ αιτίας του φθόνου των δεν ημπορούσαν να ομιλήσουν προς αυτόν τίποτε το ειρηνικόν και φιλικόν. 4 Ὅταν ὅμως οἰ ἀδελφοί του εἶδαν, ὅτι ὁ πατέρας των Ἰακὼβ ἀγαπᾷ, τὸν Ἰωσὴφ περισσότερον ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα παιδιά του, τὸν ἐφθόνησαν καὶ τὸν ἐμίσησαν. Ὁ φθόνος δὲ καὶ τὸ μῖσος τοὺς ἐκυρίευσαν τόσον, ὥστε δεν ἠμποροῦσαν νὰ εἶπουν εἰς τὸν Ἰωσὴφ κανένα λόγον μὲ τρόπον γλυκόν, φιλικὸν καὶ ἀδελφικόν. Δὲν τοῦ συμπεριεφέροντο εἰρηνικά, ἀλλὰ ὡσὰν νὰ εὑρίσκοντο μαζί του εἰς πόλεμον.
5 ᾿Ενυπνιασθεὶς δὲ ᾿Ιωσὴφ ἐνύπνιον ἀπήγγειλεν αὐτὸ τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ. 5 Καποτε ο Ιωσήφ είδεν ένα παράδοξον όνειρον, το οποίον και ανέφερεν στους αδελφούς του. 5 Κάποτε ὁ Ἰωσὴφ εἶδε ἕνα ὄνειρον, καὶ ἐπειδὴ ὁ ἴδιος διατηροῦσε τὴν ἀγάπην πρὸς τοὺς ἀδελφοῦς του χωρὶς τίποτε νὰ ὑποψιάζεται, τὸ διηγήθη μὲ ὅλην τὴν ἀθωότητά του εἰς τοὺς ἀδελφούς του
6 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἀκούσατε τοῦ ἐνυπνίου τούτου, οὗ ἐνυπνιάσθην· 6 Είπεν εις αυτούς· “ακούσατε αυτό το όνειρον, το οποίον είδα απόψε στον ύπνον μου. 6 καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς: «Ἀκοῦστε τὸ ὄνειρον τοῦτο, τὸ ὁποῖον εἶδα.
7 ᾤμην ὑμᾶς δεσμεύειν δράγματα ἐν μέσῳ τῷ πεδίῳ, καὶ ἀνέστη τὸ ἐμὸν δράγμα καὶ ὠρθώθη, περιστραφέντα δὲ τὰ δράγματα ὑμῶν προσεκύνησαν τὸ ἐμὸν δράγμα. 7 Μου εφαίνετο ότι σεις εδένατε δεμάτια από στάχυα στο μέσον των χωραφιών της πεδιάδος. Εσηκώθη το ιδικόν μου δέμα και έμεινεν όρθιον, τα δε ιδικά σας δεμάτια εστράφησαν προς το ιδικόν μου δεμάτι και το επροσκύνησαν”. 7 Μοῦ ἐφαίνετο, ὅτι ἐδένατε δεμάτια ἀπὸ στάχυα εἰς τὸ μέσον τοῦ χωραφιοῦ τῆς πεδιάδος καὶ ἔξαφνα ἐσηκώθη μοναχόν του τὸ ἰδικόν μου δεμάτι καὶ ἐστάθη ὄρθιον, τὰ δὲ ἰδικά σας δεμάτια ἐμαζεύθησαν γύρω ἀπὸ αὐτὸ καὶ ἔσκυψαν καὶ ἐπροσκύνησαν τὸ ἰδικόν μου».
8 εἶπαν δὲ αὐτῷ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ· μὴ βασιλεύων βασιλεύσεις ἐφ᾿ ἡμᾶς ἢ κυριεύων κυριεύσεις ἡμῶν; καὶ προσέθεντο ἔτι μισεῖν αὐτὸν ἕνεκεν τῶν ἐνυπνίων αὐτοῦ καὶ ἕνεκεν τῶν ρημάτων αὐτοῦ. 8 Απήντησαν δε εις αυτόν οι αδελφοί του· “μήπως θα γίνης βασιλεύς, δια να βασιλεύσης επάνω μας η κύριος και αφέντης μας;” Εξ αιτίας του ονείρου αυτού και των λόγων, που τους είπε, τον εμίσησαν ακόμη περισσότερον. 8 Οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Ἰωσήφ, μόλις ἄκουσαν τὸ ὄνειρόν του, τοῦ εἶπαν πειραγμένοι καὶ ἐρεθισμένοι: «Μήπως νομίζεις, ὅτι θὰ γίνῃς βασιλιᾶς καὶ θὰ βασιλεύσῃς ἐπάνω μας ἢ κύριός μας καὶ θὰ μᾶς ἐξουσιάζῃς καὶ θὰ μᾶς διατάζῃς;» Καὶ αὐξήθηκε τὸ μῖσος των ἐναντίον τοῦ Ἰωσὴφ ἀκόμη περισσότερον διὰ τὰ ὄνειρα ποὺ εἶδε καὶ τοὺς ἀνεκοίνωσε καὶ διὰ τὰ ὅσα τοὺς διηγήθηκε.
9 εἶδε δὲ ἐνύπνιον ἕτερον καὶ διηγήσατο αὐτῷ τῷ πατρὶ αὐτοῦ καὶ τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ, καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἐνυπνιασάμην ἐνύπνιον ἕτερον, ὥσπερ ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη καὶ ἕνδεκα ἀστέρες προσεκύνουν με. 9 Είδεν όμως και ένα άλλο όνειρον, το οποίον διηγήθη στον πατέρα και τους αδελφούς του, και είπεν· “ιδού εις ένα άλλο όνειρον, που είδον, μου εφάνη ως εάν ο ήλιος και η σελήνη και ένδεκα αστέρες με προσκυνούσαν”. 9 Ἐνῷ ὅμως αὐτοὶ τὸν ἐμίσησαν περισσότερον μετὰ τὴν ἀνακοίνωσιν τοῦ ὀνείρου, ὁ Ἰωσὴφ ὅταν εἶδε καὶ ἄλλο ὄνειρον, τὸ διηγήθη ἀμέσως μὲ ὅλην τὴν ἀφελότητά του εἰς τὸν πατέρα καὶ τοὺς ἀδελφούς του καὶ τοὺς εἶπε:»Εἶδα καὶ ἄλλο ὄνειρον· μοῦ ἐφάνη ὡσὰν ὁ ἥλιος καὶ τὸ φεγγάρι καὶ ἕνδεκα ἀστέρια νὰ ἐγύριζαν ὅλα μαζὶ καὶ ὡσὰν νὰ ἔπεφταν κατὰ γῆς καὶ μὲ ἐπροσκυνοῦσαν».
10 καὶ ἐπετίμησεν αὐτῷ ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· τί τὸ ἐνύπνιον τοῦτο, ὃ ἐνυπνιάσθης; ἆρά γε ἐλθόντες ἐλευσόμεθα ἐγώ τε καὶ ἡ μήτηρ σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου προσκυνῆσαί σοι ἐπὶ τὴν γῆν; 10 Ο πατήρ του τον επέπληξε (διότι έσπευσε να ανακοινώση και αυτό το όνειρον) και του είπε· “τι νομίζεις ότι σημαίνει αυτό το όνειρον, που είδες; Μηπως θέλεις να πης ότι εγώ, η μητέρα σου και οι αδελφοί σου θα έλθωμεν να σε προσκυνήσωμεν μέχρις εδάφους;” 10 Καὶ ὁ πατέρας του, ἐπειδὴ ἔβλεπε τὸν φθόνον, ποὺ ἐγεννᾶτο εἰς τὶς ψυχὲς τῶν ἄλλων παιδιῶν του καὶ ἐπειδή (ὁ Ἰωσὴφ) δεν ἐκράτησε τὸ ὄνειρον διὰ τὸν ἑαυτόν του, ἀλλὰ τὸ ἀνεκοίνωσε, τὸν ἐπέπληξε καὶ τοῦ εἶπεν, ἐπεξηγῶν ταυτοχρόνως καὶ τὸ ὄνειρον:»Τί σημαίνει τὸ ὄνειρον αὐτό, ποὺ εἶδες εἰς τὸν ὕπνον σου; Μήπως νομίζεις, ὅτι πράγματι καὶ ἐγὼ καὶ ἡ μητέρα σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου θὰ ἔλθωμεν νὰ πέσωμεν κατὰ γῆς ἐμπρός σου καὶ νὰ σὲ προακυνήσωμεν;»
11 ἐζήλωσαν δὲ αὐτὸν οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, ὁ δὲ πατὴρ αὐτοῦ διετήρησε τὸ ρῆμα. 11 Και δια τον λόγον αυτόν οι αδελφοί του τον εφθόνησαν ακόμη περισσότερον. Αλλά ο πατήρ εφύλαξε μέσα εις την καρδιά του τα λόγια αυτά του Ιωσήφ. 11 Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν οἰ ἀδελφοί του τὸν ἐφθόνησαν ἀκόμη περισσότερον ὁ πατέρας του ὅμως ἄκουσε μὲ προσοχὴν τὰ ὄνειρα καὶ ἐφύλαξε τὰ λόγια του Ἰωσὴφ εἰς τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του καὶ ἐπερίμενε νὰ ἴδῃ πῶς θὰ ἐπαληθεύσουν τὰ ὄνειρα τοῦ ἀγαπημένου παιδιοῦ του.
12 ᾿Επορεύθησαν δὲ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ βόσκειν τὰ πρόβατα τοῦ πατρὸς αὐτῶν εἰς Συχέμ. 12 Κατά τας ημέρας εκείνας μετέβησαν οι αδελφοί του Ιωσήφ να βοσκήσουν τα πρόβατα του πατρός των εις την περιοχήν της Συχέμ. 12 Οἰ ἀδελφοί του Ἰωσὴφ ἐπῆγαν διὰ νὰ βοσκήσουν τὰ πρόβατα τοῦ πατέρα των εἰς τὴν εὔφορον πεδιάδα τῆς Συχέμ.
13 καὶ εἶπεν ᾿Ισραὴλ πρὸς ᾿Ιωσήφ· οὐχὶ οἱ ἀδελφοί σου ποιμαίνουσιν εἰς Συχέμ; δεῦρο ἀποστείλω σε πρὸς αὐτούς. εἶπε δὲ αὐτῷ· ἰδοὺ ἐγώ. 13 Ο Ιακώβ (έπειτα ίσως από μερικάς εβδομάδας) είπε προς τον Ιωσήφ· “οι αδελφοί σου δεν βόσκουν τα πρόβατα εις την Συχέμ; Λοιπόν θα σε στείλω προς αυτούς”. “Είμαι πρόθυμος να μεταβώ” είπεν ο Ιωσήφ. 13 Καὶ ὁ Ἰσραὴλ ἀνήσυχος διὰ τὰ παιδιά του εἶπε πρὸς τὸν Ἰωσήφ· «οἰ ἀδελφοί σου δὲν βόσκουν τὰ πρόβατα εἰς τὴν περιοχὴν τῆς Συχέμ; Ἔλα καὶ θὰ σὲ ἀποστείλω πρὸς αὐτούς». Ὁ Ἰωσήφ, ὡς πειθαρχικὸς ποὺ ἦταν, ἀπάντησε· «εὐχαρίστως· εἶμαι πρόθυμος νὰ ὑπάγω ἀμέσως».
14 εἶπε δὲ αὐτῷ ᾿Ισραήλ· πορευθεὶς ἰδέ, εἰ ὑγιαίνουσιν οἱ ἀδελφοί σου καὶ τὰ πρόβατα, καὶ ἀνάγγειλόν μοι. καὶ ἀπέστειλεν αὐτὸν ἐκ τῆς κοιλάδος τῆς Χεβρών, καὶ ἦλθεν εἰς Συχέμ. 14 Είπε δε προς αυτόν ο Ιακώβ· “πήγαινε εκεί να ιδής, εάν είναι καλά εις την υγείαν των οι αδελφοί σου, πως είναι τα πρόβατα και έλα κατόπιν να με πληροφορήσης”. Εστειλε δε αυτόν από την κοιλάδα της Χεβρών, εις την οποίαν έμενε, και ο Ιωσήφ μετέβη εις την Συχέμ. 14 Τότε ὁ φιλότεκνος Ἰακὼβ τοῦ εἶπε: «Πήγαινε ἐκεῖ καὶ ἰδὲ ἂν εἶναι καλὰ είς τὴν ὑγείαν οἱ ἀδελφοί σου καὶ πῶς εἶναι τὰ πρόβατα καὶ κατόπιν γύρισε πίσω νὰ μὲ πληροφόρησῃς σχετικῶς». Καὶ ὁ Ἰακὼβ ἀπέστειλε τὸν Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴν κοιλάδα τῆς Χεβρών, εἰς τὴν ὁποίαν κατοικοῦσε, καὶ ὁ Ἰωσὴφ ἔφθασεν εἰς τὴν πλουσίαν πεδιάδα τῆς Συχέμ.
15 καὶ εὗρεν αὐτὸν ἄνθρωπος πλανώμενον ἐν τῷ πεδίῳ· ἠρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ ἄνθρωπος λέγων· τί ζητεῖς; 15 Καθώς περιεπλανάτο εις την πεδιάδα της Συχέμ τον συνήντησε κάποιος άνθρωπος και τον ηρώτησε· “τι ζητείς εδώ;” 15 Καθὼς ὁ Ἰωσὴφ περιεπλανᾶτο εἰς τὴν πεδιάδα, τὸν συνήντησεν ἕνας ἄνθρωπος καὶ τὸν ἐρωτησε: «Τί γυρεύεις ἐδῶ; ποῖον ἀναζητεῖς;
16 ὁ δὲ εἶπε· τοὺς ἀδελφούς μου ζητῶ· ἀπάγγειλόν μοι, ποῦ βόσκουσιν. 16 Εκείνος απήντησε· “ζητώ να εύρω τους αδελφούς μου. Πές μου, εάν γνωρίζης που βόσκουν τα πρόβατα”. 16 Ἐκεῖνος δὲ ἀπάντησε: «Ζητῶ νὰ εὕρω τοὺς ἀδελφούς μου· πές μου, ἐὰν γνωρίζῃς, ποὺ βόσκουν τὰ πρόβατά των;»
17 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ ἄνθρωπος· ἀπῄρκασιν ἐντεῦθεν, ἤκουσα γὰρ αὐτῶν λεγόντων· πορευθῶμεν εἰς Δωθαείμ. καὶ ἐπορεύθη ᾿Ιωσὴφ κατόπισθεν τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ καὶ εὗρεν αὐτοὺς ἐν Δωθαείμ. 17 Ο άνθρωπος εκείνος του είπεν· “έχουν αναχωρήσει από εδώ, διότι τους ήκουσα να λέγουν ότι θα πορευθούν εις Δωθαείμ”. Και ο Ιωσήφ μετέβη προς την κατεύθυνσιν των αδελφών του και τους ευρήκε πράγματι εις την Δωθαείμ. 17 Ὁ ἄνθρωπος τοῦ εἶπε: «Ἔχουν κιόλας φύγει ἀπὸ ἐδῶ, διότι τοὺς ἄκουσα νὰ λέγουν· «ἂς μεταβῶμεν εἰς Δωθαείμ». Τότε ὀ Ἰωσὴφ ἐπῆγε πρὸς τὰ βόρεια Συχὲμ πρὸς τὴν κατεύθυνσιν, ποὺ ἀκολούθησαν οἰ ἀδελφοί του καὶ τοὺς εὑρῆκε πράγματι εἰς τὴν πεδιάδα τῆς Δωθαείμ.
18 προεῖδον δὲ αὐτὸν μακρόθεν πρὸ τοῦ ἐγγίσαι αὐτὸν πρὸς αὐτοὺς καὶ ἐπονηρεύοντο τοῦ ἀποκτεῖναι αὐτόν. 18 Εκείνοι τον είδον από μακράν, πριν όμως πλησιάση προς αυτούς και υπό του φθόνου κινούμενοι εσκέφθησαν πονηρά εναντίον του, εσκέφθησαν δηλαδή και απεφάσισαν να τον φονεύσουν. 18 Οἱ Ἀδελφοί του τὸν εἶδαν ἀπὸ μακρυὰ πρὶν ἀκόμη νὰ τοὺς πλησιάσῃ, καὶ ἐπειδὴ τὸν ἐφθονοῦσαν καὶ τὸν ἐμισοῦσαν, ἐσκεύθηκαν πονηρὰ ἐναντίον του, συνωμότησαν εἰς βάρος του καὶ ἀπεφάσισαν νὰ τὸν σκοτώσουν.
19 εἶπε δὲ ἕκαστος πρὸς τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ· ἰδοὺ ὁ ἐνυπνιαστὴς ἐκεῖνος ἔρχεται· 19 Είπε δε ο ένας αδελφός προς τον άλλον· “να, έρχεται εκείνος που βλέπει τα όνειρα ! 19 Καὶ εἶπεν ὁ ἕνας ἀδελφὸς πρὸς τὸν ἄλλον μὲ πικρὴ εἰρωνεία: Νά, ἔρχεται ἐκεῖνος, ποὺ εἶδε τὰ ὄνειρα!
20 νῦν οὖν δεῦτε ἀποκτείνωμεν αὐτὸν καὶ ρίψωμεν αὐτὸν εἰς ἕνα τῶν λάκκων καὶ ἐροῦμεν· θηρίον πονηρὸν κατέφαγεν αὐτόν· καὶ ὀψόμεθα, τί ἔσται τὰ ἐνύπνια αὐτοῦ. 20 Λοιπόν, ελάτε τώρα να τον φονεύσωμεν, να τον ρίψωμεν εις ένα από τους λάκκους αυτούς και θα είπωμεν στον πατέρα ότι άγριον θηρίον τον κατέφαγε. Και έτσι θα ιδούμε τι θα πουν τα όνειρά του και ποιά θα είναι η αξία των”! 20 Ἐλᾶτε λοιπόν· τώρα εἶναι ἡ κατάλληλη εὐκαιρία· ἐμπρὸς ἂς τὸν σκοτώσωμεν καὶ ἂς τὸν ρίψωμεν εἰς ἕνα ἀπὸ τὰ ξερὰ πηγάδια, ποὺ ὑπάρχουν εἰς τὰ μέρη αὐτά, καὶ κατόπιν ἂς ποῦμε εἰς τὸν πατέρα μας· «τὸν κατέφαγε κάποιο ἄγριον θηρίον». Θὰ ἴδωμεν τότε πῶς ἐπαληθεύονται τὰ ὄνειρά του».
21 ἀκούσας δὲ Ρουβὴν ἐξείλετο αὐτὸν ἐκ τῶν χειρῶν αὐτῶν καὶ εἶπεν· οὐ πατάξωμεν αὐτὸν εἰς ψυχήν. 21 Ο Ρουβήν, ο πρωτότοκος, όταν ήκουσε τας πονηράς αυτάς αποφάσεις των αδελφών του, εγλύτωσε τον Ιωσήφ από τα αδελφοκτόνα χέρια των ειπών· “ποτε να μη φθάσωμεν μέχρι του σημείου, ώστε να του αφαιρέσωμεν την ζωήν. 21 Ὅταν ὁ Ρουβήν, τὸ πρωτότοκον παιδὶ τοῦ Ἰακώβ, ἄκουσε τὴν ἐγκληματικὴν ἀπόφασιν τῶν ἀδελφῶν του, ἐπροσπάθησε νὰ γλυτώσῃ τὸν Ἰωσὴφ ἀπὸ τὰ χέρια των καὶ τοὺς εἶπε: «Ὄχι· μὴ προχωρήσωμεν εις τὸ ἔγκλημα τοῦ φόνου· ἄς μὴ τοῦ ἀφαιρέσωμεν τὴν ζωήν».
22 εἶπε δὲ αὐτοῖς Ρουβήν· μὴ ἐκχέητε αἷμα· ἐμβάλλετε αὐτὸν εἰς ἕνα τῶν λάκκων τούτων τῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ, χεῖρα δὲ μὴ ἐπενέγκητε αὐτῷ· ὅπως ἐξέληται αὐτὸν ἐκ τῶν χειρῶν αὐτῶν καὶ ἀποδῷ αὐτὸν τῷ πατρὶ αὐτοῦ. 22 Μη θελήσετε να χύσετε αδελφικόν αίμα. Ριψατε καλύτερα αυτόν εις ένα από αυτούς τους λάκκους της έρημου και μη απλώσετε το χέρι σας εναντίον του”. Αυτός δε τα έλεγε με τον σκοπόν να σώση τον Ιωσήφ από τα χέρια των, να τον ανασύρη κρυφίως από τον λάκκον και να τον αποδώση σώον στον πατέρα των. 22 Καὶ μὲ πολλὴν ἐξυπνάδα καὶ τέχνην ἐπρόσθεσε: «Μὴ χύσετε τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σας. Ρίψετέ τον μόνον εἰς ἔνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ξερὰ πηγάδια, ποὺ ὑπάρχουν ες τὴν ἔρημον ἔδω γύρω, καὶ μὴ ἀπλώσετε τὰ χέρια σας ἐπάνω του μὲ ἐγκληματικὲς διαθέσεις». Αὐτὰ τὰ εἶπεν ὁ ουβήν, διότι εἶχε σκοπὸν νὰ κερδίσῃ χρόνον καὶ νὰ εὕρῃ εὐκαιρίαν νὰ σώσῃ τὸν Ἰωσὴφ ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἀδελφῶν του καὶ νὰ τὸν ἀποστείλῃ πάλιν πίσω ὑγιῆ καὶ ἀβλαβῆ εἰς τὸν πατέρα του.
23 ἐγένετο δὲ ἡνίκα ἦλθεν ᾿Ιωσὴφ πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ, ἐξέδυσαν ᾿Ιωσὴφ τὸν χιτῶνα τὸν ποικίλον τὸν περὶ αὐτόν 23 Συνέβησαν δε τα πράγματα ως εξής· Οταν ήλθεν ο Ιωσήφ στους αδελφούς του, εκείνοι του αφήρεσαν τον ποικιλόχρωμον χιτώνα, που εφορούσε. 23 Τὸ τέχνασμα τοῦ Ῥουβὴν ἐπέτυχε. Διότι ὅταν ἦλθεν ὁ Ἰωσὴφ κοντὰ εἰς τοὺς ἀδελφούς του, συνέβη τοῦτο· τοῦ ἔβγαλαν τὸν πλουμιστόν, πολύχρωμον καὶ μὲ μακρυὰ μανίκια χιτῶνα, ποὺ ἐφοροῦσε,
24 καὶ λαβόντες αὐτόν ἔρριψαν εἰς τὸν λάκκον· ὁ δὲ λάκκος κενός, ὕδωρ οὐκ εἶχεν. 24 Επειτα τον επήραν και τον έρριψαν εις ένα λάκκον. Ο λάκκος ήτο ξηρός, δεν είχε νερό. 24 καὶ κατόπιν τὸν ὠδήγησαν καὶ τὸν ἔρριψαν εἰς ἕνα ἐρημικὸν πηγάδι· τὸ πηγάδι ἦταν ξερό, δεν εἶχε νερόν.
25 ᾿Εκάθισαν δὲ φαγεῖν ἄρτον καὶ ἀναβλέψαντες τοῖς ὀφθαλμοῖς εἶδον, καὶ ἰδοὺ ὁδοιπόροι ᾿Ισμαηλῖται ἤρχοντο ἐκ Γαλαάδ, καὶ αἱ κάμηλοι αὐτῶν ἔγεμαν θυμιαμάτων καὶ ρητίνης καὶ στακτῆς· ἐπορεύοντο δὲ καταγαγεῖν εἰς Αἴγυπτον. 25 Καθώς όμως εκάθισαν να φάγουν εσήκωσαν τα μάτια των και, να, είδον ότι ταξιδιώται Ισμαηλίται ήρχοντο από την χώραν Γαλαάδ με τας καμήλους των φορτωμένος από θυμιάματα, από ρητινώδη και αρωματώδη είδη. Επορεύοντο δέ, να φθάσουν εις την Αίγυπτον, δια να πωλήσουν το εμπόρευμά των. 25 Καὶ ἐνῷ ὁ Ἰωσὴφ θὰ ἀπέθνησκε ἀπὸ τὴν πεῖναν μέσα εἰς τὸ ξερὸ πηγάδι, αὐτοί, ὡσὰν νὰ μὴ συνέβαινε τίποτε, ἐκάθισαν νὰ φάγουν. Καθὼς ὅμως ἐσήκωσαν τὸ βλέμμά των, εἶδαν νὰ ἔρχωνται πρὸς τὸ μέρος των ἀπὸ τὴν Γαλαὰδ ἕνα καραβάνι ἀπὸ Ἰσμαηλῖτες, τῶν ὁποίων οἰ καμῆλες ἦσαν φορτωμένες μὲ ἀρωματικὰ θυμιάματα, ρητίνην ἀπὸ βάλσαμον καὶ λάδι ἀρωματικὸν ἀπὸ λάβδανον. Οἱ ἔμποροι αὐτοὶ ἤρχοντο ἀπὸ τὴν Συρίαν καὶ ἐπερνοῦσαν ἀπὸ τὴν Δωθαεὶμ μὲ κατεύθυνσιν πρὸς τὴν Αἴγυπτον, διὰ νὰ πωλήσουν ἐκεῖ τὰ ἐμπορεύματα των.
26 εἶπε δὲ ᾿Ιούδας πρὸς τούς ἀδελφοὺς αὐτοῦ· τί χρήσιμον, ἐὰν ἀποκτείνωμεν τὸν ἀδελφὸν ἡμῶν καὶ κρύψωμεν τὸ αἷμα αὐτοῦ; 26 Είπε τότε ο Ιούδας προς τους αδελφούς του· “τι έχομεν να ωφεληθώμεν, εάν φονεύσωμεν τον αδελφόν μας και αποκρύψωμεν τον φόνον του; 26 Μόλις ὁ Ἰούδας εἶδε τοὺς ἐμπόρους, εἶπε πρὸς τοὺς ἀδελφούς του: «Τὶ θὰ ὠφεληθῶμεν, ἐὰν φονεύσωμεν τὸν ἀδελφόν μας καὶ ἀποκρύψωμεν ἀπὸ τὸν πατέρα μας τὴν δολοφονίαν του;
27 δεῦτε ἀποδώμεθα αὐτὸν τοῖς ᾿Ισμαηλίταις τούτοις, αἱ δὲ χεῖρες ἡμῶν μὴ ἔστωσαν ἐπ᾿ αὐτόν, ὅτι ἀδελφὸς ἡμῶν καὶ σὰρξ ἡμῶν ἐστιν. ἤκουσαν δὲ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ. 27 Ελάτε να τον πωλήσωμεν καλύτερα στους Ισμαηλίτας αυτούς εμπόρους και ας μη απλώσωμεν φονικά τα χέρια μας εναντίον του, διότι είναι αδελφός μας, είναι σαρξ και αίμα μας”. Οι άλλοι αδελφοί εδέχθησαν την πρότασιν αυτήν του Ιούδα. 27 Ἂς τὸν πωλήσωμεν καλύτερα εἰς αὐτοὺς τοὺς Ἰσμαηλῖτες ἐμπόρους καὶ ἂς μὴ ἀπλώσωμεν δολοφονικὰ χέρια ἐπάνω του, διότι εἶναι ἀδελφὸς μας, εἶναι σάρκα καὶ αἷμα ἰδικόν μας». Καὶ οἰ ἀδελφοί του ἐπρόσεξαν τὴν συμβουλὴν καὶ ἐδέχθησαν τὴν πρότασίν του.
28 καὶ παρεπορεύοντο οἱ ἄνθρωποι οἱ Μαδιηναῖοι ἔμποροι, καὶ ἐξείλκυσαν καὶ ἀνεβίβασαν τὸν ᾿Ιωσὴφ ἐκ τοῦ λάκκου καὶ ἀπέδοντο τὸν ᾿Ιωσὴφ τοῖς ᾿Ισμαηλίταις εἴκοσι χρυσῶν, καὶ κατήγαγον τὸν ᾿Ιωσὴφ εἰς Αἴγυπτον. 28 Οταν δε επλησίασαν οι Μαδιανίται αυτοί έμποροι, οι αδελφοί ανέσυραν και ανέβασαν τον Ιωσήφ από τον λάκκον και τον επώλησαν στους Ισμαηλίτας αντί είκοσι χρυσών νομισμάτων. Εκείνοι δε έφεραν τον Ιωσήφ ως δούλον προς πώλησιν εις την Αίγυπτον. 28 Ὅταν ἐπέρασαν ἀπὸ ἐμπρός των οἱ Μαδιανῖται ἔμποροι, οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Ἰωσὴφ τὸν ἀνέβασαν ἀπὸ τὸν λάκκον, ποὺ τὸν εἶχαν ρίξει, καὶ τὸν ἐπώλησαν ὡς δοῦλον εἰς τοὺς Ἰσμαηλίτες ἀντὶ εἴκοσι χρυσῶν νομισμάτων. Καὶ οἱ ἔμποροι μετέφεραν τὸν Ἰωσήφ, ποὺ ἀγοράσαν, εἰς τὴν Αἴγυπτον, διὰ νὰ τὸν πωλήσουν κατόπιν ἐκεῖ ὡς δοῦλον.
29 ἀνέστρεψε δὲ Ρουβὴν ἐπὶ τὸν λάκκον καὶ οὐχ ὁρᾷ τὸν ᾿Ιωσὴφ ἐν τῷ λάκκῳ. καὶ διέρρηξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ. 29 Ο Ρουβήν, ο οποίος απουσίαζεν, όταν επωλείτο ο αδελφός του, επέστρεψεν στον λάκκον και δεν είδεν εκεί τον Ιωσήφ. Εσχισε τα ενδύματα αυτού από λύπην και αγανάκτησιν, 29 Ὁ Ρουβὴν (ὁ ὁποῖος ἀπουσίαζε, ὅταν οἱ ἄλλοι ἐπώλησαν τὸν Ἰωσὴφ) ἐγύρισε πίσω εἰς τὸ ξερὸ πηγάδι καὶ ἀνεζήτησε τὸν Ἰωσήφ, ἀλλα δὲν εὑρῆκε ἐκεῖ μέσα τὸν ἀδελφόν του. Κυριευμένος ἀπὸ τὴν πολλὴν λύπην ἔσχισε τὰ ροῦχα του
30 καὶ ἐπέστρεψε πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ. καὶ εἶπε· τὸ παιδάριον οὐκ ἔστιν, ἐγὼ δὲ ποῦ πορεύομαι ἔτι; 30 έτρεξε προς τους αδελφούς του και τους είπε· “το παιδάριον Ιωσήφ δεν υπάρχει στον λάκκον. Τι θα γίνω λοιπόν εγώ τώρα, ο πρωτότοκος και υπεύθυνος αδελφός, και που θα υπάγω;” 30 καὶ ἐπέστρεψε πρὸς τοὺς ἄλλους ἀδελφούς του καὶ εἶπε: «Τὸ παιδὶ δὲν εἶναι μέσα εἰς τὸ ξεροπήγαδο· τί θὰ γίνω λοιπὸν ἐγὼ τώρα; Ἐγώμ, ποὺ εἶμαι ὀ πρωτότοκος καὶ ὡς μεγαλύτερός σας ἔχω τὴν εὐθύνην, τὶ θὰ κάμω καὶ ποὺ θὰ ὑπάγω;»
31 Λαβόντες δὲ τὸν χιτῶνα τοῦ ᾿Ιωσὴφ ἔσφαξαν ἔριφον αἰγῶν καὶ ἐμόλυναν τὸν χιτῶνα τῷ αἵματι. 31 Οι αδελφοί έσφαξαν ένα ερίφιον από τα γίδια των, επήραν τον χιτώνα του Ιωσήφ και τον εβούτηξαν μέσα στο αίμα. 31 Οἱ ἄλλοι ἀδελφοί, ὅταν ἰκανοποίησαν πλέον τὸ μίσος των, ἐμηχανεύθησαν τρόπον διὰ νὰ παραπλανήσουν τὸν πατέρα των, ὥστε νὰ μὴ ἀποκαλυφθῇ τὸ κακόν, ποὺ ἔκαμαν. Ἀφοῦ ἐπῆραν τὸν χιτῶνα τοῦ Ἰωσήφ, τὸν ὁποῖον τοῦ εἶχαν βγάλει πρὶν τὸν ρίξουν εἰς τὸν λάκκον, ἔσφαξαν ἕνα κατσίκι ἀπὸ τὰ γίδια καὶ ἐλέρωσαν τὸν χιτῶνα μὲ τὸ αἷμα τοῦ ζώου.
32 καὶ ἀπέστειλαν τὸν χιτῶνα τὸν ποικίλον καὶ εἰσήνεγκαν τῷ πατρὶ αὐτῶν. καὶ εἶπαν· τοῦτον εὕρομεν, ἐπίγνωθι εἰ χιτὼν τοῦ υἱοῦ σού ἐστιν ἢ οὔ. 32 Με άνθρωπον δε έστειλαν στον Ιακώβ, τον πατέρα αυτών, τον πολύχρωμον χιτώνα και του είπαν· “αυτόν τον χιτώνα τον ευρήκαμεν κάπου εις την πεδιάδα. Εξέτασέ τον, μήπως είναι ο χιτών του παιδιού σου η όχι”. 32 Κατόπιν ἀπέστειλαν τὸν πολύχρωμον χιτῶνα εἰς τὸν πατέρα των καὶ ἀφοῦ τοῦ τὸν παρουσίασαν, τοῦ εἶπαν: «Αὐτὸν τὸν χιτῶνα τὸν αἱματοβαμμένον τὸν εὑρήκαμεν. Ἐξέτασε μήπως εἶναι ὁ χιτῶνας τὸν παιδιοῦ σου ἢ ὄχι».
33 καὶ ἐπέγνω αὐτὸν καὶ εἶπε· χιτὼν τοῦ υἱοῦ μού ἐστι· θηρίον πονηρὸν κατέφαγεν αὐτόν, θηρίον ἥρπασε τὸν ᾿Ιωσήφ. 33 Ο Ιακώβ ανεγνώρισεν αμέσως τον χιτώνα του Ιωσήφ και εφώναξεν· “αυτός ο χιτών είναι του παιδιού μου ! Θηρίον άγριον θα κατέφαγε τον Ιωσήφ ! Θηρίον θα τον ήρπασε και θα τον κατεσπάραξε” ! 33 Ὅταν ὁ Ἰακὼβ τὸν περιεργάσθηκε, ἀνεγνώρισεν ἀμέσως τὸν χιτῶνα τοῦ Ἰωσὴφ καὶ περίλυπος με πληγωμένην καὶ καταματωμένην καρδίαν εἶπε: «Αὐτὸς εἶναι ὁ χιτῶνας τοῦ παιδιοῦ μου! Ἄγριον θηρίον τὸν κατεβρόχθισε! Θηρίον ἅρπαξε ὁπωσδήποτε τὸν ἀγαπημένον μου Ίωσὴφ καὶ τὸν .εκαμε κομμάτια!»
34 διέρρηξε δὲ ᾿Ιακὼβ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ ἐπέθετο σάκκον ἐπὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ καὶ ἐπένθει τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἡμέρας πολλάς. 34 Γεμάτος δε πόνον ο Ιακώβ έσχισε τα ενδύματα αυτού, έζωσε από την μέσην του τρίχινον σάκκον και επί πολλάς ημέρας εθρηνούσε και έκλαιε τον Ιωσήφ. 34 Καὶ ὁ Ἰακὼβ ἀπὸ τὴν πολλὴν λύπην του ἔσχισε τὰ ροῦχα του, ἔζωσε τὴν μέσην του με σάκκον τρίχινον καὶ ἐπενθοῦσε τὸν υἱόν υου ἀπαρηγόρητα ἐπὶ πολλὲς ἡμέρες.
35 συνήχθησαν δὲ πάντες οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ αἱ θυγατέρες καὶ ἦλθον παρακαλέσαι αὐτόν, καὶ οὐκ ἤθελε παρακαλεῖσθαι λέγων ὅτι· καταβήσομαι πρὸς τὸν υἱόν μου πενθῶν εἰς ᾅδου. καὶ ἔκλαυσεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ. 35 Συνεκεντρώθησαν δε γύρω από αυτόν όλοι οι υιοί του και αι θυγατέρες του και ήλθον να τον παρηγορήσουν. Εκείνος όμως έμενεν απαρηγόρητος. Δεν ήθελε να ακούση λόγους παρηγορίας και έλεγε συνεχώς· “θρηνών και οδυρόμενος θα καταβώ στον άδην, προς τον υιόν μου τον Ιωσήφ”. Και έκλαυσεν αυτόν ο πατήρ αυτού. 35 Ἐμαζεύθησαν δὲ ὅλοι οἱ υἱοὶ τοῦ Ἰακὼβ καὶ οἱ θυγατέρες του καὶ ἦλθαν διὰ νὰ τὸν παρηγορήσουν. Ἐκεῖνος ὅμως μέσα εἰς τὸ βαρὺ πένθος του δὲν .ηθελε νὰ ἀκούσῃ λόγια παρηγορητικὰ καὶ ἔλεγε: «Θὰ κατεβῶ εἰς τὸν ἅδην πρὸς τὸν υἱόν μου τὸν Ἰωσὴφ κλαίων καὶπενθῶν».
36 οἱ δὲ Μαδιηναῖοι ἀπέδοντο τὸν ᾿Ιωσὴφ εἰς Αἴγυπτον τῷ Πετεφρῇ τῷ σπάδοντι Φαραώ, ἀρχιμαγείρῳ. 36 Οι δε Μαδιανίται έμποροι, όταν έφθασαν εις την Αίγυπτον, επώλησαν τον Ιωσήφ στον Πετεφρή, τον αυλικόν και αρχιμάγειρον του Φαραώ. 36 Ἐν τῷ μεταξὺ οἱ Μαδιανῖται ἔμποροι ἐπώλησαν τὸν Ἰωσὴφ ὡς δοῦλος εἰς τὴν Αἴγυπτον· τὸν ἐπώλησαν εἰς τὸν Πετεφρῆν, τὸν εὐνοῦχον τοῦ Φαραώ, ὁ ὁποῖος εἶχεν εἰς τὸ παλάτι τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀρχιμαγείρου.