Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΓΕΝΕΣΙΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 48 (ΜΗ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΓΕΝΕΤΟ δὲ μετὰ τὰ ρήματα ταῦτα καὶ ἀπηγγέλη τῷ ᾿Ιωσήφ, ὅτι ὁ πατήρ σου ἐνοχλεῖται. καὶ ἀναλαβὼν τοὺς δύο υἱοὺς αὐτοῦ, τὸν Μανασσῆ καὶ τὸν ᾿Εφραΐμ, ἦλθε πρὸς ᾿Ιακώβ. 1 Επειτα από τα γεγονότα αυτά ανήγγειλαν στον Ιωσήφ ότι ασθενεί βαρέως ο πατήρ του. Ο Ιωσήφ επήρε τα δύο παιδιά του, τον Μανασσή και τον Εφραΐμ, και ήλθε προς τον Ιακώβ. 1 Μετὰ τὰ ἀνωτέρω γεγονότα ἔφθασεν ἡ εἴδησις εἰς τὸν Ἰωσήφ, ὅτι ὁ πατέρας σου εἶναι σοβαρὰ ἄρρωστος καὶ πλησιάζουν οἱ ἡμέρες τοῦ θανάτου του. Τότε ὁ Ἰωσὴφ παρέλαβε τοὺς δύο υἱούς του, τὸν Μανασσῆν καὶ τὸν Ἐφραίμ, καὶ ἦλθεν εἰς τὸν πατέρα του.
2 ἀπηγγέλη δὲ τῷ ᾿Ιακὼβ λέγοντες· ἰδοὺ ὁ υἱός σου ᾿Ιωσὴφ ἔρχεται πρὸς σέ. καὶ ἐνισχύσας ᾿Ισραὴλ ἐκάθησεν ἐπὶ τὴν κλίνην. 2 Ανήγγειλαν δε στον Ιακώβ, ότι ιδού ο υιός σου ο Ιωσήφ έρχεται προς σέ. Κατέβαλε προσπάθειαν ο Ιακώβ, συνεκέντρωσε την δύναμίν του και ανεκάθησεν εις την κλίνην του, 2 Ἀνήγγειλαν δὲ τὴν ἄφιξιν τοῦ Ἰωσὴφ εἰς τὸν Ἰακὼβ καὶ τοῦ εἶπαν: «Νά· ὁ υἱός σου ὁ Ἰωσὴφ ἔρχεται νὰ σὲ ἐπισκεφθῇ. Εἰς τὸ ἄκουσμα τῆς εἰδήσεως αὐτῆς ὁ Ἰακὼβ συνεκέντρωσε ὅλες τὶς δυνάμεις του καὶ παρ’ ὅλην τὴν ἐξάντλησιν ποὺ εἶχε, ἀνεσηκώθη καὶ ἐκάθισεν εἰς τὸ κρεββάτι του.
3 καὶ εἶπεν ᾿Ιακὼβ τῷ ᾿Ιωσήφ· ὁ Θεός μου ὤφθη μοι ἐν Λουζᾷ ἐν γῇ Χαναὰν καὶ εὐλόγησέ με 3 και είπεν στον Ιωσήφ· “ο Θεός μου παρουσιάσθη εις εμέ εις την Λουζά της Χαναάν, με ευλόγησε 3 Καὶ ὁ Ἰακὼβ εἶπεν εἰς τὸν Ἰωσήφ: «Ὁ παντοδύναμος Θεός μου μοῦ ἐφανερώθη εἰς τὴν Λουζὰ τῆς χώρας Χαναὰν καὶ μὲ εὐλόγησε
4 καὶ εἶπέ μοι· ἰδοὺ ἐγὼ αὐξανῶ σε καὶ πληθυνῶ σε καὶ ποιήσω σε εἰς συναγωγὰς ἐθνῶν καὶ δώσω σοι τὴν γῆν ταύτην καὶ τῷ σπέρματί σου μετὰ σὲ εἰς κατάσχεσιν αἰώνιον. 4 και εμού είπεν· Ιδού εγώ θα σε αυξήσω και θα σε πληθύνω· θα σε κάμω γενάρχην πολλών λαών και θα δώσω εις σε και στους απογόνους σου μετά από σέ, ως παντοτεινήν ιδιοκτησίαν σου, την χώραν αυτήν. 4 καὶ μοῦ εἶπε: «Νά· ἐγὼ θὰ σὲ αὐξήσω καὶ θὰ σὲ πληθύνω καὶ θὰ σὲ ἀναδείξω πρόγονον καὶ γενάρχην πολλῶν λαῶν καὶ θὰ δώσω εἰς σὲ καὶ εἰς τοὺς ἀπογόνους σου, οἱ ὁποῖοι θὰ ἀκολουθήσουν μετὰ ἀπὸ σέ, τὴν χώραν αὐτὴν δι' αἰώνιον κατοχήν».
5 νῦν οὖν οἱ δύο υἱοί σου οἱ γενόμενοί σοι ἐν γῇ Αἰγύπτῳ πρὸ τοῦ με ἐλθεῖν πρὸς σὲ εἰς Αἴγυπτον, ἐμοί εἰσιν, ᾿Εφραΐμ καὶ Μανασσῆ, ὡς Ρουβὴν καὶ Συμεὼν ἔσονταί μοι· 5 Τωρα λοιπόν οι δύο υιοί σου, τους οποίους απέκτησες εις την γην της Αιγύπτου, πριν εγώ έλθω εις σέ, είναι ιδικά μου παιδιά. Ο Εφραῒμ, και ο Μανασσής θα είναι δι' εμέ, όπως είναι οι πρωτοτόκοί μου, ο Ρουβήν και ο Συμεών. 5 Τώρα λοιπόν οἰ δυο υἱοί σου, ὁ Ἐφραὶμ καὶ ὁ Μανασσῆς, τοὺς ὁποίους ἀπέκτησες εἰς τὴν Αἴγυπτον προτοῦ ἐγὼ νὰ ἔλθω κοντά σου, εἶναι ἰδικοί μου· τοὺς υἱοθετῶ καὶ τοὺς προσθέτω εἰς τὰ παιδιά μου. Ὁ Ἐφραὶμ καὶ ὁ Μανασσῆς θὰ εἶναι δι’ ἐμέ, ὅπως ἀκριβῶς εἶναι τὰ δύο πρωτότοκα παιδιά μου, ὁ Ρουβὴν καὶ ὁ Συμεών. Ὅποια δικαιώματα κληρονομίας θὰ ἔχη ὁ Ρουβὴν καὶ ὁ Συμεών, τὰ ἴδια δικαιώματα θὰ ἔχουν καὶ ὁ Ἐφραὶμ καὶ ὁ Μανασσῆς.
6 τὰ δέ ἔκγονα, ἃ ἐὰν γεννήσῃς μετὰ ταῦτα, ἔσονται ἐπὶ τῷ ὀνόματι τῶν ἀδελφῶν αὐτῶν· κληθήσονται ἐπὶ τοῖς ἐκείνων κλήροις. 6 Εκείνοι όμως τους οποίους θα αποκτήσης κατόπιν, θα φέρουν τα ονόματα των δύο αυτών αδελφών των και όχι το ιδικόν μου. Θα κληθούν να λάβουν μερίδιον εις την γην της επαγγελίας από το μερίδιον των δύο αδελφών των. 6 Τὰ παιδιὰ ὅμως ποὺ θὰ ἀποκτήσῃς τυχὸν μετὰ ἀπὸ αὐτούς, θὰ εἶναι ἰδικά σου θὰ φέρουν τὰ ὀνόματα τῶν δύο αὐτῶν ἀδελφῶν καὶ θὰ κληθοῦν νὰ λάβουν μερίδιον εἰς τὴν κληρονομίαν τοῦ Ἐφραὶμ καὶ τοῦ Μανασσῆ».
7 ἐγὼ δὲ ἡνίκα ἠρχόμην ἐκ Μεσοποταμίας τῆς Συρίας, ἀπέθανε Ραχὴλ ἡ μήτηρ σου ἐν γῇ Χαναάν, ἐγγίζοντός μου κατὰ τὸν ἱππόδρομον Χαβραθὰ τῆς γῆς τοῦ ἐλθεῖν ᾿Εφραθά, καὶ κατώρυξα αὐτὴν ἐν τῇ ὁδῷ τοῦ ἱπποδρόμου (αὕτη ἐστὶ Βηθλεέμ). 7 Οταν εγώ ηρχόμην από την Μεσοποταμίαν της Συρίας, απέθανεν η μητέρα σου η Ραχήλ εις την γην Χαναάν, όταν επλησίαζα εις την πλατείαν λεωφόρον, όπου ανεμπόδιστα ημπορούσαν να τρέχουν ίπποι, την Χαβραθά, προς το μέρος της Εφραθά δηλαδή εις την Βηθλεέμ, εκεί, εις την λεωφόρον αυτήν, έθαψα την μητέρα σου”. 7 Ὁρίζω τὰ πράγματα ἔτσι, διότι ὅταν ἐγὼ ἐπέστρεφα ἀπὸ τὴν Μεσοποταμίαν τῆς Συρίας ἀπέθανε, πρὸς μεγάλην μου λύπην, ἡ σύζυγός μου ἡ Ραχήλ, ἡ μητέρα σου, εἰς τὴν χώραν τῆς Χαναάν, καθὼς ἐπλησίαζα τὸν πλατὺν δρόμον, εἰς τὸν ὁποῖον ἠμποροῦν νὰ τρέχουν ἵπποι, δηλαδὴ εἰς τὴν λεωφόρον τῆς θέσεως Χαβραθὰ καὶ ἐνῷ ἐπροχωροῦσα πρὸς τὴν Ἐφραθά, καὶ τὴν ἔθαψα εἰς τὴν λεωφόρον αὐτήν· (Ἐφραθὰ εἶναι ἡ πόλις, ποὺ ὀνομάζεται σήμερα Βηθλεέμ)».
8 ἰδὼν δὲ ᾿Ισραὴλ τοὺς υἱοὺς ᾿Ιωσὴφ εἶπε· τίνες σοι οὗτοι; 8 Ιδών δε ο Ιακώβ τα δύο παιδιά του Ιωσήφ ηρώτησε· “τίνος είναι τα παιδιά αυτά;” 8 Ὅταν δὲ ὁ Ἰσραὴλ εἶδε τὰ δύο παιδιὰ τοῦ Ἰωσήφ, εἶπε: «Ποῖοι εἶναι αὐτοί, ποὺ πλησιάζουν μαζί σου; Ποίαν σχέσιν ἔχουν μὲ σέ;»
9 εἶπε δὲ ᾿Ιωσὴφ τῷ πατρὶ αὐτοῦ· υἱοί μου εἰσιν, οὓς ἔδωκέ μοι ὁ Θεὸς ἐνταῦθα. καὶ εἶπεν ᾿Ιακώβ· προσάγαγέ μοι αὐτούς, ἵνα εὐλογήσω αὐτούς. 9 Ο Ιωσήφ απήντησεν στον πατέρα του· “αυτά είναι τα παιδιά μου, τα οποία μου έδωσεν ο Θεός εδώ εις την Αίγυπτον”. Είπεν ο Ιακώβ· “φέρε τα εδώ κοντά μου, δια να τα ευλογήσω”. 9 Ὁ Ἰωσὴφ ἀπάντησε εἰς τὸν πατέρα του: «Εἶναι οἱ δύο υἱοί μου, τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς μοῦ ἐχάρισεν ἐδῶ εἰς τὴν Αἴγυπτον, ὅπου ἦλθα ἐξόριστος καὶ δοῦλος». Καὶ εἶπεν ὁ Ἰακώβ: «Φέρε τους κοντά μου, διὰ νὰ τοὺς εὐλογήσω».
10 οἱ ὀφθαλμοὶ δὲ ᾿Ισραὴλ ἐβαρυώπησαν ἀπὸ τοῦ γήρως, καὶ οὐκ ἠδύνατο βλέπειν· καὶ ἤγγισεν αὐτοὺς πρὸς αὐτόν, καὶ ἐφίλησεν αὐτοὺς καὶ περιέλαβεν αὐτούς. 10 Οι οφθαλμοί του Ιακώβ είχαν βαμβώσει πλέον λόγω των γηρατείων και δεν ημπορούσε να βλέπη καθαρά. Εφερεν ο Ιωσήφ κοντά στον πατέρα του τα δυο του παιδιά και εκείνος τα εφίλησε και τα αγκάλιασε. 10 Τὰ μάτια τοῦ Ἰσραὴλ εἶχαν ἑξασθενήσει ἕνεκα τῆς γεροντικῆς ἡλικίας καὶ δὲν ἠμποροῦσε νὰ βλέπῃ καθαρά· ἔβλεπε πολὺ θαμπά. Δι’ αὐτὸ ὁ Ἰωσὴφ ἐπλησίασε τοὺς δύο υἱούς του κοντὰ εἰς τὸν πατέρα του. Τότε ὁ Ἰακὼβ ἐφίλησε τὸν Ἐφραὶμ καὶ τὸν Μαναασῆν καὶ τοὺς ἀγκάλιασε μὲ τρυφερότητα καὶ ἀγάπην.
11 καὶ εἶπεν ᾿Ισραὴλ πρὸς ᾿Ιωσήφ· ἰδοὺ τοῦ προσώπου σου οὐκ ἐστερήθην, καὶ ἰδοὺ ἔδειξέ μοι ὁ Θεὸς καὶ τὸ σπέρμα σου. 11 Είπε ο Ιακώβ προς τον Ιωσήφ· “ιδού, πόσον με ευηργέτησεν ο Θεός ! Οχι μόνον δεν με εστέρησεν από την παρουσίαν σου, αλλά και μου έδειξε τους υιούς σου”. 11 Καὶ ὁ Ἰσραὴλ εἶπε πρὸς τὸν Ἰωσήφ: «Σὲ ἔκλαια διὰ πεθαμένον· ποτὲ δεν ἔλπιζα ὅτι θὰ σὲ συναντήσω καὶ νά· τώρα ὅχι μόνον δὲν ἐστερήθηκα τοῦ προσώπου σου καὶ σὲ εἶδα ζωντανόν, ἀλλὰ ἀκόμη ὁ Θεὸς μοῦ ἔδειξε καὶ τὰ παιδιά, τὰ ὁποῖα ἀπέκτησες».
12 καὶ ἐξήγαγε αὐτοὺς ᾿Ιωσὴφ ἀπὸ τῶν γονάτων αὐτοῦ, καὶ προσεκύνησαν αὐτῷ ἐπὶ πρόσωπον ἐπὶ τῆς γῆς. 12 Επήρεν ο Ιωσήφ τα παιδιά του από τα γόνατα του πατρός του και εκείνα έκλιναν το πρόσωπόν των μέχρι του εδάφους και επροσκύνησαν τον Ιακώβ. 12 Κατόπιν ὁ Ἰωσὴφ ἐσήκωσε τοὺς δύο υἱούς του ἀπὸ τὰ γόνατα τοῦ πατέρα του (ὅπου τοὺς εἶχε βάλει διὰ τὴν υἱοθεσίαν) καὶ ἐκεῖνοι ἐπροσκύνησαν τὸν Ἰακώβ, ἀφοῦ ἔσκυψαν τὸ πρόσωπον πρὸς τὰ κάτω μέχρι τῆς γῆς.
13 λαβὼν δὲ ᾿Ιωσὴφ τοὺς δύο υἱοὺς αὐτοῦ, τόν τε ᾿Εφραΐμ ἐν τῇ δεξιᾷ, ἐξ ἀριστερῶν δὲ ᾿Ισραήλ, τὸν δὲ Μανασσῆ ἐξ ἀριστερῶν, ἐκ δεξιῶν δὲ ᾿Ισραήλ, ἤγγισεν αὐτοὺς αὐτῷ. 13 Επήρε πάλιν ο Ιωσήφ τους δύο υιούς του τον Εφραῒμ εκ δεξιών του, εξ αριστερών δε του Ιακώβ, ως δευτερότοκον, τον δε Μανασσή εξ αριστερών του, εκ δεξιών δε του Ιακώβ ως πρωτότοκον, και τους επλησίασε προς τον πατέρα του. 13 Ὁ Ἰωσὴφ ἐπῆρε πάλιν τοὺς δύο υἱούς του, τὸν Ἐφραίμ (ὡς δευτεροτόκον) εἰς τὰ δεξιά του, ὥστε νὰ εὑρίσκεται εἰς τὰ ἀριστερὰ τοῦ Ἰσραήλ, καὶ τὸν Μανασσῆν (ὡς πρωτότοκον) εἰς τὰ ἀριστερά του, ὥστε νὰ εὑρίσκεται εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ Ἰσραήλ, καὶ τοὺς ἔφερε κοντὰ εἰς τὸν πατέρα του.
14 ἐκτείνας δὲ ᾿Ισραὴλ τὴν χεῖρα τὴν δεξιὰν ἐπέβαλεν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν ᾿Εφραΐμ, οὗτος δὲ ἦν ὁ νεώτερος, καὶ τὴν ἀριστερὰν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν Μανασσῆ, ἐναλλὰξ τὰς χεῖρας. 14 Ηπλωσεν ο Ιακώβ την δεξιάν του χείρα και την έθεσαν εις την κεφαλήν του Εφραΐμ, αυτός δε ήτο ο νεώτερος, και την αριστεράν του χείρα εις την κεφαλήν του Μανασσή. Εβαλε δηλαδή τας χείρας του σταυρωτά. 14 Ὁ Ἰσραὴλ ὅμως, ἂν καὶ δεν ἔβλεπε καθαρά, δὲν ἀκολούθησε τὴν σειράν, μὲ τὴν ὁποίαν ἐτακτοποίησε τοὺς υἱούς του ὁ Ἰωσήφ. Ἐπειδὴ ἐφωτίζετο ἀπὸ τὸν Θεόν, ἀφοῦ ἄπλωσε τὸ δεξί του χέρι, τὸ ἔβαλεν εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ Ἐφραίμ, ποὺ ἦταν ὁ νεώτερος, καὶ τὸ ἀριστερόν του χέρι τὸ ἔβαλεν εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ Μανασσῆ, ποὺ ἦταν ὁ πρωτότοκος· ὁ Ἰακὼβ δηλαδὴ ἔβαλε τὰ χέρια του σταυρωτὰ εἰς τὰ παιδιὰ τοῦ Ἰωσήφ.
15 καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς καὶ εἶπεν· ὁ Θεός, ᾧ εὐηρέστησαν οἱ πατέρες μου ἐνώπιον αὐτοῦ, ῾Αβραὰμ καὶ ᾿Ισαάκ, ὁ Θεὸς ὁ τρέφων με ἐκ νεότητος ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης, 15 Ευλόγησεν αυτούς και είπεν· “ο Θεός, ενώπιον του οποίου, τηρήσαντες το θέλημά του, ευηρέστησαν οι πατέρες μου, ο Αβραάμ και ο Ισαάκ, ο Θεός ο οποίος με διατρέφει και με συντηρεί από την νεαράν μου ηλικίαν μέχρι της ημέρας αυτής, 15 Καὶ εὐλόγησε τοὺς δύο υἱοὺς τοῦ Ἰωσὴφ καὶ εἶπεν: «Ὁ Θεός, ἐμπρὸς εἰς τὸν ὁποῖον οἱ πατέρες μου Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ ἔζησαν μὲ τρόπον θεάρεστον· ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος μὲ διατρέφει καὶ μὲ συντηρεῖ ἀπὸ τὰ νεανικά μου χρόνια μέχρι τῆς σημερινῆς ἡμέρας·
16 ὁ ἄγγελος ὁ ρυόμενός με ἐκ πάντων τῶν κακῶν εὐλογήσαι τὰ παιδία ταῦτα, καὶ ἐπικληθήσεται ἐν αὐτοῖς τὸ ὄνομά μου καὶ τὸ ὄνομα τῶν πατέρων μου ῾Αβραὰμ καὶ ᾿Ισαάκ, καὶ πληθυνθείησαν εἰς πλῆθος πολὺ ἐπὶ τῆς γῆς. 16 ο άγγελος, ο οποίος με εγλύτωνε συνεχώς από όλα τα δεινά, ας ευλογήση τα παιδιά αυτά, και ας φέρουν αυτά το όνομά μου και το όνομα των πατέρων μου, του Αβραάμ και Ισαάκ· ας πληθυνθούν εις πλήθος πολύ επί της γης”. 16 ὁ Ἄγγελος, ὁ ὁποῖος μὲ ἐγλύτωσε καὶ θὰ μὲ γλυτώσῃ καὶ τώρα ἀπὸ ὅλους τοὺς κινδύνους, αὐτὸς εἴθε νὰ εὐλογήσῃ τώρα τὰ παιδιὰ αὐτά· ἂς φέρουν καὶ τὰ δύο αὐτὰ παιδιὰ τὸ ὄνομά μου καὶ τὸ ὄνομα τῶν πατέρων μου, τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τοῦ Ἰσαάκ, καὶ ἂς αὐξηθοῦν (τὰ παιδιὰ αὐτά) εἰς μεγάλον ἀριθμὸν καὶ ἂς γίνουν πλῆθος πολὺ εἰς τὴν γῆν».
17 ἰδὼν δὲ ᾿Ιωσὴφ ὅτι ἐπέβαλεν ὁ πατὴρ αὐτοῦ τὴν χεῖρα τὴν δεξιὰν αὐτοῦ ἐπὶ τὴν κεφαλὴν ᾿Εφραΐμ, βαρὺ αὐτῷ κατεφάνη, καὶ ἀντελάβετο ᾿Ιωσὴφ τῆς χειρὸς τοῦ πατρὸς αὐτοῦ ἀφελεῖν αὐτὴν ἀπὸ τῆς κεφαλῆς ᾿Εφραΐμ ἐπὶ τὴν κεφαλὴν Μανασσῆ. 17 Ιδών ο Ιωσήφ ότι ο πατέρας του έθεσε την δεξιάν του χείρα εις την κεφαλήν του Εφραΐμ, του νεωτέρου υιού, εστενοχωρήθη πολύ και εδυσφόρησε. Επιασε δε την δεξιάν χείρα του πατρός του, δια να την απομακρύνη από την κεφαλήν του Εφραῒμ και να την θέση εις την κεφαλήν του Μανασσή, του πρωτοτόκου. 17 Ὁ Ἰακὼβ μὲ τὸν φωτισμὸν τοῦ Θεοῦ ἔδωκε τὴν εὐλογίαν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον. Ὁ Ἰωσὴφ ὅμως, ὅταν εἶδεν ὅτι ὁ πατέρας του ἔβαλε τὸ δεξί του χέρι εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ δευτέρου παιδιοῦ του, τοῦ Ἐφραίμ, ἐξεπλάγη καὶ ἐλυπήθη, διότι δὲν ἤθελε νὰ παραμερισθῇ ὁ πρωτότοκος υἱός του. Δι’ αὐτὸ ἔπιασε τὸ χέρι τοῦ πατέρα του, διὰ νὰ τὸ σηκώσῃ ἀπὸ τὴν κεφαλὴν τοῦ Ἐφραὶμ καὶ νὰ τὸ βάλῃ εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ Μανασσῆ.
18 εἶπε δὲ ᾿Ιωσὴφ τῷ πατρὶ αὐτοῦ· οὐχ οὕτως, πάτερ, οὗτος γὰρ ὁ πρωτότοκος· ἐπίθες τὴν δεξιάν σου ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ. 18 Είπε δε στον πατέρα του· “μη θέτης κατ' αυτόν τον τρόπον τας χείρας σου, πάτερ, διότι αυτός είναι ο πρωτότοκος· εις την κεφαλήν αυτού θέσε την δεξιάν σου”. 18 Εἶπε δὲ ὁ Ἰωσὴφ πρὸς τὸν πατέρα του: «Ὄχι ἔτσι, πατέρα· δὲν βάζεις καλὰ τὰ χέρια σου. Διότι αὐτός, ὁ Μανασσῆς, εἶναι ὁ πρωτότοκος· βάλε λοιπὸν τὸ δεξί σου χέρι εἰς τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ».
19 καὶ οὐκ ἠθέλησεν, ἀλλὰ εἶπεν· οἶδα, τέκνον, οἶδα· καὶ οὗτος ἔσται εἰς λαόν, καὶ οὗτος ὑψωθήσεται· ἀλλὰ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ὁ νεώτερος μείζων αὐτοῦ ἔσται, καὶ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἔσται εἰς πλῆθος ἐθνῶν. 19 Ο Ιακώβ όμως δεν συγκατετέθη να πράξη ο,τι του είπεν ο Ιωσήφ, αλλά είπε· “γνωρίζω, τέκνον μου, γνωρίζω ποίος είναι ο πρωτότοκος και αυτός θα αναδειχθή εις λαόν πολύν, και αυτός θα δοξασθή. Αλλά ο αδελφός του ο νεώτερος, θα αναδειχθή μεγαλύτερος από αυτόν και οι απόγονοί του θα είναι πλήθος λαών”. 19 Ἀλλὰ ὁ πατέρας του ἀρνήθηκε, δὲν ἠθέλησε νὰ συμμορφωθῇ πρὸς τὴν ἐπιθυμίαν τοῦ υἱοῦ του καὶ νὰ κάμῃ ὅπως τοῦ εἶπεν ὁ Ἰωσὴφ καὶ εἶπε: «Ξέρω, παιδί μου, ξέρω ποῖος εἶναι ὁ πρωτότοκος· δέν τὸ ἔκαμα τυχαῖα οὔτε ἀπὸ ἄγνοιαν. Καὶ αὐτός (ὁ Μανασσῆς) θὰ αὐξηθῇ καὶ θὰ ἀποκτήσῃ ὡς ἀπογόνους λαὸν πολύν· θὰ δοξασθῇ καὶ αὐτός. Ἀλλὰ ὁ ἀδελφός του ὁ νεώτερος (ὁ Ἐφραίμ) θὰ ἀναδειχθῇ ἀνώτερός του καὶ οἱ ἀπόγονοί του θὰ εἶναι πλῆθος πολλῶν ἐθνῶν, δηλαδὴ πολὺ περισσότεροι ἀπὸ ἐκείνους τοῦ Μανασσῆ».
20 καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ λέγων· ἐν ὑμῖν εὐλογηθήσεται ᾿Ισραὴλ λέγοντες· ποιήσαι σε ὁ Θεὸς ὡς ᾿Εφραΐμ καὶ ὡς Μανασσῆ. καὶ ἔθηκε τὸν ᾿Εφραΐμ ἔμπροσθεν τοῦ Μανασσῆ. 20 Ο Ιακώβ ευλόγησεν αυτούς κατά την ημέραν εκείνην και είπεν· “χάρις εις σας και από σας θα δοξασθή το όνομά μου και οι άνθρωποι θα λέγουν· Είθε να σε ευλογή ο Θεός, όπως ευλόγησε τον Εφραῒμ και τον Μανασσή”. Ετσι δε ο Ιακώβ κατέστησε κατά την ευλογίαν τον Εφραῒμ ανώτερον από τον πρωτότοκον Μανασσή. 20 Καὶ ὁ Ἰακὼβ τοὺς εὐλόγησε κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην καὶ εἶπε: «Σεῖς οἱ δύο θὰ εὐδοκιμήσετε καὶ θὰ αὐξηθῆτε τόσον πολύ, ὥστε χάρις εἰς σᾶς θὰ δοξααθῇ καὶ τὸ ἰδικόν μου ὄνομα. Διότι εἰς τὸ μέλλον κάθε Ἰσραηλίτης, ὁ ὁποῖος θὰ θέλῃ νὰ εὐλογήσῃ κάποιον ἀγαπημένον του, θὰ τοῦ λέγῃ· «εἴθε νὰ σὲ εὐλογῇ ὁ Θεὸς ὅπως τὸν Ἐφραὶμ καὶ τὸν Μανασσῆν». Παρ’ ὅλον ὅμως ὅτι καὶ οἱ δύο θὰ εἶναι τόσον ἐπιφανεῖς, ὥστε ὅλοι θὰ εὔχωνται νὰ φθάσουν τὴν δόξαν των, ἐν τούτοις ὁ (τὴν ὥραν τῆς εὐλογίας) ἔβαλε τὸν Ἐφραὶμ ἐμπρὸς ἀπὸ τὸν Μανασσῆν καὶ ἔτσι τὸν ἔκαμεν ἀνώτερόν του.
21 εἶπε δὲ ᾿Ισραὴλ τῷ ᾿Ιωσήφ· ἰδοὺ ἐγὼ ἀποθνήσκω, καὶ ἔσται ὁ Θεὸς μεθ᾿ ὑμῶν καὶ ἀποστρέψει ὑμᾶς εἰς τὴν γῆν τῶν πατέρων ὑμῶν· 21 Είπεν ακόμη ο Ιακώβ στον Ιωσήφ· “ιδού ότι εγώ μετ' ολίγον αποθνήσκω. Ο Θεός θα είναι, μαζή σας και θα σας επαναφέρη εις την γην των πατέρων σας. 21 Μετὰ τὴν εὐλογίαν ὁ Ἰσραὴλ εἶπεν εἰς τὸν Ἰωσήφ: «Νά· ἐγώ, ὅπως βλέπεις, πλησιάζω νὰ ἀποθάνω καὶ νὰ φύγω ἀπὸ κοντά σας. Ἀλλὰ θὰ εἶναι μαζί σας ὁ Θεός. Αὐτὸς θὰ σᾶς ὁδηγήσῃ καὶ πάλιν πίσω εἰς τὴν χώραν τῶν πατέρων σας, τὴν Χαναάν.
22 ἐγὼ δὲ δίδωμί σοι Σίκιμα ἐξαίρετον ὑπὲρ τοὺς ἀδελφούς σου, ἣν ἔλαβον ἐκ χειρὸς ᾿Αμορραίων ἐν μαχαίρᾳ μου καὶ τόξῳ. 22 Εγώ δε παραχωρώ εις σε και τους απογόνους σου εκλεκτήν κληρονομίαν, ανωτέραν από το μερίδιον των άλλών αδελφών σου, την πόλιν Συχέμ, την οποίαν εγώ ανακατέλαβον από τους Αμορραίους με την μάχαιράν μου και το τόξον. 22 Ἐγὼ δὲ θὰ παραχωρήσω εἰς σὲ καὶ τοὺς ἀπογόνους σου τὴν πόλιν Συχέμ, τόπον (μερίδα) εὔφορον καὶ ἐκλεκτόν, ἀνώτερον ἀπὸ ἐκεῖνον τῶν ἀδελφῶν σου· τὸν τόπον αὐτὸν ἐπῆρα ἀπὸ τὰ χέρια τῶν Ἀμορραίων μὲ τὸ μαχαίρι μου καὶ τὸ πολεμικόν μου τόξον».