Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΓΕΝΕΣΙΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 41 (ΜΑ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΓΕΝΕΤΟ δὲ μετὰ δύο ἔτη ἡμερῶν, Φαραὼ εἶδεν ἐνύπνιον· ᾤετο ἑστάναι ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ, 1 Μετά πάροδον όμως δύο ετών είδεν ο Φαραώ ένα όνειρον. Του εφάνη ότι εστέκετο όρθιος κοντά στον Νείλον ποταμόν. 1 Δύο ὁλόκληρα χρόνια μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσιν τοῦ ἀρχιοινοχόοο ὁ Φαραὼ εἶδεν ἕνα ὄνειρον. Εἶδεν εἰς τὸν ὕπνον του, ὅτι ἐστέκετο δίπλα ἀπὸ τὸν Νεῖλον ποταμόν.
2 καὶ ἰδοὺ ὥσπερ ἐκ τοῦ ποταμοῦ ἀνέβαινον ἑπτὰ βόες καλαὶ τῷ εἴδει καὶ ἐκλεκταὶ ταῖς σαρξὶ καὶ ἐβόσκοντο ἐν τῷ ῎Αχει. 2 Και αίφνης του εφάνη, ότι από τον ποταμόν ανέβαιναν επτά αγελάδες ωραίαι κατά την εμφάνισιν και παχείαι, αι οποίαι έβοσκον στο λεπτόν και τρυφερόν χορτάρι του λειβαδιού παρά τον ποταμόν. 2 Καὶ νά· ὡσὰν νὰ ἀνέβαιναν ἀπὸ τὸν ποταμὸν ἑπτὰ ἀγελάδες ὡραῖες εἰς τὴν ἐμφάνισιν, ἀπαλές, καλοθρεμμένες καὶ παχειὲς καὶ ἔβοσκαν εἰς τὸ γρασίδι τοῦ λιβαδιοῦ, ποὺ ἦταν γύρω ἀπὸ τὸν ποταμόν.
3 ἄλλαι δὲ ἑπτὰ βόες ἀνέβαινον μετὰ ταύτας ἐκ τοῦ ποταμοῦ αἰσχραὶ τῷ εἴδει καὶ λεπταὶ ταῖς σαρξὶ καὶ ἐνέμοντο παρὰ τὰς βόας ἐπὶ τὸ χεῖλος τοῦ ποταμοῦ· 3 Επειτα από αυτάς, ανέβησαν από τον ποταμόν άλλαι επτά αγελάδες άσχημοι κατά την εμφάνισιν και αποσκελετωμέναι και έβοσκαν εις την όχθην του ποταμού, κοντά εις τας προηγουμένας. 3 Ὕστερα ἀπὸ αὐτὲς ἐφάνησαν νὰ ἀνεβαίνουν ἀπὸ τὸν ποταμὸν ἄλλες ἑπτὰ ἀγελάδες ἄσχημες εἰς τὴν ἐμφάνισιν, λιπόσαρκες καὶ σκελετωμένες· αὐτὲς ἔβοσκαν κοντὰ εἰς τὶς ἄλλες ἀγελάδες δίπλα ἀπὸ τὴν ὄχθην τοῦ ποταμοῦ.
4 καὶ κατέφαγον αἱ ἑπτὰ βόες αἱ αἰσχραὶ καὶ λεπταὶ ταῖς σαρξὶ τὰς ἑπτὰ βόας τὰς καλὰς τῷ εἴδει καὶ τὰς ἐκλεκτὰς ταῖς σαρξί. ἠγέρθη δὲ Φαραώ. 4 Αι επτά αυταί άσχημοι και αδύνατοι αγελάδες κατέφαγον τας επτά ωραίας κατά την εμφάνισιν και καλοθρεμμένας αγελάδας. Ο Φαραώ, έκπληκτος δια το όνειρον αυτό εξύπνησεν. 4 Καὶ οἰ ἑπτὰ ἀγελάδες οἱ ἄσχημες, λιπόσαρκες καὶ σκελετωμένες κατέφαγαν τὶς ἑπτὰ ὡραῖες, ἀπαλές, καλοθρεμμένες καὶ παχειὲς ἀγελάδες, ποὺ εἶχαν βγεῖ ἀπὸ τὸν ποταμὸν πρὶν ἀπὸ αὐτές. Ὁ Φαραὼ ἔκπληκτος ἀπὸ τὸ ὄνειρον ἐξύπνηοε.
5 καὶ ἐνυπνιάσθη τὸ δεύτερον, καὶ ἰδοὺ ἑπτὰ στάχυες ἀνέβαινον ἐν τῷ πυθμένι ἑνὶ ἐκλεκτοὶ καὶ καλοί· 5 Εκοιμήθη όμως πάλιν και είδε δεύτερον όνειρον. Είδε να φυτρώνουν από το αυτό στέλεχος επτά γεροί, ωραίοι και μεστωμένοι στάχυες. 5 Κατόπιν ἐκοιμήθη πάλιν καὶ εἶδεν ἄλλο ὄνειρον. Εἶδεν εἰς τὸν ὕπνον του, ὅτι ἑπτὰ στάχυα ὥριμα, μεστωμένα καὶ ὡραία ἐξεφύτρωναν ἀπὸ τὴν ἰδίαν ρίζαν·
6 καὶ ἰδοὺ ἑπτὰ στάχυες λεπτοὶ καὶ ἀνεμόφθοροι ἀνεφύοντο μετ᾿ αὐτούς· 6 Επειτα δε από αυτούς εφύτρωσαν άλλοι επτά στάχυες μαραμμένοι από τον καυστικόν άνεμον, ατροφικοί και χωρίς κόκκους. 6 καὶ νά· ἐβλάστησαν ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ ἑπτὰ στάχυα ἀδύνατα, ἀτροφικά, κούφια καὶ καψαλιασμένα ἀπὸ τὸν ἄνεμον τῆς ἐρήμου.
7 καὶ κατέπιον οἱ ἑπτὰ στάχυες οἱ λεπτοὶ καὶ ἀνεμόφθοροι τοὺς ἑπτὰ στάχυας τοὺς ἐκλεκτοὺς καὶ τοὺς πλήρεις. ἠγέρθη δὲ Φαραώ, καὶ ἦν ἐνύπνιον. 7 Αίφνης οι επτά ατροφικοί και ανεμόδαρτοι στάχυες κατέπιον τους καλούς και μεστωμένους. Εξύπνησε ταραγμένος ο Φαραώ, αλλά είδεν ότι αυτό ήτο όνειρον. Δεν εξανακοιμήθη όμως. 7 Καὶ τὰ ἑπτὰ στάχυα τὰ ἀνεμοδαρμένα, τὰ ἀδύνατα, ἀτροφικὰ καὶ κούφια κατάπιαν τὰ ἑπτὰ ὥριμα, μεστωμένα καὶ ὡραῖα στάχυα. Ὁ Φαραὼ ἐξύπνησε πάλιν ἔκπληκτος καὶ ἐκατάλαβε, ὅτι ὅσα εἶδεν ἦσαν ὄνειρον. Ἀλλὰ δὲν ἐκοιμήθη πάλιν.
8 ᾿Εγένετο δὲ πρωΐ καὶ ἐταράχθη ἡ ψυχὴ αὐτοῦ, καὶ ἀποστείλας ἐκάλεσε πάντας τοὺς ἐξηγητὰς Αἰγύπτου καὶ πάντας τοὺς σοφοὺς αὐτῆς, καὶ διηγήσατο αὐτοῖς Φαραὼ τὸ ἐνύπνιον αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἦν ὁ ἀπαγγέλλων αὐτὸ τῷ Φαραώ. 8 Ανέτειλεν η πρωΐαν και το πνεύμα του Φαραώ ήτο τεταραγμένον. Απέστειλεν ανθρώπους και εκάλεσεν εις τα ανάκτορά του όλους τους εξηγητάς της Αιγύπτου και όλους τους σοφούς, στους οποίους και διηγήθη το όνειρόν του. Κανείς όμως δεν ευρέθη ικανός να ερμηνεύση αυτό στον Φαραώ. 8 Ὅταν ἐξημέρωσεν, ὁ Φαραὼ ἦταν ἀνήσυχος καὶ ταραγμένος ἀπὸ τὰ ὄνειρα ποὺ εἶδε. Καὶ ἐπειδὴ κάτι τοῦ ἔλεγε μέσα του νὰ προσέξῃ τὰ ὄνειρα αὐτά, ἔστειλε καὶ ἐκάλεσεν ὅλους τοὺς μάγους ἐρμηνευτὲς τῆς Αἰγύπτον καὶ ὅλους τοὺς σοφοὺς τῆς χώρας, εἰς τοὺς ὁποίους διηγήθη τὸ ὄνειρον ποὺ εἶδεν· ἀλλὰ κανένας ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ἠμπόρεσε νὰ τοῦ τὸ ἐξηγήσῃ.
9 καὶ ἐλάλησεν ὁ ἀρχιοινοχόος πρὸς Φαραὼ λέγων· τὴν ἁμαρτίαν μου ἀναμιμνήσκω σήμερον. 9 Τοτε ωμίλησεν ο αρχιοινοχόος προς τον Φαραώ και του είπε· “σήμερον έρχεται στον νουν μου η αμαρτία, την οποίαν είχα διαπράξει. 9 Ὅταν ὅλοι οἱ σοφοὶ ἐμαζεύθησαν καὶ δὲν ἠμπόρεσαν νὰ δώσουν καμμίαν ἐξήγησιν εἰς τὰ ὄνειρα τοῦ Φαραώ, τότε ὁ ἀρχιοινοχόος ἐμίλησε πρὸς τὸν Φαραὼ καὶ εἶπε: Σήμερα ἐνθυμοῦμαι τὴν ἁμαρτίαν μου καὶ τὴν ὁμολογῶ.
10 Φαραὼ ὠργίσθη τοῖς παισὶν αὐτοῦ καὶ ἔθετο ἡμᾶς ἐν φυλακῇ ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ ἀρχιμαγείρου, ἐμέ τε καὶ τὸν ἀρχισιτοποιόν. 10 Ο Φαραώ είχεν οργισθή εναντίον των δούλων του και μας έβαλε εις την φυλακήν, στον οίκον του αρχιμαγείρου, εμέ και τον αρχισιτοποιόν. 10 Ὁ Φαραὼ ἐξωργίσθη ἐναντίον τῶν δούλων του καὶ ἔρριψεν εἰς τὴν φυλακήν, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὸ σπίτι τοῦ ἀρχιμαγείρου, ἐμὲ καὶ τὸν ἀρχισιτοποιόν·
11 καὶ εἴδομεν ἐνύπνιον ἀμφότεροι ἐν νυκτὶ μιᾷ ἐγὼ καὶ αὐτός, ἕκαστος κατὰ τὸ αὐτοῦ ἐνύπνιον εἴδομεν. 11 Οι δυο μας, εγώ και ο αρχισιτοποιός, κατά την ιδίαν νύκτα, είδομεν ένα όνειρον, ο καθένας το ιδικόν του. 11 ἐκεῖ μέσα εἰς τὴν φυλακὴν εἴδαμεν ὁ καθένας ὄνειρον, τὴν ἰδίαν νύκτα, ἐγὼ καὶ ἐκεῖνος· ὁ καθένας μας εἶδε ξεχωριστόν, ἰδιαίτερον ὄνειρον, τὸ ὁποῖον εἶχε τὴν ἰδικήν του ἑρμηνείαν.
12 ἦν δὲ ἐκεῖ μεθ᾿ ἡμῶν νεανίσκος παῖς ῾Εβραῖος τοῦ ἀρχιμαγείρου, καὶ διηγησάμεθα αὐτῷ, καὶ συνέκρινεν ἡμῖν. 12 Εκεί, μαζή μας ήτο φυλακισμένος ένας νεαρός Εβραίος, δούλος του αρχιμαγείρου, στον οποίον και διηγήθημεν τα όνειρά μας. Εκείνος δε μας τα εξήγησε. 12 Εὑρίσκετο δὲ ἐκεῖ εἰς τὴν φυλακὴν μαζί μας φυλακισμένος κάποιος νεαρὸς Ἑβραῖος, δοῦλος τοῦ ἀρχιμαγείρου Πετεφρῆ, καὶ τοῦ διηγηθήκαμε τὸ ὄνειρόν μας καὶ μᾶς τὸ ἐξήγησε.
13 ἐγενήθη δέ, καθὼς συνέκρινεν ἡμῖν, οὕτω καὶ συνέβη, ἐμέ τε ἀποκατασταθῆναι ἐπὶ τὴν ἀρχήν μου, ἐκεῖνον δὲ κρεμασθῆναι. 13 Οπως μας τα εξήγησεν, έτσι ακριβώς και έγιναν τα γεγονότα· εγώ μεν αποκατεστάθην στο αξίωμά μου, ο δε αρχισιτοποιός εκρεμάσθη”. 13 Καὶ πράγματι· τὰ γεγονότα συνέβησαν ἀκριβῶς ὅπως μᾶς τὰ ἐξήγησεν· ἐγὼ μὲν ἀποφυλακίσθηκα καὶ ἀποκαταστάθηκα εἰς τὸ ἀξίωμά μου, ὁ δὲ ἀρχισιτοποιὸς ἐκρεμάσθη καὶ ἐθανατώθη».
14 ᾿Αποστείλας δὲ Φαραὼ ἐκάλεσε τὸν ᾿Ιωσήφ, καὶ ἐξήγαγον αὐτὸν ἀπὸ τοῦ ὀχυρώματος καὶ ἐξύρησαν αὐτὸν καὶ ἤλλαξαν τὴν στολὴν αὐτοῦ, καὶ ἦλθε πρὸς Φαραώ. 14 Αμέσως ο Φαραώ απέστειλεν άνθρωπον εις την φυλακήν και προσεκάλεσε τον Ιωσήφ. Τον έβγαλαν από αυτήν, τον εξύρισαν, του έδωσαν άλλην στολήν να φορέση και έτσι ευπαρουσίαστος ήλθεν ενώπιον του Φαραώ. 14 Ὅταν ὁ Φαραὼ ἄκουσε τὰ ὅσα τοῦ διηγήθη ὁ ἀρχιοινοχόος, ἔστειλε καὶ ἐκάλεσε τὸν Ἰωσήφ· διέταξε καὶ τὸν ἔβγαλαν ἀμέσως ἀπὸ τὴν ὠχυρωμένην φυλακὴν καὶ ἀφοῦ τὸν ἐξύρισαν καὶ τοῦ ἐφόρεσαν ἄλλην στολὴν ἀπὸ ἐκείνην, ποὺ ἐφοροῦσε εἰς τὴν φυλακήν, παρουσιάσθη καθαρὸς καὶ εὐτρεπισμένος εἰς τὸν Φαραώ.
15 εἶπε δὲ Φαραὼ πρὸς ᾿Ιωσήφ· ἐνύπνιον ἑώρακα, καὶ ὁ συγκρίνων οὐκ ἔστιν αὐτό· ἐγὼ δὲ ἀκήκοα περὶ σοῦ λεγόντων, ἀκούσαντά σε ἐνύπνια συγκρῖναι αὐτά. 15 Είπεν ο Φαραώ προς τον Ιωσήφ· “είδα ένα όνειρον και δεν υπάρχει κανείς, που να μου το εξηγήση. Επληροφορήθην δια σε από μερικούς, οι οποίοι λέγουν ότι, όταν ακούσης τα όνειρα, ημπορείς και τα ερμηνεύεις”. 15 Καὶ ὁ Φαραὼ εἶπεν εἰς τὸν Ἰωσήφ: «Εἶδα ἕνα ὄνειρον καὶ δὲν ὑπάρχει κανείς, ποὺ νὰ ἠμπορῇ νὰ τὸ ἐξηγήσῃ. Ἐγὼ ὅμως ἐπληροφορήθηκα διὰ σὲ ἀπὸ μερικούς, οἱ ὁποῖοι λέγουν, ὅτι ὅταν ἀκούσῃς ὄνειρα, ἠμπορεῖς νὰ τὰ ἐξηγῇς».
16 ἀποκριθεὶς δὲ ᾿Ιωσὴφ τῷ Φαραὼ εἶπεν· ἄνευ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἀποκριθήσεται τὸ σωτήριον Φαραώ. 16 Απεκρίθη ο Ιωσήφ στον Φαραώ και του είπε· “χωρίς τον φωτισμόν του Θεού τίποτε το ωφέλιμον δεν ημπορώ να απαντήσω στον Φαραώ”. 16 Ὁ Ἰωσὴφ ἀπάντησε τότε μὲ σύνεσιν καὶ εὐλάβειαν εἰς τὸν Φαραώ: «Ἐγὼ δὲν λέγω τίποτε μὲ τὴν ἰδικήν μου δύναμιν· δεν ἐξηγῶ τὰ ὄνειρα μὲ ὁδηγὸν τὴν ἀνθρωπίνην σοφίαν· χωρὶς τὴν βοήθειαν καὶ τὸν φωτισμὸν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, εἰς τὸν ὁποῖον πιστεύω, δὲν ἠμπορῶ νὰ δώσω ἀπόκρισιν σωστήν, ποὺ νὰ φέρῃ ὠφέλειαν καὶ σωτηρίαν εἰς τὸν Φαραώ».
17 ἐλάλησε δὲ Φαραὼ τῷ ᾿Ιωσὴφ λέγων· ἐν τῷ ὕπνῳ μου ᾤμην ἑστάναι παρὰ τὸ χεῖλος τοῦ ποταμοῦ, 17 Είπεν ο Φαραώ τότε στον Ιωσήφ· “κατά τον ύπνον μου εφάνη, ότι εστεκόμουν όρθιος κοντά εις την όχθην του ποταμού, 17 Τότε ὁ Φαραὼ ἐμίλησε εἰς τὸν Ἰωσὴφ καὶ τοῦ εἶπεν:»Εἶδα εἰς τὸν ὕπνον μου, ὅτι ἐστεκόμουν δίπλα ἀπὸ τὸν Νεῖλον ποταμὸν
18 καὶ ὥσπερ ἐκ τοῦ ποταμοῦ ἀνέβαινον ἑπτὰ βόες καλαὶ τῷ εἴδει καὶ ἐκλεκταὶ ταῖς σαρξί, καὶ ἐνέμοντο ἐν τῷ ῎Αχει. 18 και ότι σαν να ανέβαιναν από το ποτάμι επτά αγελάδες ωραίαι κατά την εμφάνισιν και καλοθρεμμέναι, αι οποίαι έβοσκαν εις τα χορτάρια του λειβαδιού. 18 καὶ εἶδα ὡσὰν νὰ ἀνέβαιναν ἀπὸ τὸν ποταμὸν ἑπτὰ ἀγελάδες ὡραῖες εἰς τὴν ἐμφάνισιν, ἀπαλές, καλοθρεμμένες καὶ παχειὲς καὶ ἔβοσκαν εἰς τὸ γρασίδι τοῦ λιβαδιοῦ, ποὺ ἦταν γύρω ἀπὸ τὸν ποταμόν.
19 καὶ ἰδοὺ ἑπτὰ βόες ἕτεραι ἀνέβαινον ὀπίσω αὐτῶν ἐκ τοῦ ποταμοῦ πονηραὶ καὶ αἰσχραὶ τῷ εἴδει καὶ λεπταὶ ταῖς σαρξίν, οἵας οὐκ εἶδον τοιαύτας ἐν ὅλῃ γῇ Αἰγύπτου αἰσχροτέρας· 19 Και ιδού, οπίσω από αυτάς ανέβαιναν από τον Νείλον άλλαι επτά αγελάδες ελεειναί, άσχημοι κατά την εμφάνισιν και απρσκελετωμέναι, χειροτέρας από τας οποίας δεν είδα ποτέ εις όλην την Αίγυπτον. 19 Καὶ ἔξαφνα ὕστερα ἀπὸ αὐτὲς ἀνέβαιναν ἀπὸ τὸν ποταμὸν ἄλλες ἑπτὰ ἀγελάδες, ἀσθενικὲς καὶ ἄσχημες εἰς τὴν ἐμφάνισιν καὶ λιποσαρκὲς τόσον πολύ, ὥστε δὲν εἶδα ἕως τώρα ἀσχημότερες εἰς ὅλην τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου.
20 καὶ κατέφαγον αἱ ἑπτὰ βόες αἱ αἰσχραὶ καὶ λεπταὶ τὰς ἑπτὰ βόας τὰς πρώτας τὰς καλὰς καὶ τὰς ἐκλεκτάς, 20 Αι επτά δε αύται άσχημοι και λιπόσαρκοι αγελάδες κατέφαγον τας πρώτας τας ωραίας και εκλεκτάς. 20 Καὶ οἰ ἑπτὰ ἄσχημες εἰς τὴν ἐμφάνισιν καὶ λιποσαρκὲς ἀγελάδες κατέφαγαν τὶς ἑπτὰ πρῶτες, ποὺ ἦσαν ὡραῖες εἰς τὴν ἐμφάνισιν, ἀπαλές, καλοθρεμμένες καὶ παχειές.
21 καὶ εἰσῆλθον εἰς τὰς κοιλίας αὐτῶν καὶ οὐ διάδηλοι ἐγένοντο, ὅτι εἰσῆλθον εἰς τὰς κοιλίας αὐτῶν, καὶ αἱ ὄψεις αὐτῶν αἰσχραί, καθὰ καὶ τὴν ἀρχήν· ἐξεγερθεὶς δὲ ἐκοιμήθην 21 Αι παχείαι αγελάδες εισήλθον εις τας κοιλίας των ισχνών. Αλλά δεν εφάνη καθόλου ότι εισήλθον εις τας κοιλίας αυτών, διότι η εμφάνισις των ισχνών αγελάδων έμεινεν η ίδια· ήσαν αυταί και πάλιν αδύνατοι όπως και προηγουμένως. Εξύπνησα αλλά και πάλιν εκοιμήθην. 21 Ἀλλὰ ἐνῳ οἰ ἑπτὰ ἄσχημες εἰς τὴν ἐμφάνισιν κατέφαγαν τὶς ἑπτὰ ·ωραῖες ἀγελάδες, δὲν διεκρίνετο τίποτε, ποὺ νὰ φανερώνῃ ὅτι οἱ ἑπτὰ ὡραῖες καὶ παχειὲς ἀγελάδες εὑρίσκοντο εἰς τὴν κοιλίαν των, διότι ἡ ἐμφάνισίς των συνέχιζε νὰ εἶναι ἄσχημη καὶ σκελετωμένη, ὅπως καὶ προηγουμένως. Τότε ἐξύπνησα, ἀλλὰ ἐκοιμήθηκα καὶ πάλιν.
22 καὶ εἶδον πάλιν ἐν τῷ ὕπνῳ μου, καὶ ὥσπερ ἑπτὰ στάχυες ἀνέβαινον ἐν πυθμένι ἑνὶ πλήρεις καὶ καλοί· 22 Είδον πάλιν στον ύπνον μου άλλο όνειρον· ότι δηλαδή επτά στάχυα ωραία εις την εμφάνισιν και μεστωμένα υψώνοντο επάνω εις μίαν μόνην καλαμιάν. 22 Καὶ πάλιν εἴδα εἰς τὸν ὕπνον μου, ὅτι ἑπτὰ στάχυα ὥριμα, μεστωμένα καὶ ὡραῖα ὡσὰν νὰ ξεφύτρωναν ἀπὸ τὴν ἰδίαν ρίζαν·
23 ἄλλοι δὲ ἑπτὰ στάχυες λεπτοὶ καὶ ἀνεμόφθοροι ἀνεφύοντο ἐχόμενοι αὐτῶν. 23 Αλλα δε επτά ατροφικά, κτυπημένα από τον καυστικόν άνεμον, εφύτρωναν κατόπιν από αυτά. 23 ἔξαφνα ἄλλα ἑπτὰ στάχυα ἀδύνατα, ἀτροφικά, κούφια καὶ καψαλιασμένα ἀπὸ τὸν καυστικὸν ἄνεμον τῆ ἐρήμου ἐβλάστησαν ὕστερα ἀπὸ τὰ πρῶτα.
24 καὶ κατέπιον οἱ ἑπτὰ στάχυες οἱ λεπτοὶ καὶ ἀνεμόφθοροι τοὺς ἑπτὰ στάχυας τοὺς καλοὺς καὶ τοὺς πλήρεις. εἶπα οὖν τοῖς ἐξηγηταῖς, καὶ οὐκ ἦν ὁ ἀπαγγέλλων μοι αὐτό. 24 Τα επτά αυτά στάχυα τα ατροφικά και τα ανεμοδαρμένα κατέπιαν τα επτά ωραία και μεστωμένα στάχυα. Είπα, λοιπόν, στους ερμηνευτάς των ονείρων αυτά και δεν ημπόρεσε κανείς να μου τα ερμηνεύση”. 24 Καὶ τὰ ἑπτὰ ἀδύνατα, ἀτροφικά, κούφια καὶ κομμένα ἀπὸ τὸν ἄνεμον τῆς ἐρήμου κατάπιαν τὰ ἑπτὰ ὥριμα, μεστωμένα καὶ ὡραῖα στάχυα. Διηγήθηκα λοιπὸν εἰς τοὺς μάγους ἐρμηνευτὲς τὸ ὄνειρον αὐτὸ καὶ δὲν εὑρέθη κανένας μεταξύ των, ποὺ νὰ ἠμπορέσῃ νὰ μοῦ τὸ ἐξηγήσῃ».
25 Καὶ εἶπεν ᾿Ιωσὴφ τῷ Φαραώ· τὸ ἐνύπνιον Φαραὼ ἕν ἐστιν· ὅσα ὁ Θεὸς ποιεῖ, ἔδειξε τῷ Φαραώ. 25 Είπε τότε ο Ιωσήφ στον Φαραώ· “τα δύο όνειρα του Φαραώ είναι ένα και το αυτό. Με αυτά έδειξεν ο Θεός στον Φαραώ όσα μέλλει να πράξη. 25 Τότε ὁ Ἰωσὴφ εἶπεν εἰς τὸν Φαραώ: «Τὰ δύο ὄνειρα ποὺ εἶδες, τὸ ἕνα κατόπιν τοῦ ἄλλου, εἶναι ἕνα καὶ σημαίνουν καὶ τὰ δύο τὸ ἴδιον πρᾶγμα· ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ἐφανέρωσεν εἰς τὸν Φαραὼ ὅλα, ὅσα πρόκειται νὰ κάμῃ εἰς τὸ μέλλον.
26 αἱ ἑπτὰ βόες αἱ καλαὶ ἑπτὰ ἔτη ἐστί, καὶ οἱ ἑπτὰ στάχυες οἱ καλοὶ ἑπτὰ ἔτη ἐστί· τὸ ἐνύπνιον Φαραὼ ἕν ἐστι, 26 Αι επτά καλαί αγελάδες σημαίνουν επτά έτη, και οι επτά καλοί στάχυες σημαίνουν πάλιν επτά έτη. Το διπλούν όνειρον του Φαραώ είναι ένα. 26 Οἱ ἑπτὰ ὡραῖες καὶ παχειὲς ἀγελάδες εἶναι ἑπτὰ χρόνια καὶ τὰ ἑπτὰ ὡραῖα καὶ μεστωμένα στάχυα εἶναι ἑπτὰ χρόνια· τὸ ὄνειρον, ποὺ εἶδεν ὁ Φαραώ, εἶναι ἕνα καὶ σημαίνει τὸ ἴδιον πρᾶγμα.
27 καὶ αἱ ἑπτὰ βόες αἱ λεπταὶ αἱ ἀναβαίνουσαι ὀπίσω αὐτῶν ἑπτὰ ἔτη ἐστί, καὶ οἱ ἑπτὰ στάχυες οἱ λεπτοὶ καὶ ἀνεμόφθοροι ἔσονται ἑπτὰ ἔτη λιμοῦ. 27 Αι επτά ισχναί αγελάδες, αι οποίαι ανέβαινον κατόπιν από τας παχείας δηλώνουν επτά έτη και οι επτά στάχυες οι ατροφικοί και οι ανεμόπληκτοι δηλώνουν επτά έτη πείνας. 27 Καί οἰ ἑπτὰ ἀσθενικὲς ἀγελάδες, ποὺ ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸν ποταμὸν μετὰ τὶς ἑπτὰ ὡραῖες ἀγελάδες, εἶναι ἑπτὰ χρόνια· καὶ τὰ ἑπτὰ ἀδύνατα, ἀτροφικὰ καὶ δαρμένα ἀπὸ τὸν καυστικὸν ἄνεμον στάχυα θὰ εἶναι ἑπτὰ χρόνια πείνας.
28 τὸ δὲ ρῆμα, ὃ εἴρηκα Φαραώ, ὅσα ὁ Θεὸς ποιεῖ, ἔδειξε τῷ Φαραώ, 28 Η εξήγησις, την οποίαν είπα στον Φαραώ, μαρτυρεί ότι ο Θεός εφανέρωσεν στον Φαραώ όσα πρόκειται να κάμη. 28 Τὰ γεγονότα εἶναι ὅπως τὰ ἐξήγησα καὶ τὰ εἶπα τὸν Φαραώ· ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ἐφανέρωσεν εἰς τὸν Φαραὼ ὅλα, ὅσα πρόκειται νὰ κάμῃ εἰς τὸ μέλλον.
29 ἰδοὺ ἑπτὰ ἔτη ἔρχεται εὐθηνία πολλὴ ἐν πάσῃ γῇ Αἰγύπτου· 29 Ιδού έρχονται επτά έτη, κατά τα οποία μεγάλη ευφορία θα απλωθή εις όλην την γην της Αιγύπτου. 29 Καὶ νά· θὰ ἔλθουν ἑπτὰ χρόνια μεγάλης εὐφορίας καὶ ἀφθονίας σιταριοῦ εἰς ὅλην τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου.
30 ἥξει δὲ ἑπτὰ ἔτη λιμοῦ μετὰ ταῦτα, καὶ ἐπιλήσονται τῆς πλησμονῆς τῆς ἐσομένης ἐν ὅλῃ Αἰγύπτῳ, καὶ ἀναλώσει ὁ λιμὸς τὴν γῆν, 30 Κατόπιν όμως από αυτά θα έλθουν επτά έτη πείνας. Αυτή θα είναι τόσον μεγάλη, ώστε θα λησμονήσουν οι άνθρωποι την ευφρρίαν, που έγινε προηγουμένως εις όλην την Αίγυπτον. Και η πείνα θα ερημώση την γώραν. 30 Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ θὰ ἔλθουν ἑπτὰ χρόνια πείνας καὶ τότε ὁ λαὸς θὰ λησμονήσῃ ὅλα τὰ χρόνια τῆς εὐφορίας καὶ ἀφθονίας, ποὺ εἶχαν προηγηθῇ εἰς ὅλην τὴν Αἴγυπτον, καὶ ἡ πεῖνα θὰ καταστρέψῃ καὶ θὰ ἐρημώσῃ ὅλην τὴν χώραν.
31 καὶ οὐκ ἐπιγνωσθήσεται ἡ εὐθηνία ἐπὶ τῆς γῆς ἀπὸ τοῦ λιμοῦ τοῦ ἐσομένου μετὰ ταῦτα· ἰσχυρὸς γὰρ ἔσται σφόδρα. 31 Ενεκα δε αυτής της πείνας, που θα επακολουθήση, θα σβήση από την μνήμην των ανθρώπων η προηγουμένη ευφορία της χώρας· διότι η πείνα θα είναι πολύ μεγάλη. 31 Θὰ εἶναι δὲ τόση ἡ καταστροφή, ποὺ θὰ συμβῇ εἰς τὴν χώραν, ὥστε ἡ ἀφθονία θὰ καταστῇ ἄγνωστος ἀπὸ τὴν πεῖναν, ποὺ θὰ ἔλθῃ· διότι ἡ πεῖνα θὰ εἶναι πολὺ φοβερή.
32 περὶ δὲ τοῦ δευτερῶσαι τὸ ἐνύπνιον Φαραὼ δίς, ὅτι ἀληθὲς ἔσται τὸ ρῆμα τὸ παρὰ τοῦ Θεοῦ, καὶ ταχυνεῖ ὁ Θεὸς τοῦ ποιῆσαι αὐτό. 32 Η δευτέρα δε επανάληψις του ονείρου σημαίνει ότι είναι αληθινόν και βέβαιον το αποκαλυφθέν από τον Θεόν δια του ονείρου και ότι συντόμως θα πράξη ο Θεός αυτό, που προανήγγειλε. 32 Ἡ δὲ διπλῆ ἐπανάληψις τοῦ ὀνείρου τοῦ Φαραὼ ἔγινε, διὰ νὰ πιστεύσῃ ὁ βασιλιᾶς, ὅτι δὲν πρόκειται περὶ ματαίας φαντασίας, ἀλλ’ ὅτι ἡ ἐνέργεια αὐτὴ τοῦ Θεοῦ θὰ γίνῃ ὁπωσδήποτε καὶ μάλιστα ὅτι ὁ Θεὸς θὰ πράξῃ τοῦτο πολὺ σύντομα».
33 νῦν οὖν σκέψαι ἄνθρωπον φρόνιμον καὶ συνετὸν καὶ κατάστησον αὐτὸν ἐπὶ γῆς Αἰγύπτου· 33 Τωρα, λοιπόν, που είναι καιρός, σκέψου και έκλεξε άνθρωπον έξυπνον και συνετόν και διόρισε αυτόν εις όλην την γην της Αιγύπτου. 33 Μετὰ τὴν ἐξήγησιν τῶν ὀνείρων ὁ Ἰωσήφ, φωτιζόμενος ἀπὸ τὸν Θεόν, ἔδωκεν εἰς τὸν Φαραὼ καὶ ἀρίστην συμβουλήν· τοῦ εἶπε: «Τώρα λοιπόν, ὅσον ἔχεις ἀκόμη καιρόν, διάλεξε κάποιον ἄνθρωπον φρόνιμον καὶ συνετὸν καὶ διόρισέ τον ἄρχοντα μὲ ἐξουσίαν εἰς ὅλην τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου.
34 καὶ ποιησάτω Φαραὼ καὶ καταστησάτω τοπάρχας ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἀποπεμπτωσάτωσαν πάντα τὰ γεννήματα τῆς γῆς Αἰγύπτου τῶν ἑπτὰ ἐτῶν τῆς εὐθηνίας 34 Συγχρόνως δε ο Φαραώ ας εκλέξη και ας καταστήση επόπτας εις τας περιοχάς της χώρας, δια να κρατούν το πέμπτον από όλα τα προϊόντα της γης Αιγύπτου κατά τα επτά έτη της ευφορίας. 34 Καὶ ὁ Φαραὼ ἂς ὁρίσῃ καὶ ἂς καταστήσῃ ἐπόπτες (διοικητὲς ἐπαρχιῶν) εἰς τὴν χώραν, καὶ αὐτοὶ ἂς κρατοῦν διὰ λογαριασμὸν τοῦ κράτους τὸ ἕνα πέμπτον ἀπὸ ὅλα τὰ γεννήματα τῆς χώρας τῆς Αἰγύπτου, ποὺ θὰ ἀποδώσῃ ἡ γῆ κατὰ τὰ ἑπτὰ χρόνια τῆς εὐφορίας καὶ ἀφθονίας.
35 καὶ συναγαγέτωσαν πάντα τὰ βρώματα τῶν ἑπτὰ ἐτῶν τῶν ἐρχομένων τῶν καλῶν τούτων, καὶ συναχθήτω ὁ σῖτος ὑπὸ χεῖρα Φαραώ, βρώματα ἐν ταῖς πόλεσι φυλαχθήτω· 35 Ολα δε αυτά τα τρόφιμα των επτά ερχομένων ετών της ευφορίας ας συγκεντρωθούν εις αποθήκας. Ας συγκεντρωθή ο σίτος και ας τεθή εις την εξουσίαν και την διάθεσιν του Φαραώ. Τα τρόφιμα ας αποθηκευθούν ασφαλώς εις τας πόλεις. 35 Καὶ ἐπίσης ἂς συγκεντρώσουν ὅλα τὰ τρόφιμα τῶν ἐρχομένων ἑπτὰ ἐτῶν τῆς εὐφορίας καὶ ἂς ἀποθηκευθῇ ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν σου ὅλο τὸ σιτάρι καὶ ὅλα τὰ τρόφιμα ἂς φυλαχθοῦν καὶ ἂς τεθοῦν κάτω ἀπὸ φρούρησιν εἰς τὶς πόλεις.
36 καὶ ἔσται τὰ βρώματα τὰ πεφυλαγμένα τῇ γῇ εἰς τὰ ἑπτὰ ἔτη τοῦ λιμοῦ, ἃ ἔσονται ἐν γῇ Αἰγύπτου, καὶ οὐκ ἐκτριβήσεται ἡ γῇ ἐν τῷ λιμῷ. 36 Και θα είναι αυτά φυλαγμένα εις όλην την χώραν δια τα επτά έτη της πείνας, η οποία θα απλωθή εις την χώραν της Αιγύπτου. Ετσι δε η χώρα αυτή δεν θα εξολοθρευθή από την πείναν. 36 Τὰ τρόφιμα ἐκεῖνα θὰ εἶναι ἀποθηκευμένα καὶ φυλαγμένα εἰς τὴν χώραν διὰ τὴν πεῖναν τῶν ἑπτὰ ἐτῶν· ἔτσι ὁ λαὸς θὰ εὕρῃ ἀνακούφισιν κατὰ τὸν καιρὸν τῆς πεῖνας καὶ δὲν θὰ ὑποστῇ ἡ χώρα ὁλοκληρωτικὴν καταστροφήν».
37 ῎Ηρεσε δὲ τὸ ρῆμα ἐναντίον Φαραὼ καὶ ἐναντίον πάντων τῶν παίδων αὐτοῦ, 37 Ο λόγος αυτός ήρεσεν στον Φαραώ και εις όλους τους αυλικούς του. 37 Ἡ συμβουλὴ αὐτὴ καὶ τὸ σχέδιον τοῦ Ἰωσὴφ ἄρεσαν εἰς τὸν Φαραὼ καὶ εἰς ὅλους τοὺς διαφόρους αὐλικούς του, ποὺ ἦσαν παρόντες.
38 καὶ εἶπε Φαραὼ πᾶσι τοῖς παισὶν αὐτοῦ· μὴ εὑρήσομεν ἄνθρωπον τοιοῦτον, ὃς ἔχει πνεῦμα Θεοῦ ἐν αὐτῷ; 38 Είπε δε προς αυτούς· “μήπως τάχα θα εύρωμεν τέτοιον άνθρωπον σαν τον Ιωσήφ, ο οποίος έχει Πνεύμα Θεού εντός του;” 38 Καὶ εἶπεν ὁ Φαραὼ εἰς ὅλους τοὺς αὐλικούς του· «μήπως ἠμποροῦμεν νὰ εὕρωμεν ἄλλον ἄνθρωπον, τέτοιον ὅπως ὁ Ἰωσήφ, εἰς τὸν ὁποῖον νὰ ὑπάρχῃ καὶ νὰ κατοικῇ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ;»
39 εἶπε δὲ Φαραὼ τῷ ᾿Ιωσήφ· ἐπειδὴ ἔδειξεν ὁ Θεός σοι πάντα ταῦτα, οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος φρονιμώτερος καὶ συνετώτερός σου· 39 Δια τούτο είπεν ο Φαραώ στον Ιωσήφ· “επειδή ο Θεός εφανέρωσεν εις σε όλα αυτά, άλλος δε άνθρωπος εξυπνότερος και σοφώτερος από σε δεν υπάρχει, 39 Διὰ τοῦτο ὁ Φαραὼ εἶπεν εἰς τὸν Ἰωσήφ: Ἀφοῦ ὁ Θεὸς σὲ ἐχαρίτωσε καὶ σοῦ ἀπεκάλυψεν ὅλα αὐτά, εἶναι φανερόν, ὅτι δεν ὑπάρχει ἄλλος ἄνθρωπος περισσότερον ἔξυπνος, γνωστικός, συνετός, διορατικὸς καὶ σοφὸς ἀπὸ σέ.
40 σὺ ἔσῃ ἐπὶ τῷ οἴκῳ μου, καὶ ἐπὶ τῷ στόματί σου ὑπακούσεται πᾶς ὁ λαός μου· πλὴν τὸν θρόνον ὑπερέξω σου ἐγώ. 40 συ θα γίνης άρχων εις όλον τον οίκον μου και εις τας διαταγάς σου θα υπακούη όλος ο λαός μου. Μονον δε κατά τον βασιλικόν θρόνον θα είμαι εγώ ανώτερός σου”. 40 Σὺ λοιπὸν θὰ ἐπιστατῇς εἰς τὸ ἀνάκτορόν μου καὶ σὺ θὰ κυβερνᾷς τὴν χώραν μου καὶ ὅλος ὁ λαός μου θὰ ὑπακούῃ εἰς τὶς διαταγές σου. Μόνον ὡς πρὸς τὸν βασιλικὸν θρόνον θὰ εἶμαι ἀνώτερός σου ἐγώ. Ὅλα τὰ ἄλλα τὰ ἐμπιστεύομαι εἰς τὴν φρόνησιν καὶ τὴν φροντίδα σου».
41 εἶπε δὲ Φαραὼ τῷ ᾿Ιωσήφ· ἰδοὺ καθίστημί σε σήμερον ἐπὶ πάσης γῆς Αἰγύπτου. 41 Του είπε δε ακόμη ο Φαραώ· “ιδού σε διορίζω σήμερον και σε εγκαθιστώ αντιβασιλέα εις όλην την χώραν της Αιγύπτου”. 41 Ὁ Φαραὼ εἶπεν ἀκόμη εἸς τὸν Ἰωσήφ: Νά· σὲ διορίζω ἀπὸ σήμερα ἄρχοντα καὶ βασιλέα ὅλης τῆς χώρας τῆς Αἰγύπτου».
42 καὶ περιελόμενος Φαραὼ τὸν δακτύλιον ἀπὸ τῆς χειρὸς αὐτοῦ, περιέθηκεν αὐτὸν ἐπί τὴν χεῖρα ᾿Ιωσὴφ καὶ ἐνέδυσεν αὐτὸν στολὴν βυσσίνην καὶ περιέθηκε κλοιὸν χρυσοῦν περὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ· 42 Εβγαλε δε ο Φαραώ από το χέρι του το δακτυλίδι, το έθεσεν στο χέρι του Ιωσήφ, ενέδυσεν αυτόν πολύτιμον λινήν στολήν από βύσσον και περιέβαλε στον τράχηλον αυτού άλυσιν χρυσήν. 42 Καὶ ὁ βασιλιᾶς, ἀφοῦ ἔβγαλε ἀπὸ τὸ χέρι του τὸ δακτυλίδι μὲ τὴν προσωπικήν του σφραγῖδα, τὸ ἔβαλεν εἰς τὸ χέρι τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τοῦ ἐφόρεσε στολὴν ἀπὸ πολυτιμότατον εἰδικὸν Αἰγυπτιακὸν λινὸν ὕφασμα, δηλαδὴ ἔνδυμα βασιλικόν, καὶ ἐκρέμασεν εἰς τὸν λαιμόν του χρυσὴν ἁλυσίδα.
43 καὶ ἀνεβίβασεν αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἅρμα τὸ δεύτερον τῶν αὐτοῦ, καὶ ἐκήρυξεν ἔμπροσθεν αὐτοῦ κήρυξ· καὶ κατέστησεν αὐτὸν ἐφ᾿ ὅλης γῆς Αἰγύπτου. 43 Ανεβίβασε δε αυτόν στο δεύτερον από τα βασιλικά του άρματα και ένας κήρυξ επροπορεύετο έμπροσθεν από αυτόν και τον ανήγγειλεν στον λαόν. Ετσι δε ανέδειξεν αυτόν ο Φαραώ αντιβασιλέα εις όλην την χώραν της Αιγύπτου. 43 Καὶ ἀνέβασε τὸν Ἰωσὴφ ἐπάνω εἰς τὸ δεύτερον ἅρμα, δηλαδὴ τὴν πλέον ἐπίσημον ἅμαξαν μετὰ τὴν βασιλικήν, καὶ ἐπροχωροΰσε ἐμπρὸς ἀπὸ τὸ ἅρμα βασιλικὸς κήρυκας, ὁ ὁποῖος ἐφώναζε καὶ τὸν συνιστοῦσε εὶς ὅλον τὸν λαὸν λέγων, ὅτι αὐτὸς ποὺ εἶναι εἰς τὴν ἅμαξαν ἀνεκηρύχθη ἀπὸ τὸν Φαραὼ ἀντιβασιλιὰς καὶ κυβερνήτης ὅλης τῆς Αἰγύπτου. Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ὁ Φαραὼ διώρισε τὸν Ἰωσὴφ ἀντιβασιλιᾶ εἰς ὅλην τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου.
44 εἶπε δὲ Φαραὼ τῷ ᾿Ιωσήφ· ἐγὼ Φαραώ, ἄνευ σοῦ οὐκ ἐξαρεῖ οὐδεὶς τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπὶ πάσης γῆς Αἰγύπτου. 44 Είπε δε στον Ιωσήφ· “εγώ ο Φαραώ διατάσσω· Κανείς δεν θα κινήση το χέρι του να κάμη κάτι εις όλην την γην της Αιγύπτου χωρίς την έγκρισίν σου”. 44 Ἀκόμη ὁ Φαραὼ ἐπρόσθεσεν εἰς τὸν Ἰωσήφ: «Ἐγὼ ὁ Φαραὼ ὁρίζω καὶ διατάσσω· χωρὶς τὴν ἄδειαν καὶ συγκατάθεσίν σου κανεὶς δὲν θὰ κινήσῃ τὸ χέρι του διὰ νὰ κάμῃ κάτι εἰς ὅλην τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου».
45 καὶ ἐκάλεσε Φαραὼ τὸ ὄνομα ᾿Ιωσήφ, Ψονθομφανήχ· καὶ ἔδωκεν αὐτῷ τὴν ᾿Ασεννὲθ θυγατέρα Πετεφρῆ ἱερέως ῾Ηλιουπόλεως αὐτῷ εἰς γυναῖκα. 45 Ωνόμασε δε ο Φαραώ τον Ιωσήφ Ψονθομφανήχ, δηλαδή τροφοδότην της γης. Εδωσε δε εις αυτόν ως σύζυγον την Ασεννέθ, θυγατέρα του Πετεφρή, όχι του αρχιμαγείρου, άλλα του ιερέως της Ηλιουπόλεως. 45 Καὶ ὁ Φαραὼ ὠνόμασε τὸν Ἰωσήφ μὲ τὸ Αἰγυπτιακὸν ὄνομα Ψονθομφανήχ (ποὺ σημαίνει τροφοδότης τοῦ κόσμου ἢ σωτῆρας τοῦ κόσμου ἢ θεμελιωτὴς τῆς ζωῆς ἢ αὐτὸς ποὺ γνωρίζει καὶ φανερώνει τὰ μυστικά)· καὶ διὰ νὰ τὸν τιμήσῃ ἀκόμη περισσότερον, τοῦ ἔδωκεν ὡς σύζυγον τὴν Ἄσενίθ, κόρην τοῦ Πετεφρῆ, ἱερέως τῆς Ἡλιουπόλεως, καὶ ἄρα ἐπισήμου προσώπου.
46 ᾿Ιωσὴφ δὲ ἦν ἐτῶν τριάκοντα, ὅτε ἔστη ἐναντίον Φαραὼ βασιλέως Αἰγύπτου. ᾿Εξῆλθε δὲ ᾿Ιωσὴφ ἀπὸ προσώπου Φαραώ, καὶ διῆλθε πᾶσαν γῆν Αἰγύπτου. 46 Ητο δε τότε ο Ιωσήφ τριάκοντα ετών, όταν ενεφανίσθη ενώπιον του Φαραώ βασιλέως της Αιγύπτου. Εξήλθε δε ο Ιωσήφ από τα ανάκτορα του Φαραώ και, ως αντιβασιλεύς πλέον, περιώδευσεν όλην την χώραν της Αιγύπτου. 46 Ὁ Ἰωσὴφ ἦταν τριάντα ἐτῶν, ὅταν παρουσιάσθη ἐμπρὸς εἰς τὸν Φαραώ, τὸν βασιλιᾶ τῆς Αἰγύπτου, καὶ ἀνεκηρύχθη ἀντιβασιλιᾶς. Καὶ ὁ Ἰωσήφ, εὐθὺς μετὰ τὴν ἀνάληψιν τῶν καθηκόντων του, ἐβγῆκε ἀπὸ τὸ παλάτι τοῦ Φαραὼ καὶ περιώδευσεν εἰς ὅλην τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου, διὰ νὰ τὴν γνωρίσῃ καὶ λάβῃ τὰ κατάλληλα μέτρα διὰ τὴν περίστασιν.
47 καὶ ἐποίησεν ἡ γῆ ἐν τοῖς ἑπτὰ ἔτεσι τῆς εὐθηνίας δράγματα· 47 Η δε χώρα της Αιγύπτου απέδωσε κατά τα επτά έτη της ευφορίας πλούσια τα προϊόντα. 47 Καὶ ἡ γῆ τῆς Αἰγύπτου κατὰ τὰ ἑπτὰ χρόνια τῆς εὐφορίας καὶ ἀφθονίας ἐκαρποφόρησε πλούσια ἀγαθά.
48 καὶ συνήγαγε πάντα τὰ βρώματα τῶν ἑπτὰ ἐτῶν, ἐν οἷς ἦν ἡ εὐθυνία ἐν τῇ γῇ Αἰγύπτου, καὶ ἔθηκε τὰ βρώματα ἐν ταῖς πόλεσι, βρώματα τῶν πεδίων τῆς πόλεως τῶν κύκλῳ αὐτῆς ἔθηκεν ἐν αὐτῇ. 48 Και συνεκέντρωσεν ο Ιωσήφ όλα τα είδη των τροφίμων κατά τα επτά αυτά έτη, κατά τα οποία επεκράτει ευφορία εις την χώραν της Αιγύπτου και τα αποθήκευσεν εις τας πόλεις. Τα δε προϊόντα των πεδιάδων, που ήσαν γύρω από κάθε πόλιν, τα αποθήκευσεν εις αυτήν την ιδίαν πόλιν. 48 Ὁ δὲ Ἰωσὴφ συνεκέντρωσεν ὅλα τὰ τρόφιμα τῶν ἑπτὰ ἐτῶν, κατὰ τὰ ὁποῖα ἦταν εὐφορία καὶ ἀφθονία εἰς τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου, καὶ ἀποθήκευσε τὰ τρόφιμα εἰς τὶς πόλεις· εἰς κάθε πόλιν ἀποθήκευσε τὰ τρόφιμα ἀπὸ τὶς πεδιάδες, ποὺ ἦσαν κοντὰ καὶ γύρω ἀπὸ αὐτήν.
49 καὶ συνήγαγεν ᾿Ιωσὴφ σῖτον ὡσεὶ τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης πολὺν σφόδρα, ἕως οὐκ ἠδύνατο ἀριθμηθῆναι, οὐ γὰρ ἦν ἀριθμός. 49 Και συνεκέντρωσεν ο Ιωσήφ σίτον πάρα πολύν ωσάν την άμμον της θαλάσσης, τόσον ώστε δεν ήτο δυνατόν πλέον να μετρηθή, διότι ήτο ανυπολόγιστος. 49 Καὶ ὁ Ἰωσὴφ συνεκέντρωσε πάρα πολὺ σιτάρι τόσον πολύ, ὅση εἶναι ἡ ἄμμος τῆς θαλάσσης. Ἦταν τόσον μεγάλη ἡ ποσότητα τοῦ σιταριοῦ, ὥστε ἐστάματησε πλέον νὰ τὴν μετρὰ καὶ νὰ κρατῇ λογαριασμόν, διότι ἦταν ἀδύνατον να μετρηθῇ καὶ νὰ ὑπολογισθῇ.
50 Τῷ δὲ ᾿Ιωσὴφ ἐγένοντο υἱοὶ δύο πρὸ τοῦ ἐλθεῖν τὰ ἑπτὰ ἔτη τοῦ λιμοῦ, οὓς ἔτεκεν αὐτῷ ᾿Ασεννὲθ ἡ θυγάτηρ Πετεφρῆ ἱερέως ῾Ηλιουπόλεως. 50 Πριν δε έλθουν τα έτη της πείνας απέκτησεν ο Ιωσήφ από την Ασεννέθ την θυγατέρα του Πετεφρή, ιερέως της Ηλιουπόλεως, δύο παιδιά. 50 Ὁ Ἰωσήφ, πρὶν ακόμη ἔλθουν τὰ ἑπτὰ χρόνια τῆς πείνας, ἀπέκτησε δύο υἱούς, τοὺς ὁποίους ἐγέννησεν εἰς αὐτὸν ἡ Ἀσενίθ, ἡ κόρη τοῦ Πετεφρῆ, ἱερέως τῆς Ἡλιουπόλεως.
51 ἐκάλεσε δὲ ᾿Ιωσὴφ τὸ ὄνομα τοῦ πρωτοτόκου Μανασσῆ, ὅτι ἐπιλαθέσθαι με ἐποίησεν ὁ Θεὸς πάντων τῶν πόνων μου καὶ πάντων τῶν τοῦ πατρός μου. 51 Ωνόμασε δε τον πρωτότοκον Μαναασήν λέγων· “ο Θεός με έκαμεν, ώστε να λησμονήσω όλας τας ταλαιπωρίας μου και την στέρησιν του πατρός μου”. 51 Ὠνόμασε δὲ ὁ Ἰωσὴφ τὸν πρωτότοκον υἱόν του Μανασσῆν, ποὺ σημαίνει «λησμοσύνη», διότι εἶπεν· ὁ Θεός μὲ ἔκαμε νὰ λησμονήσω ὅλους τοὺς κόπους καὶ τὴν δυστυχίαν τῆς δουλείας μου καὶ τὴν θλῖψιν μου ἀπὸ τὴν στέρησιν καὶ τὸν ἀποχωρισμὸν τοῦ πατέρα μου.
52 τὸ δὲ ὄνομα τοῦ δευτέρου ἐκάλεσεν ᾿Εφραΐμ, ὅτι ηὔξησέ με ὁ Θεὸς ἐν γῇ ταπεινώσεώς μου. 52 Το δε δεύτερον τέκνον του ωνόμασεν Εφραῒμ λέγων ότι· “ο Θεός με εμεγάλυνεν εις την χώραν αυτήν της ταπεινώσεώς μου”. 52 Τὸν δεύτερον υἱόν του ὠνόμασεν Ἐφραίμ, ποὺ σημαίνει «καρποφορία», διότι εἶπεν ὁ Θεὸς μὲ εὐλόγησε καὶ μὲ ἐδόξασεν εἰς τὴν Αἴγυπτον, τὴν χώραν τῆς δουλείας καὶ τῆς ἄδικης φυλακίσεώς μου.
53 Παρῆλθε δὲ τὰ ἑπτὰ ἔτη τῆς εὐθηνίας, ἃ ἐγένοντο ἐν τῇ γῇ Αἰγύπτου, 53 Επέρασαν τα επτά έτη της ευφορίας, που έγινεν εις την χώραν της Αιγύπτου. 53 Ἐπέρασαν δὲ καὶ συνεπληρώθησαν τὰ ἑπτὰ χρόνια τῆς ἀφθονίας καὶ εὐφορίας, ποὺ ἀπήλαυσεν ἡ χώρα τῆς Αἰγύπτου,
54 καὶ ἤρξατο τὰ ἑπτὰ ἔτη τοῦ λιμοῦ ἔρχεσθαι, καθὰ εἶπεν ᾿Ιωσήφ. καὶ ἐγένετο λιμὸς ἐν πάσῃ τῇ γῇ, ἐν δὲ πάσῃ τῇ γῇ Αἰγύπτου ἦσαν ἄρτοι. 54 Ηρχισαν δε να έρχωνται τα επτά έτη της πείνας, όπως είχεν είπει ο Ιωσήφ και ηπλώθη πείνα εις όλην την γην. Εις την χώραν όμως της Αιγύπτου υπήρχον άρτοι. 54 καὶ ἄρχισαν νὰ ἔρχωνται τὰ ἑπτὰ χρόνια τῆς πείνας, ὅπως ἀκριβῶς εἶχε προείπει ὁ Ἰωσήφ. Καὶ ἔγινε πεῖνα εἰς ὅλες τὶς χῶρες (ποὺ ἐγειτόνευαν μὲ τὴν Αἴγυπτον). Εἰς ὅλην ὅμως τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου ὑπῆρχε ψωμί.
55 καὶ ἐπείνασε πᾶσα ἡ γῆ Αἰγύπτου, ἔκραξε δὲ ὁ λαὸς πρὸς Φαραὼ περὶ ἄρτων· εἶπε δὲ Φαραὼ πᾶσι τοῖς Αἰγυπτίοις· πορεύεσθε πρὸς ᾿Ιωσήφ, καὶ ὃ ἐὰν εἴπῃ ὑμῖν, ποιήσατε. 55 Αλλά και όλη η χώρα της Αιγύπτου επείνασεν, ο δε λαός έκραξε προς τον Φαραώ ζητών άρτους. Ο δε Φαραώ είπε προς όλους τους Αιγυπτίους· “πηγαίνετε προς τον Ιωσήφ και ο,τι σας πη, εκείνο πράξατε”. 55 Ὅταν ἡ ἔλλειψις τῶν τροφίμων ἔγινε μεγαλυτέρα καὶ ἡ πεῖνα ἐξηπλώθη εἰς ὅλην τὴν Αἴγυπτον, ὁ λαός, ἐπειδὴ ἐπιέζετο ἀπὸ τὴν πεῖναν, ἐφώναξε πρὸς τὸν Φαραὼ καὶ ἐζητοῦσε ψωμί. Ὁ Φαραὼ ὅμως, ὡς φρόνιμος βασιλιᾶς καὶ ἐπειδὴ ἤθελε νὰ ἀποδώσῃ τὴν πρέπουσαν τιμὴν καὶ εὐγνωμοσύνην πρὸς τὸν Ἰωσήφ, εἶπε πρὸς ὅλους τοὺς Αἰγυπτίους: «Πηγαίνετε εἰς τὸν Ἰωσὴφ καὶ ὅ,τι σᾶς εἰπῇ, αὐτὸ να κάμετε».
56 καὶ ὁ λιμὸς ἦν ἐπὶ προσώπου πάσης τῆς γῆς· ἀνέῳξε δὲ ᾿Ιωσὴφ πάντας τοὺς σιτοβολῶνας καὶ ἐπώλει πᾶσι τοῖς Αἰγυπτίοις. 56 Η πείνα ήτο απλωμένη εις όλην την γην. Ηνοιξε τότε ο Ιωσήφ όλας τας αποθήκας και ήρχισε να πωλή σίτον εις όλους τους Αιγυπτίους. 56 Ἡ πεῖνα ἐμεγάλωνε εἰς ὅλες τὶς χῶρες (ποὺ ἐγειτόνευαν μὲ τὴν Αἴγυπτον)· τότε ὁ Ἰωσὴφ ἄνοιξε ὄλες τὶς ἀποθῆκες τοῦ σιταριοῦ καὶ ἐπωλοῦσε σιτάρι εἰς ὅλους τοὺς Αἰγυπτίους.
57 καὶ πᾶσαι αἱ χῶραι ἦλθον εἰς Αἴγυπτον ἀγοράζειν πρὸς ᾿Ιωσήφ· ἐπεκράτησε γὰρ ὁ λιμὸς ἐν πάσῃ τῇ γῇ. 57 Αλλά και αι άλλαι χώραι ήλθον εις την Αίγυπτον προς τον Ιωσήφ, δια να αγοράσουν σίτον, διότι η πείνα επικρατούσεν εις όλην την γην. 57 Καὶ ὅλες οἱ χῶρες ἦλθαν εἰς τὴν Αἴγυπτον, διὰ νὰ ἀγοράσουν σιτάρι ἀπὸ τὸν Ἰωσήφ. Διότι ἡ πεῖνα ἐκυριαρχοῦσε παντοῦ εἰς ὅλες τὶς χῶρες (ποὺ ἐγειτόνευαν μὲ τὴν Αἴγυπτον).