Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΓΕΝΕΣΙΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30 (Λ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΙΔΟΥΣΑ δὲ Ραχὴλ ὅτι οὐ τέτοκε τῷ ᾿Ιακώβ, καὶ ἐζήλωσε Ραχὴλ τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς καὶ εἶπε τῷ ᾿Ιακώβ· δός μοι τέκνα· εἰ δὲ μή, τελευτήσω ἐγώ. 1 Οταν η Ραχήλ είδεν ότι δεν εγέννησεν τστον Ιακώβ παιδί, εφθόνησε την αδελφήν της Λείαν και είπεν στον Ιακώβ· “δος μου τέκνα, ει δ' άλλως θα αποθάνω”. 1 Όταν ἡ Ραχὴλ εἶδεν ὅτι συνεχίζετο ἡ στείρωσίς της καὶ δὲν ἐγέννησεν ἀκόμη παιδὶ εἰς τὸν Ἰακώβ, ἐφθόνησε τὴν ἀδελφήν της Λείαν καὶ παραζαλισμένη ἀπὸ τὴν ζήλειαν τῆς εἶπεν εἰς τὸν Ἰακὼβ τὰ ἀνόητα λόγια: «Δῶσε μου παιδιά»· καὶ διὰ νὰ τὸν φοβίσῃ ἐπρόσθεσεν· «ἐὰν δὲν μοῦ δώσῃς παιδιά, θὰ ἀποθάνω».
2 θυματωθεὶς δὲ ᾿Ιακὼβ τῇ Ραχὴλ εἶπεν αὐτῇ· μὴ ἀντὶ Θεοῦ ἐγώ εἰμι, ὃς ἐστέρησέ σε καρπὸν κοιλίας; 2 Εθύμωσεν ο Ιακώβ εναντίον της Ραχήλ και της είπε· “μήπως εγώ υπέχω θέσιν Θεού, ο οποίος δεν σου έδωσε καρπόν κοιλίας;” 2 Ὅταν ὁ Ἰακὼβ ἄκουσε τὰ ζηλότυπα καὶ ἀνόητα αὐτὰ λόγια τῆς Ραχήλ, ἐθύμωσε· τῆς ἀπάντησεν ὅμως μὲ μεγάλην σύνεσιν: «Διατὶ κατηγορεῖς ἐμέ; Μήπως εἶμαι ἐγὼ Θεός, ὁ ὁποῖος σὲ ἔκαμα στεῖραν καὶ σοῦ ἐστέρησα τὸν καρπὸν τῆς κοιλίας καὶ δὲν σοῦ δίδω παιδιά; Μὴ ζητῇς ἀπὸ ἑμέ, ὅσα δὲν ἠμπορῶ νὰ σοῦ προσφέρω καὶ τὰ ὁποῖα δὲν ἐξουσιάζω».
3 εἶπε δὲ Ραχὴλ τῷ ᾿Ιακώβ· ἰδοὺ ἡ παιδίσκη μου Βαλλά· εἴσελθε πρὸς αὐτήν, καὶ τέξεται ἐπὶ τῶν γονάτων μου, καὶ τεκνοποιήσομαι κἀγὼ ἐξ αὐτῆς. 3 Είπεν η Ραχήλ στον Ιακώβ· “Ιδού, η δούλη μου η Βαλλά, πάρε την και θα γεννήση παιδί εις τα γόνατά μου και θα είναι σαν να έχω γενήσει εγώ. Το τέκνον της θα είναι ιδικόν μου”. 3 Ὅταν ἡ Ραχὴλ ἐπληροφορήθη, ὅτι ἡ ἀτεκνία της δὲν προήρχετο ἀπὸ τὸν Ἰακώβ, τοῦ εἶπε: «Νά, ἡ δούλη μου Βαλλά· πάρε την καὶ τεκνοποίησε μαζί της, ὥστε νὰ ἠμπορέσω νὰ εὕρω κάποιαν παρηγορίαν μὲ τὸ νὰ γίνω μητέρα δι’ αὐτῆς· ὅταν τὰ παιδιά της γεννηθοῦν ἐπάνω εἰς τὰ γόνατά μου, θὰ τὰ θεωρῶ ὡς ἰδικά μου παιδιά».
4 καὶ ἔδωκεν αὐτῷ Βαλλὰν τὴν παιδίσκην αὐτῆς αὐτῷ γυναῖκα· καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτὴν ᾿Ιακώβ. 4 Παρέδωσε την δούλην της την Βαλλάν εις αυτόν ως γυναίκα του, ήλθεν εκείνος προς αυτήν εις συζυγικήν συνάφειαν, 4 Καὶ ἡ Ραχὴλ παρέδωκεν εἰς τὸν Ἰακὼβ τὴν δούλην τῆς Βαλλὰν ὡς γυναῖκα. Καὶ ὁ Ἰακὼβ ἦλθεν εἰς συζυγικὴν ἕνωσιν μὲ τὴν Βαλλάν,
5 καὶ συνέλαβε Βαλλὰ ἡ παιδίσκη Ραχὴλ καὶ ἔτεκε τῷ ᾿Ιακὼβ υἱόν. 5 έμεινεν έγκυος η Βαλλά η δούλη της Ραχήλ και εγέννησεν στον Ιακώβ υιόν. 5 ἡ ὁποία ἔγινεν ἔγκυος καὶ ἐγέννησεν εἰς τὸν Ἰακὼβ υἱόν.
6 καὶ εἶπε Ραχήλ· ἔκρινέ μοι ὁ Θεὸς καὶ ἐπήκουσε τῆς φωνῆς μου καὶ ἔδωκέ μοι υἱόν· διὰ τοῦτο ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Δάν. 6 Είπε δε η Ραχήλ· “ο Θεός μου έδωσε το δίκαιόν μου, ήκουσε την προσευχήν μου και μου εχάρισε παιδί”. Δια τούτο ωνόμασεν αυτόν Δαν. 6 Τότε ἡ Ραχὴλ εἶπεν: «Ὁ Θεὸς μὲ ἐδικαίωσε καὶ ἄκουσε τὴν φωνὴν καὶ τὸ αἴτημα τῆς προσευχῆς μου καὶ μοῦ ἔδωκεν υἱόν». Καὶ ἐπειδὴ ἐθεώρησε τὸ παιδί, ποὺ ἐγέννησεν ἡ δούλη, ὡς ἰδικόν της, ἔδωκεν εἰς αὐτὸ τὸ ὄνομα Δάν, ποὺ σημαίνει «κρίσις».
7 καὶ συνέλαβεν ἔτι Βαλλὰ ἡ παιδίσκη Ραχὴλ καὶ ἔτεκεν υἱὸν δεύτερον τῷ ᾿Ιακώβ. 7 Εμεινε πάλιν έγκυος η Βαλλά, η δούλη της Ραχήλ, και εγέννησε δεύτερον υιόν στον Ιακώβ. 7 Ἡ δούλη τῆς Ραχὴλ Βαλλὰ ἔγινε καὶ πάλιν ἔγκυος καὶ ἐγέννησεν εἰς τὸν Ἰακὼβ δεύτερον υἱόν.
8 καὶ εἶπε Ραχήλ· συναντελάβετό μου ὁ Θεός, καὶ συνανεστράφην τῇ ἀδελφῇ μου καὶ ἠδυνάσθην· καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Νεφθαλείμ. 8 Είπε τότε η Ραχήλ· “με εβοήθησεν ο Θεός, ηγωνίσθην σκληρώς κατά της αδελφής μου και την ενίκησα”. Και ωνόμασε τον υιόν της Νεφθαλείμ. 8 Τότε ἡ Ραχὴλ εἶπεν: «Ὁ Θεὸς μὲ ἐβοήθησεν ἔδωσα σκληρὴ μάχη μὲ τὴν ἀδελφήν μου Λείαν διὰ τὴν τεκνογονίαν καὶ ἐνίκησα». Καὶ ἡ Ραχήλ, ποὺ ἐθεώρησε καὶ τὸ δεύτερον παιδὶ ὡς ἰδικόν της, ἔδωκεν εἰς αὐτὸ τὸ ὄνομα Νεφθαλείμ, ποὺ σημαίνει «μάχῃ».
9 Εἶδε δὲ Λεία ὅτι ἔστη τοῦ τίκτειν, καὶ ἔλαβε Ζελφὰν τὴν παιδίσκην αὐτῆς καὶ ἔδωκεν αὐτὴν τῷ ᾿Ιακὼβ γυναῖκα. καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτὴν 9 Είδεν η Λεία, ότι εσταμάτησεν η τεκνογονία της και έλαβε την δούλην της την Ζελφάν, την παρέδωσεν στον Ιακώβ ως γυναίκα του, και ήλθεν εκείνος εις συνάφειαν με αυτήν. 9 Ὅταν ἡ Λεία διεπίστωσεν, ὅτι ἐσταμάτησε πλέον νὰ γεννᾷ, ἐπῆρε καὶ αὐτὴ τὴν δούλην της Ζελφὰν καὶ τὴν παρέδωκεν εἰς τὸν Ἰακὼβ ὡς σύζυγον καὶ ὁ Ἰακὼβ ἦλθεν εἰς συζυγικὴν ἕνωσιν μὲ τὴν Ζελφάν,
10 καὶ συνέλαβε Ζελφὰ ἡ παιδίσκη Λείας καὶ ἔτεκε τῷ ᾿Ιακὼβ υἱόν. 10 Η Ζελφά, η δούλη της Λείας, έμεινεν έγκυος, και εγέννησεν υιόν στον Ιακώβ. 10 ἡ ὁποία ἔγινεν ἔγκυος καὶ ἐγέννησεν εἰς τὸν Ἰακὼβ υἱόν.
11 καὶ εἶπε Λεία. ἐν τύχῃ· καὶ ἐπωνόμασε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Γάδ. 11 Είπε τότε η Λεία· “είμαι ευτυχής” ! Ωνόμασε δε τον υιόν της αυτόν Γαδ. 11 Τότε ἡ Λεία εἶπεν: «Ἐπέτυχα τὸν σκοπόν μου· εἶμαι τυχερή». Καὶ ἐπειδὴ ἐθεώρησε τὸ παιδί, ποὺ ἐγέννησεν ἡ δούλῃ, ὡς ἰδικόν της, ἔδωκεν εἰς αύτὸ τὸ ὄνομα Γάδ, ποὺ σημαίνει «τύχη».
12 καὶ συνέλαβεν ἔτι Ζελφὰ ἡ παιδίσκη Λείας καὶ ἔτεκε τῷ ᾿Ιακὼβ υἱὸν δεύτερον. 12 Εμεινε και πάλιν έγκυος η Ζελφά, η δούλη της Λείας, και εγέννησε δεύτερον υιόν του Ιακώβ. 12 Ἡ δούλη Ζελφὰ ἔγινε καὶ πάλιν ἔγκυος καὶ ἐγέννησεν εἰς τὸν Ἰακὼβ δεύτερον υἱόν.
13 καὶ εἶπε Λεία· μακαρία ἐγώ, ὅτι μακαριοῦσί με αἱ γυναῖκες· καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ασήρ. 13 Και η Λεία είπε· “είμαι εγώ ευτυχισμένη, διότι θα με μακαρίζουν αι γυναίκες”. Δια τούτο ωνόμασε τούτον τον υιόν Ασήρ. 13 Καὶ τότε ἡ Λεία εἶπεν: «Εἶμαι πολὺ εὐτυχισμένη, διότι θὰ μὲ μακαρίζουν ὄλες οἱ γυναῖκες». Καὶ ἐπειδὴ ἐθεώρησε τὸ παιδί, ποὺ ἐγέννησεν ἡ δούλη, ὡς ἰδικόν της, ἔδωκεν εἰς αὐτὸ τὸ ὄνομα Ἀσήρ, ποὺ σημαίνει «εὐτυχία».
14 ᾿Επορεύθη δὲ Ρουβὴν ἐν ἡμέρᾳ θερισμοῦ πυρῶν καὶ εὗρε μῆλα μανδραγορῶν ἐν τῷ ἀγρῷ καὶ ἤνεγκεν αὐτὰ πρὸς Λείαν τὴν μητέρα αὐτοῦ· εἶπε δὲ Ραχὴλ Λείᾳ τῇ ἀδελφῇ αὐτῆς· δός μοι τῶν μανδραγορῶν τοῦ υἱοῦ σου. 14 Καποιαν ημέραν του θερισμού των σιτηρών ο Ρουβήν μετέβη εις αγρόν. Εύρεν εκεί καρπούς του φυτού μανδραγόρου και έφερεν αυτούς προς την μητέρα του την Λείαν. Είπε δε η Ραχήλ προς την αδελφήν της την Λείαν· “δος μου και μένα από τους καρπούς του μανδραγόρου, που σου έφερε το παιδί σου· (εζήτησε δε αυτούς, διότι επίστευεν ότι τρωγόμενοι αυτοί λύουν την στείρωσιν). 14 Κάποιαν ἡμέραν, κατὰ τὴν ἐποχὴν τοῦ θερισμοῦ τῶν σιτηρῶν, ὁ Ρουβὴν ἐπῆγεν εἰς τὸ χωράφι καὶ εὑρῆκεν εἰς αὐτὸ καρποὺς ἀπὸ τὸ φυτὸν μανδραγόρας καὶ τοὺς ἔφερεν εἰς τὴν μητέρα του τὴν Λείαν. Ἡ Ραχήλ, ποὺ εἶδε τὴν σκηνήν, εἶπεν εἰς τὴν ἀδελφὴν τῆς Λείαν· «δῶσε καὶ εἰς ἑμὲ ἀπὸ τοὺς καρποὺς τοῦ μανδραγόρα, ποὺ σοῦ ἔφερεν ὁ υἱός σου».
15 εἶπε δὲ Λεία· οὐχ ἱκανόν σοι ὅτι ἔλαβες τὸν ἄνδρα μου; μὴ καὶ τοὺς μανδραγόρας τοῦ υἱοῦ μου λήψῃ; εἶπε δὲ Ραχήλ· οὐχ οὕτως· κοιμηθήτω μετὰ σοῦ τὴν νύκτα ταύτην ἀντὶ τῶν μανδραγορῶν τοῦ υἱοῦ σου. 15 Απήντησεν η Λεία· “δεν σου αρκεί ότι μου επήρες τον άνδρα; Μηπως θέλεις να μου πάρης και τους μανδραγόρας του παιδιού μου;” Η Ραχήλ απήντησεν· “όχι. Ας μη υπάρχη αυτή η διαφορά μεταξύ μας. Αυτήν την νύκτα ας κοιμηθή μαζή σου ο άνδρας μου αντί των καρπών του μανδραγόρου, που σου έφερε το παιδί σου, τους οποίους θα μου δώσης”. 15 Ἡ Λεία τῆς ἀπάντησε: «Δεν σοῦ φθάνει, ποὺ μὲ ἀφῆκεν ὁ ἄνδρας μου καὶ ἔγινεν ἐξ ὁλοκλήρου ἰδικός σου; Καὶ τώρα θέλεις νὰ πάρῃς καὶ τοὺς καρποὺς τοῦ μανδραγόρα, ποὺ μοῦ ἔφερεν ὁ υἱός μου;» Ἡ Ραχὴλ ἀπάντησεν εἰς τὴν Λείαν: «Ὄχι, δεν εἶναι σωστόν, ὅτι ὁ Ἰακὼβ εἶναι ἀποκλειστικῶς ἰδικός μου. Ἂς κοιμηθῇ λοιπὸν μαζί σου ἀπόψε, διὰ τοὺς καρποὺς τοῦ μανδραγόρα τοῦ παιδιοῦ σου, ποὺ θὰ μοῦ δώσῃς. Ἱκανοποίησε τὸ αἴτημά μου καὶ πάρε τὸν ἄνδρα».
16 εἰσῆλθε δὲ ᾿Ιακὼβ ἐξ ἀγροῦ ἑσπέρας, καὶ ἐξῆλθε Λεία εἰς συνάντησιν αὐτῷ καὶ εἶπε· πρὸς ἐμὲ εἰσελεύσῃ σήμερον· μεμίσθωμαι γάρ σε ἀντὶ τῶν μανδραγορῶν τοῦ υἱοῦ μου. καὶ ἐκοιμήθη μετ᾿ αὐτῆς τὴν νύκτα ἐκείνην. 16 Την εσπέραν επέστρεψεν από τον αγρόν ο Ιακώβ και η Λεία εξήλθεν εις συνάντησίν του και του είπεν· “αυτήν την νύκτα θα έλθης προς εμέ, διότι σε έχω εξαγοράσει με τους μανδραγόρας του παιδιού μου”. Και πράγματι ο Ιακώβ εκοιμήθη μαζή της την νύκτα εκείνην. 16 Ὅταν ὁ Ἰακὼβ ἐπέστρεφε τὸ βράδυ εἰς τὸ σπίτι ἀπὸ τὸ χωράφι, ἡ Λεία ἐβγῆκεν ἔξω πρὸς συνάντησίν του καὶ εἶπεν: «Ἀπόψε πρέπει νὰ ἔλθῃς εἰς συζυγικὴν ἔνωσιν μαζί μου, διότι σὲ ἔχω μισθώσει, σὲ ἔχω ἑξαγοράσει μὲ τοὺς μανδραγόρες τοῦ παιδιοῦ μου». Ὁ Ἰακὼβ ἦλθεν εἰς συζυγικὴν ἕνωσιν μαζί της τὴν νύκτα ἐκείνην.
17 καὶ ἐπήκουσεν ὁ Θεὸς Λείας, καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκε τῷ ᾿Ιακὼβ υἱὸν πέμπτον. 17 Ηκουσεν ο Θεός την προσευχήν της Λείας, έμεινεν αυτή έγκυος και εγέννησεν στον Ιακώβ πέμπτον τέκνον. 17 Καὶ ὁ Θεός, ἐπειδὴ τὴν ἔβλεπε λυπημένην καὶ παραγκωνισμένην, ἄκουσε τὴν προσευχήν, ποὺ ἔκαμε πρὸς Αὐτὸν ἡ Λεία, ἡ ὁποία ἔγινεν ἔγκυος καὶ ἐγέννησεν εἰς τὸν Ἰακὼβ πέμπτον υἱόν.
18 καὶ εἶπε Λεία· δέδωκέ μοι ὁ Θεὸς τὸν μισθόν μου, ἀνθ᾿ οὗ ἔδωκα τὴν παιδίσκην μου τῷ ἀνδρί μου· καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ισσάχαρ, ὅ ἐστι μισθός. 18 Είπε δε η Λεία· “ο Θεός μου έδωσε την αμοιβήν μου δια το γεγονός ότι εγώ είχα δώσει την δούλην μου ως σύζυγον στον άνδρα μου”. Δια τούτο έδωσεν εις αυτό το όνομα Ισσάχαρ το οποίον σημαίνει μισθός. 18 Καὶ ἡ Λεία γεμάτη εὐγνωμοσύνην πρὸς τὸν Θεὸν εἶπεν: «Ὁ Θεὸς μοῦ ἔδωκε τὸν μισθόν μου, μὲ ἀντάμειψε· διότι παρέδωκα τὴν δούλην μου ὡς σύζυγον εἰς τὸν ἄνδρα μου». Καὶ ἔδωκεν εἰς τὸ παιδί της τὸ ὄνομα Ἰσσάχαρ, ποὺ σημαίνει «ἀμοιβή».
19 καὶ συνέλαβεν ἔτι Λεία καὶ ἔτεκεν υἱὸν ἕκτον τῷ ᾿Ιακώβ. 19 Και πάλιν η Λεία έμεινεν έγκυος, εγέννησεν έκτον υιόν στον Ιακώβ, 19 Ἡ Λεία ἔγινε καὶ πάλιν ἔγκυος καὶ ἐγέννησεν εἰς τὸν Ἰακὼβ ἕκτον υἱόν.
20 καὶ εἶπε Λεία· δεδώρηται ὁ Θεός μοι δῶρον καλὸν ἐν τῷ νῦν καιρῷ· αἱρετιεῖ με ὁ ἀνήρ μου, τέτοκα γὰρ αὐτῷ υἱοὺς ἕξ· καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ζαβουλών. 20 και είπε· “μου εχάρισεν ο Θεός κατά τον καιρόν τούτον ένα καλόν δώρον. Εμέ πλέον θα προτιμά ο σύζυγός μου, διότι του έχω γεννήσει έως τώρα εξ παιδιά”. Και εκάλεσε το όνομα του έκτου αυτού τέκνου Ζαβουλών. 20 Τότε ἡ Λεία εἶπεν: Ὁ Θεός μου ἔδωκεν ὡραῖον δῶρον (καλὴν προῖκα) τὴν ἐποχὴν αὐτήν. Τώρα πλέον ὁ σύζυγός μου Θὰ μὲ προτιμᾷ, θὰ μὲ δέχεται, θὰ μένῃ μαζί μου, διότι τοῦ ἐγέννησα ἕξι υἱούς». Διὰ τοῦτο ἔδωκεν εἰς τὸ ἕκτον παιδί της τὸ ὄνομα Ζαβουλών, ποὺ σημαίνει «κατοικία, διαμονή».
21 καὶ μετὰ τοῦτο ἔτεκε θυγατέρα καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτῆς Δείνα. 21 Κατόπιν εγέννησεν η Λεία θυγατέρα, την οποίαν ωνόμασε Δείνα. 21 Ὕστερα ἀπὸ τοὺς ἕξι υἱοὺς ἡ Λεία ἐγέννησε μίαν θυγατέρα, εἰς τὴν ὁποίαν ἔδωκε τὸ ὄνομα Δείνα.
22 ᾿Εμνήσθη δὲ ὁ Θεὸς τῆς Ραχήλ, καὶ ἐπήκουσεν αὐτῆς ὁ Θεὸς καὶ ἀνέῳξεν αὐτῆς τὴν μήτραν, 22 Ο Θεός ενεθυμήθη την Ραχήλ, ήκουσε την προσευχήν της και της έδωσε το δώρον της τεκνογονίας. 22 Καὶ ὁ Θεὸς ἐνεθυμήθη τὴν Ραχήλ, ἄκουσε τὴν προσευχήν της καὶ ἔλυσε τὴν στείρωσιν τῆς μήτρας της καὶ τὴν ἔκαμε γόνιμον.
23 καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκε τῷ ᾿Ιακὼβ υἱόν. εἶπε δὲ Ραχήλ· ἀφεῖλεν ὁ Θεός μου τὸ ὄνειδος· 23 Εμεινε και αυτή έγκυος, εγέννησεν στον Ιακώβ υιόν και είπεν· “ο Θεός μου αφήρεσε την εντροπήν της ατεκνίας μου”. 23 Τότε ἡ Ραχὴλ ἔγινεν ἔγκυος καὶ ἐγέννησεν εἰς τὸν Ἰακὼβ υἱόν. Καὶ εἶπεν ἡ Ραχήλ: «Ὁ Θεός μου ἔλυσε τὴν στείρωσιν· μοῦ ἀφήρεσε τὴν ἐντροπὴν τῆς ἀτεκνίας».
24 καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ιωσὴφ λέγουσα· προσθέτω ὁ Θεός μοι υἱὸν ἕτερον. 24 Δια τούτο ωνόμασε το τέκνον της αυτό Ιωσήφ λέγουσα· “ας μου δώση ο Θεός και άλλον υιόν”. 24 Διὰ τοῦτο ἔδωκεν εἰς τὸν υἱόν της τὸ ὄνομα Ἰωσὴφ καὶ ἐπρόσθεσεν· «ἂς μο·ῦ δώσῃ ὁ Θεὸς καὶ ἄλλον υἱόν».
25 ᾿Εγένετο δὲ ὡς ἔτεκε Ραχὴλ τὸν ᾿Ιωσήφ, εἶπεν ᾿Ιακὼβ τῷ Λάβαν· ἀπόστειλόν με, ἵνα ἀπέλθω εἰς τὸν τόπον μου καὶ εἰς τὴν γῆν μου. 25 Οταν η Ραχήλ εγέννησε τον Ιωσήφ, είπεν ο Ιακώβ στον Λαβαν· “κατευόδωσέ με τώρα, δια να επιστρέψω εις την πατρίδα μου και εις την χώραν μου”. 25 Μετὰ τὴν γέννησιν τοῦ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴν Ραχήλ, ὁ Ἰακὼβ εἶπεν εἰς τὸν πενθερόν του Λάβαν: «Ἄφησέ με τώρα νὰ ἐπιστρέψω εἰς τὸν τόπον μου καὶ εἰς τὴν πατρίδα μου τὴν Χαναάν.
26 ἀπόδος τὰς γυναῖκάς μου καὶ τὰ παιδία μου, περὶ ὧν δεδούλευκά σοι, ἵνα ἀπέλθω· σὺ γὰρ γινώσκεις τὴν δουλείαν, ἣν δεδούλευκά σοι. 26 Δος μου τας γυναίκας μου και τα παιδιά μου, δια τας οποίας εγώ σε έχω δουλεύσει, ώστε να επανέλθω εις την πατρίδα μου· διότι συ γνωρίζεις πολύ καλά την εργασίαν, που σου έχω προσφέρει”. 26 Δῶσε μου τὶς γυναῖκες μου καὶ τὰ παιδιά μου, διὰ τὶς ὁποῖες σοῦ ἔχω δουλεύσει τόσα χρόνια, διὰ νὰ φύγω· διότι σὺ γνωρίζεις πολὺ καλὰ τὶς ὑπηρεσίες, τὶς ὁποῖες σοῦ ἔχω προσφέρει μὲ προθυμίαν καὶ πιστότητα».
27 εἶπε δὲ αὐτῷ Λάβαν· εἰ εὗρον χάριν ἐναντίον σου, οἰωνισάμην ἄν· εὐλόγησε γάρ με ὁ Θεὸς ἐπὶ τῇ σῇ εἰσόδῳ. 27 Απήντησε προς αυτόν ο Λαβαν· “θα γίνη, όπως λέγεις. Εγώ και εις οιωνούς ακόμη θα κατέφευγα, δια να επιτύχω ειρηνικάς με σε σχέσεις. Διότι μόλις συ εισήλθες στον οίκον μου, με ευλόγησεν ο Θεός. 27 Εἰς τὴν παράκλησιν τοῦ Ἰακὼβ ὁ Λάβαν ἀπάντησεν: «Εἶμαι σύμφωνος· ἐγὼ θὰ ἤθελα πάρα πολὺ νὰ μείνῃς· τόσον, πολὺ μάλιστα τὸ θέλω, ὥστε καὶ εἰς μάγια ἀκόμη θὰ κατέφευγα, προκειμένου νὰ ἔχω ἀγαθὲς σχέσεις μαζί σου. Διότι εἶναι φανερόν, ὅτι μόλις ἦλθες εἰς τὸ σπίτι μου, μὲ εὐλόγησε πολὺ ὁ Θεός.
28 διάστειλον τὸν μισθόν σου πρός με, καὶ δώσω. 28 Καθόρισέ μου λοιπόν, τον μισθόν, που θέλεις, και εγώ θα σου τον δώσω”. 28 Καθόρισε λοιπὸν καὶ πρότεινέ μου σὺ τὸν μισθόν σου καὶ ἐγὼ θὰ σοῦ τὸν πληρώσω».
29 εἶπε δὲ ᾿Ιακώβ· σὺ γινώσκεις ἃ δεδούλευκά σοι καὶ ὅσα ἦν κτήνη σου μετ᾿ ἐμοῦ· 29 Απήντησεν ο Ιακώβ· “συ γνωρίζεις τας υπηρεσίας που σου προσέφερα, όπως επίσης και τα ζώα που είχες, όταν εγώ ήλθα κοντά σου. 29 Ὁ Ἰακὼβ τοῦ εἶπε: «Σὺ γνωρίζεις πολὺ καλὰ πῶς καὶ πόσον ἔχω δουλεύσει διὰ λογαριασμόν σου, ποιὲς ὑπηρεσίες σοῦ ἔχω προσφέρει· γνωρίζεις ἐπίσης πόσον τὰ ζῶα σου ἐπλήθυναν μὲ τὴν ἰδικήν μου φροντίδα.
30 μικρὰ γὰρ ἦν ὅσα σοι ἐναντίον ἐμοῦ, καὶ ηὐξήθη εἰς πλῆθος, καὶ εὐλόγησέ σε Κύριος ὁ Θεὸς ἐπὶ τῷ ποδί μου. νῦν οὖν πότε ποιήσω κἀγὼ ἐμαυτῷ οἶκον; 30 Ολίγα ήσαν τότε τα πρόβατά σου, που μου έδωσες να βόσκω. Τωρα όμως έγιναν πολυάριθμα, διότι καθώς επάτησα το πόδι μου στο σπίτι σου, σε ευλόγησεν ο Θεός. Τωρα, λοιπόν, δεν νομίζεις ότι είναι καιρός να φτιάσω και εγώ το σπίτι μου;” 30 Διότι τὰ ὀλίγα πρόβατα ποὺ εἶχες, ὅταν ἦλθα εἰς τὸ σπίτι σου, καὶ τὰ ὁποῖα μοῦ παρέδωκες διὰ νὰ βόσκω, ἔχουν πολλαπλασιασθῆ τώρα πάρα πολύ· γνωρίζεις, ὅτι ὁ Θεὸς σὲ εὐλόγησε, μόλις ἐπάτησα τὸ πόδι μου εἰς τὸ σπίτι σου. Τώρα λοιπὸν ποὺ εἶδες, ὅτι ὁ Θεὸς σὲ ἐπλούτισε χάρις εἰς τὴν ἰδικήν μου παρουσίαν, δεν νομίζεις ὅτι ἦλθεν ὁ καιρὸς νὰ κυττάξω καὶ ἐγὼ τὴν οἰκογένειάν μου; Νὰ φτιάξω καὶ ἐγὼ ἰδικόν μου σπίτι καὶ νοικοκυριό;»
31 καὶ εἶπεν αὐτῷ Λάβαν· τί σοι δώσω; εἶπε δὲ αὐτῷ ᾿Ιακώβ· οὐ δώσεις μοι οὐδέν· ἐὰν ποιήσῃς μοι τὸ ρῆμα τοῦτο, πάλιν ποιμανῶ τὰ πρόβατά σου καὶ φυλάξω. 31 Ο Λαβαν του είπε· “τι θέλεις να σου δώσω;” Και ο Ιακώβ του απήντησε· “δεν θέλω να μου δώσης τίποτε. Εάν δεχθής την πρότασιν, την οποίαν θα σου κάμω, πάλιν εγώ θα βόσκω και θα φυλάττω τα πρόβατά σου. 31 Ὅταν ὁ Λάβαν ἄκουσε τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Ἰακώβ, τοῦ εἶπε: «Τί θέλεις λοιπὸν νὰ σοῦ δώσω; Πές μου. Παραδέχομαι ὅσα μοῦ εἶπες καὶ δὲν ἡμπορῶ νὰ τὰ ἀρνηθῶ· κανόνισε τὴν συμφωνίαν μόνος σου». Ὁ Ἰακὼβ ὅμως δὲν ἐζήτησεν οὔτε μισθὸν οὔτε ἄλλην ἀμοιβὴν τῶν κόπων του, ἀλλ’ ἀπάντησε τοῦτο μόνον: «Δεν θέλω νὰ μοῦ δώσῃς τίποτε· ἐὰν δεχθῇς νὰ συμφώνησῃς μὲ τὴν πρότασιν, ποὺ θὰ σοῦ κάμω, ἐγὼ θὰ συνεχίσω νὰ βόσκω τὰ πρόβατά σου».
32 παρελθέτω πάντα τὰ πρόβατά σου σήμερον, καὶ διαχώρισον ἐκεῖθεν πᾶν πρόβατον φαιὸν ἐν τοῖς ἄρνασι καὶ πᾶν διάλευκον καὶ ραντὸν ἐν ταῖς αἰξίν· ἔσται μοι μισθός. 32 Ας περάσουν από εμπρός μας σήμερον όλα τα πρόβατά σου. Ξεχώρισε από αυτά κάθε πρόβατον φαιόν, από δε τα γίδια κάθε αίγα λευκήν η διάστικτον. Αυτά θα είναι ο μισθός μου. 32 Καὶ ἐπειδὴ ὁ Ἰακὼβ εἶχε πεποίθησιν εἰς τὴν προστασίαν καὶ εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ, ἐπρότεινεν εἰς τὸν πενθερόν του: «Ἂς περάσουν σήμερον ὅλα τὰ πρόβατά σου ἀπὸ ἐμπρός μας καὶ ξεχώρισε σὺ ἀπὸ αὐτὰ κάθε πρόβατον, ποὺ ἔχει χρῶμα σταχτύ, μελανωπὸν καὶ ἀπὸ τὶς γίδες κάθε γίδα πλουμιστὴν μὲ ἄσπρα σημάδια (ἄσπρες βοῦλλες) ἢ παρδαλήν. Αὐτὰ θὰ εἶναι ὅλος ὁ μισθός, ποὺ σοῦ ζητῶ.
33 καὶ ἐπακούσεταί μοι ἡ δικαιοσύνη μου ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἐπαύριον, ὅτι ἐστὶν ὁ μισθός μου ἐνώπιόν σου· πᾶν, ὃ ἐὰν μὴ ᾖ ραντὸν καὶ διάλευκον ἐν ταῖς αἰξὶ καὶ φαιὸν ἐν τοῖς ἄρνασι, κεκλεμμένον ἔσται παρ᾿ ἐμοί. 33 Η τιμιότης μου προς σε θα φανή και θα ακουσθή και στο μέλλον, ότι δηλαδή αυτός θα είναι, ο μισθός μου από σέ. Θα είμαι δε κλέπτης, εάν κρατήσω από το κοπάδι σου γίδια, που δεν θα είναι διάστικτα η λευκά και αρνιά που δεν θα είναι φαια”. 33 Ἡ τιμιότης μου ἀπέναντί σου, ὅτι δηλαδὴ αὐτὸς καὶ μόνον θὰ εἶναι ὁ μισθός μου ἀπὸ σέ, θὰ φανῇ καὶ εἰς τὸ μέλλον. Διότι ὀποτεδήποτε ἔλθῃς νὰ ἐλέγξῃς τὸν μισθόν μου, ἐὰν εὕρῃς ὅτι κρατῶ ἀπὸ τὸ κοπάδι σου γίδα, ποὺ δὲν θὰ εἶναι παρδαλὴ ἢ πλουμιστὴ μὲ ἄσπρα σημάδια, καὶ πρόβατον, ποὺ δὲν θὰ εἶναι σταχτύ, μελανωπόν, τότε θὰ ξεύρῃς ὅτι αὐτὸ τὸ πρόβατον ἢ τὴν γίδα σου τὰ ἔχω κλέψει».
34 εἶπε δὲ αὐτῷ Λάβαν· ἔστω κατὰ τὸ ρῆμά σου. 34 Ο Λαβαν, έχων υπ' όψιν του ότι τα αρνιά και τα γίδια του χρώματος που εζητούσεν ο Ιακώβ είναι σπάνια, του είπεν· “ας γίνη το θέλημά σου”. 34 Ὁ Λάβαν, ποὺ ἀντελήφθη ὅτι ἡ πρότασις τοῦ Ἰακὼβ ἦταν συμφέρουσα, συνεφώνησε καὶ ἀπάντησε: Πολὺ καλά· ἂς γίνῃ ὅπως εἶπες».
35 καὶ διέστειλεν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τοὺς τράγους τοὺς ραντοὺς καὶ τοὺς διαλεύκους καὶ πάσας τὰς αἶγας τὰς ραντὰς καὶ τὰς διαλεύκους καὶ πᾶν, ὃ ἦν φαιὸν ἐν τοῖς ἄρνασι, καὶ πᾶν ὃ ἦν λευκὸν ἐν αὐτοῖς, καὶ ἔδωκε διὰ χειρὸς τῶν υἱῶν αὐτοῦ. 35 Και εξεχώρισε κατά την ημέραν εκείνην τους τράγους, που είχαν διάστικτον χρωματισμόν και τους λευκούς, όλας τας αίγας τας διαστίκτους και λευκάς, κάθε ζώον στο κοπάδι των αιγών που ήτο λευκόν, όπως επίσης και κάθε πράβατον φαιόν ανάμεσα εις τα άλλα πρόβατα, και τα παρεχώρησεν εις την εξουσίαν των παιδιών του. 35 Ὁ Λάβαν ἐξεχώρισεν ἀμέσως τὴν ἡμέραν ἐκείνη τοὺς τράγους, ποὺ εἶχαν χρῶμα παρδαλὸν καὶ ὅσους εἶχαν χρῶμα πλουμιστὸν μὲ ἄσπρα σημάδια, καὶ ὅλες τὶς γίδες, ποὺ εἶχαν χρῶμα παρδαλὸν καὶ ὅσες εἶχαν χρῶμα πλουμιστὸν μὲ ἄσπρα σημάδια,καὶ κάθε ζῶον, ποὺ ἦταν σταχτὺ καὶ μελανωπὸν μεταξὺ τῶν προβάτων καὶ κάθε πρόβατον ποὺ ἦταν λευκὸν μεταξύ των. Τὰ γιδοπρόβατα αὐτά, ποὺ ἀνήκαν εἰς τὸν Ἰακώβ, τὰ ἔδωκεν εἰς τὴν ἐξουσίαν τῶν παιδιῶν του.
36 καὶ ἀπέστησεν ὁδὸν τριῶν ἡμερῶν ἀνὰ μέσον αὐτῶν καὶ ἀνὰ μέσον ᾿Ιακώβ. ᾿Ιακὼβ δὲ ἐποίμανε τὰ πρόβατα Λάβαν τὰ ὑπολειφθέντα. 36 Ο Λαβαν απεμάκρυνεν εις απόστασιν τριών ημερών τα ολίγα αυτά γιδοπρόδατα, από εκείνα που θα εξακολουθούσε να φυλάττη ο Ιακώβ. Πράγματι ο Ιακώβ, εξακολουθούσε να ποιμαίνη τα υπολειφθέντα πρόβατα του Λαβαν. 36 Ὁ Λάβαν ἀπεμάκρυνε τὰ γιδοπρόβατα αὐτὰ εἰς ἀπόστασιν πορείας τριῶν ἡμερῶν, ἀπὸ ἐκεῦνα ποὺ ἔβοσκεν ὁ Ἰακώβ. Ἡ μεγάλη ἀπόστασις δὲν ἐπέτρεπε νὰ γίνῃ διασταύρωσις τῶν ζώων ἐκείνων μὲ αὐτὰ ποὺ ἔμειναν. Ὁ δὲ Ἰακὼβ συνέχιζε νὰ βόσκῃ καὶ νὰ φροντίζῃ τὰ ὑπόλοιπα πρόβατα τοῦ πενθεροῦ του. Ἔτσι δὲν ὑπῆρχεν ἐλπίδα οἱ στάνες, ποὺ ἔβοσκεν ὁ Ἰακώβ, νὰ βγάλουν πολλὰ ἀρνιὰ καὶ γίδια πλουμισμένα, ἀφοῦ δεν ὑπῆρχε κανένα παρδαλὸν κριάρι ἢ τράγος, καμμιὰ σταχτιὰ προβατίνα ἢ πλουμιστὴ γίδα.
37 ἔλαβε δὲ ἑαυτῷ ᾿Ιακὼβ ράβδον στυρακίνην χλωρὰν καὶ καρυΐνην καὶ πλατάνου, καὶ ἐλέπισεν αὐτὰς ᾿Ιακὼβ λεπίσματα λευκὰ περισύρων τὸ χλωρόν· ἐφαίνετο δὲ ἐπὶ ταῖς ράβδοις τὸ λευκόν, ὃ ἐλέπισε, ποικίλον. 37 Επήρε τότε ο Ιακώβ ράβδους χλωράς στύρακος, καρυδιάς και πλατάνου, αφήρεσεν από αυτάς ένα μέρος του φλοιού των, ώστε να φαίνεται και τα λευκόν ξυλώδες αυτών μέρος. Ετσι δε παρουσιάζοντο αι ράβδοι αυταί εις ποικίλον χρωματισμόν, εις λευκόν από το ξύλον και εις φαιοπράσινον από τον απομείναντα φλοιόν. 37 Καὶ ὁ Ἰακώβ, τὸν ὁποῖον ἐφώτιζε καὶ καθωδηγοῦσεν εἰς ὅλα ὁ Θεός, ἐπῆρε βέργες χλωρὲς ἀπὸ στύρακα (ἢ λεύκην) καὶ καρυδιὰν καὶ πλάτανον καὶ τὶς μισο-εξεφλούδισε, ὥστε νὰ φαίνεται καὶ τὸ ἄσπρο ξυλῶδες μέρος των. Ἔτσι οἱ βέργες ἦσαν πλουμιστές, γραμμωτές. Διότι ἐφαίνετο καὶ τὸ ἄσπρον ἀπὸ τὸ ξεφλουδισμένον ξύλον καὶ τὸ σταχτοπράσινον τῆς φλούδας, ἡ ὁποία δὲν εἶχεν ἀφαιρεθῇ.
38 καὶ παρέθηκε τὰς ράβδους, ἃς ἐλέπισεν ἐν τοῖς ληνοῖς τῶν ποτιστηρίων τοῦ ὕδατος, ἵνα ὡς ἂν ἔλθωσι τὰ πρόβατα πιεῖν ἐνώπιον τῶν ράβδων, ἐλθόντων αὐτῶν πιεῖν, ἐγκισσήσωσι τὰ πρόβατα εἰς τὰς ράβδους· 38 Αυτάς δε τας ράβδους, τας οποίας έτσι είχεν μισοαποφλοιώσει, τας ετοποθέτησεν εις τα ποτιστήρια, ώστε όταν τα πρόβατα του Λαβαν έλθουν δια πότισμα να έχουν ενώπιόν των αυτάς τας ράβδους. Κατά δε το πότισμα, διασταυρούμενα και γονιμοποιούμενα, θα βλέπουν τας ράβδους. 38 Τὶς γραμμωτὲς (πλουμιστὲς) αὐτὲς βέργες, ποὺ εἶχε μισοξεφλουδίσει, τὶς ἔβαλεν εἰς τὶς γοῦρνες (ποτίστρες), ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἔπιναν νερὸ τὰ πρόβατα. Ἔτσι, ὅταν τὰ πρόβατα τοῦ Λάβαν θὰ ἤρχοντο διὰ στάλισμα καὶ πότισμα, θὰ εἶχαν ἐμπρός των τὶς πλουμιστὲς ἐκεῖνες βέργες. Τὴν ὥραν δὲ ποὺ θὰ διεσταυρώνοντο (θὰ ἔσμιγαν) καὶ θὰ ἐγονιμοποιοῦντο, θὰ τὶς ἔβλεπαν καὶ ἔτσι (τὴν ὥραν ἐκείνην) θὰ ἐνετυπώνετο εἰς τὴν φαντασίαν των τὸ πλουμιστὸν χρῶμα.
39 καὶ ἐνεκίσσων τὰ πρόβατα εἰς τὰς ράβδους καὶ ἔτικτον τὰ πρόβατα διάλευκα καὶ ποικίλα καὶ σποδοειδῆ ραντά. 39 Πράγματι δε τα αιγοπρόβατα συζευγνύμενα εγονιμοποιούντο βλέποντα αυτάς τας ράβδους. Τα περισσότερα δε αρνία, τα οποία έτσι εγεννώντο, ήοαν λευκά, ποικιλόχρωμα και διάστικτα, αρνιά στακτιά. 39 Πράγματι αὐτὸ ἐγίνετο. Τὰ γιδοπρόβατα, ποὺ διεσταυρώνοντο (ἔσμιγαν) καὶ ἐγονιμοποιοῦντο τὴν ὥραν ποὺ ἔβλεπαν τὶς πλουμιστὲς βέργες, ἐγεννοῦσαν ἀρνιὰ μελανωπά, σταχτυὰ καὶ κατσίκια μὲ πλουμίσματά καὶ παρδαλὲς βοῦλλες.
40 τοὺς δὲ ἀμνοὺς διέστειλεν ᾿Ιακὼβ καὶ ἔστησεν ἐναντίον τῶν προβάτων κριὸν διάλευκον καὶ πᾶν ποικίλον ἐν τοῖς ἀμνοῖς· καὶ διεχώρισεν ἑαυτῷ ποίμνια καθ᾿ ἑαυτὸν καὶ οὐκ ἔμιξεν αὐτὰ εἰς τὰ πρόβατα Λάβαν. 40 Εξεχώριζε δε ο Ιακώβ τα διάστικτα αυτά προβατα από τα άλλα. Ετοποθετούσε δε ενώπιον των διαστίκτων προβάτων κριον λευκόν και έτσι εγεννώντο τα περισσότερα πρόβατα διάστικτα. Εξεχώριζεν έπειτα τα διάστικτα πρόβατα, τα οποία κατά την προηγηθείσαν συμφωνίαν ήσαν ιδικά του και δεν τα αναμίγνυε με τα άλλα τα λευκά, που ανήκον στον Λαβαν. 40 Κατόπιν ὁ Ἰακὼβ ἐξεχώρισεν ἀπὸ τὰ λευκὰ γιδοπρόβατα τὰ κριάρια καὶ τοὺς τράγους, ποὺ εἶχαν πλουμίσματα καὶ παρδαλὲς βοῦλλες, καὶ τὰ ἔβαζε νὰ διασταυρωθοῦν (νὰ σμίξουν) μὲ τὶς σταχτιές, μελανωπὲς προβατίνες καὶ τὶς παρδαλὲς γίδες. Ἔτσι ἐγεννῶντο τὰ περισσότερα γιδοπρόβατα πλουμιστά, σταχτυά, μελανωπά, παρδαλά. Ὕστερα ὁ Ἰακὼβ ἐξεχώριζεν ἀμέσως διὰ τὸν ἑαυτόν του τὰ σταχτυὰ καὶ πλουμιστὰ γιδοπρόβατα, τὰ ὁποῖα κατὰ τὴν συμφωνίαν ἀποτελοῦσαν τὸ ἰδικόν του κοπάδι. Τὰ γιδοπρόβατα αὐτὰ δὲν τὰ ἀνακάτευε πλέον μὲ τὰ ἄλλα λευκά, ποὺ ἀνῆκαν εἰς τὸ κοπάδι τοῦ πενθεροῦ τοῦ Λάβαν.
41 ἐγένετο δὲ ἐν τῷ καιρῷ, ᾧ ἐνεκίσσων τὰ πρόβατα ἐν γαστρὶ λαμβάνοντα, ἔθηκεν ᾿Ιακὼβ τὰς ράβδους ἐναντίον τῶν προβάτων ἐν τοῖς ληνοῖς τοῦ ἐγκισσῆσαι αὐτὰ κατὰ τὰς ράβδους· 41 Κατά δε την κατάλληλον εποχήν, κατά την οποίαν εγονιμοποιούντο τα πρόβατα ετοποθετούσεν ο Ιακώβ τας ποικιλοχρώμους ράβδους εις τα ποτιστήρια ενώπιόν των ώστε να γίνεται η γονιμοποίησίς των τη ώραν, που θα έβλεπαν τας ράβδους. 41 Ἀκόμη ὁ Ἰακὼβ ἔκαμε καὶ τοῦτο: Κατὰ τὴν κατάλληλον ἐποχὴν (δηλαδὴ τὸ φθινόπωρον), ποὺ διεσταυρώνοντο (ἔσμιγαν) καὶ ἐγονιμοποιοῦντο οἱ δυνατὲς καὶ ρωμαλέες προβατίνες, ἔβαζε τὶς πλουμιστὲς καὶ γραμμωτὲς βέργες εἰς τὶς ποτίστρες, ἀπὸ ὅπου ἔπιναν νερὸν τὰ πρόβατα, ὥστε να γίνεται ἡ γονιμοποίησίς των τὴν ὥραν ποὺ θὰ ἐκύτταζαν τὶς πλουμιστὲς βέργες.
42 ἡνίκα δ᾿ ἂν ἔτεκε τὰ πρόβατα, οὐκ ἐτίθει· ἐγένετο δὲ τὰ μὲν ἄσημα τοῦ Λάβαν, τά δὲ ἐπίσημα τοῦ ᾿Ιακώβ. 42 Οταν δε ήρχετο ο καιρός να γεννήσουν τα πρόβατα και να συλλάβουν εκ νέου και γεννήσουν, όπως ήτο επόμενον, ασθενέστερα αρνιά, δεν ετοποθετούσε τας ράβδους ενώπιον αυτών. Κατ' αυτόν τον τρόπον τα μεν πρόβατα του Λαβαν εγεννώντο ασθενικά, τα δε πρόβατα του Ιακώβ εύρωστα. 42 Τὴν ἐποχὴν δὲ ποὺ διεσταυρώνοντο (ἔσμιγαν) οἱ ἀδύνατες καὶ καχεκτικὲς προβατίνες (δηλαδὴ τὸν Μάρτιον), δὲν ἐβαζε τὶς πλουμιστὲς βέργες εἰς τὶς ποτίστρες τῶν προβάτων. Ἔτσι τὰ ἀδύνατα καὶ καχεκτικὰ πρόβατα (ἡ κακὴ ποιότης) ἦσαν τοῦ Λάβαν· ἐνῷ τὰ δυνατὰ καὶ ρωμαλέα (ἡ καλὴ ποιότης) ἦσαν ὅλα τοῦ Ἰακώβ.
43 καὶ ἐπλούτισεν ὁ ἄνθρωπος σφόδρα σφόδρα, καὶ ἐγένετο αὐτῷ κτήνη πολλὰ καὶ βόες καὶ παῖδες, καὶ παιδίσκαι καὶ κάμηλοι καὶ ὄνοι. 43 Εγινε δε ο Ιακώβ πάρα πολύ πλούσιος, απέκτησε ζώα πολλά και βόδια, δούλους και δούλας, καμήλους και όνους. 43 Μὲ τοὺς τρεῖς αὐτοὺς τρόπους ὁ Ἰακὼβ ἐπλούτισε πάρα πολύ. Ἀπέκτησε πολλὰ ζῶα καὶ πολλὰ βόδια καὶ πολλοὺς δούλους καὶ δοῦλες καὶ καμήλους καὶ ὄνους,