Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΓΕΝΕΣΙΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 26 (ΚϚ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΓΕΝΕΤΟ δὲ λιμὸς ἐπὶ τῆς γῆς χωρὶς τοῦ λιμοῦ τοῦ πρότερον, ὃς ἐγένετο ἐν τῷ καιρῷ τοῦ ῾Αβραάμ· ἐπορεύθη δὲ ᾿Ισαὰκ πρὸς ᾿Αβιμέλεχ βασιλέα Φυλιστιεὶμ εἰς Γέραρα. 1 Επεσε κατά την εποχήν εκείνην πείνα, ωσάν εκείνην η οποία είχε γίνει προηγουμένως κατά τους χρόνους του Αβραάμ. Δια την εξεύρεσιν δε τροφίμων ανεχώρησεν ο Ισαάκ εις Γέραρα προς τον Αβιμέλεχ, βασιλέα των Φιλισταίων, δια να μεταβή από εκεί εις την Αίγυπτον. 1 Έγινε δὲ πεῖνα εἰς τὴν χώραν, ποὺ ἑκατοικοῦσαν ὁ Ἰσαάκ. Αὐτὴ ἦταν ἄλλη πεῖνα, διαφορετικὴ ἀπὸ ἐκεῖνην ποὺ εἶχε γίνει προηγουμένως κατὰ τὰ χρόνια, ποὺ ἐζοῦσεν ὁ πατέρας τοῦ ὁ Ἀβραάμ. Ἡ ἔλλειψις τῶν ἀναγκαίων τροφῶν ἀνάγκασε τὸν Ἰσαὰκ νὰ μεταβῇ ἀπὸ τὴν Βηρσαβεὲ πρὸς τὸν Ἀβιμέλεχ, τὸν βασιλιᾶ τῶν Φιλισταίων, εἰς τὰ Γέραρα.
2 ὤφθη δὲ αὐτῷ Κύριος καὶ εἶπε· μὴ καταβῇς εἰς Αἴγυπτον· κατοίκησον δὲ ἐν τῇ γῇ, ᾗ ἄν σοι εἴπω. 2 Παρουσιάσθη όμως εις αυτόν ο Κυριος και του είπε· “μη μεταβής εις Αίγυπτον, αλλά να κατοικήσης εις την χώραν, την οποίαν εγώ θα σου είπω. 2 Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἰσαὰκ ἤθελε νὰ κατευθυνθῇ ἀπὸ ἐκεῖ εἰς τὴν Αἴγυπτον, ἐφανερώθη εἰς αὐτὸν ὁ Θεὸς καὶ τοῦ εἶπε· «μὴ μεταβῇς εἰς τὴν Αἴγυπτον· κατοίκησε δὲ εἰς τὴν χώραν, εἰς τὴν ὁποίαν θὰ σοῦ εἴπω ἐγὼ νὰ μείνῃς.
3 καὶ παροίκει ἐν τῇ γῇ ταύτῃ, καὶ ἔσομαι μετὰ σοῦ καὶ εὐλογήσω σε· σοὶ γὰρ καὶ τῷ σπέρματί σου δώσω πᾶσαν τὴν γῆν ταύτην καὶ στήσω τὸν ὅρκον μου, ὃν ὤμοσα τῷ ῾Αβραὰμ τῷ πατρί σου. 3 Μείνε προσωρινώς εις την γην αυτήν των Φιλισταίων, και εγώ θα είμαι μαζή σου και θα σε ευλογήσω· διότι εις σε και στους απογόνους σου θα δώσω όλην αυτήν την γώραν και θα εκπληρώσω έτσι την ένορκον υπόσχεσιν, την οποίαν έδωκα στον Αβραάμ τον πατέρα σου. 3 Κατοίκησε προσωρινῶς εἰς τὴν χώραν αὐτὴν τῶν Φιλισταίων καὶ μὴ ἀγωνιᾷς καὶ μὴ στενοχωρῆσαι. Διότι ἐγὼ ὁ Κύριος τῶν ὅλων θὰ εἶμαι μαζί σου. Καὶ ὅχι μόνον θὰ εἶμαι μαζί σου διὰ νὰ σὲ ἀσφαλίζω, ἀλλὰ καὶ θὰ σὲ εὐλογήσω πλουσίως, ὥστε νὰ γίνῃς ἔνδοξος. Σὺ νὸ μίζεις, ὅτι μένεις εἰς τὰ μέρη αὐτὰ ὡς ξένος καὶ πλανώμενος· γνωρίζε ὅμως ὅτι εἰς σὲ καὶ τοὺς ἀπογόνους σου θὰ δώσω ὅλην αὐτὴν τὴν χώραν. Καὶ διὰ νὰ πάρῃς θάρος μάθε, ὅτι τὴν ἔνορκον ὑπόσχεσιν, τὴν ὁποίαν ἒδωκα εἰς τὸν πατέρα σου, τὸν Ἀβραάμ, θὰ τὴν ἐκπληρώσω» καὶ θὰ τὴν πραγματοποιήσω.
4 καὶ πληθυνῶ τὸ σπέρμα σου ὡς τοὺς ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ καὶ δώσω τῷ σπέρματί σου πᾶσαν τὴν γῆν ταύτην, καὶ εὐλογηθήσονται ἐν τῷ σπέρματί σου πάντα τὰ ἔθνη τῆς γῆς, 4 Θα πληθύνω δε τους απογόνους σου ωσάν τα αστέρια του ουρανού και θα δώσω όλην αυτήν την χώραν στους απογόνους σου. Δι' ενός δε εκ των Απογόνων σου θα ευλογηθούν όλοι οι λαοί της γης. 4 Καὶ θὰ πληθύνω πάρα πολὺ τοὺς ἀπογόνους σου καὶ θὰ τοὺς αὐξήσω ὡσὰν τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ θὰ δώσω εἰς τοὺς πολυπληθεῖς αὐτοὺς ἀπογόνους σου ὅλην αὐτὴν τὴν χώραν. Δι' ἐνὸς δὲ ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους σου, τοῦ ἐκλεκτοῦ καὶ ἁγίου καὶ ἀναμαρτήτου Μεσσίου Χρίστοῦ, θὰ λάβουν τὶς εὐλογίες καὶ χάριτες τοῦ Θεοῦ ὅλες οἱ φυλὲς καὶ οἱ λαοὶ τῆς γῆς.
5 ἀνθ᾿ ὧν ὑπήκουσεν ῾Αβραὰμ ὁ πατήρ σου τῆς ἐμῆς φωνῆς καὶ ἐφύλαξε τὰ προστάγματά μου καὶ τὰς ἐντολάς μου καὶ τὰ δικαιώματά μου καὶ τὰ νόμιμά μου. 5 Και ταύτα προς χάριν του πατρός σου του Αβραάμ, ο οποίος υπήκουσεν εις την εντολήν μου, εφύλαξε τα προστάγματά μου και τας εντολάς μου, τα δικαιώματά μου και τον νόμον μου”. 5 Οἱ ὑποσχέσεις, ποὺ ἔχουν δοθῇ εἰς τὸν Ἀβραάμ, θὰ ἐκπληρωθοῦν, διότι ὁ πατέρας σου ὑπήκουσεν εἰς τὶς ἐντολές μου καὶ ἐφύλαξε τὰ προστάγματά μου καὶ τὰ παραγγέλματά μου καὶ τὸν νόμον μου. Μιμήσου τὴν ὑπακοὴν ἐκείνου καὶ πίστευε εἰς τοὺς λόγους μου, διὰ να ἀξιωθῇς πολὺ μεγαλυτέρας ἀμοιβῆς καὶ διὰ τὴν ἀρετὴν τοῦ πατέρα σου καὶ διὰ τὴν ἰδικήν σου ὑπακοήν· καὶ μὴ μεταβῇς εἰς τὴν Αἴγυπτον, ἀλλὰ μεῖνε ἐδῶ».
6 κατῴκησε δὲ ᾿Ισαὰκ ἐν Γεράροις. 6 Πράγματι δε ο Ισαάκ εγκατεστάθη εις τα Γέραρα. 6 Πράγματι· ὁ Ἰσαὰκ ἐγκατέλειψε κάθε ἄλλην σκέψιν καὶ σχέδιον· ὑπήκουσεν εἰς τὴν θείαν ὀπτασίαν καὶ ἐγκατεστάθη εἰς τὰ Γέραρα, τὴν πόλιν εἰς τὴν ὁποίαν εἶχε γεννηθῇ.
7 ᾿Επηρώτησαν δὲ οἱ ἄνδρες τοῦ τόπου περὶ Ρεβέκκας τῆς γυναικὸς αὐτοῦ, καὶ εἶπεν· ἀδελφή μου ἐστίν· ἐφοβήθη γὰρ εἰπεῖν ὅτι γυνή μου ἐστί, μήποτε ἀποκτείνωσιν αὐτὸν οἱ ἄνδρες τοῦ τόπου περὶ Ρεβέκκας, ὅτι ὡραία τῇ ὄψει ἦν. 7 Καθ' ον χρόνον όμως έμενεν εκεί, οι άνδρες της πόλεως του εζήτησαν πληροφορίας δια την γυναίκα του την Ρεβέκκαν, ποίαν δηλαδή προς αυτήν συγγένειαν και σχέσιν έχει. Εκείνος απήντησεν ότι είναι αδελφή μου. Εφοβήθη να είπη ότι είναι σύζυγός μου, μήπως και τον φονεύσουν οι άνδρες της πόλεως εκείνης ένεκα της Ρεβέκκας, διότι αυτή ήτο ωραία κατά την εμφάνισιν. 7 Ὅταν ἐγκατεστάθη εἰς τὰ Γεραρά, τὸν ἐρώτησαν οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως ἐκείνης διὰ τὴν γυναῖκα του τὴν Ρεβέκκαν ποία εἶναι καὶ ἐὰν ἔχῃ μαζί της καμμίαν συγγένειαν. Ὁ Ἰσαὰκ ἀπάντησεν· «εἶναι ἀδελφή μου». Ἀπάντησεν ἔτσι, διότι ἐφοβήθη νὰ εἴπῃ «εἶναι γυναῖκα μου», μήπως οἱ ἄνθρωποι τῶν Γεράρων τὸν φονεύσουν ἐξ αἰτίας τῆς Ρεβέκκας, ἡ ὁποία ἦταν ὡραία εἰς τὴν ἐμφάνισιν.
8 ἐγένετο δὲ πολυχρόνιος ἐκεῖ· καὶ παρακύψας ᾿Αβιμέλεχ ὁ βασιλεὺς Γεράρων διὰ τῆς θυρίδος, εἶδε τὸν ᾿Ισαὰκ παίζοντα μετὰ Ρεβέκκας τῆς γυναικὸς αὐτοῦ. 8 Εμεινε δε εκεί ο Ισαάκ επί πολύ χρονικόν διάστημα. Καποιαν ημέραν ο βασιλεύς των Γεράρων Αβιμέλεχ έσκυψε από τα ανάκτορά του και είδε από την ανοικτήν θύραν της σκηνής τον Ισαάκ να χαριεντίζεται με την Ρεβέκκαν την σύζυγόν του. 8 Ἔμεινε δὲ εἰς τὰ Γέραρα ὁ Ἰσαὰκ πολὺ χρονικὸν διάστημα. Κάποιαν ἡμέραν ὁ Ἀβιμέλεχ, ὁ βασιλιᾶς τῶν Γεράρων, ἔσκυψεν ἀπὸ τὸ ἀνοικτὸν παράθυρον τῶν ἀνακτόρων του, ἐκύτταξε πρὸς τὴν σκηνὴν ὅπου ἔμενεν ὁ Ἰσαὰκ καὶ εἶδεν εἰς τὴν ἀνοικτὴν σκηνὴν τὸν Ἰσαὰκ νὰ χαϊδεύῃ τρυφερὰ τὴν γυναῖκα του τὴν Ρεβέκκαν καὶ νὰ χαριεντίζεται μαζί της.
9 ἐκάλεσε δὲ ᾿Αβιμέλεχ τὸν ᾿Ισαὰκ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἆρά γε γυνή σου ἐστί; τί ὅτι εἶπας, ἀδελφή μου ἐστίν; εἶπε δὲ αὐτῷ ᾿Ισαάκ· εἶπα γάρ, μήποτε ἀποθάνω δι᾿ αὐτήν. 9 Εκάλεσε τότε τον Ισαάκ και του είπε· “ώστε λοιπόν είναι γυναίκα σου η Ρεβέκκα; Διατί είπες ότι είναι αδελφή σου;” Ο Ισαάκ απήντησεν εις αυτόν· “Είπα ότι είναι, αδελφή μου, διότι εφοβήθηκα μήπως εξ αιτίας της φονευθώ”. 9 Τότε ὁ Ἀβιμέλεχ ἐκάλεσε τὸν Ἰσαὰκ καὶ τοῦ εἶπεν· «ὥστε λοιπὸν ἡ Ρεβέκκα εἶναι γυναῖκα σου; Διατὶ εἶπες «εἶναι ἀδελφή μου;» Ἀφοῦ ὁ Ἰσαὰκ ἀπεκαλύφθη ἀπὸ τὰ ὅσα εἶδεν ὁ Ἀβιμέλεχ, δὲν ἀρνεῖται, ἀλλὰ ὁμολογεῖ καὶ φανερώνει τὴν αἰτίαν, διὰ τὴν ὁποίαν ἀναγκάσθηκε νὰ πῇ ὅτι ἡ Ρεβέκκα εἶναι ἀδελφή του. Ἀπάντησε λοιπὸν ὁ Ἰσαάκ· «εἶπα ὅτι εἶναι ἀδελφή μου, διότι ἐφοβηθηκα μήπως χάσω τὴν ζωήν μου ἐξ αἰτίας της».
10 εἶπε δὲ αὐτῷ ᾿Αβιμέλεχ· τί τοῦτο ἐποίησας ἡμῖν; μικροῦ ἐκοιμήθη τις ἐκ τοῦ γένους μου μετὰ τῆς γυναικός σου, καὶ ἐπήγαγες ἂν ἐφ᾿ ἡμᾶς ἄγνοιαν. 10 Ο δε Αβιμέλεχ του είπε· “τι είναι αυτό που μας έκαμες; Παρ' ολίγον και να εκοιμάτο μαζή της κάποιος από την φυλήν μου, και θα εγίνεσο συ αιτιά να πέση επάνω μας αμαρτία και ενοχή δια την άγνοιάν μας αυτήν”. 10 Καὶ ὁ Ἀβιμέλεχ εἶπε πρὸς τὸν Ἰσαάκ: «Τὶ εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς ἔκαμες; Διότι παρ’ ὀλίγον νὰ ἐκοιμᾶτο μὲ τὴν γυναῖκα σου κάποιος ἀπὸ τὴν φυλήν μου καὶ ἔτσι θὰ ἐγίνεσο σὺ ἡ αἰτία νὰ πέσωμεν ἀπὸ ἄγνοιαν εἰς ἁμαρτίαν».
11 συνέταξε δὲ ᾿Αβιμέλεχ παντὶ τῷ λαῷ αὐτοῦ, λέγων· πᾶς ὁ ἁψάμενος τοῦ ἀνθρώπου τούτου ἢ τῆς γυναικὸς αὐτοῦ, θανάτῳ ἔνοχος ἔσται. 11 Εβγαλε δε διαταγήν ο Αβιμέλεχ προς όλον τον λαόν του και είπεν· “Εκείνος ο οποίος θα τολμήση να εγγίση τον άνθρωπον αυτόν η την σύζυγόν του, θα είναι ένοχος θανάτου”. 11 Καὶ ὁ Ἀβιμέλεχ ἐξέδωκε διαταγήν, τὴν ὁποίαν ἀπηύθυνε πρὸς ὅλον τὸν λαόν του καὶ εἰς τὴν ὁποίαν ἔλεγεν· (ὅποιος τολμήσῃ νὰ βλάψῃ τὸν ἄνθρωπον αὐτόν, τὸν Ἰσαάκ, ἢ τὴν γυναῖκα του, τὴν Ρεβέκκαν, θὰ καταδικασθῇ εἰς θάνατον».
12 ἔσπειρε δὲ ᾿Ισαὰκ ἐν τῇ γῇ ἐκείνῃ καὶ εὗρεν ἐν τῷ ἐνιαυτῷ ἐκείνῳ ἑκατοστεύουσαν κριθήν· εὐλόγησε δὲ αὐτὸν Κύριος. 12 Ο Ισαάκ εκαλλιέργησε και έσπειρε εις την χώραν εκείνην και εθέρισε κριθάρι εκατονταπλάσιον. Ο δε Θεός τον ευλόγησε πλουσίως. 12 Ὁ Ἰσαὰκ ἔσπειρεν εἰς τὴν χώραν ἐκείνην καὶ ἐκεῖνο τὸ ἔτος ἐθέρισε κριθάρι ἑκατὸν φορὲς περισσότερον ἀπὸ ἄλλην φοράν· ἡ πλουσία καρποφορία ὠφείλετο εἰς τὸ ὅτι τὸν εὐλόγησεν ὁ Κύριος.
13 καὶ ὑψώθη ὁ ἄνθρωπος. καὶ προβαίνων μείζων ἐγίνετο, ἕως οὗ μέγας ἐγένετο σφόδρα· 13 Δι' αυτό και έγινε πλούσιος. Οσον δε επερνούσεν ο καιρός, τόσον και πλουσιότερος εγίνετο, μέχρις ότου έγινε μέγας δια τα πολλά του πλούτη και την δόξαν του. 13 Ὅσον δὲ ἐπερνοῦσεν ὁ καιρός, τόσον καὶ πλουσιῶτερος ἐγίνετο, μέχρις ὅτου ἔγινε πολὺ μεγάλος καὶ ἔνδοξος διὰ τὰ πολλά του πλούτη.
14 ἐγένετο δὲ αὐτῷ κτήνη προβάτων καὶ κτήνη βοῶν καὶ γεώργια πολλά. ἐζήλωσαν δὲ αὐτὸν οἱ Φυλιστιείμ, 14 Απέκτησε δε κοπάδια πρόβατα και βόδια, όπως επίσης και πολλά χωράφια. Ενεκα τούτου οι Φιλισταίοι τον εζήλευσαν και τον εφθόνησαν. 14 Ἀπέκτησε δὲ ὁ Ἰσαὰκ πολλὰ πρόβατα καὶ πολλὰ βόδια καὶ πολλὰ χωράφια. Οἱ δὲ Φιλισταῖοι, οἱ κάτοικοι τῶν Γεράρων, ὅταν εἶδαν αὐτὸν τὸν πολὺν πλοῦτον τοῦ Ἰσαάκ, τὸν ἐζήλευσαν.
15 καὶ πάντα τὰ φρέατα, ἃ ὤρυξαν οἱ παῖδες τοῦ πατρὸς αὐτοῦ ἐν τῷ χρόνῳ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἐνέφραξαν αὐτὰ οἱ Φυλιστιεὶμ καὶ ἔπλησαν αὐτὰ γῆς. 15 Δια να τον βλάψουν δε επήγαν και εβοώλωσαν και εγέμισαν με χώμα τα φρέατα, τα οποία είχον ανοίξει οι δούλοι του πατρός του Αβραάμ, ενώ ακόμη εζούσε. 15 Παρακινούμενοι δὲ ἀπὸ τὴν ζήλειαν των ἐφθόνησαν ἀκόμη καὶ τὸ νερὸν τοῦ Πατριάρχου. Διὰ τοῦτο ἔφραξαν καὶ ἔχωσαν μὲ πέτρες καὶ χώματα ὅλα τὰ πηγάδια τοῦ νεροῦ, τὰ ὁποῖα εἶχαν ἀνοίξει οἱ δοῦλοι τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ πατέρα του, ὅταν ἀκόμη ἐζοῦσεν ὁ Πατριάρχης.
16 εἶπε δὲ ᾿Αβιμέλεχ πρὸς ᾿Ισαάκ· ἄπελθε ἀφ᾿ ἡμῶν, ὅτι δυνατώτερος ἡμῶν ἐγένου σφόδρα. 16 Και ο ίδιος ο Αβιμέλεχ, φθονήσας τον Ισαάκ, του είπε· “φύγε μακρυά μας, διότι έγινε πολύ δυνατώτερος από ημάς”. 16 Οὔτε ὁ βασιλιᾶς Ἀβιμέλεχ ἠμπόρεσε νὰ συγκρατήσῃ τὴν ζήλειαν του. Παρακινούμενος καὶ αὐτὸς ἀπὸ φθόνον εἶπεν εἰς τὸν Ἰσαάκ· «φύγε ἀπὸ κοντά μας, διότι ἐσὺ ἔγινες πολὺ πιὸ δυνατὸς ἀπὸ ἡμᾶς».
17 καὶ ἀπῆλθεν ἐκεῖθεν ᾿Ισαὰκ καὶ κατέλυσεν ἐν τῇ φάραγγι Γεράρων καὶ κατῴκησεν ἐκεῖ. 17 Τοτε ο Ισαάκ έφυγεν από εκεί, κατέλυσε ει την κοιλάδα των Γεράρων, όπου και εγκατεστάθη μονίμως. 17 Ὁ Ἰσαάκ, ὁ ὁποῖος δεν ὑπερηφανεύθη καθόλου ἀπὸ τὶς εὐλογίες καὶ τὴν προστασίαν τοῦ Θεοῦ δὲν ἀντιστάθηκε εἰς τὸν Ἀβιμέλεχ, ἀλλ’ ὑπεχώρησε μὲ καλωσύνην. Καὶ διὰ νὰ σβήσῃ τὸν φθόνον τοῦ βασιλιᾶ, ἔφυγεν ἀπὸ ἐκεῖ, διενυκτέρευσεν εἰς τὴν κοιλάδα τῶν Γεραρῶν, ποὺ ἦταν ἄνυδρος τὸ καλοκαίρι, καὶ ἐγκατεστάθη εἰς αὐτὴν μονίμως.
18 καὶ πάλιν ᾿Ισαὰκ ὤρυξε τὰ φρέατα τοῦ ὕδατος, ἃ ὤρυξαν οἱ παῖδες ῾Αβραὰμ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ ἐνέφραξαν αὐτὰ οἱ Φυλιστιεὶμ μετὰ τὸ ἀποθανεῖν ῾Αβραὰμ τὸν πατέρα αὐτοῦ, καὶ ἐπωνόμασεν αὐτοῖς ὀνόματα κατὰ τὰ ὀνόματα, ἃ ὠνόμασεν ὁ πατὴρ αὐτοῦ. 18 Και πάλιν εκεί ήνοιξε τα φρέατα του ύδατος, τα οποία είχον ανοίξει, ζώντος του Αβραάμ, οι δούλοι του, και τα οποία μετά τον θάνατο του Αβραάμ είχον βουλώσει οι Φιλισταίοι. Τα φρέατα αυτά τα ωνόμασεν ο Ισαάκ με τα ίδια ονόματα, που τους είχε δώση ο πατέρας του ο Αβραάμ. 18 Εἰς τὸ μέρος αὐτὸ ὁ Ἰσαὰκ ἄνοιξε καὶ πάλιν τὰ πηγάδια, ποὺ εἶχαν ἀνοίξει παλαιοτέρα οἱ δοῦλοι τοῦ πατέρα του, καὶ τὰ ὁποῖα εἶχαν ἐν τῷ μεταξὺ φράξει οἰ Φιλισταῖοι μετὰ τὸν θάνατον τοῦ πατέρα τοῦ Ἀβραάμ. Καὶ ἔδωσεν εἰς τὰ πηγάδια ἐκεῖνα τὰ ἴδια ὀνόματα, ποὺ εἶχε δώσει εἰς αὐτὰ καὶ ὁ πατέρας του.
19 καὶ ὤρυξαν οἱ παῖδες ᾿Ισαὰκ ἐν τῇ φάραγγι Γεράρων καὶ εὗρον ἐκεῖ φρέαρ ὕδατος ζῶντος. 19 Οι δούλοι του Ισαάκ έσκαψαν άλλο φρέαρ εις τα φάραγγα των Γεράρων, οπού και ευρήκαν πηγαίον ύδωρ. 19 Καὶ οἰ δοῦλοι τοῦ Ἰσαὰκ ἔσκαψαν καὶ εὑρῆκαν εἰς τὴν κοιλάδα τῶν Γεράρων νερόν, τὸ ὁποῖον δεν ἦταν στάσιμον, ὅπως τῶν συνηθισμένων πηγαδιῶν, ἀλλὰ ἔτρεχεν ἀπὸ κάτω, ἦταν ἀρτεσιανόν.
20 καὶ ἐμαχέσαντο οἱ ποιμένες Γεράρων μετὰ τῶν ποιμένων ᾿Ισαάκ, φάσκοντες αὐτῶν εἶναι τὸ ὕδωρ. καὶ ἐκάλεσαν τὸ ὄνομα τοῦ φρέατος ᾿Αδικία· ἠδίκησαν γὰρ αὐτόν. 20 Οι ποιμένες όμως των Γεράρων εφιλονείκησαν και συνεπλάκησαν με τους ποιμένας του Ισαάκ λέγοντες, ότι το πηγαίον αυτό ύδωρ του νέου φρέατος είναι ιδικόν των. Οι ποιμένες του Ισαάκ ωνόμασαν το φρέαρ εκείνο “Αδικία”, διότι οι Φιλισταίοι ηδίκησαν τον Ισαάκ. 20 Ἀλλὰ οἱ βοσκοὶ τῆς περιοχῆς τῶν Γεράρων ἐφιλονικησαν καὶ συνεκρούσθησαν μὲ τοὺς βοσκοὺς τοῦ Ἰσαὰκ καὶ ἔλεγαν, ὅτι τὸ τρεχούμενον ἐκεῖνο νερὸν εἶναι ἰδικόν των. Ὁ Ἰσαὰκ ἐφέρθη πάλιν μὲ ἀνεξικακίαν καὶ ὑπεχώρησε. Καὶ ὠνόμασαν τὸ πηγάδι ἐκεῖνο «Ἀδικία»· διότι οἱ βοσκοὶ τῶν Γεράρων τὸν ἀδίκησαν.
21 ἀπάρας δὲ ᾿Ισαὰκ ἐκεῖθεν ὤρυξε φρέαρ ἕτερον, ἐκρίνοντο δὲ καὶ περὶ ἐκείνου· καὶ ἐπωνόμασε τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Εχθρία. 21 Παραλαβών τα υπάρχοντά του ο Ισαάκ ανεχώρησεν από εκεί και ήνοιζε νέον φρέαρ. Αλλά και δι' αυτό εφιλονείκησαν οι Φιλισταίοι προς αυτόν. Δια τούτο και το ωνόμασεν “Εχθρότης”. 21 Ὁ Ἰσαάκ, ἀφοῦ ἔφυγεν ἀπὸ ἐκεῖ, ἔσκαψε καὶ ἔνοιξεν ἄλλο πηγάδι. Ἀλλὰ οἱ φθονεροὶ Φιλισταῖοι καὶ πάλιν δὲν εἶδαν με «καλὸ μάτι» τὸν Ἰσαὰκ καὶ δι’ αὐτὸ ἐφιλονίκησαν πάλιν μαζί του διὰ τὸ πηγάδι ἐκεῖνο· καὶ ἐπειδὴ τὸ πηγάδι ἐκεῖνο ἔγινεν ὑπόθεσις ἔχθρας, τὸ ὠνόμασεν «Ἐχθρότητα».
22 ἀπάρας δὲ ἐκεῖθεν ὤρυξε φρέαρ ἕτερον, καὶ οὐκ ἐμαχέσαντο περὶ αὐτοῦ· καὶ ἐπωνόμασε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Εὐρυχωρία, λέγων· διότι νῦν ἐπλάτυνε Κύριος ἡμῖν καὶ ηὔξησεν ἡμᾶς ἐπὶ τῆς γῆς. 22 Αναχωρήσας και από εκεί, ήνοιξεν άλλο φρέαρ εις άλλην περιοχήν. Δεν εφιλονίκησαν δι' αυτό οι Φιλισταίοι. Και το ωνόμασε ο Ισαάκ “Ευρυχωρία” λέγων· “τώρα ο Κυριος μας εχάρισεν ευρυχωρίαν και μας επλούτισεν εις την χώραν αυτήν”. 22 Ἀφοῦ δὲ ἀνεχώρησε καὶ ἀπὸ τὸ μέρος ἐκεῖνο, ἔσκαψε καὶ ἄνοιξε νέον πηγάδι· καὶ οἱ Φιλισταῖοι δὲν ἐφιλονίκησαν δι’ αὐτό. Ὁ δὲ Ἰσαὰκ ἐλησμόνησεν ὅλες τὶς ταλαιπωρίες, ποὺ ἐπέρασε μέχρι τῆς ὥρας ἐκείνης, καὶ εὐγνωμονῶν τὸν Θεόν, εἰς τὸν ὁποῖον ἀπέδιδεν ὅλες τὶς εὐλογίες καὶ τὰ ἀγαθὰ ποὺ εἶχε, ὠνόμασε τὸ πηγάδι ἐκεῖνο «Εὐρυχωρία». Ἐξηγῶν δὲ ὁ ἴδιος τὸν λόγον, διὰ τὸν ὁποῖον ἔδωκε τὸ ὄνομα τοῦτο εἰς τὸ πηγάδι, εἶπε· «τὸ ὀνομάζω «Εὐρυχωρία», διότι ὁ Κύριος μᾶς ἐχάρισε τώρα εὐρυχωρίαν καὶ μᾶς ἐπλούτισεν εἰς τὴν χώραν αὐτήν».
23 ᾿Ανέβη δὲ ἐκεῖθεν ἐπὶ τὸ φρέαρ τοῦ ὅρκου. 23 Μετά ταύτα μετέβη από εκεί ο Ισαάκ εις την περιοχήν, η οποία ωνομάζετο “Φρέαρ του όρκου”. 23 Ὁ Ἰσαὰκ ἔφυγεν ἀπὸ ἐκεῖ, ποὺ εἶχεν ἐγκατασταθῇ, καὶ ἐπῆγε πάλιν εἰς τὸ «Πηγάδι τοῦ ὅρκου», δηλαδὴ τὴν Βηρσαβεέ.
24 καὶ ὤφθη αὐτῷ Κύριος ἐν τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ καὶ εἶπεν· ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς ῾Αβραὰμ τοῦ πατρός σου· μὴ φοβοῦ· μετὰ σοῦ γάρ εἰμι καὶ εὐλογήσω σε καὶ πληθυνῶ τὸ σπέρμα σου δι᾿ ῾Αβραὰμ τὸν πατέρα σου. 24 Εφανερώθη εις αυτόν ο Κυριος κατά την νύκτα εκείνην και του είπεν· “Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ του πατρός σου. Μη φοβήσαι, διότι είμαι μαζή σου και θα ευλογήσω σε προσωπικώς, θα πληθύνω δε και τους απογόνους σου ένεκα του Αβραάμ του πατρός σου”. 24 Καὶ ἐπειδὴ ὁ Ἰσαὰκ μὲ τὴν ἀνεξικακίαν τοῦ πρὸς τοὺς Φιλισταίους καὶ τὴν εὐγνωμοσύνην τοῦ πρὸς τὸν Θεὸν ἔγινεν ἄξιος τῆς οὐρανίου εὐλογίας, διὰ τοῦτο κατὰ τὴν ἰδίαν ἐκείνην νύκτα ἐφανερώθη εἰς αὐτὸν ὁ Κύριος καὶ τοῦ εἶπεν: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεὸς τοῦ πατέρα σου Ἀβραάμ· ἐνῷ ἦταν ξένος, ἐγὼ τὸν ἐδόξασα, τὸν ἐπλούτισα καὶ τὸν ἐλάμπρυνα. Μὴ φοβῆσαι ἐπειδὴ σὲ ἔδιωξεν ὁ Ἀβιμέλεχ καὶ σὲ ἀδικῆσαν οἱ βοσκοὶ τῶν Γεράρων. Μὴ σὲ φοβίζουν αὐτά, διότι ἐγὼ εἶμαι μαζί σου καὶ θὰ σὲ κάμνω ἀνίκητον καὶ ἔνδοξον. Ἐγὼ θὰ σὲ εὐλογήσω καὶ θὰ αὐξήσω τοὺς ἀπογόνους σου ἕνεκα τοῦ πιστοῦ πατέρα σου, τοῦ Ἀβραάμ. Δεῖξε λοιπὸν καὶ σὺ τὴν ἰδίαν μὲ ἐκεῖνον ὑπακοήν, πίστιν καὶ ἀρετήν».
25 καὶ ᾠκοδόμησεν ἐκεῖ θυσιαστήριον καὶ ἐπεκαλέσατο τὸ ὄνομα Κυρίου καὶ ἔπηξεν ἐκεῖ τὴν σκηνὴν αὐτοῦ· ὤρυξαν δὲ ἐκεῖ οἱ παῖδες ᾿Ισαὰκ φρέαρ ἐν τῇ φάραγγι Γεράρων. 25 Ο Ισαάκ έκτισεν εκεί θυσιαστήριον στον Κυριον, επεκαλέσθη το όνομα του Κυρίου, και έστησεν εκεί την σκηνήν του. Οι δε δούλοι του ήνοιξαν φρέαρ (όπως και εις την φάραγγα των Γεράρων). 25 Ὁ Ἰσαάκ, ὕστερα ἀπὸ τὶς πολλὲς αὐτὲς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ, ἔκτισεν ἐκεῖ θυσιαστήριον καὶ ἐλάτρευσε τὸν Κύριον καὶ ἐπρόσφερε τὶς εὐχαριστίες του εἰς τὸν αἰώνιον Θεόν. Ἐκεῖ ἐπίσης ἔστησε τώρα καὶ τὴν σκηνήν του. Οἱ δὲ δοῦλοι τοῦ ἔσκαψαν καὶ ἄνοιξαν ἐκεῖ πηγάδι εἰς τὴν φάραγγα τῶν Γεραρῶν. Ὁ δίκαιος Ἰσαὰκ ἐζοῦσε πλέον χωρὶς φόβον, κάτω ἀπὸ τὴν ἀσφαλῆ προστασίαν τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ.
26 καὶ ᾿Αβιμέλεχ ἐπορεύθη πρὸς αὐτὸν ἀπὸ Γεράρων καὶ ῾Οχοζὰθ ὁ νυμφαγωγὸς αὐτοῦ καὶ Φιχὸλ ὁ ἀρχιστράτηγος τῆς δυνάμεως αὐτοῦ. 26 Ο Αβιμέλεχ μαζή με τον νυμφαγωγόν του τον Οχοζάθ και τον Φιλόχ, τον αρχιστράτηγον των δυνάμεών του, μετέβη προς τον Ισαάκ εις την Βηρσαβεέ. 26 Καὶ ἐπῆγαν ἀπὸ τὰ Γέραρα εἰς τὴν Βηρσαβεὲ πρὸς τὸν Ἰσαὰκ ὁ Ἀβιμέλεχ καὶ ὁ Ὀχοζὰθ ὁ νυμφαγωγός του καὶ ὁ Φιχόλ, ὁ ἀρχιστράτηγος τοῦ στρατοῦ του.
27 καὶ εἶπεν αὐτοῖς ᾿Ισαάκ· ἵνα τί ἤλθετε πρός με; ὑμεῖς δὲ ἐμισήσατέ με καὶ ἐξαπεστείλατέ με ἀφ᾿ ὑμῶν. 27 Ο δε Ισαάκ τους ηρώτησε· “διατί ήλθατε προς εμέ; Σεις με εμισήσατε και με εδιώξατε από την χώραν σας”. 27 Ὁ δὲ ἀνεξίκακος Ἰσαὰκ τοὺς ἐρώτησε μὲ πραότητα: «Διατὶ ἤλθατε πρὸς ἐμέ; Σεῖς μὲ ἐμισήσατε καὶ μὲ ἐδιώξατε ἀπὸ κοντά σας».
28 οἱ δὲ εἶπαν· ἰδόντες ἑωράκαμεν, ὅτι ἦν Κύριος μετὰ σοῦ, καὶ εἴπαμεν· γενέσθω ἀρὰ ἀνὰ μέσον ἡμῶν καὶ ἀνὰ μέσον σοῦ, καὶ διαθησόμεθα μετὰ σοῦ διαθήκην, 28 Εκείνοι απήντησαν· “είδαμεν πλέον καθαρά και επείσθημεν, ότι ο Κυριος είναι μαζή σου και είπομεν· 28 Ἐκεῖνοι ἀπάντησαν: «Εἴδαμε πλέον καθαρὰ ἀπὸ τὰ διάφορα γεγονότα καὶ ἐβεβαιωθήκαμε ἀπὸ τὰ πράγματα, ὅτι ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου καὶ σὲ προστατεύει, καὶ εἴπαμε· ἂς γίνῃ ἔνορκος συνθήκη μεταξύ μας διὰ τῆς ὁποίας θὰ συμφωνήσωμεν μαζί σου
29 μὴ ποιῆσαι μεθ᾿ ἡμῶν κακόν, καθότι οὐκ ἐβδελυξάμεθά σε ἡμεῖς, καὶ ὃν τρόπον ἐχρησάμεθά σοι καλῶς καί ἐξαπεστείλαμέν σε μετ᾿ εἰρήνης· καὶ νῦν εὐλογημένος σὺ ὑπὸ Κυρίου. 29 ας γίνη συνθήκη μεταξύ ημών και σου, δια της οποίας θα συμφωνήσωμεν να μη κάμης κανένα κακόν εναντίον μας, διότι ημείς δεν σε εμισήσαμεν και να φερθής απέναντί μας καλώς, όπως και ημείς σου συμπεριεφέρθημεν και σε επροπέμψαμεν με ειρήνην. Ετσι δε θα είσαι συ ευλογημένος από τον Κυριον”. 29 νὰ μὴ μᾶς βλάψῃς εἰς τίποτε, διότι ἐμεῖς δὲν σὲ ἐμισήσαμεν οὔτε σὲ ἐβλάψαμεν· νὰ φερθῇς ἀπέναντί μας μὲ καλὸν τρόπον, ὅπως σοῦ ἐσυμπεριφερθήκαμε καὶ ἐμεῖς καλὰ καὶ σὲ ἐπροπέμψαμεν ἀπὸ τὴν χώραν μας εἰρηνικά· καὶ τώρα ἂς εἶσαι εὐλογημένος ἀπὸ τὸν Κύριον».
30 καὶ ἐποίησεν αὐτοῖς δοχήν, καὶ ἔφαγον καὶ ἔπιον· 30 Ο ανεξίκακος Ισαάκ εδέχθη την πρότασιν και τους παρέθεσε τράπεζαν. Ολοι δε μαζή έφαγον και έπιον. 30 Καὶ ὁ δίκαιος Ἰσαάκ, φερόμενος ἀπέναντι τῶν ἐχθρῶν του μὲ χαρακτηριστικὴν ἀνεξικακίαν, ἐλησμόνησε τὰ ὅσα τοῦ εἶχαν κάμει καὶ τοὺς παρέθεσε τραπέζι μὲ πολλὴν φιλοξενίαν· καὶ ἐκεῖνοι ἔφαγαν καὶ ἤπιαν.
31 καὶ ἀναστάντες τὸ πρωΐ, ὤμοσεν ἕκαστος τῷ πλησίον αὐτοῦ, καὶ ἐξαπέστειλεν αὐτοὺς ᾿Ισαάκ, καὶ ἀπῴχοντο ἀπ᾿ αὐτοῦ μετὰ σωτηρίας. 31 Την πρωΐαν δε εγερθέντες ορκίσθησαν ο ένας προς τον άλλον, ότι θα είναι φίλοι μεταξύ των. Ο Ισαάκ τους κατευώδωσε και εκείνοι ανεχώρησαν από αυτόν ειρηνικοί. 31 Καὶ τὸ πρωΐ ὅταν ἐσηκώθησαν, ὡρκίσθησαν ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον, ὅτι θὰ εἶναι φίλοι καὶ θὰ σεβασθοῦν τὶς συμφωνίες, ποὺ ἔκαμαν μὲ ὅρκον. Ὁ Ἰσαὰκ τοὺς κατευώδωσε καὶ ἐκεῖνοι ἔφυγαν ἀπὸ κοντά του ὡς φίλοι καὶ ἀνεχώρησαν ἀσφαλισμένοι καὶ εἰρηνικοὶ ἕνεκα τῶν συμφωνιῶν.
32 ἐγένετο δὲ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καὶ παραγενόμενοι οἱ παῖδες ᾿Ισαὰκ ἀπήγγειλαν αὐτῷ περὶ τοῦ φρέατος, οὗ ὤρυξαν, καὶ εἶπαν· οὐχ εὕρομεν ὕδωρ. 32 Κατά την ημέραν εκείνην οι δούλοι του Ισαάκ ήλθαν και του είπαν, ότι δεν ευρήκαν πλέον ύδωρ στο φρέαρ, το οποίον είχαν ανοίξει. 32 Κατὰ τὴν ἰδίαν ἐκείνην ἡμέραν ἦλθαν οἱ δοῦλοι τοῦ Ἰσαὰκ καὶ τοῦ εἶπαν διὰ τὸ πηγάδι, τὸ ὁποῖον εἶχαν ἀνοίξει· «δεν εὐρήκαμε νερό».
33 καὶ ἐκάλεσεν αὐτὸ ῞Ορκος· διὰ τοῦτο ἐκάλεσεν ὄνομα τῇ πόλει ἐκείνῃ Φρέαρ ὅρκου ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας. 33 Ωνόμασεν αυτό το φρέαρ ο Ισαάκ “Ορκος”. Εξ αιτίας αυτού και ωνομάσθη η πόλις εκείνη μέχρι σήμερον “Φρέαρ του όρκου”. 33 Καὶ ὁ Ἰσαὰκ ὠνόμασε τὸ πηγάδι ἐκεῖνο «Ὅρκον». Ἐξ αἰτίας τὸν πηγαδιοῦ ἔδωσε καὶ εἰς τὴν πόλιν ἐκεῖνην τὸ ὄνομα «Πηγάδι τὸν Ὅρκου», ὄνομα τὸ ὁποῖον ἡ πόλις διατηρεῖ μέχρι σήμερα, ποὺ γράφονται οἱ γραμμὲς αὐτές.
34 ῏Ην δὲ ῾Ησαῦ ἐτῶν τεσσαράκοντα καὶ ἔλαβε γυναῖκα ᾿Ιουδίθ, θυγατέρα Βεὼχ τοῦ Χετταίου καὶ τὴν Βασεμάθ, θυγατέρα ῾Ελὼν Χετταίου. 34 Ο Ησαύ ήτο τεσσαράκοντα ετών, οπότε έλαβε σύζυγόν του την Ιουδίθ, θυγατέρα Βεώχ του Χετταίου και την Βασεμάθ, θυγατέρα Ελών του Χετταίου. 34 Ὅταν δὲ ὁ Ἡσαῦ ἦταν σαράντα ἐτῶν, μόνος του καὶ χωρὶς τὴν εὐλογίαν τῶν γονέων του ἐνυμφεύθη ὡς γυναῖκες του τὴν Ἰουδίθ, κόρην τοῦ Βεὼχ τοῦ Χετταίου, καὶ τὴν Βασεμάθ, κόρην τοῦ Ἑλὼν τοῦ Χετταίου.
35 καὶ ἦσαν ἐρίζουσαι τῷ ᾿Ισαὰκ καὶ τῇ Ρεβέκκᾳ. 35 Αύται όμως διαρκώς εφιλονεικούσαν και με την Ρεβέκκαν και με τον Ισαάκ. 35 Οἱ εἰδωλολάτρισσες καὶ δύστροπες αὐτὲς γυναῖκες ἐφιλονικοῦσαν συνεχῶς μὲ τὰ πενθερικά των, δηλαδὴ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὴν σύζυγόν του Ρεβέκκαν.