Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ᾿Ιακὼβ ἀπῆλθεν εἰς τὴν ὁδὸν ἑαυτοῦ. καὶ ἀναβλέψας εἶδε παρεμβολὴν Θεοῦ παρεμβεβληκυῖαν, καὶ συνήντησαν αὐτῷ οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ. | 1 Επειτα από τα γεγονότα αυτά συνέχισεν ο Ιακώβ την πορείαν του δια την Χαναάν. Εις κάποιαν στιγμήν εσήκωσε τα βλέμματά του και είδε παρατεταγμένον ένα θείον στράτευμα, που απετελείτο από αγγέλους Θεού, και οι οποίοι τον συνήντησαν. | 1 Όταν ὁ Λάβαν ἀνεχώρησε διὰ τὴν Χαρράν, ἐξεκίνησε καὶ ὁ Ἰακὼβ μὲ κατεύθυνσιν πρὸς τὴν Χαναάν. Εἰς κάποιο σημεῖον τοῦ δρόμου ἐσήκωσε τὸ βλέμμα του καὶ εἶδε ὁλόκληρον στράτευμα οὐρανίων ἀγγέλων νὰ παρεμβάλλεται εἰς τὴν πορείαν του· καὶ τὸν συνήντησαν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ, ὄχι διὰ νὰ τὸν φοβίσουν, ἀλλὰ διὰ νὰ τὸν ἐνισχύσουν. |
2 εἶπε δὲ ᾿Ιακώβ, ἡνίκα εἶδεν αὐτούς· παρεμβολὴ Θεοῦ αὕτη· καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου Παρεμβολαί. | 2 Οταν τους είδεν ο Ιακώβ είπε· “τούτο το στράτευμα είναι στράτευμα Θεού”. Δια τούτο ωνόμασε τον τόπον εκείνον “Παρεμβολαί”, δηλαδή στρατόπεδα. | 2 Μόλις ὁ Ἰακὼβ εἶδε τοὺς ἀγγέλους, εἶπε· «τὸ στρατόπεδον τοῦτο εἶναι στράτευμα ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ». Καὶ διὰ νὰ ἐνθυμῆται συνεχῶς τὴν ὀπτασίαν ποὺ εἶδε, ὠνόμασε τὸν τόπον ἐκεῖνον «παρεμβολαί», δηλαδὴ στρατόπεδα. |
3 ᾿Απέστειλε δὲ ᾿Ιακὼβ ἀγγέλους ἔμπροσθεν αὐτοῦ πρὸς ῾Ησαῦ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ εἰς γῆν Σηείρ, εἰς χώραν ᾿Εδώμ. | 3 Οταν δε επλησίαζε προς τα μέρη της Χαναάν, έστειλε προς τον αδελφόν του Ησαύ εις την περιοχήν Σηείρ- η οποία αργότερα ωνομάσθη Εδώμ- αγγελιαφόρους, | 3 Μετὰ τὴν οὐρανίαν ἐκείνην ὀπτασίαν ὁ Ἰακὼβ ἄρχισε νὰ συλλογίζεται πῶς θὰ τὰ καταφέρῃ μὲ τὸν ἀδελφόν του Ἡσαῦ, ὁ ὁποῖος τὸν ἐμισοῦσε καὶ ἤθελε νὰ τὸν φονεύσῃ. Διὰ τοῦτο ἔστειλεν ἀγγελιοφόρους πρὶν ἀπὸ αὐτὸν εἰς τὸν ἀδελφόν του Ἡσαῦ εἰς τὴν περιοχὴν Σηείρ, ἡ ὁποία εὑρίσκεται εἰς τὴν χώραν (ποὺ ἀργοτερα ὠνομάσθη) Ἐδώμ, εἰς τὴν ὁποίαν κατοικοῦσε ὁ Ἡσαῦ. |
4 καὶ ἐνετείλατο αὐτοῖς λέγων· οὕτως ἐρεῖτε τῷ κυρίῳ μου ῾Ησαῦ· οὕτως λέγει ὁ παῖς σου ᾿Ιακώβ· μετὰ Λάβαν παρῴκησα, καὶ ἐχρόνισα ἕως τοῦ νῦν, | 4 στους οποίους έδωσεν εντολήν· “έτσι θα ομιλήσετε προς τον κύριόν μου τον Ησαύ· Ο δούλός σου ο Ιακώβ σου ανακοινώνει· παρέμεινα ως ξένος και πάροικος μαζή με τον Λαβαν και εβράδυνα πλησίον του έως τώρα. | 4 Παρὰ τὴν ἐνισχυτικὴν ὀπτασίαν ποὺ εἶδεν, ὑπῆρχεν ἀκόμη πολὺς φόβος εἰς τὴν ψυχήν του ἀπὸ τὴν ὀργὴν τοῦ ἀδελφοῦ του, διὰ τοῦτο εἰς τοὺς ἀγγελιοφόρους ἔδωσε τὴν παραγγελίαν:»Αὐτὰ θὰ εἴπητε εἰς τὸν κύριόν μου Ἡσαῦ: «Ὁ δοῦλος σου ὁ Ἰακώβ σου ἀναγγέλλει· μέχρι τώρα ἔχω μείνει κοντὰ εἰς τὸν Λάβαν καὶ παρέτεινα τὴν παραμονήν μου ἐπὶ τόσα χρόνια κοντά του. |
5 καὶ ἐγένοντό μοι βόες καὶ ὄνοι καὶ πρόβατα καὶ παῖδες καὶ παιδίσκαι, καὶ ἀπέστειλα ἀναγγεῖλαι τῷ κυρίῳ μου ῾Ησαῦ, ἵνα εὕρῃ ὁ παῖς σου χάριν ἐναντίον σου. | 5 Απέκτησα βόδια και όνους και πρόβατα και δούλους και δούλας· έστειλα δε αγγελιαφόρους να αναγγείλουν τούτο στον κύριόν μου τον Ησαύ, δια να εύρω εγώ, ο δούλος σου, χάριν ενώπιόν σου και γίνω ευμενώς δεκτός από σέ”. | 5 Ἀπὸ τὴν πολυχρόνιον ἐργασίαν μου κοντὰ εἰς τὸν Λάβαν ἀπέκτησα βόδια καὶ ὄνους καὶ πρόβατα καὶ δούλους καὶ δοῦλες. Καὶ τώρα στέλλω μὲ τοὺς ἀγγελιοφόρους μου τὸ μήνυμα τοῦτο εἰς τὸν κύριον καὶ αὐθέντην μου Ἡσαῦ διὰ νὰ εὕρω ἐγώ, ὁ δοῦλος σου, χάριν ἐνωπιόν σου καὶ νὰ ἀποκτήσω τὴν εὔνοιάν σου». |
6 καὶ ἀνέστρεψαν οἱ ἄγγελοι πρὸς ᾿Ιακὼβ λέγοντες· ἤλθομεν πρὸς τὸν ἀδελφόν σου ῾Ησαῦ, καὶ ἰδοὺ αὐτὸς ἔρχεται εἰς συνάντησίν σοι καὶ τετρακόσιοι ἄνδρες μετ᾿ αὐτοῦ. | 6 Οι αγγελιαφόροι εξετελεσαν την παραγγελίαν και επέστρεψαν προς τον Ιακώβ λέγοντες· “μετέβημεν προς τον αδελφόν σου τον Ησαύ, του ανηγγείλαμεν όσα μας είπες και ιδού αυτός έρχεται εις συνάντησίν σου μαζή με τετρακοσίους άνδρας”. | 6 Ἀφοῦ οἰ ἀγγελιοφόροι συνηντήθησαν μὲ τὸν Ἡσαῦ, ἐγύρισαν πίσω εἰς τὸν Ἰακὼβ καὶ τοῦ ἀνέφεραν: «Ἐπήγαμεν εἰς τὸν ἀδελφόν σου Ἡσαῦ· καὶ νά, ἐξεκίνησε καὶ ἔρχεται πρὸς συνάντησίν σου μὲ συνοδείαν τετρακοσίων ἀνδρῶν». |
7 ἐφοβήθη δὲ ᾿Ιακὼβ σφόδρα, καὶ ἠπορεῖτο. καὶ διεῖλε τὸν λαὸν τὸν μεθ᾿ ἑαυτοῦ καὶ τοὺς βόας καὶ τὰς καμήλους καὶ τὰ πρόβατα εἰς δύο παρεμβολάς, | 7 Ο Ιακώβ εφοβήθη πολύ και περιέπεσεν εις μεγάλην απορίαν. Διεχώρισε τους ανθρώπους του και τα βόδια και τας καμήλους και τα πρόβατα εις δύο μεγάλας ομάδας. | 7 Ὁ Ἰακώβ, μόλις ἄκουσε τὴν πληροφορίαν αὐτήν, ἐφοβήθη πάρα πολὺ καὶ εὑρίσκετο εἰς ἀπορίαν καὶ ἀμηχανίαν τὶ νὰ κάμῃ, διότι δὲν ἐγνώριζεν ἀκριβῶς τὸν σκοπόν, διὰ τὸν ὁποῖον ἤρχετο ὁ ἀδελφός του μὲ τόσους συντρόφους. Ἐπειδὴ δὲ ὑπωπτεύετο, ὅτι ὁ Ἡσαῦ ἑτοιμάζεται νὰ τοῦ ἐπιτεθῇ, ἐχώρισε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀποτελοῦσαν τὴν συνοδείαν του, καθὼς ἐπίσης καὶ τὰ βόδια καὶ τὶς καμῆλες καὶ τὰ πρόβατα, εἰς δύο στρατόπεδα, εἰς δύο ὁμάδες.Ἡ μία ὁμάδα θὰ ἐπροχωροῦσε ἐμπρὸς καὶ ἡ ἄλλη θὰ ἀκολουθοῦσε. |
8 καὶ εἶπεν ᾿Ιακώβ· ἐὰν ἔλθῃ ῾Ησαῦ εἰς παρεμβολὴν μίαν καὶ κόψῃ αὐτήν, ἔσται ἡ παρεμβολὴ ἡ δευτέρα εἰς τὸ σώζεσθαι. | 8 Φοβούμενος δε εκδίκησιν εκ μέρους του αδελφού του είπεν· “εάν επιτεθή ο Ησαύ εναντίον της πρώτης ομάδος και την κατακόψη, θα είναι δυνατόν να διασωθή η δευτέρα ομάς”. | 8 Ὁ Ἰακὼβ ἔκαμε τὸν χωρισμὸν αὐτόν, διότι ἐσκέφθη: Ἐὰν ὁ Ἡσαῦ ἔλθῃ καὶ ἐπιτεθῇ ἐναντίον τῆς μιᾶς ὁμάδος καὶ τὴν κατασφάξῃ, ἡ δευτέρα ὁμάδα ποὺ ἀκολουθεῖ, θὰ ἔχῃ τὸν καιρὸν νὰ φύγῃ καὶ νὰ σωθῇ. Ἔτσι ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ γλυτώσωμεν ἀπὸ τὴν σφαγήν. |
9 εἶπε δὲ ᾿Ιακώβ· ὁ Θεὸς τοῦ πατρός μου ῾Αβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς τοῦ πατρός μου ᾿Ισαάκ, Κύριε σὺ ὁ εἰπών μοι, ἀπότρεχε εἰς τὴν γῆν τῆς γενέσεώς σου καὶ εὖ σε ποιήσω, | 9 Προσηυχήθη δε προς τον Θεόν και είπεν· “ω Θεέ του πάππου μου Αβραάμ και του πατρός μου του Ισαάκ, συ Κυριε, ο οποίος μου είπες γύρισε ταχέως στον τόπον της γεννήσεώς σου και εγώ θα σε προστατεύσω και θα σε ευλογήσω, | 9 Ἐπειδὴ ὁ Ἰακὼβ ἐστηρίζετο πάντοτε εἰς τὴν θείαν βοήθειαν καὶ προστασίαν, πρὶν κάμῃ τὸν χωρισμόν, προσηυχήθη εἰς τὸν Θεὸν μὲ ταπείνωσιν καὶ εἶπε: «Θεὲ τοῦ πατέρα (τοῦ πάππου) μου Ἀβραὰμ καὶ Θεὲ τοῦ πατέρα μου Ἰσαάκ, ἄκουσέ με. Ἀπευθύνομαι πρὸς σὲ ἐν ὀνόματι τῆς ἐπαγγελίας, ποὺ ἔδωσες εἰς αὐτούς, διότι ἐγὼ εἶμαι ἀνάξιος νὰ σοῦ ζητήσω βοήθειαν. Κύριέ μου σὺ εἶσαι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος μὲ ἐπρόσταξες καὶ μοῦ εἶπες· «γύρισε γρήγορα πίσω εἰς τὴν πατρίδα σου, ἐκεῖ ὅπου ἐγεννήθης, κοντὰ εἰς τοὺς συγγενεῖς σου καὶ ἑγὼ θὰ σὲ εὐλογήσω». |
10 ἱκανούσθω μοι ἀπὸ πάσης δικαιοσύνης καὶ ἀπὸ πάσης ἀληθείας, ἧς ἐποίησας τῷ παιδί σου· ἐν γὰρ τῇ ῥάβδῳ μου ταύτῃ διέβην τὸν ᾿Ιορδάνην τοῦτον, νυνὶ δὲ γέγονα εἰς δύο παρεμβολάς. | 10 όπως προηγουμένως με ηυλόγησες και έμεινα ευχαριστημένος από όλας τας ευεργεσίας που μου έκαμες, έτσι δείξε και τώρα εις εμέ το έλεός σου. Τοτε με μόνην περιουσίαν το ραβδί μου αυτό επέρασα τον ποταμόν τούτον τον Ιορδάνην. Τωρα δε επιστρέφω κύριος δύο στρατοπέδων. | 10 Κύριε, εἶναι ἀρκετή, μεγάλη ἡ μέχρι τῆς στιγμῆς αὐτῆς βοήθειά σου πρὸς ἐμέ. Ὄχι μόνον δὲν ἀγνοῶ τὴν βοήθειάν σου αὐτήν, ἀλλὰ εἶμαι καὶ πολὺ εὐχαριστημένος ἀπὸ ὅλες τὶς εὐεργεσίες καὶ εὐλογίες, τὶς ὁποῖες μοῦ ἔδωσες σύμφωνα μὲ τὶς ὑποσχέσεις σου καὶ τὴν ἀξιοπιστίαν ποὺ ἔδειξες μέχρι σήμερα εἰς ἑμὲ τὸν δοῦλον σου, ἀλλὰ καὶ δι' ἐκεῖνες ποὺ ὑπόσχεσαι ὅτι θὰ μοῦ χαρίσῃς εἰς τὸ μέλλον. Κυριολεκτικὰ μὲ ἐχόρτασες μὲ ὅλα αὐτά» Διότι χάρις εἰς τὴν πρόνοιαν καὶ βοήθειάν σου, τότε ποὺ ἔφευγα ἀπὸ τὸ σπίτι μου μόνος καὶ ἔρημος χωρὶς χρήματα, ἐπέρασα τοῦτον τὸν Ἰορδάνην μόνον μὲ αὐτὸ τὸ ραβδί μου· καὶ τώρα ἡ περιουσία καὶ ἡ ἀκολουθία μου εἶναι τόσον μεγάλη, ὥστε ἐχωρίσθη εἰς δύο ὁλόκληρα στρατόπεδα. |
11 ἐξελοῦ με ἐκ χειρὸς τοῦ ἀδελφοῦ μου, ἐκ χειρὸς ῾Ησαῦ, ὅτι φοβοῦμαι ἐγὼ αὐτόν, μή ποτε ἐλθὼν πατάξῃ με καὶ μητέρα ἐπὶ τέκνοις. | 11 Γλύτωσέ με και τώρα, Κυριε, από τα χέρια του αδελφού μου Ησαύ, διότι εγώ τον φοβούμαι, μήπως και επέλθη εναντίον μας και φονεύση εμέ και μητέρας και τέκνα. | 11 Ἐσὲ λοιπόν, Κύριε, ποὺ μοῦ ἐχάρισες αὐτὸν τὸν πλοῦτον, ἱκετεύω καὶ τώρα. Γλύτωσέ με ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἀδελφοῦ μου, ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Ἡσαῦ, διότι τὸν φοβοῦμαι· φοβοῦμαι μήπως ἔλθῃ ὠργισμένος ἐναντίον μου καὶ μοῦ ἐπιτεθῇ καὶ κτυπήση ὅλους μας καὶ αὐτὲς ἀκόμη τὶς γυναῖκες - μητέρες με τὰ παιδιά. |
12 σὺ δὲ εἶπας· εὖ σε ποιήσω καὶ θήσω τὸ σπέρμα σου ὡς τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης, ἣ οὐκ ἀριθμηθήσεται ἀπὸ τοῦ πλήθους. | 12 Συ μου έχεις υποσχεθή· Εγώ θα σε ευλογήσω και θα αυξήσω τους απογόνους σου ωσάν την άμμον της θαλάσσης, η οποία δια το πλήθος αυτής δεν είναι δυνατόν να αριθμηθή” ! | 12 Ἐνθυμήσου, Κύριε, ὅτι μοῦ ὑπεσχέθης· «θὰ σοῦ τὰ φέρω ὅλα βολικά, θὰ σὲ εὐλογήσω καὶ θὰ σοῦ χαρίσω πλῆθος ἀπογόνων, οἱ ὁποῖοι θὰ αὐξηθοῦν τόσον πολύ, ὅση εἶναι καὶ ἡ ἄμμος τῆς θαλάσσης, τοὺς κόκκους τῆς ὁποίας κανεὶς «δεν ἠμπορεῖ νὰ μετρήσῃ, ἕνεκα τοῦ πλήθους των». |
13 καὶ ἐκοιμήθη ἐκεῖ τὴν νύκτα ἐκείνην. καὶ ἔλαβεν ὧν ἔφερε δῶρα καὶ ἐξαπέστειλεν ῾Ησαῦ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ, | 13 Εκοιμήθη ο Ιακώβ εκεί την νύκτα εκείνην. Από τα δώρα δέ, τα οποία έφερε μαζή του, επήρε και έστειλε προς τον αδελφόν του τον Ησαύ, δια να τον εξευμενίση, | 13 Μετὰ τὴν προσευχὴν αὐτὴν ὁ Ἰακὼβ ἤρεμος, μὲ τὴν ἐλπίδα του εἰς τὸν Θεόν, ἐκοιμήθη τὴν νύκτα ἐκείνην ἐκεῖ. Κατόπιν ἔκαμε καὶ ὅσα ἐξηρτῶντο ἀπὸ τὸν ἴδιον. Ἐπῆρε ζῶα ἀπὸ τὶς στάνες του καὶ τὰ ἔστειλεν ὡς δῶρον εἰς τὸν ἀδελφόν του Ἡσαῦ. |
14 αἶγας διακοσίας, τράγους εἴκοσι, πρόβατα διακόσια, κριοὺς εἴκοσι, | 14 διακοσίας αίγας, είκοσι τράγους, διακόσια πρόβατα, είκοσι κριούς, | 14 Τὰ δῶρα, ποὺ ἐξεχώρισε καὶ ἔστειλεν, ἦσαν: Διακόσιες γίδες καὶ εἴκοσι τράγοι· διακόσιες προβατίνες καὶ εἴκοσι κριάρια· |
15 καμήλους θηλαζούσας, καὶ τὰ παιδία αὐτῶν τριάκοντα, βόας τεσσαράκοντα, ταύρους δέκα, ὄνους εἴκοσι καὶ πώλους δέκα. | 15 τριάκοντα καμήλους με τα νεογέννητα παιδιά των, τα οποία και εθήλαζον, τεσσαράκοντα βόδια, δέκα ταύρους, είκοσιν όνους και δέκα πωλάρια. | 15 τριάντα καμῆλες, κάθε μία ἀπό τὶς ὁποῖες εἶχε καὶ τὸ μικρόν της, ποὺ ἐθήλαζε· σαράντα ἀγελάδες καὶ δέκα ταῦροι· εἴκοσι (θηλυκὲς) ὄνοι καὶ δέκα πουλάρια. |
16 καὶ ἔδωκεν αὐτὰ τοῖς παισὶν αὐτοῦ ποίμνιον κατὰ μόνας. εἶπε δὲ τοῖς παισὶν αὐτοῦ· προπορεύεσθε ἔμπροσθέν μου, καὶ διάστημα ποιεῖτε ἀνὰ μέσον ποίμνης καὶ ποίμνης. | 16 Εδωκεν εις ένα έκαστον από τους δούλους του ωρισμένον αριθμόν από αυτά και τους είπεν· “προχωρείτε εμπρός από εμέ· αφήνετε διαστήματα μεταξύ της μιας αγέλης των ζώων και της άλλης. | 16 Τὰ ζῶα αὐτὰ τὰ ἐχώρισε εἰς τρία κοπάδια καὶ παρέδωκε κάθε κοπάδι εἰς ἕνα δοῦλον του. Παρήγγειλε δὲ εἰς τοὺς δούλους του, ποὺ ἦσαν ἐπὶ κεφαλῆς τῶν κοπαδιῶν· «προχωρῆστε ἐμπρὸς ἀπὸ ἐμέ, ἀφήνοντες μίαν ἀπόστασιν μεταξὺ τοῦ ἑνὸς κοπαδιοῦ καὶ τοῦ ἄλλου». |
17 καὶ ἐνετείλατο τῷ πρώτῳ, λέγων· ἐάν σοι συναντήσῃ ῾Ησαῦ ὁ ἀδελφός μου καὶ ἐρωτᾷ σε, λέγων· τίνος εἶ καὶ ποῦ πορεύῃ, καὶ τίνος ταῦτα τὰ προπορευόμενά σου; | 17 Εδωσε δε εντολήν στον δούλον, ο οποίος θα επροχωρούσε πρώτος λέγων· “εάν σε συναντήση ο αδελφός μου ο Ησαύ και σε ερωτήση, τίνος είσαι και που πηγαίνεις και εις ποίον ανήκουν αυτά τα ζώα, που οδηγείς εμπρός σου; | 17 Καὶ εἶπεν εἰς τὸν πρῶτον δοῦλον: «Ἐὰν σὲ συναντήσῃ ὁ ἀδελφός μου Ἡσαῦ καὶ σὲ ἐρωτήσῃ «ποῖος εἶναι ὁ κύριος σου; καὶ ποὺ πηγαίνεις; Καὶ εἰς ποῖον ἀνήκουν τὰ ζῶα αὐτά, ποὺ προχωροῦν πρὶν ἀπὸ σέ;», |
18 ἐρεῖς· τοῦ παιδός σου ᾿Ιακώβ· δῶρα ἀπέσταλκε τῷ κυρίῳ μου ῾Ησαῦ, καὶ ἰδοὺ αὐτὸς ὀπίσω ἡμῶν. | 18 Θα απαντήσης· Ανήκουν στον δούλον σου τον Ιακώβ· είναι δώρα, τα οποία αποστέλλει στον κύριόν του, τον Ησαύ. Αυτός δε ο ίδιος έρχεται πίσω από ημάς”. | 18 θὰ τοῦ ἀπαντήσῃς: «Αὐτὰ ἀνήκουν εἰς τὸν δοῦλον σου Ἰακώβ· τὰ ἔχει ἀποστείλει ὡς δῶρα εἰς τὸν κύριον καὶ αὐθέντην του Ἡσαῦ· ὁ ἴδιος ὁ Ἰακὼβ ἔρχεται πάρα πίσω». |
19 καὶ ἐνετείλατο τῷ πρώτῳ καὶ τῷ δευτέρῳ καὶ τῷ τρίτῳ καὶ πᾶσι τοῖς προπορευομένοις ὀπίσω τῶν ποιμνίων τούτων, λέγων· κατὰ τὸ ρῆμα τοῦτο λαλήσατε ῾Ησαῦ ἐν τῷ εὑρεῖν ὑμᾶς αὐτὸν | 19 Εδωσεν εντολήν στον πρώτον και στον δεύτερον και στον τρίτον και εις όλους εκείνους, οι οποίοι επορεύοντο εμπρός από αυτόν, πίσω από τα κοπάδια τούτων των ζώων λέγων· “έτσι θα ομιλήσετε όλοι σας προς τον Ησαύ, όταν αυτός σας συναντήση. | 19 Καὶ ὁ Ἰακὼβ ἔδωκεν ἐντολὴν εἰς τὸν πρῶτον δοῦλον καὶ τὸν δεύτερον καὶ τὸν τρίτον καὶ είς ὅλους, ὅσοι ἐπροπορεύοντο ἐπὶ κεφαλῆς τῶν κοπαδιῶν αὐτῶν, λέγων: «Ἔτσι ὅπως σᾶς παρήγγειλα να ὁμιλήσετε εἰς τὸν Ἡσαῦ, ὅταν θὰ τὸν συναντήσετε ἐμπρός σας». |
20 καὶ ἐρεῖτε· ἰδοὺ ὁ παῖς σου ᾿Ιακὼβ παραγίνεται ὀπίσω ἡμῶν. εἶπε γάρ· ἐξιλάσομαι τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἐν τοῖς δώροις τοῖς προπορευομένοις αὐτοῦ, καὶ μετὰ τοῦτο ὄψομαι τὸ πρόσωπον αὐτοῦ· ἴσως γὰρ προσδέξεται τὸ πρόσωπόν μου. | 20 Θα του είπετε· Ιδού ο δούλος σου. Ο Ιακώβ, έρχεται έπειτα από ημάς”. Επραξε δε τοιουτοτρόπως ο Ιακώβ, διότι εσκέφθη· Θα εξευμενίσω τον αδελφόν μου με τα δώρα, που θα προηγηθούν και κατόπιν θα ίδω αυτόν προσωπικώς. Διότι ίσως συγκινημένος από τα δώρα της αγάπης μου με υποδεχθή με ευμένειαν. | 20 Ἀκόμη θὰ τοῦ εἰπῆτε: «Νά· ὁ δοῦλος σοῦ Ἰακὼβ ἔρχεται πάρα πίσω. Φθάνει καὶ αὐτός (με τὴν ἄδειάν σου) μετὰ ἀπὸ ἡμᾶς». Ὁ Ἰακὼβ παρήγγειλεν αὐτὰ εἰς τοὺς δούλους του, διότι ἐσυλλογίσθη καὶ εἶπε: «Θὰ καλοκαρδίσω πρῶτα τὸν ἀδελφόν μου Ἡσαῦ, θὰ τὸν καταπραΰνω καὶ θὰ τὸν κερδήσω μὲ τὰ δῶρα, ποὺ τοῦ στέλλω πρὶν ἀπὸ ἑμέ, καὶ κατόπιν θὰ ἀντικρύσω τὸ πρόσωπόν του· ἔτσι ὑπάρχει πιθανότης να μαλακώσῃ ἡ γνώμη του καὶ νὰ μὲ δεχθῇ καὶ αὐτὸς εἰρηνικά, μὲ εὐχαρίστησιν καὶ νὰ μὲ συγχωρήση». |
21 καὶ προεπορεύετο τὰ δῶρα κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ, αὐτὸς δὲ ἐκοιμήθη τὴν νύκτα ἐκείνην ἐν τῇ παρεμβολῇ. | 21 Οι φέροντες τα κοπάδια ως δώρα επροπορεύοντο από τον Ιακώβ. Αυτός δέ, κατά την εσπέραν εκείνην, εκοιμήθη εις την κατασκήνωσιν. | 21 Καὶ ἐπροχώρησαν οἱ δοῦλοι μὲ τὰ δῶρα του πρὶν ἀπὸ τὸν Ἰακώβ, αὐτὸς δὲ ἐκοιμήθη ἥσυχος καὶ εἰρηνικὸς τὴν νύκτα ἐκείνην εἰς τὸ στρατόπεδον (τὴν κατασκήνωσίν) του. |
22 ᾿Αναστὰς δὲ τὴν νύκτα ἐκείνην ἔλαβε τὰς δύο γυναῖκας καὶ τὰς δύο παιδίσκας καὶ τὰ ἕνδεκα παιδία αὐτοῦ καὶ διέβη τὴν διάβασιν τοῦ ᾿Ιαβώκ· | 22 Κατά την νύκτα όμως εσηκώθη, επήρε τας δύο γυναίκας του, τας δύο θεραπαινίδας και τα ένδεκα παιδιά του και επέρασε μαζή με αυτά εις βατόν σημείον τον παραπόταμον του Ιορδάνου, τον Ιαβώκ. | 22 Τὴν ἰδίαν ἐκείνην νύκτα ὁ Ἰακὼβ ἐσηκώθη καὶ παρέλαβε τὶς δύο γυναῖκες του, τὴν Ραχὴλ καὶ τὴν Λείαν, καὶ τὶς δύο δοῦλες του, τὴν Ζελφὰν καὶ τὴν Βαλλάν, καὶ τὰ ἕνδεκα παιδιά του καὶ τὰ ἐπέρασεν εἰς τὴν ἀπέναντι ὄχθην τοῦ ποταμοῦ Ἰαβώκ. |
23 καὶ ἔλαβεν αὐτοὺς καὶ διέβη τὸν χειμάρρουν καὶ διεβίβασε πάντα τὰ αὐτοῦ. | 23 Μαζή δε με τους ανθρώπους του αυτούς διεβίβασε εις την αντίπεραν όχθην του Ιαβώκ και όλα τα υπάρχοντά του | 23 Παρέλαβεν ὅλους αὐτοὺς καὶ τοὺς ἐπέρασεν εἰς τὴν ἄλλην ὄχθην τοῦ χειμάρρου Ἰαβώκ· ἐπίσης ἐφρόντισαν, ὥστε νὰ περάσουν εἰς τὴν ἀπέναντι ὄχθην καὶ ὅλα τὰ ὑποστατικά του, μὲ σκοπὸν νὰ περάσῃ καὶ αὐτὸς τελευταῖος. |
24 ὑπελείφθη δὲ ᾿Ιακὼβ μόνος, καὶ ἐπάλαιεν ἄνθρωπος μετ᾿ αὐτοῦ ἕως πρωΐ. | 24 Αυτός δε ο ίδιος έμεινε μόνος του εδώθε από τον Ιαβώκ. Εκεί δε ένας άνθρωπος επάλαιεν εναντίον του καθ' όλην την νύκτα, έως το πρωϊ. | 24 Ἀφοῦ ὁ Ἰακὼβ ἐπέρασεν ὅλους καὶ μετέφερεν ὅλα εἰς τὴν ἄλλην ὄχθην τοῦ Ἰαβώκ, ἔμεινε μόνος εἰς τὴν ἀπ' ἐδῶ πλευρὰν τοῦ ποταμοῦ. Τότε εἰς τὸν ἔρημον ἐκεῖνον τόπον καὶ εἰς τὸ σκοτάδι τῆς νυκτὸς παρουασάσθη κάποιος ἄγνωστος ἄνθρωπος καὶ ἦλθεν εἰς τὰ χέρια μὲ τὸν Ἰακὼβ καὶ ἐπάλαιε μαζί του μέχρι τὰ ξημερώματα. |
25 εἶδε δέ, ὅτι οὐ δύναται πρὸς αὐτόν, καὶ ἥψατο τοῦ πλάτους τοῦ μηροῦ αὐτοῦ, καὶ ἐνάρκησε τὸ πλάτος τοῦ μηροῦ ᾿Ιακὼβ ἐν τῷ παλαίειν αὐτὸν μετ᾿ αὐτοῦ. | 25 Είδε δε ο αντίπαλος αυτός ότι δεν δύναται να νικήση τον Ιακώβ. Ηγγισε τότε το πλατύ άνω μέρος του μηρού του Ιακώβ και καθώς συνέχιζε την πάλην κατά του Ιακώβ ενάρκωσε το μέρος αυτό του μηρού. | 25 Καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος εἶδεν, ὅτι δὲν ἠμποροῦσε νὰ ρίψῃ κάτω καὶ νὰ νικήσῃ τὸν Ἰακὼβ εἰς τὴν πάλην, ἄπλωσε τὸ χέρι του καὶ ἀκούμβησε τὸν Ἰακὼβ εἰς τὸ ἐπάνω πλατὺ μέρος τοῦ μηροῦ του. Καὶ ἐνῶ ἡ πάλη συνεχίζετο, ἀπὸ τὸ ἄγγιγμα ἐκεῖνο ἐμούδιασε καὶ ἐναρκώθη τὸ ἐπάνω πλατὺ μέρος τοῦ μηροῦ τοῦ Ἰακώβ. |
26 καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀπόστειλόν με· ἀνέβη γὰρ ὁ ὄρθρος. ὁ δὲ εἶπεν· οὐ μή σε ἀποστείλω, ἐὰν μή με εὐλογήσῃς. | 26 Ο άνθρωπος εκείνος είπε τότε στον Ιακώβ· “άφησέ με να φύγω, διότι εξημέρωσε”. Ο δε Ιακώβ του απήντησε· “δεν θα σε αφήσω να φύγης, εάν πρώτον δεν με ευλογήσης”. | 26 Ἔπειτα ὁ ἄνθρωπος, τὸν ὁποῖον ὁ Πατριάρχης ἐκρατοῦσε, τοῦ εἶπε μὲ φιλικὸν τόνον: «Ἄφησέ με νὰ φύγω διότι ἐξημέρωσεν· ἐπῆρε ἡ ἡμέρα». Ὁ Ἰακὼβ ὅμως ἐπειδὴ ἐκατάλαβε τὸ μέγεθος τῆς δυνάμεως τοῦ ἀγνώστου ἀνθρώπου, τοῦ ἀπάντησε ταπεινά: «Ὕστερα ἀπὸ τὴν μεγάλην τιμὴν ποὺ ἀξιώθηκα, καὶ τὴν ὁποίαν δὲν ἀξίζω, δεν πρόκειται νὰ σὲ ἀφήσω νὰ φύγης, ἐὰν δὲν μὲ εὐλογήσῃς προηγουμένως». |
27 εἶπε δὲ αὐτῷ· τί τὸ ὄνομά σου ἐστίν, ὁ δὲ εἶπεν· ᾿Ιακώβ. | 27 Ο άνθρωπος εκείνος του είπε· “ποίον είναι το όνομά σου;” Εκείνος του απήντησεν· “Ιακώβ”. | 27 Καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐρώτησε τὸν Ἰακώβ: «Ποῖον εἶναι τὸ ὄνομά σου;» «Ἰακώβ», τοῦ ἀπάντησεν ὁ Πατριάρχης. |
28 καὶ εἶπεν αὐτῷ· οὐ κληθήσεται ἔτι τὸ ὄνομά σου ᾿Ιακώβ, ἀλλ᾿ ᾿Ισραὴλ ἔσται τὸ ὄνομά σου, ὅτι ἐνίσχυσας μετὰ Θεοῦ, καὶ μετ᾿ ἀνθρώπων δυνατὸς ἔσῃ. | 28 Είπε δε εις αυτόν ο άγνωστος εκείνος άνθρωπος· “δεν θα ονομάζεσαι πλέον Ιακώβ, αλλά θα λέγεσαι Ισραήλ, διότι εφάνης ισχυρός απέναντι του Θεού. Επομένως μη φοβήσαι θα είσαι ισχυρός και απέναντι των ανθρώπων”. | 28 Τότε ὁ ἄγνωστος τοῦ εἶπε: «Ἀπὸ τώρα καὶ εἰς τὸ ἑξῆς τὸ ὄνομά σου δεν θὰ εἶναι Ἰακώβ· θὰ ὀνομαζεσαι πλέον « Ἰσραὴλ «, ποὺ σημαίνει ὅτι, ἀφοῦ ἐδοκιμάσθης ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἐπάλαισες μαζί του, ἀνεδείχθης ἰσχυρός. Ἀφοῦ δὲ ἐνίκησες εἰς τὴν πάλην αὐτὴν μὲ τὸν Θεόν, θὰ εἶσαι πολὺ περισσότερον δυνατὸς καὶ ἀκατανίκητος εἰς τὴν πάλην σου μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Μὴ φοβῆσαι λοιπὸν ὅτι θὰ ἠμπορέσῃ νὰ σὲ βλάψῃ ὁ ἀδελφός σου Ἡσαῦ». |
29 ἠρώτησε δὲ ᾿Ιακὼβ καὶ εἶπεν· ἀνάγγειλόν μοι τὸ ὄνομά σου. καὶ εἶπεν· ἱνατί τοῦτο ἐρωτᾶς σὺ τὸ ὄνομά μου; καὶ εὐλόγησεν αὐτὸν ἐκεῖ. | 29 Τοτε ηρώτησεν αυτόν ο Ιακώβ και του είπε· “πές μου το όνομά σου”. Εκείνος του είπε· “διατί συ ερωτάς και έχεις την περιέργειαν να μάθης το όνομά μου;” Ο άγνωστος εκείνος άνθρωπος, άγγελος Θεού, ηυλόγησε τον Ιακώβ στον τόπον εκείνον. | 29 Ὅταν ἄκουσεν αὐτὰ ὁ Ἰακώβ, ἔμεινε κατάπληκτος ἀπὸ τὸ πόσον μεγάλος καὶ ἰσχυρὸς ἦταν ἐκεῖνος, μὲ τὸν ὁποῖον ἐμίλησε, καὶ διὰ τοῦτο τὸν ἐρώτησε γεμᾶτος περιέργειαν: «Τώρα πές μου καὶ σὺ τὸ ὄνομά σου». Ἐκεῖνος ὅμως τοῦ ἀπάντησε: «Διατὶ ἐρωτᾷς καὶ ζητεῖς νὰ μάθῃς τὸ ὄνομά μου; Δὲν εἶναι καιρὸς νὰ ἰκανοποιηθῇ ἡ περιέργειά σου. Μένε εἰς τὰ φυσικά σου ὅρια καὶ μὴ ὑπερβαίνῃς τὰ μέτρα σου. Θέλεις εὐλογίαν; Πάρε την». Καὶ ἀντὶ νὰ ἀναγγείλῃ τὸ ὄνομά του εὐλόγησε τὸν Ἰακὼβ εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον. |
30 καὶ ἐκάλεσεν ᾿Ιακὼβ τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου, Εἶδος Θεοῦ· εἶδον γὰρ Θεὸν πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, καὶ ἐσώθη μου ἡ ψυχή. | 30 Και εκάλεσεν ο Ιακώβ τον τόπον εκείνον· “εμφάνισιν Θεού” (Φανουήλ), διότι είπεν· “είδον τον Θεόν πρόσωπον προς πρόσωπον και παρ' όλον τούτο εσώθη η ζωη μου και δεν απέθανον”. | 30 Τότε ἀντελήφθη ὁ Ἰακὼβ ποῖος ἦταν ἐκεῖνος, μὲ τὸν ὁποῖον ἐπάλαισε, καὶ γεμᾶτος εὐγνωμοσύνην δοξάζει καὶ εὐχαριστεῖ τὸν Θεόν. Διὰ τοῦτο ὠνόμασε τὸν τόπον ἐκεῖνον «Ἐμφάνισις Θεοῦ» (— Θεοφάνεια, ἑβραϊκὰ Φανουήλ), διότι εἶπεν· «εἶδα τὸν Θεὸν πρόσωπον πρὸς πρόσωπον καὶ ὅμως δὲν ἀπέθανα, ἀλλὰ ἑξακολουθῶ νὰ ζῶ! Μεγάλη ἡ συγκατάβασις τοῦ Θεοῦ». |
31 ἀνέτειλε δὲ αὐτῷ ὁ ἥλιος, ἡνίκα παρῆλθε τὸ εἶδος τοῦ Θεοῦ· αὐτὸς δέ ἐπέσκαζε τῷ μηρῷ αὐτοῦ· | 31 Οταν δε απήλθεν η θεία εμφάνισις, ανέτειλεν ο ήλιος. Ο δε Ιακώβ εχώλαινεν στον μηρόν του. | 31 Ὅταν δὲ ἐξηφανίσθη ἀπὸ ἐμπρός του «ἡ ἐμφάνισίς του Θεοῦ», ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος. Ὁ Ἰακὼβ ὅμως δὲν ἠμποροῦσε νὰ περιπατήσῃ ἐλεύθερα καὶ ἐκούτσαινε, διότι ὁ μηρός του ἦταν μουδιασμένος. |
32 ἕνεκεν τούτου οὐ μὴ φάγωσιν υἱοὶ ᾿Ισραὴλ τὸ νεῦρον, ὃ ἐνάρκησεν, ὅ ἐστιν ἐπὶ τοῦ πλάτους τοῦ μηροῦ, ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης, ὅτι ἥψατο τοῦ πλάτους τοῦ μηροῦ ᾿Ιακὼβ τοῦ νεύρου, ὃ ἐνάρκησεν. | 32 Δια τούτο οι Ιουδαίοι δεν τρώγουν το νεύρον μέχρι σήμερον από τον μηρόν των ζώων εις εκείνο το σημείον, το οποίον εναρκώθη κατά την πάλην, διότι ο Θεός ήγγισε το νεύρον στο πλάτος τούτο του μηρού, το οποίον και εναρκώθη. | 32 Διὰ τοῦτο εἰς ἀνάμνησίν του γεγονότος ἐκείνου οἱ ἀπόγονοί του Ἰακώβ, οἱ Ἰσραηλίτες, δὲν τρώγουν μέχρι σήμερα τὸ νεῦρον ἀπὸ τὸν μηρὸν τῶν ζώων, ποὺ ὑπάρχει εἰς τὸ σημεῖον ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἐναρκώθη κατὰ τὴν πάλην καὶ τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται εἰς τὸ πλατὺ μέρος τοῦ μηροῦ. Δὲν τὸ τρώγουν, διότι ὁ Θεὸς ἀκούμβησε τὸν μηρὸν τοῦ Ἰακὼβ ἐκεῖ, ἀπὸ ὅπου περνᾷ τὸ νεῦρον τοῦτο, τὸ ὁποῖον ἐμούδιασε. |