Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΓΕΝΕΣΙΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13 (ΙΓ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΑΝΕΒΗ δὲ ῞Αβραμ ἐξ Αἰγύπτου, αὐτὸς καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ καὶ πάντα τὰ αὐτοῦ καὶ Λὼτ μετ᾿ αὐτοῦ, εἰς τὴν ἔρημον. 1 Ο Αβραμ και η σύζυγός του με όλα τα υπάρχοντά των και ο Λωτ μαζή με αυτόν, έφυγον από την Αίγυπτον και ήλθον εις την έρημον περιοχήν, εις τα νότια μέρη της Χαναάν. 1 Ανέβη δὲ ὁ Ἅβραμ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον μὲ τὴν γυναῖκα του καὶ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του, μαζί των δὲ ἀνέβη καὶ ὁ ἀνεψιὸς τοῦ Λὼτ καὶ ἦλθαν εἰς τὴν ἔρημον Νεγκέβ, εἰς τὰ νότια τῆς Χαναάν.
2 ῞Αβραμ δὲ ἦν πλούσιος σφόδρα κτήνεσι καὶ ἀργυρίῳ καὶ χρυσίῳ. 2 Ητο δε ο Αβραμ πολύ πλούσιος εις ζώα, εις άργυρον και εις χρυσόν. 2 Ὁ Ἅβραμ δὲ ἦταν πολὺ πλούσιος εἰς ζῶα καὶ εἰς ἄργυρον καὶ εἰς χρυσάφι.
3 καὶ ἐπορεύθη ὅθεν ἦλθεν εἰς τὴν ἔρημον ἕως Βαιθήλ, ἕως τοῦ τόπου, οὗ ἦν ἡ σκηνὴ αὐτοῦ τὸ πρότερον, ἀνὰ μέσον Βαιθὴλ καὶ ἀνὰ μέσον ᾿Αγγαί, 3 Από δε την έρημον αυτήν επορεύθησαν έως εις την Βαιθήλ και άκριβώς στο μέρος εκείνο, όπου προηγουμένως ο Αβραμ είχε στήσει την σκηνήν του, μεταξύ Βαιθήλ και Αγγαί· 3 Καὶ ἀπὸ τὴν ἔρημον Νεγκὲβ ὁ Ἅβραμ καὶ ἡ ἀκολουθία του κατηυθύνθησαν πρὸς τὴν Βαιθὴλ καὶ συγκεκριμένως ἐκεῖ ὅπου ὁ Ἅβραμ εἶχε στήσει προηγουμένως τὴν σκηνήν του, μεταξὺ Βαιθὴλ καὶ Ἀγγαί·
4 εἰς τὸν τόπον τοῦ θυσιαστηρίου, οὗ ἐποίησεν ἐκεῖ τὴν ἀρχήν· καὶ ἐπεκαλέσατο ἐκεῖ ῞Αβραμ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. 4 εις την τοποθεσίαν, όπου έκτισεν, αμέσως μόλις είχε φθάσει προηγουμένως, θυσιαστήριον προς τιμήν του Θεού, του οποίου το όνομα είχεν επικαλεσθή. 4 δηλαδὴ εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχεν ἀνοικοδομήσει ἀμέσως, μόλις εἶχε φθάσει τὴν πρώτην φοράν, θυσιαστήριον, τὸ ὁποῖον ἀφιέρωσεν εἰς τὸν Θεόν.
5 καὶ Λὼτ τῷ συμπορευομένῳ μετὰ ῞Αβραμ ἦν πρόβατα καὶ βόες καὶ σκηναί. 5 Και ο Λωτ, ο οποίος συνεπορεύετο μαζή με τον Αβραμ, είχεν επίσης πρόβατα και βόδια και ιδικόν του υπηρετικόν προσωπικόν, σκηνίτας. 5 Καὶ ὁ Λώτ, ὁ ὁπῖος ἐβάδιζεν ἀχώριστος μὲ τὸν θείον τοῦ Ἅβραμ, εἶχεν ἐπίσης πρόβατα καὶ βόδια καὶ σκηνὲς μὲ τὸ ἀντίστοιχον ὑπηρετικὸν τφοσωπικόν.
6 καὶ οὐκ ἐχώρει αὐτοὺς ἡ γῆ κατοικεῖν ἅμα, ὅτι ἦν τὰ ὑπάρχοντα αὐτῶν πολλά, καὶ οὐκ ἐχώρει αὐτοὺς ἡ γῆ κατοικεῖν ἅμα. 6 Επειδή δε τα πρόβατα, τα ζώα και τα αλλά υπάρχοντα του Αβραμ και του Λωτ, ήσαν πολλά και δεν τα εχωρούσε όλα μαζή η περιοχή εκείνη, 6 Ἐπειδὴ δὲ τὰ πρόβατα καὶ τὰ ἄλλα ζῶα τοῦ Ἅβραμ καὶ τοῦ Λὼτ ἦσαν πολλά, δὲν τοὺς ἐχωροῦσεν ἡ γῆ Χαναάν, ὥστε νὰ κατοικοῦν μαζὶ καὶ οἰ δύο μὲ ὅλον τὸ πλῆθος τῶν ζώων των,
7 καὶ ἐγένετο μάχη ἀνὰ μέσον τῶν ποιμένων τῶν κτηνῶν τοῦ ῞Αβραμ καὶ ἀνὰ μέσον τῶν ποιμένων τῶν κτηνῶν τοῦ Λώτ· οἱ δὲ Χαναναῖοι καὶ οἱ Φερεζαῖοι τότε κατῴκουν τὴν γῆν. 7 έγινε φιλονεικία μεταξύ των ποιμένων του Αβραμ και των ποιμένων του Λωτ. Τοτε δε κατοικούσαν την Χαναάν εκτός των Χαναναίων και οι Φερεζαίοι. 7 Ἔγινε φιλονεικία μεταξὺ τῶν βοσκῶν τῶν κοπαδιῶν τοῦ Ἅβραμ καὶ μεταξὺ τῶν βοσκῶν τῶν κοπαδιῶν τοῦ Λώτ. Τότε εἰς τὴν Χαναὰν κατοικοῦσαν οἱ Χαναναῖοι καὶ οἱ Φερεζαῖοι.
8 εἶπε δὲ ῞Αβραμ τῷ Λώτ· μὴ ἔστω μάχη ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τῶν ποιμένων μου καὶ ἀνὰ μέσον τῶν ποιμένων σου, ὅτι ἄνθρωποι ἀδελφοί ἐσμεν ἡμεῖς. 8 Είπε δε ο ειρηνικός Αβραμ στον Λωτ· “δεν πρέπει να υπάρχουν φιλονεικίαι και έριδες μεταξύ μας ούτε μεταξύ των ποιμένων μου και των ποιμένων σου, διότι ημείς είμεθα συγγενείς, είμεθα αδελφοί. 8 Εἶπε δὲ ὁ ταπεινός, ψύχραιμος καὶ φιλειρηνικὸς Ἅβραμ πρὸς τὸν ἀνεψιὸν του Λώτ: «Δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχῃ φιλονεικία μεταξὺ ἐμοῦ καὶ σοῦ οὔτε μεταξὺ τῶν βοσκῶν μου καὶ τῶν βοσκῶν σου, διότι εἴμεθα ἄνθρωποι καὶ μάλιστα ἄνθρωποι συγγενεῖς.
9 οὐκ ἰδοὺ πᾶσα ἡ γῆ ἐναντίον σου ἐστί; διαχωρίσθητι ἀπ᾿ ἐμοῦ· εἰ σὺ εἰς ἀριστερά, ἐγὼ εἰς δεξιά· εἰ δὲ σὺ εἰς δεξιά, ἐγὼ εἰς ἀριστερά. 9 Διατί να φιλονεικούμεν; Εις την διάθεσίν μας δεν ευρίσκεται όλη αυτή η χώρα; Λοιπόν ας χωρισθώμεν. Πηγαινε συ, όπου θέλεις. Εάν μεταβής εις αριστερά, εγώ θα πορευθώ εις τα δεξιά εάν συ υπάγης δεξιά, εγώ θα προχωρήσω αριστερά”. 9 Κύτταξε· ὅλη ἡ χώρα δὲν ἀπλώνεται ἐμπρός σου, δεν εἶναι εἰς τὴν διάθεσίν σου; Λοιπὸν ἂς χωρισθῶμεν· ἐὰν ἐσὺ μεταβῇς εἰς τὰ ἀριστερὰ μέρη τῆς χώρας αὐτῆς, ἐγὼ θὰ μεταβῶ εἰς τὰ δεξιά· ἐὰν ὅμως σὺ προχωρήσῃς εἰς τὰ δεξιά, ἐγὼ θὰ μεταβῶ εἰς τὰ ἀριστερά· διάλεξε λοιπὸν πρῶτος καὶ πήγαινε ὅπου θέλεις».
10 καὶ ἐπάρας Λὼτ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ἐπεῖδε πᾶσαν τὴν περίχωρον τοῦ ᾿Ιορδάνου, ὅτι πᾶσα ἦν ποτιζομένη πρὸ τοῦ καταστρέψαι τὸν Θεὸν Σόδομα καὶ Γόμορρα, ὡς ὁ παράδεισος τοῦ Θεοῦ καὶ ὡς ἡ γῆ Αἰγύπτου, ἕως ἐλθεῖν εἰς Ζόγορα. 10 Ο Λωτ εσηκωσε τα μάτια του, επεθεώρησε με προσοχήν την περίχωρον του Ιορδάνου. Είδεν ότι όλη αυτή μέχρι Ζογορα εποτίζετο και είχε πλουσίαν βλάστησιν, και ότι, πριν ο Θεός καταστρέψη τα Σοδομα και Γομορρα, εφαίνετο σαν παράδεισος του Θεού και σαν την χώραν της Αιγύπτου που ποτίζεται από τον Νείλον ποταμόν, 10 Καὶ ὁ Λὼτ ἀφοῦ ἐσήκωσε τὰ ματιά του, παρετήρησε προσεκτικὰ μὲ τὸ βλέμμα του ὅλην τὴν περίχωρον τοῦ Ἰορδάνου, διότι ὅλη αὐτὴ ἡ περιοχή (μεταξὺ τῆς θαλάσσης τῆς Τιβεριάδος καὶ τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης), πρὶν ὁ Θεὸς καταστρέψῃ τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορρα, ἐποτίζετο μέχρι τῆς Ζόγορα ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην ποταμόν, καὶ ἦταν ὅπως ὁ Παράδεισος, ποὺ εἶχε φυτεύσει διὰ τοὺς πρωτοπλάστους ὁ Θεός, καὶ ὅπως ἡ εὔφορος καὶ πλουσία γῆ τῆς Αἰγύπτου, ποὺ ποτίζεται ἀπὸ τὸν Νεῖλον ποταμόν.
11 καὶ ἐξελέξατο ἑαυτῷ Λὼτ πᾶσαν τὴν περίχωρον τοῦ ᾿Ιορδάνου, καὶ ἀπῇρε Λὼτ ἀπὸ ἀνατολῶν, καὶ διεχωρίσθησαν ἕκαστος ἀπὸ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ. 11 και επροτίμησεν όλην αυτήν την περίχωρον του Ιορδάνου. Επήρε τα υπάρχοντά του και μετέβη προς ανατολάς. Ετσι δε εχωρίσθησαν μεταξύ των οι δύο αυτοί συγγενείς, ο θείος και ανεψιός. 11 Καὶ ὁ Λώτ, ἀντὶ ν’ ἀφήσῃ τὸν θεῖον του Ἅβραμ νὰ διαλέξῃ πρῶτος, ἐδιάλεξε καὶ ἐπροτίμησε διὰ τὸν ἑαυτόν του ὅλην τὴν εὔφορον περίχωρον τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ καὶ ἐπροχώρησε πρὸς τὰ ἀνατολικά. Ἔτσι ἐχωρίσθησαν μεταξύ των οἱ δύο συγγενεῖς, ὁ θεῖος καὶ ὁ ἀνεψιός, ὁ Ἅβραμ καὶ ὁ Λώτ.
12 ῞Αβραμ δὲ κατῴκησεν ἐν γῇ Χαναάν, Λὼτ δὲ κατῴκησεν ἐν πόλει τῶν περιχώρων καὶ ἐσκήνωσεν ἐν Σοδόμοις· 12 Ο Αβραμ έμεινε και κατώκησεν εις την γην Χαναάν, ο δε Λωτ εις μίαν πόλιν πέραν από τα μέρη του Ιορδάνου και έστησε την σκηνήν του εις τα Σοδομα. 12 Καὶ ὁ Ἅβραμ ἔμεινε καὶ ἐγκατεστάθη εἰς τὴν χώραν Χαναάν, ὁ δὲ Λὼτ εἰς κάποιαν πόλιν πέραν τοῦ Ἰορδάνου καὶ ἔστησε τὴν σκηνήν του εἰς τὰ Σόδομα.
13 οἱ δὲ ἄνθρωποι οἱ ἐν Σοδόμοις πονηροὶ καὶ ἁμαρτωλοὶ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ σφόδρα. 13 Οι άνθρωποι των Σοδόμων ήσαν πάρα πολύ πονηροί και αμαρτωλοί ενώπιον του Θεού. 13 Οἱ δὲ κάτοικοι τῶν Σοδόμων ἦσαν πονηροί, κακοὶ καὶ ὑπερβολικὰ ἁμαρτωλοὶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
14 ῾Ο δὲ Θεὸς εἶπε τῷ ῞Αβραμ μετὰ τὸ διαχωρισθῆναι τὸν Λὼτ ἀπ᾿ αὐτοῦ· ἀνάβλεψον τοῖς ὀφθαλμοῖς σου καὶ ἴδε ἀπὸ τοῦ τόπου, οὗ νῦν σύ εἶ, πρὸς βορρᾶν καὶ λίβα καὶ ἀνατολὰς καὶ θάλασσαν· 14 Αφού ο Λωτ, ιδιοτελώς σκεπτόμενος, εχωρίσθη από τον Αβραμ, είπεν ο Θεός στον πράον και μεγαλόκαρδον Αβραμ· “σήκωσε τα βλέμματά σου, ίδε ολόγυρα από τον τόπον όπου τώρα ευρίσκεσαι, προς Βορράν και Νοτον, προς Ανατολάς και Δυσμάς, 14 Ὁ δὲ Θεὸς εἶπεν εἰς τὸν φιλειρηνικὸν καὶ πρᾶον Ἅβραμ, ἀφοῦ ἐχωρίσθη ἀπὸ αὐτὸν ὁ Λώτ, ὁ ἀνεψιός του, μὲ τὴν θέλησίν του· «σήκωσε τὸ βλέμμα σου καὶ κύτταξε ὅλον αὐτὸν τὸν τόπον, εἰς τὸν ὁποῖον τώρα εὑρίσκεσαι· κύτταξε πρὸς βορρᾶν καὶ πρὸς νότον καὶ πρὸς ἀνατολὰς καὶ πρὸς δυσμάς, ὅπου εἶναι ἡ Μεσόγειος θάλασσα· κύτταξε γύρω σου ὅσον ἠμπορεῖς μακρύτερα καὶ ὅσον παίρνει τὸ μάτι σου,
15 ὅτι πᾶσαν τὴν γῆν, ἣν σὺ ὁρᾷς, σοὶ δώσω αὐτὴν καὶ τῷ σπέρματί σου ἕως αἰῶνος. 15 διότι όλην αυτήν την γην, την οποίαν βλέπεις, θα την δώσω εις σε και στους απογόνους σου στους αιώνας. 15 διότι ὅλην αὐτὴν τὴν γῆν, τὴν ὁποίαν βλέπεις, εἰς σὲ θὰ τὴν δώσω καὶ εἰς τοὺς ἀπογόνους σου ὡς κτῆμα αἰώνιον, ἰδικόν σας γιὰ πάντα».
16 καὶ ποιήσω τὸ σπέρμα σου ὡς τὴν ἄμμον τῆς γῆς· εἰ δύναταί τις ἐξαριθμῆσαι τὴν ἄμμον τῆς γῆς, καὶ τὸ σπέρμα σου ἐξαριθμηθήσεται. 16 Και θα πληθύνω τους απογόνους σου ωσάν την άμμον της γης. Εάν κανείς ημπορή να μετρήση την άμμον της θαλάσσης θα δυνηθή να μετρήση και τους ιδικούς σου απογόνους. 16 Καὶ διὰ νὰ μὴ ὀλιγοπιστήσῃ ὁ Ἅβραμ εἰς τὴν θείαν ὑπόσχεσιν, ἐπειδὴ ἦταν γέροντας, ἡ δὲ γυναῖκα του στεῖρα, ὁ Θεὸς τοῦ ὑπόσχεται κάτι ἄλλο, ποὺ ὑπερβαίνει τὶς ἀνθρώπινες δυνατότητες· τοῦ εἶπε: «Θὰ πληθύνω τόσον πολὺ τοὺς ἀπογόνους σου, ὥστε θὰ αὐξηθοῦν καὶ θὰ γίνουν ἀναρίθμητοι ὡς ἡ ἄμμος τῆς γῆς· ἐὰν ἠμπορῇ κανεὶς νὰ μετρήσῃ τὴν ἄμμον τῆς γῆς, ἄλλο τόσον θὰ ἠμπορέσῃ νὰ μετρήσῃ καὶ τοὺς ἀπογόνους σου.
17 ἀναστὰς διόδευσον τὴν γῆν εἴς τε τὸ μῆκος αὐτῆς καὶ εἰς τὸ πλάτος, ὅτι σοὶ δώσω αὐτὴν καὶ τῷ σπέρματί σου εἰς τὸν αἰῶνα. 17 Σηκω, διόδευσε την χώραν αυτήν κατά μήκος και κατά πλάτος, δια να την γνωρίσης καλά, διότι εις σε και στους απογόνους σου θα την δώσω ως παντοτεινήν κατοικίαν σας”. 17 Σήκω ἐπάνω καὶ διάσχισε τὴν χώραν αὐτὴν καὶ περπάτησέ την, ὅπως γυρίζει κάθε ἀφέντης τὰ κτήματά του· περπάτησέ την κατὰ τὸ μῆκος καὶ κατὰ τὸ πλάτος της, ὥστε νὰ τὴν γνωρίσῃς καλά, διότι εἰς σὲ θὰ τὴν δώσω καὶ εἰς τοὺς ἀπογόνους σου ὡς κτῆμα αἰώνιον, ἰδικόν σας γιὰ πάντα».
18 καὶ ἀποσκηνώσας ῞Αβραμ, ἐλθὼν κατῴκησε παρὰ τὴν δρῦν τὴν Μαμβρῆ, ἣ ἦν ἐν Χεβρώμ, καὶ ᾠκοδόμησεν ἐκεῖ θυσιαστήριον τῷ Κυρίῳ. 18 Επειτα από αυτά ο Αβραμ εσήκωσε την σκηνήν του, επήρε τα υπάρχοντά του και ελθών εγκατεστάθη πλησίον εις την δρυν Μαμβρή, η οποία ευρίσκετο εις την Χεβρών, εκεί και έκτισε θυσιαστήριον προς τιμήν του Κυρίου. 18 Καὶ ὁ Ἅβραμ κατάπληκτος ἀπὸ τὴν θείαν ἀγαθότητα ὑπάκουσε πρόθυμα εἰς τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου· ἀφοῦ διέλυσε καὶ ἐσήκωσε τὴν σκηνήν, ποὺ εἶχε στήσει εἰς τὴν Βαιθήλ, ἦλθε καὶ ἑκατοίκησε κοντὰ εὶς τὴν βελανιδιὰν τὴν Μαμβρῆ, ἡ ὁποία ἦταν εἰς τὴν Χεβρών· καὶ εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον ἔκτισε θυσιαστήριον πρὸς τιμὴν τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ θυσιάζῃ εἰς Αὐτὸν καὶ νὰ Τὸν λατρεύῃ.