Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΓΕΝΕΣΙΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 38 (ΛΗ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΓΕΝΕΤΟ δέ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, κατέβη ᾿Ιούδας ἀπὸ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ καὶ ἀφίκετο ἕως πρὸς ἄνθρωπόν τινα ᾿Οδολλαμίτην, ᾧ ὄνομα Εἰράς. 1 Κατά τον καιρόν εκείνον ο Ιούδας, ένας από τους υιούς του Ιακώβ απεμακρύνθη από τα μέρη, όπου ήσαν οι αδελφοί του, και μετέβη προς κάποιον άνθρωπον, κάτοικον της πόλεως Οδολλάμ, ονομαζόμενον Ειράς. 1 Κατὰ τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες ἕνα ἀπὸ τὰ παιδιὰ τοῦ Ἰακώβ, ὁ Ἰούδας, ἀπεχωρίσθη ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς του καὶ ἐπῆγε νὰ μείνῃ μὲ κάποιον ἄνθρωπον ἀπὸ τὴν πόλιν Ὀδολλάμ, ὁ ὁποῖος ὠνομάζετο Εἰράς.
2 καὶ εἶδεν ἐκεῖ ᾿Ιούδας θυγατέρα ἀνθρώπου Χαναναίου, ᾗ ὄνομα Σαυά, καὶ ἔλαβεν αὐτὴν καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτήν. 2 Είδεν εκεί ο Ιούδας την θυγατέρα ενός Χαναναίου, η οποία ωνομάζετο Σαυα, την έλαβεν ως σύζυγόν του και ήλθεν εις συνάφειαν με αυτήν. 2 Ὁ Ἰούδας εἶδεν ἐκεῖ τὴν θυγατέρα ἐνὸς Χαναναίου, τῆς ὁποίας τὸ ὄνομα ἦταν Σαυά· τὴν γυναῖκα αὐτὴν τὴν ἐνυμφεύθη καὶ ἦλθεν εἰς συζυγικὴν ἕνωσιν μαζί της.
3 καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν υἱὸν καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ ῎Ηρ. 3 Εκείνη δε έμεινεν έγκυος, εγέννησεν υιόν και έδωσεν εις αυτόν το όνομα Ηρ. 3 Ἡ Σαυά, ἀφοῦ ἔμεινεν ἔγκυος, ἐγέννησεν υἱόν, τὸν ὁποῖον ὠνόμασεν Ἤρ.
4 καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν υἱὸν ἔτι καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Αὐνάν. 4 Μείνασα αυτή και πάλιν έγκυος, εγέννησεν υιόν, τον οποίον ωνόμασεν Αυνάν. 4 Ἔμεινε καὶ πάλιν ἔγκυος ἡ Σαυὰ καὶ ἐγέννησεν ἄλλον υἱόν, τὸν ὁποῖον ὠνόμασεν Αὐνάν.
5 καὶ προσθεῖσα ἔτεκεν υἱὸν καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Σηλώμ. αὕτη δὲ ἦν ἐν Χασβί, ἡνίκα ἔτεκεν αὐτούς. 5 Και πάλιν εγέννησεν άλλον υιόν, τον οποίον ωνόμασε Σηλώμ. Η δε γυναίκα αυτή ευρίσκετο εις την πόλιν Χασβί, όταν εγέννησεν αυτά τα παιδιά της. 5 Ἐγέννησε κατόπιν καὶ τρίτον υἱόν, τὸν ὁποῖον ὠνόμασε Σηλώμ. Ἡ Σαυὰ εὑρίσκετο εἰς τὴν Χασβί, ὅταν ἐγέννησε τοὺς τρεῖς αὐτοὺς υἱούς της.
6 καὶ ἔλαβεν ᾿Ιούδας γυναῖκα ῍Ηρ τῷ πρωτοτόκῳ αὐτοῦ, ᾗ ὄνομα Θάμαρ. 6 Ο Ιούδας εξέλεξε και επήρε δια τον πρωτότοκόν του υιόν, τον Ηρ, σύζυγον, η οποία ωνομάζετο Θαμαρ. 6 Καὶ ὁ Ἰούδας ἐδιάλεξε καὶ ἐπῆρεν ὡς σύζυγον διὰ τὸν πρωτότοκον υἱόν του Ἢρ γυναῖκα ἐπίσης Χαναναίαν, τῆς ὁποίας τὸ ὄνομα ἦταν Θάμαρ.
7 ἐγένετο δὲ ῍Ηρ πρωτότοκος ᾿Ιούδα πονηρὸς ἔναντι Κυρίου, καὶ ἀπέκτεινεν αὐτὸν ὁ Θεός. 7 Ο προτότοκος όμως αυτός υιός του Ιούδα έγινε φαύλος και κακός ενώπιον του Κυρίου, δι' αυτό και ο Θεός τον εθανάτωσε. 7 Ἄλλα ὁ Ἤρ, ὁ πρωτότοκος υἱὸς τοῦ Ἰούδα, ἦταν κακὸς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, περιφρονητὴς τοῦ ἁγίου νόμου Του· δι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς τὸν ἐθανάτωσε.
8 εἶπε δὲ ᾿Ιούδας τῷ Αὐνάν· εἴσελθε πρὸς τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου καὶ ἐπιγάμβρευσαι αὐτὴν καὶ ἀνάστησον σπέρμα τῷ ἀδελφῷ σου. 8 Μετά τον θάνατον του Ηρ είπεν ο Ιούδας στον υιόν του τον Αυνάν· “πάρε ως σύζυγον την χήραν του αδελφού σου, την Θαμαρ, ελθέ εις συνάφειαν με αυτήν και απόκτησε τέκνον δια τον αδελφόν σου, ο οποίος απέθανεν άτεκνος”. 8 Τότε ὁ Ἰούδας εἶπεν εἰς τὸν ἄλλον υἱόν του, τὸν Αὐνάν, τὸν ἀδελφὸν τοῦ Ἤρ: «Πήγαινε καὶ κοιμήσου μὲ τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου τὴν Θάμαρ καὶ κάμε τὰ καθήκοντα γυναικαδέλφου πρὸς αὐτὴν καὶ ἀνάστησε ἀπογόνους διὰ τὸν ἀδελφόν σου. Δημιούργησε ἔτσι οἰκογένειαν διὰ τὸν Ἤρ, ποὺ ἀπέθανεν ἄτεκνος».
9 γνοὺς δὲ Αὐνὰν ὅτι οὐκ αὐτῷ ἔσται τὸ σπέρμα, ἐγίνετο ὅταν εἰσήρχετο πρὸς τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, ἐξέχεεν ἐπὶ τὴν γῆν τοῦ μὴ δοῦναι σπέρμα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ. 9 Ο Αυνάν, γνωρίζων πολύ καλά ότι το τέκνον, που θα εγεννάτο από την συνάφειάν του προς την γυναίκα του αδελφού του, δεν θα ήτο ιδικόν του, όταν ήρχετο εις συνάφειαν προς αυτήν, άφηνε το σπέρμα του να χύνεται εις την γην, δια να μη δώση τέκνον στον άτεκνον αδελφόν του. 9 Ἐπειδὴ ὅμὼς ὁ Αὐνὰν ἐγνώριζεν, ὅτι ὁ ἀπόγονος, ποὺ θὰ ἀποκτοῦσε μὲ τὴν Θάμαρ, δεν θὰ ἦταν ἰδικός του, ὅταν ἤρχετο εἰς συζυγικὴν ἕνωσιν μὲ τὴν χήραν τοῦ ἀδελφοῦ του, ἄφηνε τὸ σπέρμα του νὰ χύνεται εἰς τὸ χῶμα οὕτως, ὥστε νὰ μὴ γίνῃ ἔγκυος ἡ Θάμαρ καὶ γεννήσῃ ἀπογόνους εἰς τὸν ἀδελφόν του.
10 πονηρὸν δὲ ἐφάνη ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἐποίησε τοῦτο, καὶ ἐθανάτωσε καὶ τοῦτον. 10 Το γεγονός αυτό εφάνη στον Θεόν πολύ κακόν, ο δε Θεός εθανάτωσε τον Αυνάν δια την κακήν αυτήν πράξιν. 10 Ἡ πράξις ὅμως αὐτὴ τοῦ Αὐνὰν ἐφάνη κακὴ εἰς τὸν Θεόν, τὸν ἐδυσαρέστησε πολύ, διότι ὁ Αὐνὰν περιφρονοῦσε τὸν νόμον του καὶ ἁμάρτανε εἰς τὸ σῶμα του καὶ εἰς τὸν ἀδελφόν του. Διὰ τοῦτο ὁ Θεὸς ἐθανάτωσε καὶ αὐτόν.
11 εἶπε δὲ ᾿Ιούδας Θάμαρ τῇ νύμφῃ αὐτοῦ· κάθου χήρα ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρός σου ἕως μέγας γένηται Σηλὼμ ὁ υἱός μου. εἶπε γάρ· μή ποτε ἀποθάνῃ καὶ οὗτος, ὥσπερ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ. ἀπελθοῦσα δὲ Θάμαρ ἐκάθητο ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρὸς αὐτῆς. 11 Ο δε Ιούδας είπε τότε εις την Θαμαρ· “κάθισε στο πατρικόν σου σπίτι χήρα, έως ότου ανδρωθή ο τρίτος μου υιός ο Σηλώμ”. Είπε δε ο Ιούδας τα λόγια αυτά, χωρίς και να έχη κατά νουν να δώση την Θαμαρ σύζυγον του Σηλώμ, επειδή εφοβήθη μήπως και αυτός αποθάνη, όπως και οι δύο άλλοι αδελφοί του. Η Θαμαρ υπακούουσα εις την εντολήν του πενθερού της μετέβη και έμενεν στο πατρικό της σπίτι. 11 Ὁ πρόωρος καὶ γρήγορος θάνατος τῶν δύο παιδιῶν ἐφόβισε τὸν Ἰούδαν. Ἐπειδὴ δὲ ἐπιθυμοῦσε νὰ παρηγορήση τὴν χήραν νύμφην του Θάμαρ, τῆς εἶπε: «Γύρισε εἰς τὸ σπίτι τοῦ πατέρα σου καὶ μένε ἐκεῖ χήρα μέχρις ὅτου μεγαλῶσῃ καὶ ἐνηλικιωθῇ ὁ τρίτος υἱός μου, ὁ Σηλώμ». Τὰ λόγια αὐτὰ τὰ εἶπεν ὁ Ἰούδας, διότι ἐσκέφθη: «Μήπως, ἐὰν τῆς τὸν δώσω ὡς σύζυγον, ἀποθάνῃ καὶ ὁ Σηλώμ, ὅπως ἀπέθαναν καὶ οἱ ἄλλοι δύο ἀδελφοί του». Ἡ Θάμαρ, ἀφοῦ ἔλαβε τὴν ὑπόσχεσιν αὐτὴν τοῦ πενθεροῦ της, ἐπέστρεψεν εἰς τὸ πατρικόν της σπίτι καὶ ἔμενεν ἐκεῖ.
12 ᾿Επληθύνθησαν δὲ αἱ ἡμέραι καὶ ἀπέθανε Σαυὰ ἡ γυνὴ ᾿Ιούδα· καὶ παρακληθεὶς ᾿Ιούδας ἀνέβη ἐπὶ τοὺς κείροντας τά πρόβατα αὐτοῦ, αὐτὸς καὶ Εἰρὰς ὁ ποιμὴν αὐτοῦ ὁ ᾿Οδολλαμίτης εἰς Θαμνά. 12 Επέρασεν αρκετόν χρονικόν διάστημα και απέθανεν η Σαυα, η σύζυγος του Ιούδα. Αφού επέρασε το χρονικόν διάστημα του πένθους του κατά τα κρατούντα έθιμα, μετέβη ο Ιούδας και ο ποιμήν του Ειράς ο Οδολλαμίτης εις Θαμνά προς τους κουρεύοντας τα πρόβατά του. 12 Ἐπέρασεν ἀρκετὸς καιρὸς καὶ ἀπέθανεν ἡ Σαυά, ἡ γυναῖκα τοῦ Ἰούδα. Ὅταν δὲ συνεπληρώθησαν οἱ ἡμέρες τοῦ πένθους του καὶ ἔγιναν ὅλα τὰ ἔθιμα, ποὺ ἔπρέπε να γίνουν, ὁ Ἰούδας ἀνέβη μαζὶ μὲ τὸν βοσκόν του Εἰράς, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν Ὀδολλάμ, εἰς Θαμνά (ὀρεινὴν πόλιν τῆς Ἰουδαίας), εἰς ἐκείνους ποὺ ἐκούρευαν τὰ πρόβατά του.
13 καὶ ἀπηγγέλη Θάμαρ τῇ νύμφῃ αὐτοῦ λέγοντες· ἰδοὺ ὁ πενθερός σου ἀναβαίνει εἰς Θαμνὰ κεῖραι τὰ πρόβατα αὐτοῦ. 13 Ανήγγειλαν δε εις την Θαμαρ την νύμφην του λέγοντες· “ιδού ο πενθερός σου μεταβαίνει εις Θαμνά δια το κούρευμα των προβάτων του”. 13 Τότε κάποιοι ἐπληροφόρησαν τὴν Θάμαρ, τὴν νύμφην του, καὶ τῆς εἶπαν: Νά· ὁ πενθερός σου Ἰούδας ἔρχεται εἰς Θαμνά, διὰ νὰ κουρεύσῃ τὰ πρόβατά του».
14 καὶ περιελομένη τὰ ἱμάτια τῆς χηρεύσεως ἀφ᾿ ἑαυτῆς, περιεβάλετο θέριστρον καὶ ἐκαλλωπίσατο καὶ ἐκάθισε πρὸς ταῖς πύλαις Αἰνάν, ἥ ἐστιν ἐν παρόδῳ Θαμνά· εἶδε γὰρ ὅτι μέγας γέγονε Σηλώμ, αὐτὸς δὲ οὐκ ἔδωκεν αὐτὴν αὐτῷ γυναῖκα. 14 Αυτή δε αφήρεσε τα ιμάτια της χηρείας της, έβαλε καλύπτραν στο πρόσωπόν της, εκαλλωπίσθη και εκάθισε πλησίον εις τας πύλας της πόλεως Αινάν, η οποία ευρίσκεται εις την οδόν την προς Θαμνά. Εκαλλωπίσθη δε κατά τον προκλητικόν αυτόν τρόπον, δια να δελεάση και παρασύρη τον Ιούδαν, επειδή είδεν ότι αυτός δεν της είχε δώσει ως σύζυγον τον Σηλώμ ο οποίος εν τω μεταξύ είχεν ανδρωθή. 14 Ἡ Θάμαρ εἰς τὸ ἄκουσμα τῆς ἀγγελίας αὐτῆς, ἀφοῦ ἀφήρεσε τὰ πένθιμα φορέματα τῆς χηρείας της, ἐσκεπάσθη μὲ ἕνα πέπλον (καλύπτραν), ἐστολίσθη, ἐκαλλωπισθη καὶ ἐκάθισεν εἰς τὴν εἴσοδον τῆς πόλεως Αἰνάν, ἡ ὁποία εὑρίσκεται εἰς τὸν δρόμον ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὴν Θαμνά. Τοῦτο τὸ ἔκαμε, διότι ἔβλεπεν ὅτι ὁ Σηλώμ, ὁ νεώτερος υἱὸς τοῦ Ἰούδα, εἶχεν ἐν τῷ μεταξὺ μεγαλώσει καὶ ἐνηλικιωθῆ· ὁ Ἰούδας ὅμως δὲν τὴν ὑπάνδρευσε μὲ τὸν Σηλώμ, ὅπως τῆς ὑπεσχέθη, ὥστε νὰ τεκνοποιήσῃ καὶ νὰ μὴ μείνῃ χωρὶς ὄνομα.
15 καὶ ἰδὼν αὐτὴν ᾿Ιούδας ἔδοξεν αὐτὴν πόρνην εἶναι· κατεκαλύψατο γὰρ τὸ πρόσωπον αὐτῆς, καὶ οὐκ ἐπέγνω αὐτήν. 15 Ο Ιούδας, όταν είδεν αυτήν την εξέλαβεν ως κοινήν γυναίκα, διότι εκείνη είχε κατακρύψει το πρόσωπον με την καλύπτραν και δεν την ανεγνώρισε. 15 Ὅταν τὴν εἶδεν ὁ Ἰούδας, ἐνόμισεν ὅτι εἶναι πόρνη, διότι εἶχε σκεπάσει τὸ πρόσωπόν της μὲ τὸ πέπλον τῆς καὶ ἔτσι δὲν τὴν ἀνεγνώρισε.
16 ἐξέκλινε δὲ πρὸς αὐτὴν τὴν ὁδὸν καὶ εἶπεν αὐτῇ· ἔασόν με εἰσελθεῖν πρὸς σέ· οὐ γὰρ ἔγνω ὅτι νύμφη αὐτοῦ ἐστίν. ἡ δὲ εἶπε· τί μοι δώσεις, ἐὰν εἰσέλθῃς πρός με; 16 Ελοξοδρόμησε λοιπόν προς αυτήν και της είπεν· “άφησέ με να έλθω εις συνάφειαν μαζή σου”- δεν είχεν αντιληφθή ότι αυτή ήτο η νύμφη του- εκείνη τον ηρώτησε. “Τι θα μου δώσης εάν έλθης εις συνάφειαν μαζή μου;” 16 Ἐλοξοδρόμησε λοιπὸν πρὸς τὸ μέρος της καὶ τῆς εἶπεν: «Ἄφησέ με να συνευρεθῶ μαζί σου». Τὰ εἶπεν αὐτά, διότι δὲν ἀντελήφθη ὅτι ἐκείνη ἦταν νύμφη του. Ἡ Θάμαρ τότε τοῦ εἶπεν· «τί θὰ μοῦ δώσῃς, ἐὰν κοιμηθῇς μαζί μου;»
17 ὁ δὲ εἶπεν· ἐγώ σοι ἀποστελῶ ἔριφον αἰγῶν ἐκ τῶν προβάτων μου, ἡ δὲ εἶπεν· ἐὰν δῷς μοι ἀρραβῶνα, ἕως τοῦ ἀποστεῖλαί σε. 17 Εκείνος απήντησε· “θα σου στείλω ένα κατσίκι από τα γιδοπρόβατά μου”. Εκείνη του είπε· “θα δεχθώ να έλθης εις συνάφειαν μαζή μου, εάν μέχρις ότου μου στείλης το κατσίκι, μου δώσης κάποιαν εγγύησιν”. 17 Ὁ Ἰούδας ἀπάντησε: «Θὰ σοῦ ἀποστείλω ἕνα κατσίκι ἀπὸ τὰ γιδοπρόβατά μου». Ἐκείνη τοῦ εἶπε: «Δέχομαι, ἐὰν μοῦ δώσῃς ἐνέχυρον (ἐγγύησιν), μέχρις ὅτου μοῦ στείλῃς τὸ κατσίκι».
18 ὁ δὲ εἶπε· τίνα τὸν ἀρραβῶνά σοι δώσω; ἡ δὲ εἶπε· τὸν δακτύλιόν σου καὶ τὸν ὁρμίσκον, καὶ τὴν ράβδον τὴν ἐν τῇ χειρί σου. καὶ ἔδωκεν αὐτῇ καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτήν, καὶ ἐν γαστρὶ ἔλαβεν ἐξ αὐτοῦ. 18 Εκείνος της είπεν· “τι εγγύησιν θέλεις να σου δώσω;” “Θέλω να εμού δώσης, απήντησεν εκείνη, το δακτυλίδι σου, την αλυσίδα που φέρεις εις τον λαιμόν σου, και το ραβδί που κρατάς εις τα χέρια σου”. Εκείνος της έδωσεν αυτάς τας εγγυήσεις, ήλθεν εις συνάφειαν με αυτήν και την αφήκεν έγκυον. 18 Ὁ Ἰούδας τῆς εἶπε: «Τὶ ἐνέχυρον θέλεις νὰ σοῦ δώσω;» Καὶ ἡ Θάμαρ τοῦ ἀπάντησε: «Τὸ δακτυλίδι σου (τὸν σφραγιδόλιθόν σου) καὶ τὴν ἁλυσίδα, ποὺ φορεῖς εἰς τὸν λαιμόν σου (ποὺ εἶναι δεμένος ὁ σφραγιδόλιθος), καὶ τὸ ραβδί, ποὺ κρατεῖς εἰς τὰ χέριά σου». Ὁ Ἰούδας τῆς τὰ ἔδωκε καὶ συνευρέθη μαζί της, ἐκείνη δὲ ἔμεινεν ἔγκυος ἀπὸ τὸν Ἰούδαν.
19 καὶ ἀναστᾶσα ἀπῆλθε καὶ περιείλετο τὸ θέριστρον αὐτῆς ἀφ᾿ ἑαυτῆς καὶ ἐνεδύσατο τὰ ἱμάτια τῆς χηρεύσεως αὐτῆς. 19 Η Θαμαρ αμέσως μετά την πράξιν εσηκώθηκε και ανεχώρησε. Αφήρεσε την καλύπτραν της και εφόρεσε πάλιν τα ενδύματα της χηρείας της. 19 Ἀφοῦ ἡ Θάμαρ ἐπέτυχεν ἐκεῖνο ποὺ ἤθελε, ἐσηκώθη καὶ ἔφυγεν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἦλθεν εἰς τὸ σπίτι της. Ἔβγαλε τότε τὸν πέπλον, μὲ τὸν ὁποῖον εἶχε σκεπασθῆ, ἄλλαξε τὰ φορέματά της καὶ ἐφόρεσε πάλιν τὰ πένθιμα ροῦχα τῆς χηρείας της.
20 ἀπέστειλε δὲ ᾿Ιούδας τὸν ἔριφον ἐξ αἰγῶν ἐν χειρὶ τοῦ ποιμένος αὐτοῦ τοῦ ᾿Οδολλαμίτου κομίσασθαι παρὰ τῆς γυναικὸς τὸν ἀρραβῶνα, καὶ οὐχ εὗρεν αὐτήν. 20 Ο Ιούδας έστειλε προς αυτήν με τον ποιμένα αυτού τον Οδολλαμίτην ένα από τα κατσίκια του, δια να πάρη πίσω την εγγύησιν, που της είχε δώσει, αλλά δεν την ευρήκε. 20 Ὁ Ἰούδας,χωρὶς νὰ γνωρίζῃ τίποτε ἀπὸ αὐτά, ἐξεπλήρωσε τὴν ὑπόσχεσίν του καὶ ἀπέστειλε τὸ κατσίκι ἀπὸ τὰ γιδοπρόβατά του με τὸν βοσκὸν τοῦ Εἰρὰς τὸν Ὀδολλαμίτην, διὰ νὰ πάρῃ πίσω ἀπὸ τὴν γυναῖκα τὸ ἐνέχυρον, ποὺ τῆς εἶχε δώσει. Ὁ ἀπεσταλμένος ὅμως τοῦ Ἰούδα δεν τὴν εὑρῆκε.
21 ἐπηρώτησε δὲ τοὺς ἄνδρας τοὺς ἐκ τοῦ τόπου· ποῦ ἐστιν ἡ πόρνη ἡ γενομένη ἐν Αἰνὰν ἐπὶ τῆς ὁδοῦ; καὶ εἶπαν· οὐκ ἦν ἐνταῦθα πόρνη. 21 Εζήτησε πληροφορίας από τους άνδρας του τόπου εκείνου “που είναι η κοινή εκείνη γυναίκα, η οποία εκάθητο εις την οδόν πλησίον της πόλεως Αινάν;” Εκείνοι του είπαν· “δεν υπάρχει εδώ κοινή γυναίκα”. 21 Διὰ τοῦτο ὁ Εἰρὰς ἐρώτησε τοὺς ἄνδρες τοῦ τόπου ἐκείνου: «Ποῦ εἶναι ἡ πόρνη, ποὺ ἦταν εἰς τὴν Αἰνάν, καθισμένη εἰς τὴν ἄκρην τοῦ δρόμου;» Οἱ ἄνδρες τοῦ ἀπάντησαν: «Ἐδῶ δὲν ὑπῆρξε ποτὲ καμμιὰ πόρνη».
22 καὶ ἀπεστράφη πρὸς ᾿Ιούδαν καὶ εἶπεν· οὐχ εὗρον, καὶ οἱ ἄνθρωποι οἱ ἐκ τοῦ τόπου λέγουσι μὴ εἶναι ὧδε πόρνην. 22 Επέστρεψε δε προς τον Ιούδαν και του είπε· “δεν την ευρήκα, οι δε άνθρωποι του τόπου εκείνου λέγουν, ότι δεν υπάρχει καμμία κοινή γυναίκα εκεί”. 22 Ὁ Εἰρὰς ἐπέστρεψεν εἰς τὸν Ἰούδαν καὶ τοῦ εἶπε: «Δὲν εὑρῆκα πουθενὰ τὴν γυναῖκα, καὶ οἱ κάτοικοι τοῦ τόπου ἐκείνου, ποὺ ἐρώτησα, μοῦ εἶπαν· «δὲν ὑπάρχει ἐδῶ καμμιὰ πόρνη «.
23 εἶπε δὲ ᾿Ιούδας· ἐχέτω αὐτά, ἀλλὰ μή ποτε καταγελασθῶμεν· ἐγὼ μὲν ἀπέσταλκα τὸν ἔριφον τοῦτον, σὺ δὲ οὐχ εὕρηκας. 23 Ο Ιούδας είπεν· “ας κρατήση εις τα χέρια αυτής τα ενέχυρα που της έδωσα. Αλλά μόνον να μη γελοιοποιηθώμεν. Εγώ, όπως υπεσχέθην, της έστειλα αυτό το κατσίκι· εσύ όμως δεν την ευρήκες. Αρα είμαι εν τάξει απέναντί της”. 23 Ὁ Ἰούδας εἶπε τότε: «Ἂς κρατήσῃ τὰ ὅσα τῆς ἔδωκα ὡς ἐνέχυρον· μόνον να μὴ κατηγορηθῶμεν καὶ εὑρεθῶμεν μπλεγμένοι εἰς σκάνδαλον καὶ γελοιοποιηθῶμεν. Ἐγὼ πάντως, σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσίν μου, τῆς ἔστειλα τὸ κατσίκι αὐτό, σὺ δὲ δὲν τὴν εὑρῆκες πουθενά· ἑπομένως εἶμαι συνεπὴς ἀπέναντί της».
24 ᾿Εγένετο δὲ μετὰ τρίμηνον ἀνηγγέλη τῷ ᾿Ιούδᾳ λέγοντες· ἐκπεπόρνευκε Θάμαρ ἡ νύμφη σου καὶ ἰδοὺ ἐν γαστρὶ ἔχει ἐκ πορνείας. εἶπε δὲ ᾿Ιούδας· ἐξαγάγετε αὐτήν, καὶ κατακαυθήτω. 24 Αφού επέρασαν τρεις μήνες επληροφόρησαν μερικοί τον Ιούδαν, ότι η νύμφη του η Θαμαρ παρεστράτησε και να ότι έμεινεν έγκυος εκ πορνείας. Είπε δε ο Ιούδας· “βγάλτε την έξω από την πόλιν και καύσατέ την”. 24 Ὅταν ἐπέρασαν τρεῖς μῆνες, κάποιοι ἐπληροφόρησαν τὸν Ἰούδαν καὶ τοῦ εἴπαν: «Ἡ Θάμαρ, η νύμφη σου, παρεστράτησε καὶ ἐπόρνευσε· καὶ νά, εἶναι ἔγκυος ἀπὸ τὴν πορνείαν της». Ὁ Ἰούδας, εἰς τὸ ἄκουσμα τῆς εἰδήσεως αὐτῆς, ἀπάντησε: «Βγάλτε την ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν καὶ κατακαυάσετέ την».
25 αὐτὴ δὲ ἀγομένη ἀπέστειλε πρὸς τὸν πενθερὸν αὐτῆς λέγουσα· ἐκ τοῦ ἀνθρώπου, οὗτινος ταῦτά ἐστιν, ἐγὼ ἐν γαστρὶ ἔχω. καὶ εἶπεν· ἐπίγνωθι, τίνος ὁ δακτύλιος καὶ ὁ ὁρμίσκος καὶ ἡ ράβδος αὕτη. 25 Η Θαμαρ, όταν ωδηγείτο έξω από την πόλιν δια να την παραδώσουν στο πυρ, έστειλε προς τον πενθερόν της τα ενέχυρα τα οποία είχεν από αυτόν και του παρήγγειλε· “εγώ αν είμαι έγκυος, έμεινα από τον άνδρα, στον οποίον ανήκουν αυτά. Φρόντισε να μάθης εις ποίον ανήκει το δακτυλίδι, η αλυσίδα και αυτή η ράβδος”. 25 Ἐνῷ ὅμως ἡ Θάμαρ ὡδηγεῖτο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν διὰ νὰ καῇ, ἀπέστειλε πρὸς τὸν Ἰούδαν, τὸν πενθερόν της, ἐκεῖνα ποὺ τῆς εἶχε δώσει ὡς ἐνέχυρον καὶ τοῦ διεμήνυσε: «Ἀπὸ τὸν ἄνδρα, εἰς τὸν ὁποῖον ἀνήκουν τὰ ἀντικείμενα αὐτά, ἀπὸ αὐτὸν εἶμαι ἔγκυος ἐγώ». Καὶ ἐπρόσθεσεν: «Ἐξέτασε μὲ προσοχὴν καὶ μάθε τίνος εἶναι αὐτὸ τὸ δακτυλίδι καὶ ἡ ἁλυσίδα τοῦ λαιμοῦ καὶ τὸ ραβδί».
26 ἐπέγνω δὲ ᾿Ιούδας καὶ εἶπε· δεδικαίωται Θάμαρ ἢ ἐγώ, οὗ ἕνεκεν οὐκ ἔδωκα αὐτὴν Σηλὼν τῷ υἱῷ μου. καὶ οὐ προσέθετο ἔτι τοῦ γνῶναι αὐτήν. 26 Ο Ιούδας τα ανεγνώρισε και είπεν· “η Θαμαρ έχει δίκαιον και όχι εγώ, διότι δεν έδωκα αυτήν ως σύζυγον στον υιόν μου τον Σηλώμ, όπως της είχα υποσχεθή”. Μετενόησε δε δια το λάθος του και δεν ήλθεν άλλην φοράν εις συνάφειαν με αυτήν. 26 Ὁ Ἰούδας ἀνεγνώρισεν ἀμέσως, ὅτι τὰ ἀντικείμενα αὐτὰ ἦσαν ἐκεῖνα, ποὺ τῆς ἔδωκε, καὶ εἶπεν: «Ἀρκετὴ ἀπόδειξις εἶναι αὐτά.Ἔχει δίκαιον ἡ Θάμαρ καὶ ὅχι ἐγώ. Ἐκείνη εἶναι ἀνεύθυνος, ἐγὼ δὲ καταδικάζω τὸν ἑαυτόν μου, διότι δὲν τὴν ὑπάνδρευσα μὲ τὸν Σηλώμ, τὸν υἱόν μου». Μετενόησε δὲ ὁ Ἰούδας διὰ τὴν πρᾶξιν του καὶ δὲν ἦλθε πλέον ἄλλην φορὰν εἰς σαρκικὴν ἕνωσιν μὲ τὴν νύμφην του Θάμαρ.
27 ᾿Εγένετο δὲ ἡνίκα ἔτικτε, καὶ τῇδε ἦν δίδυμα ἐν τῇ γαστρὶ αὐτῆς. 27 Οταν δε η Θαμαρ επρόκειτο να γεννήση, υπήρχον δίδυμα εις την κοιλίαν της. 27 Ὅταν ἦλθεν ἡ ἡμέρα τοῦ τοκετοῦ τῆς Θάμαρ,ἀπεδείχθη ὅτι εἰς τὴν κοιλίαν της ἐκυοφοροῦσε δίδυμα.
28 ἐγένετο δὲ ἐν τῷ τίκτειν αὐτήν, ὁ εἷς προεξήνεγκε τὴν χεῖρα· λαβοῦσα δὲ ἡ μαῖα ἔδησεν ἐπί τὴν χεῖρα αὐτοῦ κόκκινον λέγουσα· οὗτος ἐξελεύσεται πρότερος. 28 Οταν δε εγεννούσε, το ένα παιδί επρόβαλε το χέρι του. Η μαία έδεσε το χέρι αυτό με κοκκίνη κλωστή λέγουσα· “αυτός θα βγη πρώτος και θα είναι ο πρωτότοκος”. 28 Ὅταν δὲ ἐγεννοῦσε, τὸ ἕνα παιδὶ ἔβγαλεν ἔξω τὸ χέρι του· ἡ μαῖα, ἀφοῦ τὸ ἐπῆρεν, ἔδεσεν ἐπάνω του κοκκίνην κλωστήν, ὥστε νὰ τὸ ξεχωρίζῃ ἀπὸ τὸ ἄλλο, καὶ εἶπεν· «αὐτὸς θὰ γεννηθῇ πρῶτος θὰ εἶναι ὁ πρωτότοκος».
29 ὡς δὲ ἐπισυνήγαγε τὴν χεῖρα, καὶ εὐθὺς ἐξῆλθεν ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ. ἡ δὲ εἶπε· τί διεκόπη διὰ σὲ φραγμός; καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Φαρές. 29 Επειδή όμως εκείνος απέσυρε το χέρι του, αμέσως δε εγεννήθη ο άλλος αδελφός του, η μαία είπε· “διατί έφυγεν από το μέσον ο φραγμός του προηγουμένου αδελφού και ήνοιξε δια σε ο δρόμος;” Δια τούτο εκάλεσε το όνομα του δευτέρου υιού Φαρές. 29 Αὐτὸς ὅμως ἐτράβηξε πάλιν πρὸς τὰ μέσα τὸ χέρι του καὶ ἀμέσως ἐγεννήθη ὁ ἄλλος ἀδελφός του. Ἡ μαῖα τότε εἶπεν εἰς τὸν δεύτερον αὐτὸν υἱόν· «διατὶ διεκόπη καὶ παρεμέρισεν ὁ φραγμὸς τοῦ προηγουμένου ἀδελφοῦ σου καὶ ἄνοιξεν ὁ δρόμος, διὰ νὰ βγῇς πρῶτος ἐσύ;» Διὰ τοῦτο ἡ μαῖα ὠνόμασε τὸ παιδί, ποὺ ἐγεννήθη πρῶτον, Φαρές. Τὸ ὄνομα τοῦτο σημαίνει «διακοπή, διάνοιξις».
30 καί μετὰ τοῦτο ἐξῆλθεν ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, ἐφ᾿ ᾧ ἦν ἐπὶ τῇ χειρὶ αὐτοῦ τὸ κόκκινον· καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ζαρά. 30 Επειτα από τον Φαρές εγεννήθη ο αδελφός του, ο οποίος είχεν στο χέρι του την κόκκινη κλωστή. Δια τούτο η μαία τον ωνόμασε Ζαρά. 30 Μετὰ τὸν Φαρὲς ἐγεννήθη καὶ ὁ ἄλλος ἀδελφός του, εἰς τὸ χέρι τοῦ ὁποίου ἦταν δεμένη ἡ κοκκίνη κλωστή· εἰς τὸ δεύτερον αὐτὸ παιδί (ποὺ ἔπρεπε κανονικῶς νὰ γεννηθῇ πρῶτον) ἡ μαῖᾳ ἔδωσε τὸ ὄνομα Ζαρά, τὸ ὁποῖον σημαίνει «αὐγή, ἀνατολή».