Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΓΕΝΕΣΙΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18 (ΙΗ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΩΦΘΗ δὲ αὐτῷ ὁ Θεὸς πρὸς τῇ δρυΐ τῇ Μαμβρῇ, καθημένου αὐτοῦ ἐπὶ τῆς θύρας τῆς σκηνῆς αὐτοῦ μεσημβρίας. 1 Εφανερώθηκε δε ο Θεός στον Αβραάμ, που ήτο κοντά εις την δρυν Μαμβρή και εκάθητο εις την θύραν της σκηνής του κατά τον Νοτον. 1 Ο Θεὸς παρουσιάσθη εἰς τὸν Ἀβραάμ, ἐνῷ ὁ Πατριάρχης εὑρίσκετο κοντὰ εἰς τὴν βελανιδιὰν τοῦ Μαμβρῆ καὶ ἐκάθητο ἐμπρὸς εἰς τὴν πόρταν τῆς σκηνῆς του κατὰ τὸ μεσημέρι (ἤ, κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν, εἰς τὴν πλέον θερμὴν ὥραν τῆς ἡμέρας).
2 ἀναβλέψας δέ τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ εἶδε, καὶ ἰδοὺ τρεῖς ἄνδρες εἱστήκεισαν ἐπάνω αὐτοῦ· καὶ ἰδὼν προσέδραμεν εἰς συνάντησιν αὐτοῖς ἀπὸ τῆς θύρας τῆς σκηνῆς αὐτοῦ καὶ προσεκύνησεν ἐπὶ τὴν γῆν. 2 Εσήκωσε τα μάτια του ο Αβραάμ και είδεν αίφνης τρεις άνδρας ορθίους απέναντι του. Αμέσως ετρεξεν εις συνάντησίν των από την θύραν της σκηνής του, προσεκύνησεν αυτούς έως στο έδαφος. 2 Καθὼς δὲ ὁ Ἀβραὰμ ὕψωσε τὸ βλέμμα του, εἶδεν ἔξαφνα τρεῖς ἄνδρες νὰ στέκωνται ὀλίγον πάρα - πέρα ἀπέναντι του ὄρθιοι· μόλις τοὺς εἶδε, χωρὶς νὰ περιμένῃ νὰ τὸν πλησιάσουν, ἔτρεξε ἀπὸ τὴν πόρταν τῆς σκηνῆς του νὰ τοὺς συναντήσῃ. Καὶ ὅταν ἔφθασε κοντά τους, ἔπεσε κάτω μέχρι τοῦ ἐδάφους καὶ τοὺς ἐπροσκύνησε ταπεινά, μὲ φιλοφροσύνην.
3 καὶ εἶπε· κύριε, εἰ ἄρα εὗρον χάριν ἐναντίον σου, μὴ παρέλθῃς τὸν παῖδά σου· 3 Και ειπε· “Κυριε, εάν τυχόν ευρήκα χάριν ενώπιόν σου, σε παρακαλώ μη καταφρονήσης τον δούλον σου· 3 Καὶ εἶπεν εἰς τὸν ἕνα ἀπὸ αὐτούς· «Κύριε, ἐὰν εὑρῆκα χάριν ἐνώπιόν σου, μὴ παραβλέψῃς τὴν σκηνήν μου καὶ μὴ παραθεωρήσῃς τὸν δοῦλον σου.
4 ληφθήτω δὴ ὕδωρ, καὶ νιψάτωσαν τοὺς πόδας ὑμῶν, καὶ καταψύξατε ὑπὸ τὸ δένδρον· 4 ας μου επιτροπή, λοιπόν, να φέρω νερό και οι δούλοί μου να νίψουν τους πόδας σας, και να δροσισθήτε κάτω από το δένδρον. 4 Ἂς μοῦ ἐπιτραπῇ λοιπὸν νὰ φέρω νερὸ διὰ νὰ πλύνουν οἰ δοῦλοι μου τὰ σκονισμένα ἀπὸ τὴν ὁδοιπορίαν πόδια σας καὶ νὰ δροσισθῆτε κάτω ἀπὸ τὸν ἥσκιον τοῦ δένδρου, ἐπειδὴ εἶσθε κουρασμένοι καὶ ὑποφέρετε ἀπὸ τὴν ζέστην.
5 καὶ λήψομαι ἄρτον, καὶ φάγεσθε, καὶ μετὰ τοῦτο παρελεύσεσθε εἰς τὴν ὁδὸν ὑμῶν, οὗ ἕνεκεν ἐξεκλίνατε πρὸς τὸν παῖδα ὑμῶν. καὶ εἶπαν· οὕτω ποίησον, καθὼς εἴρηκας. 5 Εγώ δε θα ετοιμάσω και θα σας φέρω φαγητόν, δια να φάγετε, έπειτα δε θα συνεχίσετε τον δρόμον σας, από τον οποίον παρεξεκλίνατε έως εμέ, τον δούλον σας, δια να μου κάμετε την τιμήν να σας περιποιηθώ”. Εκείνοι δε είπαν· “κάμε όπως είπες”. 5 Ἐγὼ δὲ ἐν τῷ μεταξὺ θὰ ἑτοιμάσω καὶ θὰ σᾶς φέρω ψωμὶ καὶ φαγητὸν διὰ νὰ φάγετε καὶ κατόπιν θὰ συνεχίσετε τὸν δρόμον σας, διότι διὰ τοῦτο ἐπεράσατε ἀπὸ ἐμὲ τὸν δοῦλον σας, διὰ νὰ μοῦ δώσετε τὴν τιμὴν νὰ σᾶς φιλοξενήσω». Καὶ οἰ τρεῖς ἄνδρες ἀπάντησαν εἰς τὴν πρόσκλησιν τοῦ Ἀβραάμ· «ἔτσι κάμε, ὅπως εἶπες».
6 καὶ ἔσπευσεν ῾Αβραὰμ ἐπὶ τὴν σκηνὴν πρὸς Σάρραν καὶ εἶπεν αὐτῇ· σπεῦσον καὶ φύρασον τρία μέτρα σεμιδάλεως καὶ ποίησον ἐγκρυφίας. 6 Ετρεξεν ο Αβραάμ εις την σκηνήν, όπου ευρίσκετο η Σαρρα και της είπε· “τρέξε και ζύμωσε τρία μέτρα σιμιγδάλι και κάμε το λαγάνες εις την φωτιά”. 6 Καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἀμέσως ἔτρεξε γρήγορα εἰς τὴν σκηνήν, ὅπου ἦταν ἡ Σάρρα καὶ τῆς εἶπε: «Τρέξε γρήγορα καὶ ζύμωσε χωρὶς καθυστέρησιν τρία «μέτρα» (περίπου 32 ὀκάδες ἢ 41 κιλὰ) σιμιγδάλι καὶ κάμε μὲ αὐτὸ κουλοῦρες (ἢ λαγάνες) ψημένες εἰς τὴν φωτιάν, διὰ νὰ φάγουν οἰ ξένοι».
7 καὶ εἰς τὰς βόας ἔδραμεν ῾Αβραὰμ καὶ ἔλαβεν ἁπαλὸν μοσχάριον καὶ καλὸν καὶ ἔδωκε τῷ παιδί, καὶ ἐτάχυνε τοῦ ποιῆσαι αὐτό. 7 Ετρεξε δε εκεί, που έβοσκαν τα βόδια του, επήρε τρυφερό και παχύ μοσχάρι και το έδωσεν στον υπηρέτην, ο οποίος έσπευσε να το ετοιμάση. 7 Καὶ ἀφοῦ ἔδωκε τὴν ἐντολὴν αὐτὴν εἰς τὴν Σάρραν, ἔτρεξε μὲ προθυμίαν μόνος του εἰς τὰ βόδια του καὶ ἐδιάλεξε ἕνα μοσχαράκι παχὺ καὶ τρυφερὸν καὶ τὸ ἔδωκε εἰς τὸν ὑπηρέτην του διὰ νὰ τὸ ἑτοιμάσῃ· καὶ ὁ ὑπηρέτης ἔσπευσε νὰ τὸ ἑτοιμάσῃ γρήγορα.
8 ἔλαβε δὲ βούτυρον, καὶ γάλα, καὶ τὸ μοσχάριον ὃ ἐποίησε, καὶ παρέθηκεν αὐτοῖς, καὶ ἔφαγον· αὐτὸς δὲ παρειστήκει αὐτοῖς ὑπὸ τὸ δένδρον. 8 Επειτα από ολίγην ώραν έλαβεν ο Αβραάμ βούτυρον και γάλα και το μοσχάρι, το οποίον έψησεν ο υπηρέτης, παρέθεσεν αυτά στους ξένους και έφαγον. Αυτός δε εστέκετο όρθιος πλησίον αυτών κάτω από το δένδρον. 8 Καὶ ἀφοῦ ἐπῆρε βούτυρον καὶ γάλα καὶ τὸ μοσχαράκι, ποὺ ἔψησεν ὁ ὑπηρέτης, τὰ παρέθεσεν εἰς τοὺς ξένους, οἱ ὁποῖοι ἐδέχθησαν τὴν πρόθυμον προσφορὰν καὶ ἔφαγαν. Ἐνῷ δὲ ἐκεῖνοι ἔτρωγαν, ὁ Ἀβραὰμ ἐστέκετο κοντά τους ὄρθιος ὡς ὑπηρέτης, κάτω ἀπὸ τὴν βελανιδιάν.
9 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτόν· ποῦ Σάρρα ἡ γυνή σου; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἰδοὺ ἐν τῇ σκηνῇ. 9 Είπε δε προς αυτόν ένας από τους φιλοξενουμένους· “που είναι η γυναίκα σου η Σαρρα;” Ο δε Αβραάμ απεκρίθη· “ιδού ευρίσκεται εις την σκηνήν”. 9 Ὅταν ἐτελείωσε ἡ φιλοξενία καὶ ἔλαμψεν ἡ άρετὴ τοῦ Πατριάρχου, ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς φιλοξενουμένους, τὸν ὁποῖον ὁ Ἀβραὰμ ὠνόμασε «Κύριον», τοῦ εἶπε· «ποῦ εἶναι ἡ γυναῖκα σου ἡ Σάρρα;» Ὁ Ἀβραὰμ ἀπεκρίθη καὶ τοῦ εἶπε· «νά, εὑρίσκεται ἐκεῖ, μέσα εἰς τὴν σκηνήν».
10 εἶπε δέ· ἐπαναστρέφων ἥξω πρὸς σὲ κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον εἰς ὥρας, καὶ ἕξει υἱὸν Σάρρα ἡ γυνή σου. Σάρρα δὲ ἤκουσε πρὸς τῇ θύρᾳ τῆς σκηνῆς, οὖσα ὄπισθεν αὐτοῦ. 10 Είπε δε ο ξένος αυτός προς τον Αβραμ· “όταν το επόμενον έτος κατά την εποχήν αυτήν επιστρέφων έλθω προς σέ, η Σαρρα, η σύζυγός σου, θα έχη τέκνον”. Η δε Σαρρα, ευρισκομένη εις την θύραν της σκηνής πίσω από τον Αβραάμ ήκουσε τα λόγια αυτά του ξένου. 10 Ὁ φιλοξενούμενος τότε τοῦ εἶπε· «ὅταν ἔλθω πρὸς σὲ ἐπιστρέφων κατὰ τὸ ἑπόμενον ἔτος καὶ τὴν ἰδίαν ἐποχὴν σὰν τώρα, ἡ γυναῖκα σου ἡ Σάρρα θὰ ἔχῃ υἱόν». Ἡ Σάρρα ἄκουσε τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ φιλοξενουμένου, ἐνῷ εὑρίσκετο εἰς τὴν πόρταν τῆς σκηνῆς πίσω ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ.
11 ῾Αβραὰμ δὲ καὶ Σάρρα πρεσβύτεροι προβεβηκότες ἡμερῶν, ἐξέλιπε δὲ τῇ Σάρρᾳ γίνεσθαι τὰ γυναικεῖα. 11 Ο Αβραάμ και η Σαρρα ήσαν γέροντες, προχωρημένοι εις τα χρόνια, εις δε την Σαρραν έπαυσαν πλέον να υπάρχουν τα συμπτώματα της γονιμότητας. 11 Ὁ Ἀβραὰμ δὲ καὶ ἡ Σάρρα ἦσαν γέροντες προχωρημένοι εἰς τὰ χρόνια· εἰς δὲ τὴν Σάρραν εἶχαν παύσει πλέον τὰ γυναικεῖα ἔμμηνα συμπτώματα τῆς γονιμότητος καὶ διὰ τοῦτο δεν ἠμποροῦσε νὰ συλλάβῃ καὶ νὰ τεκνοποίησῃ.
12 ἐγέλασε δὲ Σάρρα ἐν ἑαυτῇ, λέγουσα· οὔπω μέν μοι γέγονεν ἕως τοῦ νῦν, ὁ δὲ κύριός μου πρεσβύτερος. 12 Εγέλασε δε η Σαρρα από μέσα της λέγουσα· “μέχρι σήμερα δεν απέκτησα υιόν και θα αποκτήσω τώρα ! Αλλωστε ο σύζυγός μου είναι γέρων”. 12 Ὅταν ἡ Σάρρα ἄκουσε τὰ ὅσα εἶπεν ὁ φιλοξενούμενος εἰς τὸν Ἀβραάμ, ἐγέλασε μέσα της ἀπὸ ἀπιστίαν καὶ διότι ἐνόμισεν ἀστεῖα τὰ λόγια αὐτὰ καὶ συγχρόνως εἶπε: «Τόσα χρόνια τώρα δὲν μοῦ συνέβη τέτοιο πρᾶγμα· ἕως τώρα δεν ἐγέννησα υἱόν! Καὶ θὰ συμβῇ τοῦτο τώρα, ποὺ ὁ κύριός μου, ὁ σύζυγός μου εἶναι πλέον προχωρημένος εἰς τὰ χρόνια!»
13 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς ῾Αβραάμ· τί ὅτι ἐγέλασε Σάρρα ἐν ἑαυτῇ, λέγουσα· ἆρά γε ἀληθῶς τέξομαι; ἐγὼ δὲ γεγήρακα. 13 Είπε δε προς τον Αβραάμ ο ξένος εκείνος, ο οποίος ήτο ο Θεός· “διατί εγέλασεν η Σαρρα από μέσα της λέγουσα· Θα γεννήσω πράγματι παιδί; Εγώ έχω πλέον γηράσειν ! 13 Ὁ Κύριος ὅμώς, ὁ ὁπῖος γνωρίζει τὶς ἀπόκρυφες σκέψεις καὶ διακρίνει τὰ μυστικὰ τῶν ἀνθρώπων, εἶπε πρὸς τὸν Ἀβραάμ· «διατὶ ἐγέλασεν ἡ Σάρρα μέσα της, διὰ τὸ μήνυμα ποὺ σοῦ ἔφερα, καὶ εἶπε· πράγματι εἶναι δυνατὸν νὰ γεννήσω παιδί; Ἐγὼ ἐγήρασα πλέον!»
14 μὴ ἀδυνατήσει παρὰ τῷ Θεῷ ρῆμα; εἰς τὸν καιρὸν τοῦτον ἀναστρέψω πρὸς σὲ εἰς ὥρας· καὶ ἔσται τῇ Σάρρᾳ υἱός. 14 Μηπως υπάρχει τίποτε αδύνατον δια τον Θεόν; Λοιπόν, το επόμενον έτος και κατά την εποχήν αυτήν θα επιστρέψω εις σέ· και η Σαρρα θα έχη παιδί”. 14 Καὶ ἐπρόσθεσεν ὁ Κύριος· «μήπως ὑπάρχει τίποτε ἀδύνατον διὰ τὸν Θεόν;» Ἄκουσε λοιπόν· «θὰ ἐπιστρέψω ὁπωσδήποτε πρὸς σὲ κατὰ τὸ ἑπόμενον ἔτος καὶ κατὰ τὴν ἰδίαν ἐποχὴν σὰν τώρα· καὶ ἡ Σάρρα ἡ γυναῖκα σου θὰ ἔχῃ υἱόν».
15 ἠρνήσατο δὲ Σάρρα λέγουσα· οὐκ ἐγέλασα· ἐφοβήθη γάρ. καὶ εἶπεν αὐτῇ· οὐχί, ἀλλὰ ἐγέλασας. 15 Η δε Σαρρα, επειδή εφοβήθη, ηρνήθη λέγουσα· “δεν εγέλασα”. Είπεν όμως προς αυτήν ο Κυριος· “όχι ! εγέλασες”. 15 Ὅταν ἡ Σάρρα ἐκατάλαβεν, ὅτι οἱ μυστικὲς σκέψεις της δὲν διέφυγαν τῆς προσοχῆς τοῦ φιλοξενουμένου, ἀρνήθηκε ὅτι ἐσκέφθη τέτοιο πρᾶγμα καὶ εἶπεν· «ὄχι, δὲν ἐγέλασα». Ἀρνήθηκε, διότι ἐφοβήθη καὶ ὁ φόβος της ἔφερε ταραχὴν καὶ σύγχυσιν. Ἀλλὰ ὁ Κύριος τῆς εἶπεν ἐπιτιμητικά· «ὄχι, Σάρρα, δὲν εἶναι ἀλήθεια αὐτό· ἀλλὰ ἐγέλασες».
16 ᾿Εξαναστάντες δὲ ἐκεῖθεν οἱ ἄνδρες κατέβλεψαν ἐπὶ πρόσωπον Σοδόμων καὶ Γομόρρας. ῾Αβραὰμ δὲ συνεπορεύετο μετ᾿ αὐτῶν συμπροπέμπων αὐτούς. 16 Οι φιλοξενούμενοι τρεις άνδρες ηγέρθησαν από το τραπέζι, έστρεψαν το πρόσωπόν των προς τα Σοδομα και τα Γομορρα και επορεύοντο προς αυτά. Μαζή δε με αυτούς και προπέμπων αυτούς επορεύετο και ο Αβραάμ. 16 Οἱ τρεῖς φιλοξενούμενοι, ἀφοῦ ἐσηκώθηκαν ἀπὸ τὸ τραπέζι, ἀνεχώρησαν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἔστρεψαν τὸ πρόσωπόν των κάτω πρὸς τὰ Σόδομα καὶ τὴν Γομόρραν μὲ θυμὸν καὶ ὀργήν. Ὁ Ἀβραὰμ δὲ ἐπροχωροῦσε μαζί τους καὶ τοὺς προέπεμπε μὲ εὐλάβειαν καὶ ταπείνωσιν.
17 ὁ δὲ Κύριος εἶπεν· οὐ μὴ κρύψω ἐγὼ ἀπὸ ῾Αβραὰμ τοῦ παιδός μου, ἃ ἐγὼ ποιῶ. 17 Είπε δε τότε ο Κυριος· “δεν θα κρύψω εγώ από τον Αβραάμ, τον δούλον μου, αυτά, τα οποία θα κάμω. 17 Ὅταν δὲ ἔφυγαν οἱ δύο ἀπὸ τοὺς τρεῖς, ὁ ἕνας ποὺ ἔμεινε, δηλαδὴ ὁ Κύριος, ἐσκέφθη καὶ εἶπε: «Δὲν θὰ κρύψω ἐγὼ ἀπὸ τὸν εὐλαβῆ δοῦλον μου τὸν Ἀβραὰμ ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα πρόκειται νὰ κάμω». Θὰ τοῦ τὰ φανερώσω, διότι
18 ῾Αβραὰμ δὲ γινόμενος ἔσται εἰς ἔθνος μέγα καὶ πολύ, καὶ ἐνευλογηθήσονται ἐν αὐτῷ πάντα τὰ ἔθνη τῆς γῆς. 18 Ο Αβραάμ θα αναδειχθή γενάρχης, πατριάρχης μεγάλου και ισχυρού έθνους και δι' αυτού θα λάβουν τας θείας ευλογίας όλοι οι λαοί της γης. 18 «ὁ Ἀβραὰμ θὰ γίνῃ ὁπωσδήποτε γενάρχης, Πατριάρχης λαοῦ μεγάλου καὶ ἰσχυροῦ καὶ διὰ μέσου αὐτοῦ θὰ εὐλογηθοῦν ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς.
19 ᾔδειν γὰρ ὅτι συντάξει τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ καὶ τῷ οἴκῳ αὐτοῦ μετ᾿ αὐτόν, καὶ φυλάξουσι τὰς ὁδοὺς Κυρίου ποιεῖν δικαιοσύνην καὶ κρίσιν, ὅπως ἂν ἐπαγάγῃ Κύριος ἐπὶ ῾Αβραὰμ πάντα, ὅσα ἐλάλησε πρὸς αὐτόν. 19 Διότι εγώ εγνώριζον απ' αρχής ότι ο πιστός και ενάρετος Αβραάμ θα διδάξη τα τέκνα του, εφ' όσον ζη, και δι' αυτών τους απογόνους του που θα γεννηθούν υστέρα απ' αυτόν, να τηρούν τας εντολάς του Κυρίου, ώστε να ζουν δικαιοσύνην και να εφαρμόζουν δικαίαν κρίσιν, δια να αποστείλη ο Κυριος στον Αβραάμ και τους απογόνους αυτού όλα όσα του έχει υποσχεθή”. 19 Θὰ κάμω δὲ τοῦτο, διότι ἐγνώριζα ἐξ ἀρχῆς, ὅτι ὁ δίκαιος Ἀβραὰμ θὰ καθοδηγήσῃ τὰ παιδιά του καὶ ὅλους, ὅσοι συγκατοικοῦν μαζί του καὶ δι’ αὐτῶν ὅλους τοὺς ἀπογόνους, οἱ ὁποῖοι θὰ προέλθουν ἀπὸ αὐτόν, νὰ φυλάξουν τὰ προστάγματα καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, ὥστε νὰ ζοῦν μὲ δικαιοσύνην καὶ νὰ ἐφαρμόζουν τὸ ὀρθὸν καὶ ἔτσι ὁ Κύριος θὰ ἐκπληρώσῃ εἰς τὸν Ἀβραὰμ ὅλα, ὅσα τοῦ ὑπεσχέθη».
20 εἶπε δὲ Κύριος· κραυγὴ Σοδόμων καὶ Γομόρρας πεπλήθυνται πρός με, καὶ αἱ ἁμαρτίαι αὐτῶν μεγάλαι σφόδρα. 20 Είπε δε εν συνεχεία ο Κυριος· “κραυγαί πολλαί από τα Σοδομα και την Γομόρραν ανέρχονται προς εμέ· αι αμαρτίαι των είναι πάρα πολύ μεγάλαι. 20 Καὶ ἀμέσως ὁ Κύριος ἀρχίζει τὴν ἀποκάλυψίν του εἰς τὸν Ἀβραάμ, λέγων: «Φωνὲς πολλὲς καὶ μεγάλες· κραυγὲς δυνατές, ἀγωνιώδεις ἀνεβαίνουν εἰς τὸν οὐρανὸν πρὸς ἐμὲ ἀπὸ τὰ Σόδομα καὶ τὴν Γομόρραν· εἶναι οἱ κραυγὲς ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὶς μεγάλες καὶ πολλὲς ἀδικίες των. Οἱ ἁμαρτίες τῶν κατοίκων τῶν δύο αὐτῶν πόλεων εἶναι τόσον μεγάλες, ὥστε δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὶς βαστάσῃ πλέον ἡ μακροθυμία μου.
21 καταβὰς οὖν ὄψομαι, εἰ κατὰ τὴν κραυγὴν αὐτῶν τὴν ἐρχομένην πρός με συντελοῦνται, εἰ δὲ μή, ἵνα γνῶ. 21 Θα καταβώ, λοιπόν, εκεί, δια να ίδω, εάν πράγματι αι αμαρτίαι των είναι όπως αι κραυγαί που ανέρχονται προς εμέ η όχι. Οπωσδήποτε θέλω να μάθω”! 21 Πρέπει λοιπὸν νὰ κατέβω ἐκεῖ διὰ νὰ ἴδω, ἐὰν οἰ ἁμαρτίες των γίνωνται πράγματι, ὅπως ἀκριβῶς ἀνεβαίνουν πρὸς ἐμὲ οἱ θρηνητικὲς κραυγὲς τῶν ἀδικουμένων ἢ ὄχι. Θέλω νὰ πληροφορηθῶ, νὰ μάθω ἐξ ἰδίας ἀντιλήψεως, ἐάν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ πράττουν τόσες παρανομίες».
22 καὶ ἀποστρέψαντες ἐκεῖθεν οἱ ἄνδρες ἦλθον εἰς Σόδομα. ῾Αβραὰμ δὲ ἔτι ἦν ἑστηκὼς ἐναντίον Κυρίου. 22 Δυο δε από τους ξένους αυτούς άνδρας ανεχώρησαν από εκεί και ήλθαν εις τα Σοδομα. Ο Αβραάμ ήτο όρθιος εκεί πλησίον του Κυρίου. 22 Καὶ οἰ δυὸ ἀπὸ τοὺς τρεῖς φιλοξενουμένους τοῦ Ἀβραὰμ ἐπροχώρησαν πρὸς τὰ Σόδομα καὶ ἔφθασαν ἐκεῖ. Ὁ Ἀβραὰμ δὲ συνέχιζε νὰ στέκεται ὄρθιος ἐμπρὸς εἰς τὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος ἔμεινε μαζὶ μὲ τὸν εὐσεβῆ δοῦλον του.
23 καὶ ἐγγίσας ῾Αβραὰμ εἶπε· μὴ συναπολέσῃς δίκαιον μετὰ ἀσεβοῦς καὶ ἔσται ὁ δίκαιος ὡς ὁ ἀσεβής; 23 Επλησίασε τον Κυριον και του είπε· “θα κατάστρεψης τάχα τον δίκαιον μαζή με τον ασεβή και θα είναι ο δίκαιος εις την αυτήν θέσιν, όπως και ο ασεβής; 23 Καὶ ὁ Ἀβραάμ, ἀφοῦ ἐπλησίασε τὸν Κύριον, εἶπε: «Εἶναι δυνατὸν νὰ καταστρέψῃς τὸν δίκαιον μαζὶ μὲ τὸν ἀσεβῆ καὶ θὰ εἶναι λοιπὸν ὁ δίκαιος εἰς τὴν ἰδίαν μοῖραν μὲ τὸν ἀσεβῆ;
24 ἐὰν ὦσι πεντήκοντα δίκαιοι ἐν τῇ πόλει, ἀπολεῖς αὐτούς; οὐκ ἀνήσεις πάντα τὸν τόπον ἕνεκεν τῶν πεντήκοντα δικαίων, ἐὰν ὦσιν ἐν αὐτῇ; 24 Εάν ευρίσκωνται πενήντα δίκαιοι εις την πόλιν αυτήν, θα καταστρέψης και αυτούς μαζή με τους πονηρούς; Δεν θα αφήσης άθικτον όλην την πόλιν ένεκα των πεντήκοντα αυτών δικαίων, οι οποίοι θα ευρίσκωνται εις αυτήν; 24 Ἐὰν εὑρίσκωνται εἰς τὴν πόλιν αὐτὴν πενήντα δίκαιοι, θὰ τοὺς καταστρέψῃς μαζὶ μὲ τοὺς ἀσεβεῖς; Δὲν θὰ ἀφήσῃς ἀτιμώρητον ὅλην τὴν πόλιν ἕνεκα τῶν πενήντα δικαίων, ἐὰν αὐτοὶ ζοῦν εἰς τὴν πόλιν αὐτήν;
25 μηδαμῶς σὺ ποιήσεις ὡς τὸ ρῆμα τοῦτο, τοῦ ἀποκτεῖναι δίκαιον μετὰ ἀσεβοῦς, καὶ ἔσται ὁ δίκαιος ὡς ὁ ἀσεβής. μηδαμῶς· ὁ κρίνων πᾶσαν τὴν γῆν, οὐ ποιήσεις κρίσιν; 25 Ποτέ συ ο δίκαιος Θεός δεν θα κάμης κάτι τέτοιο, να φονεύσης δηλαδή τον δίκαιον μαζή με τον ασεβή, ώστε να έχη ο δίκαιος την αυτήν τύχην με τον ασεβή. Ποτέ δεν θα κάμης κάτι τέτοιο. Λοιπόν, συ ο δίκαιος κριτής όλης της οικουμένης δεν θα κάμης και εις την περίστασιν αυτήν δικαίαν κρίσιν;” 25 Οὐδέποτε σὺ ὁ Θεὸς θὰ κάμῃς κάτι τέτοιο· ποτὲ δηλαδὴ δὲν θὰ φονεύσῃς τὸν δίκαιον μαζὶ μὲ τὸν ἀσεβῆ· εἶναι ἀδύνατον σὺ ὁ δίκαιος νὰ ἐξισώσῃς δίκαιον καὶ ἀσεβῆ καὶ νὰ συμπεριφερθῇς πρὸς αὐτοὺς μὲ τὸν ἴδιον τρόπον· οὐδέποτε θὰ κάμῃς κάτι τέτοιο. Σύ, ὁ ὁποῖος εἶσαι ὁ δίκαιος κριτὴς ὅλου τοο κόσμου, δὲν θὰ ἐφαρμόσῆς καὶ ἐδῶ δικαιοσύνην;»
26 εἶπε δὲ Κύριος· ἐὰν ὦσιν ἐν Σοδόμοις πεντήκοντα δίκαιοι ἐν τῇ πόλει, ἀφήσω ὅλην τὴν πόλιν καὶ πάντα τὸν τόπον δι᾿ αὐτούς. 26 Απήντησεν ο Κυριος· “εάν υπάρχουν εις την πόλιν των Σοδόμων πενήντα δίκαιοι, εγώ χάριν αυτών θα αφήσω άθικτον όλην την πόλιν και την περιοχήν αυτής”. 26 Ὁ φιλάνθρωπος Κύριος ἐσυμφώνησε μὲ τὴν παράκλησιν τοῦ Πατριάρχου καὶ τοῦ ἀπάντησε· «δέχομαι τὴν ἱκεσίαν σου· ἐὰν εὑρίσκωνται εἰς τὰ Σόδομα πενήντα δίκαιοι, δὲν θὰ καταστρέψω ὁλόκληρον τὴν πόλιν καὶ ὅλον τὸν τόπον ἐκεῖνον πρὸς χάριν αὐτῶν τῶν ὀλίγων δικαίων».
27 καὶ ἀποκριθεὶς ῾Αβραὰμ εἶπε· νῦν ἠρξάμην λαλῆσαι πρὸς τὸν Κύριόν μου, ἐγὼ δέ εἰμι γῆ καὶ σποδός· 27 Λαβών τον λόγον και πάλιν ο Αβραάμ είπε· “έχω ήδη αρχίσει να ομιλώ προς τον Κυριον, αν και εγώ είμαι χώμα και στάκτη. Επίτρεψέ μου να ερωτήσω και πάλιν. 27 Ὁ Ἀβραάμ, ἀφοῦ ἐπῆρε θάρρος καὶ ἐγνώρισε τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ, ὑπέβαλε μὲ ταπείνωσιν καὶ συστολὴν δευτέραν παράκλησιν καὶ εἶπε: «Τώρα ἄρχισα νὰ ὁμιλῶ πρὸς τὸν Κύριόν μου· τολμῶ δὲ νὰ ὁμιλῶ, ἂν καὶ εἶμαι ἐμπρός σου ὡσὰν τὸ χῶμα, ποὺ πατοῦμεν· ὡσὰν τὴν στάχτην, ποὺ τὴν πετοῦν οἱ ἄνθρωποι ὡς ἄχρηστον πρᾶγμα.
28 ἐὰν δὲ ἐλαττονωθῶσιν οἱ πεντήκοντα δίκαιοι εἰς τεσσαρακονταπέντε, ἀπολεῖς ἕνεκεν τῶν πέντε πᾶσαν τὴν πόλιν; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω, ἐὰν εὕρω ἐκεῖ τεσσσαρακονταπέντε. 28 Εάν ελαττωθούν οι πενήντα δίκαιοι εις σαράντα πέντε, ένεκα των πέντε δικαίων που θα λείπουν, θα καταστρέψης την πόλιν;” Και είπεν ο Θεός· “δεν θα την καταστρέψω, εάν εύρω εκεί σαράντα πέντε δικαίους”. 28 Ἐὰν ὀλιγοστεύσουν οἱ πενήντα δίκαιοι κατὰ πέντε καὶ εὑρεθοῦν εἰς τὴν πόλιν τῶν Σοδόμων σαράντα πέντε δίκαιοι, θὰ καταστρέψῃς ὁλόκληρον τὴν πόλιν ἕνεκα τῆς ἐλλείψεως αὐτῶν τῶν πέντε δικαίων;» Καὶ ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς ἀπάντησεν εἰς τὸν Ἀβραάμ· «ὄχι· δὲν θὰ καταστρέψω τὴν πόλιν, ἐὰν εὕρω εἰς αὐτὴν σαράντα πέντε δικαίους».
29 καὶ προσέθηκεν ἔτι λαλῆσαι πρὸς αὐτόν, καὶ εἶπεν· ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ τεσσαράκοντα; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω ἕνεκεν τῶν τεσσαράκοντα. 29 Ετόλμησεν ο Αβραάμ να ομιλήση ακόμη προς τον Θεόν και είπε· “εάν ευρεθούν εκεί σαράντα διικαιοι, θα καταστρέψης την πόλιν;” Απήντησεν ο Θεός· “δεν θα την καταστρέψω ένεκα των τεσισαράκοντα δικαίων”. 29 Ὁ δίκαιος Πατριάρχης ἐτόλμησε νὰ ὁμιλήσῃ πάλιν πρὸς τὸν Κύριον τοῦ οὐρανοῦ καὶ δειλά - δειλὰ εἶπεν· «ἐὰν δὲ εὐρεθοῦν ἐκεῖ εἰς τὰ Σόδομα σαράντα δίκαιοι, θὰ καταστρέψῃς τὴν πόλιν;» Καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἀπάντησε· «δὲν θὰ καταστρέψω τὴν πόλιν, ἐὰν εὕρω ἐκεῖ σαράντα δικαίους· πρὸς χάριν των δὲν θὰ τὴν τιμωρήσω».
30 καὶ εἶπε· μή τι κύριε, ἐὰν λαλήσω; ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ τριάκοντα; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω ἕνεκεν τῶν τριάκοντα. 30 Είπεν ακόμη ο Αβραάμ· “μήπως, Κυριε, θα οργισθής, εάν και πάλιν ομιλήσω; Εάν ευρεθούν εκεί τριάκοντα δίκαιοι;” Και είπεν ο Θεός· “προς χάριν αυτών των τριάκοντα δεν θα καταστρέψω την πόλιν”. 30 Ὁ δίκαιος Ἀβραάμ, ὡσὰν νὰ ἔνοιωσε ἐντροπὴν διὰ τὴν πολλὴν μακροθυμίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπειδὴ ἐφοβήθη μήπως δώσῃ τὴν ἐντύπωσιν, ὅτι ἀσεβεῖ καὶ παρακαλεῖ περισσότερον ἀπὸ ὅ,τι πρέπει, εἶπε: «Μήπως θυμώσῃς, Κύριε, ἐὰν ὁμιλήσω καὶ πάλιν; Ἐὰν εὐρεθοῦν ἔτσι τριάντα δίκαιοι;» Καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἀπάντησεν· «ὅχι· δὲν θὰ καταστρέψω τὴν πόλιν, ἐὰν εὐρεθοῦν ἐκεῖ τριάντα· πρὸς χάριν τῶν τριάντα δικαίων δὲν θὰ τὴν ἐξολοθρεύσω».
31 καὶ εἶπεν· ἐπειδὴ ἔχω λαλῆσαι πρὸς τὸν κύριον· ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ εἴκοσι; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω, ἐὰν εὕρω ἐκεῖ εἴκοσι. 31 Είπε πάλιν ο Αβραάμ· “Ας με συγχωρήσα ο Κυριος επειδή έχω ακόμη κάτι να ερωτήσω αυτόν. Εάν ευρεθούν εκεί είκοσι;” Και είπεν ο Θεός· “Και είκοσι εάν εύρω εκεί, δεν θα καταστρέψω την πόλιν”. 31 Ἀλλ’ ὁ Ἀβραάμ, παρακινούμενος ἀπὸ μεγάλην φιλοστοργίαν, συνέχισε τὴν παράκλησίν του μὲ ἐπιμόνην καὶ εἶπεν· «ἐπειδὴ ἔχω τὸ θάρρος νὰ ὁμιλησω καὶ πάλιν πρὸς τὸν Κύριόν μου, τολμῶ καὶ τὸν ἐρωτῶ· ἐὰν εὐρεθοῦν ἐκεῖ εἴκοσι δίκαιοι;» Καὶ ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς συγκαταβαίνων πρὸς τὴν ἐρώτησιν τοῦ ἐναρέτου δούλου του ἀπάντησεν· «ὄχι· δεν θὰ καταστρέψω τὴν πόλιν, ἐὰν εὕρω εἰς αὐτὴν εἴκοσι δικαίους· πρὸς χάριν των δὲν θὰ τὴν ἐξολοθρεύσω».
32 καὶ εἶπε· μήτι κύριε, ἐὰν λαλήσω ἔτι ἅπαξ· ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ δέκα; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω ἕνεκεν τῶν δέκα. 32 Είπε δε ο Αβραάμ· “Μηπως Κυριε, θα οργισθής εναντίον μου εάν υποβάλω μίαν ακόμη ερώτησιν; Εάν ευρεθούν εκεί δέκα;” Απήντησεν ο Θεός· “δεν θα καταστρέψω την πόλιν προς χάριν αυτών των δέκα”. 32 Ὁ δίκαιος Ἀβραάμ, βλέπων τὸν πλοῦτον τῆς θείας συγκαταβάσεως καὶ φιλανθρωπίας, εἶπε πάλιν: «Μήπως θυμώσῃς, Κύριε, ἐὰν ὁμιλήσω ἀκόμη μίαν φοράν; Μήπως κάμνω κάτι ἄξιον κατακρίσεως, ἐὰν ὁμιλήσω ἀκόμη μίαν φοράν; Καὶ ἐὰν εὑρεθοῦν ἐκεῖ δέκα δίκαιοι;» Καὶ ὁ μακρόθυμος Θεὸς τοῦ ἀπάντησεν· «ὄχι· δεν θὰ καταστρέφω τὴν πόλιν πρὸς χάριν αὐτῶν τῶν δέκα δικαίων».
33 ἀπῆλθε δὲ ὁ Κύριος, ὡς ἐπαύσατο λαλῶν τῷ ῾Αβραάμ, καὶ ῾Αβραὰμ ἀπέστρεψεν εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ. 33 Οταν δε έπαυσε πλέον να ομιλή ο Αβραάμ, ανεχώρησεν ο Θεός· και ο Αβραάμ επανήλθεν στον τόπον του. 33 Καὶ ὅταν ἔπαυσεν ὁ Κύριος νὰ συνομιλῇ με τὸν Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος ἐσιώπησε πλέον, ἀνεχώρησε. Καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἐπέστρεψεν εἰς τὸν τόπον, ὅπου εὑρίσκετο ἡ σκηνή του. Ἐκαθησεν ἥσυχος καὶ ἐπερίμενε νὰ ἴδῃ τί θὰ ἀπογίνῃ.