Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΤΕΚΝΟΝ, τὴν ζωὴν τοῦ πτωχοῦ μὴ ἀποστερήσῃς καὶ μὴ παρελκύσῃς ὀφθαλμοὺς ἐπιδεεῖς. | 1 Παιδί μου, μη στερήσης τον πτωχόν από όσα του χρειάζονται δια την ζωήν του και μη αναβάλης την βοήθειάν σου εις μάτια, τα οποία σε κυττάζουν ικετευτικώς. | 1 Παιδί μου, μὴ ἀποστερήσῃς τὸν πτωχὸν ἀπὸ τὰ ἀναγκαῖα διὰ τὴν συντήρησιν τῆς ζωῆς του καὶ μὴ ἀποφύγῃς νὰ κυττάξῃς μάτια ἐστραμμένα εἰς σὲ ἱκετευτικῦς καὶ λόγῳ ἀνάγκης. |
2 ψυχὴν πεινῶσαν μὴ λυπήσῃς καὶ μὴ παροργίσῃς ἄνδρα ἐν ἀπορίᾳ αὐτοῦ. | 2 Ανθρωπον, που πεινά, μη τον λυπήσης. Μη εξοργίζης άνθρωπον, ο οποίος ευρίσκεται εις ανάγκην. | 2 Ἄνθρωπον ποὺ πεινᾷ, μὴ τὸν λυπήσῃς μὲ τὴν σφικτοχεριά σου, καὶ μὴ προκαλέσῃς τὴν ὀργὴν καὶ ἀγανάκτησιν ἀνθρώπου, ποὺ εὑρίσκεται εἰς ἀνέχειαν καὶ οἰκονομικὴν στενοχώριαν. |
3 καρδίαν παρωργισμένην μὴ προσταράξῃς καὶ μὴ παρελκύσῃς δόσιν προσδεομένου. | 3 Μη ταράξης περισσότερον καρδίαν, την οποίαν έχει αναστατώσει η οργή, και μη αναβάλης την βοήθειάν σου εις άνθρωπον, που έχει την ανάγκην σου. | 3 Μὴ προσθέσῃς ταραχὴν καὶ στενοχώριαν εἰς καρδίαν, ποὺ εἶναι στενοχωρημένη καὶ ἀγανακτισμένη λόγῳ πτωχείας, καὶ μὴ ἀναβάλῃς τὴν βοήθειαν καὶ τὸ δόσιμόν σου εἰς ἄνθρωπον, ποὺ ἔχει ἀνάγκην καὶ σοῦ ζητεῖ. |
4 ἱκέτην θλιβόμενον μὴ ἀπαναίνου καὶ μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ πτωχοῦ. | 4 Μη απωθής άνθρωπον, που θλίβεται και ο οποίος σε παρακαλεί. Και μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου από πτωχόν άνθρωπον. | 4 Μὴ δεικνύεσαι ἀκατάδεκτος καὶ μὴ ἀποφεύγῃς ἐκεῖνον, ποὺ σὲ παρακαλεῖ ἐπάνω εἰς τὴν ἀνάγκην καὶ θλῖψιν του· καὶ μὴ γυρίσῃς ἀλλοῦ τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τὸν πτωχόν, ἀποφεύγων νὰ τὸν συνδράμῃς. |
5 ἀπὸ δεομένου μὴ ἀποστρέψῃς ὀφθαλμὸν καὶ μὴ δῷς τόπον ἀνθρώπῳ καταράσασθαί σε· | 5 Μη απρστρέψης τα μάτια σου από άνθρωπον, που ευρίσκεται εις ανάγκην, και μη δίδης εις κανένα αφορμήν, να σε καταρασθή· | 5 Ἀπὸ ἐκεῖνον, ποὺ σὲ παρακαλεῖ νὰ τὸν συνδράμῃς, μὴ στρέψῃς ἀλλοῦ τὰ μάτια σου καὶ μὴ δώσῃς εἰς κανένα ἄνθρωπον ἀφορμὴν μὲ τὴν ἀδιαφορίαν καὶ ἀσπλαγχνίαν σου νὰ σὲ καταρασθῇ. |
6 καταρωμένου γάρ σε ἐν πικρίᾳ ψυχῆς αὐτοῦ, τῆς δεήσεως αὐτοῦ ἐπακούσεται ὁ ποιήσας αὐτόν. | 6 διότι, όταν αυτός υπό το κράτος της ψυχικής του στενοχωρίας σε καταρασθή, ο Κυριος, ο οποίος τον έπλασε, θα ακούση την δέησίν του. | 6 Ἀπόφευγε δὲ πάντοτε τὴν κατάραν αὐτήν, διότι, ὅταν κανεὶς σὲ καταρᾶται ἐπάνω εἰς τὴν πικρίαν καὶ στενοχώριαν τῆς ψυχῆς του, Αὐτὸς ποὺ τὸν ἐδημιούργησε, θὰ ἐπακούσῃ τὸν στεναγμὸν καὶ τὴν παράκλησίν του. |
7 προσφιλῇ συναγωγῇ σεαυτὸν ποίει καὶ μεγιστᾶνι ταπείνου τὴν κεφαλήν σου. | 7 Καμε τον εαυτόν σου αγαπητόν εις την κοινωνίαν των ανθρώπων. Και σκύψε ταπεινοφρόνως το κεφάλι σου εμπρός στους άρχοντας. | 7 Κάμε τὸν ἑαυτόν σου διὰ τῆς ταπεινῆς καὶ γλυκείας συμπεριφορᾶς ἀγαπητὸν καὶ ἐπιθυμητὸν εἰς πᾶσαν δημοσίαν σύναξιν καὶ κύπτε ταπεινῶς τὴν κεφαλήν σου ἐνώπιον ἄρχοντος καὶ μεγιστᾶνος. |
8 κλῖνον πτωχῷ τὸ οὖς σου καὶ ἀποκρίθητι αὐτῷ εἰρηνικὰ ἐν πραΰτητι. | 8 Σκύψε και άκουσε τον πτωχόν και να αποκριθής προς αυτόν με ειρήνην και πραότητα. | 8 Χαμήλωσε τὸ αὐτί σου καταδεκτικὰ εἰς τὸν πτωχὸν καὶ ἀποκρίθητι εἰς αὐτὸν φιλικῶς μὲ πρᾶον καὶ γλυκὺν τρόπον. |
9 ἐξελοῦ ἀδικούμενον ἐκ χειρὸς ἀδικοῦντος καὶ μὴ ὀλιγοψυχήσῃς ἐν τῷ κρίνειν σε. | 9 Βγάλε από τα χέρια αδικούντος τον αδικούμενον και μη δειλιάσης, όταν αίσαι δικαστής, να αποδώσης το δίκαιον. | 9 Ἐλευθέρωνε κάθε ἀδικούμενον ἀπὸ τὰ χέρια ἐκείνου, ὁ ὁποῖος τὸν ἀδικεῖ, καὶ μὴ δειλιάσῃς, ὅταν ὡς δικαστὴς κρίνῃς καὶ πρόκειται νὰ τοῦ ἀποδώσῃς τὸ δίκαιον. |
10 γίνου ὀρφανοῖς ὡς πατὴρ καὶ ἀντὶ ἀνδρὸς τῇ μητρὶ αὐτῶν· καὶ ἔσῃ ὡς υἱὸς ῾Υψίστου, καὶ ἀγαπήσει σε μᾶλλον ἢ μήτηρ σου. | 10 Γινε ωσάν πατέρας εις τα ορφανά και ωσάν σύζυγος εις την χήραν μητέρα των. Ετσι δε θα γίνης και θα είσαι υιός του Υψίστου, ο οποίος θα σε αγαπήση πολύ περισσότερον, από όσον σε ηγάπησεν η μητέρα σου. | 10 Γίνε σὰν πατέρας εἰς τὰ ὀρφανὰ καὶ σὰν προστάτης σύζυγος εἰς τὴν μητέρα των. Καὶ θὰ εἶσαι τότε σὰν παιδὶ τοῦ Ὑψίστου· θὰ σὲ ἀγαπήσῃ δὲ αὐτὸς περισσότερον ἀπὸ τὴν μητέρα σου. |
11 ῾Η σοφία υἱοὺς αὐτῆς ἀνύψωσε καὶ ἐπιλαμβάνεται τῶν ζητούντων αὐτήν. | 11 Η σοφία αναδεικνύει και δοξάζει τα παιδιά της και φροντίζει δι' εκείνους, οι οποίοι ζητούν να την αποκτήσουν. | 11 Ἡ Σοφία ἀνυψώνει ἔνδοξα καὶ εὐτυχῆ τὰ τέκνα της καὶ κρατεῖ δυνατὰ ὡς προστατευτικὴ ὁδηγὸς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι μετὰ πόθου τὴν ζητοῦν. |
12 ὁ ἀγαπῶν αὐτὴν ἀγαπᾷ ζωήν, καὶ οἱ ὀρθρίζοντες πρὸς αὐτὴν ἐμπλησθήσονται εὐφροσύνης. | 12 Εκείνος που αγαπά την σοφίαν, αγαπά εις την πραγματικότητα την ειρηνικήν ζωήν του. Και όσοι εξυπνούν πρωϊ πρωϊ προς χάριν αυτής, θα γεμίσουν από χαράν. | 12 Ὅποιος ἀγαπᾷ αὐτήν, ἀγαπᾷ τὴν πραγματικὴν καὶ εὐτυχισμένην ζωήν, καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ πολὺ πρωῒ καὶ ἐνωρὶς σηκώνονται ἀναζητοῦντες αὐτήν, θά χορτάσουν καὶ θὰ γεμίσουν χαρὰν καὶ εὐφροσύνην. |
13 ὁ κρατῶν αὐτῆς κληρονομήσει δόξαν, καὶ οὗ εἰσπορεύεται, εὐλογήσει Κύριος. | 13 Εκείνος που κατέχει την σοφίαν και ζη σύμφωνα με τας εντολάς της, θα αποκτήση δόξαν. Ο δε Κυριος θα ευλογή πάντοτε την οικίαν, εις την οποίαν αυτή θα εισέρχεται. | 13 Ἐκεῖνος ποὺ τὴν κρατεῖ σφιγκτά, θὰ κληρονομήσῃ δόξαν, καὶ ὅπου ἐμβαίνει καὶ εἰσχωρεῖ ἡ Σοφία, θὰ δώσῃ εὐλογίας ὁ Κύριος. |
14 οἱ λατρεύοντες αὐτῇ λειτουργήσουσιν ἁγίῳ, καὶ τοὺς ἀγαπῶντας αὐτὴν ἀγαπᾷ ὁ Κύριος. | 14 Οσοι υπηρετούν την σοφίαν, προσφέρουν λατρείαν στον άγιον Θεόν. Εκείνοι δε οι οποίοι την αγαπούν, θα αγαπηθούν από τον Κυριον. | 14 Ὅσοι ὑπηρετοῦν καὶ λατρεύουν τὴν ἀληθῆ Σοφίαν, ὑπηρετοῦν καὶ γίνονται λειτουργοῖ τοῦ Ἑνὸς καὶ μόνου Ἁγίου· ἐκείνους δέ, οἱ ὁποῖοι ἀγαποῦν τὴν Σοφίαν, ἀγαπᾷ ὁ Κύριος. |
15 ὁ ὑπακούων αὐτῆς κρινεῖ ἔθνη, καὶ ὁ προσέχων αὐτῇ κατασκηνώσει πεποιθώς. | 15 Εκείνος που υπακούει εις τας εντολάς της σοφίας, θα αναδειχθή άρχων λαών. Και όποιος προσέχει εις αυτήν, θα κατοική εις την οικίαν του ασφαλής. | 15 Ὅποιος ὑπακούει εἰς τὰ παραγγέλματα τῆς σοφίας, θὰ ἀξιωθῇ νὰ γίνῃ Κριτὴς καὶ δικαστὴς ἐθνῶν, καὶ αὐτός, ποὺ προσέχει εἰς αὐτὴν καὶ παραμένει πλησίον της, θὰ κατοικῇ ἐν τῇ σκηνῇ του ἀσφαλῶς καὶ χωρὶς φόβον τινά. |
16 ἐὰν ἐμπιστεύσῃ, κατακληρονομήσει αὐτήν, καὶ ἐν κατασχέσει ἔσονται αἱ γενεαὶ αὐτοῦ· | 16 Εάν εμπιστευθή κανείς τον εαυτόν του εις την σοφίαν, θα γίνη κληρονόμος και κάτοχός της και οι απόγονοί του θα είναι μέτοχοι εις αυτήν. | 16 Αὐτὸς ποὺ θὰ ἐμπιστευθῇ τὸν ἑαυτόν του εἰς αὐτήν, θὰ κληρονομήσῃ ἐξ ὁλοκλήρου ταύτην, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀπόγονοι αὐτοῦ θὰ εἶναι ἐν κατοχῇ ταύτης, κληρονομοῦντες καὶ αὐτοὶ τὰ ἀγαθά της. |
17 ὅτι διεστραμμένως πορεύεται μετ᾿ αὐτοῦ ἐν πρώτοις, φόβον δὲ καὶ δειλίαν ἐπάξει ἐπ᾿ αὐτὸν καὶ βασανίσει αὐτὸν ἐν παιδείᾳ αὐτῆς, ἕως οὗ ἐμπιστεύσῃ τῇ ψυχῇ αὐτοῦ, καὶ πειράσῃ αὐτὸν ἐν τοῖς δικαιώμασιν αὐτῆς. | 17 Η σοφία κατ' αρχάς βαδίζει μαζή με τον κάτοχον αυτής δια μέσου πολλών δυσκολιών και δι' οδών στενωπών. Θα του φέρη κάποιον φοβον και δειλίαν και με την διαπαιδαγώγησίν της θα τον ταλαιπωρή, | 17 Δὲν εἶναι δὲ εὔκολον νὰ ἐμπιστευθῇ κάποιος τὸν ἑαυτόν του εἰς τὴν Σοφίαν. Διότι κατ' ἀρχὰς βαδίζει μετὰ τοῦ ἀκολουθοῦντος αὐτὴν ἀνωμάλως καὶ σὰν εἰς δρόμον γεμᾶτον ἀπὸ στροφάς· φόβον δὲ καὶ δειλίαν θὰ προκαλέσῃ εἰς αὐτὸν καὶ διὰ τῆς παιδαγωγίας της θὰ τὸν βασανίσῃ, ἕως ὅτου ἐμπνεύσῃ ἐμπιστοσύνην εἰς τὴν ψυχήν του καὶ δοκιμάσῃ αὐτὸν διὰ τῶν ἐντολῶν της καὶ τῶν ἀξιώσεών της, δείξῃ δὲ οὗτος ἐπάνω εἰς τὰ πράγματα ὅτι θὰ ὑπακούῃ πάντοτε εἰς αὐτήν. |
18 καὶ πάλιν ἐπανήξει κατ᾿ εὐθεῖαν πρὸς αὐτὸν καὶ εὐφρανεῖ αὐτὸν καὶ ἀποκαλύψει αὐτῷ τὰ κρυπτὰ αὐτῆς. | 18 Θα επανέλθη όμως κατόπιν προς αυτόν κατ' ευθείαν και χωρίς περιστροφάά· θα του χαρίση ευφροσύνην και θα αποκαλύψη εις αυτόν τα μυστικά της. | 18 Καὶ μετὰ τὴν παιδαγωγικὴν ταύτην δοκιμασίαν πάλιν θὰ ἐπανέλθῃ κατ’ εὐθεῖαν καὶ ἄνευ περιστροφῶν εἰς αὐτὸν καὶ θὰ τὸν χαροποιήσῃ καὶ θὰ τοῦ ἀποκαλύψῃ τὰ μυστικά της. |
19 ἐὰν ἀποπλανηθῇ, ἐγκαταλείψει αὐτὸν καὶ παραδώσει αὐτὸν εἰς χεῖρας πτώσεως αὐτοῦ. | 19 Εάν όμως ο άνθρωπος την εγκαταλείψη και εκουσίως παραπλανηθή, αυτή επίσης θα τον εγκαταλείψη και θα τον παραδώση αβοήθητον εις την καταστροφήν. | 19 Ἐὰν ὅμως ἀποπλανηθῇ καὶ δὲν ἀποδειχθῇ κατὰ τὴν δοκιμασίαν ταύτην ἄξιος τῆς Σοφίας, θὰ τὸν ἐγκαταλείψῃ αὕτη καὶ θὰ τὸν παραδώσῃ εἰς τὴν διάκρισιν τῆς πτώσεώς του. |
20 Συντήρησον καιρὸν καὶ φύλαξαι ἀπὸ πονηροῦ καὶ περὶ τῆς ψυχῆς σου μὴ αἰσχυνθῇς· | 20 Να προσέχης και να εκτιμάς τας εκάστοτε περιστάσεις· φύλαξε την ψυχήν σου από το πονηρόν και εις ζητήματα, τα οποία αφορούν την πρόοδον και σωτηρίαν της ψυχής σου, μη εντροπής κανένα. | 20 Πρόσεχε τὰς ἑκάστοτε περιστάσεις καὶ εὐκαιρίας καὶ προφυλάξῃς ἀπὸ τὸ κακὸν καὶ πονηρόν. Καὶ μὴ ἐντραπῇς προκειμένου περὶ τῆς ψυχῆς σου νὰ πράττῃς τὸ πρέπον. |
21 ἔστι γὰρ αἰσχύνη ἐπάγουσα ἁμαρτίαν, καὶ ἔστιν αἰσχύνη δόξα καὶ χάρις. | 21 Διότι υπάρχει εντροπή, η οποία οδηγεί εις την αμαρτίαν. Υπάρχει δε και εντροπή, η οποία είναι δόξα και χάρις. | 21 Σοῦ λέγω διὰ τὴν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς σου να ἀποβάλῃς τὴν ἐντροπήν, διότι ὑπάρχει ἐντροπή, ποὺ φέρει ἁμαρτίαν, καὶ ὑπάρχει ἐντροπή, ποὺ εἶναι δόξα καὶ χάρις. |
22 μὴ λάβῃς πρόσωπον κατὰ τῆς ψυχῆς σου καὶ μὴ ἐντραπῇς εἰς πτῶσίν σου. | 22 Μη, δια λόγους συστολής προς κάποιο πρόσωπον ξένον προς την αλήθειαν του Θεού, αμαρτήσης εναντίον της ψυχής σου και μη λόγω της κακώς νοουμένης εντροπής προς άνθρωπον, πέσης εις κάποιο παράπτωμα. | 22 Μὴ ὑπολογίσῃς κανὲν πρόσωπον εἰς βάρος τῆς ψυχῆς καὶ τῆς συνειδήσεώς σου καὶ μὴ ἐντραπῇς κανένα, ὥστε ἐξ ἐντροπῆς πρὸς αὐτὸν νὰ παρασυρθῇς εἰς πτῶσιν καὶ ἁμαρτίαν. |
23 μὴ κωλύσῃς λόγον ἐν καιρῷ σωτηρίας· | 23 Μη, δια λόγους πάλιν συστολής κρατής τον λόγον του Θεού εις περίστασιν, κατά την οποίαν αυτός λεγόμενος θα φέρη σωτηρίαν, εις όσους τον ακούσουν. | 23 Μὴ ἐμποδισθῇς ἕνεκα συστολῆς νὰ εἴπῃς εἰς κάθε παρουσιαζομένην κατάλληλον εὐκαιρίαν λόγον ὠφέλιμον καὶ σωτηριώδη. |
24 ἐν γὰρ λόγῳ γνωσθήσεται σοφία καὶ παιδεία ἐν ρήματι γλώσσης. | 24 Διότι με τον λόγον τον συνετόν γίνεται γνωστή η σοφία. Και με γλώσσαν, η οποία ομιλεί λόγους Θεού, προσφέρεται η μόρφωσις. | 24 Μὴ σιωπᾷς τότε, διότι ἡ Σοφία καὶ ὁ φωτισμὸς αὐτῆς καθίστανται γνωστὰ διὰ τοῦ λόγου, καὶ ἡ παιδαγωγοῦσα μόρφωσις δι’ ὅσων λέγει ἡ γλῶσσα μεταδίδεται. |
25 μὴ ἀντίλεγε τῇ ἀληθείᾳ καὶ περὶ τῆς ἀπαιδευσίας σου ἐντράπηθι. | 25 Μη, δια λόγους προσωπικής προκαταλήψεως αντιλέγης προς την αλήθειαν· δια την άγνοιάν σου και την έλλειψιν μορφώσεως πρέπει να εντρέπεσαι. | 25 Ποτὲ μὴ ἀντιλέγῃς εἰς τὴν ἀλήθειαν, ἀλλὰ νὰ ἐντραπῇς διὰ τὴν πλάνην, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἄγνοιαν καὶ ἀπαιδευσίαν σου. |
26 μὴ αἰσχυνθῇς ὁμολογῆσαι ἐφ᾿ ἁμαρτίαις σου καὶ μὴ βιάζου ροῦν ποταμοῦ. | 26 Μη εντραπής να υμολογήσης τα σφάλματά σου και μη αντιτίθεσαι εις την φυσικήν ροήν των πραγμάτων. | 26 Μὴ ἐντραπῇς νὰ ὁμολογήσῃς τὰς ἁμαρτίας σου καὶ μὴ ἐξαναγκάζῃς νὰ στραφῇ εἰς τὰ ὀπίσω τὸ ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ. Μὴ προσπαθῇς δηλαδὴ ἐξ ἐντροπῆς νὰ δικαιολογῇς τὰ ἐσφαλμένα καὶ νὰ ἐκβιάζῃς τὸν φυσικὸν ροῦν τῶν συνεπειῶν των, πολλαὶ τῶν ὁποίων εἶναι δυνατὸν νὰ προληφθοῦν, ἐὰν ὁμολογήσῃς τὸ σφάλμα σου καὶ εὐθὺς ἐπιμεληθῇς τὴν διόρθωσίν του. |
27 καὶ μὴ ὑποστρώσῃς σεαυτὸν ἀνθρώπῳ μωρῷ καὶ μὴ λάβῃς πρόσωπον δυνάστου. | 27 Μη, δια λόγους εντροπής, υποταχθής και πέσης πρηνής εις άνθρωπον άμυαλον και ασεβή και μη επηρεασθής ποτέ από πρόσωπα, που κατέχουν αξιώματα, ώστε να παρεκκλίνης από την αλήθειαν. | 27 Μὴ ὑποταχθῇς καὶ βάλῃς τὸν ἑαυτόν σου στρῶμα ὑποκάτω ἀπὸ μωρὸν καὶ ἀνόητον ἄνθρωπον, καὶ μὴ ἐπηρεασθῇς ἀπὸ πρόσωπον ἰσχυροῦ ἄρχοντος. |
28 ἕως τοῦ θανάτου ἀγώνισαι περὶ τῆς ἀληθείας, καὶ Κύριος ὁ Θεὸς πολεμήσει ὑπὲρ σοῦ. | 28 Μέχρι της τελευταίας σου αναπνοής να αγωνίζεσαι δια την αλήθειαν και ο Κυριος θα πολεμήση μετά σου και υπέρ σου. | 28 Ἀγωνίσου διὰ τὴν ἀλήθειαν μέχρι θανάτου, καὶ Κύριος ὁ Θεὸς θὰ πολεμήσῃ μαζί σου. |
29 μὴ γίνου ταχὺς ἐν γλώσσῃ σου καὶ νωθρὸς καὶ παρειμένος ἐν τοῖς ἔργοις σου. | 29 Μη γίνεσαι ταχύς εις λόγους, εις υποσχέσεις και σχέδια ωραία, αμελής δε και αργοκίνητος εις έργα καλά. | 29 Μὴ εἶσαι εἰς τὴν γλῶσσαν σου ταχύς, αὐθάδης καὶ ἀλαζών, καὶ μὴ γίνεσαι εἰς τὰ ἔργα σου ἀργοκίνητος καὶ σὰν παράλυτος. |
30 μὴ ἴσθι ὡς λέων ἐν τῷ οἴκῳ σου καὶ φαντασιοκοπῶν ἐν τοῖς οἰκέταις σου. | 30 Μη γίνεσαι σαν ληοντάρι μέσα στο σπίτι σου, φαντασιοκοπών και καυχώμενος ανάμεσα στους υπηρέτας σου. | 30 Μὴ εἶσαι πιεστικὸς σὰν λεοντάρι μέσα εἰς τὸ σπίτι σου, καταπτοῶν τὴν οἰκογένειάν σου, καὶ παράλογος μεταξὺ τῶν ὑπηρετῶν σου, ἀξίων ἀπὸ αὐτοὺς ὅ,τι ἡ μεγαλομανία σου καὶ φαντασιοπληξία σου ἐμπνέει. |
31 μὴ ἔστω ἡ χείρ σου ἐκτεταμένη εἰς τὸ λαβεῖν καὶ ἐν τῷ ἀποδιδόναι συνεσταλμένη. | 31 Ας μη είναι το χέρι σου απλωμένο, δια να λαμβάνη, σφικτό δε και απρόθυμον στο να δίδη. | 31 Ἂς μὴ εἶναι τεντωμένο καὶ ἀπλωμένο τὸ χέρι σου διὰ νὰ πάρῃς, καὶ συμμαζευμένο καὶ σφιγκτὸ προκειμένου νὰ δώσῃς. |