Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΡΙΤΗΣ σοφὸς παιδεύσει τὸν λαὸν αὐτοῦ, καὶ ἡγεμονία συνετοῦ τεταγμένη ἔσται. | 1 Σοφός άρχων παιδαγωγεί και μορφώνει τον λαόν του· η εξουσία δε και η κυβέρνησις του συνετού άρχοντος είναι ορθώς τακτοποιημένη. | 1 Ο σοφὸς καὶ συνετὸς ἄρχων θὰ διαπαιδαγωγήσῃ καλῶς τὸν λαόν του, ἡ δὲ διοίκησις καὶ διακυβέρνησις τοῦ συνετοῦ θὰ εἶναι τακτοποιημένη καὶ καλῶς ὠργανωμένη. |
2 κατὰ τὸν κριτὴν τοῦ λαοῦ αὐτοῦ οὕτως καὶ οἱ λειτουργοὶ αὐτοῦ, καὶ κατὰ τὸν ἡγούμενον τῆς πόλεως πάντες οἱ κατοικοῦντες αὐτήν. | 2 Οποίος τις είναι ο άρχων ενός λαού, τέτοιοι θα είναι και οι υπ' αυτόν αξιωματούχοι. Και οποίος είναι ο άρχων μιας πόλεως, τέτοιοι θα είναι και οι κάτοικοι αυτής. | 2 Ὁποῖος εἶναι ὁ ἄρχων καὶ κριτῆς ἐνὸς λαοῦ, τέτοιοι θὰ εἶναι καὶ οἱ ὑπάλληλοι καὶ ὑπουργοί του, καὶ ὁποῖος εἶναι ὁ κυβερνήτης καὶ διοικητὴς μιᾶς πόλεως, τοιοῦτοι θὰ εἶναι καὶ ὅλοι οἱ κάτοικοί της. |
3 βασιλεὺς ἀπαίδευτος ἀπολεῖ τὸν λαὸν αὐτοῦ, καὶ πόλις οἰκισθήσεται ἐν συνέσει δυναστῶν. | 3 Αμόρφωτος και ασύνετος βασιλεύς οδηγεί τον λαόν του εις την καταστροφήν· εξ αντιθέτου αποκτά πολλούς κατοίκους μία πόλις και ευημερεί χάρις εις την σύνεσιν των καλών αρχόντων. | 3 Ὁ ἀδιαπαιδαγώγητος καὶ ἀμόρφωτος βασιλεὺς θὰ ὁδηγήσῃ εἰς καταστροφὴν τὸν λαόν του· μία δὲ πόλις θὰ κατοικηθῇ ἀπὸ πολλοὺς καὶ θὰ ἀκμάσῃ εἰς πληθυσμόν, χάρις εἰς τὴν σύνεσιν τῶν ἀρχόντων της. |
4 ἐν χειρὶ Κυρίου ἐξουσία τῆς γῆς, καὶ τὸν χρήσιμον ἐγερεῖ εἰς καιρὸν ἐπ᾿ αὐτῆς. | 4 Από το χέρι του Κυρίου χορηγείται κάθε εξουσία επάνω εις την γην, τον δε χρήσιμον και καλόν άρχοντα επ' αυτής θα αναδείξη ο Κυριος στον κατάλληλον καιρόν. | 4 Εἰς τὰς χεῖρας τοῦ Θεοῦ εἶναι πᾶσα ἐπὶ τῆς γῆς ἐξουσία, καὶ ὁ Θεὸς θὰ ἀναδείξῃ εἰς τὸν κατάλληλον καιρὸν τὸν ὠφέλιμον ἄρχοντα. |
5 ἐν χειρὶ Κυρίου εὐοδία ἀνδρός, καὶ προσώπῳ γραμματέως ἐπιθήσει δόξαν αὐτοῦ. | 5 Εις το χέρι του παντοδυνάμου Κυρίου είναι η κατευόδωσις παντός ανθρώπου εις τα έργα του. Και στο πρόσωπον του δικαίου νομοθέτου θα αποθέση ο Θεός την δόξαν του. | 5 Ἡ εὐδοκίμησις καὶ πρόοδος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι εἰς τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, καὶ Αὐτὸς θὰ θέσῃ ἐπὶ τοῦ προσώπου τοῦ ἄρχοντος καὶ νομοθέτου τὴν δόξαν. |
6 ᾿Επὶ παντὶ ἀδικήματι μὴ μηνιάσῃς τῷ πλησίον καὶ μὴ πρᾶσσε μηδὲν ἐν ἔργοις ὕβρεως. | 6 Οιανδήποτε αδικίαν και αν σου κάμη ο πλησίον, μη μνησικακήσης εναντίον του και μη κάμης τίποτε επάνω εις την ορμήν του πάθους. | 6 Μὴ ὀργισθῇς καὶ μνησικακήσῃς κατὰ τοῦ πλησίον σου διὰ κάθε ἀδίκημα, ποὺ θὰ σοῦ κάμῃ, καὶ μὴ ἐνεργήσῃς τίποτε κατ’ αὐτοῦ μὲ ἔργα βίας ὑβριστικά. |
7 μισητὴ ἔναντι Κυρίου καὶ ἀνθρώπων ὑπερηφανία, καὶ ἐξ ἀμφοτέρων πλημμελήσει ἄδικα. | 7 Η υπερηφάνεια είναι μισητή ενώπιον Θεού και ανθρώπων και ενώπιον αμφοτέρων ο υπερήφανος θα διαπράξη πολλάς αδικίας. | 7 Δὲν ἐπιτρέπεται δὲ τοῦτο, διότι ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι μισητὴ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων, καὶ πρὸς τοὺς δύο, πρὸς τὸν Θεὸν δηλαδὴ καὶ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, θὰ διαπράξῃ ἀδικίαν. |
8 βασιλεία ἀπὸ ἔθνους εἰς ἔθνος μετάγεται διὰ ἀδικίας καὶ ὕβρεις καὶ χρήματα. | 8 Η βασιλεία περιέρχεται από το ένα έθνος στο άλλο εξ αιτίας των αδικιών, της υπερηφανείας και του αδίκου πλουτισμού. | 8 Ἡ βασιλεία φεύγει καὶ μεταβιβάζεται ἀπὸ τὸ ἐν ἔθνος εἰς ἄλλο ἔθνος, ἐξ αἰτίας τῶν ἀδικιῶν καὶ ἀλαζονικῶν καταπιέσεων καὶ τῆς διὰ δόλου καὶ ἁρπαγὼν κατακτήσεως χρημάτων. |
9 τί ὑπερηφανεύεται γῆ καὶ σποδός; ὅτι ἐν ζωῇ ἔρριψα τὰ ἐνδόσθια αὐτοῦ. | 9 Διατί υπερηφανεύεται ο άνθρωπος, που είναι χώμα και στάκτη; Διότι του υπερηφάνου ανθρώπου, καθ' ον χρόνον ακόμη εζούσε, εγώ έρριψα τα εντόσθιά του κάτω. | 9 Διατὶ ὑπερηφανεύεται ὁ ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι χῶμα καὶ στάχτη; Ματαίως ἐκδηλώνει ἀλαζονείαν καὶ παρουσιάζεται ἀγέρωχος. Διότι, καθ’ ὃν χρόνον εὐρίσκεται ἐν τῇ ζωῇ καὶ νομίζει ἑαυτὸν ἀκατάβλητον, ἐγὼ ἔρριψα τὴν ἀποσύνθεσιν εἰς τὰ ἐντόσθιά του. |
10 μακρὸν ἀρρώστημα σκώπτει ἰατρός· καὶ βασιλεὺς σήμερον, καὶ αὔριον τελευτήσει. | 10 Μακράν ασθένειαν, η οποία δεν φέρει τον θάνατον αλλά ούτε και θεραπεύεται, την εμπαίζει και ο ιατρός. Και ο ασθενών βασιλεύς σήμερον υπάρχει, αύριον δε αποθνήσκει. | 10 Τὴν μακροχρόνιον ἀσθένειαν εἰρωνεύεται ὁ ἰατρός, ἀστειευόμενος δι’ αὐτὴν μὲ τὸν ἀσθενῆ. Καὶ ὅμως ὁ βασιλεὺς σήμερον ζῇ καὶ αὔριον ἀποθνῄσκει, χωρὶς νὰ δύναται ὁ ἰατρὸς νὰ τοῦ παρατείνῃ τὴν ζωήν. |
11 ἐν γὰρ τῷ ἀποθανεῖν ἄνθρωπον κληρονομήσει ἑρπετὰ καὶ θηρία καὶ σκώληκας. | 11 Οταν δε αποθάνη ο άνθρωπος, θα τον κληρονομήσουν και θα τον παραλάβουν τα ερπετά και τα θηρία και τα σκουλήκια. | 11 Ὁ θάνατος ἐξουδετερώνει οἰονδήποτε μεγαλεῖον. Διότι, ὅταν ἀποθάνῃ ὁ ἄνθρωπος, θὰ τὸν κληρονομήσουν ἄταφον μὲν τὰ ἑρπετὰ καὶ τὰ θηρία, ἐντὸς δὲ τοῦ τάφου οἱ σκώληκες. |
12 ἀρχὴ ὑπερηφανίας ἀνθρώπου ἀφισταμένου ἀπὸ Κυρίου, καὶ ἀπὸ τοῦ ποιήσαντος αὐτὸν ἀπέστη ἡ καρδία αὐτοῦ. | 12 Η αρχή και πρώτη αιτία της απομακρύνσεως του ανθρώπου από τον Κυριον είναι η υπερηφάνεια. Η καρδία του υπερηφάνου έχει απομακρυνθή από τον δημιουργόν του. | 12 Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεόν, τότε ἀρχίζει νὰ ὑπερηφανεύεται, θεοποιῶν τὸν ἑαυτόν του, καὶ μετ’ ὀλίγον ἡ καρδία του ἀπομακρύνεται ὁλοτελῶς ἀπὸ Ἐκεῖνον, ὁ Ὁποῖος τὸν ἐδημιούργησε. |
13 ὅτι ἀρχὴ ὑπερηφανίας ἁμαρτία, καὶ ὁ κρατῶν αὐτῆς ἐξομβρήσει βδέλυγμα· διὰ τοῦτο παρεδόξασε Κύριος τὰς ἐπαγωγὰς καὶ κατέστρεψεν εἰς τέλος αὐτούς. | 13 Επειδή δε αρχή και πηγή κάθε αμαρτίας είναι ο εγωϊσμός, εκείνος ο οποίος κρατεί τον εγωϊσμόν του και κυριαρχείται από αυτόν, θα ξεχύση ωσάν βροχήν από μέσα του βδελυρότητας. Δια τούτο ο Κυριος θα του αποστείλη τρομεράς τιμωρίας και θα τον καταστρέψη εξ ολοκλήρου. | 13 Χωρίζεται δὲ οὗτος ὁλοτελῶς ἀπὸ τὸν Θεόν, διότι τῆς ὑπερηφανείας πηγὴ καὶ αἰτία εἶναι πᾶσα ἁμαρτία, αὐτὸς δέ, ποὺ κρατεῖ τὴν ὑπερηφάνειαν καὶ διατελεῖ ὑπὸ τὸ κράτος τῆς ἀλαζονείας καὶ τοῦ ἐγωϊσμοῦ, θὰ ἐκχύσῃ ἀπὸ τὸ ἐσωτερικόν του πλημμύραν παντὸς εἴδους βδελυρῶν ἁμαρτιῶν· δι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος ἐπέφερε κατ’ αὐτῶν πρωτοφανεῖς καὶ καταπληκτικὰς καταστροφὰς καὶ κατέστρεψε τελείως τούτους. |
14 θρόνους ἀρχόντων καθεῖλεν ὁ Κύριος καὶ ἐκάθισε πρᾳεῖς ἀντ᾿ αὐτῶν. | 14 Ο Κυριος εκρήμνισε θρόνους αρχόντων και αντί εκείνων εγκατέστησε πράους ανθρώπους ως άρχοντας. | 14 Ὁ Κύριος ἀνέτρεψε θρόνους ὑπερηφάνων καὶ ἀγερώχων ἀρχόντων καὶ ἀντ’ αὐτῶν ἐγκατέστησε πράους καὶ ταπεινούς. |
15 ρίζας ἐθνῶν ἐξέτιλεν ὁ Κύριος καὶ ἐφύτευσε ταπεινοὺς ἀντ᾿ αὐτῶν. | 15 Ριζας αλαζονικών εθνών εξερρίζωσεν ο Κυριος και εφύτευσεν αντί εκείνων ταπεινούς ανθρώπους. | 15 Ρίζας ἀγερώχων ἐθνῶν ἀνέσπασεν ὁ Κύριος καὶ ἀντ’ αὐτῶν ἐφύτευσε ταπεινούς. |
16 χώρας ἐθνῶν κατέστρεψεν ὁ Κύριος καὶ ἀπώλεσεν αὐτὰς ἕως θεμελίων γῆς. | 16 Χωρας υπερηφάνων εθνών τας κατέστρεψεν ο Κυριος. Τας εξωλόθρευσεν έως τα θεμέλιά των. | 16 Χώρας ὑπερηφάνων ἐθνῶν κατέστρεψεν ὁ Κύριος καὶ ἐξηφάνισε τὰς πόλεις των ἐκ θεμελίων. |
17 ἐξήρανεν ἐξ αὐτῶν καὶ ἀπώλεσεν αὐτοὺς καὶ κατέπαυσεν ἀπὸ γῆς τὸ μνημόσυνον αὐτῶν. | 17 Εξήρανε την ζωήν των, εξωλόθρευσε τους κατοίκους των και έσβησε την ανάμνησίν των από την γην. | 17 Μερικὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἐμάρανε, σὰν δένδρα ποὺ ξηραίνονται, καὶ τὰ ὠδήγησεν εἰς ἀπώλειαν καὶ ἔσβησε τὸ ὄνομά των, ὥστε νὰ μὴ μνημονεύεται οὔτε νὰ ἀκούεται πλέον εἰς τὴν γῆν. |
18 οὐκ ἔκτισται ἀνθρώποις ὑπερηφανία, οὐδὲ ὀργὴ θυμοῦ γεννήμασι γυναικῶν. | 18 Ο εγωϊσμός δεν είναι προωρισμένος και ταιριαστός δια τον άνθρωπον, ούτε ο θυμός και η οργή δια τα τέκνα των γυναικών. | 18 Ἡ ὑπερηφάνεια καὶ ὁ ἐγωϊσμός, ἐφεύρεσις τοῦ Σατανᾶ, δὲν ἔχει κτισθῇ διὰ τοὺς ἀνθρώπους, οὔτε ἡ ἐκ τῶν παθῶν τούτων προερχομένη σκληρὰ καὶ μανιώδης ὀργὴ ἔγινε δι’ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν γεννηθῇ ἀπὸ γυναῖκας. |
19 Σπέρμα ἔντιμον ποῖον; σπέρμα ἀνθρώπου. σπέρμα ἔντιμον ποῖον; οἱ φοβούμενοι τὸν Κύριον. σπέρμα ἄτιμον ποῖον; σπέρμα ἀνθρώπου. σπέρμα ἄτιμον ποῖον; οἱ παραβαίνοντες ἐντολάς. | 19 Ποίον γένος είναι έντιμον και ένδοξον ενώπιον του Θεού; Το γένος των ανθρώπων. Ποίον γένος ανθρώπων και ποίοι άνθρωποι είναι έντιμοι και δοξασμένοι πλησίον του Θεού; Εκείνοι μόνον, που φοβούνται τον Κυριον. Ποίον γένος μεταξύ των ζώντων δημιουργημάτων είναι δυνατόν να καταντήση καταφρονημένον και άδοξον; Το γένος των ανθρώπων. Ποίοι από το γένος αυτό περιπίπτουν εις αδοξίαν και καταφρόνησιν; Εκείνοι που παραβαίνουν τας εντολάς του Θεού. | 19 Ποῖοι ἀπόγονοι μεταξὺ τῶν ἐπὶ γῆς ζώντων ἔχουν τιμηθῇ ἀπὸ τὸν Θεόν; Οἱ ἀπόγονοι τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ μεταξὺ τούτων ποῖοι ἀπόγονοι εἶναι ἄξιοι τῆς τιμῆς; Αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι φοβοῦνται τὸν Κύριον. Καὶ ποῖοι ἀπόγονοι μεταξὺ τῶν ζώντων ἐπὶ τῆς γῆς δύνανται νὰ καταντήσουν ἐντελῶς ἄτιμοι καὶ ἄξιοι πάσης περιφρονήσεως; Οἱ ἀπόγονοι τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ποῖοι ἀπόγονοι καταντοῦν εἰς ἐσχάτην ἀτιμίαν; Αὐτοὶ ποὺ παραβαίνουν τὰς θείας ἐντολάς. |
20 ἐν μέσῳ ἀδελφῶν ὁ ἡγούμενος αὐτῶν ἔντιμος, καὶ οἱ φοβούμενοι Κύριον ἐν ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ. | 20 Αρχων απολαμβάνει δικαίαν τιμήν και δόξαν εν μέσω μόνον ανθρώπων, που θεωρούν ο ένας τον άλλον αδελφόν των. Αυτός δε ας έχη πάντοτε προ οφθαλμών και ας τιμά εκείνους, που ευλαβούνται τον Κυριον. | 20 Μεταξὺ ἀδελφῶν ὁ ἀρχαιότερός των τιμᾶται καὶ εἶναι σεβαστὸς ἀπὸ αὐτούς, οἱ δὲ φοβούμενοι τὸν Κύριον τιμῶνται ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν του σὰν πρωτότοκοι ὅλοι. |
22 πλούσιος καὶ ἔνδοξος καὶ πτωχός, τὸ καύχημα αὐτῶν φόβος Κυρίου. | 22 Και δια τον πλούσιον και δια τον ένδοξον και δια τον πτωχόν το καύχημα πρέπει να είναι ο σεβασμός προς τον Θεόν. | 21 Εἴτε πλούσιος εἶναι κανείς, εἴτε εὐγενὴς καὶ ἔνδοξος, εἴτε πτωχός, εἰς ὅλους ἐξ ἴσου καύχημά των πρέπει νὰ εἶναι ὁ φόβος τοῦ Κυρίου. |
23 οὐ δίκαιον ἀτιμάσαι πτωχὸν συνετόν, καὶ οὐ καθήκει δοξάσαι ἄνδρα ἁμαρτωλόν. | 23 Δεν είναι δίκαιον να θεωρήται ανάξιος τιμής ο συνετός, διότι είναι πτωχός. Ούτε δε να τιμάται και να δοξάζεται ο αμαρτωλός άνθρωπος επειδή είναι πλούσιος. | 22 Δὲν εἶναι δίκαιον νὰ ἐξευτελίσῃς καὶ νὰ περιφρονήσῃς ἕνα πτωχόν, ἀλλὰ μυαλωμένον καὶ συνετὸν ἄνθρωπον, οὔτε ἁρμόζει νὰ τιμᾷς καὶ νὰ δοξάζῃς ἄνθρωπον ἁμαρτωλόν. |
24 μεγιστὰν καὶ κριτὴς καὶ δυνάστης δοξασθήσεται, καὶ οὐκ ἔστιν αὐτῶν τις μείζων τοῦ φοβουμένου τὸν Κύριον. | 24 Οι μεγιστάνες και οι κριταί και οι άρχοντες δοξάζονται, αλλά κανείς από αυτούς δεν είναι ανώτερος από εκείνον, που φοβείται τον Κυριον. | 23 Ὁ ἡγεμὼν καὶ ὁ κριτὴς καὶ ὁ ἄρχων θὰ δοξάξωνται· κανένας ἀπὸ αὐτοὺς ὅμως δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερος εἰς τιμὴν καὶ δόξαν ἀπὸ ἐκεῖνον, ποὺ φοβεῖται τὸν Θεόν. |
25 οἰκέτῃ σοφῷ ἐλεύθεροι λειτουργήσουσι, καὶ ἀνὴρ ἐπιστήμων οὐ γογγύσει. | 25 Ανθρωποι ελεύθεροι θα γίνουν υπηρέται εις δούλον σοφόν. Ο δε συνετός και μορφωμένος άνθρωπος δεν θα γογγύση δι' αυτό. | 24 Τὸν συνετὸν δοῦλον θὰ τὸν ὑπηρετήσουν ἐλεύθεροι κύριοι, καὶ ἄνθρωπος μορφωμένος καὶ ἔχων γνῶσιν δὲν θὰ γογγύσῃ ποτὲ δι’ αὐτό. |
26 Μὴ σοφίζου ποιῆσαι τὸ ἔργον σου καὶ μὴ δοξάζου ἐν καιρῷ στενοχωρίας σου. | 26 Μη αλαζονεύεσαι, ότι θα κάμης έργα μεγάλα ανώτερα από τας δυνάμεις σου. Και εις καιρόν δυσκολιών και στενοχωριών μη επιδεικνύεσαι αποκρύπτων την πραγματικήν σου κατάστασιν. | 25 Μὴ ἐπιδεικνύῃς σοφίαν καὶ ἐπιδεξιότητα αὐτοεπαινούμενος, ὅταν πρόκειται νὰ κάμῃς τὸ ἔργον σου, καὶ μὴ δόξαζε τὸν ἑαυτόν σου ἐμφανιζόμενος ὡς ἄρχων καὶ ὡς εὐημερῶν εἰς καιρόν, ποὺ δυστυχεῖς καὶ στενοχωρεῖσαι εἰς τὸ σπίτι σου. |
27 κρείσσων ἐργαζόμενος καὶ περισσεύων ἐν πᾶσιν ἢ περιπατῶν δοξαζόμενος καὶ ἀπορῶν ἄρτων. | 27 Καλύτερος είναι εκείνος, που εργάζεται και ετσι ανταποκρίνεται εις όλας αυτού τας βιοτικάς ανάγκας, παρά εκείνος που περιπατεί καυχησιολογών καθ' ον χρόνον στερείται και από αυτό το ψωμί του. | 26 Εἶναι καλύτερος καὶ ἀνώτερος ἐκεῖνος, ποὺ δουλεύει καὶ ἔχει περισσεύματα εἰς ὅλα, παρὰ ἐκεῖνος ποὺ κάμνει περιπάτους καὶ καυχᾶται κομψευόμενος καὶ περιαυτολογῶν, καθ’ ὃν χρόνον στερεῖται καὶ τοῦ ἄρτου. |
28 τέκνον, ἐν πραΰτητι δόξασον τὴν ψυχήν σου καὶ δὸς αὐτῇ τιμὴν κατὰ τὴν ἀξίαν αὐτῆς. | 28 Παιδί μου, να τιμάς τον εαυτόν σου με την πραότητά σου και να αποδίδης στον εαυτόν σου την τιμήν και την θέσιν, που σου αξίζει. | 27 Τέκνον μου, δόξαζε τὴν ψυχήν σου μὲ τὴν ἀρετὴν τῆς πραότητος καὶ τίμησέ την σύμφωνα μὲ τὴν ἀξίαν της. |
29 τὸν ἁμαρτάνοντα εἰς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίς δικαιώσει; καὶ τίς δοξάσει τὸν ἀτιμάζοντα τὴν ζωὴν αὐτοῦ; | 29 Εκείνον που διαπράττει αμαρτήματα εναντίον της ψυχής του, ποιός θα ευρεθή να τον δικαιώση; Και ποιός θα δοξάση εκείνον, ο οποίος κατεξευτελίζει τον εαυτόν του με την απρεπή διαγωγήν του; | 28 Ποῖος θὰ δώσῃ δίκαιον εἰς ἐκεῖνον, ποὺ ἁμαρτάνει κατὰ τῆς ἰδίας του ψυχῆς, καὶ ποῖος θὰ τιμήσῃ καὶ θὰ σεβασθῇ ἐκεῖνον, ποὺ δι’ ἐξευτελιστικῶν πράξεων ἀτιμάζει τὴν ζωήν του; |
30 πτωχὸς δοξάζεται δι᾿ ἐπιστήμην αὐτοῦ, καὶ πλούσιος δοξάζεται διὰ τὸν πλοῦτον αὐτοῦ. | 30 Ο πτωχός αποκτά δόξαν με την γνώσιν και μέ την σοφίαν του. Ο πλούσιος αποκτά δόξαν με τον πλούτον του. Προτιμότερος όμως είναι ο πρώτος. | 29 Ὁ πτωχὸς δοξάζεται καὶ τιμᾶται διὰ τὴν μόρφωσιν καὶ σοφίαν του, καὶ ὁ πλούσιος τιμᾶται διὰ τὰ πλούτη του. |
31 ὁ δεδοξασμένος ἐν πτωχείᾳ, καὶ ἐν πλούτῳ ποσαχῶς; καὶ ὁ ἄδοξος ἐν πλούτῳ, καὶ ἐν πτωχείᾳ ποσαχῶς; | 31 Εάν ο πτωχός είναι σοφός και δοξάζεται, πόσον περισσότερον θα δοξασθή όταν αποκτήση και πλούτον; Εάν ο πλούσιος δεν έχεη την δόξαν της σοφίας, πόσον άδοξος θα είναι, όταν καταντήση πτωχός; | 30 Πόσον δὲ μεγάλη εἶναι ἡ διαφορὰ μεταξὺ τῆς δόξης τοῦ ἑνὸς καὶ τῆς τιμῆς τοῦ ἄλλου, καταφαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι ἐκεῖνος ποὺ τιμᾶται, καθ’ ὃν χρόνον εὑρίσκεται ἐν πτωχείᾳ, πολὺ περισσότερον θὰ τιμηθῇ, ἐὰν συμβῇ καὶ νὰ πλουτήσῃ. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ δὲν τιμᾶται, ὅταν ἔχῃ πλούτη, πόσον ἄδοξος καὶ περιφρονημένος θὰ εἶναι, ἐὰν πτωχύνῃ; |