Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:17
Δύση: 18:45
Σελ. 19 ημ.
88-278
16ος χρόνος, 5885η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΣΟΦΙΑ ΣΕΙΡΑΧ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12 (ΙΒ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΑΝ εὖ ποιῇς, γνῶθι τίνι ποιεῖς, καὶ ἔσται χάρις τοῖς ἀγαθοῖς σου. 1 Εάν κάμνης ευεργεσίας, πρόσεχε εις ποίον τας κάμνεις, και θα εύρης τότε ευχαρίστησιν δι' αυτάς. 1 Εὰν εὐεργετῇς, γνωρίζε εἰς ποῖον κάμνεις τὴν εὐεργεσίαν, ἐὰν δηλαδὴ οὗτος εἶναι ἄξιος ταύτης καὶ ἐὰν θὰ εὕρῃς εὐγνωμοσύνην διὰ τὰς εὐεργεσίας σου.
2 εὖ ποίησον εὐσεβεῖ, καὶ εὑρήσεις ἀνταπόδομα καὶ εἰ μὴ παρ᾿ αὐτοῦ, ἀλλὰ παρὰ ῾Υψίστου. 2 Ευεργέτησε τον ευσεβή, άνθρωπον δηλαδή που αξίζει να ευεργετηθή, και θα εύρης από αυτόν ευγνώμονα ανταπόδοσιν. Αλλά και αν δεν εύρης από εκείνον, θα εύρης την ανταπόδοσιν του αγαθού από τον Θεόν. 2 Εὐεργέτησε τὸν εὐσεβῆ καὶ θὰ εὕρῃς ἀνταπόδοσιν διὰ τὰς εὐεργεσίας σου. Καὶ ἐὰν δὲν εὕρῃς ἀπὸ αὐτόν, θὰ εὕρῃς ὅμως ἀπὸ τὸν Ὕψιστον.
3 οὐκ ἔστιν ἀγαθὰ τῷ ἐνδελεχίζοντι εἰς κακὰ καὶ τῷ ἐλεημοσύνην μὴ χαριζομένῳ. 3 Δεν είναι ορθόν και δίκαιον να ευεργετήται άνθρωπος, ο οποίος ισχυρογνωμόνως επιμένει στο κακόν. Οπως επίσης και εκείνος, ο οποίος, ενώ ημπορεί, δεν κάμνει ποτέ ελεημοσύνην. 3 Δὲν θὰ ἐκτιμηθοῦν τὰ ἀγαθὰ καὶ αἱ εὐεργεσίαι σου ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ἐπὶ μένει καὶ συνεχίζει νὰ πράττῃ τὰ κακὰ καὶ ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἀναγνωρίζει τὴν εὐεργεσίαν καὶ δὲν εὐγνωμονεῖ διὰ τὴν ἐλεημοσύνην.
4 δὸς τῷ εὐσεβεῖ καὶ μὴ ἀντιλάβῃ τοῦ ἁμαρτωλοῦ. 4 Δώσε την ελεημοσύνην σου στον ευσεβή και μη έρχεσαι εις βοήθειαν του αμετανοήτου αμαρτωλού. 4 Δῶσε εἰς τὸν εὐσεβῆ καὶ μὴ βοηθῇς τὸν ἁμαρτωλόν.
5 εὖ ποίησον τῷ ταπεινῷ καὶ μὴ δῷς ἀσεβεῖ· ἐμπόδισον τοὺς ἄρτους αὐτοῦ καὶ μὴ δῷς αὐτῷ, ἵνα μὴ ἐν αὐτοῖς σε δυναστεύσῃ· διπλάσια γὰρ κακὰ εὑρήσεις ἐν πᾶσιν ἀγαθοῖς, οἷς ἂν ποιήσῃς αὐτῷ. 5 Ευεργέτησε τον ταπεινόν άνθρωπον και μη δώσης την ευεργεσίαν σου στον πωρωμένον ασεβή. Κράτησε τους άρτους σου, μη τους δίδης στον ασεβή, δια να μη σε καταδυναστεύση εκείνος με αυτούς. Διότι θα εύρης από αυτόν όχι ευγνωμοσύνην, αλλά διπλάσια κακά από τα αγαθά, τα οποία του έκαμες. 5 Εὐεργέτησε τὸν ταπεινὸν ἄνθρωπον καὶ μὴ δώσῃς εἰς τὸν ἀσεβῆ· ἐμπόδισε τοὺς ἄρτους του ἀπὸ τοῦ να ἔμβουν εἰς τὸ σπίτι σου καὶ μὴ δώσῃς καὶ σὺ εἰς αὐτὸν ἰδικούς σου ἄρτους, ἵνα μὴ μὲ τὴν ἀνταλλαγὴν αὐτῶν τῶν ἄρτων λάβῃ ἐξουσίαν ἐπὶ σοῦ· διότι τότε θὰ εὕρῃς διπλάσια κακά, δι' ὅλα τὰ καλὰ καὶ τὰς εὐεργεσίας, τὰς ὁποίας τυχὸν θὰ τοῦ κάμῃς.
6 ὅτι καὶ ὁ ῞Υψιστος ἐμίσησεν ἁμαρτωλοὺς καὶ τοῖς ἀσεβέσιν ἀποδώσει ἐκδίκησιν. 6 Διότι και αυτός ούτος ο Υψιστος μισεί και αποστρέφεται τους αμαρτωλούς. Και θα ανταποδώση στους ασεβείς την δικαίαν τιμωρίαν. 6 Σὲ προτρέπω δὲ νὰ μὴ βοηθήσῃς τὸν ἀσεβῆ, διότι καὶ ὁ Ὕψιστος ἐμίσησε τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ εἰς τοὺς ἀσεβεῖς θὰ ἀποδώσῃ δικαίαν τιμωρίαν.
7 δὸς τῷ ἀγαθῷ καὶ μὴ ἀντιλάβου τοῦ ἁμαρτωλοῦ. 7 Πρόσφερε, λοιπόν, την βοήθειαν και ευεργεσίαν σου στον αγαθόν και μη έρχεσαι εις βοήθειαν του αμαρτωλού. 7 Δῶσε εἰς τὸν καλὸν καὶ ἐνάρετον καὶ μὴ βοηθήσῃς τὸν ἁμαρτωλόν.
8 Οὐκ ἐκδικηθήσεται ἐν ἀγαθοῖς ὁ φίλος καὶ οὐ κρυβήσεται ἐν κακοῖς ὁ ἐχθρός. 8 Ο φίλος σου δεν θα σε φθονήση ούτε θα προσπαθήση να σε βλάψη, όταν ευτυχής· όπως επίσης και ο εχθρός σου δεν θα κρύψη την χαράν του, εάν περιπέσης εις δυστυχίαν. 8 Ὁ φίλος σου δὲν θὰ φανῇ ἀντίδικος καὶ δὲν θὰ σὲ φθονήσῃ διὰ τὰ ἀγαθὰ καὶ τὴν εὐτυχίαν ποὺ ἀπολαμβάνεις· ὁ ἐχθρὸς σοῦ ὅμως δὲν θὰ κρυφθῇ εἰς τὴν δυστυχίαν σου, ἀλλὰ θὰ ἐκδηλώσῃ φανερὰ τὴν χαράν του δι’ αὐτήν.
9 ἐν ἀγαθοῖς ἀνδρὸς οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ ἐν λύπῃ, καὶ ἐν τοῖς κακοῖς αὐτοῦ καὶ ὁ φίλος διαχωρισθήσεται. 9 Οταν ένας ευτυχή και απολαμβάνη τα αγαθά του, οι εχθροί του στενοχωρούνται. Οταν όμως περιπέση εις συμφοράς και στενοχωρίας, τότε και αυτός ακόμη ο φίλος του είναι δυνατόν να τον εγκαταλείψη. 9 Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος εἶναι εὐτυχῇς καὶ ἀπολαμβάνῃ ἀγαθά, οἱ ἐχθροί του λυποῦνται ἐκ τοῦ φθόνου των· ὅταν ὅμως δυστυχήσῃ, καὶ αὐτὸς ὁ φίλος του εἶναι δυνατὸν νὰ διαχωρισθῇ καὶ νὰ ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ αὐτόν.
10 μὴ πιστεύσῃς τῷ ἐχθρῷ σου εἰς τὸν αἰῶνα· ὡς γὰρ ὁ χαλκὸς ἰοῦται, οὕτως ἡ πονηρία αὐτοῦ. 10 Μη δίδης ποτέ εμπιστοσύνην στον εχθρόν σου, διότι, όπως ο χαλκός οξειδώνεται και δεν φαίνεται το εσωτερικόν του, έτσι είναι και η πονηρία του εχθρού. 10 Ποτὲ εἰς τὸν αἰῶνα μὴ δώσῃς ἐμπιστοσύνην εἰς τὸν ἐχθρόν σου· διότι ὅπως ὁ χαλκὸς διαρκῶς σκουριάζει, ἔτσι αὐξάνει πάντοτε καὶ ἡ πονηρία τοῦ ἐχθροῦ σου.
11 καὶ ἐὰν ταπεινωθῇ καὶ πορεύηται συγκεκυφώς, ἐπίστησον τὴν ψυχήν σου καὶ φύλαξαι ἀπ᾿ αὐτοῦ καὶ ἔσῃ αὐτῷ ὡς ἐκμεμαχὼς ἔσοπτρον, καὶ γνώσῃ ὅτι οὐκ εἰς τέλος κατίωσε. 11 Εάν αυτός ταπεινωθή ενώπιόν σου και βαδίζη με την κεφαλήν προς τα κάτω, πρόσεξε τον εαυτόν σου και φυλάξου από αυτόν. Να φερθής και να πράξης απέναντι αυτού, όπως κάμνεις, όταν έχης καθαρίσει ένα καθρέπτην. Η σκουριά χαι η υποκρισία του εχθρού σου δεν θα μείνη έως τέλος. Θα φανή αυτός που πραγματικά είναι. 11 Καὶ ἐὰν ἀκόμη ταπεινωθῇ καὶ βαδίζῃ σκυμμένος πρὸς τὰ κάτω μαζί σου, πρόσεξε εἰς τὸν ἑαυτόν σου καὶ φυλάξου ἀπὸ αὐτὸν καὶ ἔσο ἀπέναντί του ὅπως ἐκεῖνος ποὺ ἔχει καθαρίσει χάλκινον καθρέπτην· θὰ ἠξεύρῃς ὅμως ὅτι ἡ σκωρία του δὲν ἔχει τελείως φύγει, ἀφοῦ γρήγορα καὶ πάλιν θὰ ἀναφανῇ.
12 μὴ στήσῃς αὐτὸν παρὰ σεαυτῷ, μὴ ἀνατρέψας σε στῇ ἐπὶ τὸν τόπον σου· μὴ καθίσῃς αὐτὸν ἐκ δεξιῶν σου, μήποτε ζητήσῃ τὴν καθέδραν σου καὶ ἐπ᾿ ἐσχάτων ἐπιγνώσῃ τοὺς λόγους μου καὶ ἐπὶ τῶν ρημάτων μου κατανυγήσῃ. 12 Μη τοποθετήσης τον εχθρόν σου πλησίον σου, δια να μη σε ανατρέψη και καθίση εκείνος εις την θέσιν σου. Μη τον βάλης να καθίση εκ δεξιών σου, δια να μη επιζητήση εκείνος να σε εκτοπίση και καθίση στο κάθισμά σου. Ετσι δε πολύ αργά θα κατανοήσης την αξίαν των λόγων μου και θα λυπηθής, διότι δεν ήκουσες τας σύμβουλάς μου. 12 Μὴ τὸν τοποθετήσῃς εἰς τὸ πλευράν σου, μήπως, ἀφοῦ σὲ ἀνατρέψῃ, καταλάβῃ αὐτὸς τὸν τόπον σου· μὴ τὸν βάλῃς νὰ καθήσῃ εἰς τὰ δεξιά σου, μήπως ἐπιδιώξῃ αὐτὸς τὸ κάθισμά σου· καὶ εἰς τὸ τέλος, ἀφοῦ σοῦ συμβοῦν αὐτά, θὰ γνωρίσῃς καλὰ τοὺς λόγους μου, μανθάνων ἐξ ὑστέρου πόσον ὀρθοὶ ἦσαν, καὶ θὰ λυπηθῇς δι’ ὅσα σοῦ λέγω, ἐπειδὴ δὲν ὑπήκουσες εἰς αὐτά.
13 τίς ἐλεήσει ἐπαοιδὸν ὀφιόδηκτον καὶ πάντας τοὺς προσάγοντας θηρίοις; 13 Ποιός θα λυπηθή και θα δείξη οίκτον προς τον μάγον, που γοητεύει τα φίδια με τα άσματα του, όταν τον δαγκώση το φίδι η προς τους θηριοδαμαστάς, οι οποίοι πλησιάζουν τα θηρία; 13 Ποῖος θὰ λυπηθῇ ἄνθρωπον, ποὺ μὲ τὰς ἐπῳδὰς καὶ τὰ σφυρίγματά του γοητεύει φίδια, ὅταν δαγκωθῇ ἀπὸ αὐτά, καθὼς καὶ ὅλους αὐτοὺς ποὺ πλησιάζουν θηρία, ἐὰν ἀντὶ νὰ τὰ δαμάσουν καταπληγωθοῦν ὑπὸ τούτων;
14 οὕτως τὸν προσπορευόμενον ἀνδρὶ ἁμαρτωλῷ καὶ συμφυρόμενον ἐν ταῖς ἁμαρτίαις αὐτοῦ. 14 Ετσι συμβαίνει και με εκείνον, που αναστρέφεται και πορεύεται μαζή με αμαρτωλόν άνθρωπον και συμφύρεται με τας αμαρτίας εκείνου. 14 Ἔτσι δὲν θὰ λυπηθῇ κανεὶς καὶ ἐκεῖνον, ποὺ πηγαίνει πλησίον καὶ συναναστρέφεται μὲ ἄνθρωπον ἁμαρτωλὸν καὶ ἀνακατεύεται μὲ τὰς παρανομίας του.
15 ὥραν μετὰ σοῦ διαμενεῖ, καὶ ἐὰν ἐκκλίνῃς, οὐ μὴ καρτερήσῃ. 15 Προσωρινώς μένει μαζή σου, όταν σε βλέπη να ίστασαι και έχη συμφέρον από σέ. Εάν όμως κλονισθής, δεν θα σε στηρίξη ούτε θα παραμείνη κοντά σου. 15 Πολὺ γρήγορα θὰ ἐγκαταλειφθῇς ὑπ’ αὐτοῦ. Μίαν ὥραν μόνον θὰ μείνῃ μαζί σου, καὶ ἂν ἐξ ἀνάγκης παραμερίσῃς καὶ καθυστερήσῃς κάπου, δὲν θὰ σὲ περιμένῃ.
16 καὶ ἐν τοῖς χείλεσιν αὐτοῦ γλυκανεῖ ὁ ἐχθρὸς καὶ ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ βουλεύσεται ἀνατρέψαι σε εἰς βόθρον· ἐν ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ δακρύσει ὁ ἐχθρός, καὶ ἐὰν εὕρῃ καιρόν, οὐκ ἐμπλησθήσεται ἀφ᾿ αἵματος. 16 Ο εχθρός σου θα έχη πάντοτε γλυκά λόγια εις τα χείλη του· εις την καρδίαν του όμως θα σκέπτεται, να σε ανατρέψη και να σε ρίψη εις βόθρον. Ο εχθρός σου θα έχη υποκριτικά δάκρυα συμπαθείας εις τα μάτια του δια σέ. Εάν όμως εύρη ευκαιρίαν, δεν θα χορταίνη από το αίμα σου. 16 Καὶ μὲ τὰ χείλη του μὲν θὰ σοῦ γλυκομιλῇ ὁ ἐχθρός σου, μέσα εἰς τὴν καρδίαν του ὅμως θὰ σκέπτεται καὶ θὰ σχεδιάζῃ νὰ σὲ ἀνατρέψῃ καὶ νὰ σὲ ρίψῃ εἰς βόθρον. Μὲ τὰ μάτια του θὰ δακρύσῃ ἴσως ὁ ἐχθρός σου, ἐὰν ὅμως εὕρῃ εὐκαιρίαν, δὲν θὰ χορτάσῃ ἀπὸ δολοφονικὰ αἵματα.
17 κακὰ ἂν ὑπαντήσῃ σοι, εὑρήσεις αὐτὸν ἐκεῖ πρότερόν σου, καὶ ὡς βοηθῶν ὑποσχάσει πτέρναν σου· 17 Εάν σου συμβή κάτι κακόν, θα εύρης αυτόν εκεί έμπροσθέν σου· και προσποιούμενος ότι σε βοηθεί, θα σε αρπάση από την πτέρναν, δια να σε ρίψη κάτω. 17 Ἐὰν σὲ συναντήσουν ἀτυχήματα, θὰ τὸν εὕρῃς ἐκεῖ προτήτερα ἀπὸ σέ, καὶ ἐνῷ παρουσιάζεται σὰν νὰ σὲ βοηθῇ, θὰ σοῦ βάλῃ τρικλοποδιά.
18 κινήσει τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ ἐπικροτήσει ταῖς χερσὶν αὐτοῦ καὶ πολλὰ διαψιθυρίσει καὶ ἀλλοιώσει τὸ πρόσωπον αὐτοῦ. 18 Επειτα θα κινή εμπαικτικώς την κεφαλήν του, θα κτυπά με χαιρεκακίαν τας παλάμας του, θα ψιθυρίζη πολλά εις βάρος σου και θα μεταβάλη το πρόσωπόν του, ώστε να φανή μοχθηρόν, όπως εις την πραγματικότητα είναι. 18 Θὰ κινήσῃ τὴν κεφαλήν του χλευαστικῶς καὶ θὰ χειροκροτήσῃ μὲ χαιρεκακίαν θὰ ψιθυρίσῃ ἐπίσης πολλὰ εἰς βάρος σου καὶ θὰ ἀλλάξῃ τὴν ἔκφρασιν τοῦ προσώπου του πρὸς σέ.