Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΣΟΦΙΑ ΣΕΙΡΑΧ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 50 (Ν)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΣΙΜΩΝ ᾿Ονίου υἱὸς ἱερεὺς ὁ μέγας, ὃς ἐν ζωῇ αὐτοῦ ὑπέρραψεν οἶκον καὶ ἐν ἡμέραις αὐτοῦ ἐστερέωσε τὸν ναόν· 1 Ο αρχιερεύς Σιμων, υιός του Ονίου, όταν εζούσεν, επιδιώρθωσε τον οίκον του Κυρίου και κατά τας ημέρας του εστέρεωσε γενικώτερα τον ναόν. 1 Ο Σίμων, ὁ υἱὸς τοῦ Ὀνίου, ὁ μέγας ἱερεύς, ὁ ὁποῖος, ὅταν ἔζῃ, ἐπεσκεύασε τὸν οἶκον τοῦ Κυρίου καὶ κατὰ τὰς ἡμέρας του ἐστερέωσε τὸν Ναόν.
2 καὶ ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐθεμελιώθη ὕψος διπλῆς, ἀνάλημμα ὑψηλὸν περιβόλου ἱεροῦ· 2 Αυτός εθεμελίωσε το διπλούν υψηλόν τείχος, προπύργιον προστατευτικόν της αυλής του ναού. 2 Ὑπ’ αὐτοῦ ἐτέθησαν τὰ θεμέλια τοῦ διπλοῦ ὑψηλοῦ τείχους, τὸ ὁποῖον ἦτο προπύργιον προστατεῦον τὸν ἱερὸν περίβολον τοῦ Ναοῦ.
3 ἐν ἡμέραις αὐτοῦ ἠλαττώθη ἀποδοχεῖον ὑδάτων, λάκκος ὡσεὶ θαλάσσης τὸ περίμετρον· 3 Επί των ημέρων του κατεσκευάσθη η χάλκινη δεξαμένη υδάτων, λάκκος ο οποίος είχε περίμετρον όσην η θάλασσα του θυσιαστηρίου. 3 Κατὰ τὰς ἡμέρας αὐτοῦ ἐλατομήθη ἡ δεξαμενὴ τῶν ὑδάτων, ποὺ ἦτο λάκκος, τοῦ ὁποίου ἡ περίμετρος ἦτο ὅση καὶ τῆς θαλάσσης τοῦ Θυσιαστηρίου.
4 ὁ φροντίζων τοῦ λαοῦ αὐτοῦ ἀπὸ πτώσεως καὶ ἐνισχύσας πόλιν ἐν πολιορκήσει. 4 Φροντίζων δια την πρόληψιν καταστροφής του λαού ενίσχυσε την πόλιν δια περίπτωσιν πολιορκίας. 4 Ἦτο αὐτός, ὁ ὁποῖος ἐφρόντιζεν ὑπὲρ τοῦ λαοῦ του, ἵνα προφυλάξῃ αὐτὸν ἀπὸ πτῶσιν καὶ συμφοράν, καὶ ὁ ὁποῖος ἐνίσχυσε τὴν πόλιν δι’ ἐνδεχομένην πολιορκίαν αὐτῆς.
5 ὡς ἐδοξάσθη ἐν περιστροφῇ λαοῦ, ἐν ἐξόδῳ οἴκου καταπετάσματος· 5 Ποσον ένδοξος ήτο εν μέσω του λαού, που τον περιεκύκλωνεν, όταν μάλιστα εξήρχετο από τα άγια των αγίων! 5 Πόσον ἐδοξάζετο περιστοιχιζόμενος ὑπὸ τοῦ λαοῦ του κατὰ τὴν ἔξοδον αὐτοῦ ἀπὸ τὸ καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ, δηλαδὴ ἀπὸ τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων!
6 ὡς ἀστὴρ ἑωθινὸς ἐν μέσῳ νεφελῶν, ὡς σελήνη πλήρης ἐν ἡμέραις, 6 Ητο ωσάν άστρον της αυγής, ωσάν άλλος αυγερινός ανάμεσα εις τα νέφη, όπως η ολόλαμπρος πανσέληνος, 6 Ἦτο σὰν τὸν αὐγερινόν, τὸ ἄστρον τῆς αὐγῆς, ποὺ λάμπει διὰ μέσου τῶν νεφῶν, σὰν τὴν σελήνην, ἡ ὁποία εἶναι πλήρης ἡμερῶν, πανσέληνος δηλαδή.
7 ὡς ἥλιος ἐκλάμπων ἐπὶ ναὸν ῾Υψίστου καὶ ὡς τόξον φωτίζον ἐν νεφέλαις δόξης, 7 ωσάν ήλιός που λάμπει επάνω στον ναόν του Υψίστου, ωσάν ουράνιον τόξον που ένδοξον φωτίζει επάνω εις τα νέφη· 7 Ὠμοίαζε σὰν τὸν ἥλιον, ποὺ ἀπαστράπτει ἐπὶ τῆς στέγης τοῦ Ναοῦ τοῦ Ὑψίστου, καὶ σὰν τὸ οὐράνιον τόξον, ποὺ λάμπει διὰ μέσου φωτεινῶν νεφῶν.
8 ὡς ἄνθος ρόδων ἐν ἡμέραις νέων, ὡς κρίνα ἐπ᾿ ἐξόδῳ ὕδατος, ὡς βλαστὸς λιβάνου ἐν ἡμέραις θέρους, 8 ωσάν άνθος ρόδων κατά τας ημέρας της ανοίξεως. Οπως τα κρίνα εις τας διεξόδους των υδάτων, όπως ο βλαστός του αρωματώδους δένδρου λιβάνου εις τας ημέρας του θέρους· 8 Ἦτο σὰν τὸ ἄνθος τῶν ρόδων κατὰ τὰς ἡμέρας τῶν πρώτων καρπῶν, δηλαδὴ τῆς ἐποχῆς τῆς ἀνοίξεως, σὰν τὰ κρίνα εἰς τὰς ὄχθας καὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων, σὰν τὸν βλαστὸν τοῦ ἀρωματώδους δένδρου λίβανος κατὰ τὰς ἡμέρας τοῦ θέρους·
9 ὡς πῦρ καὶ λίβανος ἐπὶ πυρίου, ὡς σκεῦος χρυσίου ὁλοσφύρητον κεκοσμημένον παντὶ λίθῳ πολυτελεῖ, 9 ως ευώδες θυμίαμα επάνω στο πυρ του θυμιατηρίου, ωσάν χρυσούν καλοδουλεμένον δοχείον, στολισμένον με παντός είδους πολύτιμους λίθους· 9 σὰν τὴν φωτιὰ καὶ τὸ λιβάνι εἰς τὸ θυμιατήριον, σὰν δοχεῖον ἀπὸ χρυσὸν σφυρηλατημένον, στολισμένον μὲ κάθε πολύτιμον λίθον·
10 ὡς ἐλαία ἀναθάλλουσα καρποὺς καὶ ὡς κυπάρισσος ὑψουμένη ἐν νεφέλαις. 10 ωσάν πυκνόφυλλος καρποφόρος ελαία, ωσάν κυπάρισσος που υψώνεται ανάμεσα εις τα νέφη. 10 σὰν ἐλαία φορτωμένη ἀπὸ θαλεροὺς καρποὺς καὶ σὰν κυπάρισσος, ποὺ ὑψώνεται ἕως τὰ σύννεφα.
11 ἐν τῷ ἀναλαμβάνειν αὐτὸν στολὴν δόξης καὶ ἐνδιδύσκεσθαι αὐτὸν συντέλειαν καυχήματος, ἐν ἀναβάσει θυσιαστηρίου ἁγίου ἐδόξασε περιβολὴν ἁγιάσματος· 11 Οταν έπαιρνε (ο αρχιερεύς Σιμων) την ωραίαν αρχιερατικήν στολήν και την εφορούσε ως την λαμπροτέραν δόξαν του, καθώς ανήρχετο τας βαθμίδας του ιερού θυσιαστηρίου, εγέμιζεν από δόξαν το περίζωμα του ιερού θυσιαστηρίου. 11 Ὅταν ἔπαιρνεν εἰς τὰς χεῖρας του τὴν λαμπρὰν ἀρχιερατικὴν στολὴν καὶ ἐνεδύετο οὗτος τὸν τέλειον στολισμόν της καὶ ὅταν ἀνέβαινεν εἰς τὸ ἅγιον θυσιαστήριον, καθίστα λαμπρὸν καὶ μεγαλοπρεπῆ τὸν περίγυρον τοῦ θυσιαστηρίου.
12 ἐν δὲ τῷ δέχεσθαι μέλη ἐκ χειρῶν ἱερέων, καὶ αὐτὸς ἑστὼς παρ᾿ ἐσχάρᾳ βωμοῦ κυκλόθεν αὐτοῦ στέφανος ἀδελφῶν, ὡς βλάστημα κέδρου ἐν τῷ Λιβάνῳ· καὶ ἐκύκλωσαν αὐτὸν ὡς στελέχη φοινίκων· 12 Οταν έπαιρνε τα τεμάχια του θυσιασθέντος ζώου από τα χέρια των ιερέων και αυτός ίστατο όρθιος πλησίον εις την εσχάραν του βωμού, οι δε αδελφοί του ιερείς τον περιέβαλλαν ολόγυρα ωσάν στέφανος, ήτο αυτός ωσάν βλαστός κέδρου στον Λιβανον, οι δε άλλοι τον περιεκύκλωναν ως κορμοί φοινίκων. 12 Ὅταν δὲ ἐδέχετο τεμάχια καὶ μέλη τοῦ θύματος ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν ἱερέων καὶ αὐτὸς ἵστατο πλησίον τῆς ἐσχάρας τοῦ βωμοῦ καὶ τριγύρω του ἐσχημάτιζον οἱ ἱερεῖς στέφανον ἀπὸ ἀδελφούς, ἦτο σὰν κέδρος ἐν τῷ Λιβάνῳ εἰς τὴν ἐποχήν του καταπράσινος, καὶ οἱ ἄλλοι τὸν περιεστοίχιζαν σὰν κορμοὶ φοινίκων.
13 καὶ πάντες οἱ υἱοὶ ᾿Ααρὼν ἐν δόξῃ αὐτῶν καὶ προσφορὰ Κυρίου ἐν χερσὶν αὐτῶν ἔναντι πάσης ἐκκλησίας ᾿Ισραήλ· 13 Ολοι οι ιερείς, απόγονοι του Ααρών, ήσαν ενδεδυμένοι τα μεγαλοπρεπή ιερατικά των ενδύματα, αι δε θυσίαι των προς τον Κυριον ήσαν εις τα χέρια των, ενώπιον όλης της συγκεντρώσεως όλων των Ισραηλιτών. 13 Καὶ ὅλοι οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀαρὼν μὲ τὰ λαμπρὰ ἄμφιά των· καὶ ἡ θυσία καὶ προσφορὰ εἰς τὸν Κύριον ἦτο εἰς τὰς χεῖρας των ἐνώπιον ὅλης τῆς συναθροίσεως τοῦ Ἰσραήλ.
14 καὶ συντέλειαν λειτουργῶν ἐπὶ βωμῶν κοσμῆσαι προσφορὰν ῾Υψίστου παντοκράτορος· 14 Αφού δε εξεπλήρωνε την λατρείαν επάνω στους βωμούς, προσφέρων με μεγαλοπρέπειαν προσφοράς προς τον Υψιστον, παντοδύναμον Θεόν, 14 Καὶ μέχρι τελείου πέρατος τῆς θυσίας παρέμενε λειτουργῶν, ὥστε να γίνῃ μὲ πᾶσαν λαμπρότητα ἡ προσφορὰ εἰς τὸν Ὕψιστον καὶ παντοδύναμον Θεόν.
15 ἐξέτεινεν ἐπὶ σπονδείου χεῖρα αὐτοῦ καὶ ἔσπεισεν ἐξ αἵματος σταφυλῆς, ἐξέχεεν εἰς θεμέλια θυσιαστηρίου ὀσμὴν εὐωδίας ῾Υψίστῳ παμβασιλεῖ. 15 ήπλωνε το χέρι του στο δοχείον του οίνου και έχυνεν ως σπονδήν τον ως αίμα κόκκινον οίνον σταφυλής, και εσκόρπιζεν αυτόν εις την βάσιν του θυσιαστηρίου, οσμήν ευωδίας προς τον Υψιστον παμβασιλέα Θεόν. 15 Ἤπλωνε τὴν χεῖρα του ἐπὶ τοῦ δοχείου τῶν σπονδῶν καὶ ἔκαμνε σπονδὴν ἐκ τοῦ αἵματος τῆς σταφυλῆς καὶ ἔχυνε τοῦτο εἰς τὰ θεμέλια τοῦ θυσιαστηρίου τῶν ὁλοκαυτωμάτων, ὀσμὴν εὐωδίας εἰς τὸν Ὕψιστον βασιλέα τοῦ παντός.
16 τότε ἀνέκραγον υἱοὶ ᾿Ααρών, ἐν σάλπιγξιν ἐλαταῖς ἤχησαν, ἀκουστὴν ἐποίησαν φωνὴν μεγάλην εἰς μνημόσυνον ἔναντι ῾Υψίστου. 16 Τοτε οι ιερείς, απόγονοι του Ααρών, εκραύγαζαν, εσάλπιζαν με τας σφυρηλατημένας εκ μετάλλου σάλπιγγάς των και έκαναν να ακούεται αλαλαγμός μεγάλος ενώπιον του Υψίστου, δια να τους ενθυμηθή ο Κυριος. 16 Τότε ἐκραύγαζαν οἱ ἱερεῖς, οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀαρών, ἐσάλπιζαν μὲ σάλπιγγας ἐκ μετάλλου σφυρηλατημένου· ἀκουστὴν ἐποίουν μεγάλην φωνὴν ἐνώπιον τοῦ Ὑψίστου, διὰ νὰ μνημονεύσῃ αὐτῶν ὁ Κύριος.
17 τότε πᾶς ὁ λαὸς κοινῇ κατέσπευσε καὶ ἔπεσαν ἐπὶ πρόσωπον ἐπὶ τὴν γῆν προσκυνῆσαι τῷ Κυρίῳ αὐτῶν παντοκράτορι Θεῷ τῷ ῾Υψίστῳ· 17 Τοτε όλος ο λαός μαζή έσπευδε και έπιπτε ταυτοχρόνως κάτω εις την γην με το πρόσωπον στο έδαφος, δια να προσκυνήσουν τον Κυριον των, τον παντοκράτορα Υψιστον Θεόν. 17 Τότε ὅλος μαζὶ ὁ λαὸς ἔσπευδε καὶ ἔπιπτε μὲ τὸ πρόσωπον ἐπί τοῦ ἐδάφους, διὰ νὰ προσκυνήσουν τὸν Κύριον αὐτῶν, τὸν παντοκράτορα Θεόν, τὸν Ὕψιστον.
18 καὶ ᾔνεσαν οἱ ψαλμῳδοὶ ἐν φωναῖς αὐτῶν, ἐν πλείστῳ οἴκῳ ἐγλυκάνθη μέλος. 18 Οι ψάλται υμνολογούσαν αυτόν εντείνοντες και εναρμονίζοντες τας φωνάς των και έτσι στον μέγαν εκείνον περίβολον του ναού ανεπέμπετο και ηκούετο γλυκεία μελωδία. 18 Καὶ οἱ ψάλται ὕμνουν Αὐτὸν μὲ τὰς φωνάς των, καὶ εἰς τὸν εὐρὺν περίβολον τοῦ Ναοῦ ἠκούετο γλυκεῖα μελῳδία.
19 καὶ ἐδεήθη ὁ λαὸς Κυρίου ῾Υψίστου ἐν προσευχῇ κατέναντι ἐλεήμονος, ἕως συντελεσθῇ κόσμος Κυρίου, καὶ τὴν λειτουργίαν αὐτοῦ ἐτελείωσαν. 19 Ο λαός απηύθυνε θερμήν ικεσίαν προς τον Υψιστον Κυριον, ενώπιον του πολυευσπλάγχνου Θεού, μέχρις ότου τελείωση η λαμπρά τελετή και λήξη η τελετουργία της προσφοράς των δώρων. 19 Καὶ ὁ λαὸς παρεκάλει τὸν Ὕψιστον Κύριον, ἱπτάμενος ἐν προσευχῇ ἐνώπιον τοῦ Ἐλεήμονος καὶ Εὐσπλάγχνου, ἕως ὅτου σνντελεσθῇ ἡ ἑορτὴ τοῦ Κυρίου καὶ τελειώσουν τὴν Λειτουργίαν Αὐτοῦ.
20 τότε καταβὰς ἐπῇρε χεῖρας αὐτοῦ ἐπὶ πᾶσαν ἐκκλησίαν υἱῶν ᾿Ισραὴλ δοῦναι εὐλογίαν Κυρίῳ ἐκ χειλέων αὐτοῦ καὶ ἐν ὀνόματι αὐτοῦ καυχᾶσθαι. 20 Τοτε κατέβαινεν ο μέγας αρχιερεύς από το θυσιαστήριον, ύψωνε τας χείρας του προς την συγκέντρωσιν των Ισραηλιτών, δια να τους ευλογήση εν Κυρίω με τα χείλη του, και εν ονόματι Εκείνου να καυχάται την δικαίαν καύχησιν. 20 Τότε ὁ μέγας ἀρχιερεὺς Σίμων, ἀφοῦ κατέβαινεν ἐκ τοῦ θυσιαστηρίου, ὕψωνε τὰς χεῖρας αὐτοῦ ἐπὶ πάσης τῆς συναθροίσεως τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, διὰ να δώσῃ διὰ τῶν χειλέων του τὴν εὐλογίαν τοῦ Κυρίου καὶ διὰ νὰ προφέρῃ μετὰ εὐλαβοῦς καυχήσεως τὸ Ὄνομά του.
21 καὶ ἐδευτέρωσεν ἐν προσκυνήσει ἐπιδείξασθαι τὴν εὐλογίαν παρὰ ῾Υψίστου. 21 Ο δε λαός δευτέραν τώρα φοράν προσεκύνει, δια να αποδεχθή την ευλογίαν εκ μέρους του Υψίστου. 21 Καὶ διὰ δευτέραν φορὰν ἐπανελάμβανε τὴν προσκύνησιν ὁ λαός, διὰ νὰ δεχθῇ τὴν εὐλογίαν παρὰ τοῦ Ὑψίστου.
22 Καὶ νῦν εὐλογήσατε τῷ Θεῷ πάντων τῷ μεγαλοποιοῦντι πάντη, τὸν ὑψοῦντα ἡμέρας ἡμῶν ἐκ μήτρας καὶ ποιοῦντα μεθ᾿ ἡμῶν κατὰ τὸ ἔλεος αὐτοῦ. 22 Και τώρα δοξολογήσατε τον Θεόν και Κυριον του σύμπαντος, ο οποίος παντού κάμνει έργα μεγάλα και θαυμαστά, ο οποίος δοξάζει τας ημέρας της ζωής μας εκ κοιλίας μητρός και πράττει προς ημάς σύμφωνα με το έλεός του. 22 Καὶ τώρα δοξάσατε τὸν Θεὸν τῶν ὅλων, ὁ Ὁποῖος μεγαλουργεῖ παντοιοτρόπως, ὁ Ὁποῖος πληροὶ δόξης καὶ εὐτυχίας τὰς ἡμέρας μας ἀπὸ τῆς κοιλίας τῆς μητρός μας καὶ ὁ Ὁποῖος ἐνεργεῖ εἰς ἡμᾶς σύμφωνα μὲ τὸ ἔλεός του.
23 δῴῃ ἡμῖν εὐφροσύνην καρδίας καὶ γενέσθαι εἰρήνην ἐν ἡμέραις ἡμῶν ἐν ᾿Ισραὴλ κατὰ τὰς ἡμέρας τοῦ αἰῶνος· 23 Είθε να δίδη ο Κυριος χαράν εις την καρδίαν μας, να ευδοκήση ώστε και επί των ημερών μας να επικρατήση ειρήνη εις την χώραν του Ισραήλ και στους αιώνας των αιώνων. 23 Εἴθε νὰ δώσῃ εἰς ἡμᾶς χαρὰν καὶ εὐφροσύνην καρδίας, καὶ εἴθε νὰ εἶναι εἰρήνη κατὰ τὰς ἡμέρας μας εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν μέχρι συντελείας τοῦ αἰῶνος.
24 ἐμπιστεύσαι μεθ᾿ ἡμῶν τὸ ἔλεος αὐτοῦ καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ λυτρωσάσθω ἡμᾶς. - 24 Είθε να εμπιστευθή και πάλιν προς ημάς το έλεός του και να μας απαλλάξη κατά τας ημέρας αυτάς από πολέμους και εχθρούς. 24 Εἴθε νὰ παραμείνῃ πιστῶς μεθ’ ἠμῶν τὸ ἔλεος Αὐτοῦ καὶ εἴθε νὰ μᾶς ἐλευθερώσῃ κατὰ τὰς καθωρισμένας ὑπ' Αὐτοῦ ἡμέρας.
25 ᾿Εν δυσὶν ἔθνεσι προσώχθισεν ἡ ψυχή μου, καὶ τὸ τρίτον οὐκ ἔστιν ἔθνος. 25 Δυο έθνη απεστράφη η ψυχή μου, το δε τρίτον δεν είναι καν έθνος. 25 Δύο ἔθνη ἐμίσησεν ἡ ψυχή μου, καὶ τὸ τρίτον δεv εἶναι οὔτε κἀν ἔθνος.
26 οἱ καθήμενοι ἐν ὄρει Σαμαρείας καὶ Φυλιστιεὶμ καὶ ὁ λαὸς μωρὸς ὁ κατοικῶν ἐν Σικίμοις. 26 Αυτά είναι οι κάτοικοι του όρους Σηείρ, οι Φιλισταίοι και ο μωρός λαός, που κατοικεί εις τα Σικυμα, οι Σαμαρείται. 26 Αὐτοὺς ποὺ κατοικοῦν εἰς τὸ ὅρος τῆς Σαμαρείας Σηείρ, ἤτοι τοὺς Ἰδουμαίους, καὶ τοὺς Φιλισταίους καὶ τὸν μωρὸν καὶ ἀνόητον λαόν, ποὺ κατοικεῖ εἰς τὰ Σίκιμα, δηλαδὴ τοὺς Σαμαρείτας.
27 Παιδείαν συνέσεως καὶ ἐπιστήμης ἐχάραξα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ, ᾿Ιησοῦς υἱὸς Σειρὰχ ῾Ιεροσολυμίτης, ὃς ἀνώμβρησε σοφίαν ἀπὸ καρδίας αὐτοῦ. 27 Διαπαιδαγώγησιν σοφίας και επιστήμην ορθήν έγραψα εγώ στο βιβλίον τούτο, εγώ ο Ιησούς, ο υιός του Σειράχ, ο Ιεροσολυμίτης, εγώ ωσάν βροχήν έβγαλα και εσκόρπισα από την καρδίαν μου την σοφίαν. 27 Διδασκαλίαν συνέσεως καὶ γνώσεως ὀρθῆς ἐχάραξα εἰς τὸ Βιβλίον τοῦτο, ἐγὼ ὁ Ἰησοῦς, ὁ υἱὸς τοῦ Σειράχ, ὁ Ἱεροσολυμίτης, ὁ ὁποῖος ἐξέχυσεν ὡς βροχὴν ἀπὸ τὴν καρδίαν του σοφίαν ἀληθινήν.
28 μακάριος ὃς ἐν τούτοις ἀναστραφήσεται, καὶ θεὶς αὐτὰ ἐπὶ καρδίαν αὐτοῦ σοφισθήσεται· 28 Μακάριος είναι εκείνος, ο οποίος θα ζη και θα κινήται πάντοτε ανάμεσα εις αυτά. Εκείνος, που θα βάλη αυτά μέσα εις την καρδιά του, θα γίνη σοφός και συνετός. 28 Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θὰ ἐνασχολῆται καὶ θὰ ἐνδιατρίβῃ εἰς αὐτά· καὶ ὅστις θὰ θέσῃ ταῦτα εἰς τὴν καρδίαν του, θὰ γίνῃ σοφὸς καὶ συνετός.
29 ἐὰν γὰρ αὐτὰ ποιήσῃ, πρὸς πάντα ἰσχύσει, ὅτι φῶς Κυρίου τὸ ἴχνος αὐτοῦ. 29 Διότι εάν εφαρμόση αυτά και ενεργή σύμφωνα με αυτά, θα είναι ισχυρός εις κάθε περίστασιν, διότι το φως του Κυρίου θα φωτίζη τον δρόμον της ζωής του. 29 Διότι ἐὰν τὰ πράττῃ καὶ τὰ ἐφαρμόζῃ, θὰ γίνῃ δυνατὸς εἰς ὅλα, ἐπειδὴ τὸ φῶς τοῦ Κυρίου θὰ εἶναι εἰς τὴν πορείαν καὶ εἰς τὰ βήματά του.