Τετάρτη, 06 Νοεμβρίου 2024
Ανατ: 06:57
Δύση: 17:22
Σελ. 5 ημ.
311-55
16ος χρόνος, 6108η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΣΟΦΙΑ ΣΕΙΡΑΧ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24 (ΚΔ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΑΙΝΕΣΙΣ ΣΟΦΙΑΣ. - ῾Η σοφία αἰνέσει ψυχὴν αὐτῆς καὶ ἐν μέσῳ λαοῦ αὐτῆς καυχήσεται. 1 ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΣΟΦΙΑΝ. - Η σοφία θα επαινέση τον εαυτόν της και εν μέσω του λαού θα δοξασθή. 1 Η Σοφία θὰ ἐξυμνήσῃ τὸν ἑαυτόν της καὶ θὰ καυχηθῇ ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ της.
2 ἐν ἐκκλησίᾳ ῾Υψίστου στόμα αὐτῆς ἀνοίξει καὶ ἔναντι δυνάμεως αὐτοῦ καυχήσεται· 2 Εις συγκέντρωσιν πιστών εν ονόματι του Κυρίου θα ανοίξη το στόμα της και ενώπιον των θείων δυνάμεων θα εγκωμιασθή. 2 Θὰ ἀνοίξῃ τὸ στόμα της ἐνώπιον συναθροίσεως τοῦ λαοῦ τοῦ Ὑψίστου καὶ θὰ καυχηθῇ ἐνώπιον τῆς δυνάμεως καὶ τῶν ἀγγελικῶν στρατιῶν του.
3 ἐγὼ ἀπὸ στόματος ῾Υψίστου ἐξῆλθον, καὶ ὡς ὁμίχλη κατεκάλυψα γῆν· 3 “Εγώ, θα είπη, έχω βγη από στόμα του Υψίστου Θεού και ωσάν ομίχλη εσκεπασα ολόκληρον την γην. 3 Ἐγὼ ἡ Σοφία ἐβγῆκα ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Ὑψίστου καὶ σὰν ὁμίχλη ἐσκέπασα ὅλην τὴν γῆν.
4 ἐγὼ ἐν ὑψηλοῖς κατεσκήνωσα, καὶ ὁ θρόνος μου ἐν στύλῳ νεφέλης· 4 Εγώ έχω κατασκηνώσει εις τα ύψη του ουρανού και ο θρόνος μου είναι επάνω εις στύλον νεφέλης. 4 Ἐγὼ εἰς τὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ ἔστησα τὴν σκηνὴν καὶ διαμονήν μου, καὶ ὁ θρόνος μου εὑρίσκεται ἐπὶ στύλου νεφέλης.
5 γῦρον οὐρανοῦ ἐκύκλωσα μόνη καὶ ἐν βάθει ἀβύσσων περιεπάτησα· 5 Τον ουράνιον θόλον εγώ μόνη περιήλθον και εις τα βάθη των θαλασσών μόνη εγώ περιεπάτησα. 5 Μόνη μου περιῆλθον καὶ ἐτακτοποίησα τὸν γῦρον τοῦ οὐρανοῦ καὶ περιεπάτησα εἰς τὰ βάθη τῶν θαλασσῶν.
6 ἐν κύμασι θαλάσσης καὶ ἐν πάσῃ τῇ γῇ καὶ ἐν παντὶ λαῷ καὶ ἔθνει ἐκτησάμην. 6 Επάνω εις τα κύματα της θαλάσσης και εις όλην την γην και εις κάθε λαόν και έθνος εγώ εβασίλευσα. 6 Ἔχω ἐξουσίαν καὶ κυριαρχίαν ἐπὶ τῶν κυμάτων τῆς θαλάσσης καὶ εἰς ὅλην τὴν γῆν, εἰς κάθε λαὸν καὶ ἔθνος.
7 μετὰ τούτων πάντων ἀνάπαυσιν ἐζήτησα καὶ ἐν κληρονομίᾳ τίνος αὐλισθήσομαι. 7 Ανάμεσα εις όλους τούτους τους λαούς και τα έθνη εζήτησα κατοικίαν προς ανάπαυσίν μου. Ανεζήτησα εις ποίου την χώραν θα εγκατασταθώ. 7 Μεταξὺ ὅλων αὐτῶν ἐζήτησα τόπον ἀναπαύσεως καὶ εἶπα: Εἰς τίνος τὴν κληρονομίαν καὶ περιοχὴν θὰ καταυλισθῶ καὶ θὰ διαμείνω;
8 τότε ἐνετείλατό μοι ὁ κτίστης ἁπάντων, καὶ ὁ κτίσας με κατέπαυσε τὴν σκηνήν μου καὶ εἶπεν· ἐν ᾿Ιακὼβ κατασκήνωσον καὶ ἐν ᾿Ισραὴλ κατακληρονομήθητι. 8 Τοτε μου έδωσε την εντολήν ο Δημιουργός του σύμπαντος. Αυτός ο οποίος εμέ εδημιούργησεν, εστερέωσε την σκηνήν της αναπαύσεώς μου και μου είπε· Θα κατοικήσης στον λαόν Ιακώβ, πάρε ως ιδιοκτησίαν σου την χώραν του Ισραήλ. 8 Τότε μου ἔδωκεν ἐντολὴν ὁ Κτίστης ὅλων τῶν δημιουργημάτων καὶ Ἐκεῖνος, ποὺ ἔκτισε καὶ ὥρισε τὸν τόπον τῆς σκηνῆς καὶ διαμονῆς μου καὶ εἶπεν: Εἰς τὴν χώραν τοῦ Ἰακὼβ κατοίκησε καὶ λάβε κληρονομίαν καὶ ἰδιοκτησίαν μεταξὺ τοῦ Ἰσραὴλ.
9 πρὸ τοῦ αἰῶνος ἀπ᾿ ἀρχῆς ἔκτισέ με, καὶ ἕως αἰῶνος οὐ μὴ ἐκλίπω. 9 Προ πάντων των αιώνων και προ πάσης αρχής με εδημιούργησε και δεν θα παύσω να υπάρχω αιωνίως. 9 Προτοῦ ὑπάρξῃ χρόνος, εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς μὲ ἐδημιούργησε, καὶ δὲν θὰ παύσω ποτὲ νὰ ὑπάρχω.
10 ἐν σκηνῇ ἁγίᾳ ἐνώπιον αὐτοῦ ἐλειτούργησα καὶ οὕτως ἐν Σιὼν ἐστηρίχθην· 10 Εις την αγίαν Σκηνήν του Μαρτυρίου ενώπιον αυτού εγώ ελειτούργησα και έτσι εστερέωσα μόνιμον την κατοικίαν μου ειςτήν Ιερουσαλήμ. 10 Εἰς τὴν ἁγίαν του Σκηνὴν τοῦ μαρτυρίου καὶ τοῦ Ναοῦ ὑπηρέτησα καὶ τοιουτοτρόπως ἐγκατεστάθην μονίμως εἰς τὴν Σιών.
11 ἐν πόλει ἠγαπημένῃ ὁμοίως με κατέπαυσε, καὶ ἐν ῾Ιερουσαλὴμ ἡ ἐξουσία μου· 11 Αυτός ο ίδιος με εγκατέστησε με πάσαν άνεσιν εις την αγαπημένην του πόλιν και έτσι εις την Ιερουσαλήμ υπάρχει ο θρόνος και η εξουσία μου. 11 Ὁμοίως μὲ ἀνέπαυσεν εἰς πόλιν ἀγαπημενην ὑπ' Αὐτοῦ, καὶ ἡ Ἱερουσαλὴμ ἐτέθη ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν μου.
12 καὶ ἐρρίζωσα ἐν λαῷ δεδοξασμένῳ, ἐν μερίδι Κυρίου κληρονομίας αὐτοῦ. 12 Ερριζοβόλησα εις ένα ένδοξον λαόν εις ιδιοκτησίαν του Κυρίου εις την ιδικήν του κληρονομίαν. 12 Καὶ ἔρριψα ρίζας εἰς λαὸν δοξασμένον, ποὺ ἦτο μερίδιον τῆς κληρονομίας τοῦ Κυρίου.
13 ὡς κέδρος ἀνυψώθην ἐν τῷ Λιβάνῳ καὶ ὡς κυπάρισσος ἐν ὄρεσιν ᾿Αερμών· 13 Ανυψώθην και εμεγαλύνθην, όπως ανυψώνεται μεγαλοπρεπής η κέδρος στον Λιβανον, και όπως η κυπάρισσος εις τα όρη Αερμών. 13 Ὑψώθηκα, ὅπως ὑψοῦται κέδρος εἰς τὸ ὄρος τοῦ Λιβάνου καὶ σὰν κυπαρίσσι εἰς τὰ ὅρη Ἀερμών.
14 ὡς φοῖνιξ ἀνυψώθην ἐν αἰγιαλοῖς καὶ ὡς φυτὰ ρόδου ἐν ῾Ιεριχώ, ὡς ἐλαία εὐπρεπὴς ἐν πεδίῳ, καὶ ἀνυψώθην ὡς πλάτανος. 14 Ανυψώθην μεγαλοπρεπής, όπως ο φοίνιξ εις τας παραλίους περιοχάς, όπως αι τριανταφυλλέαι εις την Ιεριχώ, όπως η ωραιοτάτη ελαία εις τας πεδιάδας. Ανυψώθην μεγαλοπρεπής ωσάν πλάτανος. 14 Ἀνυψώθηκα, ὅπως ἀνυψοῦται τὸ δένδρον τοῦ φοίνικος εἰς τὰ παράλια τῆς Παλαιστίνης καὶ ὅπως τὰ φυτὰ τῆς τριανταφυλλιᾶς εἰς τὴν Ἱεριχῶ καὶ σὰν ἔλαια ὡραῖα εἰς τὴν πεδιάδα, καὶ ἀνυψώθηκα σὰν πλάτανος.
15 ὡς κιννάμωμον καὶ ἀσπάλαθος ἀρωμάτων δέδωκα ὀσμὴν καὶ ὡς σμύρνα ἐκλεκτὴ διέδωκα εὐωδίαν, ὡς χαλβάνη καὶ ὄνυξ καὶ στακτὴ καὶ ὡς λιβάνου ἀτμὶς ἐν σκηνῇ. 15 Οπως η εύοσμος κανέλλα και ο αρωματικός ασπάλαθος έδωσα και δίδω εγώ την ευωδίαν. Και όπως η εκλεκτή σμύρνα, διασκορπίζω το άρωμα· όπως η χαλβάνη και ο όνυξ και η στακτή και το θυμίαμα του λιβανιού εις την Σκηνήν του Μαρτυρίου. 15 Σὰν τὴν εὐώδη κανέλλαν καὶ σὰν τὸν ἀσπάλαθον τῆς Αἰγύπτου, τὸ ἀρωματικὸν αὐτὸ καὶ γεμᾶτον ἀγκάθια δενδρύλλιον, τοῦ ὁποίου τὸ ἄνθος ἦτο ὅμοιον πρὸς τὰ ρόδα, ἀναδίδω εὐχάριστον μυρωδιάν, καὶ σὰν ἐκλεκτὴ σμύρνα ἐσκόρπισα εὐωδίαν, καὶ σὰν τὸ ἰατρικὸν κόμμι, ποὺ λέγεται χαλβάνη, καὶ τὸν ὄνυχα τὸν ἀρωματωδη, ποὺ βγαίνει ἀπὸ ὄστρακον, καὶ σὰν τὴν ρητινώδη καὶ εὐωδιάζουσαν στακτὴν καὶ σὰν θυμίαμα λιβάνου εἰς τὴν σκηνήν.
16 ἐγὼ ὡς τερέμινθος ἐξέτεινα κλάδους μου, καὶ οἱ κλάδοι μου κλάδοι δόξης καὶ χάριτος. 16 Εγώ ήπλωσα τους κλάδους μου ωσάν την τερέμινθον και αυτοί οι κλάδοι μου είναι κλάδοι δόξης και χάριτος. 16 Ἐγὼ ἥπλωσα τοὺς κλάδους μου σὰν τερέβινθος, καὶ εἶναι οἱ κλάδοι μου αὐτοὶ μεγαλοπρεπεῖς καὶ χαριτωμένοι.
17 ἐγὼ ὡς ἄμπελος βλαστήσασα χάριν, καὶ τὰ ἄνθη μου καρπὸς δόξης καὶ πλούτου. 17 'Εγω, όπως η θαλλερή άμπελος που βλαστάνει ωραίους και καρποφόρους τους κλάδους της, έχω άνθη, τα οποία καρποφορούν δόξαν και πλούτον. 17 Ἐγὼ εἶμαι σὰν ἄμπελος, ποὺ ἐβλάστησε βλαστοὺς γεμάτους χάριν, καὶ τὰ ἄνθη μου δίδουν καρπὸν φημισμένον καὶ πλούσιον.
18 [ἐγὼ μήτηρ τῆς ἀγαπήσεως τῆς καλῆς, καὶ φόβου καὶ γνώσεως καὶ τῆς ὁσίας ἐλπίδος, δίδομαι οὖν πᾶσι τοῖς τέκνοις μου, ἀειγενὴς τοῖς λεγομένοις ὑπ' αὐτοῦ]. 18 Εγώ είμαι η μητέρα της πλέον αγνής και αδόλου αγάπης, του θείου φόβου και της υγιούς γνώσεως και της αγίας ελπίδος. Εγώ χαρίζομαι υπό του Θεού εις όλα τα τέκνα μου, πάντοτε υπάρχουσα εις τα λόγια του Θεού. 18 Ἐγὼ εἶμαι ἡ μητέρα τῆς ἀγάπης τῆς καλῆς, Γῆς ἁγνῆς δηλαδὴ καὶ ἀνιδιοτελοῦς καὶ πεφωτισμένης· εἶμαι μητέρα καί τοῦ θείου φόβου καὶ τῆς ἀληθοῦς γνώσεως καὶ τῆς ἁγίας ἐλπίδος. Δίδω λοιπὸν ταῦτα εἰς ὅλα μου τὰ τέκνα, πάντοτε γεννωμένη ἀπὸ τὴν διδασκαλίαν τῶν λεγομένων ὑπὸ τοῦ Θεοῦ.
19 προσέλθετε πρός με οἱ ἐπιθυμοῦντές μου, καὶ ἀπὸ τῶν γεννημάτων μου ἐμπλήσθητε· 19 Ελάτε, λοιπόν, προς εμέ όλοι σεις οι οποίοι επιθυμείτε να με αποκτήσετε, και χορτάσατε από τους καρπούς μου. 19 Πλησιάσατέ με, ὅσοι μὲ ἐπιθυμεῖτε, καὶ χορτάσθητε ἀπὸ τοὺς καρποὺς καὶ τὰ γεννήματά μου.
20 τὸ γὰρ μνημόσυνόν μου ὑπὲρ τὸ μέλι γλυκύ, καὶ ἡ κληρονομία μου ὑπὲρ μέλιτος κηρίον. 20 Και μόνη η σκέψις και ανάμνησίς σας περί εμού είναι γλυκυτέρα από το μέλι και η απόκτησίς μου είναι ανωτέρα από την απόκτησιν κηρήθρας. 20 Θὰ χορτασθῆτε δέ, διότι καὶ μόνη ἡ ἐνθύμησίς μου εἶναι γλυκυτέρα ἀπὸ τὸ μέλι, καὶ ἡ κληρονομία, ποὺ χαρίζω, εἶναι γλυκυτέρα ἀπὸ τὴν κηρήθραν τοῦ μέλιτος.
21 οἱ ἐσθίοντές με ἔτι πεινάσουσι, καὶ οἱ πίνοντές με ἔτι διψήσουσιν. 21 Εκείνοι οι οποίοι με τρώγουν, θα έχουν ακόμη όρεξιν και πείναν δι' εμέ· και εκείνοι οι οποίοι θα με πίνουν θα διψούν πάλιν δι' εμέ. 21 Δὲν ὑπάρχει φόβος νὰ δοκιμάσετε κόρον καὶ ἀηδίαν. Ὅσοι μὲ τρώγουν, θὰ πεινάσουν περισσότερον, καὶ ὅσοι μὲ πίνουν, θὰ διψάσουν πιὸ πολύ.
22 ὁ ὑπακούων μου οὐκ αἰσχυνθήσεται, καὶ οἱ ἐργαζόμενοι ἐν ἐμοὶ οὐχ ἁμαρτήσουσι. 22 Οποιος με προσέχει και υπακούει στους λόγους μου, ποτέ δεν θα εντροπιασθή· και όσοι εργάζονται υπό την έμπνευσίν μου, δεν θα περιπέσουν εις σφάλματα. 22 Ὅποιος ὑπακούει εἰς ἐμέ, δὲν θὰ ἐντροπιασθῇ, καὶ ὅσοι ἐργάζονται ὑπὸ τὰς ἐμπνεύσεις καὶ ὁδηγίας μου, δὲν θὰ ἁμαρτήσουν.
23 ταῦτα πάντα βίβλος διαθήκης Θεοῦ ῾Υψίστου, νόμον ὃν ἐνετείλατο ἡμῖν Μωυσῆς κληρονομίαν συναγωγαῖς ᾿Ιακώβ. 23 Ολα αυτά είναι η Βιβλος της Διαθήκης Θεού του Υψίστου· ο Νομος, τον οποίον διέταξεν εις ημάς ο Μωϋσής, η ιερά κληρονομία στους λαούς του Ισραήλ. 23 Ὅλα αὐτὰ καὶ ὅλαι αὐταὶ αἱ ὑποσχέσεις ἀποτελοῦν τὴν Βίβλον τῆς Διαθήκης τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, τὸν Νόμον, τὸν ὁποῖον μᾶς παρήγγειλεν ὁ Μωϋσῆς, διὰ νὰ εἶναι αἰώνιος κληρονομία εἰς τὰς κατὰ τὰς διαφόρους ἐποχὰς συνάξεις τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰσραήλ.
24 [μὴ ἐκλύεσθε ἰσχὺν ἐν Κυρίῳ, κολλᾶσθε δὲ πρὸς αὐτόν, ἵνα κραταιώσῃ ὑμᾶς, Κύριος παντοκράτωρ Θεὸς μόνος ἐστί, καὶ οὐκ ἔστιν ἔτι πλὴν αὐτοῦ σωτήρ]. 24 Μη παραλύετε και μη χάνετε την δύναμίν σας ενώπιον του Κυρίου, αλλά προσκολληθήτε εις αυτόν, δια να σας ενισχύση, διότι ο Κυριος είναι ο μόνος παντοκράτωρ Θεός, και κανείς άλλος σωτήρ πλην αυτού δεν υπάρχει. 24 Μὴ ἀποκάμνετε καὶ ἂς μὴ παραλύῃ ἡ δύναμίς σας μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Κυρίου· νὰ προσκολλάσθε δὲ εἰς Αὐτόν, ἵνα σᾶς ἐνδυναμώνῃ. Ὁ Κύριος παντοκράτωρ εἶναι ὁ μόνος Θεός, καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλος σωτὴρ ἐκτὸς Αὐτοῦ.
25 ὁ πιμπλῶν ὡς Φεισὼν σοφίαν καὶ ὡς Τίγρις ἐν ἡμέραις νέων, 25 Αυτός κάμνει να πλημμυρίζη η σοφία, όπως τα ύδατα του ποταμού Φεισών και όπως τα ύδατα του Τιγρητος κατά την εποχήν των νέων καρπών. 25 Αὐτὸς εἶναι, ποὺ γεμίζει καὶ πλημμυρίζει τοὺς ἀνθρώπους μὲ Σοφίαν, σὰν τὸν ποταμὸν Φεισὼν καὶ σὰν τὸν ποταμὸν Τίγριν κατὰ τὴν ἐποχὴν τῆς νέας ἀνθήσεως καὶ καρποφορίας, ὁπότε διαλύονται αἱ χιόνες τοῦ χειμῶνος·
26 ὁ ἀναπληρῶν ὡς Εὐφράτης σύνεσιν καὶ ὡς ᾿Ιορδάνης ἐν ἡμέραις θερισμοῦ, 26 Αυτός, που υπερεκχειλίζει την γνώσιν και την σοφίαν, όπως ο Ευφράτης τα ύδατά του και όπως ο Ιορδάνης κατά την περίοδον του θερισμού. 26 ὁ Ὁποῖος ὑπερχειλίζει καὶ ὑπερεκχύνει τὴν σύνεσιν σὰν τὸν Εὐφράτην καὶ σὰν τὸν Ἰορδάνην κατὰ τὰς ἡμέρας τοῦ θερισμοῦ.
27 ὁ ἐκφαίνων ὡς φῶς παιδείαν, ὡς Γηὼν ἐν ἡμέραις τρυγητοῦ. 27 Αυτός που αποστέλλει ωσάν ολόλαμπρον φως την υγιά μόρφωσιν, όπως ο Γηών τα πλούσια νερά του εις περίοδον τρυγητού. 27 Αὐτὸς εἶναι, ποὺ κάμνει νὰ λάμπῃ καὶ νὰ φανερώνεται σὰν φῶς ἡ παιδαγωγούσα καὶ μορφώνουσα τοὺς ἀνθρώπους γνῶσις, σὰν τὸν πλημμυροῦντα ποταμὸν Γηὼν κατὰ τὴν ἐποχὴν τοῦ τρυγητοῦ.
28 οὐ συνετέλεσεν ὁ πρῶτος γνῶναι αὐτήν, καὶ οὕτως ὁ ἔσχατος οὐκ ἐξιχνίασεν αὐτήν· 28 Ούτε ο πρώτος άνθρωπος εγνώρισεν εις βάθος και πλάτος την θείαν σοφίαν, ούτε και ο τελευταίος θα εξιχνιάση ποτέ αυτήν. 28 Δὲν κατώρθωσεν ὁ πρῶτος ἄνθρωπος νὰ γνωρίσῃ αὐτὴν τελείως, ἔτσι δὲ καὶ ὁ τελευταῖος δὲν θὰ ἐξιχνιάσῃ αὐτήν.
29 ἀπὸ γὰρ θαλάσσης ἐπληθύνθη διανόημα αὐτῆς καὶ ἡ βουλὴ αὐτῆς ἀπὸ ἀβύσσου μεγάλης. 29 Αι υψηλαί αλήθειαι της θείας σοφίας είναι περισσότεραι από τα ύδατα της θαλάσσης, και αι αναρίθμητοι σομβουλαί της, ως εάν προσέρχωνται από απέραντον ωκεανόν. 29 Διότι τὰ διανοήματα τῆς Σοφίας εἶναι εἰς πλῆθος πιὸ πολλὰ ἀπὸ τὰ ὕδατα τῆς θαλάσσης καὶ αἱ συμβουλαὶ της πιὸ βαθεῖαι ἀπὸ τὴν μεγάλην ἄβυσσον.
30 κἀγὼ ὡς διῶρυξ ἀπὸ ποταμοῦ καὶ ὡς ὑδραγωγὸς ἐξῆλθον εἰς παράδεισον· 30 Εγώ, η σοφία, είμαι ωσάν πλουσία διώρυξ ύδατος από κάποιον ποταμόν και σαν υδραγωγός, ο οποίος εξήλθα, δια να ποτίσω τον κήπον. 30 Καὶ ἐγὼ ἡ Σοφία ἔτρεξα σὰν διῶρυξ (κανάλι), ποὺ διακλαδίζεται ἀπὸ ποτάμι, καὶ σὰν αὐλάκι καὶ ὑδραγωγὸς ἐβγῆκα εἰς κῆπον.
31 εἶπα· ποτιῶ μου τὸν κῆπον καὶ μεθύσω μου τὴν πρασιάν· καὶ ἰδοὺ ἐγένετό μοι ἡ διῶρυξ εἰς ποταμόν, καὶ ὁ ποταμός μου ἐγένετο εἰς θάλασσαν. 31 Είπα, θα ποτίσω τον κήπον μου, θα μεθύσω με τα άφθονα ύδατά μου τας πρασιάς· και ιδού ότι η διώρυξ έγινε ποταμός και ο ποταμός έγινε θάλασσα. 31 Εἶπα: Θὰ ποτίσω τὸν κῆπον μου καὶ θὰ μεθύσω μὲ ἄφθονον νερὸ τὴν πρασιάν μου· καὶ νά, ἔγινεν ἡ στενὴ διῶρυξ ποταμὸς πλατὺς καὶ ὁ ποταμός μου ἔγινε θάλασσα.
32 ἔτι παιδείαν ὡς ὄρθρον φωτιῶ καὶ ἐκφανῶ αὐτὰ ἕως εἰς μακράν· 32 Απλώνω ακόμη την μόρφωσιν όπως διαχέεται το ορθρινόν φως, και θα φανερώσω τα σοφά αυτής διδάγματα έως στον πλέον μακρυνόν κόσμον. 32 Θὰ διαχύσω ἀκόμη τὸ φῶς τῆς μορφωτικῆς διδασκαλίας μου σὰν τὸ φῶς τῆς αὐγῆς, ποὺ ὁλονὲν αὐξάνει καὶ διαχύνεται, καὶ θὰ κάμω νὰ λάμψουν τὰ σοφά της διδάγματα μέχρι τῶν μακρινῶν μερῶν, εἰς ὅλον τὸν κόσμον.
33 ἔτι διδασκαλίαν ὡς προφητείαν ἐκχεῶ καὶ καταλείψω αὐτὴν εἰς γενεὰς αἰώνων. 33 Διαχύνω την διδασκαλίαν μου ως σπουδαιότατον κήρυγμα του Θεού, και θα κληροδοτήσω αυτήν εις τας δια μέσου των αιώνων γενεάς των ανθρώπων. 33 Ἀκόμη θὰ διαδώσω τὴν διδασκαλίαν μου ὡς κήρυγμα προφητικὸν καὶ θὰ ἀφήσω αὐτὴν εἰς τὰς μετέπειτα γενεᾶς εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.
34 ἴδετε ὅτι οὐκ ἐμοὶ μόνῳ ἐκοπίασα, ἀλλὰ πᾶσι τοῖς ἐκζητοῦσιν αὐτήν. 34 Προσέξατε, εγώ που γράφω αυτά τα σχετικά με την σοφίαν, δεν εκοπίασα μόνον δια τον εαυτόν μου, αλλά και δι' όλους εκείνους, οι οποίοι αναζητούν και θέλουν να εύρουν την σοφίαν. 34 Κυττάξατε, ὅτι δὲν ἐκοπίασα μόνον διὰ τὸν ἑαυτόν μου, ἀλλὰ καὶ δι’ ὅλους, ὅσοι ζητοῦν μὲ πόθον τὴν θείαν Σοφίαν.