Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:17
Δύση: 18:45
Σελ. 19 ημ.
88-278
16ος χρόνος, 5885η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΣΟΦΙΑ ΣΕΙΡΑΧ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 38 (ΛΗ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΤΙΜΑ ἰατρὸν πρὸς τὰς χρείας αὐτοῦ τιμαῖς αὐτοῦ, καὶ γὰρ αὐτὸν ἔκτισε Κύριος· 1 Τιμα τον ιατρόν, όπως του αρμόζει, έχων άλλωστε υπ' όψιν σου τας υπηρεσίας του εις τας ανάγκας σου, διότι ο Κυριος έκαμεν αυτόν. 1 Τίμα τὸν ἰατρὸν μὲ τὰς τιμάς, αἱ ὁποῖαι τοῦ ἀνήκουν σύμφωνα μὲ τὰς ἀνάγκας, εἰς τὰς ὁποίας μᾶς ἐξυπηρετεῖ, διότι πράγματι ὁ Θεὸς ἔκαμε καὶ αὐτόν.
2 παρὰ γὰρ ῾Υψίστου ἐστὶν ἴασις, καὶ παρὰ βασιλέως λήψεται δόμα. 2 Από τον Υψιστον Θεόν προέρχεται η θεραπεία, που δίδει ο ιατρός, ο οποίος και από τους βασιλείς ακόμη θα λάβη δώρα δια την ιατρικήν του επιστήμην. 2 Βεβαίως παρὰ τοῦ Ὑψίστου παρέχεται ἡ θεραπεία διὰ μέσου τοῦ ἰατροῦ, δι’ αὐτὸ δὲ καὶ ἀπὸ αὐτὸν ἀκόμη τὸν βασιλέα θὰ λάβῃ οὗτος δῶρα διὰ τὴν ἰατρικήν του ἱκανότητα.
3 ἐπιστήμη ἰατροῦ ἀνυψώσει κεφαλὴν αὐτοῦ, καὶ ἔναντι μεγιστάνων θαυμασθήσεται. 3 Η ιατρική επιστήμη θα αναδείξη τον ιατρόν· και ενώπιον επισήμων ανθρώπων θα αποκτήση δόξαν. 3 Ἡ δεξιότης καὶ ἱκανότης τοῦ ἰατροῦ θὰ ἐξυψώσῃ τὴν κεφαλήν του, καθιστῶσα αὐτὸν διακεκριμένον, καὶ θὰ θαυμασθῇ οὗτος δι' αὐτὴν ἐνώπιον μεγάλων καὶ ἐπισήμων ἀνθρώπων.
4 Κύριος ἔκτισεν ἐκ γῆς φάρμακα, καὶ ἀνὴρ φρόνιμος οὐ προσοχθιεῖ αὐτοῖς. 4 Ο Κυριος ώρισε να φυτρώνουν φαρμακευτικά βότανα από την γην, ο δε φρόνιμος άνθρωπος δεν τα αποστρέφεται. 4 Ὁ Ὕψιστος παρήγαγεν ἐκ τῆς γῆς φάρμακα, καὶ κάθε φρόνιμος ἄνθρωπος δὲν θὰ ἀπορρίψη καὶ δὲν θὰ ἀποστραφῇ αὐτά.
5 οὐκ ἀπὸ ξύλου ἐγλυκάνθη ὕδωρ εἰς τὸ γνωσθῆναι τὴν ἰσχὺν αὐτοῦ; 5 Τα πικρά ύδατα της Μερράς δεν εγλυκάνθησαν δια του Μωϋσέως με ένα ξύλον, δια να φανή έτσι η δύναμις και αυτού του ξύλου; 5 Μήπως μὲ ξύλον δὲν ἐγλυκάνθη τὸ πικρὸν ὕδωρ τῆς Μερρᾶς, διὰ νὰ καταστῇ γνωστὴ ἡ δύναμις τοῦ ξύλου τούτου;
6 καὶ αὐτὸς ἔδωκεν ἀνθρώποις ἐπιστήμην ἐνδοξάζεσθαι ἐν τοῖς θαυμασίοις αὐτοῦ· 6 Ο ίδιος ο Θεός έδωκεν στους ανθρώπους την ιατρικήν επιστήμην, ώστε να δοξάζεται με τα θαυμαστά αυτού έργα. 6 Καὶ αὐτὸς ὁ Θεὸς ἔδωκεν εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὴν γνῶσιν καὶ Ἐπιστήμην, διὰ νὰ δοξάζωνται οὗτοι διὰ τῶν θαυμαστῶν ἔργων του.
7 ἐν αὐτοῖς ἐθεράπευσε καὶ ἦρε τὸν πόνον αὐτοῦ, 7 Δια των ιατρών και των φαρμάκων θεραπεύει ο Θεός και αφαιρεί τας ενοχλήσστου ασθενούς. 7 Μὲ τὰς βοτάνας αὐτάς, τὰς ὁποίας ἐποίησεν ὁ Θεός, ὁ ἰατρὸς ἐθεράπευσε καὶ ἐσήκωσε τὸν πόνον τοῦ ἀσθενοῦς.
8 μυρεψὸς ἐν τούτοις ποιήσει μεῖγμα, καὶ οὐ μὴ συντελέσῃ ἔργα αὐτοῦ, καὶ εἰρήνη παρ᾿ αὐτοῦ ἐστιν ἐπὶ προσώπου τῆς γῆς. - 8 Ο φαρμακοποιός δια των διαφόρων βοτάνων κατασκευάζει φαρμακευτικήν σύνθεσιν και είναι ατελείωτα τα φαρμακευτικά του παρασκευάσματα, ώστε να έρχεται η θεραπεία και η γαλήνη από το φάρμακόν του εις όλους τους ασθενείς της οικουμένης. 8 Ἀπὸ αὐτὰς ὁ φαρμακοποιὸς καὶ ὁ κατασκευαστὴς μύρων θὰ κάμῃ μεῖγμα καὶ σύνθεσιν φαρμάκου· καὶ δὲν θὰ δώσῃ τέλος ὁ Θεὸς εἰς τὰ ἔργα του, ἀλλ' ἡ παρ’ Αὐτοῦ θεραπεία καὶ εἰρήνη θὰ παρέχεται εἰς τοὺς ἀσθενεῖς ὅλης τῆς γῆς.
9 Τέκνον, ἐν ἀρρωστήματί σου μὴ παράβλεπε, ἀλλ᾿ εὖξαι Κυρίῳ, καὶ αὐτὸς ἰάσεταί σε. 9 Τέκνον μου, όταν αρρωστήσης μη αδιαφορήσης δια τον ιατρόν και τα φάρμακα. Συγχρόνως όμως παρακάλεσε και τον Κυριον· και αυτός θα σε θεραπεύση. 9 Τέκνον μου, κατὰ τὴν ἀσθένειάν σου μὴ παραμελῇς καὶ μὴ ἀδιαφορῇς, ἀλλὰ προσευχήσου εἰς τὸν Κύριον καὶ Αὐτὸς θὰ σὲ ἰατρεύσῃ.
10 ἀπόστησον πλημμέλειαν καὶ εὔθυνον χεῖρας, καὶ ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας καθάρισον καρδίαν. 10 Απαρνήσου και απομάκρυνε από σε κάθε αμαρτίαν· έχε καθαρά τα χέρια σου ενώπιον του Θεού και καθάρισε την καρδίαν σου από κάθε αμαρτίαν. 10 Διῶξε μακρὰν κάθε σφάλμα καὶ φταίξιμο καὶ κατάστησον τὰς χεῖρας σου εὐθείας, ὥστε νὰ μὴ παρεκκλίνουν αὗται εἰς τὸ κακόν, καὶ καθάρισε τὴν καρδίαν σου ἀπὸ τοὺς μολυσμοὺς τῆς ἁμαρτίας.
11 δὸς εὐωδίαν καὶ μνημόσυνον σεμιδάλεως καὶ λίπανον προσφορὰν ὡς μὴ ὑπάρχων. 11 Πρόσφερε ευώδες θυμίαμα, και αναμνηστικήν παρά τώΘθεώ δια σε αναίμακτον θυσίαν σημιγδαλιού. Πρόσφερε δε πλουσίας τας προσφοράς σου ως εάν δεν πρόκειται να υπάρξης πλέον εις την γην. 11 Πρόσφερε εὐῶδες θυμίαμα καὶ θυσίαν ἀναίμακτον ἐξ ἀλεύρου ἐκλεκτοῦ εἰς μνήμην σου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ δὸς πλουσίαν καὶ παχεῖαν τὴν αἱματηρὰν προσφοράν σου, ὡς νὰ πρόκειται νὰ μὴ ὑπάρχει πλέον εἰς τὴν ζωήν.
12 καὶ ἰατρῷ δὸς τόπον, καὶ γὰρ αὐτὸν ἔκτισε Κύριος, καὶ μὴ ἀποστήτω σου, καὶ γὰρ αὐτοῦ χρεία. 12 Να προσφύγης δε κατόπιν και στον ιατρόν, διότι ο Θεός τον εδημιούργησε και τον ανέδειξε. Μη τον απομακρύνης από κοντά σου, διότι έχεις την ανάγκην του. 12 Καὶ εἰς τὸν ἰατρὸν δῶσε θέσιν καὶ εἴσοδον ἐλευθέραν, διότι ὁ Κύριος ἐποίησεν αὐτόν, καὶ ἂς μὴ ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ σέ, διότι ἔχεις ἀνάγκην τούτου.
13 ἔστι καιρὸς ὅτε καὶ ἐν χερσὶν αὐτῶν εὐοδία· 13 Πολλές φορές η θεραπεία της ασθενείας και η κατευόδωσις της υγείας είναι εις τα χέρια των ιατρών, 13 Ὑπάρχει περίπτωσις, κατὰ τὴν ὁποίαν καὶ εἰς τὰς χεῖρας τῶν ἰατρῶν ὑπάρχει ἐπιτυχία καὶ κατευόδωσις τῆς θεραπευτικῆς προσπαθείας.
14 καὶ γὰρ αὐτοὶ Κυρίου δεηθήσονται, ἵνα εὐοδώσῃ αὐτοῖς ἀνάπαυσιν καὶ ἴασιν χάριν ἐμβιώσεως. 14 διότι και αυτοί με την σειράν των προσεύχονται προς τον Κυριον, να κατευοδώση τας προσπαθείας των και να επιτύχουν ελάφρυνσιν και θεραπείαν της νόσου δια την συνέχειαν της ζωής. 14 Διότι καὶ αὐτοὶ θὰ παρακαλέσουν τὸν Κύριον, ἵνα κατευοδώσῃ καὶ κατευθύνῃ ἐπιτυχῶς τὰς προσπαθείας των πρὸς ἀνάπαυσιν καὶ θεραπείαν ἀπὸ τῆς νόσου, πρὸς ἐπιβίωσιν καὶ ἐξακολούθησιν τῆς ζωῆς τοῦ πάσχοντος.
15 ὁ ἁμαρτάνων ἔναντι τοῦ ποιήσαντος αὐτὸν ἐμπέσοι εἰς χεῖρας ἰατροῦ. 15 Μαθε δε και τούτο, ότι εκείνος ο οποίος αμαρτάνει ενώπιον του Δημιουργού του, θα ασθενήση και θα περιέλθη εις τα χέρια του ιατρού. 15 Γνωρίζε ἀκόμη, ὅτι ἐκεῖνος ποὺ ἁμαρτάνει ἔναντι τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος τὸν ἐδημιούργησε, θὰ πέσῃ εἰς τὰς χεῖρας τοῦ ἰατροῦ.
16 Τέκνον, ἐπὶ νεκρῷ κατάγαγε δάκρυα καὶ ὡς δεινὰ πάσχων ἔναρξαι θρήνου, κατὰ δὲ τὴν κρίσιν αὐτοῦ περίστειλον τὸ σῶμα αὐτοῦ καὶ μὴ ὑπερίδῃς τὴν ταφὴν αὐτοῦ. 16 Παιδί μου, χύσε δάκρυα δια τον νεκρόν άνθρωπόν σου· και, ως εάν συ ο ίδιος πάσχης μεγάλα δεινά, άρχισε να τον θρηνής. Συμφωνα δέ με την κρατούσαν συνήθειαν σαβάνωσε το σώμα του και μη αδιαφορήσης δια τον ενταφιασμόν του. 16 Τέκνον μου, χύσε δάκρυα διὰ νεκρὸν καὶ ἄρχισε θρῆνον σὰν ἄνθρωπος, ποὺ ὑποφέρεις τρομερὰ καὶ πονεῖς, ὅπως δὲ ἁρμόζει εἰς αὐτὸν καὶ ἐπιβάλλει ἡ συνήθεια, συμμάζευσε καὶ περιποιήσου τὸ σῶμα του καὶ μὴ ἀδιαφορήσῃς διὰ τὴν ταφήν του.
17 πίκρανον κλαυθμὸν καὶ θέρμανον κοπετὸν καὶ ποίησον τὸ πένθος κατὰ τὴν ἀξίαν αὐτοῦ ἡμέραν μίαν καὶ δύο χάριν διαβολῆς καὶ παρακλήθητι λύπης ἕνεκα· 17 Κλάψε τον πικρά, θρήνησέ τον με κοπετούς, κράτησε πένθος ανάλογα με την συγγένειαν, που έχεις προς αυτόν, και με την αξίαν του, μίαν τουλάχιστον και δύο ημέρας, ώστε να μη σε κατηγορήσουν οι άλλοι ως αναίσθητον. Επειτα δε παρηγορήσου και θέσε τέρμα εις την λύπην σου. 17 Κλαῦσε τον πικρὰ καὶ κατάστησε θερμὸν καὶ ζωηρὸν τὸν κοπετόν σου καὶ τὸν θρῆνον, καὶ πένθησε κατὰ τὴν ἀξίαν αὐτοῦ ἐπὶ μίαν ἡμέραν καὶ δύο, πρὸς ἀποφυγὴν πάσης κατηγορίας καὶ διαβολῆς, ὅτι περιεφρόνησες καὶ ἠσέβησες εἰς τὸν νεκρόν, καὶ ἔπειτα παρηγορήσου διὰ τὴν λύπην σου.
18 ἀπὸ λύπης γὰρ ἐκβαίνει θάνατος, καὶ λύπη καρδίας κάμψει ἰσχύν. 18 Τερμάτισε δε την λύπην σου, διότι μερικές φορές από την πολλήν λύπην προέρχεται και θάνατος, η δε λύπη της καρδίας κλονίζει και κάμπτει την ισχύν του ανθρώπου. 18 Πρέπει δὲ νὰ συγκρατήσῃς τὴν λύπην σου, διότι ἀπὸ τὴν ἄμετρον καὶ ἀσυγκράτητον λύπην ἐπέρχεται ὡς συνέπεια θάνατος, ἡ δὲ λύπη τῆς καρδίας θὰ κάμψῃ καὶ θὰ λυγίσῃ τὴν δύναμιν τοῦ ἀνθρώπου.
19 ἐν ἐπαγωγῇ παραβαίνει καὶ λύπη, καὶ βίος πτωχοῦ κατὰ καρδίας. 19 Εις τας θλιβεράς περιστάσεις της ζωής έρχεται πάντοτε και η λύπη. Ο δε ταλαιπωρημένος βίος του πτωχού είναι συνεχής θλίψις καρδίας. 19 Μετὰ τῆς δοκιμασίας συμβαδίζει καὶ ἡ λύπη, ἡ δὲ στερημένη ζωὴ τοῦ πτωχοῦ καταθλίβει τὴν καρδίαν.
20 μὴ δῷς εἰς λύπην τὴν καρδίαν σου, ἀπόστησον αὐτὴν μνησθεὶς τὰ ἔσχατα· 20 Μη αφήσης όμως να κατακυριεύση την καρδίαν σου η λύπη, διώξε αυτήν από κοντά σου έχων υπ' όψιν σου, ότι και συ θα αποθάνης. 20 Μὴ παραδώσῃς εἰς λύπην τὴν καρδίαν σου, ὥστε νὰ κυριευθῇ αὕτη ὑπ' αὐτῆς· ἀπομάκρυνον ταύτην ἐνθυμούμενος τὰ τελευταῖα σου καὶ μὴ λησμονῶν ὅτι καὶ σὺ θὰ ἀποθάνῃς.
21 μὴ ἐπιλάθῃ, οὐ γάρ ἐστιν ἐπάνοδος, καὶ τοῦτον οὐκ ὠφελήσεις καὶ σεαυτὸν κακώσεις. 21 Μη λησμονής ότι δεν υπάρχει επιστροφή από τον άδην. Οσον δε και αν κλαύσης, τον νεκρόν αυτόν μεν δεν θα τον ωφελήση τον δε εαυτόν σου θα βλάψης. 21 Ἀπομάκρυνον τὴν ὑπερβολικὴν λύπην, διότι δὲν ὑπάρχει ἐπάνοδος τοῦ νεκροῦ. Ἔφυγεν οὗτος ὁριστικῶς. Διὰ τῆς ὑπερβολικῆς σου λύπης λοιπὸν καὶ αὐτὸν δὲν θὰ ὠφελήσῃς καὶ τὸν ἑαυτόν σου θὰ βλάψῃς·
22 μνήσθητι τὸ κρίμα αὐτοῦ, ὅτι οὕτω καὶ τὸ σόν· ἐμοὶ ἐχθὲς καὶ σοὶ σήμερον. 22 Ενθυμήσου ότι όπως ήλθεν εις αυτόν το κρίμα και η ώρα του θανάτου, έτσι θα συμβή και με σέ. Εκείνος σου λέγει· “Εις εμέ χθες ήλβεν ο θάνατος και εις σε θα έλθη σήμερον”. 22 Ἐνθυμοῦ ὅτι ὁ θάνατος ἐπῆλθεν ἐπ’ αὐτὸν κατὰ τὴν ἐξ ἀρχῆς θείαν ἀπόφασιν, καὶ ἔτσι ἀκριβῶς θὰ εἶναι καὶ διὰ σὲ τὸ αὐτὸ κρῖμα καὶ ἡ αὐτὴ ἀπόφασις· εἰς ἐμὲ χθὲς καὶ εἰς σὲ σήμερον.
23 ἐν ἀναπαύσει νεκροῦ κατάπαυσον τὸ μνημόσυνον αὐτοῦ καὶ παρακλήθητι ἐν αὐτῷ ἐν ἐξόδῳ πνεύματος αὐτοῦ. 23 Οταν ο νεκρός αναπαυθή, παύσε και συ την λυπηράν ανάμνησίν του και παρηγορήσου δι' αυτόν, επειδή η ψυχή του έχει φύγει. 23 Κατὰ τὴν ἀνάπαυσιν νεκροῦ τίνος, ἄφησε καὶ σὺ τὴν μνήμην του νὰ ἀναπαύεται καὶ παρηγορήσου δι αὐτὸν κατὰ τὴν ἔξοδον τοῦ πνεύματός του.
24 Σοφία γραμματέως ἐν εὐκαιρίᾳ σχολῆς, καὶ ὁ ἐλασσούμενος πράξει αὐτοῦ σοφισθήσεται. 24 Η σοφία του γραμματισμένου ανθρώπου αποκτάται εις ώραν ηρεμίας. Και εκείνος ο οποίος περιορίζεται εις ολίγα, έργα, ημπορεί να γίνη σοφός. 24 Ἡ σοφία τοῦ Γραμματέως ἀποκτᾶται εἰς κατάλληλον καιρὸν ἡσυχίας ἀπὸ περισπασμούς, ἐκεῖνος δὲ ποὺ ἔχει ὀλιγωτέρας ὑποθέσεις καὶ φροντίδας ἀπασχολούσας αὐτόν, αὐτὸς θὰ ἀποκτήσῃ Σοφίαν.
25 τί σοφισθήσεται ὁ κρατῶν ἀρότρου καὶ καυχώμενος ἐν δόρατι κέντρου, βόας ἐλαύνων καὶ ἀναστρεφόμενος ἐν ἔργοις αὐτῶν, καὶ ἡ διήγησις αὐτοῦ ἐν υἱοῖς ταύρων; 25 Πως είναι δυνατόν να γίνη σοφός αυτός, που όλην την ημέραν κρατεί το αλέτρι και καυχάται, ότι χειρίζεται καλά την βουκέντραν, όπως ο πολεμιστής το δόρυ του, δια να οδηγή έτσι καλά τα βόϊδια του; Πως είναι δυνατόν να γίνη σοφός αυτός, που διαρκώς ασχολείται με τέτοια έργα και του οποίου σκέψις και φροντίδα και ομιλία είναι τα μοσχάρια; 25 Πῶς ἐπὶ παραδείγματι θὰ γίνῃ σοφὸς αὐτὸς ποὺ κρατεῖ ἀλέτρι, ὁ ὁποῖος εἶναι ὑπερήφανος διὰ τὸ δόρυ τῆς βουκέντρας, ὅστις διευθύνει τὰ βόδια καὶ ἀσχολεῖται διαρκῶς μὲ τὰ ἔργα των καὶ τοῦ ὁποίου ἡ ὁμιλία στρέφεται περὶ τῶν μοσχαρίων τῶν ταύρων;
26 καρδίαν αὐτοῦ δώσει ἐκδοῦναι αὔλακας, καὶ ἡ ἀγρυπνία αὐτοῦ εἰς χορτάσματα δαμάλεων. 26 Αυτός θα δώση όλην του την καρδιά και την προσοχήν, στο να ανοίγη αυλάκια και θα αγρυπνή, δια να δίδη τροφάς εις τα δαμάλιά του. 26 Αὐτὸς τὴν καρδίαν του καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του θὰ τὸ δώσῃ εἰς τὸ νὰ ἀνοίγῃ εἰς τὰ χωράφια αὐλάκια· καὶ παραμένει ἄγρυπνος, διὰ νὰ δώσῃ τροφὴν χορταστικὴν εἰς τὰς δαμάλεις του.
27 οὕτως πᾶς τέκτων καὶ ἀρχιτέκτων, ὅστις νύκτωρ ὡς ἡμέρας διάγει· οἱ γλύφοντες γλύμματα σφραγίδων, καὶ ἡ ὑπομονὴ αὐτοῦ ἀλλοιῶσαι ποικιλίαν· καρδίαν αὐτοῦ δώσει εἰς τὸ ὁμοιῶσαι ζωγραφίαν, καὶ ἡ ἀγρυπνία αὐτοῦ τελέσαι ἔργον. 27 Το ίδιο και κάθε ξυλουργός και αρχιμάστορας, οι οποίοι εργάζονται νύκτα και ημέραν. Επίσης το ίδιο συμβαίνει και με τους σκαλιστάς των σφραγίδων, οι οποίοι με επιμέλειαν και επιμονήν προσπαθούν να επινοήσουν διαφόρους μορφάς σφραγίδων. Εχουν δώσει όλην των την καρδιάν, στο να αναπαραστήσουν διαφόρους μορφάς, και αγρυπνούν, δια να τελειώσουν όσον το δυνατόν καλύτερον το έργον των. 27 Παρομοίως καὶ κάθε ξυλουργὸς καὶ ἀρχιτεχνίτης, ὅστις περνᾷ τὴν νύκτα ἐργαζόμενος ὅπως καὶ τὴν ἠμέραν· καθὼς καὶ ἐκεῖνοι ποὺ σκαλίζουν σκαλίσματα σφραγίδων καὶ τῶν ὁποίων ἡ ὑπομονὴ στρέφεται εἰς τὸ πῶς νὰ ἐπεξεργασθοῦν ποικιλίαν σχεδίων· θὰ προσηλώσῃ ὅλην τὴν προσοχὴν καὶ τὴν διάνοιάν του εἰς τὸ νὰ ἀποδώσῃ ζωγραφίαν ὁμοίαν πρὸς τὸ σχέδιον καὶ τὸ πρωτότυπον, καὶ μένει ἄγρυπνος διὰ να τελειώσῃ τὸ ἔργον.
28 οὕτως χαλκεὺς καθήμενος ἐγγὺς ἄκμονος καὶ καταμανθάνων ἔργα σιδήρου· ἀτμὶς πυρὸς πήξει σάρκας αὐτοῦ, καὶ ἐν θέρμῃ καμίνου διαμαχήσεται· φωνὴ σφύρης καινιεῖ τὸ οὖς αὐτοῦ, καὶ κατέναντι ὁμοιώματος σκεύους οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ· καρδίαν αὐτοῦ δώσει εἰς συντέλειαν ἔργων, καὶ ἡ ἀγρυπνία αὐτοῦ κοσμῆσαι ἐπὶ συντελείας. 28 Το ίδιο συμβαίνει και με τον σιδηρουργόν ο οποίος κάθεται κοντά στο αμόνι και παρατηρεί και κατεργάζεται τον σίδηρον. Η λάβρα της φωτιάς συρικνώνει τας σάρκας του, και αυτός καθημερινώς μάχεται εναντίον της θερμότητος της καμίνου. Τα κτυπήματα της σφύρας τον ξεκουφαίνουν και τα μάτια του είναι συνεχώς προσηλωμένα στο σκεύος, το οποίον κατεργάζεται. Διδει όλην του την καρδιά και την προσοχήν εις την τελειοποίησιν των έργων του και άγρυπνος είναι η προσοχή και η προσπάθειά του, πως να διακοσμήση αυτό επί το λαμπρότερον. 28 Παρομοίως καὶ ὁ σιδηρουργός, ὁ ὁποῖος κάθηται πλησίον εἰς τὸ ἀμόνι καὶ γίνεται ἔμπειρος εἰς τὰ ἔργα τοῦ σιδήρου. Ἡ λαύρα τῆς φωτιᾶς ξηραίνει τὰς σάρκας του, καὶ θὰ πολεμήσῃ σκληρὰ μὲ τὴν θερμότητα τοῦ καμινιοῦ. Ὁ ἦχος τῆς σφύρας, ποὺ θὰ ἀνανεώνεται συνεχῶς, θὰ παραπλανᾷ τὸ αὐτί του, ποὺ θὰ βουΐζῃ διαρκῶς καὶ τὰ μάτια του θὰ εἶναι προσηλωμένα ἀπέναντι εἰς τὸ ὁμοίωμα καὶ τὸ σχέδιον τοῦ σκεύους ποὺ κατεργάζεται. Θὰ δώσῃ οὗτος ὅλον τὸν ἑαυτόν του καὶ ὅλην τὴν προσοχήν του εἰς τὸ νὰ φέρῃ εἰς τέλειον πέρας τὰ ἔργα του, καὶ ἡ ἄγρυπνος προσπάθειά του θὰ κοσμήσῃ, ὅσον ἠμπορεῖ περισσότερον, αὐτά.
29 οὕτως κεραμεὺς καθήμενος ἐν ἔργῳ αὐτοῦ καὶ συστρέφων ἐν ποσὶν αὐτοῦ τροχόν, ὃς ἐν μερίμνῃ κεῖται διὰ παντὸς ἐπὶ τὸ ἔργον αὐτοῦ, καὶ ἐναρίθμιος πᾶσα ἡ ἐργασία αὐτοῦ. 29 Το ίδιο και ο κεραμοποιός, ο οποίος κάθεται κοντά στο έργον του, στρέφει με τα πόδια του τον τροχόν, δίδει συνεχώς όλην του την προσοχήν και την φροντίδα στο έργον του και με υπολογισμόν προχωρεί στον ακριβή αριθμόν των έργων του. 29 Ἔτσι καὶ ὁ κεραμοποιὸς ἢ ἀγγειοπλάστης, ὅταν κάθηται εἰς τὸ ἔργον του καὶ γυρίζῃ διὰ τῶν ποδῶν του τὸν τροχόν, εὑρίσκεται καὶ αὐτὸς εἰς διαρκῆ προσοχὴν καὶ φροντίδα ἐπὶ τοῦ ἔργου του, καὶ ὅλη ἡ ἐργασία του εἶναι ὑπολογισμένη καὶ μετρημένη ἐκ τοῦ προτέρου.
30 ἐν βραχίονι αὐτοῦ τυπώσει πηλὸν καὶ πρὸ ποδῶν κάμψει ἰσχὺν αὐτοῦ· καρδίαν ἐπιδώσει συντελέσαι τὸ χρῖσμα, καὶ ἡ ἀγρυπνία αὐτοῦ καθαρίσαι κάμινον. - 30 Αφού δέ με τα πόδια του θα ζυμώση και θα απαλύνη τον πηλόν, με τα χέρια του σχηματίζει τον πηλόν εις δοχεία. Διδει όλην του την προσοχήν στο να επιτύχη και προσαρμόση το καλύτερον βερνίκωμα, και με επιμέλειαν κατόπιν θα καθαρίση την κάμινον. 30 Μὲ τὸν βραχίονά του καὶ τὴν χεῖρα του θὰ δώσῃ ὡρισμένον τύπον καὶ σχῆμα εἰς τὸν πηλὸν καὶ μὲ τοὺς πόδας του θὰ κάμψῃ τὴν σκληρότητα αὐτοῦ, καθιστῶν αὐτὸν μαλακὸν καὶ εὒπλαστον· θὰ συγκετρώσῃ δὲ τὴν προσοχὴν καὶ τὴν διάνοιάν του εἰς τὸ πῶς νὰ ἀποπερατώσῃ τελείως τὸ βερνίκωμα· ἡ δὲ ἄγρυπνος ἐπιμέλειά του στρέφεται εἰς τὸ νὰ καθαρίσῃ τὴν κάμινον, ἐντὸς τῆς ὁποῖος θὰ ψηθοῦν τὰ πλασθέντα ἀγγεῖα.
31 Πάντες οὗτοι εἰς χεῖρας αὐτῶν ἐνεπίστευσαν, καὶ ἕκαστος ἐν τῷ ἔργῳ αὐτοῦ σοφίζεται. 31 Ολοι αυτοί έχουν την εμπιστοσύνην και την αφιέρωσίν των εις τα έργα αυτά των χειρών των. Και ο καθένας από αυτούς γίνεται σοφός και επιτήδειος στο ιδικόν του έργον. 31 Ὅλοι αὐτοὶ ἐμπιστεύονται εἰς τὰς χεῖρας των, καὶ ὁ καθένας ἐξ αὐτῶν γίνεται σοφὸς καὶ ἔμπειρος μόνον εἰς τὸ ἔργον καὶ τὴν τέχνην του.
32 ἄνευ αὐτῶν οὐκ οἰκισθήσεται πόλις, καὶ οὐ παροικήσουσιν οὐδὲ περιπατήσουσιν, 32 Χρήσιμα τα έργα των, διότι χωρίς αυτά δεν είναι δυνατόν ούτε να οικοδομηθή ούτε να κατοικηθή πόλις, ούτε δε και να ταξιδεύσουν οι ταξιδιώται. 32 Χωρὶς αὐτοὺς ὅμως δὲν εἶναι δυνατὸν να κατοικηθῇ καμμία πόλις, καὶ δὲν θὰ ταξιδεύσουν ἄνθρωποι εἰς αὐτήν, ἔστω καὶ διὰ προσωρινὴν ἐγκατάστασιν, οὔτε θὰ κυκλοφορήσουν εἰς αὐτήν.
33 ἀλλ᾿ εἰς βουλὴν λαοῦ οὐ ζητηθήσονται καὶ ἐν ἐκκλησίᾳ οὐχ ὑπεραλοῦνται· ἐπὶ δίφρον δικαστοῦ οὐ καθιοῦνται καὶ διαθήκην κρίματος οὐ διανοηθήσονται, οὐδὲ μὴ ἐκφάνωσι δικαιοσύνην καὶ κρίμα, καὶ ἐν παραβολαῖς οὐχ εὑρεθήσονται, 33 Αλλά δεν θα αναζητηθούν αυτοί, δια να εκφράσουν γνώμην εις τας συσκέψεις των λαών, ούτε και εις τας συγκεντρώσεις ανθρώπων θα διακρίνωνται. Δεν θα καθίσουν εις δικαστικήν έδραν, δεν θα σκεφθούν, δια να διατυπώσουν νόμους, δεν θα αποφανθούν σχετικώς με την δικαιοσύνην και το δίκαιον και δεν θα ευρεθούν μεταξύ εκείνων, οι οποίοι λέγουν σοφά διδάγματα. 33 Ἀλλὰ δὲν θὰ ζητηθοῦν οὗτοι εἰς σύσκεψιν καὶ εἰς συμβούλια λαοῦ, οὔτε θὰ προπορευθοῦν ἀπὸ τοὺς ἄλλους ὡς περιζήτητοι καὶ ἀναγκαῖοι σύμβουλοι εἰς δημοσίας συνάξεις· οὔτε θὰ καθίσουν ἐπὶ ἔδρας δικαστικῆς καὶ δὲν θὰ διανοηθοῦν σκεπτόμενοι ὅπως συνθέσουν νόμους ἀπονομῆς δικαιοσύνης καὶ ὅπως δημοσιεύσουν ἀποφάσεις δικαίας, οὔτε θὰ εὐρεθοῦν ἱκανοὶ νὰ χρησιμοποιήσουν καὶ ἐξηγήσουν σοφὰ ἀποφθέγματα καὶ παρομοιώσεις.
34 ἀλλὰ κτίσμα αἰῶνος στηρίσουσι, καὶ ἡ δέησις αὐτῶν ἐν ἐργασίᾳ τέχνης. 34 Αλλά με τας χειρωνακτικάς των εργασίας στηρίζουν τα κτίσματα δια μέσου των αιώνων και όλη η προσοχή των και η επιμέλεια έχει δοθή εις τα έργα του επαγγέλματός των. 34 Ἀλλὰ θὰ στηρίξουν συνεχίζοντες ἔργα χρήσιμα διὰ τὸν παρόντα αἰῶνα καὶ τὴν προσωρινὴν καθημερινὴν ζωήν, ἡ δὲ προσευχὴ καὶ δέησίς των στρέφεται εἰς τὸ χειρωνακτικὸν ἔργον τῆς τέχνης των.