Τετάρτη, 06 Νοεμβρίου 2024
Ανατ: 06:57
Δύση: 17:22
Σελ. 5 ημ.
311-55
16ος χρόνος, 6108η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΣΟΦΙΑ ΣΕΙΡΑΧ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 29 (ΚΘ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ο ΠΟΙΩΝ ἔλεος δανειεῖ τῷ πλησίον, καὶ ὁ ἐπισχύων τῇ χειρὶ αὐτοῦ τηρεῖ ἐντολάς. 1 Ο ελεήμων δανείζει προθύμως τον πλησίον του και εκείνος, που έρχεται με προθυμία εις βοήθειαν και ενίσχυσιν του πλησίον, τηρεί τας εντολάς του Θεού. 1 Εκεῖνος ποὺ κάμνει ἐλεημοσύνην, θὰ δανείσῃ τὸν πλησίον ἐκεῖνος δὲ ποὺ ἐνισχύει καὶ ὑποβαστάζει τὸν ἄλλον διὰ τῆς χειρός του, τηρεῖ τὰς θείας ἐντολάς.
2 δάνεισον τῷ πλησίον ἐν καιρῷ χρείας αὐτοῦ, καὶ πάλιν ἀπόδος τῷ πλησίον εἰς τὸν καιρόν· 2 Δώσε δάνειον στον πλησίον σου, όταν ευρίσκεται εις καιρόν ανάγκης· συ δε ο χρεωφειλέτης να επιστρέψης την οφειλήν σου στον πλησίον σου κατά τον συμφωνηθέντα καιρόν. 2 Δάνεισε τὸν πλησίον σου κατὰ τὸν καιρὸν τῆς ἀνάγκης του· καὶ πάλιν, σὺ ποὺ ἐδανείσθης, γύρισε ὀπίσω τὸ δάνειον εἰς τὸν πλησίον σου κατὰ τὸν συμφωνηθέντα χρόνον.
3 στερέωσον λόγον καὶ πιστώθητι μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἐν παντὶ καιρῷ εὑρήσεις τὴν χρείαν σου. 3 Τηρησε τον λόγον σου απέναντι του, δείξε προς αυτόν την αξιοπιστίαν σου και έτσι εις κάθε καιρόν ανάγκης σου θα τον εύρης πρόθυμον να σε βοηθήση. 3 Τήρησε τὸν λόγον σου καὶ ἀποδείχθητι ἀξιόπιστος εἰς αὐτόν, καὶ τότε εἰς κάθε περίστασιν καὶ καιρὸν θὰ εὕρῃς ὁ,τι σοῦ χρειασθῇ.
4 πολλοὶ ὡς εὕρεμα ἐνόμισαν δάνος καὶ παρέσχον πόνον τοῖς βοηθήσασιν αὐτοῖς. 4 Πολλοί ενόμισαν ως εύρημα το δάνειον που έλαβον, και επροξένησαν ταλαιπωρίας εις εκείνους, οι οποίοι τους εβοήθησαν. 4 Πολλοὶ ἐνόμισαν ὡς εὔρημα τὸ πρὸς αὐτοὺς δάνειον, καὶ ἐπειδὴ δὲν τὸ ἐπέστρεψαν, ἐπροξένησαν θλῖψιν εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι τοὺς ἐβοήθησαν.
5 ἕως οὗ λάβῃ, καταφιλήσει χεῖρα αὐτοῦ, καὶ ἐπὶ τῶν χρημάτων τοῦ πλησίον ταπεινώσει φωνήν· καὶ ἐν καιρῷ ἀποδόσεως παρελκύσει χρόνον καὶ ἀποδώσει λόγους ἀκηδίας καὶ τὸν καιρὸν αἰτιάσεται. 5 Ο κακός και αχάριστος χρεωφειλέτης, μέχρις ότου θα λάβη το δάνειον, καταφιλεί την χείρα του δανειστού· και δια τα χρήματα του πλησίον, που ελπίζει να λάβη, χαμηλώνει ικετευτικώς την φωνήν του. Οταν όμως έλθη ο καιρός της αποδόσεως του δανείου, αναβάλλει και παρελκύει τον χρόνον, προβάλλει λόγους στενοχωρίας και τας δυσχερείς, τάχα, περιστάσεις. 5 Ὁ κακόπιστος ὀφειλέτης, ἕως ὅτου λάβῃ τὸ δάνειον, θὰ φιλήσῃ μὲ θερμότητα καὶ ἐπιμονὴν τὴν χεῖρα αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος τὸν δανείζει, καὶ διὰ τὰ χρήματα τοῦ πλησίον θὰ χαμηλώσῃ ἱκετευτικὰ τὴν φωνήν του ἀλλ’ ὅταν ἔλθῃ ὁ καιρὸς τῆς ἐπιστροφῆς τὸν δανείου, θὰ ἀναβάλλῃ τὸν χρόνον τῆς ἐξοφλήσεως καὶ ἀντὶ τοῦ δανείου θὰ ἀποδώσῃ λόγους καλύπτοντας τὴν ἀδιαφορίαν του καὶ θὰ προφασισθῇ ὅτι αἱ περιστάσεις καὶ ἡ δυσκολία τῶν καιρῶν παρημπόδισαν αὐτόν.
6 ἐὰν ἰσχύσῃ, μόλις κομίσεται τὸ ἥμισυ καὶ λογιεῖται αὐτὸ ὡς εὕρεμα· εἰ δὲ μή, ἀπεστέρησεν αὐτὸν τῶν χρημάτων αὐτοῦ, καὶ ἐκτήσατο αὐτὸν ἐχθρὸν δωρεάν· κατάρας καὶ λοιδορίας ἀποδώσει αὐτῷ καὶ ἀντὶ δόξης ἀποδώσει αὐτῷ ἀτιμίαν. 6 Εάν ο κακός χρεωφειλέτης είναι εις θέσιν να πληρώση, ο δανειστής του, έστω και αν λάβη το ήμισυ του χρέους, θα θεωρήση τούτο ως εύρημα. Εάν όμως δεν έχη να πληρώση, δεν θα επιστρέψη τίποτε εις αυτόν και έτσι θα τον στερήση εξ ολοκλήρου από τα χρήματά του. Και επί πλέον θα τον κάμη εχθρόν του χωρίς λόγον. Θα τον πληρώση όμως με κατάρας και με ύβρεις και άντί της τιμής θα του ανταποδώση την καταφρόνησιν. 6 Ἐὰν ἠμπορέσῃ, μόλις καὶ μετὰ βίας θὰ φέρῃ τὸ ἥμισυ τῶν ὀφειλομένων χρημάτων, καὶ θὰ λογαριασθῇ τὸ ποσὸν τοῦτο ὑπὸ τοῦ δανειστοῦ σὰν εὔρημα. Ἐὰν ὅμως δὲν εὐκολυνθῇ, ἐστέρησε τελείως τὸν δανειστὴν ἀπὸ τὰ χρήματά του καὶ τὸν ἔκαμεν ἐχθρόν του ἀδικαιολογήτως· καὶ οὕτως ὁ χρεωφειλέτης θὰ ἀποδώσῃ εἰς τὸν δανειστήν του κατάρας καὶ ὕβρεις καὶ ἀντὶ τιμῆς καὶ εὐγνωμοσύνης θὰ ἀποδώσῃ εἰς αὐτὸν ἀτιμίαν καὶ περιφρόνησιν.
7 πολλοὶ οὖν χάριν πονηρίας ἀπέστρεψαν, ἀποστερηθῆναι δωρεὰν εὐλαβήθησαν. 7 Πολλοί, λόγω της πονηρίας των χρεωφειλετών, αρνούνται να δώσουν δάνειον, επειδή φοβούνται, μήπως χωρίς λόγον χάσουν τα χρήματα των. 7 Πολλοὶ λοιπόν, ἕνεκα τῆς πονηρίας καὶ κακοπιστίας ταύτης τῶν ὀφειλετῶν, ἔστρεψαν ἀλλοῦ τὸ πρόσωπον των καὶ ἠρνήθησαν νὰ δανείσουν ἐφοβήθησαν μήπως ἀνοήτως καὶ χωρὶς λόγον ἀποστερηθοῦν τὰ δάνειά των.
8 πλὴν ἐπὶ ταπεινῷ μακροθύμησον καὶ ἐπ᾿ ἐλεημοσύνην μὴ παρελκύσῃς αὐτόν. 8 Παρ' όλον όμως τούτο συ πρέπει να φανής μακρόθυμος και επιεικής προς τον πτωχόν και εστερημένον, και μη αναβάλης να δώσης προς αυτόν την ελεημοσύνην σου. 8 Εἰς τὸν πτωχὸν καὶ ταπεινὸν ὅμως δείχθητι ὑπομονητικὸς καὶ μεγαλόκαρδος, καὶ προκειμένου νὰ ἐνισχύσῃς αὐτὸν δι’ ἐλεημοσύνης, μὴ ἀναβάλλῃς καὶ μὴ τὸν ἀναγκάζῃς νὰ περιμένῃ.
9 χάριν ἐντολῆς ἀντιλαβοῦ πένητος καὶ κατὰ τὴν ἔνδειαν αὐτοῦ μὴ ἀποστρέψῃς αὐτὸν κενόν. 9 Εκ σεβασμού προς την εντολήν του Θεού υποστήριξε τον πτωχόν, και όταν ευρεθή εις περίοδον ανάγκης και στερήσεως, μη τον αφήσης να φύγη χωρίς την βοήθειάν σου. 9 Χάριν τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ καὶ πρὸς τήρησιν αὐτῆς ὑποστήριξε καὶ δῶσε χεῖρα βοηθείας εἰς τὸν πτωχὸν καὶ κατὰ τὴν ἀνέχειαν καὶ ἔνδειάν του μὴ τὸν διώξῃς μὲ ἀδειανὰ χέρια.
10 ἀπόλεσον ἀργύριον δι᾿ ἀδελφὸν καὶ φίλον, καὶ μὴ ἰωθήτω ὑπὸ τὸν λίθον εἰς ἀπώλειαν. 10 Εν ανάγκη ας χάσης τα χρήματά σου δια τον στερούμενον αδελφόν και φίλον, και μη τα αφήσης να σκουριάσουν κρύπτων αυτά κάτω από λίθους. 10 Χάσε καλύτερα τὸ χρῆμα σου χάριν τοῦ ἀδελφοῦ καὶ τοῦ φίλου σου, καὶ ἂς μὴ σκουριάσῃ τοῦτο χωμένο κάτω ἀπὸ τὸ λιθάρι, προωρισμένον ἐκεῖ νὰ χαθῇ.
11 θὲς τὸν θησαυρόν σου κατ᾿ ἐντολὰς ῾Υψίστου, καὶ λυσιτελήσει σοι μᾶλλον ἢ τὸ χρυσίον. 11 Χρησιμοποίησε τα χρήματά σου σύμφωνα με το θέλημα του Υψίστου· και αυτό θα σε ωφελήση περισσότερον από αυτόν τούτον τον χρυσόν. 11 Διάθεσε τὸν θησαυρόν σου σύμφωνα μὲ τὰς ἐντολὰς τοῦ Ὑψίστου, καὶ θὰ σὲ ὠφελήσῃ πολὺ περισσότερον παρ’ ὅσον τὰ χρυσᾶ νομίσματα.
12 σύγκλεισον ἐλεημοσύνην ἐν τοῖς ταμείοις σου, καὶ αὕτη ἐξελεῖταί σε ἐκ πάσης κακώσεως· 12 Κλείσε στο ταμειον σου αντί χρημάτων τα καλά έργα της ελεημοσύνης σου· αυτά δε θα σε απαλλάξουν από κάθε ταλαιπωρίαν. 12 Κλεῖσε εἰς τὰς ἀποθήκας σου καὶ τὰ κελλάριά σου τὴν ἐλεημοσύνην, καὶ αὐτὴ θὰ σὲ γλυτώσῃ ἀπὸ πᾶσαν κακοπάθειαν.
13 ὑπὲρ ἀσπίδα κράτους καὶ ὑπὲρ δόρυ ἀλκῆς κατέναντι ἐχθροῦ πολεμήσει ὑπὲρ σοῦ. 13 Η ελεημοσύνη σου θα σε υπερασπίση εναντίον παντός εχθρού περισσότερον από ισχυράν ασπίδα και από δυνατόν δόρυ. 13 Ἡ ἐλεημοσύνη θὰ σὲ ὑπερασπίσῃ καὶ θὰ πολεμήσῃ ὑπὲρ σοῦ ἀπέναντι παντὸς ἐχθροῦ περισσότερον ἀπὸ ἀσπίδα κραταιὰν καὶ ἀπὸ δυνατὸν ἀκόντιον.
14 ἀνὴρ ἀγαθὸς ἐγγυήσεται τὸν πλησίον, καὶ ὁ ἀπολωλεκὼς αἰσχύνην καταλήψει αὐτόν. 14 Ο αγαθός άνθρωπος θα εγγυηθή προθύμως δια τον πλησίον του· μόνον ο αδιάντροπος θα εγκαταλείψη αυτόν αβοήθητον. 14 Ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος θὰ ἐγγυηθῇ διὰ τὸν πλησίον του· αὐτὸς δέ, ποὺ ἔχει ἀποβάλει πᾶσαν ἐντροπήν, θὰ τὸν ἐγκαταλείψῃ.
15 Χάριτας ἐγγύου μὴ ἐπιλάθῃ, ἔδωκε γὰρ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ὑπὲρ σοῦ. 15 Συ δε ο ευεργετούμενος μη λησμονήσης την ευεργεσίαν του εγγυητού σου, διότι εκείνος έδωσε προς χάριν σου την ζωήν του. 15 Μὴ λησμονῇς τὴν εὐεργεσίαν καὶ τὴν καλωσύνην τοῦ ἐγγυητοῦ σου, διότι αὐτὸς ἔδωκε τὴν ζωήν του διὰ σὲ καὶ ἐμβῆκεν αὐτὸς εἰς τὴν στενόχωρον θέσιν σου, διὰ να ἀπαλλαγῇς σύ.
16 ἀγαθὰ ἐγγύου ἀνατρέψει ἁμαρτωλός, καὶ ἀχάριστος ἐν διανοίᾳ ἐγκαταλείψει ρυσάμενον. 16 Ο πονηρός και αχάριστος όμως θα ανατρέψη την αγαθοεργίαν του εγγυητού· θα εγκαταλείψη τον ευεργέτην του εκείνος, που έχει κατά νουν διαθέσεις αχαριστίας. 16 Τὴν καλωσύνην καὶ τὴν ἀγαθὴν συμπεριφορὰν τοῦ ἐγγυητοῦ του θὰ ἀνατρέψῃ καὶ θὰ κλωτσήσῃ ὁ ἁμαρτωλός· αὐτὸς δέ, ποὺ κατὰ τὴν διάθεσιν καὶ τὴν διάνοιαν εἶναι ἀχάριστος, θὰ ἐγκαταλείψῃ καὶ θὰ ξεχάσῃ αὐτόν, ὁ ὁποῖος τὸν ἐγλύτωσεν.
17 ἐγγύη πολλοὺς ἀπώλεσε κατευθύνοντας καὶ ἐσάλευσεν αὐτοὺς ὡς κῦμα θαλάσσης· ἄνδρας δυνατοὺς ἀπῴκισε καὶ ἐπλανήθησαν ἐν ἔθνεσιν ἀλλοτρίοις. 17 Πολλούς εγγυητάς με πολλά αγαθά τους κατέστρεψεν η εγγύησις, τους εκλόνισεν όπως τα κύματα της θαλάσσης. Εξεδίωξεν από τον τόπον των άνδρας δυνατούς και αυτοί περιεπλανήθησαν μέσα εις ξένα έθνη. 17 Ἡ ἐγγύησις κατέστρεψε πολλούς, οἱ ὁποῖοι εὐτυχοῦσαν καὶ τὰ κατέφερναν καλὰ εἰς τὴν ζωήν τους, καὶ τοὺς ἐσάλευσε σὰν κῦμα θαλάσσης· ἄνδρας δυνατοὺς τοὺς ἐξώρισε καὶ ἀπεμάκρυνεν ἀπὸ τὸν τόπον τους καὶ περιεπλανήθησαν οὖτοι εἰς ξένα ἔθνη.
19 ἁμαρτωλὸς ἐμπεσὼν εἰς ἐγγύην καὶ διώκων ἐργολαβίας ἐμπεσεῖται εἰς κρίσεις. 19 Ο κακός όμως άνθρωπος, ο οποίος με υστεροβουλίαν επιπίπτει εις εγγυήσεις, επιδιώκων με αυτάς παράνομα κέρδη, θα περιπέση εις δίκας και τιμωρίας. 18 Ὁ ἁμαρτωλός, ὁ ὁποῖος ἀνεμείχθη εἰς ἐγγύησιν καὶ ὅστις ἐπιδιώκει κέρδη ἐκ ταύτης, θὰ ἐμπέσῃ εἰς δίκας καὶ τιμωρίας.
20 ἀντιλαβοῦ τοῦ πλησίον κατὰ δύναμίν σου καὶ πρόσεχε σεαυτῷ μὴ ἐμπέσῃς. - 20 Υποστήριξε τον πλησίον σου ανάλογα με την οικονομικήν σου αντοχήν, πρόσεξε όμως να μη πέσης και συ ο ίδιος. 19 Βοήθησε τὸν πλησίον σου ἀναλόγως τῶν οἰκονομικῶν δυνάμεών σου καὶ πρόσεχε νὰ μὴ πέσῃς ὁ ἴδιος εἰς πειρασμόν.
21 ᾿Αρχὴ ζωῆς ὕδωρ καὶ ἄρτος καὶ ἱμάτιον καὶ οἶκος καλύπτων ἀσχημοσύνην. 21 Πρώτα και απαραίτητα εφόδια δια την ζωήν είναι το νερό και ο άρτος. Εκ παραλλήλου δε η ενδυμασία και το σπίτι δια την κάλυψιν της γυμνότητος του ανθρώπου. 20 Βάσις τῆς ζωῆς ἀπαραίτητος καὶ ἀναγκαία εἶναι τὸ νερό, τὸ ψωμί, τὸ ροῦχο καὶ τὸ σπίτι, διὰ νὰ σκεπάζῃ κανεὶς τὴν γυμνότητα καὶ ἀσχημίαν του.
22 κρείσσων βίος πτωχοῦ ὑπὸ σκέπην δοκῶν ἢ ἐδέσματα λαμπρὰ ἐν ἀλλοτρίοις. 22 Προτιμότερα είναι η ζωή του πτωχού κάτω από ξυλίνην στέγην, παρά τα πολυτελή συμπόσια εις ξένα σπίτια. 21 Εἶναι προτιμοτέρα ἡ ζωὴ τοῦ πτωχοῦ κάτω ἀπὸ ξυλίνην καλύβην, παρὰ λαμπρὰ καὶ πολυτελῆ φαγητὰ εἰς ξένας οἰκίας.
23 ἐπὶ μικρῷ καὶ μεγάλῳ εὐδοκίαν ἔχε, καὶ ὀνειδισμὸν παροικίας οὐ μὴ ἀκούσῃς. 23 Να μένης ευχαριστημένος και με τα πολλά και με τα ολίγα. Ετσι δε δεν θα ακούσης κατηγορίας και ύβρεις, ότι είσαι παράσιτον ζων εις βάρος των άλλων. 22 Καὶ μὲ τὸ ὀλίγον καὶ μὲ τὸ πολὺ νὰ εἶσαι εὐχαριστημένος καὶ δὲν θὰ ἀκούσῃς μομφὰς καὶ κατηγορίας, ὅτι εἶσαι παρείσακτος καὶ ζῇς εἰς βάρος τῶν ἄλλων.
24 ζωὴ πονηρὰ ἐξ οἰκίας εἰς οἰκίαν, καὶ οὗ παροικήσεις, οὐκ ἀνοίξει στόμα. 24 Αθλία ζωή είναι να γυρίζης από σπίτι σε σπίτι, διότι όπου σταθής να ζητήσης βοήθειαν, θα εντροπιασθης και δεν θα έχης το θάρρος να ανοίξης το στόμα σου. 23 Εἶναι ἄθλια ἡ ζωὴ νὰ γυρίζῃ κανεὶς ἀπὸ σπίτι εἰς σπίτι, καὶ ὅπου εἰς τὸ τέλος θὰ παραμείνῃ σὰν ξένος, δὲν θὰ ἔχῃ τὸ θάρρος νὰ ἀνοίξῃ τὸ στόμα του.
25 ξενιεῖς καὶ ποτιεῖς εἰς ἀχάριστα καὶ πρὸς ἐπὶ τούτοις πικρὰ ἀκούσῃ· 25 Θα εξαναγκασθής ωσάν υπηρέτης να προσφέρης το φαγητόν και το ποτόν στον οικοδεσπότην, χωρίς και να ακούσης ένα ευχαριστώ από εκείνον. Εξ αντιθέτου θα ακούσης πικρά λόγια. 24 Θὰ φιλοξενήσῃς, θὰ περιποιηθῇς δηλαδή, καὶ θὰ ποτίσῃς σὺ ὁ περιπλανώμενος τὸν οἰκοδεσπότην, χωρὶς νὰ σὲ εὐχαριστήσῃ, καὶ ἔπειτα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ θὰ ἀκούσῃς λόγια πικρὰ καὶ λυπηρά.
26 πάρελθε, πάροικε, κόσμησον τράπεζαν, καὶ εἴτι ἐν τῇ χειρί σου, ψώμισόν με. 26 Θα σου είπη· “έλα εδώ, ξένε, ετοίμασε το τραπέζι του φαγητού μου, και αν έχης κάτι έτοιμον, δος μου το να φάγω”. 25 Θὰ σοῦ εἴπῃ: Ἔλα ἐδῶ, ξένε, ποὺ ἦλθες ἀπρόσκλητος εἰς τὸ σπίτι μου· ἐτοίμασε τὴν τράπεζαν τοῦ φαγητοῦ, καὶ ἂν ἔχῃς πρόχειρόν τι εἰς τὰς χεῖρας σου, δός μου νὰ φάγω.
27 ἔξελθε, πάροικε, ἀπὸ προσώπου δόξης, ἐπεξένωταί μοι ὁ ἀδελφός, χρεία τῆς οἰκίας. 27 Επειτα θα σου πη· “φύγε από δω, ξένε, από τα μεγαλεία μου και τα αγαθά μου, διότι εγώ πρόκειται να φιλοξενήσω τον αδελφόν μου και έχω ανάγκην του σπιτιού μου”. 26 Ὕστερα θὰ ἀκούσῃς: Ἔβγα ἔξω, ξένε, καὶ φύγε ἀπὸ τὸ τιμημένον πρόσωπον, ποὺ θὰ ὑποδεχθῶ· ὁ ἀδελφός μου ἔχει ἔλθει πρὸς φιλοξενίαν καὶ ἔχω ἀνάγκην τῆς οἰκίας μου.
28 βαρέα ταῦτα ἀνθρώπῳ ἔχοντι φρόνησιν, ἐπιτίμησις οἰκίας καὶ ὀνειδισμὸς δανειστοῦ. 28 Τα λόγια αυτά δι' ένα άνθρωπον ορθοφρονούντα και φιλότιμον είναι πολύ βαρειά· αυτή δηλαδή, η επιτίμησίς του εις οικίαν, όπου εζήτησε φιλοξενίαν, και η κακομεταχείρισίς του, ως εάν πρόκειται περί χρεωφειλέτου. 27 Οἱ λόγοι αὐτοὶ εἶναι βαρεῖς καὶ ἀνυπόφοροι εἰς ἄνθρωπον, ποὺ ἔχει φιλοτιμίαν καὶ εὐαισθησίαν, τὸ νὰ δεχθῇς δηλαδὴ ἐπίπληξιν καὶ ἐπιτίμησιν ἀπὸ τὴν οἰκογένειαν ποὺ σὲ ἐφιλοξένησε, καταφρόνησιν δὲ καὶ ὕβριν ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ σὲ ἐδάνεισε.