Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΛΙΘῼ ἠρδαλωμένῳ συνεβλήθη ὀκνηρός, καὶ πᾶς ἐκσυριεῖ ἐπὶ τῇ ἀτιμίᾳ αὐτοῦ. | 1 Ο οκνηρός ομοιάζει με λίθον λερωμένον από αηδείς ακαθαρσίας. Καθε άνθρωπος σφυρίζει με αποδοκιμασίαν δια τον εξευτελισμόν αυτού. | 1 Πρὸς λίθον γεμᾶτον βορβορώδεις ἀκαθαρσίας ὁμοιάζει ὁ ὀκνηρός, καὶ καθένας θὰ ἐκβάλλῃ συριγμὸν περιφρονήσεως διὰ τὴν ἀθλιότητά του. |
2 βολβίτῳ κοπρίων συνεβλήθη ὀκνηρός, πᾶς ὁ ἀναιρούμενος αὐτὸν ἐκτινάξει χεῖρα. | 2 Με σιχαμερήν κόπρον ομοιάζει ο οκνηρός. Καθένας που σηκώνει αυτήν, θα τινάξη κατόπιν τα χέρια του. Ετσι θα συμβή και με τον οκνηρόν. | 2 Ὁ ὀκνηρὸς ὁμοιάζει μὲ βῶλον κοπρίας, καὶ καθένας ποὺ θὰ σηκώσῃ αὐτόν, θὰ τινάξῃ τὴν χεῖρα του, διὰ νὰ μὴ μείνῃ εἰς αὐτὴν οὐδὲ ἴχνος ἐκ ταύτης. |
3 αἰσχύνη πατρὸς ἐν γεννήσει ἀπαιδεύτου, θυγάτηρ δὲ ἐπ᾿ ἐλαττώσει γίνεται. | 3 Παιδί αμόρφωτον είναι εντροπή δια τον πατέρα. Απαίδευτος δε κόρη γίνεται αφορμή, να μειώνεται η καλή φήμη του πατρός της. | 3 Εἶναι ἐντροπὴ δι' ἕνα πατέρα τὸ ὅτι ἐγέννησεν ἀμόρφωτον καὶ ἀδιαπαιδαγώγητον υἱόν, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀμόρφωτος θυγάτηρ πρὸς ἐλάττωσιν τῆς φήμης καὶ τῆς τιμῆς τοῦ πατρός της ἐγεννήθη. |
4 θυγάτηρ φρονίμη κληρονομήσει ἄνδρα αὐτῆς, καὶ ἡ καταισχύνουσα εἰς λύπην γεννήσαντος· | 4 Η φρόνιμος κόρη θα κερδήση τον σύζυγόν της· θυγάτηρ δέ, η οποία με την έλλειψιν μορφώσεως και την κακήν συμπεριφοράν της προκαλεί εντροπήν, θα είναι λύπη δια τον πατέρα, που την εγέννησεν. | 4 Ἡ φρόνιμος καὶ συνετὴ θυγάτηρ θὰ κατακτήσῃ ὡς κληρονομίαν τῆς σύζυγον, ἐκείνη ὅμως ποὺ προξενεῖ ἐντροπὴν μὲ τὴν συμπεριφοράν της, ζῇ διὰ νὰ λυπῇ αὐτὸν ποὺ τὴν ἐγέννησεν. |
5 πατέρα καὶ ἄνδρα καταισχύνει ἡ θρασεῖα καὶ ὑπὸ ἀμφοτέρων ἀτιμασθήσεται. | 5 Η αυθάδης και βάναυσος γυναίκα κατεντροπιάζει τον πατέρα και τον σύζυγον· θα καταφρονηθή όμως και από τους δύο. | 5 Ἡ ἀδιάντροπος καὶ αὐθάδης γυναῖκα κατεντροπιάζει καὶ τὸν πατέρα της καὶ τὸν ἄνδρα της. Δι' αὐτὸ δὲ καὶ ἀπὸ τοὺς δύο θὰ περιφρονηθῇ. |
6 Μουσικὰ ἐν πένθει ἄκαιρος διήγησις, μάστιγες δὲ καὶ παιδεία ἐν παντὶ καιρῷ σοφίας. | 6 Η χαρμόσυνος μουσική εις καιρόν πένθους είναι αταίριαστος· έτσι και η μακρά διήγησις εις ακατάλληλον χρόνον. Αι παιδαγωγικαί όμως τιμωρίαι και η μόρφωσις είναι εις πάντα χρόνον συντελεστικαί σοφίας. | 6 Ἀκατάλληλος λόγος ὁμοιάζει πρὸς χαρμόσυνον μουσικὴν εἰς ὤραν πένθους. Αἱ τιμωρίαι ὅμως καὶ ἡ διαπαιδαγώγησις τῆς σοφίας εἶναι κατάλληλοι εἰς πάντα χρόνον. |
7 συγκολλῶν ὄστρακον ὁ διδάσκων μωρόν, ἐξεγείρων καθεύδοντα ἐκ βαθέως ὕπνου. | 7 Οποιος διδάσκει άνθρωπον μωρόν, ομοιάζει με εκείνον, που προσπαθεί να συγκολλήση τα θραύσματα ενός πηλίνου δοχείου· ομοιάζει επίσης με εκείνον, ο οποίος προσπαθεί να εξυπνήση άνθρωπον που κοιμάται βαθέως. | 7 Ἐκεῖνος ποὺ διδάσκει τὸν μωρὸν καὶ ἐξ ἁμαρτωλῶν συνηθειῶν ἄφρονα, ὁμοιάζει πρὸς ἐκεῖνον, ποὺ προσπαθεῖ νὰ συγκολλήσῃ σπασμένον πήλινον ἀγγεῖον ὁμοιάζει πρὸς αὐτόν, ποὺ ζητεῖ νὰ ἐξυπνήσῃ κοιμισμένον ἀπὸ βαθὺν ὕπνον. |
8 διηγούμενος νυστάζοντι ὁ διηγούμενος μωρῷ, καὶ ἐπὶ συντελείᾳ ἐρεῖ, τί ἐστιν; | 8 Με άνθρωπον που διηγείται ιστορίας εις κάποιον νυστάζοντα, ομοιάζει ο διδάσκαλος που διδάσκει μωρόν και, όταν τελειώση την διδασκαλίαν του, ο μωρός θα του είπη· τι συμβαίνει; | 8 Ὁ συνομιλῶν καὶ συνδιαλεγόμενος μὲ ἄφρονα καὶ ἀνόητον, ὁμοιάζει πρὸς ἐκεῖνον, ποὺ συνδιαλέγεται μὲ ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος νυστάζει καὶ ὁ ὁποῖος εἰς τὸ τέλος τῆς ὁμιλίας θὰ εἴπῃ: Τί συμβαίνει; Περὶ τίνος πρόκειται; |
11 ἐπὶ νεκρῷ κλαῦσον, ἐξέλιπε γὰρ φῶς, καὶ ἐπὶ μωρῷ κλαῦσον, ἐξέλιπε γὰρ σύνεσις. ἥδιον κλαῦσον ἐπὶ νεκρῷ, ὅτι ἀνεπαύσατο, τοῦ δὲ μωροῦ ὑπὲρ θάνατον ἡ ζωὴ πονηρά. | 11 Κλαύσε δι' ένα νεκρόν, διότι εσβέσθη το φως της ζωής· κλαύσε και δια τον μωρόν, διότι δεν υπάρχει εις αυτόν σύνεσις. Ηπιώτερα κλαύσε δια τον νεκρόν, διότι επιτέλους αυτός ανεπαύθη από τας ταλαιπωρίας της παρούσης ζωής. Η ζωή όμως του μωρού είναι χειροτέρα και από αυτόν τον θάνατον. | 9 Κλαῦσε δι' ἐκεῖνον ποὺ ἀπέθανε, διότι ἔσβησε τὸ φῶς καὶ ἡ ζωή του· κλαῦσε καὶ διὰ τὸν ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας ἀπομωρανθέντα, διότι ἔχαθη ἀπὸ αὐτὸν ἢ σύνεσις καὶ ἢ φρονιμάδα. Πιὸ παρηγορημένα κλαῦσε διὰ τὸν νεκρόν, διότι ἀνεπαύθη ἀπὸ τὰ βάσανα τῆς ζωῆς· τοῦ μωροῦ ὅμως καὶ ἄφρονος ἡ ζωὴ εἶναι χειροτέρα ἀπὸ τὸν θάνατον. |
12 πένθος νεκροῦ ἑπτὰ ἡμέραι, μωροῦ δὲ καὶ ἀσεβοῦς πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτοῦ. | 12 Το πένθος δι' ένα νεκρόν διαρκεί επτά ημέρας, το πένθος όμως δι' ένα μωρόν διαρκεί όλας τας ημέρας της ζωής του. | 10 Τὸ πένθος διὰ τὸν νεκρὸν διαρκεῖ ἑπτὰ ἡμέρας, τοῦ μωροῦ ὅμως καὶ ἀσεβοῦς ὅλαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς του εἶναι ἡμέραι πένθους. |
13 μετὰ ἄφρονος μὴ πληθύνῃς λόγον, καὶ πρὸς ἀσύνετον μὴ πορεύου· φύλαξαι ἀπ᾿ αὐτοῦ, ἵνα μὴ κόπον ἔχῃς, καὶ οὐ μὴ μολυνθῇς ἐν τῷ ἐντιναγμῷ αὐτοῦ· ἔκκλινον ἀπ᾿ αὐτοῦ καὶ εὑρήσεις ἀνάπαυσιν καὶ οὐ μὴ ἀκηδιάσῃς ἐν τῇ ἀπονοίᾳ αὐτοῦ. | 13 Με μωρόν και ασύνετον μη ανοίγης μακράς συνομιλίας· και στο σπίτι απερίσκεπτου ανθρώπου μη πορευθής· φυλάξου από αυτόν και την συναναστροφήν του, δια να μη κουρασθής ψυχικώς και δια να μη μολυνθής, από όσα εκτινάσσονται από το στόμα του. Παραμέρισε και φύγε από αυτόν και έτσι θα εύρης ανάπαυσιν· δεν θα αθυμήσης από τας ανοησίας του. | 11 Μὲ τὸν ἄφρονα καὶ ἀνόητον μὴ ἔχῃς πολλὰς συζητήσεις καὶ μὴ συμβαδίζῃς μὲ ἀσύνετον προφυλάξου ἀπὸ αὐτόν, διὰ νὰ μὴ ἔμβῃς εἰς ἐνόχλησιν καὶ στενοχώριαν μαζί του, καὶ ἀσφαλῶς δὲν θὰ μολυνθῇς, ὅταν ἐκτινάσσωνται ἀπὸ τὸ στόμα του τὰ ἀπρεπῆ καὶ ἐξοργιστικὰ λόγια του· φύγε μακρὰν ἀπὸ αὐτὸν καὶ θὰ εὕρῃς ἀνάπαυσιν καὶ ἡσυχίαν καὶ δὲν θὰ στενοχωρηθῇς ἐξ αἰτίας τῆς ἐσχάτης ἀνοησίας του. |
14 ὑπὲρ μόλυβδον τί βαρυνθήσεται; καὶ τί αὐτῷ ὄνομα ἀλλ᾿ ἢ μωρός; | 14 Τι υπάρχει βαρύτερον από τον μόλυβδον και πως ονομάζεται; Ονομάζεται μωρός. | 12 Τί ἄλλο εἶναι πιὸ βαρὺ ἀπὸ τὸν μόλυβδον; Καὶ ποιὸ ἄλλο εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ πιὸ ἐνοχλητικοῦ παρὰ μωρὸς καὶ ἀνόητος; |
15 ἄμμον καὶ ἅλα καὶ βῶλον σιδήρου εὔκοπον ὑπενεγκεῖν ἢ ἄνθρωπον ἀσύνετον.— | 15 Αμμον και αλάτι και όγκον σιδήρου είναι ευκολώτερον να σηκώση κανείς στους ώμους του και να μεταφέρη, παρά να υποφέρη ασύνετον άνθρωπον. | 13 Τὴν ἄμμον καὶ τὸ ἁλάτι καὶ μίαν σφαῖραν σιδερένιαν εἶναι πιὸ εὔκολον νὰ τὰ ὑποφέρῃ κανεὶς καὶ νὰ τὰ βαστάσῃ, παρὰ ἕνα ἄνθρωπον ἀσύνετον καὶ ἄμυαλον. |
16 ῾Ιμάντωσις ξυλίνη ἐνδεδεμένη εἰς οἰκοδομὴν ἐν συσσεισμῷ οὐ διαλυθήσεται· οὕτως καρδία ἐστηριγμένη ἐπὶ διανοήματος βουλῆς ἐν καιρῷ οὐ δειλιάσει. | 16 Ξυλίνη δέσις εις μίαν οικοδομήν εις καιρόν σεισμού δεν θα διαλυθή· ετσι και μία καρδία, εστηριγμένη εις ώριμον σοφήν σκέψιν, δεν θα δειλιάση εις ώραν κινδύνου. | 14 Ξυλοδεσιὰ στερεὰ προσηρμοσμένη μέσα εἰς οἰκοδομήν, ἐν καιρῷ σεισμοῦ δὲν θὰ διαλυθῇ. Ἔτσι καὶ μία καρδία, στηριγμένη ἐπὶ καλῶς ἐσκεμμένης καὶ ὡρίμου ἀποφάσεως, δὲν θὰ δειλιάσῃ εἰς οὐδεμίαν περίστασιν. |
17 καρδία ἡδρασμένη ἐπὶ διανοίας συνέσεως ὡς κόσμος ψαμμωτὸς τοίχου ξυστοῦ. | 17 Καρδία η οποία είναι στερεωμένη επάνω εις συνετήν διάνοιαν, ομοιάζει με ωραίον στόλισμα αμμοκονιάματος επάνω εις ομαλόν τοίχον. | 15 Καρδία, ποὺ εἶναι στερεωμένη εἰς διάνοιαν σκεπτομένην καὶ ἀποφασίζουσαν συνετῶς, ὁμοιάζει πρὸς στολισμὸν ἐξ ἀμμοκονίας ἐπὶ τοίχου ἐκ λίθων πελεκημένων καὶ ὁμαλῶν. |
18 χάρακες ἐπὶ μετεώρου κείμενοι κατέναντι ἀνέμου οὐ μὴ ὑπομείνωσιν· οὕτως καρδία δειλὴ ἐπὶ διανοήματος μωροῦ κατέναντι παντὸς φόβου οὐ μὴ ὑπομείνῃ. | 18 Φράκται από πασσάλους εις υψηλόν ακάλυπτον μέρος δεν θα ανθέξουν εις την ορμήν των ανέμων· έτσι και η δειλή καρδία, που στηρίζεται, εις τας σκέψεις ενός μωρού, δεν θα ανθέξη εις διαφόρους επικινδύνους δυσκολίας. | 16 Φράκται, ποὺ εὑρίσκονται εἰς μέρος ὑψηλόν, δὲν θὰ ἀνθέξουν ἀπέναντι τοῦ δέροντος αὐτοὺς ἀνέμου. Ἔτσι καὶ μία καρδία δειλή, ποὺ στηρίζεται εἰς ἀνοήτους καὶ μωρὰς σκέψεις, δὲν θὰ ἀνθέξῃ εἰς κάθε φόβον καὶ ἀντιξοότητα τῆς ζωῆς. |
19 ῾Ο νύσσων ὀφθαλμὸν κατάξει δάκρυα, καὶ ὁ νύσσων καρδίαν ἐκφαίνει αἴσθησιν. | 19 Εκείνος που κεντά τον οφθαλμόν του, θα προκαλέση δάκρυα· όποιος όμως κεντά την καρδίαν του άλλου προκαλεί πόνον. | 17 Ὅποιος κεντὰ τὸ μάτι του, θὰ προκαλέσῃ δάκρυα, καὶ ὅποιος κεντᾷ καρδίαν, προκαλεῖ ἐκδήλωσιν πόνου καὶ αἰσθημάτων. |
20 βάλλων λίθον ἐπὶ πετεινὰ ἀποσοβεῖ αὐτά, καὶ ὁ ὀνειδίζων φίλον διαλύσει φιλίαν. | 20 Εκείνος που ρίπτει λίθον εναντίον των πτηνών, τα τρομάζει και τα κάμνει να φεύγουν· όποιος υβρίζει τον φίλον του, θα διαλύση την φιλίαν του με αυτόν. | 18 Ὅποιος ρίπτει λίθον ἐναντίον πτηνῶν, τὰ τρομάζει καὶ τὰ σκορπίζει, καὶ ὅποιος ὑβρίζει φίλον του, θὰ διαλύσῃ τὴν φιλίαν. |
21 ἐπὶ φίλον ἐὰν σπάσῃς ρομφαίαν, μὴ ἀπελπίσῃς, ἔστι γὰρ ἐπάνοδος· | 21 Εάν εις στιγμήν παραφοράς ανασύρης φανερά την μάχαιραν εναντίον του φίλου σου, μη απελπισθής, διότι είναι δυνατή η επανόρθωσις και αποκατάστασις της φιλίας. | 19 Ἐὰν σύρῃς μάχαιραν ἐναντίον φίλου σου, μὴ ἀπελπισθῇς διὰ τὴν διατήρησιν τῆς φιλίας σου· διότι εἶναι δυνατὴ ἡ ἐπάνοδός του καὶ ἡ ἀποκατάστασις τῶν σχέσεών σας. |
22 ἐπὶ φίλον ἐὰν ἀνοίξῃς στόμα, μὴ εὐλαβηθῇς, ἔστι γὰρ διαλλαγή· πλὴν ὀνειδισμοῦ καὶ ὑπερηφανίας καὶ μυστηρίου ἀποκαλύψεως καὶ πληγῆς δολίας, ἐν τούτοις ἀποφεύξεται πᾶς φίλος. | 22 Εάν ανοίξης το στόμα σου και καταφερθής εναντίον του φίλου σου, μη φοβηθής, διότι είναι δυνατόν να υπάρξη συνδιαλλαγή και συμφιλίωσις. Μονον εάν τον υβρίσης και φερθής προς αυτόν με υπερηφάνειαν και φανερώσης τα μυστικά του και δολίως τον πληγώσης, τότε ο φίλος σου θα απομακρυνθή οριστικώς από σέ. | 20 Ἐὰν ἀνοίξῃς τὸ στόμα σου καταφερόμενος καὶ φιλονικῶν πρὸς τὸν φίλον σου, μὴ φοβηθῇς ὅτι ἐψυχράνθῃς πρὸς αὐτὸν εἰς τὸ διηνεκές, διότι ὑπάρχει ἐλπὶς συνδιαλλαγῇς καὶ συμφιλιώσεως μετ’ αὐτοῦ· ἐκτὸς ἐὰν ἐκτραπῇς εἰς ἐξευτελισμόν του καὶ εἰς καταφρόνησίν του ἐξ ὑπερηφανείας καὶ εἰς φανέρωσιν τῶν μυστικῶν του καὶ εἰς δολίαν προσβολήν, ποὺ τὸν ἐπλήγωσεν ὕπουλα. Ἐξ αἰτίας τούτων θὰ σὲ ἀποφύγῃ ὁριστικὰ κάθε φίλος. |
23 πίστιν κτῆσαι ἐν πτωχείᾳ μετὰ τοῦ πλησίον, ἵνα ἐν τοῖς ἀγαθοῖς αὐτοῦ ὁμοῦ πλησθῇς· ἐν καιρῷ θλίψεως διάμενε αὐτῷ, ἵνα ἐν τῇ κληρονομίᾳ αὐτοῦ συγκληρονομήσῃς. | 23 Απόκτησε και κράτησε την εμπιστοσύνην του πλησίον σου εις περίοδον πτωχείας του, δια να χαρής έτσι και απολαύσης τα αγαθά του εις περίοδον ευτυχίας του. Εις περίστασιν θλίψεως και ανάγκης του μένε κοντά του, δια να έχης και συ κατόπιν μερίδιον εις τα αγαθά, τα οποία αργότερον αυτός θα αποκτήση. | 21 Κέρδισε τὴν ἐμπιστοσύνην τοῦ πλησίον σου κατὰ τὴν πτωχείαν του, ἵνα, ὅταν ἀποκτήσῃ ἀγαθὰ καὶ πλουτήσῃ, χορτάσῃς καὶ σὺ ἐκ τούτων μαζί του· κατὰ τὸν καιρὸν τῆς στενοχώριας καὶ ἀνεχείας του μένε κοντά του, ἵνα κατὰ τὴν κληρονομίαν καὶ ἀπόκτησιν ἀγαθῶν ὑπ’ αὐτοῦ συγκληρονομήσῃς καὶ σὺ μαζί του. |
24 πρὸ πυρὸς ἀτμὶς καμίνου καὶ καπνός· οὕτως πρὸ αἱμάτων λοιδορίαι. | 24 Από την φωτιά μιας καμίνου προηγείται ο ατμός και ο καπνός. Ετσι και από τας φονικάς συμπλοκάς προηγούνται αι ύβρεις και αι αντεγκλήσεις. | 22 Προτήτερα ἀπὸ τὴν φωτιὰ καὶ τὴν φλόγα τῆς καμίνου βγαίνουν ἀτμοὶ καὶ καπνός· ἔτσι καὶ πρὸ τῆς αἱματοχυσίας προηγοῦνται ὕβρεις. |
25 φίλον σκεπάσαι οὐκ αἰσχυνθήσομαι καὶ ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ οὐ μὴ κρυβῶ. | 25 Δεν θα εντραπώ να συγκαλύψω τας εκτροπάς του φίλου μου και δεν θα κρυβώ, δια να μη αντικρύσω τυ πρόσωπόν του. | 23 Τὸ νὰ σκεπάσω ἀπέναντι τῶν ἄλλων τὰ σφάλματα τοῦ φίλου μου καὶ νὰ μὴ τὸν διαπομπεύσω καὶ ἐγώ, δὲν θὰ μοῦ προκαλέσῃ ἐντροπήν. Ὅταν δὲ πράττω τοῦτο, δὲν θὰ κρυβῶ, διὰ νὰ μὴ ἀντικρύσω τὸ προσωπόν του ἐκ συστολῆς. |
26 καὶ εἰ κακά μοι συμβῇ δι᾿ αὐτόν, πᾶς ὁ ἀκούων φυλάξεται ἀπ᾿ αὐτοῦ.— | 26 Εάν δε και κάποιο κακόν μου συμβή εκ μέρους αυτού, τότε κάθε άνθρωπος, ο οποίος θα πληροφορηθή το γεγονός, θα τον αποστροφή και θα τον αποφύγη. | 24 Καὶ ἐὰν ἀκόμη ἐξ αἰτίας τοῦ συμβῇ εἰς ἐμὲ κάτι κακόν, ὅποιος τυχὸν τὸ ἀκούσῃ, θὰ προφυλαχθῇ ἀπὸ αὐτόν, καὶ ὄχι ἀπὸ ἐμέ, ὁ ὁποῖος τοῦ συμπαρεστάθην. |
27 Τίς δώσει μοι ἐπὶ στόμα μου φυλακὴν καὶ ἐπὶ τῶν χειλέων μου σφραγίδα πανοῦργον, ἵνα μὴ πέσω ἀπ᾿ αὐτῆς καὶ ἡ γλῶσσά μου ἀπολέσῃ με; | 27 Ποιός θα βάλη ένα φρουρόν στο στόμα μου και εις τα χείλη μου σφραγίδα διακρίσεως, δια να μη περιπέσω εις σφάλματα λόγων και η γλώσσα μου γίνη αφορμή να καταστραφώ; | 25 Ποῖος θὰ δώσῃ εἰς τὸ στόμα μου φρουρὰν καὶ εἰς τὰ χείλη μου σφραγῖδα συνέσεως, ὥστε νὰ μὴ ξεφύγω καὶ νὰ μὴ πέσω ἔξω ἀπὸ τὴν φρουρὰν καὶ τὴν σφραγῖδα ταύτην καὶ ἡ γλῶσσα μου μὲ καταστρέψῃ; |