Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 Ο ΦΟΒΟΥΜΕΝΟΣ Κύριον ποιήσει αὐτό, καὶ ὁ ἐγκρατὴς τοῦ νόμου καταλήψεται αὐτήν· | 1 Εκείνος που φοβείται τον Κυριον, θα κάμη αυτό, το οποίον η σοφία του υποδεικνύει. Αυτός δέ που γνωρίζει και εφαρμόζει τον Νομον του Θεού, θα καταλάβη και θα κάμη κτήμα του την σοφίαν. | 1 Αὐτὸς ποὺ φοβεῖται τὸν Κύριον, θὰ κάμῃ αὐτὰ ποὺ ἐλέχθησαν, καὶ ἐκεῖνος ποὺ κατέχει καὶ γνωρίζει καλὰ τὸν θεῖον Νόμον, θὰ καταλάβῃ καὶ θὰ καταστήσῃ κτῆμα του τὴν Σοφίαν. |
2 καὶ ὑπαντήσεται αὐτῷ ὡς μήτηρ καὶ ὡς γυνὴ παρθενίας προσδέξεται αὐτόν. | 2 Αυτή θα τον προαπαντήση και θα τον υποδεχθή, όπως υποδέχεται η μητέρα το τέκνον της και όπως υποδέχεται η νεαρά παρθένος σύζυγος τον συζυγόν της. | 2 Καὶ θὰ τὸν προϋπαντήσῃ αὕτη σὰν μητέρα, θὰ τὸν ὑποδεχθῇ ἐπίσης σὰν σύζυγος νεαρὰ καὶ παρθένος, ποὺ δὲν ἐγνώρισεν ἄλλον ἄνδρα. |
3 ψωμιεῖ αὐτὸν ἄρτον συνέσεως καὶ ὕδωρ σοφίας ποτίσει αὐτόν. | 3 Θα τον χορτάση με άρτον συνέσεως, θα τον ποτίση με το ύδωρ της σοφίας. | 3 Θὰ τὸν θρέψῃ μὲ ἄρτον συνέσεως καὶ θὰ τὸν ποτίσῃ μὲ νερὸ σοφίας. |
4 στηριχθήσεται ἐπ᾿ αὐτὴν καὶ οὐ μὴ κλιθῇ, καὶ ἐπ᾿ αὐτῆς ἐφέξει καὶ οὐ μὴ καταισχυνθῇ· | 4 Αυτός δε θα στηριχθή εις αυτήν και έτσι δεν θα κλονισθή ποτέ. Θα την κρατήση σταθερά και θα προσκολληθή εις αυτήν και έτσι δεν θα ντροπιασθή ποτέ. | 4 Θὰ στηριχθῇ ἐπ' αὐτῆς καὶ δὲν θὰ κλονισθῇ, οὐδὲ θὰ παρεκκλίνῃ εἰς παραπτώματα, καὶ θὰ στηριχθῇ μετ’ ἐμπιστοσύνης εἰς αὐτὴν καὶ δὲν θὰ ἐντροπιασθῇ. |
5 καὶ ὑψώσει αὐτὸν παρὰ τοὺς πλησίον αὐτοῦ καὶ ἐν μέσῳ ἐκκλησίας ἀνοίξει στόμα αὐτοῦ. | 5 Θα τον ανυψώση υπεράνω από τους γύρω του ανθρώπους και εν μέσω συνάξεως του λαού θα ανοίξη το στόμα του δια να ομιλήση τα πρέποντα. | 5 Θὰ τὸν ὑψώσῃ δὲ ἡ Σοφία, δοξάζουσα αὐτὸν παραπάνω ἀπὸ τοὺς πλησίον καὶ διπλανούς του· καὶ θὰ τοῦ ἀνοίξῃ τὸ στόμα νὰ ὁμιλήσῃ μετὰ συνέσεως ἐν μέσῳ συνάξεως. |
6 εὐφροσύνην καὶ στέφανον ἀγαλλιάματος καὶ ὄνομα αἰώνιον κατακληρονομήσει. | 6 Η σοφία θα δώση ως κληρονομίαν της εις αυτόν χαράν, στέφανον αγαλλιάσεως και όνομα αιώνιον και ένδοξον. | 6 Χαρὰν μεγάλην ἐσωτερικῶς καὶ στέφανον λαμπρόν, ποὺ θὰ τὸν εὐφραίνῃ, καὶ ὄνομα φημισμένον καὶ ἐξακουστὸν αἰωνίως θὰ κληρονομήσῃ. |
7 οὐ μὴ καταλήψονται αὐτὴν ἄνθρωποι ἀσύνετοι, καὶ ἄνδρες ἁμαρτωλοὶ οὐ μὴ ἴδωσιν αὐτήν· | 7 Οι μωροί και ασεβείς δεν θα απολαύσουν σοφίαν, ούτε οι αμαρτωλοί άνθρωποι θα την αντικρύσουν. | 7 Δὲν θὰ καταλάβουν οὔτε θὰ ἀποκτήσουν αὐτὴν ἄνθρωποι ἀδιαπαιδαγώγητοι, ἐστερημένοι συνέσεως, καὶ ἄνδρες ἁμαρτωλοὶ δὲν θὰ ἀξιωθοῦν νὰ τὴν ἴδουν. |
8 μακράν ἐστιν ὑπερηφανίας, καὶ ἄνδρες ψεῦσται οὐ μὴ μνησθήσονται αὐτῆς. | 8 Διότι η σοφία ευρίσκεται μακράν από την υπερηφάνειαν και οι άνθρωποι του ψεύδους ούτε καν και θα την ενθυμηθούν. | 8 Ἡ Σοφία παραμένει μακρὰν ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειαν, καὶ ἄνθρωποι τοῦ ψεύδους καὶ τῆς ὑποκρισίας δὲν θὰ τὴν σκεφθοῦν ποτέ. |
9 Οὐχ ὡραῖος αἶνος ἐν στόματι ἁμαρτωλοῦ, ὅτι οὐ παρὰ Κυρίου ἀπεστάλη· | 9 Δεν ταιριάζει και ούτε ενθρονίζεται ωραίος ύμνος στο στόμα του αμαρτωλού. Τέτοιος ύμνος δεν του έχει αποσταλή από τον Κυριον. | 9 Δὲν ἁρμόζει εἰς τὸ στόμα τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἡ πρὸς τὸν Θεὸν δοξολογία, διότι δὲν ἀπεστάλη καὶ δὲν ἐνεπνεύσθη εἰς αὐτὸν ἀπὸ τὸν Κύριον. |
10 ἐν γὰρ σοφίᾳ ρηθήσεται αἶνος, καὶ ὁ Κύριος εὐοδώσει αὐτόν. | 10 Διότι εις την αληθινήν σοφίαν εκφράζεται ο αίνος προς τον Θεόν και ο Κυριος στέλλει και κατευοδώνει αυτόν. | 10 Δὲν ἁρμόζει, διότι μόνον ὑπὸ τοῦ φωτιζομένου καὶ ἐμπνεομένου ὑπὸ τῆς Σοφίας θὰ λεχθῇ καὶ θὰ ἀναπεμφθῇ δοξολογία, καὶ ὁ Κύριος θὰ εὐοδώσῃ καὶ θὰ ἐμπνεύσῃ εἰς αὐτὸν ταύτην. |
11 μὴ εἴπῃς ὅτι διὰ Κύριον ἀπέστην· ἃ γὰρ ἐμίσησεν, οὐ ποιήσεις. | 11 Μη είπης, ότι, εάν εγώ απεμακρύνθην από την σοφίαν και τας θείας εντολάς, το έπραξα δια τον Κυριον. Διότι, εκείνο το οποίον αυτός μισεί, συ ποτέ δεν πρέπει να το πράξης. | 11 Μὴ εἴπῃς μέσα σου, ὅτι ἐξ αἰτίας τοῦ Κυρίου ἀπεμακρύνθην τοῦ θελήματός του καὶ ἡμάρτησα· διότι ὅσα Αὐτὸς ἐμίσησε, δὲν πρέπει ποτὲ νὰ τὰ κάμῃς. Εἶναι λοιπὸν ἀνόητος ἡ δικαιολογία σου ν’ ἀποδίδῃς ἐνοχὴν εἰς τὸν Θεὸν δι' ἔργον, τὸ ὁποῖον Αὐτὸς μισεῖ καὶ ἀποστρέφεται. |
12 μὴ εἴπῃς ὅτι αὐτός με ἐπλάνησεν· οὐ γὰρ χρείαν ἔχει ἀνδρὸς ἁμαρτωλοῦ. | 12 Μη είπης ποτέ ότι ο Θεός με έσυρε εις την πλάνην και με έκαμεν αμαρτωλόν· διότι ο Θεός δεν έχει ανάγκην από αμαρτωλόν άνθρωπον. | 12 Μὴ εἴπῃς ἀκόμη, ὅτι Αὐτὸς μὲ παρεπλάνησε καὶ ἡμάρτησα, διότι ὁ Κύριος δὲν ἔχει τὴν ἀνάγκην ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου. |
13 πᾶν βδέλυγμα ἐμίσησε Κύριος, καὶ οὐκ ἔστιν ἀγαπητὸν τοῖς φοβουμένοις αὐτόν. | 13 Καθε βδελυρόν και αηδιαστικόν αμάρτημα το μισεί ο Κυριος· όσοι δε τον φοφούνται αποστρέφονται το κακόν. | 13 Κάθε σιχαμερὸν καὶ μυσαρὸν ἁμάρτημα ἀνέκαθεν τὸ ἐμίσησεν ὁ Κύριος, καὶ δὲν εἶναι ἀρεστὸν τοῦτο εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι σέβονται καὶ φοβοῦνται Αὐτόν. |
14 αὐτὸς ἐξ ἀρχῆς ἐποίησεν ἄνθρωπον καὶ ἀφῆκεν αὐτὸν ἐν χειρὶ διαβουλίου αὐτοῦ. | 14 Αυτός απ' αρχής εδημιούργησεν ελεύθερον τον άνθρωπον και τον αφήκεν εις την ελευθέραν αυτού θέλησιν και διάθεσιν. | 14 Ἐὰν ὑπάρχῃ ἁμαρτία, ὑπεύθυνος δι’ αὐτὴν εἶναι μόνον ὁ ἄνθρωπος καὶ ὄχι ὁ Θεός. Αὐτὸς ἐξ ἀρχῇς ἐδημιούργησε τὸν ἄνθρωπον καὶ τὸν ἀφῆκεν εἰς τὴν ἐξουσίαν τῆς ἰδίας του ἐκλογῆς καὶ ἀποφάσεως. |
15 ἐὰν θέλῃς, συντηρήσεις ἐντολὰς καὶ πίστιν ποίησαι εὐδοκίας. | 15 Εάν θέλης, θα τηρήσης τας εντολάς του και θα πράξης όσα είναι ευδοκία πίστεως. | 15 Ἐὰν θέλῃς, θὰ τηρήσῃς καὶ θὰ φυλάξῃς τὰς θείας ἐντολὰς καὶ θὰ δείξῃς πίστιν καὶ ἐμπιστοσύνην εὐάρεστον καὶ εὐπρόσδεκτον εἰς Αὐτόν. |
16 παρέθηκέ σοι πῦρ καὶ ὕδωρ· οὗ ἐὰν θέλῃς, ἐκτενεῖς τὴν χεῖρά σου. | 16 Ενώπιόν σου έθεσε φωτιά και νερό, όπου θέλεις ημπορείς να απλώσης ελευθέρως το χέρι σου. | 16 Πλησίον σου ἔβαλε φωτιὰ καὶ νερό· ὅπου θέλεις σύ, θὰ ἀπλώσῃς τὸ χέρι σου. |
17 ἔναντι ἀνθρώπων ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος, καὶ ὃ ἐὰν εὐδοκήσῃ, δοθήσεται αὐτῷ. | 17 Ενώπιον των ανθρώπων υπάρχει η ζωή και ο θάνατος και εκείνο το οποίον κανείς θα θελήση και θα προτιμήση, θα του δοθή. | 17 Ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος, καὶ ὅ,τι ἐκ τῶν δύο θὰ θελήσῃ ὡς ἀρεστὸν εἰς αὐτὸν ὁ καθένας των, θὰ δοθῇ εἰς αὐτόν. |
18 ὅτι πολλὴ σοφία τοῦ Κυρίου· ἰσχυρὸς ἐν δυναστείᾳ καὶ βλέπων τὰ πάντα, | 18 Πολλή είναι η σοφία του Κυρίου. Αυτός είναι ισχυρός και παντοδύναμος και επιβλέπει τα πάντα. | 18 Διότι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ εἶναι μεγάλη, δι’ αὐτὸ δὲ καὶ ἀφῆκεν εἰς τὸν ἄνθρωπον τὴν ἐλευθέραν προτίμησιν· εἶναι δὲ ὁ Θεὸς καὶ ἰσχυρὸς εἰς δύναμιν, ὥστε νὰ μὴ Τοῦ εἶναι ἀδύνατον, ὅπως δοθῇ εἰς τὸν καθένα ὅ,τι προτιμᾷ· βλέπει δὲ τὰ πάντα, χωρὶς νὰ Τοῦ διαφεύγῃ τίποτε, καὶ συνεπῶς δὲν θὰ ἀδικηθῇ κανείς. |
19 καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ἐπὶ τοὺς φοβουμένους αὐτόν, καὶ αὐτὸς ἐπιγνώσεται πᾶν ἔργον ἀνθρώπου. | 19 Οι οφθαλμοί αυτού είναι εστραμμένοι προστατευτικώς εις εκείνους, που τον φοβούνται, και αυτός βλέπει, εξετάζει και γνωρίζει καλά κάθε έργον ανθρώπου. | 19 Καὶ οἱ ὀφθαλμοί Τοῦ εἶναι προσηλωμένοι ἐπὶ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι Τὸν φοβοῦνται, καὶ Αὐτὸς γνωρίζει καλὰ κάθε ἔργον ἀνθρώπου. |
20 καὶ οὐκ ἐνετείλατο οὐδενὶ ἀσεβεῖν καὶ οὐκ ἔδωκεν ἄνεσιν οὐδενὶ ἁμαρτάνειν. | 20 Εις κανένα δεν έδωσε την εντολήν να είναι ασεβής και εις κανένα δεν έδωσε το δικαίωμα να διαπράττη αμαρτίας. | 20 Δὲν ἔδωσε δὲ ἐντολὴν εἰς κανένα νὰ εἶναι ἀσεβὴς καὶ δὲν ἔδωσεν εἰς κανένα ἄδειαν καὶ εὐκολίαν διὰ νὰ ἁμαρτάνῃ. |