Πέμπτη, 18 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:46
Δύση: 20:04
Σελ. 10 ημ.
109-257
16ος χρόνος, 5906η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΣΟΦΙΑ ΣΕΙΡΑΧ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 (ΙΑ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΣΟΦΙΑ ταπεινοῦ ἀνυψώσει κεφαλὴν αὐτοῦ, καὶ ἐν μέσῳ μεγιστάνων καθίσει αὐτόν. 1 Η σοφία του ταπεινόφρονος ανθρώπου τον δοξάζει και τον τιμά, εν μέσω δε επισήμων ανθρώπων θα του δώση θέσιν. 1 Η σύνεσις τοῦ ταπεινοῦ θὰ ἀνυψώσῃ τὴν κεφαλήν του καὶ θὰ τὸν καθίσῃ ἐν μέσῳ ἀρχόντων καὶ μεγιστάνων.
2 μὴ αἰνέσῃς ἄνδρα ἐν κάλλει αὐτοῦ καὶ μὴ βδελύξῃ ἄνθρωπον ἐν ὁράσει αὐτοῦ. 2 Μη επαινέσης άνθρωπον δια την ωραιότητά του, ούτε και να αποστροφής άλλον άνθρωπον, διότι το πρόσωπόν του δεν είναι ωραίον. 2 Μὴ ἐπαινέσῃς ἄνθρωπον διὰ τὴν εὐμορφίαν του, καὶ μὴ σιχαθῇς ἄνθρωπον διὰ τὸ ἐξωτερικόν του, ποὺ θὰ ἴδουν τὰ μάτια σου.
3 μικρὰ ἐν πετεινοῖς μέλισσα, καὶ ἀρχὴ γλυκασμάτων ὁ καρπὸς αὐτῆς. 3 Η μέλισσα από απόψεως σωματικής εμφανίσεως και ισχύος είναι μικρά μεταξύ των πτερωτών, αλλά το προϊόν των κόπων της είναι εξαιρετικής γλυκύτητας. 3 Ἡ μέλισσα εἶναι μικρὰ μεταξὺ τῶν πετουμένων πλασμάτων, αὐτὸ ὅμως ποὺ παράγει, τὸ μέλι δηλαδή, εἶναι τὸ πρῶτον ἐκ τῶν γλυκαντικῶν.
4 ἐν περιβολῇ ἱματίων μὴ καυχήσῃ καὶ ἐν ἡμέρᾳ δόξης μὴ ἐπαίρου· ὅτι θαυμαστὰ τὰ ἔργα Κυρίου, καὶ κρυπτὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ ἐν ἀνθρώποις. 4 Μη καυχάσαι δια τα ωραία ενδύματα, που φορείς, ούτε και να αλαζονεύεσαι εις ημέρας δόξης σου. Ιδού, ότι τα έργα του Κυρίου είναι θαυμαστά· και όμως τα πλείστα από τα έργα του μένουν άγνωστα μεταξύ των ανθρώπων. 4 Μὴ καυχηθῇς διὰ τὰ ὡραῖα ἐνδύματα, ποὺ φορεῖς, καὶ μὴ ἐπαίρεσαι κατὰ τὴν ἡμέραν ποὺ θὰ δοξάζεσαι, διότι πραγματικῶς θαυμαστὰ εἶναι μόνον τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου· ὅσα δὲ ἐργάζεται μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων δι' ἕνα ἕκαστον ἐξ αὐτῶν, εἶναι ἄγνωστα καὶ κεκρυμμένα.
5 πολλοὶ τύραννοι ἐκάθισαν ἐπὶ ἐδάφους, ὁ δὲ ἀνυπονόητος ἐφόρεσε διάδημα. 5 Πολλοί άρχοντες έχασαν τους θρόνους και την εξουσίαν των και εκάθησαν κάτω στο χώμα. Εκείνος δέ, τον οποίον δια την ασημότητά του κανείς ποτέ δεν εσκέφθη, εφόρεσε βασιλικόν στέμμα εις την κεφαλήν του. 5 Ἕνεκα τούτου συνέβη, ὥστε πολλοὶ τύραννοι ἐξεθρονίσθησαν καὶ ἐκάθισαν κατὰ γῆς, ὁ ἄγνωστος δὲ καὶ ἄσημος, τὸν ὁποῖον δὲν ἐσκέφθησαν οὐδὲ διενοήθησαν ποτέ, ἐφόρεσε βασιλικὸν διάδημα.
6 πολλοὶ δυνάσται ἠτιμάσθησαν σφόδρα, καὶ ἔνδοξοι παρεδόθησαν εἰς χεῖρας ἑτέρων. 6 Πολλοί βασιλείς και άρχοντες έχασαν το στέμμα και την εξουσίαν των και περιέπεσαν εις ασημότητα, όπως επίσης και πολλοί ένδοξοι παρεδόθησαν εις χείρας άλλων ως δούλοι. 6 Πολλοὶ βασιλεῖς καὶ δυνάσται ἐξηυτελίσθησαν καὶ ὑπέστησαν πολὺ μεγάλην ἀτιμίαν, καὶ ἔνδοξοι ἄνθρωποι παρεδόθησαν ὡς δοῦλοι εἰς χεῖρας ἄλλων.
7 πρὶν ἐξετάσῃς, μὴ μέμψῃ· νόησον πρῶτον καὶ τότε ἐπιτίμα. 7 Πριν ακριβώς εξετάσης και πληροφορηθής την αλήθειαν, μη κατηγορήσης. Πρώτα να κατανοήσης καλώς και κατόπιν να απευθύνης παρατηρήσεις και ελέγχους. 7 Προτοῦ ἐξετάσῃς καλῶς τὰ πράγματα, μὴ μεμφθῇς καὶ μὴ κατηγορήσῃς κανένα· πρῶτον μάθε καὶ πληροφορήσου περὶ τίνος πρόκειται καὶ τότε νὰ ἐπιτιμήσῃς καὶ ἐπιπλήξῃς τὸν ἔνοχον.
8 πρὶν ἢ ἀκοῦσαι, μὴ ἀποκρίνου καὶ ἐν μέσῳ λόγων μὴ παρεμβάλλου. 8 Πριν ακούσης και εννοήσης, μη δίδης απόκρισιν. Και όταν οι άλλοι ομιλούν, μη παρεμβαίνης, δια να τους διακόψης. 8 Προτοῦ ἀκούσῃς τί θέλουν νὰ σοῦ εἴπουν, μὴ ἀποκρίνεσαι, καὶ μὴ παρεμβάλλεσαι ἐν μέσῳ συζητήσεων διακόπτων τοὺς ὁμιλοῦντας.
9 περὶ πράγματος, οὗ οὐκ ἔστι σοι χρεία, μὴ ἔριζε καὶ ἐν κρίσει ἁμαρτωλῶν μὴ συνέδρευε. 9 Δια ζητήματα, τα οποία δεν σε αφορούν, μη φιλονεικής, εις δε τας αντεγκλήσεις και τας δίκας των αμαρτωλών ανθρώπων μη ανακατεύεσαι. 9 Μὴ φιλονικῇς διὰ πρᾶγμα καὶ δι’ ὑπόθεσιν, ποὺ δὲν σὲ ἐνδιαφέρει, καὶ μὴ γίνεσαι σύνεδρος καὶ δικαστὴς εἰς δικαστήριον καὶ σύσκεψιν ἁμαρτωλῶν.
10 Τέκνον, μὴ περὶ πολλὰ ἔστωσαν αἱ πράξεις σου· ἐὰν πληθυνῇς, οὐκ ἀθωωθήσῃ· καὶ ἐὰν διώκῃς, οὐ μὴ καταλάβῃς, καὶ οὐ μὴ ἐκφύγῃς διαδράς. 10 Παιδί μου, μη εκτείνεσαι εις πολλά έργα και μάλιστα ανώτερα των δυνάμεών σου. Εάν πληθύνης τα έργα σου και τας ασχολίας σου, θα περιπέσης ενδεχομένως εις σφάλματα και δεν θα μείνης χωρίς ενόχην. Και εάν επιδιώκης να επιτύχης πολλά, δεν θα κατορθώσης να αποφύγης τας αποτυχίας. 10 Τέκνον μου, μὴ καταπιάνεσαι μὲ πολλὰ ἔργα· ἐὰν πολλαπλασιάσῃς καὶ πληθύνῃς τὰς ἀσχολίας σου, δὲν θὰ παραμείνῃς ἀνένοχος καὶ χωρὶς σφάλματα καὶ ἀποτυχίας· καὶ ἐὰν ἐπιδιώκῃς καὶ κυνηγᾷς πολλά, δὲν θὰ τὰ προφθάσῃς καὶ δὲν θὰ τὰ ἐπιτύχῃς ὅλα, οὔτε ἐν περιπτώσει ἀποτυχίας θὰ ἠμπορέσῃς νὰ διαφύγῃς δραπετεύων καὶ μὴ ὑφιστάμενος τὰς συνεπείας.
11 ἔστι κοπιῶν καὶ πονῶν καὶ σπεύδων, καὶ τόσῳ μᾶλλον ὑστερεῖται. 11 Υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι κοπιάζουν και μοχθούν και σπεύδουν συνεχώς, και όμως τόσον περισσότερον στερούνται. 11 Ὑπάρχει ἄνθρωπος, ποὺ κοπιάζει καὶ βασανίζεται καὶ τρέχει εἰς τὴν ἐργασίάν του, καὶ ὅμως τόσον περισσότερον ὑστερεῖται.
12 ἔστι νωθρὸς καὶ προσδεόμενος ἀντιλήψεως, ὑστερῶν ἰσχύϊ καὶ πτωχείᾳ περισσεύει· καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ Κυρίου ἐπέβλεψαν αὐτῷ εἰς ἀγαθά, καὶ ἀνώρθωσεν αὐτὸν ἐκ ταπεινώσεως αὐτοῦ. 12 Υπάρχουν εξ αντιθέτου άνθρωποι αδύνατοι, μειωμένης δραστηριότητος, οι οποίοι έχουν ανάγκην συμπαραστάσεως και βοηθείας των άλλων, υστερούν αυτοί εις δύναμιν και ευρίσκονται εις μεγάλην πτωχείαν. Εν τούτοις προς αυτούς ο Κυριος στρέφει με ευμένειαν τους οφθαλμούς του και τους ανορθώνει από την ταπεινήν και δύσκολον θέσιν των. 12 Ὑπάρχει καὶ ἄνθρωπος βραδυκίνητος καὶ ἔχων ἀνάγκην νὰ τὸν βοηθήσουν οἱ ἄλλοι εἰς τὸ ἔργον του, ὁ ὁποῖος ὑστερεῖ εἰς σωματικὴν δύναμιν καὶ κατέχεται ἀπὸ πολλὴν πτωχείαν καὶ ὅμως οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ Κυρίου ἐστράφησαν πρὸς αὐτὸν εὐμενῶς πρὸς παροχὴν ἀγαθῶν εἰς αὐτὸν καὶ τὸν ἀνώρθωσαν ἀπὸ τὴν ταπεινὴν κατάστασιν τῆς πτωχείας του.
13 καὶ ἀνύψωσε κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ ἀπεθαύμασαν ἐπ᾿ αὐτῷ πολλοί. 13 Ανυψώνει την κεφαλήν των τους τιμά και τους εμφανίζει μεταξύ των άλλων, ώστε πολλοί άνθρωποι να καταλαμβάνωνται από θαυμασμόν δι' αυτούς. 13 Καὶ ὁ Κύριος ὕψωσεν ἐπάνω τὴν κεφαλήν του, ποὺ λόγῳ τῆς πτωχείας του ἐκύτταζε διαρκῶς πρὸς τὰ κάτω, καὶ ἐθαύμασαν πολλοὶ δι’ αὐτόν.
14 ἀγαθὰ καὶ κακά, ζωὴ καὶ θάνατος, πτωχεία καὶ πλοῦτος παρὰ Κυρίου ἐστί. 14 Τα καλά και τα δυσάρεστα, η ζωή και ο θάνατος, ο πλούτος και η πτωχεία, δίδονται και κατευθύνονται από τον Κυριον. 14 Καλὰ καὶ κακά, ζωὴ καὶ θάνατος, πτωχεία καὶ πλοῦτος ἔρχονται ἀπὸ τὸν Κύριον.
17 δόσις Κυρίου παραμένει εὐσεβέσι, καὶ ἡ εὐδοκία αὐτοῦ εἰς τὸν αἰῶνα εὐοδωθήσεται. 17 Αι δωρεαί του Θεού δίδονται και παραμένουν εις χείρας των ευσεβών. Η δε ευμενεία του Κυρίου προστατεύει και κατευοδώνει αυτούς στους αιώνας. 15 Ὅ,τι δίδει ὁ Κύριος εἰς τοὺς εὐσεβεῖς, παραμένει μονίμως, καὶ ἡ εὐαρέσκειά του θὰ φέρῃ εὐτυχίαν παντοτινὴν εἰς αὐτούς.
18 ἔστι πλουτῶν ἀπὸ προσοχῆς καὶ σφιγγίας αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἡ μερὶς τοῦ μισθοῦ αὐτοῦ. 18 Υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι πλουτούν, διότι έχουν ενδιαφέρον δια το χρήμα και διότι είναι σφιχτοχέρηδες. Ιδού όμως ποία θα είναι η αμοιβή των· 16 Ὑπάρχει ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος γίνεται πλούσιος ἀπὸ τὸ μέγα ἐνδιαφέρον διὰ τὰ χρήματα καὶ τὸ σφίξιμον τῆς χειρός του· αὐτὸ ὅμως, ποὺ θὰ ἐκθέσωμεν κατωτέρω, εἶναι τὸ μερίδιον, ποὺ τοῦ δίδεται ὡς μισθός.
19 ἐν τῷ εἰπεῖν αὐτόν· εὗρον ἀνάπαυσιν καὶ νῦν φάγομαι ἐκ τῶν ἀγαθῶν μου, καὶ οὐκ οἶδε τίς καιρὸς παρελεύσεται καὶ καταλείψει αὐτὰ ἑτέροις καὶ ἀποθανεῖται. 19 Οταν θα είπουν “ευρήκα επιτέλους την ησυχίαν και ανάπαυσίν μου και τώρα θα τρώγω και θα απολαμβάνω τα αγαθά μου”, εν τούτοις δεν γνωρίζει επί πόσον καιρόν θα διαρκέση αυτή η κατάστασις και πότε θα εγκαταλείψη τα αγαθά του στους άλλους, διότι αυτός θα αποθάνη. 17 Θὰ εἴπῃ οὗτος· εὑρῆκα ἐπὶ τέλους τὴν ἀνάπαυσίν μου καὶ τώρα θὰ φάγω ἀπὸ τὰ ἀγαθά μου· ὅμως δὲν γνωρίζει πόσος καιρὸς θὰ περάσῃ, καὶ θὰ ἀφήσῃ τὰ ἀγαθὰ ταῦτα εἰς ἄλλους καὶ αὐτὸς θὰ ἀποθάνῃ.
20 στῆθι ἐν διαθήκῃ σου καὶ ὁμίλει ἐν αὐτῇ καὶ ἐν τῷ ἔργῳ σου παλαιώθητι. 20 Συ όμως μένε προσηλωμένος στο έντιμον έργον, που έχεις αναλάβει. Αυτό να έχης σύντροφόν σου εις την καρδίαν και την διάνοιάν σου και γήρασε στο έργον σου αυτό. 18 Σὺ ὅμως ὁ εὐσεβὴς παράμενε σταθερὸς εἰς τὴν ὑπόσχεσιν καὶ συμφωνίαν σου μὲ τὸν Θεὸν καὶ ἔχε την διαρκῶς εἰς τὴν σκέψιν καὶ τὴν ἀναστροφήν σου καὶ γήρασκε εἰς τὸ ἔργον σου ἐπὶ ἔτη πολλὰ ἥσυχος καὶ εἰρηνικός.
21 μὴ θαύμαζε ἐν ἔργοις ἁμαρτωλοῦ, πίστευε τῷ Κυρίῳ καὶ ἔμμενε τῷ πόνῳ σου· ὅτι κοῦφον ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου διὰ τάχους ἐξάπινα πλουτίσαι πένητα. 21 Μη καταπλήττεσαι δια τα έργα του αμαρτωλού. Συ έχε πίστιν και εμπιστοσύνην στον Κυριον και μένε σταθερός στο έργον σου, όσον κουραστικόν και αν είναι. Διότι είναι εύκολον στον Κυριον ταχύτατα και αμέσως να δώση πλούτη στον πτωχόν. 19 Μὴ θαυμάζῃς καὶ μὴ ξυπάζεσαι μὲ τὰ ἔργα τοῦ ἁμαρτωλοῦ· ἔχε πίστιν καὶ ἐμπιστοσύνην εἰς τὸν Κύριον καὶ ἐπίμενε εἰς τὸ κοπιαστικὸν ἔργον σου· διότι εἶναι εὔκολον ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ Κυρίου πολὺ γρήγορα καὶ ἔξαφνα νὰ κάμῃ πλούσιον ἕνα πτωχόν.
22 εὐλογία Κυρίου ἐν μισθῷ εὐσεβοῦς, καὶ ἐν ὥρᾳ ταχινῇ ἀναθάλλει εὐλογίαν αὐτοῦ. 22 Η ευλογία του Κυρίου είναι ο μισθός και η ανταμοιβή του ευσεβούς. Και εις στιγμήν χρόνου ημπορεί να κάμη, ώστε να αναθάλη και να καρποφορήση η ευλογία του. 20 Ἡ εὐλογία τοῦ Κυρίου παραμένει εἰς τὸ ἡμερομίσθιον τοῦ εὐσεβοῦς καὶ εἰς πολὺ σύντομον χρόνον φυτρώνει καὶ βλαστάνει αὕτη.
23 μὴ εἴπῃς· τίς ἐστί μου χρεία, καὶ τίνα ἀπὸ τοῦ νῦν ἔσται μου τὰ ἀγαθά; 23 Μη είπης· “τι ανάγκην έχω πλέον, ποιά άλλα αγαθά ημπορώ από έδω και πέρα να έχω;” 21 Μὴ εἴπῃς: Ποίαν ἀνάγκην ἔχω; Καὶ ποία ἄλλα ἀγαθὰ δύναμαι να ἔχω ἀπὸ τώρα καὶ εἰς τὸ μέλλον;
24 μὴ εἴπῃς· αὐτάρκη μοί ἐστι, καὶ τί ἀπὸ τοῦ νῦν κακωθήσομαι; 24 Μη είπης· “αρκετά είναι αυτά, που έχω. Και ποίον κακόν η ποίαν δυστυχίαν έχω να φοβηθώ από τώρα και στο εξής;” 22 Μὴ εἴπῃς: Μοῦ ἀρκοῦν αὐτὰ ποὺ ἔχω, καὶ τί κακὸν θὰ μὲ εὕρῃ ἀπὸ τώρα καὶ εἰς τὸ ἑξῆς;
25 ἐν ἡμέρᾳ ἀγαθῶν ἀμνησία κακῶν, καὶ ἐν ἡμέρᾳ κακῶν οὐ μνησθήσεται ἀγαθῶν· 25 Εις περίοδον ευτυχίας και μέσα στον πλούτον των αγαθών δεν ενθυμείται κανείς τας θλίψεις και στενοχωρίας. Οπως επίσης και εις περίοδον στενοχωριών και συμφορών δεν ενθυμείται τα αγαθά, που είχεν άλλοτε. 23 Εἰς τὸν καιρὸν ποὺ ἔχομεν τὰ ἀγαθὰ καὶ εὐτυχοῦμεν, ὑπάρχει ἐπιλησμοσύνη τῶν κακῶν καὶ τῆς δυστυχίας, καὶ κατὰ τὴν ἐποχὴν τῶν κακῶν, ἀπερροφημένος κανεὶς ἀπὸ τὴν δυστυχίαν του, λησμονεῖ τὴν παρελθοῦσαν εὐτυχίαν του.
26 ὅτι κοῦφον ἔναντι Κυρίου ἐν ἡμέρᾳ τελευτῆς ἀποδοῦναι ἀνθρώπῳ κατὰ τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ. 26 Είναι όμως ευκολώτατον στον Κυριον κατά την ώραν του θανάτου να αποδώση στον κάθε άνθρωπον ανάλογα με τον τρόπον της ζωής του και με τα έργα του. 24 Μὴ βασίζεσαι λοιπὸν εἰς τὰ πλούτη, ἀλλ' εἰς τὴν Πρόνοιαν τοῦ Θεοῦ. Διότι εἶναι εὔκολον ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀκόμη εἰς τὰ τελευταῖα του, νὰ τὸν ἀνταμείψῃ σύμφωνα μὲ τὰς κατὰ τὸ παρελθὸν πράξεις του.
27 κάκωσις ὥρας ἐπιλησμονὴν ποιεῖ τρυφῆς, καὶ ἐν συντελείᾳ ἀνθρώπου ἀποκάλυψις ἔργων αὐτοῦ. 27 Μια ώρα στενοχωρίας και θλίψεως κάμνει τον άνθρωπον να λησμονήση τας ημέρας της ευτυχίας του. Κατά δε την ώραν του θανάτου του θα αποκαλυφθούν όλα αυτού τα έργα. 25 Ὥρα δοκιμασίας καὶ τιμωρίας ἐπιφέρει ἐπιλησμοσύνην τῆς τρυφῆς καὶ τῶν ἀπολαύσεων παντὸς τοῦ παρελθόντος, καὶ ὅταν τελειώσῃ ἡ ἐπίγειος ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, θὰ γίνῃ ἀποκάλυψις καὶ φανέρωσις τῶν ἔργων, ποὺ διέπραξε κατὰ τὸ παρελθόν του.
28 πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ. 28 Δια τούτο προ του θανάτου μη καλοτυχίζης κανένα. Και εις τα τέκνα του, τα οποία θα τον κληρονομήσουν, θα δειχθή ο άνθρωπος, ποιός πραγματικά είναι. 26 Μὴ μακαρίζῃς καὶ μὴ θεωρῇς εὐτυχῆ κανένα πρὸ τοῦ θανάτου του· ἀπὸ τὴν ἀνατροφὴν δέ, ποὺ ἔδωκεν εἰς τὰ παιδιά του, καὶ τὴν συμπεριφορὰν αὐτῶν θὰ γίνῃ γνωστὸς κάθε ἄνθρωπος, ἐὰν δηλαδὴ ὑπῆρξε καλὸς ἢ κακὸς πατέρας.
29 Μὴ πάντα ἄνθρωπον εἴσαγε εἰς τὸν οἶκόν σου, πολλὰ γὰρ τὰ ἔνεδρα τοῦ δολίου. 29 Μη εισάγης κάθε άνθρωπον στο σπίτι σου. Διότι πολλαί είναι αι παγίδες, τας οποίας στήνουν οι δόλιοι άνθρωποι. 27 Μὴ εἰσάγῃς εἰς τὸ σπίτι σου ἀνεξετάστως κάθε ἄνθρωπον, διότι εἶναι πολλαὶ αἱ παγίδες καὶ αἱ ἐνέδραι τοῦ δολίου καὶ ἀνειλικρινοῦς ἀνθρώπου.
30 πέρδιξ θηρευτὴς ἐν καρτάλλῳ, οὕτως καρδία ὑπερηφάνου, καὶ ὡς ὁ κατάσκοπος ἐπιβλέπει πτῶσιν· 30 Οπως η πέρδικα τίθεται στο κλουβί του κυνηγού ως δόλωμα, έτσι είναι η καρδιά, ο νους και η διάθεσις του υπερηφάνου, διότι ως κατάσκοπος αυτός παρακολουθεί και περιμένει την κατάρρευσίν σου. 28 Σὰν τὴν πέρδικα μέσα σὲ κλωβίον, ποὺ χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τοὺς κυνηγοὺς ὡς δόλωμα διὰ νὰ συλληφθοῦν ἐντὸς αὐτοῦ καὶ ἄλλαι περδικες, ἔτσι εἶναι καὶ ἡ καρδία τοῦ ὑπερηφάνου καὶ ἀνειλικρινοῦς ἀνθρώπου· καὶ ὡσὰν κατάσκοπος παραμονεύει καὶ παρακολουθεῖ διὰ νὰ ἐπιφέρῃ πτῶσιν καὶ καταστροφήν.
31 τὰ γὰρ ἀγαθὰ εἰς κακὰ μεταστρέφων ἐνεδρεύει καὶ ἐν τοῖς αἱρετοῖς ἐπιθήσει μῶμον. 31 Αυτός ενεδρεύει και προσπαθεί να μεταβάλη τα καλά εις κακά, εναντίον δε των εκλεκτών και διακεκριμένων προσπαθεί να προσάψη κατηγορίας. 29 Ὁ ὑπερήφανος καὶ δόλιος ἄνθρωπος λόγῳ τῆς διαφθορᾶς τῆς καρδίας του παραμονεύει καὶ καιροφυλακτεῖ νὰ μεταστρέψῃ τὰ καλὰ εἰς κακά, ἀρέσκεται δὲ καὶ εἰς αὐτοὺς τοὺς ἐκλεκτοὺς νὰ προσάψῃ κατηγορίας καὶ μομφάς.
32 ἀπὸ σπινθῆρος πυρὸς πληθύνεται ἀνθρακιά, καὶ ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς εἰς αἷμα ἐνεδρεύει. 32 Από ένα σπινθήρα ανάπτει μεγάλη φωτιά· και ένας αμαρτωλός άνθρωπος στήνει ενέδρας, δια να χύση αίματα. 30 Ἀπὸ μίαν σπίθαν φωτιᾶς ἀνάπτεται ὁλόκληρος σωρὸς ἀπὸ κάρβουνα, καὶ ἕνας ἄνθρωπος δόλιος παραμονεύει καὶ στήνει παγίδας διὰ νὰ χύσῃ αἷμα.
33 πρόσεχε ἀπὸ κακούργου, πονηρὰ γὰρ τεκταίνει, μήποτε μῶμον εἰς τὸν αἰῶνα δῷ σοι. 33 Πρόσεχε από τον κακοποιόν άνθρωπον, διότι αυτός πάντοτε καταστρώνει και θέτει εις ενέργειαν πονηρά σχέδια. Πρόσεχε, μήπως και εναντίον σου προσάψη κατηγορίαν άδικον, η οποία θα μείνη πάντοτε. 31 Πρόσεχε ἀπὸ τὸν κακοποιόν, διότι μηχανεύεται καὶ σχεδιάζει κακά, μήπως σοῦ κολλήσῃ ψευδῆ κατηγορίαν, ἡ ὁποία θὰ σοῦ μείνῃ ἀνεξάλειπτος εἰς τὸν αἰῶνα.
34 ἐνοίκισον ἀλλότριον καὶ διαστρέψει σε ἐν ταραχαῖς, καὶ ἀπαλλοτριώσει σε τῶν ἰδίων σου. 34 Βαλε ένα ξένον στο σπίτι σου και αυτός θα σε αναστατώση με τας ταραχάς, που θα υπεγείρη στον οίκον σου, και θα σε αποξενώση από τους ιδικούς σου ανθρώπους. 32 Βάλε εἰς τὸ σπίτι σου ἄνθρωπον τοιοῦτον, ξένον καὶ ἐντελῶς ἄγνωστον, καὶ θὰ σὲ ἀναστατώσῃ μὲ τὰς ταραχάς του καὶ θὰ σὲ ἀποξενώσῃ ἀπὸ τὸ σπίτι σου καὶ ἀπὸ τοὺς ἰδικούς σου.