Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΣΟΦΙΑ ΣΕΙΡΑΧ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 (Β)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΤΕΚΝΟΝ, εἰ προσέρχῃ δουλεύειν Κυρίῳ Θεῷ, ἑτοίμασον τὴν ψυχήν σου εἰς πειρασμόν· 1 Παιδί μου, εάν προσέρχεσαι να υπηρετήσης τον Κυριον, ετοίμασε τον εαυτόν σου δια διαφόρους δοκιμασίας. 1 Τέκνον μου, ἐὰν προσέρχεσαι να ὑπηρετήσῃς τὸν Κύριον, ἐτοίμασε τὸν ἑαυτόν σου νὰ ἀντιμετωπίσῃς παντὸς εἴδους δοκιμασίας καὶ πειρασμούς.
2 εὔθυνον τὴν καρδίαν σου καὶ καρτέρησον καὶ μὴ σπεύσῃς ἐν καιρῷ ἐπαγωγῆς· 2 Να έχης ευθείαν και ειλικρινή την καρδίαν σου. Οπλισε τον εαυτόν σου με υπομονήν και θάρρος και να μη παρασυρθής μακράν από τον Κυριον εις περίοδον δυσκολιών. 2 Διὰ νὰ προετοιμάσῃς δὲ τὸν ἑαυτόν σου κατάστησον εὐθεῖαν καὶ ἐλευθέραν ἀπὸ κάθε ἐλατήριον μάταιον καὶ ἰδιοτελὲς τὴν καρδίαν σου, ὥστε νὰ θέλῃ αὕτη πάντοτε τὰ θεάρεστα, καὶ γίνου ὑπομονητικὸς καὶ καρτερικός· καὶ μὴ σπεύσῃς νὰ ἀπομακρυνθῇς ἀπὸ τὸν Θεὸν κατὰ τὸν καιρόν, ποὺ θὰ ἐπαχθοῦν καὶ θὰ ἐπέλθουν ἐπάνω σου αἱ δοκιμασίαι αὐταί.
3 κολλήθητι αὐτῷ καὶ μὴ ἀποστῇς, ἵνα αὐξηθῇς ἐπ᾿ ἐσχάτων σου. 3 Μένε προσκολλημένος στον Θεόν, μη απομακρυνθής από αυτόν, δια να δοξασθής και μεγαλυνθής κατόπιν. 3 Προσκολλήσου εἰς Αὐτὸν καὶ μὴ ἀπομακρυνθῇς ἀπ’ Αὐτοῦ, διὰ νὰ προκόψῃς καὶ τιμηθῇς εἰς τὰ ἔσχατα τῆς ζωῆς σου.
4 πᾶν ὃ ἐὰν ἐπαχθῇ σοι, δέξαι καὶ ἐν ἀλλάγμασι ταπεινώσεώς σου μακροθύμησον· 4 Καθε πειρασμόν και δύσκολον περίστασιν, που θα εκσπάση επάνω σου, δέξου τα με υπομονήν. Εις δε τας μεταπτώσεις και εναλλαγάς των θλίψεών σου δείξε μακροθυμίαν· 4 Κάθε δοκιμασίαν καὶ περιπέτειαν, ποὺ θὰ πέσῃ ἐπάνω σου, δέχθητι αὐτὴν μεθ’ ὑπομονῆς· καὶ εἰς τὰς μεταβολὰς καὶ μεταπτώσεις τῆς ζωῆς, αἱ ὁποῖαι θὰ σοῦ ἐπιφέρουν ταπείνωσιν καὶ χειροτέρευσιν τῆς μέχρι τοῦδε καταστάσεως, δεῖξε ὑπομονὴν καὶ μακροθυμίαν.
5 ὅτι ἐν πυρὶ δοκιμάζεται χρυσὸς καὶ ἄνθρωποι δεκτοὶ ἐν καμίνῳ ταπεινώσεως. 5 διότι, όπως με την φωτιάν καθαρίζεται και γίνεται λαμπρότερος ο χρυσός, έτσι και οι άνθρωποι γίνονται δεκτοί ενώπιον του Κυρίου δια μέσου της καμίνου των θλίψεων. 5 Δέχθητι δὲ μὲ ὑπομονὴν τὰς ταπεινωτικὰς δοκιμασίας, διότι μὲ τὴν φωτιὰν ὁ χρυσὸς καθαρίζεται καὶ γίνεται δόκιμος καὶ γνήσιος, καθὼς καὶ οἱ ἄνθρωποι καθίστανται δεκτοὶ καὶ εὐάρεστοι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μέσα εἰς τὴν κάμινον τῶν δοκιμασιῶν καὶ τῆς ταπεινώσεως.
6 πίστευσον αὐτῷ, καὶ ἀντιλήψεταί σου· εὔθυνον τὰς ὁδούς σου καὶ ἔλπισον ἐπ᾿ αὐτόν. 6 Εμπιστεύσου τον εαυτόν σου στον Κυριον και αυτός θα σε προστατεύση. Φρόντισε να είναι ειλικρινείς και ευθείαι αι οδοί και οι τρόποι της ζωής σου και στήριξε εις Εκείνον τας ελπίδας σου. 6 Ἔχε πίστιν καὶ ἐμπιστοσύνην εἰς τὸν Θεόν, καὶ θὰ σὲ προστατεύσῃ· κατάστησον εὐθείας καὶ ἐλευθέρας πλαγίων ὑπολογισμῶν καὶ πάσης δολιότητος τοὺς τρόπους τῆς ὅλης διαγωγῆς σου· ζῆσε ζωὴν ἁγίαν καὶ ἔχε τὴν ἐλπίδα σου εἰς Αὐτόν.
7 οἱ φοβούμενοι τὸν Κύριον ἀναμείνατε τὸ ἔλεος αὐτοῦ καὶ μὴ ἐκκλίνητε, ἵνα μὴ πέσητε. 7 Οσοι φοβείσθε τον Κυριον, αναμείνατε την εκβασιν, που Εκείνος θα δώση, και μη παρεκκλίνετε από τον δρόμον του Κυρίου, δια να μη πέσετε και συντριβήτε. 7 Ὅσοι φοβεῖσθε τὸν Κύριον, εἰς περίπτωσιν δοκιμασίας σας ἀναμείνατε τὸ ἔλεός Του καὶ μὴ παρεκκλίνετε ἀπὸ τὸν δρόμον Αὐτοῦ, διὰ νὰ μὴ πέσετε καὶ πάθετε κακόν.
8 οἱ φοβούμενοι Κύριον πιστεύσατε αὐτῷ, καὶ οὐ μὴ πταίσῃ ὁ μισθὸς ὑμῶν. 8 Ολοι όσοι φοβούνται τον Κυριον ας εμπιστευθούν τον εαυτόν των εις Εκείνον και η αμοιβή της υπομονής των δεν θα χαθή. 8 Ὅσοι φοβεῖσθε τὸν Κύριον, ἔχετε πίστιν καὶ ἐμπιστοσύνην εἰς τὸν Κύριον, καὶ διὰ τὴν ὑπομονήν, ποὺ θὰ δείξετε εἰς τὴν δοκιμασίαν σας, δὲν θὰ χαθῇ ὁ μισθός σας.
9 οἱ φοβούμενοι Κύριον ἐλπίσατε εἰς ἀγαθὰ καὶ εἰς εὐφροσύνην αἰῶνος καὶ ἐλέους. 9 Σεις, που φοβείσθε τον Κυριον, να έχετε την ελπίδα, ότι θα απολαύσετε το έλεός του, τα αγαθά και την αιωνίαν χαράν. 9 Ὅσοι φοβεῖσθε τὸν Κύριον, κατὰ τὰς δοκιμασίας σας ἐλπίσατε εἰς τὰ ἀγαθὰ καὶ εἰς τὴν αἰωνίαν εὐφροσύνην καὶ τὸ ἔλεος Αὐτοῦ.
10 ἐμβλέψατε εἰς ἀρχαίας γενεὰς καὶ ἴδετε· τίς ἐνεπίστευσε Κυρίῳ καὶ κατῃσχύνθη; ἢ τίς ἐνέμεινε τῷ φόβῳ αὐτοῦ καὶ ἐγκατελείφθη; ἢ τίς ἐπεκαλέσατο αὐτόν, καὶ ὑπερεῖδεν αὐτόν; 10 Παρατηρήσατε εις τας αρχαίας γενεάς των ανθρώπων και ιδέτε, ποιός από εκείνους, που ενεπιστεύθησαν τον εαυτόν των στον Κυριον, εντροπιάστηκε; Η ποιός έμεινεν ακλόνητος στον σεβασμόν προς αυτόν και εγκατελείφθη από Εκείνον; Η ποιός παρεκάλεσε τον Κυριον και ο Κυριος του έδειξεν αδιαφορίαν και εγκατάλειψιν; 10 Παρατηρήσατε τὰς παλαιὰς γενεᾶς τῶν ἀνθρώπων καὶ ἴδετε· ποῖος ἐνεπιστεύθη εἰς τὸν Κύριον καὶ ἐντροπιάσθη διὰ τῆς διαψεύσεως τῶν ἐλπίδων του; Ἢ ποῖος ἐνέμεινε σταθερὸς καὶ ἀσάλευτος εἰς τὸν φόβον Του καὶ ἐγκατελείφθη ὑπ’ Αὐτοῦ; Ἢ ποῖος ἐπεκαλέσθη Αὐτὸν καὶ ὁ Κύριος τὸν παρέβλεψε καὶ τὸν ἐπεριφρόνησε;
11 διότι οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων ὁ Κύριος καὶ ἀφίησιν ἁμαρτίας καὶ σώζει ἐν καιρῷ θλίψεως. 11 Διότι ο Κυριος είναι οικτίρμων και ελεήμων, συγχωρεί τας αμαρτίας και σώζει τους ανθρώπους εις περίοδον θλίψεων και πειρασμών. 11 Κανεὶς δὲν ἐγκατελείφθη, οὔτε ἐπεριφρονήθη ἀπὸ τὸν Κύριον. Διότι ὁ Κύριος εἶναι εὐσπλαγχνικὸς καὶ ἐλεήμων καὶ συγχωρεῖ τὰς ἁμαρτίας καὶ σώζει τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὸν καιρὸν τῆς θλίψεώς των καὶ τῆς ἀνάγκης των.
12 οὐαὶ καρδίαις δειλαῖς καὶ χερσὶ παρειμέναις καὶ ἁμαρτωλῷ ἐπιβαίνοντι ἐπὶ δύο τρίβους. 12 Αλλοίμονον εις τας δειλάς καρδίας, εις τα παραλελυμένα χέρια και στον αμαρτωλόν, ο οποίος προσπαθεί να βαδίζη δύο δρόμους, ένα του Θεού και ένα του πονηρού. 12 Ἀλλοίμονον εἰς τὰς δειλὰς καρδίας καὶ εἰς τὰς χεῖρας τὰς παραλυμένας, εἰς ἐκείνους δηλαδή, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν πρώτην ἀπειλὴν ἐκφοβίζονται καὶ παραλύουν καὶ ἐγκαταλείπουν τὸ καθῆκον· ἀλλοίμονον καὶ εἰς τὸν ἁμαρτωλόν, ὁ ὁποῖος βαδίζει δύο δρόμους, μεταπίπτων ἀπὸ τὴν ὁδὸν τοῦ καθήκοντος εἰς τὴν ὁδὸν τῆς ματαιότητος καὶ τοῦ ψεύδους.
13 οὐαὶ καρδίᾳ παρειμένῃ, ὅτι οὐ πιστεύει· διὰ τοῦτο οὐ σκεπασθήσεται. 13 Αλλοίμονον εις την άτονον και παραλελυμένην καρδίαν, διότι δεν πιστεύει στον Θεόν. Εξ αιτίας δε της απιστίας της δεν θα τεθή υπό την σκέπην και προστασίαν του Κυρίου. 13 Ἀλλοίμονον εἰς τὴν παραλυμένην καρδίαν, ποὺ ὑποχωρεῖ ἄνευ ἀντιστάσεως εἰς τὴν προσβολὴν τοῦ κακοῦ, διότι δὲν πιστεύει εἰς τὸν Θεό·ν δι’ αὐτὸ δὲν θὰ σκεπασθῇ ὑπὸ τὴν προστασίαν του ἐν ὥρα κινδύνου.
14 οὐαὶ ὑμῖν τοῖς ἀπολωλεκόσι τὴν ὑπομονήν· καὶ τί ποιήσετε ὅταν ἐπισκέπτηται ὁ Κύριος; 14 Αλλοίμονον εις σας, που έχετε χάσει την υπομονήν! Τι θα κάμετε, όταν σας επισκεφθή ο Κυριος με δοκιμασίας και θλίψεις; 14 Ἀλλοίμονον εἰς σᾶς, ποὺ ἔχετε χάσει τὴν ὑπομονήν. Καὶ τί λοιπὸν θὰ κάμετε, ὅταν ὁ Κύριος σᾶς ἐπισκεφθῇ διὰ δοκιμασιῶν καὶ θλίψεων;
15 οἱ φοβούμενοι Κύριον οὐκ ἀπειθήσουσι ρημάτων αὐτοῦ, καὶ οἱ ἀγαπῶντες αὐτὸν συντηρήσουσι τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ. 15 Εκείνοι, που σέβονται τον Κυριον, δεν θα δείξουν ανυπακοήν στους λόγους του. Οι δε αγαπώντες αυτόν θα τηρήσουν πιστώς τας εντολάς του. 15 Ἐκεῖνοι ποὺ φοβοῦνται τὸν Κύριον, δὲν θὰ ἀπειθήσουν εἰς τοὺς λόγους του, καὶ ὅσοι τὸν ἀγαποῦν, θὰ παραμείνουν σταθεροὶ εἰς τοὺς δρόμους τῶν ἐντολῶν του.
16 οἱ φοβούμενοι κύριον ζητήσουσιν εὐδοκίαν αὐτοῦ, καὶ οἱ ἀγαπῶντες αὐτὸν ἐμπλησθήσονται τοῦ νόμου. 16 Οσοι φοβούνται τον Κυριον θα ζητήσουν και θα εύρουν την καλωσύνην και τας δωρεάς του. Εκείνοι δέ, που τον αγαπούν, θα χορτάσουν με το παραπάνω από την μελέτην και εφαρμογήν του Νομου του. 16 Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι φοβοῦνται τὸν Κύριον, θὰ ἐπιδιώξουν νὰ ἐπιτύχουν τὴν εὐαρέσκειάν του, καὶ ὅσοι τὸν ἀγαποῦν, θὰ χορτάσουν ἀπὸ τὴν μελέτην καὶ γνῶσιν τοῦ νόμου του.
17 οἱ φοβούμενοι Κύριον ἑτοιμάσουσι καρδίας αὐτῶν καὶ ἐνώπιον αὐτοῦ ταπεινώσουσι τὰς ψυχὰς αὐτῶν. 17 Οι φοβούμενοι τον Κυριον ας έχουν ετοίμους τας καρδίας των να υποστούν πειρασμούς. Και ενώπιον του Κυρίου ας υποτάξουν και ταπεινώσουν τους εαυτούς των λέγοντες· 17 Ἐκεῖνοι ποὺ φοβοῦνται τὸν Κύριον, θὰ προετοιμάσουν τὰς καρδίας των, διὰ νὰ δεχθοῦν ὅ,τι Αὐτὸς θὰ ἐπιτρέψῃ πρὸς δοκιμασίαν των, καὶ ἐνώπιον Αὐτοῦ θὰ ταπεινώσουν τὰς ψυχάς των.
18 ἐμπεσούμεθα εἰς χεῖρας Κυρίου καὶ οὐκ εἰς χεῖρας ἀνθρώπων· ὡς γὰρ ἡ μεγαλωσύνη αὐτοῦ, οὕτως καὶ τὸ ἔλεος αὐτοῦ. 18 “Θα παραδοθώμεν εις τα χέρια του Κυρίου μάλλον και οχι εις τα χέρια των ανθρώπων. Διότι όσον μεγάλη και απροσμέτρητος είναι η μεγαλοπρέπειά του, έτσι μέγα και απροσμέτρητον είναι το έλεός του”. 18 Καὶ θὰ εἴπουν: Θὰ πέσωμεν μέσα εἰς τὰς χεῖρας τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων διότι, ὅπως ἄπειρον εἶναι τὸ μεγαλεῖον καὶ ἡ δύναμίς του, οὕτως ἄπειρον εἶναι καὶ τὸ ἔλεός του.