Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΑΓΡΥΠΝΙΑ πλούτου ἐκτήκει σάρκας, καὶ ἡ μέριμνα αὐτοῦ ἀφιστᾷ ὕπνον. | 1 Η αϋπνία, την οποίαν προκαλεί η ανησυχία και ο φόβος δια τον πλούτον, λυώνει το ανθρώπινον σώμα και η αγωνιώδης μέριμνα δι' αυτόν αφαιρεί τον ύπνον. | 1 Η ἀϋπνία, ἡ προκαλουμένη ἀπὸ τὴν φροντίδα πρὸς ἀπόκτησιν πλούτου, λειώνει καὶ φθείρει τὸ σῶμα, ἡ δὲ ἀγωνιώδης αὐτὴ φροντὶς διὰ τὸν πλοῦτον ἀφαιρεῖ τὸν ὕπνον. |
2 μέριμνα ἀγρυπνίας ἀπαιτήσει νυσταγμόν, καὶ ἀρρώστημα βαρὺ ἐκνήψει ὕπνος. | 2 Η άγρυπνος μέριμνα δια τον πλούτον εκδιώκει τον ύπνον και προκαλεί ανικανοποίητον νυσταγμόν, όπως και ένα βαρύ σωματικόν και ψυχικόν νόσημα αποδιώκει τον ύπνον. | 2 Ἡ ἀγωνιώδης σκέψις καὶ φροντίς, ἡ ἐπιφέρουσα τὴν ἀγρυπνίαν, θὰ προκαλέσῃ κατόπιν κατάστασιν ὑπνηλίας, ἡ δὲ στέρησις τοῦ ὕπνον θὰ ἐξυπνήσῃ καὶ θὰ προκαλέσῃ βαρεῖαν ἀσθένειαν. |
3 ἐκοπίασε πλούσιος ἐν συναγωγῇ χρημάτων καὶ ἐν τῇ ἀναπαύσει ἐμπίπλαται τῶν τρυφημάτων αὐτοῦ. | 3 Ο πλούσιος κοπιάζει, δια να συγκεντρώνη χρήματα, στον καιρόν όμως της αναπαύσεώς του είναι γεμάτος από εκλεκτάς και ευγεύστους τροφάς. | 3 Ἐκοπίασεν ὁ πλούσιος διὰ νὰ συνάξῃ χρήματα, καὶ ὅταν ἀναπαύεται ἀπὸ τοὺς κόπους του, εἶναι γεμᾶτος ἀπὸ τέρψεις καὶ ἀπολαύσεις, εἰς τὰς ὁποίας ἐντρυφᾷ. |
4 ἐκοπίασε πτωχὸς ἐν ἐλαττώσει βίου καὶ ἐν τῇ ἀναπαύσει ἐπιδεὴς γίνεται. | 4 Κοπιάζει και ο πτωχός, ο οποίος ελάχιστα έχει τα μέσα της συντηρήσεώς του, και όταν θελήση να αναπαυθή στερείται από όλα. | 4 Ἐκοπίασε καὶ ὁ πτωχὸς καθ’ ὅλην τὴν στερημένην ζωήν του, καὶ ὅταν ἀναπαύεται ἀπὸ τὸν μόχθον τῆς ἐργασίας του, στερεῖται καὶ τῶν ἀπαραιτήτων. |
5 ὁ ἀγαπῶν χρυσίον οὐ δικαιωθήσεται, καὶ ὁ διώκων διαφθορὰν αὐτὸς πλησθήσεται. | 5 Εκείνός που αγαπά τα χρήματα, δεν θα κατορθώση να ζήση και να φερθή με δικαιοσύνην. Και εκείνος που επιδιώκει το παράνομον κέρδος, επιδιώκει διαφθοράν και θα γεμίση από κακά. | 5 Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾷ τὸν χρυσόν, δὲν θὰ διατηρηθῇ δίκαιος καὶ ἀπηλλαγμένος ἁμαρτημάτων, αὐτὸς δὲ ποὺ ἐπιδιώκει τὴν ἀπόκτησιν τοῦ φθειρομένου χρήματος, θὰ χορτάσῃ ἀπὸ τὰς κακίας τῆς ἀδίκου καὶ πλεονεκτικῆς ἀποκτήσεώς του. |
6 πολλοὶ ἐδόθησαν εἰς πτῶμα χάριν χρυσίου, καὶ ἐγενήθη ἀπώλεια αὐτῶν κατὰ πρόσωπον αὐτῶν. | 6 Πολλοί χάριν του χρυσίου έγιναν πτώμα και ερείπια, και η καταστροφή των παρουσιάσθη αιφνιδία ενώπιόν των. | 6 Πολλοὶ χάριν τῆς ἀποκτήσεως χρυσοῦ παρεδόθησαν εἰς κατάρρευσιν καὶ καταστροφήν, ἡ δὲ καταστροφή των παρουσιάσθη ἐνώπιόν των ἐξαφνικά. |
7 ξύλον προσκόμματός ἐστι τοῖς ἐνθουσιάζουσιν αὐτῷ, καὶ πᾶς ἄφρων ἁλώσεται ἐν αὐτῷ. | 7 Ο χρυσός είναι ξύλον, επάνω στο οποίον σκοντάπτουν αυτοί που ενθουσιάζονται προς χάριν του. Καθε ασύνετος άνθρωπος θα συλληφθή εις τα δίκτυα των κακών, που προκαλεί ο άδικος και αχόρταστος πλούτος. | 7 Εἰς ἐκείνους ποὺ λατρεύουν καὶ προσφέρουν θυσίαν εἰς τὸν χρυσόν, εἶναι οὗτος ξύλον προσκόμματος, εἰς τὸ ὁποῖον σκοντάπτουν κατὰ τὴν πορείαν τῆς ζωῆς των, καὶ κάθε ἄμυαλος καὶ ἐστερημένος συνέσεως θὰ πιασθῇ ὑπὸ τῆς παγίδος αὐτοῦ. |
8 μακάριος πλούσιος, ὃς εὑρέθη ἄμωμος καὶ ὃς ὀπίσω χρυσίου οὐκ ἐπορεύθη· | 8 Ευτυχής είναι ο πλούσιος, ο οποίος κατώρθωσε να μείνη καθαρός και ακατηγόρητος και ο οποίος δεν ετρεξε με απληστίαν οπίσω από τον χρυσόν. | 8 Μακάριος εἶναι ὁ πλούσιος, ὁ ὁποῖος δὲν διεφθάρη ὑπό του πλούτου, ἀλλ' εὑρέθη ἄμεμπτος ἐν τῇ χρήσει αὐτοῦ καὶ δὲν ἐπορεύθη ὡς δοῦλος καὶ αἰχμάλωτος ὀπίσω ἀπὸ τὸν χρυσόν. |
9 τίς ἐστι; καὶ μακαριοῦμεν αὐτόν, ἐποίησε γὰρ θαυμάσια ἐν λαῷ αὐτοῦ. | 9 Ποιός είναι αυτός ο ακατηγόρητος πλούσιος; Θα τον καλοτυχήσωσεν και θα τον συγχαρώμεν, διότι έπραξεν έργα θαυμαστά στον λαόν του. | 9 Ποῖος εἶναι αὐτός, διὰ νὰ τὸν μακαρίσωμεν καὶ τὸν ἐπαινέσωμεν; Διότι αὐτὸς ἐποίησε θαυμαστὰ ἔργα φιλανθρωπίας εἰς τὸν λαόν, ἐν μέσῳ τοῦ ὁποίου ζῇ. |
10 τίς ἐδοκιμάσθη ἐν αὐτῷ καὶ ἐτελειώθη; καὶ ἔσται αὐτῷ εἰς καύχησιν. τίς ἐδύνατο παραβῆναι καὶ οὐ παρέβη, καὶ ποιῆσαι κακὰ καὶ οὐκ ἐποίησε; | 10 Ποιός υπέστη την δοκιμασίαν και τους πειρασμούς του πλούτου και ευρέθη τέλειος; Τούτο θα είναι δι' αυτόν εις καύχησιν και έπαινον. Ποιός εν τη επιθυμία του πλούτου ημπορούσε να παραβή το θέλημα του Θεού και δεν το παρέβη; Ημπορούσε να διαπράξη αδικίας και δεν τας διέπραξε; | 10 Ποῖος ὑπεβλήθη εἰς δοκιμασίαν διὰ τῆς κατοχῆς καὶ χρήσεως τοῦ πλούτου καὶ ἀπεδείχθη τέλειος; Θὰ εἶναι δὲ ἡ διὰ τῆς δοκιμασίας τελειότης αὐτοῦ πρὸς ἔπαινον καὶ καύχησίν του. Ποῖος ἠδύνατο νὰ παραβῇ τὸν θεῖον Νόμον, ἐπιδιώκων παράνομα κέρδη, καὶ δὲν τὸν παρέβη, καὶ νὰ κάμῃ κακὰ αἰσχροκερδῶν καὶ δὲν ἐποίησε ταῦτα; |
11 στερεωθήσεται τὰ ἀγαθὰ αὐτοῦ, καὶ τὰς ἐλεημοσύνας αὐτοῦ ἐκδιηγήσεται ἐκκλησία. | 11 Τα αγαθά του ανθρώπου αυτού, ο οποίος δεν επλούτησε με αδικίας, θα μείνουν μόνιμα υπό την κατοχήν του· τας δε ευεργεσίας και αγαθοεργίας του θα διηγούνται πλήθη ανθρώπων. | 11 Τὰ ἀγαθὰ τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ θὰ στερεωθοῦν καὶ θὰ παραμείνουν ἀσάλευτα, διὰ δὲ τὰς ἀγαθοεργίας του θὰ ὁμιλῇ καὶ θὰ διηγῆται σύναξις καὶ συγκέντρωσις ὁλοκλήρου λαοῦ. |
12 ᾿Επὶ τραπέζης μεγάλης ἐκάθισας, μὴ ἀνοίξῃς ἐπ᾿ αὐτῆς φάρυγγά σου καὶ μὴ εἴπῃς· πολλά γε τὰ ἐπ᾿ αὐτῆς. | 12 Οταν παρακαθήσης εις επίσημον πλουσίαν τράπεζαν, μη ανοίγης αχόρταστα το στόμα σου δια τα φαγητά της και μη είπης από μέσα σου, πολλά βέβαια φαγητά υπάρχουν επάνω εις αυτήν. | 12 Ἐκάθισες εἰς πλουσίαν τράπεζαν; Μὴ ἀνοίξῃς ἀχόρταστα τὸν φάρυγγά σου διὰ νὰ φάγῃς ὑπερβολικά. Καὶ μὴ εἴπῃς: Πόσον ἄφθονα εἶναι τὰ ἐπὶ τῆς τραπέζης ταύτης φαγητά! |
13 μνήσθητι ὅτι κακὸν ὀφθαλμὸς πονηρός· πονηρότερον ὀφθαλμοῦ τί ἔκτισται; διὰ τοῦτο ἀπὸ παντὸς προσώπου δακρύει. | 13 Μη λησμονής ότι ο λαίμαργος οφθαλμός είναι κάτι κακόν. Τι άλλο πονηρότερον από τον αχόρταστον οφθαλμόν υπάρχει; Δια τούτο και κλαίει το μάτι παντός ανθρώπου, όταν στερήται από εκείνα, που επιθυμεί. | 13 Ἐνθυμοῦ ὅτι τὸ ἀχόρταστον μάτι εἶναι κακὸν πρᾶγμα. Τί ἄλλο χειρότερον καὶ πιὸ ζηλότυπον ἔχει γίνει ἀπὸ τὸ μάτι; Δι’ αὐτὸ καὶ δακρύζει εἰς πᾶσαν περίστασιν καὶ εἰς ὀτιδήποτε ἀντικρύσῃ. |
14 οὗ ἐὰν ἐπιβλέψῃ, μὴ ἐκτείνῃς χεῖρα καὶ μὴ συνθλίβου αὐτῷ ἐν τρυβλίῳ. | 14 Οπου και όταν σε βλέπη το μάτι του νοικοκύρη, μη απλώσης με λαιμαργίαν το χέρι σου και μη ρίπτεσαι στο κοινόν πιάτο μαζή με τον νοικοκύρην, δια να αρπάξης φαγητά. | 14 Ὅπου θὰ πέσῃ τὸ μάτι σου καὶ θὰ ἴδῃ, μὴ ἀπλώνῃς τὴν χεῖρα σου καὶ μὴ συναγωνίζεσαι τὸν γείτονά σου εἰς τὸ κοινὸν πινάκιον, ἀπὸ τὸ ὁποῖον συντρώγετε. |
15 νόει τὰ τοῦ πλησίον ἐκ σεαυτοῦ καὶ ἐπὶ παντὶ πράγματι διανοοῦ. | 15 Κρίνε τας επιθυμίας του πλησίον σου από τας ιδικάς σου και εις κάθε τι, που θα κάμης, σκέψου πρώτον καλά. | 15 Κατανοεῖ τὰς ἐπιθυμίας τοῦ διπλανοῦ σου ἐξ ἰδίων σου, καὶ εἰς κάθε πρᾶγμα, ποὺ θὰ κάμῃς, σκέφθητι πρότερον καλῶς. |
16 φάγε ὡς ἄνθρωπος τὰ παρακείμενά σοι καὶ μὴ διαμασῶ, μὴ μισηθῇς. | 16 Φαγε ωσάν καλοαναθρεμμένος άνθρωπος τα παρατιθέμενα εις σε φαγητά, και μη μασάς τας τροφάς κατά τρόπον αγροίκον και θορυβώδη, δια να μη σε αποστραφούν. | 16 Φάγε ὅπως ἁρμόζει εἰς ἄνθρωπον ἀπὸ τὰ φαγητά, ποὺ σοῦ ἔχουν παρατεθῇ, καὶ μὴ μασᾷς μετὰ θορύβου καὶ ἀπρόσεκτα, διὰ νὰ μὴ προκαλέσῃς τὸ μῖσος καὶ τὴν περιφρόνησιν. |
17 παῦσαι πρῶτος χάριν παιδείας καὶ μὴ ἀπληστεύου, μήποτε προσκόψῃς· | 17 Η καλή ανατροφή σου ας σε κάμη, να σταματήσης πρώτος το φάγητόν σου και να μη φανής αχόρταστος, δια να μη κτυπήσης άσχημα στους άλλους. | 17 Παῦσε σὺ πρῶτος νὰ τρώγῃς διὰ λόγους καλῆς ἀνατροφῆς καὶ μὴ γίνεσαι ἄπληστος καὶ ἀχόρταστος, διὰ νὰ μὴ σκανδαλίσῃς καὶ προκαλέσῃς τὴν μομφὴν καὶ ἐπίκρισιν τῶν παρακαθημένων σου. |
18 καὶ εἰ ἀνὰ μέσον πλειόνων ἐκάθισας, πρότερος αὐτῶν μὴ ἐκτείνῃς τὴν χεῖρά σου. - | 18 Εάν δε παρακαθήσης εις τράπεζαν μεταξύ πολλών άλλων συνδαιτυμόνων, μη απλώνης συ πρώτος από εκείνους το χέρι σου. | 18 Καὶ ἐὰν ἐκάθισες μεταξὺ περισσοτέρων συνδαιτυμόνων, μὴ ἀπλώνῃς τὴν χεῖρα σου εἰς τὰ φαγητὰ προτήτερα ἀπὸ αὐτούς. |
19 ῾Ως ἱκανὸν ἀνθρώπῳ πεπαιδευμένῳ τὸ ὀλίγον, καὶ ἐπὶ τῆς κοίτης αὐτοῦ οὐκ ἀσθμαίνει. | 19 Δια τον άνθρωπον τον κοινωνικώς μορφωμένον είναι αρκετόν και το ολίγον φαγητόν. Ετσι δε και στον ύπνον του δεν θα ασθμαίνη, όπως θα ασθμαίνη ο βαρυφορτωμένος από φαγητά. | 19 Πόσον εἶναι ἀρκετὸν τὸ ὀλίγον εἰς ἄνθρωπον μορφωμένον καὶ τυχόντα καλῆς ἀνατροφῆς! Δὲν θὰ δυσκολεύεται οὗτος εἰς τὴν ἀναπνοὴν ἐξ αἰτίας τῆς πολυφαγίας ἐπὶ τῆς κλίνης του, ὅταν θὰ πέσῃ νὰ κοιμηθῇ. |
20 ὕπνος ὑγιείας ἐπὶ ἐντέρῳ μετρίῳ, ἀνέστη πρωΐ, καὶ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ. πόνος ἀγρυπνίας καὶ χολέρας καὶ στρόφος μετὰ ἀνδρὸς ἀπλήστου. | 20 Υγιής και ευχάριστος ύπνος υπάρχει στον άνθρωπον, που το έντερόν του δεν είναι πολύ γεμάτο. Οταν δε το πρωϊ αυτός εξυπνά, έχει καθαρόν και ελεύθερον τον νουν. Ο πολυφαγάς όμως άνθρωπος υποφέρει από πόνους και αγρυπνίας. Εχει εμετούς και κόψιμο εις την κοιλίαν. | 20 Ὕπνος ὑγιεινὸς καὶ ἥσυχος ἔρχεται εἰς τὸν ἔχοντα μέτριον βάρος εἰς τὸ ἔντερον. Αὐτὸς σηκώνεται τὸ πρωῒ μὲ πλήρη κυριαρχίαν ἐπὶ τῆς ψυχικῆς του διαθέσεως· ὁ ἀχόρταστος ὅμως ἄνθρωπος ἐνοχλεῖται ἀπὸ φόρτον καὶ δυσφορίαν, ποὺ προκαλεῖ ἀγρυπνίαν, καὶ ἀπὸ κοιλιακὴν διαταραχὴν καὶ πόνον καὶ κοψίματα |
21 καὶ εἰ ἐβιάσθης ἐν ἐδέσμασιν, ἀνάστα μεσοπωρῶν καὶ ἀναπαύσῃ. | 21 Εάν όμως επιέσθης τυχόν να φάγης πολλά φαγητά, σταμάτα εις τας οπώρας· μη τρώγης φρούτα και ετσι θα δοκιμάσης ανάπαυσιν. | 21 Καὶ ἐὰν ἐβιάσθης ἀπὸ τοὺς ἄλλους νὰ φάγῃς ὑπερβολικά, σήκω καὶ ἀποχώρησον εἰς τὸ μέσον τοῦ φαγητοῦ καὶ θὰ ἀναπαυθῇς. |
22 ἄκουσόν μου, τέκνον, καὶ μὴ ἐξουδενώσῃς με, καὶ ἐπ᾿ ἐσχάτων εὑρήσεις τοὺς λόγους μου· ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις σου γίνου ἐντρεχής, καὶ πᾶν ἀρρώστημα οὐ μή σοι ἀπαντήσῃ. | 22 Ακουσέ με, παιδί μου, και μη καταφρονής τα λόγια μου. Εις το τέλος θα τα εύρης ορθά. Εις όλας τας ενεργείας σου να είσαι προσεκτικός και δραστήριος, και τότε καμμία νόσος δεν θα σε καταλάβη. | 22 Ἄκουσέ με, τέκνον μου, καὶ μὴ μὲ περιφρονήσῃς, καὶ εἰς τὸ τέλος θὰ εὕρῃς σωστοὺς καὶ ἀληθεῖς τοὺς λόγους μου· εἰς ὅλα τὰ ἔργα σου ἔσο ταχὺς καὶ πρόθυμος, καὶ καμμία ἀρρώστια σοβαρὰ δεv θὰ σὲ εὕρῃ. |
23 λαμπρὸν ἐπ᾿ ἄρτοις εὐλογήσει χείλη, καὶ μαρτυρία τῆς καλλονῆς αὐτοῦ πιστή. | 23 Δοξα δια τον άνθρωπον και έπαινος εκ μέρους των άλλων είναι η προσφορά τροφών προς τους πτωχούς. Αυτή είναι η πλέον αξιόπιστος μαρτυρία της καλωσύνης του. | 23 Τὸν γενναιόδωρον εἰς προσφορὰν ἄρτων καὶ παραθέσεις γευμάτων θὰ ἐπαινέσουν χείλη πολλά, καὶ ἡ μαρτυρία τῆς καλωσύνης καὶ ἀγαθότητός του θὰ εἶναι εἰλικρινὴς καὶ ἀξιόπιστος. |
24 πονηρῷ ἐπ᾿ ἄρτῳ διαγογγύσει πόλις, καὶ ἡ μαρτυρία τῆς πονηρίας αὐτοῦ ἀκριβής. | 24 Εναντίον όμως του τσιγγούνη, του σφιχτοχέρη στο να προσφέρη άρτους προς τους πεινώντας, θα αγανακτήση ολόκληρος η πόλις και η καταμαρτυρία αυτή εναντίον της φιλαργυρίας του θα είναι ακριβής και αξιόπιστος. | 24 Τοὐναντίον διὰ τὸν κακὸν καὶ φειδωλὸν εἰς τὸ νὰ παραθέτῃ ἄρτον θὰ ἀγανακτήσῃ ὁλόκληρος πόλις, καὶ ἡ μαρτυρία περὶ τῆς φιλαργυρίας καὶ τσιγκουνιᾶς του θὰ εἶναι ἀκριβὴς καὶ ἀδιάψευστος. |
25 ᾿Εν οἴνῳ μὴ ἀνδρίζου, πολλοὺς γὰρ ἀπώλεσεν ὁ οἶνος. | 25 Μη κάνης το παλληκάρι εις την οινοποσίαν, διότι η μέθη έχει καταστρέψει πολλούς. | 25 Μὴ ἀνδρειεύεσαι καὶ μὴ ἐπιδεικνύεσαι διὰ τὴν ἀντοχήν σου εἰς τὴν οἰνοποσίαν, διότι ὁ οἶνος κατέστρεψε πολλούς. |
26 κάμινος δοκιμάζει στόμωμα ἐν βαφῇ, οὕτως οἶνος καρδίας ἐν μάχῃ ὑπερηφάνων. | 26 Το καμίνι δοκιμάζει την αντοχήν του χάλυβος, αφού αυτός πυρακτωμένος βυθισθή στο νερό. Ετσι και το κρασί βάλλει εις δοκιμασίαν τας καρδίας των εγωϊστών, όταν μάλιστα αυτοί έλθουν εις φιλονεικίας. | 26 Ἡ φωτιὰ τῆς καμίνου δοκιμάζει τὴν στόμωσιν καὶ τὴν σκλήρυνσιν τοῦ χάλυβος, ὅταν οὗτος βάφεται βυθιζόμενος εἰς τὸ νερό. Ἔτσι καὶ ἡ οἰνοποσία δοκιμάζει καὶ καθιστᾲ φανερὰς τὰς καρδίας τῶν ὑπερηφάνων κατὰ τὴν ὥραν τῆς φιλονικίας των. |
27 ἔπισον ζωῆς οἶνος ἀνθρώπῳ, ἐὰν πίνῃς αὐτὸν μέτρῳ αὐτοῦ. τίς ζωὴ ἐλασσουμένῳ οἴνῳ; καὶ αὐτὸς ἔκτισται εἰς εὐφροσύνην ἀνθρώποις. | 27 Υποβοηθεί την υγείαν και ζωήν του ανθρώπου ο οίνος, όταν πίνεται με μέτρον. Ποιά δε είναι η ζωή εκείνου, ο οποίος στερείται από το κρασί; Ο οίνος έχει γίνει δια να ευφραίνη τους ανθρώπους. | 27 Ἴσον πρὸς ζωὴν διὰ τὸν ἄνθρωπον εἶναι ὁ οἶνος, ἐὰν πίνῃς αὐτὸν μὲ μέτρον. Ὁποίαν ζωὴν περνᾷ ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος στερεῖται τελείως καὶ δὲν πίνει οἶνον; Καὶ ὁ οἶνος ἐδημιουργήθη, διὰ νὰ παρέχῃ εὐχαρίστησιν εἰς τοὺς ἀνθρώπους. |
28 ἀγαλλίαμα καρδίας καὶ εὐφροσύνη ψυχῆς οἶνος πινόμενος ἐν καιρῷ αὐτάρκης. | 28 Αγαλλίασις καρδίας και χαρά της ζωής είναι ο οίνος, που πίνεται, όταν και όσον πρέπει. | 28 Ἀγαλλίασις τῆς καρδίας καὶ εὐφροσύνη τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ οἶνος, ὅταν πίνεται εἰς τὸν πρέποντα καιρὸν καὶ μὲ τὸ ὡρισμένον μέτρον. |
29 πικρία ψυχῆς οἶνος πινόμενος πολὺς ἐν ἐρεθισμῷ καὶ ἀντιπτώματι. | 29 Πικρία όμως και ταραχή της ψυχής είναι ο οίνος, όταν πίνεται εις μεγάλην ποσότητα, δημιουργεί εξερεθισμούς και αντεγκλήσεις μεταξύ των ανθρώπων. | 29 Φέρει πικρίαν εἰς τὴν ψυχὴν ὁ οἶνος, ὅταν πίνεται πολὺς ἐν μέσῳ ἐρεθισμῶν καὶ διαπληκτισμῶν. |
30 πληθύνει μέθη θυμὸν ἄφρονος εἰς πρόσκομμα, ἐλαττῶν ἰσχὺν καὶ προσποιῶν τραύματα. | 30 Η μέθη μεγαλώνει τον θυμόν του ασυνέτου ανθρώπου, ώστε να έρχεται εις συγκρούσεις με τους άλλους, μειώνει την σωματικήν του δύναμιν και προξενεί τραύματα. | 30 Ἡ μέθη αὐξάνει τὸν θυμὸν τοῦ ἄφρονος ἀνθρώπου, ὥστε νὰ πίπτῃ οὗτος εἰς συγκρούσεις, περιορίζουσα καὶ ἐλαττώνουσα τὴν δύναμιν τοῦ μεθυσμένου καὶ προκαλοῦσα εἰς τὸ σῶμα του πληγάς. |
31 ἐν συμποσίῳ οἴνου μὴ ἐλέγξῃς τὸν πλησίον καὶ μὴ ἐξουδενώσῃς αὐτὸν ἐν εὐφροσύνῃ αὐτοῦ· λόγον ὀνειδισμοῦ μὴ εἴπῃς αὐτῷ, καὶ μὴ αὐτὸν θλίψῃς ἐν ἀπαιτήσει. | 31 Εις σομπόσιον, όπου πολύς προσφέρεται και καταναλίσκεται ο οίνος, μη ελέγξης τον παρακαθήμενόν σου· μη τον θίξης και μη τον προσβάλης, όταν ευρίσκεται εις ευθυμίαν. Λογον υβριστικόν μη του είπης και μη τον στενοχωρήσης με ακαίρους απαιτήσεις σου. | 31 Εἰς συμπόσιον, κατὰ τὸ ὁποῖον πίνεται οἶνος, μὴ ἐπιπλήξῃς καὶ μὴ παρατηρήσῃς τὸν διπλανόν σου καὶ μὴ τὸν ἐξευτελίσῃς κατὰ τὴν ὥραν τῆς διασκεδάσεως καὶ εὐθυμίας του· μὴ τοῦ εἴπῃς λόγον ὑβριστικὸν καὶ μὴ τὸν πιέσῃς μὲ ἀξίωσιν καὶ κάποιαν ἀπαίτησιν. |