Δευτέρα, 30 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:41
Δύση: 17:15
Σελ. 0 ημ.
365-1
16ος χρόνος, 6162η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΣΟΦΙΑ ΣΕΙΡΑΧ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23 (ΚΓ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΥΡΙΕ, πάτερ καὶ δέσποτα ζωῆς μου, μὴ ἐγκαταλίπῃς με ἐν βουλῇ αὐτῶν, μὴ ἀφῇς με πεσεῖν ἐν αὐτοῖς. 1 Κυριε, Πατερ και Δέσποτα της ζωής μου, μη επιτρέψης και μου ξεφύγουν ασύνετα λόγια και μη με αφήσης να πέσω θύμα αυτών. 1 Κύριε, Πάτερ, Σὺ ποὺ ὁρίζεις καὶ κυβερνᾷς τὴν ζωήν μου, μὴ μὲ ἐγκαταλείψῃς εἰς τὴν ἀκυβερνησίαν τῶν ἀπροσέκτων λόγων μου, μὴ μὲ ἀφήσῃς νὰ πέσω εἰς τὰ ἁμαρτήματα ταῦτα τῆς γλώσσης.
2 τίς ἐπιστήσει ἐπὶ τοῦ διανοήματός μου μάστιγας καὶ ἐπὶ τῆς καρδίας μου παιδείαν σοφίας, ἵνα ἐπὶ τοῖς ἀγνοήμασί μου μὴ φείσωνται καὶ οὐ μὴ παρῇ τὰ ἁμαρτήματα αὐτῶν, 2 Ποιός θα πάρη μαστίγιον εναντίον των σκέψεών μου και ποιός θα δώση εις την καρδίαν μου διαπαιδαγώγησιν και μόρφωσιν σοφίας, δια να μη δειχθούν αυταί επιεικείς, αλλά να ελέγξουν τα εξ αγνοίας αμαρτήματά μου και να προλάβουν άλλα μεγαλύτερα αμαρτήματα; 2 Ποῖος θὰ τοποθετήσῃ μάστιγας καὶ ἀπειλὰς τιμωριῶν ἐπὶ τῶν σκέψεών μου καὶ διαπαιδαγώγησιν σοφίας καὶ συνέσεως ἐπὶ τῆς καρδίας μου, ὥστε νὰ μὴ μὲ λυποῦνται, ἀλλὰ νὰ τιμωροῦν τὰ ἐξ ἀγνοίας πταίσματά μου, διὰ νὰ μὴ φανερωθοῦν οὐδὲ νὰ προκόψουν ἐξ αὐτῶν ἁμαρτήματα μεγάλα
3 ὅπως μὴ πληθύνωσιν αἱ ἄγνοιαί μου καὶ αἱ ἁμαρτίαι μου πλεονάσωσι καὶ πεσοῦμαι ἔναντι τῶν ὑπεναντίων καὶ ἐπιχαρεῖταί μοι ὁ ἐχθρός μου; 3 Και δια να δράσουν ετσι ανασταλτικώς, ώστε να μη αυξηθούν τα εξ αγνοίας αμαρτήματά μου, και αι αμαρτίαι μου να μη πλεονάσουν, δια να μη πέσω ενώπιον των εχθρών μου και χαιρεκακήσουν εκείνοι δια την πτώσιν μου; 3 καὶ νὰ μὴ πληθυνθοῦν αἱ ἐξ ἀγνοίας παρεκτροπαί μου καὶ πλεονάσουν αἱ ἁμαρτίαι μου καὶ πέσω ἐμπρὸς εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἀντιθέτων μου καὶ χαρῇ εἰς βάρος μου ὁ ἐχθρός μου;
4 Κύριε, πάτερ καὶ Θεὲ ζωῆς μου, μετεωρισμὸν ὀφθαλμῶν μὴ δῷς μοι 4 Κυριε, πάτερ και Θεέ της ζωής μου, μη επιτρέψης να έχω οφθαλμούς υπερηφάνους και περιέργους. 4 Κύριε, Πάτερ καὶ Θεὲ τῆς ζωῆς μου, μὴ μοῦ δώσῃς ἀταξίαν καὶ ἐκ πονηρὰς περιεργείας ἀποπλάνησιν τῶν ὀφθαλμῶν μου·
5 καὶ ἐπιθυμίαν ἀπόστρεψον ἀπ᾿ ἐμοῦ· 5 Απομάκρυνε δε από εμέ κάθε επιθυμίαν κακήν. 5 καὶ κάθε πονηρὰν ἐπιθυμίαν ἀπομάκρυνον ἀπ’ ἐμοῦ.
6 κοιλίας ὄρεξις καὶ συνουσιασμὸς μὴ καταλαβέτωσάν με, καὶ ψυχῇ ἀναιδεῖ μὴ παραδῷς με. 6 Ας μη με καταλάβη και ας μη κυριαρχήση επάνω μου η κοιλιοδουλεία και αι σαρκικαί επιθυμίαι του συνουσιασμού· μη με παραδώσης εις την κυριαρχίαν αδιαντρόπου ψυχής. 6 Ἂς μὴ μὲ ὑποδουλώσουν ὄρεξις τῆς κοιλίας καὶ λαιμαργία, καθὼς καὶ αἱ σαρκικαὶ ἐπιθυμίαι τοῦ συνουσιασμοῦ, καὶ μὴ ἐπιτρέψῃς νὰ παραδοθῶ εἰς ψυχὴν ἀναίσχυντον καὶ εἰς φρόνημα πλῆρες ἀναιδείας.
7 ΠΑΙΔΕΙΑ ΣΤΟΜΑΤΟΣ. - Παιδείαν στόματος ἀκούσατε, τέκνα, καὶ ὁ φυλάσσων οὐ μὴ ἁλῷ. 7 ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΙΣ ΤΟΥ ΣΤΟΜΑΤΟΣ ΜΑΣ - Παιδιά μου, ακούσατε λόγους μορφωτικούς δια την γλώσσαν· εκείνος ο οποίος θα τους τηρήση, δεν θα κυριευθή από άκριτον γλώσσαν. 7 ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΑ ΤΟΥ ΣΤΟΜΑΤΟΣ ΠΡΟΣ XAΛΙΝΑΓΩΓΗΣΙΝ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ - Παιδιά μου, ἀκούσατε συμβουλὰς καὶ ἐντολὰς ἀναφερομένας εἰς τὴν διαπαιθαγώγησιν τοῦ στόματος, καὶ ἐκεῖνος ποὺ θὰ φυλάσσῃ ταύτας, δὲν θὰ κυριευθῇ ὑπὸ ἁμαρτίας.
8 ἐν τοῖς χείλεσιν αὐτοῦ καταληφθήσεται ἁμαρτωλός, καὶ λοίδορος καὶ ὑπερήφανος σκανδαλισθήσονται ἐν αὐτοῖς. 8 Από τα λόγια του στόματός του συλλαμβάνεται ο αμαρτωλός, ο δε υβριστής και υπερήφανος πάλιν εξ αιτίας των λόγων του θα σκοντάψη και θα πέση. 8 Διὰ τῶν λόγων, ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὰ χείλη του, θὰ συλληφθῇ εἰς τὴν παγίδα ὁ ἁμαρτωλός, καὶ ὁ ὑβριστὴς καὶ ὑπερήφανος θὰ σκοντάψουν καὶ θὰ πέσουν δι' αὐτῶν.
9 ὅρκῳ μὴ ἐθίσῃς τὸ στόμα σου καὶ ὀνομασίᾳ τοῦ ἁγίου μὴ συνεθισθῇς· 9 Μη συνηθίσης το στόμα σου στους όρκους ούτε και να προφέρης το όνομα του αγίου Θεού. 9 Μὴ συνήθισες τὸ στόμα σου εἰς ὅρκους καὶ μὴ ἀποκτήσῃς τὴν ἕξιν νὰ προφέρῃς τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου Θεοῦ.
10 ὥσπερ γὰρ οἰκέτης ἐξεταζόμενος ἐνδελεχῶς ἀπὸ μώλωπος οὐκ ἐλαττωθήσεται, οὕτως καὶ ὁ ὀμνύων καὶ ὀνομάζων διαπαντὸς ἀπὸ ἁμαρτίας οὐ μὴ καθαρισθῇ. 10 Οπως ένας δούλος, ο οποίος βρίσκεται πάντοτε κάτω από το βλέμμα και την εξέτασιν του κυρίου του, δεν θα διαφύγη τους ραβδιαμούς δια τα σφάλματά του, έτσι και εκείνος, ο οποίος ορκίζεται και έχει πάντοτε στο στόμα του το όνομα του Θεού, δεν απαλλάσσεται από την εύθυνην της αμαρτίας αυτής. 10 Διότι ὅπως ἕνας δοῦλος, ὁ ὁποῖος ἐν συνεχείᾳ καὶ ἐπιμόνως ἐξετάζεται καὶ ἀνακρίνεται διὰ τὰς ἀμελείας καὶ παρεκτροπάς του, δὲν θὰ ἀπαλλαγῇ οὔτε θὰ ὑποστῇ ἐλάττωσιν τῶν ραβδισμῶν καὶ τῶν πληγῶν, ποὺ θὰ τοῦ ἐπιβληθοῦν ἀπὸ τὸν κύριόν του, ἔτσι καὶ αὐτὸς ποὺ ὁρκίζεται καὶ διαρκῶς ἀναφέρει τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ καθαρισθῇ ἀπὸ τὴν ἐνοχὴν τῆς ἁμαρτίας.
11 ἀνὴρ πολύορκος πλησθήσεται ἀνομίας, καὶ οὐκ ἀποστήσεται ἀπὸ τοῦ οἴκου αὐτοῦ μάστιξ· ἐὰν πλημμελήσῃ, ἁμαρτία αὐτοῦ ἐπ᾿ αὐτῷ, κἂν ὑπερίδῃ, ἥμαρτε δισσῶς· καὶ εἰ διακενῆς ὤμοσεν, οὐ δικαιωθήσεται, πλησθήσεται γὰρ ἐπαγωγῶν ὁ οἶκος αὐτοῦ. - 11 Ανθρωπος, ο οποίος κάμνει πολλούς όρκους, θα γεμίση από παρανομίας και από το σπίτι του δεν θα λείψη ποτέ η μάστιξ των θλίψεων. Εάν περιπέση στο αμάρτημα των πολλών ορκών, επάνω του θα πέση η ενοχή. Εάν δε αδιαφορήση δια τον όρκον, αμαρτάνει δύο φοράς. Εάν δε εν γνώσει ορκισθή ψευδώς, δεν θα εύρη καμμίαν δικαίωσιν και συγχώρησιν. Το δε σπίτι του θα γεμίση από τιμωρίας και συμφοράς. 11 Ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος κάμνει πολλοὺς ὅρκους, θὰ πλημμυρίσῃ ἀπὸ παραβάσεις τοῦ Νόμου, καὶ δὲν θὰ ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὸν οἶκον του ἡ ράβδος τῆς θείας τιμωρίας· ἐὰν ὁρκιζόμενος παραβῇ τὸν ὅρκον, ἡ ἁμαρτία του καὶ ἡ ἐνοχή του θὰ παραμένῃ ἐπ’ αὐτοῦ· καὶ ἐὰν ἀδιαφορήσῃ καὶ δὲν μετανοήσῃ, ἔχει ἁμαρτήσει δύο φοράς· καὶ ἐὰν ματαίως καὶ ψευδῶς ὡρκίσθη, δὲν θὰ δικαιωθῇ, διότι τὸ σπίτι του θὰ γεμίσῃ ἀπὸ συμφορᾶς.
12 ῎Εστι λέξις ἀντιπεριβεβλημένη θανάτῳ, μὴ εὑρεθήτω ἐν κληρονομίᾳ ᾿Ιακώβ· ἀπὸ γὰρ εὐσεβῶν ταῦτα πάντα ἀποστήσεται, καὶ ἐν ἁμαρτίαις οὐκ ἐγκυλισθήσονται. 12 Υπάρχουν τόσον βαρείαι και βλάσφημοι φράσεις, αι οποίαι επισύρουν ως ποινήν τον θάνατον. Τέτοιες φράσεις επ' ουδενί λόγω δεν πρέπει να υπάρχουν μεταξύ των απογόνων του Ιακώβ. Ολαι αυταί πρέπει να αποφεύγωνται επιμελώς από τους ευσεβείς ανθρώπους, ώστε να μη κυλίωνται αυτοί μέσα στον βόρβορον των φοβερών αυτών αμαρτιών. 12 Ὑπάρχει βλασφημία, ἡ ὁποία ὡς ἀνταπόδοσιν καὶ τιμωρίαν ἔχει περιβληθῇ τὸν θάνατον. Τοιαύτη λέξις νὰ μὴ βρεθῇ ποτὲ μεταξὺ τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰακώβ. Διότι ἀπὸ τοὺς εὐσεβεῖς, ὁποῖοι πρέπει νὰ εἶναι οἱ Ἰσραηλῖται, ὅλα αὐτὰ τὰ ἁμαρτήματα θὰ παραμένουν μακρὰν καὶ δὲν θὰ κυλισθοῦν οὗτοι εἰς οἰασδήποτε ἁμαρτίας.
13 ἀπαιδευσίαν ἀσυρῆ μὴ συνεθίσῃς τὸ στόμα σου, ἔστι γὰρ ἐν αὐτῇ λόγος ἁμαρτίας. 13 Μη συνηθίσης το στόμα σου εις αναισχύντους λόγους, διότι μέσα εις αυτούς υπάρχουν πάντοτε φράσεις αμαρτωλαί. 13 Μὴ συνηθίσῃς τὸ στόμα σου εἰς ἀπρεπῆ καὶ ἀνάγωγον βωμολοχίαν, διότι ὑπάρχει εἰς αὐτὴν λόγος ἔνοχος ἁμαρτίας.
14 μνήσθητι πατρὸς καὶ μητρός σου, ἀνὰ μέσον γὰρ μεγιστάνων συνεδρεύεις· μήποτ᾿ ἐπιλάθῃ ἐνώπιον αὐτῶν καὶ τῷ ἐθισμῷ σου μωρανθῇς καὶ θελήσεις εἰ μὴ ἐγεννήθης καὶ τὴν ἡμέραν τοῦ τοκετοῦ σου καταράσῃ. 14 Να ενθυμήσαι πάντοτε τον πατέρα σου και την μητέρα σου και τας συμβουλάς, που σου έχουν δώσει, και όταν κάθησαι εν μέσω των αρχόντων. Πρόσεξε μη λησμονήσης ενώπιον αυτών των αρχόντων τους γονείς σου και με την συνήθειαν της αδιακρίτου σου γλώσσης αποβλακωθής. Τοτε ίσως θα είπης, ότι θα ήθελες να μη είχες γεννηθή και ενδεχομένως να καταρασθής την ημέραν της γεννήσεώς σου. 14 Νὰ ἐνθυμῆσαι μὲ σεβασμὸν τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα σου, ἰδία ὅταν κοινωνικῶς ἀνυψωθῇς· διότι τότε κάθησαι ὡς σύνεδρος ἐν μέσῳ ἀρχόντων. Πρόσεχε λοιπὸν μήπως, παρασυρόμενος κάποτε ἀπὸ τὰς τιμὰς τῆς ὑψηλῆς σου θέσεως, λησμονήσῃς αὐτοὺς ἐμπρὸς εἰς τοὺς συνέδρους σου καὶ ἀπὸ τὴν κακὴν συνήθειαν τῆς ἀπροσέκτου γλώσσης σου ἀποβλακωθῇς καὶ φθάσῃς νὰ ἐπιθυμήσῃς τὸ νὰ μὴ εἶχες γεννηθῇ καὶ καταρασθῇς τότε τὴν ἡμέραν τῆς γεννήσεώς σου.
15 ἄνθρωπος συνεθιζόμενος λόγοις ὀνειδισμοῦ ἐν πάσαις ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ οὐ μὴ παιδευθῇ. 15 Ανθρωπος, ο οποίος έχει συνηθίσει να εκστομίζη υβριστικούς και εμπαικτικούς λόγους όλας τας ημέρας της ζωής του, δεν είναι δυνατόν να μορφωθή και προοδεύση. 15 Ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἔχει συνηθίσει νὰ λέγῃ διαρκῶς ὑβριστικοὺς λόγους, ποτὲ καθ’ ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς του δὲν θὰ διορθωθῇ.
16 Δύο εἴδη πληθύνουσιν ἁμαρτίας, καὶ τὸ τρίτον ἐπάξει ὀργήν· 16 Δυο είδη ανθρώπων πολλαπλασιάζουν συνεχώς τας αμαρτίας των και το τρίτον είδος εφελκύει επάνω του την οργήν του Θεού. 16 Δύο τάξεις ἀνθρώπων θὰ διαπράξουν πλῆθος ἁμαρτημάτων καὶ τρίτον εἶδος θὰ ἐπιφέρῃ τὴν ὀργὴν τοῦ Θεοῦ.
17 ψυχὴ θερμὴ ὡς πῦρ καιόμενον, οὐ μὴ σβεσθῇ ἕως ἂν καταποθῇ· ἄνθρωπος πόρνος ἐν σώματι σαρκὸς αὐτοῦ, οὐ μὴ παύσηται ἕως ἂν ἐκκαύσῃ πῦρ· ἀνθρώπω πόρνῳ πᾶς ἄρτος ἡδύς, οὐ μὴ κοπάσῃ ἕως ἂν τελευτήσῃ. 17 Ψυχή θερμαινομένη από το πάθος γίνεται ως καιομένη φωτιά και η φωτιά αυτή δεν θα σβήση, έως ότου κατακαή εξ ολοκλήρου η ψυχή. Ανθρωπος ο οποίος αμαρτάνει επάνω εις αυτό τούτο το σώμα του, δεν θα σταματήση διαπράττων την αμαρτίαν, έως ότου το πυρ της απωλείας τον κατακαύση. Δια τον πορνεύοντα άνθρωπον κάθε σαρξ είναι γλυκεία προς απόλαυσιν. Δεν θα σταματήση την αμαρτίαν του μέχρι και του θανάτου του. 17 Ἡ ὑπὸ τοῦ πάθους θερμανθεῖσα ψυχὴ γίνεται φλόγα, ποὺ καίεται καὶ ἡ ὁποία δὲν θὰ σβήσῃ, ἕως ὅτου καταναλωθῇ καὶ ἑξαφανισθῇ. Ἔτσι καὶ κάθε ἄνθρωπος πόρνος, ποὺ ἁμαρτάνει μὲ τὸ ἴδιόν του σῶμα, δὲν θὰ παύσῃ ἁμαρτάνων, ἕως ὅτου τὸ πῦρ τῆς θείας ὀργῆς τὸν κατακαύσῃ. Εἰς τὸν πόρνον ἄνθρωπον κάθε τι, ποὺ σὰν ἄρτος θὰ τοῦ παρουσιασθῇ πρὸς κορεσμὸν τῆς ἀχορτάστου ἐπιθυμίας του, εἶναι γλυκύ. Καὶ δὲν θὰ παύσῃ οὕτε θὰ κουρασθῇ νὰ ἁμαρτάνῃ, ἕως ὅτου ἀποθάνῃ.
18 ἄνθρωπος παραβαίνων ἀπὸ τῆς κλίνης αὐτοῦ, λέγων ἐν τῇ ψυχῇ αὐτοῦ· τίς με ὁρᾷ; σκότος κύκλῳ μου, καὶ οἱ τοῖχοί με καλύπτουσι, καὶ οὐθείς με ὁρᾷ· τί εὐλαβοῦμαι; τῶν ἁμαρτιῶν μου οὐ μὴ μνησθήσεται ὁ ῞Υψιστος. 18 Ανθρωπος, ο οποίος μολύνει την συζυγικήν του κλίνην, λέγει εσωτερικώς· “ποιός με βλέπει αμαρτάνοντα; Σκοτάδι υπάρχει ολόγυρά μου και οι τοίχοι με σκεπάζουν· κανείς λοιπόν δεν με βλέπει· τι φοβούμαι; Ο Υψιστος δεν θα ενθυμηθή τας αμαρτίας μου”. 18 Ἄνθρωπος ποὺ πηγαίνει ἔξω ἀπὸ τὴν κλίνην του, ὁ παραβιάζων τὴν συζυγικὴν πίστιν, λέγει μέσα του: Ποῖος μὲ βλέπει; Γύρω μου εἶναι σκοτάδι καὶ οἱ τοῖχοι μὲ σκεπάζουν καὶ μὲ κρύπτουν καὶ κανεὶς δεv μὲ βλέπει. Ποῖον νὰ ἐντραπῶ καὶ νὰ φοβηθῶ; Ὁ Ὕψιστος δὲν θὰ ἐνθυμηθῇ τὰς ἁμαρτίας μου.
19 καὶ ὀφθαλμοὶ ἀνθρώπων ὁ φόβος αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἔγνω ὅτι ὀφθαλμοὶ Κυρίου μυριοπλασίως ἡλίου φωτεινότεροι, ἐπιβλέποντες πάσας ὁδοὺς ἀνθρώπων καὶ κατανοοῦντες εἰς ἀπόκρυφα μέρη. 19 Το μόνον που αυτός φοβείται είναι οι οφθαλμοί των ανθρώπων. Δεν έμαθεν όμως ότι οι οφθαλμοί του Κυρίου είναι απειροπλασίως φωτεινότεροι από τον ήλιον, επιβλέπουν εις όλους τους δρόμους της ζωής των ανθρώπων και έχουν γνώσιν όλων των αμαρτιών, τας οποίας και εις τα πλέον απόκρυφα μέρη διαπράττουν οι άνθρωποι. 19 Τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων εἶναι ὁ μόνος φόβος τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ. Καὶ δὲν ἔμαθεν ὅτι οἰ ὀφθαλμοὶ τοῦ Κυρίου εἶναι δέκα χιλιάδες φορὲς (ἀπείρως) λαμπρότεροι καὶ φωτεινότεροι ἀπὸ τὸν ἥλιον καὶ ἐπιτηροῦν καὶ παρακολουθοῦν ὅλους τοὺς δρόμους τῶν ἀνθρώπων καὶ παρατηροῦν τὰ πιὸ ἀπόκρυφα μέρη καὶ ὅ,τι συμβαίνει εἰς αὐτά.
20 πρὶν ἢ κτισθῆναι τὰ πάντα, ἔγνωσται αὐτῷ, οὕτως καὶ μετὰ τὸ συντελεσθῆναι. 20 Πριν δημιουργηθούν τα σύμπαντα ήσαν όλα γνωστά στον Θεόν. Ετσι και μετά την δημιουργίαν των αυτός τα πάντα επιβλέπει και γνωρίζει. 20 Προτοῦ νὰ δημιουργηθοῦν ὅλα, ὅσα ὑπάρχουν, ἦσαν γνωστὰ εἰς Αὐτὸν ἔτσι καὶ τώρα, ἀφοῦ ταῦτα ἔγιναν καὶ συνετελέσθησαν, τὰ βλέπει καὶ τὰ γνωρίζει.
21 οὗτος ἐν πλατείαις πόλεως ἐκδικηθήσεται, καὶ οὗ οὐχ ὑπενόησεν πιασθήσεται. - 21 Αυτός ο πόρνος εις τας κοσμοβριθείς πλατείας της πόλεως θα τιμωρηθή και εκεί, όπου δεν υπωπτεύετο τον κίνδυνον, θα συλληφθή επ' αυτοφώρω. 21 Αὐτὸς ποὺ νομίζει ὅτι κρύπτεται, δημοσία καὶ εἰς τὰς πλατείας τῆς πόλεως θὰ τιμωρηθῇ, καὶ ἐκεῖ ποὺ δὲν φαντάζεται καὶ δὲν περιμένει, θὰ συλληφθῇ ἁμαρτάνων.
22 Οὕτως καὶ γυνὴ καταλιποῦσα τὸν ἄνδρα καὶ παριστῶσα κληρονόμον ἐξ ἀλλοτρίου· 22 Ετσι θα τιμωρηθή και η γυναίκα, η οποία έχει εγκαταλείψει τον άνδρα της και έφερεν στον κόσμον παιδί από ξένον άνδρα. 22 Παρομοίως θὰ τιμωρηθῇ καὶ ἡ γυναῖκα, ἡ ὁποία ἀφῆκε τὸν νόμιμον ἄνδρα της καὶ παρουσίασεν ἀπόγονον καὶ κληρονόμον ἀπὸ ξένον ἄνδρα.
23 πρῶτον μὲν γὰρ ἐν νόμῳ ῾Υψίστου ἠπείθησε, καὶ δεύτερον εἰς ἄνδρα ἑαυτῆς ἐπλημμέλησε, καὶ τὸ τρίτον ἐν πορνείᾳ ἐμοιχεύθη, ἐξ ἀλλοτρίου ἀνδρὸς τέκνα παρέστησεν. 23 Αυτή πρώτον μεν παρήκουσε τον νόμον του Υψίστου, δεύτερον ημάρτησεν απέναντι του συζύγου της και τρίτον διέπραξε μοιχείαν και απέκτησε τέκνα από άλλον άνδρα. 23 Θὰ τιμωρηθῇ δὲ καὶ αὐτή, πρῶτον μὲν διότι ἠπείθησεν εἰς τὸν Νόμον τοῦ Ὑψίστου, δεύτερον δὲ διότι ἡμάρτησεν εἰς τὸν ἄνδρα της, καὶ τρίτον διότι διὰ τῆς πορνείας τῆς ὑπέπεσεν εἰς τὸ ἅμάρτημα τῆς μοιχείας καὶ ἀπὸ ξένον ἄνδρα ἀπέκτησε τέκνα.
24 αὕτη εἰς ἐκκλησίαν ἐξαχθήσεται, καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα αὐτῆς ἐπισκοπὴ ἔσται. 24 Αυτή βιαίως θα οδηγηθή έξω από την οικίαν της και θα παρουσιασθή ενώπιον του λαού, δια να δικασθή· αλλά και τα τέκνα της θα συναντήσουν δοκιμασίας εις την ζωήν των. 24 Αὕτη θὰ ὁδηγηθῇ δημοσίᾳ εἰς τὴν συνέλευσιν τοῦ λαοῦ διὰ νὰ λιθοβοληθῇ· διὰ δὲ τὰ τέκνα της θὰ γίνῃ ἐξέτασις καὶ ἀνάκρισις, διὰ νὰ ἀποδειχθῇ εἰς ποῖον ἀνήκουν καὶ ποῖον ἔχουν πατέρα.
25 οὐ διαδώσουσι τὰ τέκνα αὐτῆς εἰς ρίζαν, καὶ οἱ κλάδοι αὐτῆς οὐ δώσουσι καρπόν. 25 Τα τέκνα αυτής δεν θα απλώσουν τας ρίζας των και δεν θα ριζοβολήσουν. Και οι κλάδοι της δεν θα αποφέρουν καρπόν, δεν θα αφήσουν απογόνους. 25 Δὲν θὰ δοθῇ εἰς αὐτὰ ρίζα γένους, ὥστε ἡ γενεά των νὰ ἀναγνωρισθῇ νομίμως, καὶ οἱ ἀπὸ τὴν ρίζαν ταύτην ἀναψυόμενοι κλάδοι δὲν θὰ δώσουν καρπὸν καὶ νομίμους ἀπογόνους.
26 καταλείψει εἰς κατάραν τὸ μνημόσυνον αὐτῆς, καὶ τὸ ὄνειδος αὐτῆς οὐκ ἐξαλειφθήσεται. 26 Θα αφήση κατηραμένην ανάμνησιν και η καταισχύνη της ποτέ δεν θα εξαλειφθή. 26 Θὰ ἀφήσῃ καὶ μετὰ θάνατον ἡ γυναῖκα αὐτὴ τὴν ἐνθύμησιν τοῦ ὀνόματός της κατηραμένην, καὶ δὲν θὰ ἑξαλειψθῇ οὔτε θὰ λησμονηθῇ τὸ αἶσχος καὶ ἡ δυσφήμησίς της.
27 καὶ ἐπιγνώσονται οἱ καταλειφθέντες ὅτι οὐθὲν κρεῖττον φόβου Κυρίου καὶ οὐθὲν γλυκύτερον τοῦ προσέχειν ἐντολαῖς Κυρίου. 27 Ετσι δε θα διδαχθούν από τα πράγματα και θα μάθουν οι υπόλοιποι άνθρωποι, ότι δεν υπάρχει τίποτε καλύτερον από τον σεβασμόν και την ευλάβειαν προς τον Κυριον· και τίποτε γλυκύτερον, από το να προσέχη και να τηρή κανείς τας εντολάς του Κυρίου. 27 Οὕτως αὐτοί, ποὺ θὰ ἐπιζοῦν, θὰ μάθουν διὰ τῶν πραγμάτων ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλο καλύτερον ἀπὸ τὸν φόβον τοῦ Κυρίου καὶ δὲν εἶναι ἄλλο γλυκύτερον ἀπὸ τὸ νὰ προσέχῃ κανεὶς εἰς τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου.