Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΣΟΦΙΑ ΣΕΙΡΑΧ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 34 (ΛΔ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΕΝΑΙ ἐλπίδες καὶ ψευδεῖς ἀσυνέτῳ ἀνδρί, καὶ ἐνύπνια ἀναπτεροῦσιν ἄφρονας. 1 Ματαίας και απατηλάς ελπίδας τρέφει ο ασύνετος άνθρωπος. Και τα όνειρα δίδουν πτερά στους μωρούς. 1 Μάταιαι καὶ ψευδεῖς εἶναι αἱ ἐλπίδες τοῦ ἀσυνέτου ἀνθρώπου, τὰ δὲ ὄνειρα δίδουν πτερὰ εἰς τὴν φαντασίαν τῶν ἀνοήτων.
2 ὡς δρασσόμενος σκιᾶς καὶ διώκων ἄνεμον, οὕτως ὁ ἐπέχων ἐνυπνίοις. 2 Εκείνος που δίδει προσοχήν εις τα όνειρα, ομοιάζει με εκείνον που προσπαθεί να αρπάξη την σκιάν του, και τρέχει δια να συλλάβη τον άνεμον. 2 Ἐκεῖνος ποὺ προσέχει εἰς τὰ ὄνειρα, ὁμοιάζει πρὸς τὸν προσπαθοῦντα νὰ συλλάβῃ τὴν σκιὰν καὶ πρὸς τὸν καταδιώκοντα τὸν ἄνεμον.
3 τοῦτο κατὰ τούτου ὅρασις ἐνυπνίων, κατέναντι προσώπου ὁμοίωμα προσώπου. 3 Καθρέπτης και όνειρα είναι πράγματα όμοια. Το όνειρον είναι ο,τι η εικών προσώπου εμπρός εις ένα κάτοπτρον. 3 Τὸ ὄνειρον εἶναι τὸ ἀντικαθρέπτισμα, τὸ ὁποῖον σχηματίζεται ἀπὸ τὸ πρὸ τοῦ καθρέπτου ἀντικείμενον· εἶναι τὸ ἐντὸς τοῦ καθρέπτου ὁμοίωμα τοῦ κατέναντι εἰς αὐτὸν προσώπου.
4 ἀπὸ ἀκαθάρτου τί καθαρισθήσεται; καὶ ἀπὸ ψευδοῦς τί ἀληθεύσει; 4 Από ένα ακάθαρτον πράγμα η πρόσωπον ημπορεί να προέλθη τίποτε καθαρόν; Και από κάτι, που είναι ψευδές, ημπορεί να προέλθη κάτι το αληθινόν; 4 Ἀπὸ ἀκάθαρτον ὅμως πρᾶγμα τί καθαρὸν δύναται νὰ προέλθῃ; Καὶ ἀπὸ τὸ ψευδὲς ἐσωτερικὸν τοῦ διδόντος πίστιν εἰς τὰ ὄνειρα τί ἀληθὲς δύναται νὰ προέλθῃ καὶ νὰ προβληθῇ; Ὁποῖον τὸ ἐσωτερικόν του παρασυρομένου ἀπὸ τὰ ὄνειρα, τοιοῦτον καὶ τὸ ἐξ αὐτοῦ προβαλλόμενον εἰς τὰ ὄνειρα ταῦτα εἴδωλον.
5 μαντεῖαι καὶ οἰωνισμοὶ καὶ ἐνύπνια μάταιά ἐστι, καὶ ὡς ὠδινούσης φαντάζεται καρδία. 5 Αι μαντείαι, αι οιωνοσκοπίαι και τα όνειρα είναι μάταια πράγματα. Ομοιάζουν με εξημμένας ονειροπολήσεις γυναικός, η οποία ευρίσκεται υπό τας ωδίνας του τοκετού. 5 Μαντεῖαι καὶ πληροφορίαι ἀπὸ οἰωνοὺς καὶ ὄνειρα εἶναι ὅλα μάταια καὶ χωρὶς κανὲν περιεχόμενον ἀληθές· εἶναι δὲ σὰν φανταστικαὶ παρακρούσεις καὶ ψευδαισθήσεις γυναικός, ποὺ διατελεῖ ὑπὸ τὰς ὠδῖνας τοῦ τοκετοῦ.
6 ἐὰν μὴ παρὰ ῾Υψίστου ἀποσταλῇ ἐν ἐπισκοπῇ, μὴ δῷς εἰς αὐτὰ τὴν καρδίαν σου· 6 Εάν το όνειρον δεν έχη αποστολή από τον Υψιστον εις κάποιον ευμενή επίσκεψίν του, μη δώσης εις αυτό την καρδίαν σου, 6 Ἐὰν τὸ ὄνειρον δὲν ἀποσταλῇ ἀπὸ τὸν Ὕψιστον εἰς τινὰ ἐπίσκεψίν του πρὸς ἡμᾶς, μὴ δώσῃς εἰς αὐτὸ τὴν καρδίαν σου καὶ μὴ τὸ προσέχῃς.
7 πολλοὺς γὰρ ἐπλάνησε τὰ ἐνύπνια, καὶ ἐξέπεσον ἐλπίζοντες ἐπ᾿ αὐτοῖς. - 7 διότι τα όνειρα πολλούς επλάνησαν και όσοι εστήριξαν τας ελπίδας των εις αυτά, εξέπεσαν και ηπατήθησαν. 7 Διότι πολλοὺς ἐπλάνησαν τὰ ὄνειρα, καὶ διεψεύσθησαν ἐλπίζοντες εἰς αὐτά.
8 ῎Ανευ ψεύδους συντελεσθήσεται νόμος, καὶ σοφία στόματι πιστῷ τελείωσις. 8 Ο νόμος του Θεού δεν θα ψευσθή. Θα εκπληρωθή εις τας διαβεβαιώσστου, είτε προς αμοιβήν είτε προς τιμωρίαν. Η θεία σοφία στο στόμα και την καρδίαν του πιστού είναι πλήρης και ικανοποιητική, και οχι τα ονειρα. 8 Ὁ Νόμος θὰ ἀποδειχθῇ τέλειος καὶ θὰ ἐκπληρώσῃ τὰς ἐπαγγελίας καὶ ὑποσχέσεις του, καὶ ἡ Σοφία θὰ παρουσιασθῇ σαφὴς καὶ τελεία μόνον εἰς τὸ στόμα τοῦ σοφοῦ, τοῦ ἑρμηνεύοντος ὄχι τὰ ὄνειρα, ἀλλὰ τὸν Νόμον.
9 ἀνὴρ πεπαιδευμένος ἔγνω πολλά, καὶ ὁ πολύπειρος ἐκδιηγήσεται σύνεσιν. 9 Ο μορφωμένος άνθρωπος γνωρίζει πολλά, και ο πολύπειρος άνθρωπος θα ομιλή με σύνεσιν. 9 Ἄνθρωπος ποὺ ἐμορφώθη διὰ τῆς θείας παιδείας, ἔμαθε πολλά, καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει μεγάλην πεῖραν, θὰ ὁμιλῇ μὲ σύνεσιν.
10 ὃς οὐκ ἐπειράθη ὀλίγα οἶδεν, ὁ δὲ πεπλανημένος πληθυνεῖ πανουργίαν. 10 Εκείνος που δεν έχει πείραν της ζωής, ολίγα γνωρίζει. Εκείνος όμως που εταξίδευσεν εις πολλά μέρη, έχει πλήθος γνώσεων και ικανοτήτων. 10 Αὐτὸς ποὺ δὲν ὑπέστη δοκιμασίαν καὶ δὲν ἔλαβε πεῖραν τῆς ζωῆς, γνωρίζει ὀλίγα, ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἔχει γυρίσει τὸν κόσμον καὶ περιεπλανήθη εἰς πολλὰ ταξίδια, θὰ ἔχῃ πληθύνει τὴν ἐξυπνάδα του.
11 πολλὰ ἑώρακα ἐν τῇ ἀποπλανήσει μου, καὶ πλείονα τῶν λόγων μου σύνεσίς μου. 11 Πολλά είδα και έμαθα, καθώς περιηρχόμην τα διάφορα μέρη του κόσμου· και η σοφία μου είναι πολύ ανωτέρα από τα λόγια μου. 11 Πολλὰ ἔχω ἴδει, ὅταν ἐγύριζα ἀπὸ τὸ ἓν μέρος εἰς τὸ ἄλλο, καὶ αὐτὰ ποὺ ἔμαθα, εἶναι περισσότερα ἀπὸ ἐκεῖνα, ποὺ ἠμπορῶ νὰ εἴπω.
12 πλεονάκις ἕως θανάτου ἐκινδύνευσα καὶ διεσώθην τούτων χάριν. 12 Πολλές φορές διέτρεξα κίνδυνον θανάτου, εσώθην όμως χάρις εις τας γνώσεις και την πείραν μου. 12 Πάρα πολλὰς φορὰς ἐκινδύνευσα μέχρι θανάτου καὶ διεσώθην χάρις εἰς τὴν πεῖραν καὶ τὴν ἐκ ταύτης σύνεσίν μου.
13 πνεῦμα φοβουμένων Κύριον ζήσεται, ἡ γὰρ ἐλπὶς αὐτῶν ἐπὶ τὸν σώζοντα αὐτούς. 13 Πολύ θα παραταθή η ζωή των φοβουμένων τον Κυριον, διότι η ελπίς των στηρίζεται στον σωτήρα Θεόν. 13 Τὸ πνεῦμα ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι φοβοῦνται τὸν Κύριον, θὰ ζῇ, διότι ἡ ἐλπίς των θὰ στηρίζεται εἰς Αὐτόν, ὁ Ὁποῖος θὰ τοὺς σώζῃ.
14 ὁ φοβούμενος Κύριον οὐδὲν εὐλαβηθήσεται καὶ οὐ μὴ δειλιάσῃ, ὅτι αὐτὸς ἐλπὶς αὐτοῦ. 14 Εκείνος που φοβείται τον Κυριον, δεν θα φοβηθή τίποτε άλλο και δεν θα δειλιάση προ ουδενός, διότι αυτός ούτος ο Κυριος είναι η ελπίς του. 14 Ἐκεῖνος ποὺ φοβεῖται τὸν Κύριον, δὲν θὰ φοβηθῇ τίποτε καὶ δὲν θὰ δειλιάσῃ, διότι ὁ Κύριος εἶναι ἡ ἐλπίς του.
15 φοβουμένου τὸν Κύριον μακαρία ἡ ψυχή· τίνι ἐπέχει καὶ τίς ἀντιστήριγμα αὐτοῦ; 15 Ευτυχισμένη είναι η ζωή εκείνου, που φοβείται τον Κυριον. Εις ποίον στηρίζεται; Ποίον έχει στήριγμά του, ει μη μόνον τον Θεόν; 15 Ἡ ψυχὴ ἐκείνου, ὁ ὁποῖος φοβεῖται τὸν Κύριον, εἶναι τρισευτυχισμένη. Πρὸς τίνα ἄλλως τε στρέφεται μετ' ἀφοσιώσεως, εἰς ποῖον ἔχει ἀκουμβήσει καὶ ποῖος εἶναι τὸ στήριγμά του; Ὁ Θεός.
16 οἱ ὀφθαλμοὶ Κυρίου ἐπὶ τοὺς ἀγαπῶντας αὐτόν· ὑπερασπισμὸς δυναστείας καὶ στήριγμα ἰσχύος, σκέπη ἀπὸ καύσωνος καὶ σκέπη ἀπὸ μεσημβρίας, φυλακὴ ἀπὸ προσκόμματος καὶ βοήθεια ἀπὸ πτώσεως, 16 Οι οφθαλμοί του Κυρίου στρέφονται ευμενείς και προστατευτικοί εις εκείνους, που τον αγαπούν. Αυτός είναι ο ισχυρός προστάτης των, στήριγμα δυνάμεως, σκέπη προστατευτική από τον καύσωνα, σκέπη που προφυλάσσει από τον μεσημβρινόν ήλιον· προφύλαξις από σκοντάμματα, βοήθεια και περιφρούρησις από πτώσεις. 16 Τὰ μάτια τοῦ Κυρίου στρέφονται προστατευτικὰ πρὸς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι Τὸν ἀγαποῦν. Εἰς αὐτοὺς εἶναι ὁ Κύριος παντοδύναμος ὑπερασπιστὴς καὶ στήριγμα ἰσχυρόν. Εἶναι σκέπη προστατευτικὴ κατὰ τοῦ καύσωνος καὶ ἀπὸ τὴν μεσημβρίαν τοῦ θέρους, προφύλαξις ἀσφαλὴς ἀπὸ κάθε πρόσκομμα καὶ ἐμπόδιον καὶ βοήθεια ἀνορθώσεως ἀπὸ κάθε πτῶσιν.
17 ἀνυψῶν ψυχὴν καὶ φωτίζων ὀφθαλμούς, ἴασιν διδούς, ζωὴν καὶ εὐλογίαν. 17 Αυτός ανυψώνει την ζωήν μας, φωτίζει τους οφθαλμούς, δίδει θεραπείαν, ζωήν και ευλογίαν. 17 Αὐτὸς ἀνυψώνει τὴν ψυχήν μας καὶ φωτίζει τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ σώματος καὶ τῆς διανοίας μας· χαρίζει θεραπείαν καὶ ὑγείαν ψυχικὴν καὶ σωματικήν, μᾶς δίδει ζωὴν καὶ εὐλογίαν.
18 Θυσιάζων ἐξ ἀδίκου, προσφορὰ μεμωκημένη, καὶ οὐκ εἰς εὐδοκίαν δωρήματα ἀνόμων. 18 Εκείνος που προσφέρει θυσίαν από αδίκως αποκτηθέντα πράγματα, κάμνει προσφοράν εμπαικτικήν δια τον Θεόν. Τα δώρα των παρανόμων δεν είναι δεκτά ενώπιον του Θεού. 18 Ἐκεῖνος ποὺ προσφέρει εἰς τὸν Θεὸν θυσίαν ἐξ ἀδικίας ἀποκτηθεῖσαν, προσάγει προσφοράν, διὰ τῆς ὁποίας περιγελᾷ τὸν Θεόν, καὶ τὰ δῶρα τῶν ἀνόμων δὲν προκαλοῦν τὴν εὐαρέσκειαν τοῦ Θεοῦ.
19 οὐκ εὐδοκεῖ ὁ ῞Υψιστος ἐν προσφοραῖς ἀσεβῶν, οὐδὲ ἐν πλήθει θυσιῶν ἐξιλάσκεται ἁμαρτίας. 19 Δεν ευαρεστείται ο Υψιστος εις τας προσφοράς των ασεβών, ούτε και συγχωρεί τας αμαρτίας των με το πλήθος των θυσιών των. 19 Δὲν εὐαρεστεῖται ὁ Ὕψιστος εἰς τὰς προσφορὰς τῶν ἀσεβῶν, οὔτε συγχωρεῖ τὰς ἁμαρτίας των μὲ ὀσονδήποτε πλῆθος θυσιῶν των.
20 θύων υἱὸν ἔναντι τοῦ πατρὸς αὐτοῦ ὁ προσάγων θυσίαν ἐκ χρημάτων πενήτων. 20 Εκείνος που προσφέρει θυσίαν από χρήματα πτωχών, είναι σαν να θυσιάζη το παιδί εμπρός στον πατέρα του. 20 Ἐκεῖνος ποὺ προσάγει εἰς τὸν Θεὸν θυσίαν ἀπὸ χρήματα πτωχῶν, εἶναι ὅμοιος πρὸς ἐκεῖνον, ποὺ θυσιάζει τὸν υἱὸν ἐνώπιόν του πατρός του, ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι πατὴρ τῶν πτωχῶν.
21 ἄρτος ἐπιδεομένων ζωὴ πτωχῶν, ὁ ἀποστερῶν αὐτὴν ἄνθρωπος αἱμάτων. 21 Ο άρτος είναι η ζωή δια τους πτωχούς και στερουμένους. Εκείνος που θα τους αφαιρέση τον άρτον, άρα και την ζωήν, είναι ωσάν να έχυσεν ανθρώπινον αίμα, είναι φονεύς. 21 Τὸ ψωμὶ τῶν στερουμένων καὶ ἐν ἀνάγκαις εὑρισκομένων εἶναι ἡ ζωὴ τῶν πτωχῶν· αὐτὸς δέ, ποὺ ἀποστερεῖ αὐτήν, εἶναι ἄνθρωπος ἔνοχος ἐκχύσεως αἱμάτων.
22 φονεύων τὸν πλησίον ὁ ἀφαιρούμενος συμβίωσιν, καὶ ἐκχέων αἷμα ὁ ἀποστερῶν μισθὸν μισθίου. 22 Φονεύει τον πλησίον του εκείνος, που του αφαιρεί τα μέσα της συντηρήσεώς του. Χυνει αίμα ανθρώπου εκείνος, που δεν καταβάλλει το ημερομίσθιον του εργάτου. 22 Ἐκεῖνος ποὺ ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὸν πλησίον του πᾶν τὸ ἀναγκαῖον πρὸς διαβίωσιν αὐτοῦ, φονεύει αὐτόν, χύνει δὲ τὸ αἷμα του ἐκεῖνος, ποὺ τοῦ στερεῖ τὸν μισθὸν τοῦ ἡμερομισθίου του.
23 εἷς οἰκοδομῶν, καὶ εἷς καθαιρῶν· τί ὠφέλησαν πλεῖον ἢ κόπους; 23 Οταν ο ένας κτίζη και ο άλλος κρημνίζη, ποία ωφέλεια ημπορεί να προέλθη; Οι κόποι των είναι μάταιοι. 23 Ὁ ἕνας νὰ κτίζῃ καὶ ὁ ἄλλος νὰ κρημνίζῃ· τί ἐκέρδησαν ἤ τίς ὠφέλεια προέκυψε περισσότερον ἀπὸ μάταιον κόπον;
24 εἷς εὐχόμενος καὶ εἷς καταρώμενος· τίνος φωνῆς εἰσακούσεται ὁ δεσπότης; 24 Το ίδιον συμβαίνει, όταν ο ένας προσεύχεται και ο άλλος καταράται. Τινος εκ των δύο ο δεσπότης Θεός θα ακούση την φωνήν; 24 Ὁ εἰς νὰ εὔχεται καὶ ὁ ἄλλος νὰ καταρᾶται· τίνος ἐκ τῶν δύο τὴν φωνὴν θὰ εἰσακούση ὁ δεσπότης Θεός;
25 βαπτιζόμενος ἀπὸ νεκροῦ καὶ πάλιν ἁπτόμενος αὐτοῦ, τί ὠφέλησε τῷ λουτρῷ αὐτοῦ; 25 Εκείνος ο οποίος, σύμφωνα με τον Νομον, πλύνεται και καθαρίζεται, διότι ήγγισε νεκρόν, αλλά και πάλιν εγγίζει τον νεκρόν, ποίαν ωφέλειαν αποκομίζει από το πλύσιμόν του; 25 Ἐκεῖνος ποὺ ἤγγισε νεκρὸν καὶ ἐμολύνθη, ἐπλύθη δὲ καὶ σύμφωνα μὲ τὸν νόμον ἐκαθαρίσθη, ἀλλ' ἔπειτα ἤγγισεν αὐτὸν πάλιν, τί ὠφελήθη ἐκ τοῦ προηγηθέντος λουτροῦ του;
26 οὕτως ἄνθρωπος νηστεύων ἐπὶ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτοῦ καὶ πάλιν πορευόμενος καὶ τὰ αὐτὰ ποιῶν· τῆς προσευχῆς αὐτοῦ τίς εἰσακούσεται; καὶ τί ὠφέλησεν ἐν τῷ ταπεινωθῆναι αὐτόν; 26 Το ίδιον ακριβώς συμβαίνει και με τον άνθρωπον, ο οποίος νηστεύει δια τας αμαρτίας του, αλλά και πάλιν όμως διαπράττει τας αυτάς αμαρτίας. Ποιός θα ακούση την προσευχήν του και ποιά ωφέλεια προήλθεν από αυτήν την ταλαιπωρίαν του σώματός του δια της νηστείας; 26 Ἔτσι εἶναι καὶ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ νηστεύει διὰ τὰς ἁμαρτίας του, ἀλλ' ἐπανέρχεται καὶ πράττει τὰ αὐτά. Ποῖος θὰ εἰσακούσῃ τὴν προσευχήν του; Καὶ τί ὠφελήθη ἀπὸ τὸ ὅτι ἐταπεινώθη οὗτος διὰ τῆς νηστεία.