Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ᾿Ιωσίου εἰς σύνθεσιν θυμιάματος ἐσκευασμένον ἔργῳ μυρεψοῦ· ἐν παντὶ στόματι ὡς μέλι γλυκανθήσεται καὶ ὡς μουσικὰ ἐν συμποσίῳ οἴνου. | 1 Η μνήμη του Ιωσίου είναι ωσάν σύνθεσις θυμιάματος, κατεακευασμένου με τέχνην από ειδικόν μυροποιόν. Οπως το μέλι είναι γλυκύ εις κάθε στόμα, όπως η ωραία μουσική είναι ευχάριστος στο συμπόσιον, έτσι γλυκεία και ευχάριστος είναι η μνήμη του Ιωσίου. | 1 Μνήμη καὶ ἀνάμνησις τοῦ βασιλέως Ἰωσίου εἶναι εὐώδης καὶ εὐχάριστος σὰν μεῖγμα θυμιάματος κατεσκευασμένον μὲ ἔργον καὶ τέχνην μυροποιοῦ. Εἰς κάθε στόμα θὰ εἶναι γλυκεῖα σὰν μέλι καὶ σὰν μουσικὴ κατὰ τὴν διάρκειαν συμποσίου μὲ καλὸν οἶνον. |
2 αὐτὸς κατηυθύνθη ἐν ἐπιστροφῇ λαοῦ καὶ ἐξῇρε βδελύγματα ἀνομίας· | 2 Αυτός καθωδήγησε και επέστρεψε το έθνος του εν μετανοία προς τον Θεόν και κατέστρεψεν όλα τα βδελυρά είδωλα της παρανομίας. | 2 Ὁ βασιλεὺς αὐτὸς κατηυθύνθη καλῶς εἰς τὸ νὰ ἐπιτύχῃ τὴν πρὸς Θεὸν ἐπιστροφὴν τοῦ λαοῦ καὶ ἐσήκωσεν ἀπὸ τὸ μέσον ἑξαφανίσας τελείως τὰ σιχαμερὰ εἴδωλα τῆς παρανομίας. |
3 κατεύθυνε πρὸς Κύριον τὴν καρδίαν αὐτοῦ, ἐν ἡμέραις ἀνόμων κατίσχυσε τὴν εὐσέβειαν.— | 3 Είχεν εστραμμένην την καρδίαν του πάντοτε προς τον Θεόν, και εις ημέρας που επικρατούσεν η ανομία, αυτός εστερέωσε την ευσέβειαν. | 3 Κατηύθυνε τὴν καρδίαν του πρὸς τὸν Κύριον, κατὰ τὰς ἡμέρας δὲ ποὺ ἐπεκράτουν οἱ ἀσεβεῖς καὶ παράνομοι, ἐνίσχυσε καὶ ἐστερέωσε τὴν εὐσέβειαν. |
4 Πάρεξ Δαυὶδ καὶ ᾿Εζεκίου καὶ ᾿Ιωσίου, πάντες πλημμέλειαν ἐπλημμέλησαν· κατέλιπον γὰρ τὸν νόμον τοῦ ῾Υψίστου, οἱ βασιλεῖς ᾿Ιούδα ἐξέλιπον· | 4 Αλλά, πλην του Δαβίδ, του Εζεκίου και του Ιωσίου, όλοι οι άλλοι βασιλείς εξέκλιναν προς την αμαρτίαν, διότι εγκατέλειψαν τον νόμον του Θεού του Υψίστου. Ετσι δε δια τας αμαρτίας των εξέλιπαν οι βασιλείς από την φυλήν Ιούδα. | 4 Ἐκτὸς τοῦ Δαβὶδ καὶ τοῦ Ἐζεκίου καὶ τοῦ Ἰωσίου, ὅλοι οἰ ἄλλοι ἐν πλεονασμῷ παρεξετράπησαν καὶ παρηνόμησαν, διότι ἐγκατέλειψαν τὸν νόμον τοῦ Ὑψίστου. Οἱ βασιλεῖς τοῦ Ἰούδα ἐζηφανίσθησαν. |
5 ἔδωκαν γὰρ τὸ κέρας αὐτῶν ἑτέροις καὶ τὴν δόξαν αὐτῶν ἔθνει ἀλλοτρίῳ. | 5 Υπεχρεώθησαν και έδωσαν την βασιλικήν των δύναμιν εις άλλους βασιλείς και την δόξαν των εις έθνος ξένον. | 5 Διότι παρέδωκαν τὴν δύναμίν των εἰς ἄλλους καὶ τὴν δόξαν τῶν εἰς ἔθνος ξένον. |
6 ἐνεπύρισαν ἐκλεκτὴν πόλιν ἁγιάσματος καὶ ἠρήμωσαν τὰς ὁδοὺς αὐτῆς ἐν χειρὶ ῾Ιερεμίου· | 6 Τοτε οι εχθροί επυρπόλησαν την εκλεκτήν ιεράν πόλιν Ιερουσαλήμ και, όπως διηγείται ο προφήτης Ιερεμίας, ερήμωσαν τους δρόμους της. | 6 Ἔθεσαν πῦρ (οἱ Βαβυλώνιοι) εἰς τὴν Πόλιν τὴν ἐκλεκτὴν τοῦ θυσιαστηρίου καὶ ἐρήμωσαν τοὺς δρόμους της ἐξ αἰτίας τῆς συμπεριφορᾶς τῶν Ἰουδαίων ἔναντι τοῦ Ἱερεμίου. |
7 ἐκάκωσαν γὰρ αὐτόν, καὶ αὐτὸς ἐν μήτρᾳ ἡγιάσθη προφήτης ἐκριζοῦν καὶ κακοῦν καὶ ἀπολλύειν, ὡσαύτως οἰκοδομεῖν καὶ καταφυτεύειν. | 7 Οι κάτοικοι της πόλεως σκοτισμένοι από τας αμαρτίας των εκακοποίησαν τον Ιερεμίαν, ο οποίος εκ κοιλίας μητρός ήτο ηγιασμένος και προωρισμένος ως προφήτης να εκριζώνη, να καταστρέφη, να μεταβάλλη εις ερείπια, όπως επίσης και να κτίζη και να φυτεύη. | 7 Διότι ἐκακοποίησαν αὐτὸν αὐτὸς ὅμως ἦτο ἀπὸ αὐτὴν τὴν μήτραν καθιερωμένος Προφήτης, διὰ νὰ ἐκριζώνῃ καὶ νὰ τιμωρῇ καὶ νὰ καταστρέφῃ, καθὼς καὶ νὰ οἰκοδομῇ καὶ νὰ φυτεύῃ. |
8 ᾿Ιεζεκιὴλ ὃς εἶδεν ὅρασιν δόξης, ἣν ὑπέδειξεν αὐτῷ ἐπὶ ἅρματος Χερουβίμ· | 8 Ο δε Ιεζεκιήλ ήτο ο προφήτης εκείνος, ο οποίος είδεν ένδοξον όραμα, που ο Κυριος του εφανέρωσε καθήμενος επάνω εις άρμα χερουβίμ. | 8 Ὁ Ἰεζεκιὴλ ἦτο ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος εἶδεν ὅραμα θείας δόξης, τὸ ὁποῖον ἔδειξεν εἰς αὐτὸν ὁ Θεός, καθήμενος ἐπὶ τοῦ Ἅρματος τῶν Χερουβείμ. |
9 καὶ γὰρ ἐμνήσθη τῶν ἐχθρῶν ἐν ὄμβρῳ καὶ ἀγαθῶσαι τοὺς εὐθύνοντας ὁδούς. | 9 Ενεθυμήθη τους εχθρούς του Θεού και απέστειλεν εναντίον των ραγδαίαν βροχήν, έκαμε δε το καλόν εις εκείνους, οι οποίοι εβάδιζαν τον δρόμον του Κυρίου. | 9 Πράγματι δὲ οὗτος ἐνεθυμήθη τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Θεοῦ, ἀπειλῶν αὐτοὺς διὰ βροχῆς ραγδαίας, καθὼς καὶ νὰ κάμῃ καλὸν εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐβάδιζον εὐθείας ὁδούς. |
10 καὶ τῶν δώδεκα προφητῶν τὰ ὀστᾶ ἀναθάλοι ἐκ τοῦ τόπου αὐτῶν· παρεκάλεσε δὲ τὸν ᾿Ιακὼβ καὶ ἐλυτρώσατο αὐτοὺς ἐν πίστει ἐλπίδος. - | 10 Ας αναθάλουν εκ του τάφου των τα οστά των δώδεκα προφητών. Δια των προφητών αυτών ο Κυριος παρηγόρησε τον Ιακώβ και τους απογόνους του και με την βεβαίαν ελπίδα, που δίδει η πίστις, τους εστήριξεν εις την προσδοκίαν της λυτρώσεως. | 10 Καὶ τῶν Δώδεκα Προφητῶν τὰ ὀστᾶ εἴθε νὰ ἀναβλαστήσουν καὶ ἀναζήσουν ἀπὸ τὸν τόπον, ὅπου εἶναι τεθαμμένα. Δι' αὐτῶν ὁ Θεὸς παρηγόρησε τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακὼβ καὶ τοὺς ἠλευθέρωσε διὰ πίστεως πλήρους θάρρους καὶ ἐλπίδος. |
11 Πῶς μεγαλύνωμεν τὸν Ζοροβάβελ; καὶ αὐτὸς ὡς σφραγὶς ἐπὶ δεξιᾶς χειρός, | 11 Πως να δοξάσωμεν, όπως πρέπει, τον Ζοροβάβελ; Διότι αυτός είναι δακτυλίδι σφραγίδος στο δέξι χέρι. | 11 Πῶς θὰ ἐξυψώσωμεν καὶ θὰ δοξάσωμεν τὸν Ζοροβάβελ, αὐτόν, ὁ ὁποῖος εἶναι σὰν σφραγιδόλιθος ἐπὶ δεξιᾶς χειρός; |
12 οὕτως ᾿Ιησοῦς υἱὸς ᾿Ιωσεδέκ, οἳ ἐν ἡμέραις αὐτῶν ᾠκοδόμησαν οἶκον καὶ ἀνύψωσαν λαὸν ἅγιον Κυρίῳ ἡτοιμασμένον εἰς δόξαν αἰῶνος. | 12 Τέτοιος είναι και ο Ιησούς ο υιός Ιωσεδέκ. Αυτοί εις τας ημέρας των ανοικοδόμησαν τον ναόν του Θεού και εξύψωσαν τον λαόν τον αφιερωμένον στον Κυριον, λαόν προητοιμασμένον δια την δόξαν του μέλλοντος αιώνος. | 12 Παρομοίως ὁ Ἰησοῦς, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωσεδέκ. Οἱ δύο αὐτοί, ὁ Ζοροβάβελ δηλαδὴ καὶ ὁ Ἰησοῦς, κατὰ τὰς ἡμέρας αὐτῶν ἀνοικοδμησαν τὸν Ναὸν καὶ ἐξύψωσαν λαὸν ἀφιερωμένον εἰς τὸν Κύριον, παρεσκευασμένον καὶ ἐτοιμασμένον διὰ δόξαν αἰωνίαν. |
13 καὶ Νεεμίου ἐπὶ πολὺ τὸ μνημόσυνον τοῦ ἐγείραντος ἡμῖν τείχη πεπτωκότα καὶ στήσαντος πύλας καὶ μοχλοὺς καὶ ἀνεγείραντος τὰ οἰκόπεδα ἡμῶν. - | 13 Μεγάλη είναι επίσης η μνήμη του Νεεμίου, ο οποίος ανήγειρε τα πεσμένα και ερειπωμένα τείχη της πόλεως, έστησεν ισχυράς τας πύλας εις τα τείχη, έβαλε μοχλούς και ανοικοδόμησε τας οικίας μας. | 13 Καὶ τοῦυ Νεεμίου ἐπὶ μακρὸν καὶ εἰς πολλὰ ἔτη θὰ εἶναι ἀλησμόνητος ἡ μνήμη· εἶναι αὐτός, ὁ ὁποῖος ἀνήγειρε δι’ ἡμᾶς τὰ τείχη τῆς Ἱερουσαλήμ, τὰ ὁποῖα εἶχον πέσει· καὶ ἔστησε τὰς πύλας τῶν τειχῶν καὶ ἐτοποθέτησε μοχλοὺς σιδηροῦς ὄπισθεν αὐτῶν καὶ ἀνοικοδόμησε τὰς οἰκίας μας. |
14 Οὐδὲ εἷς ἐκτίσθη οἷος ᾿Ενὼχ τοιοῦτος ἐπὶ τῆς γῆς· καὶ γὰρ αὐτὸς ἀνελήφθη ἀπὸ τῆς γῆς. | 14 Ούτε ενας άνθρωπος δεν υπήρξεν, όπως ο Ενώχ επί της γης. Αυτός δια την αγιότητά του ανελήφθη ζων στον ουρανόν. | 14 Κανένας δὲν ἐδημιουργήθη ἀπὸ τὸν Θεὸν τοιοῦτος ἐπὶ τῆς γῆς, ὁποῖος ὁ Ἐνώχ. Ἀπόδειξις τούτου εἶναι ὅτι αὐτὸς ἀνελήφθη ἀπὸ τὴν γῆν εἰς τὸν οὐρανόν. |
15 οὐδὲ ὡς ᾿Ιωσὴφ ἐγεννήθη ἀνὴρ ἡγούμενος ἀδελφῶν, στήριγμα λαοῦ, καὶ τὰ ὀστᾶ αὐτοῦ ἐπεσκέπησαν. | 15 Ούτε ωσάν τον Ιωσήφ δεν εγεννήθη άλλος άνθρωπος εις την γην, αρχηγός των αδελφών του, στήριγμα του λαού του. Αυτού τα οστά με πολλήν επιμέλειαν εφυλάχθησαν. | 15 Οὔτε σὰν τὸν Ἰωσὴφ ἐγεννήθη ἄνθρωπος, ἀρχηγὸς τῶν ἀδελφῶν του, στήριγμα τοῦ λαοῦ του· τὰ δὲ ὀστά του διεφυλάχθησαν μετ’ ἐπιμελείας καὶ σεβασμοῦ πρὸς μεταφορὰν ἐν καιρῷ εἰς τὴν Γῆν τῆς Ἐπαγγελίας. |
16 Σὴμ καὶ Σὴθ ἐν ἀνθρώποις ἐδοξάσθησαν καὶ ὑπὲρ πᾶν ζῷον ἐν τῇ κτίσει ᾿Αδάμ. | 16 Ο Σημ και ο Σηθ εδοξάσθησαν μεταξύ των ανθρώπων, υπέρ παν δε άλλο ζων δημιούργημα ετιμήθη ο πρωτόπλαστος Αδάμ. | 16 Ὁ Σὴμ καὶ ὁ Σὴθ ἐδοξάσθησαν μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων παραπάνω δὲ ἀπὸ κάθε ζῶσαν ὕπαρξιν ἐν τῇ Δημιουργίᾳ ἐτιμήθη ὁ Ἀδάμ. |