Τετάρτη, 06 Νοεμβρίου 2024
Ανατ: 06:57
Δύση: 17:22
Σελ. 5 ημ.
311-55
16ος χρόνος, 6108η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΣΟΦΙΑ ΣΕΙΡΑΧ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14 (ΙΔ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΜΑΚΑΡΙΟΣ ἀνήρ, ὣς οὐκ ὠλίσθησεν ἐν στόματι αὐτοῦ καὶ οὐ κατενύγη ἐν λύπῃ ἁμαρτίας. 1 Ευτυχής είναι ο άνθρωπος εκείνος, από το στόμα του οποίου δεν εξέφυγαν λόγια αμαρτωλά και ο οποίος, ως εκ τούτου, δεν είχε τύψεις συνειδήσεως και λύπην δι' αμαρτίας στόματός του. 1 Εὐτυχὴς καὶ μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ δὲν ἐγλίστρησε μὲ τὸ στόμα καὶ μὲ τὰ λόγια του εἰς ἁμαρτίαν καὶ δὲν ἐδοκίμασε λύπην καὶ συντριβὴν λόγῳ ἁμαρτιῶν του.
2 μακάριος οὗ οὐ κατέγνω ἡ ψυχὴ αὐτοῦ, καὶ ὃς οὐκ ἔπεσεν ἀπὸ τῆς ἐλπίδος αὐτοῦ. 2 Μακάριος είναι ο άνθρωπος, τον οποίον δεν ελέγχει η συνείδησις και ο οποίος δεν έχει ξεπέσει και δεν έχει χάσει την ελπίδα του στον Θεόν. 2 Μακάριος καὶ πανευτυχὴς εἶναι ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον δὲν ἤλεγξε καὶ δὲν κατηγόρησεν ἡ συνείδησίς του καὶ δὲν ἔπεσεν ἔξω, οὔτε ἔπαυσεν ἀπὸ τοῦ να ἐλπίζῃ εἰς τὸν Θεόν.
3 ᾿Ανδρὶ μικρολόγῳ οὐ καλὸς ὁ πλοῦτος, καὶ ἀνθρώπῳ βασκάνῳ ἱνατί χρήματα; 3 Εις τον μικροπρεπή άνθρωπον δεν είναι καλός ο πλούτος. Εις άνθρωπον φθονερόν, που λυώνει από τον φθόνον του, τι χρειάζονται τα χρήματα; 3 Εἰς τὸν φιλάργυρον, ποὺ καὶ τὰ μικρὰ χρηματικὰ ποσὰ λογαριάζει καὶ εἶναι μικροπρεπὴς καὶ δι’ αὐτά, δὲν εἶναι καλὸς ὁ πλοῦτος· εἰς ἐκεῖνον δέ, ποὺ μὲ φθονερὸν μάτι βλέπει τὰ πλούτη του καὶ δὲν τὰ δαπανᾷ, πρὸς τί χρειάζονται καὶ χρησιμεύουν τὰ χρήματα;
4 ὁ συνάγων ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτοῦ συνάγει ἄλλοις, καὶ ἐν τοῖς ἀγαθοῖς αὐτοῦ τρυφήσουσιν ἕτεροι. 4 Εκείνος που συνάγει χρήματα κάμνων μεγάλας οικονομίας εις βάρος της ζωής του, τα συγκεντρώνει δια τους άλλους. Και άλλοι είναι εκείνοι, οι οποίοι θα χαρούν και θα γλεντοκοπήσουν με τα αγαθά του. 4 Αὐτός, ποὺ μαζεύει χρήματα μὲ στέρησιν τῆς ζωῆς του, τὰ μαζεύει δι' ἄλλους, καὶ εἰς τὰ ἀγαθά του ἄλλοι θὰ ζήσουν μὲ τρυφὴν καὶ ἀπολαύσεις.
5 ὁ πονηρὸς ἑαυτῷ τίνι ἀγαθὸς ἔσται; καὶ οὐ μὴ εὐφρανθήσεται ἐν τοῖς χρήμασιν αὐτοῦ. 5 Εκείνος που είναι κακός δια τον ίδιον τον εαυτόν του, εις ποίον είναι δυνατόν να φανή καλός; Αυτός δεν θα απολαύση και δεν θα χαρή τα αγαθά του. 5 Αὐτὸς ποὺ εἶναι κακὸς εἰς τὸν ἑαυτόν του, εἰς ποῖον ἄλλον θὰ εἶναι καλὸς καὶ εὐεργετικός; Αὐτὸς δὲν θὰ δοκιμάσῃ ποτὲ ἀπόλαυσιν καὶ εὐχαρίστησιν διὰ τὰ χρήματά του.
6 τοῦ βασκαίνοντος ἑαυτὸν οὐκ ἔστι πονηρότερος, καὶ τοῦτο ἀνταπόδομα τῆς κακίας αὐτοῦ· 6 Δεν υπάρχει δυστυχέστερος άνθρωπος από τον ζηλόφθονον. Αυτό τούτο το πάθος του αποτελεί την τιμωρίαν της κακίας του. 6 Ἀπὸ τὸν φιλάργυρον, ποὺ ζηλεύει τὸν ἑαυτόν του καὶ λυπεῖται νὰ ἐξοδεύσῃ ἀκόμη καὶ διὰ τὰς ἀνάγκας του, δὲν ὑπάρχει ἄλλος χειρότερος. Αὐτὸ δὲ εἶναι καὶ ἡ δικαία ἀνταπόδοσις καὶ τιμωρία τῆς κακίας του.
7 κἂν εὖ ποιῇ, ἐν λήθῃ ποιεῖ, καὶ ἐπ᾿ ἐσχάτων ἐκφαίνει τὴν κακίαν αὐτοῦ. 7 Εάν δε τύχη και κάμη κάποιο καλόν, κατά λάθος το πράττει. Διότι στο τέλος θα φανερώση την κακίαν του. 7 Καὶ ἂν εὐεργετῇ κάποτε, τὸ κάμνει χωρὶς νὰ θέλῃ καὶ ἐπειδὴ λησμονεῖ πρὸς στιγμὴν τὸν ἑαυτόν του, ἀλλ’ εἰς τὸ τέλος φανερώνει τὴν κακίαν του.
8 πονηρὸς ὁ βασκαίνων ὀφθαλμῷ, ἀποστρέφων πρόσωπον καὶ ὑπερορῶν ψυχάς. 8 Κακός είναι εκείνος, ο οποίος με τα ίδια του τα μάτια εκδηλώνει τον φθόνον του, γυρίζει το πρόσωπόν του από εκείνους, που έχουν ανάγκην, και τους αντιπαρέρχεται με αδιαφορίαν. 8 Εἶναι κακὸς ἐκεῖνος, ποὺ βασκαίνει μὲ τὸ ζηλότυπον καὶ ἄπληστον μάτι του καὶ λόγῳ τῆς κακίας του στρέφει τὸ πρόσωπόν του ἀλλοῦ, περιφρονῶν τὰς ἐκ τῆς στερήσεως θλιβομένας ψυχάς.
9 πλεονέκτου ὀφθαλμὸς οὐκ ἐμπίπλαται μερίδι, καὶ ἀδικία πονηρὰ ἀναξηραίνει ψυχήν. 9 Το μάτι του πλεονέκτου δεν χορταίνει ποτέ με εκείνα, που έχει. Η δε αχόρταστος πλεονεξία, που τον ωθεί προς αδικίας, ξηραίνει κάθε τι καλόν από την ψυχήν του. 9 Τοῦ πλεονέκτου τὸ μάτι δὲν χορταίνει μὲ ἐν μόνον μερίδιον, ἡ ἀδικία ὅμως, μὲ τὴν ὁποίαν κατακτᾷ τὰ πολλά, σκληρύνει τὴν καρδίαν καὶ ἀποξηραίνει πάσης ἀρετῆς τὴν ψυχήν του.
10 ὀφθαλμὸς πονηρὸς φθονερὸς ἐπ᾿ ἄρτῳ καὶ ἐλλιπὴς ἐπὶ τῆς τραπέζης αὐτοῦ. 10 Ο φθονερός οφθαλμός του φιλαργύρου τσιγκουνεύεται και αυτόν τον άρτον, ώστε ολιγοστός να παρατίθεται πάντοτε εις την τράπεζάν του. 10 Τοῦ φιλάργυρου ὁ ὀφθαλμὸς εἶναι φθονερὸς ἀκόμη καὶ εἰς τὸν ἰδικόν του ἄρτον, παρουσιάζει δὲ στερήσεις καὶ ἐλλείψεις πολλὰς καὶ τὸ ἰδικόν του τραπέζι.
11 Τέκνον, καθὼς ἐὰν ἔχῃς, εὖ ποίει σεαυτὸν καὶ προσφορὰς Κυρίῳ ἀξίως πρόσαγε. 11 Παιδί μου, ανάλογα με εκείνα, τα οποία έχεις, να περιποιήσαι τον εαυτόν σου, κατ' αξίαν δε να προσφέρης προς τον Κυριον θυσίας και δωρεάς. 11 Τέκνον μου, ἀναλόγως ἐκείνων, τὰ ὁποῖα ἔχεις, περιποιοῦ καὶ φρόντιζε διὰ τὸν ἑαυτόν σου καὶ πρόσφερε θυσίας καὶ προσφορὰς εἰς τὸν Κύριον πλουσίας καὶ ἀνταξίας αὐτοῦ.
12 μνήσθητι ὅτι θάνατος οὐ χρονιεῖ καὶ διαθήκη ᾅδου οὐχ ὑπεδείχθη σοι· 12 Εχε πάντοτε υπ' όψιν σου ότι ο θάνατος δεν θα αργήση να έλθη και καμμία συμφωνία με τον άδην δεν σου έχει αποκαλυφθή. Και άρα δεν γνωρίζεις την ώραν της εκδημίας σου. 12 Ἐνθυμοῦ ὅτι ὁ θάνατος δὲν θὰ βραδύνῃ νὰ ἔλθῃ, καὶ συνθηκολόγησις μὲ τὸν Ἅδην, συμφωνία μὲ αὐτὸν δηλαδή, ὅτι δὲν θὰ ἀποθάνῃς, δὲν σοῦ ὑπεδείχθη ἀπὸ κανένα.
13 πρίν σε τελευτῆσαι, εὖ ποίει φίλῳ καὶ κατὰ τὴν ἰσχύν σου ἔκτεινον καὶ δῷς αὐτῷ. 13 Πριν, λοιπόν, αποθάνης, κάμνε το καλόν στον φίλον σου και ανάλογα με την οικονομικήν σου δυνατότητα άπλωνε το χέρι σου και δίνε εις αυτόν. 13 Προτοῦ ἀποθάνῃς, εὐεργέτει τὸν φίλον σου, καὶ σύμφωνα μὲ τὴν οἰκονομικήν σου δυνατότητα ἄπλωσε τὸ χέρι σου καὶ δός του.
14 μὴ ἀφυστερήσῃς ἀπὸ ἀγαθῆς ἡμέρας, καὶ μερὶς ἐπιθυμίας ἀγαθῆς μή σε παρελθάτω. 14 Μη απαρνήσαι την ευτυχίαν της παρούσης καλής ημέρας και μη αφήνης να σου διαφεύγουν αι παρά του Θεού επιτρεπόμενοι απολαύσεις. 14 Εἰς ἡμέραν ἐορτάσιμον καὶ πανηγυρικὴν μὴ στερήσῃς τὸν ἑαυτόν σου, καὶ νὰ μὴ σοῦ διαφύγῃ κατ’ αὐτὴν κάποιο μέρος ἀπολαύσεως τῆς νομίμου καὶ ἐπιτρεπομένης ἐπιθυμίας σου.
15 οὐχὶ ἑτέρῳ καταλείψεις τοὺς πόνους σου καὶ τοὺς κόπους σου εἰς διαίρεσιν κλήρου; 15 Οταν αποθάνης, δεν θα αφήσης τους κόπους σου εις τα χέρια άλλων και όσα με την εργασίαν σου απέκτησες δεν θα τα αφήσης, να τα μοιρασθούν με κλήρον μεταξύ των οι κληρονόμοι; 15 Πρὸς τί νὰ στερηθῇς; Μήπως, ὅταν ἐπέλθῃ ὁ θάνατος, δὲν θὰ ἀφήσῃς εἰς ἄλλους τοὺς κόπους σου, καὶ ἡ περιουσία, ποὺ μὲ ἐργασίαν πολλὴν ἀπέκτησες, δὲν θὰ μοιρασθῇ διὰ κλήρου εἰς τοὺς κληρονόμους σου;
16 δὸς καὶ λάβε καὶ ἀπάτησον τὴν ψυχήν σου, ὅτι οὐκ ἔστιν ἐν ᾅδου ζητῆσαι τρυφήν. 16 Δώσε και πάρε. Διδε ευκαιρίαν χαράς και αναψυχής εις την ζωήν σου, διότι στον άδην δεν θα αναζητήσης και δεν θα εύρης απόλαυσιν. 16 Δῶσε καὶ πάρε καὶ ξεγέλασε τὸν ἑαυτόν σου, ἐφ' ὅσον ζῇς, διότι εἰς τὸν Ἅδην δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ζητήσῃς καὶ νὰ εὕρῃς ἀπόλαυσιν.
17 πᾶσα σὰρξ ὡς ἱμάτιον παλαιοῦται, ἡ γὰρ διαθήκη ἀπ᾿ αἰῶνος· θανάτῳ ἀποθανῇ. 17 Το σώμα του ανθρώπου γηράσκει, όπως παληώνει το φόρεμα. Ο θάνατος είναι η από αιώνος εντολή του Θεού. Και συ, λοιπόν, οπωσδήποτε θα αποθάνης. 17 Κάθε ζωντανὴ σάρκα γηράσκει, ὅπως παλιώνει καὶ τὸ ροῦχο, διότι γη θεία ἀπόφασις ἐξ ἀρχῆς καὶ ἀπὸ τοῦ αἰῶνος εἶναι: Θὰ ἀποθάνῃς ἐξάπαντος.
18 ὡς φύλλον θάλλον ἐπὶ δένδρου δασέος, τὰ μὲν καταβάλλει, ἄλλα δὲ φύει, οὕτως γενεὰ σαρκὸς καὶ αἵματος, ἡ μὲν τελευτᾷ, ἑτέρα δὲ γεννᾶται. 18 Από το θαλλερόν φύλλωμα πυκνοφύλλου δένδρου άλλα μεν φύλλα πίπτουν, άλλα δε βλαστάνουν. Ετσι συμβαίνει και μεταξύ των γενεών των ανθρώπων, που έχουν σάρκα και αίμα· άλλη μεν γενεά αποθνήσκει, άλλη δε γεννάται. 18 Ὅπως φύλλον καταπράσινον καὶ θαλερὸν ἐπὶ δένδρου πυκνοφύλλου καὶ ἀειθαλοῦς, ποὺ ἄλλα μὲν φύλλα ρίπτει κάτω, ἄλλα δὲ βγάζει καὶ βλαστάνει, ἔτσι καὶ κάθε γενεὰ δημιουργημάτων ἀπὸ σάρκα καὶ αἷμα, ἄλλη μὲν ἀποθνήσκει, ἄλλη δὲ γεννᾶται.
19 πᾶν ἔργον σηπόμενον ἐκλείπει, καὶ ὁ ἐργαζόμενος αὐτὸ μετ᾿ αὐτοῦ ἀπελεύσεται. 19 Ωσάν το φύλλον κάθε έργον πονηρού ανθρώπου σαπίζει και εξαφανίζεται· μαζή δέ με αυτό περνάει και εξαφανίζεται και φεύγει και ο άνθρωπος, που το έπραξε. 19 Κάθε τι ποὺ φθείρεται καὶ σαπίζει, ἐξαφανιζεται, καὶ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ τὸ ἐργάζεται καὶ τὸ φτιάνει, θὰ ἀπέλθῃ μετ' αὐτοῦ καὶ αὐτός.
20 Μακάριος ἀνήρ, ὃς ἐν σοφίᾳ τελευτήσει καὶ ὃς ἐν συνέσει αὐτοῦ διαλεχθήσεται, 20 Ευτυχής ο άνθρωπος, ο οποίος θα τελευτήση μελετών τας αληθείας αυτάς με σοφίαν και ο οποίος συλλογίζεται και σκέπτεταί με σύνεσιν. 20 Εἶναι εὐτυχῇς ὁ ἄνθρωπος, τὸν ὁποῖον θὰ εὕρῃ ὁ θάνατος νὰ ζῇ μὲ σοφίαν καὶ σύνεσιν, καὶ ὁ ὁποῖος θὰ συλλογίζεται καὶ θὰ συζητῇ πάντοτε μυαλωμένα καὶ συνετά.
21 ὁ διανοούμενος τὰς ὁδοὺς αὐτῆς ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ, καὶ ἐν τοῖς ἀποκρύφοις αὐτῆς νοηθήσεται. 21 Αυτός, που σκέπτεται στο βάθος της καρδίας του τας εντολάς της θείας σοφίας, αυτός και κατανοεί τα απόκρυφα και άρρητα αυτής νοήματα. 21 Αὐτὸς ποὺ σκέπτεται καὶ διανοεῖται εἰς τὸ βάθος τῆς καρδίας του τοὺς τρόπους τῆς συμπεριφορᾶς καὶ τὰς ἐντολὰς τῆς Σοφίας, θὰ κατανοήσῃ καὶ θὰ εἰσχωρήσῃ καὶ εἰς τὰ ἀπόκρυφα βάθη αὐτῆς.
22 ἔξελθε ὀπίσω αὐτῆς ὡς ἰχνευτής, καὶ ἐν ταῖς εἰσόδοις αὐτῆς ἐνέδρευε. 22 Εβγα από το σπίτι σου, ωσάν ανιχνευτής, ακολούθησε τους δρόμους της σοφίας πίσω από αυτήν και στήσε ενέδραν εις την είσοδον του οίκου της. 22 Ἔβγα καὶ ἀκολούθησέ την σὰν κυνηγός, ποὺ ἀναζητεῖ νὰ εὕρῃ τὰ ἴχνη της, καὶ στῆσε ἐνέδραν καὶ καρτέρι εἰς τὴν εἴσοδον τῆς οἰκίας της.
23 ὁ παρακύπτων διὰ τῶν θυρίδων αὐτῆς καὶ ἐπὶ τῶν θυρωμάτων αὐτῆς ἀκροάσεται. 23 Εκείνος, που σκύβει και παρατηρεί από τα παράθυρά της, αυτός και θα ακροασθή σοφά πράγματα από τας θύρας της. 23 Γίνε καὶ σὺ σὰν ἐκεῖνον, ποὺ κλίνει τὴν κεφαλήν του εἰς τὰ παραθύρά της διὰ νὰ ἐρευνήσῃ μὲ τὰ βλέμματά του, καὶ σὰν αὐτόν, ὁ ὁποῖος θὰ ἀκούσῃ προσεκτικὰ εἰς τὰς θύρας της·
24 ὁ καταλύων σύνεγγυς τοῦ οἴκου αὐτῆς καὶ πήξει πάσσαλον ἐν τοῖς τοίχοις αὐτῆς, 24 Αυτός, που κατοικεί κοντά στον οίκον της και καρφώνει τον πάσσαλον της σκηνής του στον τοίχον της, 24 σὰν ἐκεῖνον, ποὺ στήνει τὸ κατάλυμά του πλησίον τοῦ σπιτιοῦ της, καὶ χώνει καὶ στερεώνει πάσσαλον εἰς τοὺς τοίχους της.
25 στήσει τὴν σκηνὴν αὐτοῦ κατὰ χεῖρας αὐτῆς καὶ καταλύσει ἐν καταλύματι ἀγαθῶν· 25 στήνει δε την σκηνήν του εκεί, όπου φθάνουν τα χέρια της, αυτός θα έχη το κατάλυμά του πλήρες από αγαθά. 25 Θὰ στερεώσῃ ἔτσι τὴν σκηνὴν τοῦ πλησίον τῶν χειρῶν της καὶ θὰ καταλύσῃ μέσα εἰς κατάλυμα καὶ σκηνὴν γεμάτην ἀπὸ ἀγαθά.
26 θήσει τὰ τέκνα αὐτοῦ ἐν τῇ σκέπῃ αὐτῆς καὶ ὑπὸ τοὺς κλάδους αὐτῆς αὐλισθήσεται· 26 Θα θέση τα τέκνα του υπό την σκέπην και την προστασίαν της σοφίας, κάτω δε από τους κλάδους του δένδρου της θα καταυλισθή. 26 Θὰ θέσῃ τὰ παιδιά του κάτω ἀπὸ τὴν σκέπην καὶ τὴν προστασίαν αὐτῆς καὶ θὰ περνᾷ τὰς νύκτας του κοιμώμενος κάτω ἀπὸ τοὺς κλάδους της καὶ ὑπὸ τὴν σκιὰν της.
27 σκεπασθήσεται ὑπ᾿ αὐτῆς ἀπὸ καύματος καὶ ἐν τῇ δόξῃ αὐτῆς καταλύσει. 27 Θα σκεπασθή από αυτήν και θα προφυλαχθή από το καύμα του ηλίου. Θα μείνη και θα αναπαυθή μέσα εις την δόξαν της. 27 Θὰ σκεπασθῇ ὑπ’ αὐτῆς καὶ θὰ προστατευθῇ ἀπὸ τὸν θερινὸν καύσωνα· θὰ ἔχῃ δὲ τὸ κατάλυμα καὶ τὴν ἀνάπαυσίν του μέσα εἰς τὴν δόξαν της.