Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΣΟΦΙΑ ΣΕΙΡΑΧ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 33 (ΛΓ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Τῼ φοβουμένῳ Κύριον οὐκ ἀπαντήσει κακόν, ἀλλ᾿ ἐν πειρασμῷ καὶ πάλιν ἐξελεῖται. 1 Εκείνον που φοβείται τον Κυριον, δεν θα τον συναντήσουν κακά. Και εάν περιπέση εις κανένα πειρασμόν, ο Κυριος θα τον γλυτώση από αυτόν. 1 Εκεῖνον, ὁ ὁποῖος φοβεῖται τὸν Κύριον, δὲν θὰ τὸν συναντήσῃ κανὲν κακόν, ἀλλ’ ἐὰν συμβῇ εἰς αὐτὸν πειρασμὸς καὶ δοκιμασία τις, καὶ πάλιν τότε θὰ ἀπαλλάξῃ αὐτὸν ὁ Κύριος.
2 ἀνὴρ σοφὸς οὐ μισήσει νόμον, ὁ δὲ ὑποκρινόμενος ἐν αὐτῷ, ὡς ἐν καταιγίδι πλοῖον. 2 Ο συνετός άνθρωπος δεν αποστρέφεται τον θείον νόμον. Εκείνος όμως που υποκρίνεται ότι τον σέβεται και δεν τον τηρεί, ομοιάζει με πλοίον εις καταιγίδα. 2 Ὁ συνετὸς ἄνθρωπος δὲν θὰ μισήσῃ τὸν Νόμον τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνος ὅμως, ὁ ὁποῖος μὲ ὑποκρισίαν διατίθεται πρὸς αὐτόν, ὁμοιάζει πρὸς πλοῖον, ποὺ παλαίει καὶ κινδυνεύει ἐν μέσῳ καταιγίδος.
3 ἄνθρωπος συνετὸς ἐμπιστεύσει νόμῳ, καὶ ὁ νόμος αὐτῷ πιστὸς ὡς ἐρώτημα δήλων. 3 Ο συνετός άνθρωπος θα δώση πλήρη εμπιστοσύνην στον θείον νόμον. Ο θείος νόμος θα είναι δι' αυτόν αξιόπιστος, αυθεντικός, δήλωσις της αληθείας και απάντησις επί των ερωτήσεων και αποριών του. 3 Ὁ συνετὸς ἄνθρωπος θὰ δώσῃ ἐμπιστοσύνην εἰς τὸν θεῖον Νόμον, καὶ ὁ Νόμος θὰ εἶναι ἀξιόπιστος καὶ αὐθεντικὸς εἰς τῆς πρὸς αὐτὸν ἀπαντήσεις του, ὅπως καὶ εἰς ἐρώτημα ὁ θεῖος χρησμὸς καὶ ἡ θεία δήλωσις.
4 ἑτοίμασον λόγον καὶ οὕτως ἀκουσθήσῃ, σύνδησον παιδείαν καὶ ἀποκρίθητι. 4 Ετοίμασε τον λόγον σου και κατόπιν ομίλησε έτσι δε και θα σε ακούσουν με προσοχήν οι άλλοι. Επικαλέσου και σύνδεσε τας γνώσεις και την μόρφωσίν σου, και έπειτα δώσε απάντησιν. 4 Ἐτοίμασε μετὰ σοβαρὰς σκέψεως τὸν λόγον, τὸν ὁποῖον θὰ εἴπῃς, καὶ ἔτσι παρεσκευασμένος, ὅπως θὰ εἶσαι, θὰ ἀκουσθῇς μὲ προσοχὴν ἀπὸ τοὺς ἀκροατάς σου. Δέσε σφιγκτὰ τὰς σκέψεις καὶ τὰ νοήματά σου καὶ τότε δῶσε ἀπάντησιν.
5 τροχὸς ἁμάξης σπλάγχνα μωροῦ, καὶ ὡς ἄξων στρεφόμενος ὁ διαλογισμὸς αὐτοῦ. 5 Τα αισθήματα και τα νοήματα του μωρού είναι ασταθή και εναλλασσόμενα σαν τον κυλιόμενον τροχόν της αμάξης. Οπως ο περιστρεφόμενος τροχός της αμάξης, έτσι είναι και αι σκέψστου μωρού. 5 Τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ μωροῦ καὶ ἀσυνέτου ὁμοιάζει μὲ τὸν τροχὸν ἁμάξης· καὶ σὰν ἄξονας ποὺ στρέφεται διαρκῶς, ἔτσι ἄστατος εἶναι καὶ ὁ διαλογισμός του, ἄστατοι καὶ αἱ σκέψεις καὶ ἀποφάσεις του.
6 ἵππος εἰς ὀχείαν ὡς φίλος μωκός, ὑποκάτω παντὸς ἐπικαθημένου χρεμετίζει. 6 Ο τους πάντας και τα πάντα περιγελών και εμπαίζων φίλος ομοιάζει με επιβήτορα ίππον ευρισκόμενον εις ερεθισμόν, ο οποίος χρεμετίζει οποιονδήποτε επιβάτην και αν έχη επάνω του. 6 Σὰν ἵππον διατελοῦντα ἐν ὀργασμῷ ὁμοιάζει ὁ φίλος, ποὺ περιγελᾷ τοὺς πάντας καὶ αὐτὸν τὸν φίλον αὐτοῦ· διότι ὁ ἵππος οὗτος χρεμετίζει, ὁποιοσδήποτε καὶ ἂν κάθηται ἐπ’ αὐτοῦ. Οὕτω καὶ ὁ χλευαστὴς περιπαίζει τοὺς πάντας.
7 Διατί ἡμέρα ἡμέρας ὑπερέχει, καὶ πᾶν φῶς ἡμέρας ἐνιαυτοῦ ἀφ᾿ ἡλίου; 7 Διατί η μία ημέρα διαφέρει κατά την διάρκειαν από την άλλην, μολονότι όλον το φως της ημέρας προέρχεται από τον αυτόν ήλιον καθ' όλον το διάστημα του έτους; 7 Διατὶ μία ἡμέρα εἶναι μεγαλυτέρα ἀπὸ ἄλλην, ἐνῷ τὸ φῶς κάθε ἡμέρας τοῦ ἔτους προέρχεται ἀπὸ τὸν αὐτὸν ἥλιον;
8 ἐν γνώσει Κυρίου διεχωρίσθησαν, καὶ ἠλλοίωσε καιροὺς καὶ ἑορτάς· 8 Δια της σοφίας του Κυρίου εξεχώρισεν η μία ημέρα από την άλλην, ο οποίος Κυριος και εδιαφοροποίησε τας εποχάς και καθώρισε τας εορτάς. 8 Διὰ τῆς ἀπείρου σοφίας καὶ γνώσεως τοῦ Κυρίου διεχωρίσθησαν καὶ διεκρίθησαν μεταξύ των αἱ ἡμέραι, καὶ ὁ Κύριος ἔκαμε διαφορετικὰς τὰς ἐποχὰς καὶ τὰς εἰς αὐτὰς διεξαγομένας ἑορτάς.
9 ἀπ᾿ αὐτῶν ἀνύψωσε καὶ ἡγίασε καὶ ἐξ αὐτῶν ἔθηκεν εἰς ἀριθμὸν ἡμερῶν. 9 Μερικάς από τας ημέρας τας ανύψωσε και τας καθιέρωσεν ως εορτασίμους. Τας δε άλλας ώρισεν ως καθημερινάς, διακρινομένας μεταξύ των από μίαν απλήν αρίθμησιν. 9 Ἀπὸ τὰς ἡμέρας αὐτὰς μερικὰς ἐτίμησε καὶ ἐξεχώρισεν ὡς ἱεράς, καὶ τὰς ὑπολοίπους ἐξ αὐτῶν διέκρινεν ὡς συνήθεις καὶ ἀριθμουμένας ἡμέρας.
10 καὶ ἄνθρωποι πάντες ἀπὸ ἐδάφους, καὶ ἐκ γῆς ἐκτίσθη ᾿Αδάμ. 10 Ολοι οι άνθρωποι προέρχονται από το αυτό χώμα, από την γην. Από την γην επίσης επλάσθη και ο πρωτόπλαστος Αδάμ. 10 Καὶ οἱ ἄνθρωποι ὅλοι ἐπλάσθησαν ἀπὸ τὸ χῶμα τοῦ ἐδάφους, ὅπως καὶ ὁ Ἀδὰμ ὁ πρωτόπλαστος ἐδημιουργήθη ἀπὸ τὴν γῆν.
11 ἐν πλήθει ἐπιστήμης Κύριος διεχώρισεν αὐτοὺς καὶ ἠλλοίωσε τὰς ὁδοὺς αὐτῶν. 11 Ο Κυριος, δια της πανσοφίας του, εξεχώρισε τους ανθρώπους και τα έθνη μεταξύ των, και εδιαφοροποίησε τους δρόμους της ζωής των. 11 Ὁ Κύριος ὅμως διὰ πολλῆς γνώσεως καὶ σοφίας διεχώρισεν αὐτοὺς ἀπ’ ἀλλήλων, ὥστε νὰ διακρίνεται ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον καὶ νὰ μὴ συγχύζωντ αἱ μορφαί των, καὶ ἔκαμε διαφόρους τοὺς δρόμους καὶ διαφορετικὰς τὰς συνθήκας, κατὰ τὰς ὁποίας θὰ ἔζων.
12 ἐξ αὐτῶν εὐλόγησε καὶ ἀνύψωσε καὶ ἐξ αὐτῶν ἡγίασε, καὶ πρὸς αὐτὸν ἤγγισεν· ἀπ᾿ αὐτῶν κατηράσατο καὶ ἐταπείνωσε καὶ ἀνέστρεψεν αὐτοὺς ἀπὸ στάσεως αὐτῶν. 12 Μερικούς από τους ανθρώπους τους ευλόγησε, τους εδόξασε, τους ανέδειξεν εκλεκτούς και διέταξε να πλησιάσουν προς αυτόν, δια να τον υπηρετούν. Αλλους από τους ανθρώπους τους κατηράσθη, τους εταπείνωσε, τους ανέτρεψεν από τας υψηλάς και ισχυράς θέσεις, που κατείχαν. 12 Ἀπὸ αὐτοὺς ἄλλους εὐλόγησε καὶ ἀνύψωσε καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἄλλους ἐξεχώρισεν ὡς ἀφιερωμένους καὶ τοὺς ἐπλησίασεν εἰς Ἑαυτὸν ὡς διακόνους καὶ λειτουργούς του· ἀπὸ αὐτοὺς κατηράσθη καὶ ἐξηυτέλισεν ἄλλους καὶ κατεκρήμνισεν αὐτοὺς ἀπὸ τῆς ὑψηλῆς θέσεώς των.
13 ὡς πηλὸς κεραμέως ἐν χειρὶ αὐτοῦ -πᾶσαι αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ κατὰ τὴν εὐδοκίαν αὐτοῦ-, οὕτως ἄνθρωποι ἐν χειρὶ τοῦ ποιήσαντος αὐτοὺς ἀποδοῦναι αὐτοῖς κατὰ τὴν κρίσιν αὐτοῦ. 13 Οπως ο πηλός εις τα χέρια του κεραμέως, ο οποίος τον μορφοποιεί σύμφωνα με την ευχαρίστησίν του, έτσι και οι άνθρωποι είναι εις τα χέρια του δημιουργού των, ο οποίος και ανταποδίδει εις αυτούς κατά την δικαίαν κρίσιν του. 13 Ὅπως ὁ πηλὸς τοῦ κεραμοποιοῦ εἶναι εἰς τὰς χεῖρας του - ὅλοι δὲ οἱ τρόποι καὶ αἱ μορφαὶ τῆς διαπλάσεως τοῦ πηλοῦ γίνονται κατὰ τὴν ἀρέσκειαν καὶ τὴν ἐλευθέραν θέλησίν του - ἔτσι καὶ οἱ ἄνθρωποι εὑρίσκονται εἰς τὰς χεῖρας Αὐτοῦ ποὺ τοὺς ἔπλασε, διὰ νὰ ἀνταμείψῃ καὶ ἀνταποδώσῃ εἰς αὐτοὺς ὅπως Αὐτὸς θὰ ἀποφασίσῃ.
14 ἀπέναντι τοῦ κακοῦ τὸ ἀγαθὸν καὶ ἀπέναντι τοῦ θανάτου ἡ ζωή· οὕτως ἀπέναντι εὐσεβοῦς ἁμαρτωλός. 14 Παραπλεύρως από το κακόν υπάρχει το αγαθόν· παραπλεύρως από τον θάνατον υπάρχει η ζωη. Ετσι και παραπλεύρως από τον ευσεβή υπάρχει ο αμαρτωλός. 14 Ἀπέναντι τοῦ κακοῦ καὶ ἀντίθετον πρὸς αὐτὸ εἶναι τὸ ἀγαθόν, ἀπέναντι δὲ τοῦ θανάτου, ἀντίθετος πρὸς αὐτόν, εἶναι ἡ ζωή. Ἔτσι καὶ ἀπέναντι πρὸς τὸν εὐσεβῆ εἶναι ὁ ἁμαρτωλός.
15 καὶ οὕτως ἔμβλεψον εἰς πάντα τὰ ἔργα τοῦ ῾Υψίστου, δύο δύο, ἓν κατέναντι τοῦ ἑνός. 15 Ετσι βλέπε προσεκτικώς και παρατήρει όλα τα έργα του Υψίστου. Δυο δύο, το ένα απέναντι του άλλου. 15 Καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον παρατήρησον ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Ὑψίστου, κατὰ ζεύγη, δύο - δύο, τὸ ἓν ἀντιτιθέμενον εἰς τὸ ἄλλο.
16 Κἀγὼ ἔσχατος ἠγρύπνησα ὡς καλαμώμενος ὀπίσω τρυγητῶν· 16 Εγώ τελευταίος από τους σοφούς ήλθα. Ηγρύπνησα δια την μελέτην της σοφίας, σαν ένας τσαμπιδολόγος, που έρχεται ύστερα από τους τρυγητάς του αμπελιού. 16 Καὶ ἐγὼ ἔσχατος ἐκ τῶν καταγραφέων τῶν ἐν τῇ Βίβλῳ ἱερῶν ἀποφθεγμάτων παρέμεινα ἄγρυπνος ὡς ραγολόγος συλλέγων τὰ ἀπομεινάρια κατόπιν ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἐτρύγησαν.
17 ἐν εὐλογίᾳ Κυρίου ἔφθασα καὶ ὡς τρυγῶν ἐπλήρωσα ληνόν. 17 Ο Θεός όμως με ηυλόγησε και εγέμισα το πατητήρι μου από σταφύλια, ωσάν κανονικός τρυγητής. 17 Ἠξιώθην ὅμως τῆς εὐλογίας τοῦ Κυρίου καὶ ὡς τρυγητὴς ἐγέμισα ἀπὸ σταφυλὰς τὸν ληνόν μου.
18 κατανοήσατε ὅτι οὐκ ἐμοὶ μόνῳ ἐκοπίασα, ἀλλὰ πᾶσι τοῖς ζητοῦσι παιδείαν. 18 Προσέξετε και μάθετε, ότι εγώ δεν εκοπίασα δια τον εαυτόν μου μόνον, αλλά και δι' όλους εκείνους, οι οποίοι επιθυμούν και επιζητούν μόρφωσιν και σοφίαν. 18 Παρατηρήσατε καὶ ἀναγνωρίσατε ὅμως ὅτι δὲν ἐκοπίασα διὰ μόνον τὸν ἑαυτόν μου, ἀλλὰ καὶ δι' ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ζητοῦν νὰ εὔρουν τὴν διαπαιδαγώγηση καὶ μόρφωσίν των.
19 ἀκούσατέ μου, μεγιστάνες λαοῦ, καὶ οἱ ἡγούμενοι ἐκκλησίας, ἐνωτίσασθε· 19 Αρχοντες και επίσημοι του λαού, ακούσατέ με· προϊστάμενοι εις συγκεντρώσεις ανθρώπων, δώστε προσοχή εις τα λόγια μου. 19 Ἀκούσατέ με, ἄρχοντες τοῦ λαοῦ, καὶ οἱ πρωτοστατοῦντες εἰς πολυπληθεῖς συγκεντρώσεις προσέξατε καὶ βάλετε εἰς τὰ αὐτιά σας αὐτὰ ποὺ σᾶς λέγω.
20 υἱῷ καὶ γυναικί, ἀδελφῷ καὶ φίλῳ μὴ δῷς ἐξουσίαν ἐπὶ σὲ ἐν ζωῇ σου· καὶ μὴ δῷς ἑτέρῳ τὰ χρήματά σου, ἵνα μὴ μεταμεληθεὶς δέῃ περὶ αὐτῶν. 20 Μη δώσης το δικαίωμα να σε εξουσιάση, εφ' όσον ζης ούτε το παιδί σου, ούτε η σύζυγός σου, ούτε ο αδελφός σου, ούτε ο φίλος σου. Μη δώσης εις άλλον τα χρήματά σου, δια να μη μεταμεληθής ύστερον και παρακαλής ματαίως δι' αυτά. 20 Εἰς υἱόν σου καὶ εἰς γυναῖκα σου, εἰς ἀδελφὸν καὶ φίλον σου μὴ δίδῃς ἐξουσίαν καὶ δικαιώματα ἐπὶ σοῦ, ἐφ' ὅσον ζῇς, καὶ μὴ δώσῃς εἰς ἄλλον τὰ χρήματά σου, διὰ νὰ μὴ παρακαλῇς τούτους ὡς ἔχων ἀνάγκην, ὅταν μεταμεληθῇς διὰ τὴν πρᾶξιν σου αὐτήν.
21 ἕως ἔτι ζῇς καὶ πνοὴ ἐν σοί, μὴ ἀλλάξῃς σεαυτὸν πάσῃ σαρκί. 21 Εως ότου ζης και αναπνέεις, μη μεταβιβάζης την ελευθερίαν σου και την περιουσίαν σου εις κανένα άλλον άνθρωπον. 21 Ἐφ’ ὅσον ζῇς ἀκόμη καὶ ὑπάρχει πνοὴ μέσα σου, μὴ ἀνταλλάξῃς τὸν ἑαυτόν σου μὲ οἰονδήποτε ἄλλον, ὥστε οὗτος νὰ σὲ ὁρίζῃ καὶ να ἔχῃ ἐξουσίαν ἐπὶ σοῦ.
22 κρείσσων γάρ ἐστι τὰ τέκνα δεηθῆναί σου ἢ σὲ ἐμβλέπειν εἰς χεῖρας υἱῶν σου. 22 Διότι είναι προτιμότερον τα τέκνα σου να έχουν την ανάγκην σου και να σε παρακαλούν, παρά συ να προσβλέπης εις τα χέρια των τέκνων σου, μήπως και σου δώσουν τίποτε. 22 Σοῦ συνιστῶ τὰ ἀνωτέρω, διότι εἶναι προτιμότερον νὰ σὲ παρακαλοῦν καὶ νὰ ἔχουν τὴν ἀνάγκην σου τὰ τέκνα σου, παρὰ νὰ κυττάζῃς σὺ ἱκετευτικῶς εἰς τὰ χέρια τῶν παιδιῶν σου.
23 ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις σου γίνου ὑπεράγων, μὴ δῷς μῶμον ἐν τῇ δόξῃ σου. 23 Εις όλα τα έργα να είσαι συ ο κύριος· φρόντισε μόνον να μη προσάψης μομφήν εις την υπόληψίν σου. 23 Εἰς ὅλα τὰ ἔργα σου καὶ τὰς ὑποθέσεις σου νὰ γίνεσαι ὁ κυρίαρχος καὶ ὁ ὑπερέχων, καὶ πρόσεξε νὰ μὴ δώσῃς οὐδεμίαν μομφὴν εἰς τὴν φήμην καὶ ὑπόληψίν σου.
24 ἐν ἡμέρᾳ συντελείας ἡμερῶν ζωῆς σου καὶ ἐν καιρῷ τελευτῆς διάδος κληρονομίαν. 24 Οταν όμως τελειώσουν αι ημέραι της ζωής σου και πρόκειται να εκδημήσης από τον κόσμον αυτόν, με διαθήκην τακτοποίησε εις ποίους θα δώσης την κληρονομίαν. 24 Κατὰ τὴν ἡμέραν, ποὺ θὰ λάβουν τέλος αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς σου, καὶ κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ θανάτου σου μοίρασε τὴν περιουσίαν, τὴν ὁποίαν θ’ ἀφήσῃς ὡς κληρονομίαν εἰς τοὺς ἐπιζῶντας. ΠΕΡΙ ΔΟΥΛΩΝ
25 ΠΕΡΙ ΔΟΥΛΩΝ. - Χορτάσματα καὶ ράβδος καὶ φορτία ὄνῳ, ἄρτος καὶ παιδεία καὶ ἔργον οἰκέτῃ. 25 ΠΕΡΙ ΔΟΥΛΩΝ. - Εις τον όνον δώσε τροφάς, ραβδισμούς και φορτίον· στον υπηρέτην σου δώσε άρτον, διαπαιδαγώγησιν με αυστηρότητα και εργασίαν. 25 Τροφαὶ καὶ ράβδος καὶ φορτίον εἶναι διὰ τὸν ὂνον· ἄρτος καὶ παιδαγωγικὴ τιμωρία καὶ ἐργασία εἶναι διὰ τὸν ὑπηρέτην.
26 ἔργασαι ἐν παιδί, καὶ εὑρήσεις ἀνάπαυσιν· ἄνες χεῖρας αὐτῷ, καὶ ζητήσει ἐλευθερίαν. 26 Δώσε εργασίαν στον υπηρέτην σου και έτσι θα εύρης συ την ησυχίαν σου. Αν όμως δώσης άνεσιν εις τα χέρια του, αυτός θα σου ζητήση πλήρη την ελευθερίαν του. 26 Βάλε εἰς ἐργασίαν τὸν δοῦλον, καὶ θὰ εὕρῃς τὴν ἡσυχίαν καὶ ἀνάπαυσίν σου· δὸς ἄνεσιν εἰς τὰς χεῖρας του, καὶ θὰ ζητήσῃ ἐλευθερίαν.
27 ζυγὸς καὶ ἱμὰς κάμψουσι τράχηλον, καὶ οἰκέτῃ κακούργῳ στρέβλαι καὶ βάσανοι. 27 Οπως ο ζυγός και τα λουριά κάμπτουν τον τράχηλον των ζώων, έτσι και τον κακόν υπηρέτην εξαναγκάζουν εις υποταγήν τα βασανιστικά όργανα και αι τιμωρίαι. 27 Ὅπως ὁ ζυγὸς καὶ τὸ λωρίον θὰ λυγίσουν τὸν τράχηλον τοῦ ὑποζυγίου, ἔτσι καὶ διὰ τὸν κακὸν καὶ δύστροπον ὑπηρέτην ἀρμόζουν αἱ μέχρι στρεβλώσεων τιμωρίαι καὶ τὰ βάσανα.
28 ἔμβαλε αὐτὸν εἰς ἐργασίαν. ἵνα μὴ ἀργῇ, πολλὴν γὰρ κακίαν ἐδίδαξεν ἡ ἀργία. 28 Βαλε τον εις εργασίαν, δια να μη μένη αργός, διότι η αργία είναι διδάσκαλος εις πολλάς κακίας. 28 Ρῖψε τον εἰς ἐργασίαν, διὰ νὰ μὴ εἶναι ἀργός. Διότι ἡ ἀργία ἔγινε διδάσκαλος πολλῆς κακίας.
29 εἰς ἔργα κατάστησον, καθὼς πρέπει αὐτῷ, κἂν μὴ πειθαρχῇ, βάρυνον τὰς πέδας αὐτοῦ. 29 Βαλε τον και υποχρέωσέ τον εις έργα, που ταιριάζουν εις αυτόν. Αν δε δεν πειθαρχήση, δέσε με βαρειές αλυσίδες τα πόδια του. 29 Ἐγκατάστησέ τον εἰς ἔργα, ὅπως τοῦ ἁρμόζει, καὶ ἐὰν δὲν πειθαρχῇ, δέσε μὲ βαρέα δεσμὰ τοὺς πόδας του.
30 καὶ μὴ περισσεύσῃς ἐν πάσῃ σαρκί, καὶ ἄνευ κρίσεως μὴ ποιήσῃς μηδέν. 30 Αλλά μη είσαι υπερβολικά απαιτητικός απέναντι ουδενός και χωρίς ορθοφροσύνην να μη πράττης τίποτε. 30 Μὴ περισσεύσῃς ὅμως καὶ μὴ ὑπερβῇς τὸ μέτρον τῶν τιμωριῶν πρὸς πάντα ἄνθρωπον, καὶ χωρὶς κρίσιν καὶ δικαίαν ἐξέτασιν μὴ κάμῃς τίποτε.
31 εἰ ἔστι σοι οἰκέτης, ἔστω ὡς σύ, ὅτι ἐν αἵματι ἐκτήσω αὐτόν. 31 Εάν έχης δούλον, να συμπεριφέρεσαι προς αυτόν, όπως προς τον εαυτόν σου. Διότι με το αίμα σου τον απέκτησες. 31 Ἐὰν ὑπάρχῃ εἰς σὲ ὑπηρέτης, θεώρει τοῦτον ὡς τὸν ἑαυτόν σου, διότι τὸν ἀπέκτησες μὲ τὸ χρῆμα τοῦ ἱδρῶτος καὶ τοῦ αἵματός σου.
32 εἰ ἔστι σοι οἰκέτης, ἄγε αὐτὸν ὡς ἀδελφόν, ὅτι ὡς ἡ ψυχή σου ἐπιδεήσεις αὐτοῦ. 32 Εάν έχης δούλον, να συμπεριφέρεσαι απέναντί του ως προς αδελφόν, διότι έχεις την ανάγκην του, όπως ανάγκην έχεις και της ζωής σου. 32 Ἐὰν ὑπάρχῃ εἰς σὲ ὑπηρέτης, μεταχειρίσου τον ὡς ἀδελφόν, διότι θὰ λάβῃς τὴν ἀνάγκην του ὅσον σου εἶναι ἀναγκαία αὐτὴ ἡ ζωή σου.
33 ἐὰν κακώσῃς αὐτὸν καὶ ἀπάρας ἀποδρᾷ, ἐν ποίᾳ ὁδῷ ζητήσεις αὐτόν; 33 Εάν τον κακομεταχειρισθής, σηκωθή δε αυτός και φύγη, εις ποίον δρόμον θα τρέξης να τον αναζητήσης και τον εύρης; 33 Ἐὰν τὸν κακομεταχειρισθῇς καὶ ἀναχωρήσας δραπετεύσῃ, εἰς ποῖον δρόμον θὰ ἀναζητήσῃς αὐτὸν διὰ νὰ τὸν εὕρῃς;