Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 (Θ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΑΚΟΥΕ, ᾿Ισραήλ· σὺ διαβαίνεις σήμερον τὸν ᾿Ιορδάνην εἰσελθεῖν κληρονομῆσαι ἔθνη μεγάλα καὶ ἰσχυρότερα μᾶλλον ἢ ὑμεῖς, πόλεις μεγάλας καὶ τειχήρεις ἕως τοῦ οὐρανοῦ, 1 Ακουσε, λαέ του Ισραήλ, θα διαβής κατά τον χρόνον αυτόν τον Ιορδάνην, θα εισέλθης εις την γην της Επαγγελίας δια να γίνης κύριος και κληρονόμος λαών μεγάλων κατά πολύ ισχυροτέρων από σέ, πόλεων μεγάλων, των οποίων τα οχυρά τείχη φθάνουν έως τον ουρανόν. 1 Άκουε, λαὲ τοῦ Ἰσραήλ! Ἦλθε πλέον ὁ καιρὸς καὶ περνᾷς τὸν Ἰορδάνην, διὰ νὰ εἰσέλθῃς εἰς τὴν Χαναὰν καὶ νὰ κληρονομήσῃς χώρας, ποὺ τὰς κατέχουν ἔθνη μεγάλα καὶ πολὺ πιὸ δυνατὰ ἀπὸ σᾶς· πόλεις μεγάλας καὶ ὠχυρωμένας μὲ τείχη ὑψηλά, ποὺ φθάνουν ἕως τὸν οὐρανόν.
2 λαὸν μέγαν καὶ πολὺν καὶ εὐμήκη, υἱοὺς ᾿Ενάκ, οὓς σὺ οἶσθα καὶ σὺ ἀκήκοας· τίς ἀντιστήσεται κατὰ πρόσωπον υἱῶν ᾿Ενάκ; 2 Θα κυριεύσετε λαόν ισχυρόν πολυάριθμον, ανθρώπους μεγάλου αναστήματος, τους απογόνους Ενάκ, τους οποίους γνωρίζεις και έχεις ακούσει να λέγεται δι' αυτούς· “ποιός ημπορεί να αντισταθή εμπρός στους Ενακίτας;” 2 Θὰ νικήσῃς μεγάλον καὶ πολυάριθμον λαὸν ὑψηλοῦ ἀναστήματος, τοὺς ἑξακουστοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἐνάκ, τοὺς ὁποίους γνωρίζεις ἤδη καὶ ἔχεις ἀκούσει καὶ ἀπὸ τοὺς κατασκόπους, ποὺ τοὺς εἶδαν, νὰ λέγουν δι' αὐτούς: «Ποῖος εἶναι αὐτός, ποὺ θὰ τολμήσῃ νὰ ἀντισταθῇ καὶ νὰ ἀντιμετωπίσῃ τοὺς Ἐνακίτας;»
3 καὶ γνώσῃ σήμερον, ὅτι Κύριος ὁ Θεός σου, οὗτος προπορεύσεται πρὸ προσώπου σου· πῦρ καταναλίσκον ἐστίν· οὗτος ἐξολοθρεύσει αὐτούς, καὶ οὗτος ἀποστρέψει αὐτοὺς ἀπὸ προσώπου σου, καὶ ἀπολεῖ αὐτοὺς ἐν τάχει, καθάπερ εἶπέ σοι Κύριος. 3 Θα μάθης όμως σήμερον, ότι Κυριος ο Θεός σου θα προχωρή εμπρός από σέ, ωσάν καταστρεπτικόν πυρ δια τους εχθρούς σου. Αυτός θα τους εξολοθρεύση. Αυτός θα τους τρέψη εις φυγήν από εμπρός σου και ταχέως θα τους καταστρέψη, όπως σου έχει υποσχεθή ο Κυριος. 3 Καὶ θὰ καταλάβῃς ἀπὸ τὰ πράγματα σήμερον ὅτι Κύριος ὁ Θεός σου, Αὐτὸς ὁ ἴδιος θὰ προχωρῇ ἐμπρὸς ἀπὸ σέ. Αὐτὸς εἶναι πῦρ, φωτιὰ ποὺ κατακαίει. Ὁ ἴδιος θὰ τοὺς ἐξολοθρεύσῃ καὶ αὐτὸς θὰ τοὺς τρέψῃ εἰς φυγὴν ἀπὸ ἐμπρός σου καὶ θὰ τοὺς ἑξαφανίσῃ ἀμέσως, ὅπως ἀκριβῶς σοῦ τὸ εἶπεν ὁ Κύριος.
4 μὴ εἴπῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου ἐν τῷ ἐξαναλῶσαι Κύριον τὸν Θεόν σου τὰ ἔθνη ταῦτα πρὸ προσώπου σου λέγων· διὰ τὰς δικαιοσύνας μου εἰσήγαγέ με Κύριος κληρονομῆσαι τὴν γῆν τὴν ἀγαθὴν ταύτην· 4 Οταν όμως Κυριος ο Θεός σου συντρίψη και εξαφανίση εμπρός από τα μάτια σου τα έθνη αυτά, μη σου έλθη ποτέ στον νουν η σκέψις και είπης· ο Κυριος με εισήγαγε, δια να καταλάβω ως κληροναμίαν μου την εύφορον και πλουσίαν αυτήν χώραν, ένεκα των αρετών μου. 4 Τότε λοιπόν, ποὺ θὰ καταστρέψῃ ἀπὸ ἐμπρός σου αὐτὰ τὰ ἔθνη Κύριος ὁ Θεός σου, μὴ σκεφθῇς μέσα σου καὶ εἴπῃς: Ἐπειδὴ ἤμουν ἐνάρετος, μὲ ἔβαλεν ἐδῶ ὁ Κύριος, διὰ νὰ κληρονομήσω αὐτὴν τὴν ὡραίαν καὶ εὔφορον χώραν.
5 οὐχὶ διὰ τὴν δικαιοσύνην σου, οὐδὲ διὰ τὴν ὁσιότητα τῆς καρδίας σου σὺ εἰσπορεύῃ κληρονομῆσαι τὴν γῆν αὐτῶν, ἀλλὰ διὰ τὴν ἀσέβειαν τῶν ἐθνῶν τούτων Κύριος ἐξολοθρεύσει αὐτοὺς ἀπὸ προσώπου σου καὶ ἵνα στήσῃ τὴν διαθήκην αὐτοῦ, ἣν ὤμοσε Κύριος τοῖς πατράσιν ἡμῶν, τῷ ῾Αβραὰμ καὶ τῷ ᾿Ισαὰκ καὶ τῷ ᾿Ιακώβ. 5 Οχι δια τας αρετάς σου· ούτε δια την αγνότητα και ευσέβειαν της καρδίας σου εισέρχεσαι συ να κληρονομήσης την χώραν αυτών των εθνών, αλλά δια την αθεράπευτον ασέβειαν αυτών των εθνών, θα τα εξολοθρεύση ο Κυριος από εμπρός σου, δια να εκπληρώση και την υπόσχεσίν του, την οποίαν με όρκον επεβεβαίωσεν στους προπάτοράς μας, τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ. 5 Δὲν εἶναι αὐτὴ ἢ ἀλήθεια. Οὔτε διὰ τὴν ἀρετήν σου οὔτε διὰ τὴν εὐθύτητα καὶ ἁγιότητα τῆς καρδιᾶς σου εἰσέρχεσαι εἰς τὴν Χαναάν, διὰ νὰ κληρονομήσεις τὴν χώραν τῶν λαῶν αὐτῶν. Γίνεται τοῦτο, διότι λόγῳ τῆς ἀσεβείας καὶ διαφθορὰς τῶν ἐθνῶν αὐτῶν θὰ τὰ ἐξολοθρεύσῃ ἀπὸ ἐμπρός σου ὁ Κύριος καὶ διότι θέλει νὰ εἶναι συνεπὴς εἰς τὴν συμφωνίαν, ποὺ ἔκαμεν ἐνόρκως ὁ Κύριος μὲ τοὺς προγόνους μας, μὲ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακώβ.
6 καὶ γνώσῃ σήμερον ὅτι οὐχὶ διὰ τὰς δικαιοσύνας σου Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι τὴν γῆν τὴν ἀγαθὴν ταύτην κληρονομῆσαι, ὅτι λαὸς σκληροτράχηλος εἶ. 6 Και θα μάθης σήμερον, ότι Κυριος ο Θεός σου σου παραχωρεί την ευλογημένην αυτήν γην ως κληρονομίαν, όχι δια τας αρετάς σου, διότι εις την πραγματικότητα και συ είσαι λαός ανυπότακτος και σκληρός. 6 Θὰ μάθῃς λοιπὸν σήμερον ὅτι σοῦ χαρίζει τὴν χώραν αὐτήν, τὴν ὡραίαν καὶ εὔφορον, ὁ Κύριος διὰ νὰ τὴν κληρονομήσῃς, ὄχι λόγῳ τῶν ἀρετῶν σου· διότι σὺ εἶσαι λαὸς σκληροτράχηλος καὶ ἀτίθασος.
7 μνήσθητι, μὴ ἐπιλάθῃ ὅσα παρώξυνας Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν τῇ ἐρήμῳ· ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας ἐξήλθετε ἐξ Αἰγύπτου ἕως ἤλθετε εἰς τὸν τόπον τοῦτον, ἀπειθοῦντες διετελεῖτε τὰ πρὸς Κύριον. 7 Ενθυμήσου, και ποτέ μη λησμονήσης, πόσον πολύ και πόσας φοράς παρώργισες Κυριον τον Θεόν σου εις την έρημον. Από την ημέραν που ανεχωρήσατε ελεύθεροι από την Αίγυπτον, μέχρις ότου ήλθατε στον τόπον τούτον, κατά συνέχειαν εφερθήκατε με δυστροπίαν και απείθειαν απέναντι του Κυρίου. 7 Θυμήσου, καὶ μὴ ξεχνᾷς ἐκεῖνα, μὲ τὰ ὁποῖα ἔγινες αἰτία νὰ ὀργισθῇ Κύριος ὁ Θεός σου εἰς τὴν ἔρημον. Ἀπὸ τὴν ἡμέραν κατὰ τὴν ὁποίαν ἐβγήκατε ἐλύθεροι ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον καὶ ἕως ὅτου ἐφθάσατε εἰς αὐτὸν τὸν τόπον, δὲν ἐκάμνατε τίποτε ἄλλο, ἀπὸ τοῦ νὰ ἀπειθῆτε εἰς τὸν Κύριον.
8 καὶ ἐν Χωρὴβ παρωξύνατε Κύριον, καὶ ἐθυμώθη Κύριος ἐφ᾿ ὑμῖν ἐξολοθρεῦσαι ὑμᾶς, 8 Ιδιαιτέρως στο όρος Χωρήβ παρωργίσατε πολύ τον Κυριον και ο Κυριος ηγανάκτησε εναντίον σας, ώστε απεφάσισε να σας εξολοθρεύση, 8 Παρωργίσατε μάλιστα τὸν Κύριον καὶ εἰς αὐτὸ ἀκόμη τὸ βουνὸ Χωρήβ, ὅπου εἴδατε τὴν δόξαν Του καὶ ἐλάβατε τὰς ἐντολάς Του. Καὶ ἐθύμωσεν ἐναντίον σας ὁ Κύριος, μέχρι ποὺ νὰ θέλῃ νὰ σᾶς ἀφανίσῃ.
9 ἀναβαίνοντός μου εἰς τὸ ὄρος λαβεῖν τὰς πλάκας τὰς λιθίνας, πλάκας διαθήκης, ἃς διέθετο Κύριος πρὸς ὑμᾶς. καὶ κατεγινόμην ἐν τῷ ὄρει τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας· ἄρτον οὐκ ἔφαγον καὶ ὕδωρ οὐκ ἔπιον. 9 τότε που εγώ ανέβαινα στο όρος Σινά, δια να πάρω τας πλάκας της Διαθήκης, την οποίαν συνήψε με σας ο Κυριος. Επί τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας παρέμεινα στο όρος. Αρτον εκεί δεν έφαγον και νερό δεν έπιον. 9 Τοῦτο συνέβη, ὅταν ἀνέβηκα εἰς τὸ βουνό, διὰ νὰ πάρω τὰς λιθίνας πλάκας, τὰς πλάκας τῆς Διαθήκης, ποὺ συνῆψε μαζί σας ὁ Κύριος, καὶ εὐρισκόμουν εις τὸ βουνὸ ἐπὶ σαράντα ἡμέρας καὶ σαράντα νύκτας. Δὲν ἔφαγα ἐκεῖ ψωμὶ καὶ δὲν ἤπια νερό.
10 καὶ ἔδωκέ μοι Κύριος τὰς δύο πλάκας τὰς λιθίνας γεγραμμένας ἐν τῷ δακτύλῳ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐπ᾿ αὐταῖς ἐγέγραπτο πάντες οἱ λόγοι, οὓς ἐλάλησε Κύριος πρὸς ὑμᾶς ἐν τῷ ὄρει ἡμέρᾳ ἐκκλησίας· 10 Και μου έδωκε τότε ο Κυριος τας δύο λιθίνας πλάκας, γραμμένας με το θείον του δάκτυλον. Επάνω εις αυτάς ήσαν χαραγμέναι αι εντολαί, τας οποίας ο Κυριος είπε προς σας στους πρόποδας του όρους, κατά την ημέραν της γενικής συγκεντρώσεώς σας. 10 Καὶ μοῦ παρέδωσεν ὁ Κύριος τὰς δύο λιθίνας πλάκας, ποὺ εἶχαν γραφῆ μὲ τὸ δάκτυλον τοῦ Θεοῦ· καὶ εἶχαν γραφῆ ἐπάνω εἰς αὐτὰς ὅλοι οἱ λόγοι, τοὺς ὁποίους ἀπηύθυνε πρὸς σᾶς ὁ Κύριος εἰς τὸ ὅρος Σινᾶ, κατὰ τὴν ἡμέραν ποὺ συγκεντρωθήκατε εἰς τοὺς πρόποδάς του.
11 καὶ ἐγένετο διὰ τεσσαράκοντα ἡμερῶν καὶ διὰ τεσσαράκοντα νυκτῶν ἔδωκε Κύριος ἐμοὶ τὰς δύο πλάκας τὰς λιθίνας, πλάκας διαθήκης. 11 Μετά δεκτεσσάρα κοντά ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας μου έδωσεν ο Κυριος τας δύο λιθίνας αυτάς πλάκας της Διαθήκης 11 Ἐπερίμενα λοιπὸν ἐπὶ σαράντα ἡμέρας καὶ σαράντα νύκτας καὶ μοῦ ἔδωσεν ὁ Κύριος τὰς δύο λιθίνας πλάκας, τὰς πλάκας τῆς Διαθήκης.
12 καὶ εἶπε Κύριος πρός με· ἀνάστηθι, κατάβηθι τὸ τάχος ἐντεῦθεν, ὅτι ἠνόμησεν ὁ λαός σου, οὓς ἐξήγαγες ἐκ γῆς Αἰγύπτου· παρέβησαν ταχὺ ἐκ τῆς ὁδοῦ, ἧς ἐνετείλω αὐτοῖς· καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς χώνευμα. 12 και μου είπε ο Κυριος· σήκω, κατέβα αμέσως από εδώ, διότι ο λαός σου, τον οποίον έβγαλες ελεύθερον από την χώραν της Αιγύπτου, παρηνάμησεν, εξέκλινε και εξετράπη ταχέως από την οδόν, την οποίαν διέταξες αυτούς να πορεύωνται. Κατεσκεύασαν δια τον εαυτόν των είδωλον εις χωνευτήοιον. 12 Μοῦ εἶπε δὲ τότε ὁ Κύριος: «Σήκω καὶ κατέβα ἀμέσως ἀπὸ ἐδῶ, διότι ὁ λαός σου, αὐτοὶ ποὺ τοὺς ἔβγαλες ἐλευθέρους ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, ἔκαναν παρανομίαν. Ἐξεστράτισαν πολὺ γρήγορα καὶ ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸν σωστὸν δρόμον, ὅπου τοὺς διέταξες νὰ βαδίζουν· καὶ ἔκαναν εἴδωλον εἰς χωνευτήριον, διὰ νὰ τὸ λατρεύουν σὰν θεόν».
13 καὶ εἶπε Κύριος πρός με λέγων· λελάληκα πρός σε ἅπαξ καὶ δὶς λέγων· ἑώρακα τὸν λαὸν τοῦτον, καὶ ἰδοὺ λαὸς σκληροτράχηλός ἐστι· 13 Είπε δε πάλιν ο Κυριος προς εμέ· Εχω ομιλήσει προς σε και μίαν και δύο φοράς και σου είπα· είδα και παρακολούθησα τον λαόν τούτον και ιδού, ότι ο λαός αυτός είναι σκληρός και ανυπότακτος ! 13 Καὶ μοῦ εἶπεν ὁ Κύριος καὶ τὰ ἑξῆς: «Σοῦ ἔχω ὁμιλήσει καὶ μίαν καὶ δύο φορὲς εἰς τὸ παρελθὸν καὶ σοῦ εἶπα: Ἔχω ἰδεῖ ἐπάνω εἰς τὰ πράγματα τὸν λαὸν αὐτὸν καὶ διεπίστωσα ὅτι εἶναι λαὸς σκληροτράχηλος καὶ ἀτίθασος,
14 καὶ νῦν ἔασόν με ἐξολοθρεῦσαι αὐτούς, καὶ ἐξαλείψω τὸ ὄνομα αὐτῶν ὑποκάτωθεν τοῦ οὐρανοῦ καὶ ποιήσω σε εἰς ἔθνος μέγα καὶ ἰσχυρὸν καὶ πολὺ μᾶλλον ἢ τοῦτο. 14 Και τώρα άφησέ με να τους εξολοθρεύσω και να εξαλείψω το όνομα αυτών από την υφήλιον και αναδείξω σε λαόν μεγάλον και ισχυρόν πολύ περισσότερον από αυτόν. 14 Τώρα λοιπὸν ἄφησέ με, μὴ μὲ ἐμποδίσῃς νὰ τοὺς καταστρέψω καὶ νὰ σβήσω ἐντελῶς τὸ ὄνομά των ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ζοῦν κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανόν, καὶ νὰ κάνω σὲ καὶ τοὺς ἀπογόνους σου ἔθνος μεγάλο καὶ δυνατό, πολὺ περισσότερον ἀπὸ ὅ,τι εἶναι τὸ ἔθνος τοῦτο τῶν Ἑβραίων».
15 καὶ ἐπιστρέψας κατέβην ἐκ τοῦ ὄρους, καὶ τὸ ὄρος ἐκαίετο πυρὶ ἕως τοῦ οὐρανοῦ, καὶ αἱ δύο πλάκες τῶν μαρτυρίων ἐπὶ ταῖς δυσὶ χερσί μου. 15 Επέστρεψα εγώ τότε και κατέβην από το όρος, ενώ το όρος εκαίετο με φωτιά που έφθανεν έως τον ουρανόν, και αι δύο πλάκες της Διαθήκης ευρίσκοντο εις τα δύο μου χέρια. 15 Μετὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς τοῦ Κυρίου ἐγύρισα καὶ κατέβηκα ἀπὸ τὸ βουνό, τὸ ὁποῖον ἐν τῷ μεταξὺ ἐκαίετο μὲ μεγάλη φωτιά, ποὺ ἔφθανεν ἕως τὸν οὐρανόν. Ἐβάσταζα δὲ εἰς τὰ δύο μου χέρια τὰς δύο πλάκας τῶν θείων ἐντολῶν.
16 καὶ ἰδὼν ὅτι ἡμάρτετε ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν καὶ ἐποιήσατε ὑμῖν αὐτοῖς χωνευτὸν καὶ παρέβητε ἀπὸ τῆς ὁδοῦ, ἧς ἐνετείλατο Κύριος ὑμῖν ποιεῖν, 16 Είδα τότε και εγώ, ότι όντως είχατε αμαρτήσει ενώπιον Κυρίου του Θεού σας και είχατε κατασκευάσει σεις οι ίδιοι δια τον εαυτόν σας ειδωλικόν άγαλμα χυτόν και έτσι εξεκλίνατε από την οδόν, εις την οποίαν ο Κυριος σας είχε διατάξει να βαδίσετε. 16 Καὶ ὅταν εἶδα ὅτι διεπράξατε ἁμαρτίαν ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σας καὶ κατεσκευάσατε εἴδωλον, διὰ νὰ τὸ λατρεύετε σὰν θεὸν καὶ ἐξεστρατίσατε ἀπὸ τὸν δρόμον, εἰς τὸν ὁποῖον σᾶς διέταξε νὰ βαδίζετε ὁ Κύριος,
17 καὶ ἐπιλαβόμενος τῶν δύο πλακῶν ἔρριψα αὐτὰς ἀπὸ τῶν δύο χειρῶν μου, καὶ συνέτριψα ἐναντίον ὑμῶν. 17 Λαβών τας δύο πλάκας τας επέταξα με ορμήν από τα δύο χέρια μου και τας εθρυμμάτισα ενώπιόν σας. 17 ἔπιασα τὰς δύο πλάκας καὶ τὰς ἔρριξα ἀπὸ τὰ δύο μου χέρια καὶ τὰς ἐκομμάτιασα ἐμπρός σας.
18 καὶ ἐδεήθην ἐναντίον Κυρίου δεύτερον καθάπερ καὶ τὸ πρότερον τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας, ἄρτον οὐκ ἔφαγον καὶ ὕδωρ οὐκ ἔπιον, περὶ πασῶν τῶν ἁμαρτιῶν ὑμῶν, ὧν ἡμάρτετε ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ παροξῦναι αὐτόν. 18 Ικέτευσα εκ βάθους καρδίας τον Κυριον, δευτέραν αυτήν φοράν, όπως ακριβώς και προηγουμένως επί τεσσαράκοντα ημέρας και νύκτας, κατά τας οποίας άρτον δεν έφαγον και ύδωρ δεν έπιον, τον ικέτευσα δι' όλας τας αμαρτίας, τας οποίας διειπράξατε, ώστε να καταπέσετε μέχρι τέτοιου σημείου, να διαπράξετε αύτο το φοβερόν αμάρτημα της ειδωλοποιΐας ενώπιον Κυρίου του Θεού σας και να τον παροργίσετε τόσον πολύ εναντίον σας. 18 Καὶ παρεκάλεσα μὲ θέρμην καὶ συντριβὴν διὰ δευτέραν φορὰν τὸν Κύριον, ὅπως καὶ προηγουμένως. Πάλιν ἐπὶ σαράντα ἡμέρας καὶ σαράντα νύκτας δὲν ἔφαγα ψωμὶ καὶ δὲν ἤπια νερό. Τὸ ἔκανα αὐτὸ δι’ ὅλας τὰς ἁμαρτίας, ποὺ διεπράξατε, ὥστε νὰ φθάσετε εἰς τὸ σημεῖον νὰ κάνετε τὸ κακὸν τῆς μοσχοποιΐας ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ καὶ ἐγίνατε αἰτια νὰ ὀργισθῇ ἐναντίον σας.
19 καὶ ἔκφοβός εἰμι διὰ τὸν θυμὸν καὶ τὴν ὀργήν, ὅτι παρωξύνθη Κύριος ἐφ᾿ ὑμῖν τοῦ ἐξολοθρεῦσαι ὑμᾶς καὶ εἰσήκουσε Κύριος ἐμοῦ καὶ ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ. 19 Ενώπιον του μεγάλου θυμού και της οργής του Κυρίου κατελήφθην από μέγαν φόβον, διότι τόσον πολύ ηγανάκτησεν εναντίον σας ο Κυριος, ώστε επήρε την απόφασιν να σας εξολοθρεύση. Αλλά ο Κυριος εισήκουσε την δέησίν μου κατά τον καιρόν εκείνον. 19 Καὶ εἶμαι ἀκομη φοβισμένος ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν θυμὸν καὶ τὴν ὀργὴν τοῦ Θεοῦ διότι ὠργίσθη πολὺ ἐναντίον σας ὁ Κύριος, μέχρι ποὺ ἤθελε νὰ σᾶς ἐξολοθρεύσῃ. Ἀλλ’ ὅμως ἔκανε δεκτὴν καὶ τότε τὴν παράκλησίν μου ὁ Κύριος.
20 καὶ ἐπὶ ᾿Ααρὼν ἐθυμώθη ἐξολοθρεῦσαι αὐτόν, καὶ ηὐξάμην καὶ περὶ ᾿Ααρὼν ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ. 20 Και εναντίον του Ααρών ηγανάκτησε τότε ο Κυριος και ηθέλησε να τον εξολοθρεύση, αλλά εγώ προσευχήθην και δι' αυτόν κατά τον καιρόν εκείνον. 20 Ἐθύμωσε μάλιστα καὶ ἐναντίον τοῦ Ἀαρὼν καὶ ἤθελε νὰ τὸν ἐξολοθρεύσῃ, ἀλλὰ παρεκάλεσα τὴν στιγμὴν ἐκείνην καὶ διὰ τὸν Ἀαρών.
21 καὶ τὴν ἁμαρτίαν ὑμῶν, ἣν ἐποιήσατε, τὸν μόσχον, ἔλαβον αὐτὸν καὶ κατέκαυσα αὐτὸν ἐν πυρὶ καὶ συνέκοψα αὐτὸν καταλέσας σφόδρα, ἕως οὗ ἐγένετο λεπτόν· καὶ ἐγένετο ὡσεὶ κονιορτός, καὶ ἔρριψα τὸν κονιορτὸν εἰς τὸν χειμάρρουν τὸν καταβαίνοντα ἐκ τοῦ ὄρους. 21 Αυτήν δε την μεγάλην αμαρτίαν που εκάματε, το είδωλον δηλαδή του χρυσού μόσχου που ανεκηρύξατε ως θεόν σας, εγώ το επήρα και τα μεν ξύλινα αυτού εξαρτήματα κατέκαυσα, το δε υπόλοιπον χρυσόν τμήμα το έκοψα εις μικρά κομμάτια, το άλεσα έως ότου έτινε λεπτότατη σκόνι, την οποίαν έρριψα στον χείμαρρον, που κατεβαίνει από το όρος Σινά. 21 Αὐτὸ δὲ ποὺ διεπράξατε μὲ τὴν ἁμαρτίαν σας, τὸ μοσχάρι δηλαδή, τὸ ἐπῆρα καὶ τὸ ἔκαυσα ἐντελῶς εἰς τὴν φωτιὰν καὶ ὅ,τι ἔμεινεν ἀπὸ τὸ χρυσάφι τὸ ἐκομμάτιασα καὶ τὸ ἄλεσα ἐπανειλημμένως μέχρι ποὺ ἔγινε λεπτὸ σὰν σκόνη. Καὶ ἔρριξα τὴν σκόνην αὐτὴν εἰς τὸν χείμαρρον, ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ τὸ βουνό.
22 καὶ ἐν τῷ ᾿Εμπυρισμῷ καὶ ἐν τῷ Πειρασμῷ, καὶ ἐν τοῖς Μνήμασι τῆς ἐπιθυμίας παροξύναντες ἦτε Κύριον τὸν Θεὸν ὑμῶν. 22 Αλλά και εις άλλας περιστάσεις εξοργίσατε Κυριον τον Θεόν σας, όπως συνέβη εις τας τοποθεσίας, που ωνομάζοντο Εμπυρισμός, Πειρασμός, Μνήματα Επιθυμίας. 22 Παρωργίσατε ἐπίσης Κύριον τὸν Θεόν σας καὶ εἰς τὰς τοποθεσίας, ποὺ εἶναι ἀπὸ τότε γνωσταὶ μὲ τὰ ὀνόματα Ἐμπυρισμός, Πειρασμὸς καὶ Μνήματα τῆς ἐπιθυμίας.
23 καὶ ὅτε ἐξαπέστειλεν ὑμᾶς Κύριος ἐκ Κάδης Βαρνὴ λέγων· ἀνάβητε καὶ κληρονομήσατε τὴν γῆν, ἣν δίδωμι ὑμῖν, καὶ ἠπειθήσατε τῷ ρήματι Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν καὶ οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ καὶ οὐκ εἰσηκούσατε τῆς φωνῆς αὐτοῦ. 23 Και ότε ο Κυριος ηθέλησε να σας αποστείλη προς την Παλαιστίνην από την Καδης Βαρνή και σας είπε· Προχωρήσατε και καταλάβετε ως δικήν σας κληρονομίαν την χώραν, την οποίαν εγώ σας δίδω· σεις παρηκούσατε την εντολήν Κυρίου του Θεού ημών, δεν επιστεύσατε εις αυτόν και δεν υπετάχθητε εις την εντολήν του. 23 Καὶ τότε ἐπίσης, ποὺ σᾶς ἔδωσεν ἐντολὴν ὁ Θεὸς νὰ ξεκινήσετε ἀπὸ τὴν Κάδης Βαρνὴ καὶ σᾶς εἶπε: «Ἀνεβῆτε καὶ κληρονομήσατε τὴν χώραν, ποὺ σᾶς δίδω», ἐδείξατε ἀνυπακοὴν εἰς τὸν λόγον τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ σας. Δὲν ἐμπιστευθήκατε εἰς Αὐτὸν καὶ δὲν ὑπακούσατε εἰς ὅσα σᾶς εἶπε.
24 ἀπειθοῦντες ἦτε τὰ πρὸς Κύριον ἀπὸ τῆς ἡμέρας, ἧς ἐγνώσθη ὑμῖν. 24 Υπήρξατε και εφανήκατε απειθείς κατά συνέχειαν εις τας προς Κυριον σχέσεις σας από την ημέραν, κατά την οποίαν τον εγνωρίσατε, και εντεύθεν. 24 Ἤσασθε διαρκῶς ἀνυπάκουοι πρὸς τὸν Κύριον, ἀπὸ τὴν ἡμέραν ποὺ σᾶς ἐφανερώθη μὲ τρόπον θαυμαστόν.
25 καὶ ἐδεήθην ἔναντι Κυρίου τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας, ὅσας ἐδεήθην· εἶπε γὰρ Κύριος ἐξολοθρεῦσαι ὑμᾶς· 25 Εγώ δε ικέτευσα τον Κυριον επί τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας και τον παρεκάλουν κατά το διάστημα αυτό δια σας, διότι ο Κυριος είχεν είπει ότι θα σας εξολοθρεύση. 25 Καὶ παρεκάλεσα μὲ θέρμην καὶ συντριβὴν τὸν Κύριον διὰ σᾶς ἐπὶ σαράντα ἡμέρας καὶ σαράντα νύκτας, κατὰ τὰς ὁποίας ἔμενα καὶ προσευχόμουν· διότι ὁ Κύριος εἶχεν ἀποφασίσει νὰ σᾶς ἐξολοθρεύσῃ.
26 καὶ ηὐξάμην πρὸς τὸν Θεὸν καὶ εἶπα· Κύριε βασιλεῦ τῶν θεῶν, μὴ ἐξολοθρεύσῃς τὸν λαόν σου καὶ τὴν μερίδα σου, ἣν ἐλυτρώσω, οὓς ἐξήγαγες ἐκ γῆς Αἰγύπτου ἐν τῇ ἰσχύϊ σου τῇ μεγάλῃ καὶ ἐν τῇ χειρί σου τῇ κραταιᾷ καὶ ἐν τῷ βραχίονί σου τῷ ὑψηλῷ· 26 Προσευχήθην προς τον Θεόν και είπα· Κυριε, βασιλεύ των θεών, μη εξολοθρεύσης τον λαόν σου, την εκλεκτήν αυτήν μερίδα σου, την οποίαν απηλευθέρωσες, του Ισραηλίτας δηλαδή τους οποίους ελευθέρους έβγαλες από την χώραν της Αιγύπτου, με την μεγάλην σου δύναμιν, τη παντοδύναμον δεξιάν σου και την μεγαλειώδη ισχύν σου. 26 Καὶ προσευχήθηκα πρὸς τὸν Θεὸν καὶ εἶπα: «Κύριε, Σὺ ποὺ εἶσαι ὁ βασιλεὺς τῶν θεῶν, μὴ ἐξολοθρεύσῃς τὸν λαόν σου καὶ τὴν ἐκλεκτήν σου μερίδα, ποὺ τὴν ἔσωσες ἀπὸ τὴν σκλαβιά, αὐτοὺς ποὺ ἔβγαλες ἐλευθέρους ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου μὲ τὴν μεγάλην σου δύναμιν καὶ μὲ τὸ παντοδύναμον χέρι σου καὶ μὲ τὸν ἀκατανίκητον βραχίονά σου.
27 μνήσθητι ῾Αβραὰμ καὶ ᾿Ισαὰκ καὶ ᾿Ιακὼβ τῶν θεραπόντων σου, οἷς ὤμοσας κατὰ σεαυτοῦ· μὴ ἐπιβλέψῃς ἐπὶ τὴν σκληρότητα τοῦ λαοῦ τούτου καὶ τὰ ἀσεβήματα, καὶ τὰ ἁμαρτήματα αὐτῶν, 27 Ενθυμήσου τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ, τους δούλους σου, στους οποίους ωρκίσθης επί του εαυτού σου υπέρ του λαού αυτού· μη βλέπης την σκληρότητα του λαού αυτού, την ασέβειάν του και τα αμαρτήματά του. 27 Θυμήσου τοὺς δούλους σου, τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακώβ, πρὸς τοὺς ὁποίους ὡρκίσθης εἰς τὸν ἑαυτόν σου ὑπὲρ τοῦ Ἰσραήλ. Μὴ δίδῃς προσοχὴν εἰς τὴν σκληρότητα αὐτοῦ τοῦ λαοῦ καὶ εἰς τὰς ἀσεβείας καὶ τὰ ἁμαρτήματά των,
28 μὴ εἴπωσιν οἱ κατοικοῦντες τὴν γῆν, ὅθεν ἐξήγαγες ἡμᾶς ἐκεῖθεν, λέγοντες· παρὰ τὸ μὴ δύνασθαι Κύριον εἰσαγαγεῖν αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν, ἣν εἶπεν αὐτοῖς, καὶ παρὰ τὸ μισῆσαι αὐτοὺς ἐξήγαγεν αὐτοὺς ἐν τῇ ἐρήμῳ ἀποκτεῖναι αὐτούς. 28 Μη τους καταστρέψης, Κυριε, δια να μη είπουν οι κάτοικοι της γης, από όπου μας έβγαλες ελευθέρους· Επειδή ο Κυριος δεν ημπόρεσε να εισαγάγη αυτούς εις την χώραν, την οποίαν είχεν υποσχεθή και επειδή εμίσησεν αυτούς, τους έβγαλε εις την έρημον, δια να τους θανατώση ! 28 διὰ νὰ μὴ εἰποῦν οἱ κάτοικοι τῆς χώρας, ἀπὸ ὅπου μᾶς ἔβγαλες: «Ἐπειδὴ δὲν ἠμποροῦσεν ὁ Κύριος νὰ τοὺς βάλῃ μέσα εἰς τὴν χώραν, ποὺ τοὺς ὑπεσχέθη, καὶ ἐπειδὴ τοὺς ἐμίσησε, δι’ αὐτὸ τοὺς ἔβγαλεν εἰς τὴν ἔρημον διὰ νὰ τοὺς θανατώσῃ).
29 καὶ οὗτοι λαός σου καὶ κλῆρός σου, οὓς ἐξήγαγες ἐκ γῆς Αἰγύπτου ἐν τῇ ἰσχύϊ σου τῇ μεγάλῃ καὶ ἐν τῇ χειρί σου τῇ κραταιᾷ καὶ ἐν τῷ βραχίονί σου τῷ ὑψηλῷ. 29 Αλλά αυτοί είναι ιδικός σου λαός, ιδική σου κληρονομία αυτοί, τους οποίους έβγαλες από την χώραν της Αιγύπτου με την μεγάλην σου ισχύν, με την παντοδύναμον δεξιάν σου, με την μεγαλοπρεπή δύναμίν σου. 29 Παρὰ τὴν ἀνυπακοήν των αὐτοὶ εἶναι ὁ λαός σου καὶ ἡ κληρονομία σου· αὐτοὶ ποὺ τοὺς ἔβγαλες σὺ ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου μὲ τὴν δύναμίν σου τὴν μεγάλην καὶ μὲ τὸ χέρι σου τὸ παντοδύναμον καὶ μὲ τὸν ἀκατανίκητον βραχίονά σου».