Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΟΥ θύσεις Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου μόσχον ἢ πρόβατον, ἐν ᾧ ἐστιν ἐν αὐτῷ μῶμος, πᾶν ρῆμα πονηρόν, ὅτι βδέλυγμα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σού ἐστιν. | 1 Δεν θα θυσιάσης εις Κυριον τον Θεόν σου μοσχάρι η πρόβατον, στο οποίον υπάρχει κάποιο ελάττωμα η οιαδήποτε άλλη αναπηρία η ασθένεια, διότι μία τέτοια προσφορά είναι αποκρουστική ενώπιον Κυρίου του Θεού σου. | 1 Δὲν Θὰ προσφέρῃς θυσίαν εἰς Κύριον τὸν Θεόν σου μοσχάρι ἢ πρόβατον, ποὺ ἔχει σωματικὸν ἐλάττωμα, ὁποιανδήποτε ἀναπηρίαν, διότι ἡ θυσία αὐτὴ εἶναι βδελυκτὴ εἰς Κύριον τὸν Θεόν σου. |
2 ᾿Εὰν δὲ εὑρεθῇ ἐν μιᾷ τῶν πόλεών σου, ὧν Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι, ἀνὴρ ἢ γυνή, ὃς ποιήσει τὸ πονηρὸν ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου παρελθͺειν τὴν διαθήκην αὐτοῦ, | 2 Εάν εις κάποιαν από τας πόλεις, τας οποίας Κυριος ο Θεός σου δίδει, ευρεθή άνδρας η γυναίκα, που θα διαπράξουν πονηρίαν ενώπιον Κυρίου του Θεού σου, ώστε να παραβούν και καταπατήσουν την εντολήν του, | 2 Ἐὰν δὲ εὑρεθῇ εἰς μίαν ἀπὸ τὰς πόλεις σου, ποὺ σοῦ δίδει Κύριος ὁ Θεός σου, κάποιος ἄνδρας ἢ κάποια γυναῖκα, ποὺ θὰ διαπράξουν ἁμάρτημα ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου μὲ τὸ νὰ περιφρονήσουν τὴν Διαθήκην Του |
3 καὶ ἐλθόντες λατρεύσωσι θεοῖς ἑτέροις καὶ προσκυνήσωσιν αὐτοῖς, τῷ ἡλίῳ ἢ τῇ σελήνῃ ἢ παντὶ τῶν ἐκ τοῦ κόσμου τοῦ οὐρανοῦ, ἃ οὐ προσέξατέ σοι, | 3 και μεταβούν αλλού δια να λατρεύσουν άλλους θεούς και προσκυνήσουν αυτούς, τον ήλιον, την σελήνην, η ο,τιδήποτε άλλο από τον ουράνιον κόσμον, τα οποία σε διέταξεν ο Κυριος να μη λατρεύης, | 3 καὶ ὑπάγουν καὶ λατρεύσουν ἄλλους θεοὺς καὶ τοὺς προσκυνήσουν· ἂν λατρεύσουν δηλαδὴ τὸν ἥλιον ἢ τὸ φεγγάρι, ἢ ὀτιδήποτε ἄλλο ἀπὸ ὅσα ὑπάρχουν εἰς τὸν οὐρανόν, τὰ ὁποῖα δὲν σοῦ ἐπέτρεψεν ὁ Θεὸς νὰ λατρεύῃς, |
4 καὶ ἀναγγελῇ σοι, καὶ ἐκζητήσεις σφόδρα, καὶ ἰδοὺ ἀληθῶς γέγονε τὸ ρῆμα, γεγένηται τὸ βδέλυγμα τοῦτο ἐν ᾿Ισραήλ, | 4 και σου αναγγελή το γεγονός αυτό, τότε θα ερευνήσης με υπομονήν, δια να εξακριβώσης την αλήθειαν. Εάν δε διαπιστώσης ότι πράγματι έγινεν αυτή η παρανομία, τούτο σημαίνει ότι έγινε μία μισητή και αποκρουστική πράξις μεταξύ των Ισραηλιτών. | 4 καὶ σοῦ ἀναγγείλῃ κάποιος τὸ γεγονὸς αὐτό, πρέπει νὰ ἐξετάσῃς τὴν περίπτωσίν μὲ πολλὴν προσοχήν. Καὶ ἐὰν ἀποδειχθῇ ὅτι πράγματι ἔγινεν αὐτὸ τὸ κακὸν καὶ διεπράχθη ὁπωσδήποτε ἡ βδελυκτὴ αὐτὴ πρᾶξις μεταξὺ τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραήλ, |
5 καὶ ἐξάξεις τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον ἢ τὴν γυναῖκα ἐκείνην καὶ λιθοβολήσετε αὐτοὺς ἐν λίθοις, καὶ τελευτήσουσιν. | 5 Αυτόν τον άνδρα η εκείνην την γυναίκα, που διέπραξαν αυτήν την παράβασιν, θα τους βγάλετε έξω από την πόλιν και θα τους λιθοβολήσετε, ώστε να αποθάνουν. | 5 θὰ βγάλής ἔξω ἀπὸ τὸν τόπον, ὅπου κατοικεῖτε, τὸν ἄνδρα ἢ τὴν γυναῖκα ἐκείνην καὶ θὰ τοὺς λιθοβολήσετε καὶ θὰ πεθάνουν μὲ τὸν λιθοβολισμὸν ἐπὶ τόπου. |
6 ἐπὶ δυσὶ μάρτυσιν ἢ ἐπὶ τρισὶ μάρτυσιν ἀποθανεῖται ὁ ἀποθνήσκων· οὐκ ἀποθανεῖται ἐφ᾿ ἑνὶ μάρτυρι. | 6 Κατόπιν μαρτυρίας δύο η τριών μαρτύρων θα καταδικάζεται εις θάνατον και θα εκτελήται ο ένοχος. Κανείς δεν θα καταδικάζεται εις θάνατον βάσει της μαρτυρικής καταθέσεως ενός μόνον. | 6 Διὰ νὰ θανατωθῇ ὅμως κάποιος, πρέπει νὰ ὑπάρχουν καταθέσεις ἐναντίον του δύο ἢ τριῶν μαρτύρων. Δὲν πρέπει νὰ θανατωθῇ μὲ τὴν κατάθεσιν ἐνὸς καὶ μόνον μάρτυρος. |
7 καὶ ἡ χεὶρ τῶν μαρτύρων ἔσται ἐπ᾿ αὐτῷ ἐν πρώτοις θανατῶσαι αὐτόν, καὶ ἡ χεὶρ τοῦ λαοῦ ἐπ᾿ ἐσχάτων· καὶ ἐξαρεῖς τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν. | 7 Κατά δε την εκτέλεσιν του δια λιθοβολισμού θανάτου πρώτη η χειρ των μαρτύρων θα ρίψη τον λίθον κατά του καταδίκου, και κατόπιν θα ρίψουν λίθους τα χέρια του λαού. Ετσι δε θα αφαιρέσετε από ανάμεσά σας τον παραβάτην της θείας εντολής. | 7 Θὰ ὑψωθοῦν δὲ ἐναντίον του πρῶτα τὰ χέρια τῶν μαρτύρων, διὰ νὰ τὸν θανατώσουν μὲ τὸν λιθοβολισμόν, καὶ κατόπιν τὰ χέρια τοῦ ὑπολοίπου λαοῦ. Καὶ ἔτσι θὰ ἑξαφανίσῃς τὸν πονηρὸν ἄνθρωπον ἀπὸ ἀνάμεσά σας. |
8 ᾿Εὰν δὲ ἀδυνατήσῃ ἀπὸ σοῦ ρῆμα ἐν κρίσει ἀναμέσον αἷμα αἵματος καὶ ἀναμέσον κρίσις κρίσεως καὶ ἀναμέσον ἁφὴ ἁφῆς καὶ ἀναμέσον ἀντιλογία ἀντιλογίας, ρήματα κρίσεως ἐν ταῖς πόλεσιν ὑμῶν, καὶ ἀναστὰς ἀναβήσῃ εἰς τὸν τόπον, ὃν ἂν ἐκλέξηται Κύριος ὁ Θεός σου ἐκεῖ, | 8 Εάν δε ως δικαστής ευρίσκεσαι εις αδυναμίαν να αποφανθής εις κάποιαν δίκην, αν πρόκειται περί φόνου και τι είδους φόνου, η υπάρχη διαφορά γνώμης μεταξύ των δικαστών και αναζητήται ποία είναι η ορθή η εις περίπτωσιν τρααματισμού περί του είδους αυτού και άρα της ενοχής του κατηγορουμένου η γενικώς εις περίπτωσιν απορίας δια την λήψιν δικαίας αποφάσεως εις δίκας που διεξάγονται εις τας πόλεις σας, θα σηκωθής και θα μεταβής στον τόπον, τον οποίον θα εκλέξη Κυριος ο Θεός σου, στον ναόν, | 8 Ἐὰν δὲ σὺ ὁ Κριτὴς καταλάβῃς ὅτι ἀδυνατεῖς νὰ ἐκδώσῃς ἀπόφασιν διὰ μίαν ὑπόθεσιν, διότι εἶναι δύσκολον νὰ προσδιορισθῇ πῶς διεπράχθη κάποιος φόνος, ἢ ποία διάταξις τοῦ Νόμου κατεπατήθη μὲ κάποιαν ὑπόθεσιν, ἢ δυσκολεύεσαι νὰ ἑξακριβώσῃς περὶ τοῦ πῶς προεκλήθησαν καὶ τί εἴδους πληγαὶ εἶναι μερικὰ τραύματα, ἢ εὐρίσκεσαι ἐμπρὸς εἰς ἀντιθέτους γνώμας τῶν ἄλλων Κριτῶν εἰς τὰς διαφόρους ὑποθέσεις, ποὺ δικάζονται εἰς τὰς πόλεις σας, θὰ κάνπῃς τὸ ἑξῆς: Θὰ σηκωθῇς καὶ θὰ ὑπάγῃς εἰς τὸν τόπον, ποὺ θὰ διαλέξῃ ὁ Κύριος καὶ Θεός σου ὡς κατοικίαν Του, |
9 καὶ ἐλεύσῃ πρὸς τοὺς ἱερεῖς τοὺς Λευίτας καὶ πρὸς τὸν κριτήν, ὃς ἂν γένηται ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, καὶ ἐκζητήσαντες ἀναγγελοῦσί σοι τὴν κρίσιν. | 9 θα προσέλθης στους Λευΐτας ιερείς και προς τον καθωρισμένον δια τας ημέρας εκείνας δικαστήν. Αυτοί θα ερευνήσουν επιμελώς την υπόθεσιν και θα σου αναγγείλουν την δικαίαν κρίσιν. | 9 Καὶ θὰ προσφύγῃς ἐκεῖ εἰς τοὺς ἱερεῖς καὶ Λευΐτας καὶ εἰς τὸν Κριτήν, ποὺ θὰ εἶναι ὡρισμένος διὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας, καὶ ἀφοῦ ἐξετάσουν ἐκεῖνοι μὲ προσοχὴν τὴν ὑπόθεσιν, θὰ σοῦ ἀνακοινώσουν τὴν ἀπόφασίν των. |
10 καὶ ποιήσεις κατὰ τὸ πρᾶγμα, ὃ ἂν ἀναγγείλωσί σοι ἐκ τοῦ τόπου, οὗ ἐὰν ἐκλέξηται Κύριος ὁ Θεός σου, καὶ φυλάξῃ ποιῆσαι πάντα ὅσα ἂν νομοθετηθῇ σοι· | 10 Συ δε πρέπει να συμμορφωθής προς την απόφασιν, την οποίαν θα εκδώσουν και θα αναγγείλουν εις σε οι αρμόδιοι αυτοί εκ του τόπου, τον οποίον θα εκλέξη Κυριος ο Θεός σου, και θα φροντίσης να τηρήσης εκείνο πλέον, το οποίον ως νόμος θα διατυπωθή εις σέ. | 10 Θὰ ἐνεργήσῃς δὲ συμφώνως πρὸς τὴν ἀπόφασιν, ποὺ θὰ σοῦ ἀναγγείλουν ἐκεῖ εἰς τὸν ἱερὸν τόπον, ποὺ θὰ ἔχει διαλέξει ὁ Κύριος καὶ Θεός σου. Καὶ θὰ προσέξῃς ὥστε νὰ ἐφαρμόσῃς ὅλα ἀκριβῶς, ὅσα θὰ σὲ διατάξουν οἱ ἀνώτεροι αὐτοὶ δικασταί. |
11 κατὰ τὸν νόμον καὶ κατὰ τὴν κρίσιν, ἣν ἂν εἴπωσί σοι, ποιήσεις, οὐκ ἐκκλινεῖς ἀπὸ τοῦ ρήματος, οὗ ἐὰν ἀναγγείλωσί σοι, δεξιὰ οὐδὲ ἀριστερά. | 11 Συμφωνα με τον νόμον και με την απόφασιν, που εξέδωκαν και ανήγγειλαν εις σε εκείνοι, θα πράξης και δεν θα παρεκκλίνης ούτε δεξιά ούτε αριστερά από την απόφασιν, που σου έχουν αναγγείλει. | 11 Θὰ κάνης ὅ,τι σοῦ εἰποῦν, συμφώνως δηλαδὴ πρὸς τὸν νόμον καὶ τὴν ἀπόφασιν, ποὺ θὰ σοῦ γνωστοποιήσουν, δὲν θὰ παρεκκλίνῃς ἀπὸ τὴν ἀπόφασιν, ποὺ θὰ σοῦ ἀνακοινώσουν, οὔτε δεξιὰ οὔτε ἀριστερά. |
12 καὶ ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐὰν ποιήσῃ ἐν ὑπερηφανίᾳ ὥστε μὴ ὑπακοῦσαι τοῦ ἱερέως τοῦ παρεστηκότος λειτουργεῖν ἐπὶ τῷ ὀνόματι Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἢ τοῦ κριτοῦ, ὃς ἂν ᾖ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, καὶ ἀποθανεῖται ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, καὶ ἐξαρεῖς τὸν πονηρὸν ἐξ ᾿Ισραήλ· | 12 Ο Ισραηλίτης δε εκείνος, ο οποίος εν τω εγωϊσμώ του δεν θα ήθελε να υπακούση εις την απόφασιν του αρχιερέως του προσφέροντος τας υπηρεσίας του πλησίον του Κυρίου και εις δόξαν του Κυρίου, η δεν ήθελε να υπακούση στον εντεταλμένον κριτήν, ο οποίος δικάζει κατά την περίοδον εκείνην, ο ανυπάκουος αυτός ο άνθρωπος θα τιμωρηθή δια θανάτου και έτσι θα αποβάλης τον πονηρόν εκ μέσου του ισραηλιτικού λαού. | 12 Ὁποιοσδήποτε δὲ ἄνθρωπος θὰ συμπεριφερθῇ μὲ ὑπερηφάνειαν καὶ δὲν θὰ ὑπακούσῃ εἰς τὸν ἀρχιερέα, ποὺ παρίσταται εἰς τὸν ἅγιον τόπον διὰ νὰ προσφέρῃ θυσίας ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, ἢ εἰς τὸν Κριτήν, ποὺ θὰ εἶναι ὡρισμένος διὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας, πρέπει νὰ θανατωθῇ ὁπωσδήποτε ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος. Πρέπει νὰ ἑξαφανίσῃς τὸν πονηρὸν ἄνθρωπον μέσα ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας. |
13 καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἀκούσας φοβηθήσεται καὶ οὐκ ἀσεβήσει ἔτι. | 13 Οι άλλοι δε Ισραηλίται, όταν ακούσουν την τιμωρίαν αυτήν, θα φοβηθούν και δεν θα εκτραπούν στο εξής εις ασεβείας. | 13 Ἔτσι, ὅταν τὸ πληροφορηθῇ αὐτὸ ὅλος ὁ λαός, θὰ φοβᾶται καὶ δὲν θὰ φέρεται εἰς τὸ ἑξῆς μὲ ἀσέβειαν ἔναντι τῶν Κριτῶν. |
14 ᾿Εὰν δὲ εἰσέλθῃς εἰς τὴν γῆν, ἣν Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι, καὶ κληρονομήσῃς αὐτὴν καὶ κατοικήσῃς ἐπ᾿ αὐτὴν καὶ εἴπῃς· καταστήσω ἐπ᾿ ἐμαυτὸν ἄρχοντα, καθὰ καὶ τὰ λοιπὰ ἔθνη τὰ κύκλῳ μου, | 14 Οταν δε εισέλθης εις την γην της επαγγελίας, την οποίαν Κυριος ο Θεός σου δίδει εις σέ, και την καταλάβης ως ιδικήν σου και κατοικήσης εις αυτήν και είπης· Λοιπόν θα εγκαταστήσω τώρα άρχοντα και βασιλέα μου, όπως έχουν και τα γύρω μου ειδωλολατρικά έθνη, μη λησμονήσης Κυριον τον Θεόν σου. | 14 Ὅταν δὲ εἰσέλθῃς εἰς τὴν χώραν, ποὺ σοῦ χαρίζει Κύριος ὁ Θεός σου, καὶ τὴν ἀποκτήσῃς σὰν κληρονομίαν σου καὶ ἐγκατασταθῇς μονίμως εἰς αὐτὴν καὶ σκεφθῇς τότε καὶ εἰπῇς: «Θέλω νὰ ἔχω καὶ ἐγὼ ἄρχοντα καὶ κυβερνήτην μου, ὅπως ἔχουν καὶ τὰ ἄλλα ἔθνη γύρω μου», νὰ ἔχῃς ὑπ' ὄψιν σου τὰ ἑξῆς: |
15 καθιστῶν καταστήσεις ἐπὶ σεαυτὸν ἄρχοντα, ὃν ἂν ἐκλέξηται Κύριος ὁ Θεὸς αὐτόν. ἐκ τῶν ἀδελφῶν σου καταστήσεις ἐπὶ σεαυτὸν ἄρχοντα· οὐ δυνήσῃ καταστῆσαι ἐπὶ σεαυτὸν ἄνθρωπον ἀλλότριον, ὅτι οὐκ ἀδελφός σού ἐστι. | 15 Θα εγκαταστήσης βεβαίως βασιλέα δια τον εαυτόν σου, εκείνον όμως τον οποίον ο Θεός θα εκλέξη εκ μέσου των αδελφών σου και θα ορίση ως βασιλέα και άρχοντα δια σέ. Δεν θα εγκαταστήσης βασιλέα επί του εαυτού σου άνθρωπον ξένον, διότι αυτός δεν είναι αδελφός σου. | 15 Πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ ἐγκαταστήσῃς ὡς κυβερνήτην σου ἐκεῖνον, ποὺ θὰ διαλέξῃ Κύριος ὁ Θεός. Κάποιον δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς σοι Ἰσραηλίτας θὰ ἐγκαταστήσῃς ὡς ἄρχοντά σου, διὰ νὰ πιστεύῃ εἰς τὸν Κύριον. Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ βάλῃς κυβερνήτην σου ἄνθρωπον ξένον, διότι δεν εἶναι ἀδελφός σου καὶ δὲν ἔχει τὴν ἰδίαν μὲ σὲ πίστιν. |
16 διότι οὐ πληθυνεῖ ἑαυτῷ ἵππον οὐδὲ μὴ ἀποστρέψῃ τὸν λαὸν εἰς Αἴγυπτον, ὅπως μὴ πληθύνῃ αὐτῷ ἵππον, ὁ δὲ Κύριος εἶπεν· οὐ προσθήσεσθε ἀποστρέψαι τῇ ὁδῷ ταύτῃ ἔτι. | 16 Ο εκ των αδελφών σου βασιλεύς, που πιστεύει εις την προστασίαν του Θεού, δεν θα συγκροτήση ιππικόν δια τον εαυτόν του, οπότε θα επαναφέρη τον λαόν εις την Αίγυπτον δια να λάβη από εκεί και άλλο ιππικόν δια τον εαυτόν του, διότι ο Κυριος είπεν· ουδέποτε θα θελήσετε να επιστρέψετε πλέον εις την οδόν προς την Αίγυπτον. | 16 Πρέπει νὰ εἶναι πιστὸς ὅ ἄρχων, διότι αὐτὸς θὰ ὑπολογίζει κυρίως τοὺς λόγους τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν θὰ φροντίζῃ πῶς νὰ ἀποκτήσῃ πολὺ ἱππικόν, διὰ νὰ στηριχθῇ εἰς αὐτό, οὔτε θὰ στείλῃ τὸν λαὸν πίσω εἰς τὴν Αἴγυπτον, διὰ νὰ ἐργασθῇ εἰς τοὺς Αἰγυπτίους, καὶ νὰ ἀποκτήσῃ ἔτσι αὐτὸς πολὺ ἱππικόν. Ἐὰν εἶναι πιστὸς ὁ ἄρχων, δὲν θὰ γίνῃ ποτὲ αὐτό, διότι ὁ Κύριος τὸ εἶπε: «Ποτὲ πλέον δὲν θὰ πάρετε τὸν δρόμον αὐτὸν τῆς ἐπιστροφῆς εἰς τὴν Αἴγυπτον». |
17 καὶ οὐ πληθυνεῖ ἑαυτῷ γυναῖκας, ἵνα μὴ μεταστῇ αὐτοῦ ἡ καρδία· καὶ ἀργύριον καὶ χρυσίον οὐ πληθυνεῖ ἑαυτῷ σφόδρα. | 17 Ο βασιλεύς αυτός δεν θα έχη δια τον εαυτόν του πολλάς γυναίκας, δια να μη δοθή η καρδία του εις την σαρκολατρείαν. Δεν θα συγκεντρώνη πολύν χρυσόν και άργυρον δια τον εαυτόν του. | 17 Καὶ δεν πρέπει νὰ πσρῃ ὁ ἄρχων διὰ τὸν ἑαυτόν του πολλὰς γυναῖκας (καὶ μάλιστα ἀπὸ εἰδωλολατρικοὺς λαούς), διὰ νὰ μὴ διαφθαρῇ ἡ καρδιά του καὶ παρεκκλίνῃ ἐξ αἰτίας των ἀπὸ τὴν ὁδόν τοῦ Κυρίου. Οὔτε πρέπει νὰ ἀποταμιεύῃ διὰ τὸν ἑαυτόν του πολὺ ἀσῆμι καὶ χρυσάφι, ὥστε νὰ στηρίζεται εἰς τὸν πλοῦτον του. |
18 καὶ ὅταν καθίσῃ ἐπὶ τῆς ἀρχῆς αὐτοῦ, καὶ γράψει αὐτῷ τὸ δευτερονόμιον τοῦτο εἰς βιβλίον παρὰ τῶν ἱερέων τῶν Λευιτῶν, | 18 Οταν δε εγκατασταθή στον θρόνον και την εξουσίαν του, θα αντιγράψη δια τον εαυτόν του το δευτερονόμιον τούτο εις βιβλίον από το πρωτότυπον, το οποίον φυλάσσεται παρά των ιερέων της φυλής των Λευϊτών. | 18 Ὅταν δὲ ἐνθρονισθῇ εἰς τὴν ἐξουσίαν του, θὰ ἀντιγράψῃ διὰ τὸν ἑαυτόν του καὶ θὰ τὸ ἔχῃ ὡς ἰδιαίτερον βιβλίον τὸ Δευτερονόμιον τοῦτο, βάσει τοῦ πρωτοτύπου ποὺ θὰ τὸ ζητήσῃ ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς, τοὺς ἀπογόνους τοῦ Λευΐ, οἱ ὁποῖοι καὶ τὸ φυλάσσουν. |
19 καὶ ἔσται μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἀναγνώσεται ἐν αὐτῷ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτοῦ, ἵνα μάθῃ φοβεῖσθαι Κύριον τὸν Θεόν σου καὶ φυλάσσεσθαι πάσας τὰς ἐντολὰς ταύτας καὶ τὰ δικαιώματα ταῦτα ποιεῖν, | 19 Θα έχη πάντοτε μαζή του το βιβλίον τούτο, θα το μελετά όλας τας ημέρας της ζωής του, δια να μάθη να φοβήται Κυριον τον Θεόν σου και να φροντίζη, ώστε να εφαρμόζη όλας αυτάς τάςεντολάς και τους νόμους. | 19 Καὶ θὰ εἶναι τὸ βιβλίον αὐτὸ τοῦ Νόμου πάντοτε μαζί του καὶ θὰ τὸ μελετᾷ συνεχῶς καθ' ὅλην του τὴν ζωήν, διὰ νὰ μάθῃ νὰ φοβᾶται τὸν Κύριον καὶ Θεόν σου καὶ νὰ προσέχῃ, ὥστε νὰ τηρῇ ὅλας αὐτὰς τὰς ἐντολὰς καὶ τὰ προστάγματα αὐτὰ τοῦ Κυρίου. |
20 ἵνα μὴ ὑψωθῇ ἡ καρδία αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ, ἵνα μὴ παραβῇ ἀπὸ τῶν ἐντολῶν δεξιὰ ἢ ἀριστερά, ὅπως ἂν μακροχρονίσῃ ἐπὶ τῆς ἀρχῆς αὐτοῦ, αὐτὸς καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ ἐν τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραήλ. | 20 Τούτο δέ, δια να μη αλαζονευθή η καρδία του απέναντι των αδελφών του, δια να μη παρεκκλίνη από τας εντολάς του Κυρίου, δεξιά η αριστερά, και δια να μείνη έτσι επί πολλά έτη εις την εξουσίαν του αυτός και μετ' αυτόν οι απόγονοί του εν μέσω των Ισραηλιτών. | 20 Ἡ μελέτη τοῦ Νόμου καὶ ὁ φόβος τοῦ Κυρίου θὰ τὸν συγκρατοῦν, ὥστε νὰ μὴ ὑπερηφανευθῇ ἡ καρδιά του, ὅτι δῆθεν εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς του, καὶ νὰ μὴ παρεκκλίνω ἀπὸ τὰς ἐντολὰς αὐτὰς οὔτε ἀριστερὰ οὔτε δεξιά. Ἔτσι θὰ κρατῇ καὶ θὰ χαίρεται ἐπὶ πολλὰ ἔτη τὴν ἐξουσίαν του καὶ ὁ ἴδιος καὶ οἱ ἀπόγονοί του μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν. |