Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 28 (ΚΗ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἔσται ὡς ἂν διαβῆτε τὸν ᾿Ιορδάνην εἰς τὴν γῆν ἣν Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν δίδωσιν ὑμῖν, ἐὰν ἀκοῇ ἀκούσῃς τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, φυλάσσειν καὶ ποιεῖν πάσας τὰς ἐντολὰς ταύτας, ἃς ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι σήμερον, καὶ δώσει σε Κύριος ὁ Θεός σου ὑπεράνω πάντων τῶν ἐθνῶν τῆς γῆς, 1 Οταν θα διαβήτε τον Ιορδάνην και εισέλθετε εις την χώραν, την οποίαν ο Κυριος σας και ο Θεός σας δίδει, εάν με προσοχήν ακούσετε την φωνήν Κυρίου του Θεού σας, ώστε να τηρήτε και να εφαρμόζετε τας εντολάς αυτάς, τας οποίας εγώ σήμερον σας δίδω, Κυριος ο Θεός σας θα σας αναδείξη ανωτέρους από όλα τα έθνη της γης. 1 Καὶ ὅταν θὰ περάσετε τὸν ποταμὸν Ἰορδάνην καὶ πατήσετε εἰς τὴν χώραν, ποὺ σᾶς δίδει Κύριος ὁ Θεός σας, ἐὰν ὑπακούσῃς, λαέ μου, προθύμως εἰς τὴν φωνὴν Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, ὥστε νὰ φυλάσσετε καὶ νὰ ἐφαρμόζετε ὅλας αὐτὰς τὰς ἐντολάς, ποὺ σᾶς παραγγέλλω ἐγὼ σήμερον, θὰ σοῦ δώσῃ Κύριος ὁ Θεός σου τὴν εὐλογίαν νὰ ἀναδειχθῇς ὑπεράνω ὅλων τῶν λαῶν τῆς γῆς.
2 καὶ ἥξουσιν ἐπὶ σὲ πᾶσαι αἱ εὐλογίαι αὗται καὶ εὑρήσουσί σε, ἐὰν ἀκοῇ ἀκούσῃς τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου. 2 Θα έλθουν εις σε όλαι αι ευλογίαι του Θεού και θα σε εύρουν, εάν με προσοχήν ακούσης την φωνήν Κυρίου του Θεού σου. 2 Θὰ ἔλθουν δὲ ἐπάνω σου καὶ θὰ σὲ εὔρουν, ἐὰν ὑπακούσῃς προθύμως εἰς τὴν φωνὴν Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, αἱ ἐξῆς εὐλογίαι:
3 εὐλογημένος σὺ ἐν πόλει καὶ εὐλογημένος σὺ ἐν ἀγρῷ· 3 Θα είσαι ευλογημένος εις την πόλιν και ευλογημένος στον αγρόν. 3 Θὰ εἶσαι εὐλογημένος, ὅταν θὰ εὐρίσκεσαι καὶ θὰ ἐργάζεσαι εἰς τὴν πόλιν, θὰ εἶσαι εὐλογημένος καὶ ὅταν θὰ εὐρίσκεσαι καὶ θὰ ἐργάζεσαι εἰς τὸ ὕπαιθρον.
4 εὐλογημένα τὰ ἔκγονα τῆς κοιλίας σου καὶ τὰ γενήματα τῆς γῆς σου καὶ τὰ βουκόλια τῶν βοῶν σου καὶ τὰ ποίμνια τῶν προβάτων σου· 4 Ευλογημένα θα είναι τα παιδιά σου και τα προϊόντα των αγρών σου και αι αγέλαι των βοδιών σου και τα ποίμνια των προβάτων σου. 4 Θὰ εἶναι εὐλογημένοι οἱ καρποὶ τῶν σπλάγχνων σου, οἱ ἀπόγονοί σου, ὅπως ἐπίσης καὶ τὰ προϊόντα τῶν κτημάτων σου καὶ τὰ κοπάδια τῶν βοδιῶν σου καὶ τὰ κοπάδια τῶν προβάτων σου.
5 εὐλογημέναι αἱ ἀποθῆκαί σου καὶ τὰ ἐγκαταλείμματά σου· 5 Ευλογημέναι αι αποθήκαι σου και τα πλεονάσματά σου. 5 Θὰ εἶναι εὐλογημεναι αἱ ἀποθῆκαι σου καὶ ὅσα συγκεντρώνεις καὶ φυλάσσεις εἰς αὐτὰς ὡς περισσεύματα.
6 εὐλογημένος σὺ ἐν τῷ εἰσπορεύεσθαί σε, καὶ εὐλογημένος σὺ ἐν τῷ ἐκπορεύεσθαί σε. 6 Ευλογημένος θα είσαι, όταν εισέρχεσαι κάπου, και ευλογημένος όταν θα εξέρχεσαι. 6 Εὐλογημένος θὰ εἶσαι, ὅταν θὰ ἐμβαίνῃς εἰς τὸ σπίτι σου ἢ εἰς ὁποιοδήποτε ἄλλο μέρος καὶ εὐλογημένος ὅταν θὰ βγαίνῃς ἀπὸ αὐτό.
7 παραδῷ Κύριος ὁ Θεός σου τοὺς ἐχθρούς σου τοὺς ἀνθεστηκότας σοι συντετριμμένους πρὸ προσώπου σου· ὁδῷ μιᾷ ἐξελεύσονται πρὸς σὲ καὶ ἐν ἑπτὰ ὁδοῖς φεύξονται ἀπὸ προσώπου σου. 7 Κυριος ο Θεός σου θα παραδώση εις τα χέρια σου συντετριμμένους τους εχθρούς, οι οποίοι ανθίστανται εναντίον σου. Θα πάθουν τόσην πανωλεθρίαν, ώστε, ενώ από ένα δρόμον συμπαγείς ήλθον εναντίον σου, από επτά δρόμους θα φύγουν πανικόβλητοι από εμπρός σου. 7 Τοὺς ἐχθρούς σου, ποὺ ἐπεχείρησαν καὶ θὰ ἐπιχειρήσουν νὰ σὲ ἀντιμετωπίσουν, θὰ σοῦ τοὺς παραδώσῃ Κύριος ὁ Θεός σου τσακισμένους ἐμπρός σου. Καὶ ἐνῷ θὰ ἔχουν ἔλθει ἀπὸ ἕνα δρόμον ὅλοι μαζὶ ἐναντίον σου, θὰ φύγουν κατατρομαγμένοι ἀπὸ ἐμπρός σου ἀπὸ ἑπτὰ δρόμους, ἀπὸ ὅπου δηλαδὴ προλάβῃ νὰ φύγῃ καθένας.
8 ἀποστείλαι Κύριος ἐπὶ σὲ τὴν εὐλογίαν ἐν τοῖς ταμιείοις σου καὶ ἐπὶ πάντα, οὗ ἂν ἐπιβάλῃς τὴν χεῖρά σου, ἐπὶ τῆς γῆς, ἧς Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι. 8 Είθε ο Κυριος να αποστείλη πλουσίαν εις σε την ευλογίαν του, εις τας αποθήκας σου, εις όλα τα έργα που θα απλώσης το χέρι σου, εις την χώραν που σου δίδει ο Κυριος. 8 Εἴθε νὰ σοῦ στείλῃ ὁ Κύριος τὴν εὐλογίαν εἰς τοὺς χώρους, ὅπου φυλάσσεις τοὺς θησαυρούς σου, καὶ εἰς κάθε τι ὅπου θὰ βάλῃς τὰ χέρια σου, εἰς τὴν χώραν ποὺ σοῦ δίδει Κύριος ὁ Θεός σου.
9 ἀναστήσαι σε Κύριος ἑαυτῷ λαὸν ἅγιον, ὃν τρόπον ὤμοσε τοῖς πατράσι σου, ἐὰν ἀκούσῃς τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου καὶ πορευθῇς ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ· 9 Είθε να σε αναδείξη και να σε αξιώση να γίνης δι' αυτόν λαός άγιος όπως ωρκίσθη στους προγόνους σου, εάν ακούσης την φωνήν Κυρίου του Θεού σου και πορευθής εις όλους τους δρόμους του θελήματός του. 9 Θὰ σὲ ἀναδείξῃ ὁ Κύριος λαὸν ἅγιον, ξεχωρισμένον διὰ τὸν ἑαυτόν Του, ὅπως ἀκριβῶς τὸ ὑπεσχέθη μὲ ὅρκον εἰς τοὺς προγόνους σου, ὑπὸ τὸν ὅρον ὅμως ὅτι θὰ ὑπακούσῃς εἰς τὴν φωνὴν Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου καὶ θὰ ἀκολουθήσῃς ὅλους τοὺς δρόμους, ποὺ σοῦ ὑποδεικνύει Ἐκεῖνος διὰ τὴν ζωήν σου.
10 καὶ ὄψονταί σε πάντα τὰ ἔθνη τῆς γῆς, ὅτι τὸ ὄνομα Κυρίου ἐπικέκληταί σοι, καὶ φοβηθήσονταί σε. 10 Θα σε ίδουν τότε όλοι οι λαοί της γης, θα σε θαυμάσουν, αλλά και θα σε φοβηθούν, διότι φέρεις ως προσωνυμίαν σου το όνομα του Θεού. 10 Καὶ θὰ σὲ ἰδοῦν ὅλοι οἰ λαοὶ τῆς γῆς καὶ θὰ ἐννοήσουν ὅτι ἔχεις ἐπάνω σου καὶ ἐπικαλεῖσαι ὡς οἰκεῖον τὸ ὄνομα τοῦ μόνου Κυρίου. Θὰ καταλάβουν δηλαδὴ ὅτι ἔγινες κτῆμα Του καὶ δι' αὐτὸ θὰ σὲ φοβηθοῦν.
11 καὶ πληθυνεῖ σε Κύριος ὁ Θεός σου εἰς ἀγαθὰ ἐν τοῖς ἐκγόνοις τῆς κοιλίας σου, καὶ ἐπὶ τοῖς ἐκγόνοις τῶν κτηνῶν σου καὶ ἐπὶ τοῖς γενήμασι τῆς γῆς σου, ἐπὶ τῆς γῆς σου ἧς ὤμοσε Κύριος τοῖς πατράσι σου δοῦναί σοι. 11 Κυριος ο Θεός σου θα σου δώση πλούσια τα αγαθά του πληθύνων τα παιδιά σου, τα κτήνη σου, τα προϊόντα των αγρών σου εις την χώραν, την οποίαν ο Κυριος ωρκίσθη στους προπάτοράς σου ότι θα σου δώση. 11 Καὶ θὰ σὲ κάνῃ Κύριος ὁ Θεός σου πλούσιον εἰς ἀγαθά. Θὰ σοῦ δώσῃ πολλὰ παιδιά. Θὰ πολλαπλασιάσῃ ἐπίσης τὰ ζῶα σου καὶ τοὺς καρποὺς τῶν κτημάτων σου εἰς τὴν χώραν, ποὺ ὑπεσχέθη μὲ ὅρκον ὁ Κύριος εἰς τοὺς πατέρας σου ὅτι θὰ σοῦ τὴν χαρίσῃ.
12 ἀνοίξαι σοι Κύριος τὸν θησαυρὸν αὐτοῦ τὸν ἀγαθόν, τὸν οὐρανόν, δοῦναι τὸν ὑετόν τῇ γῇ σου ἐπὶ καιροῦ αὐτοῦ· εὐλογήσαι πάντα τὰ ἔργα τῶν χειρῶν σου, καὶ δανειεῖς ἔθνεσι πολλοῖς, σὺ δὲ οὐ δανειῇ, καὶ ἄρξεις σὺ ἐθνῶν πολλῶν, σοῦ δὲ οὐκ ἄρξουσι. 12 Είθε να ανοίξη δια σε ο Κυριος τον αγαθόν του θησαυρόν, τον ουρανόν δια να δίδη εις τα χωράφια σου βροχήν κατά τον κατάλληλον καιρόν. Είθε να ευλογήση όλα τα έργα των χειρών σου, ώστε να δανείζης εις πολλούς λαούς, συ όμως να μη ευρίσκεσαι εις την ανάγκην να δανείζεσαι· να άρχης και να εξουσιάζης επάνω εις πολλά έθνη, κανένας όμως να μη εξουσιάζη εις σέ. 12 Εἴθε νὰ ἀνοίξῃ διὰ σὲ ὁ Κύριος τὸν πλούσιον θησαυρόν Του, δηλαδὴ τὸν οὐρανόν, διὰ νὰ δώσῃ εἰς τὰ κτήματά σου τὴν βροχὴν εἰς τὸν καιρὸν ποὺ τὴν χρειάζονται. Εἴθε νὰ εὐλογήσῃ ὅλα τὰ ἔργα, ποὺ κάνουν τὰ χέρια σου, ὥστε νὰ ἠμπορῆς νὰ δανείζῃς εἰς πολλὰ ἔθνη καὶ νὰ μὴ δανείζεσαι σὺ ποτέ. Θὰ ἔχῃς δὲ ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν σου πολλοὺς λαοὺς καὶ δὲν θὰ εὑρεθῇς ποτὲ ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν κανενός.
13 καταστήσαι σε Κύριος ὁ Θεός σου εἰς κεφαλὴν καὶ μὴ εἰς οὐράν, καὶ ἔσῃ τότε ἐπάνωκαὶ οὐκ ἔσῃ ὑποκάτω, ἐὰν ἀκούσῃς τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι σήμερον φυλάσσειν καὶ ποιεῖν· 13 Είθε Κυριος ο Θεός σου να σε αναδείξη πρώτον και όχι τελευταίον, να είσαι επάνω από όλους και όχι υποκάτω. Και αυτά θα γίνουν, εάν ακούσης την φωνήν Κυρίου του Θεού σου, όσα εγώ σήμερον σε διατάσσω να φυλάττης και να εφαρμόζης. 13 Εἴθε νὰ σὲ βάλῃ Κύριος ὁ Θεός σου ἐπὶ κεφαλῆς τῶν ἄλλων καὶ ποτὲ νὰ μὴ εἶσαι τελευταῖος. Τότε ὅμως θὰ εἶσαι ἐπάνω ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ οὐδέποτε κατώτερός των, ὅταν θὰ ὑπακούσῃς εἰς τὴν φωνὴν Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, εἰς ὅσα δηλαδὴ σοῦ παραγγέλλω ἐγὼ σήμερον νὰ φυλάττῃς καὶ νὰ ἐφαρμόζῃς.
14 οὐ παραβήσῃ ἀπὸ πασῶν τῶν ἐντολῶν, ὧν ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι σήμερον, δεξιὰ οὐδὲ ἀριστερὰ πορεύεσθαι ὀπίσω θεῶν ἑτέρων λατρεύειν αὐτοῖς. 14 Καμμίαν εντολήν, από όσας εγώ σου δίδω σήμερον, δεν θα παραβής, ώστε να βαδίζης δεξιά η αριστερά, να πορεύεσαι οπίσω από άλλους θεούς και να λατρεύης αυτούς. 14 Πρόσεξε νὰ μὴ παραβῇς καμμίαν ἀπὸ ὅλας τὰς ἐντολάς, ποὺ σοῦ παραγγέλλω ἐγὼ σήμερον, ὥστε νὰ παρεκκλίνῃς δεξιὰ ἢ ἀριστερὰ καὶ νὰ ἀκολουθῇς ἄλλους θεοὺς καὶ νὰ τοὺς λατρεύῃς.
15 Καὶ ἔσται ἐὰν μὴ εἰσακούσῃς τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, φυλάσσειν καὶ ποιεῖν πάσας τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ, ὅσας ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι σήμερον, καὶ ἐλεύσονται ἐπὶ σὲ πᾶσαι αἱ κατάραι αὗται καὶ καταλήψονταί σε. 15 Εάν δεν ακούσης και δεν υπακούσης εις την φωνήν Κυρίου του Θεού σου, ώστε να φυλάττης και να εφαρμόζης όλας τας εντολάς αυτού, τας οποίας εγώ σήμερον σου δίδω, θα έλθουν και θα ξεσπάσουν εναντίον σου όλαι αυταί αι κατάραι. 15 Ἐὰν ὅμως δὲν ὑπακούσῃς εἰς τὴν φωνὴν Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, ποὺ ὁρίζει νὰ φυλάττῃς καὶ νὰ ἐφαρμόζῃς ὅλας τὰς ἐντολάς Του, ὅσας σοῦ παραγγέλλω ἐγὼ σήμερον, θὰ ἔλθουν ἐπάνω σου καὶ θὰ σὲ καταλάβουν (θὰ σὲ πιάσουν) ὅλαι αὐταὶ αἱ κατάραι:
16 ἐπικατάρατος σὺ ἐν πόλει, καὶ ἐπικατάρατος σὺ ἐν ἀγρῷ· 16 Θα είσαι κατηραμένος εις την πόλιν και στον αγρόν. 16 «Θὰ εἶσαι καταράμενος, ὅταν εὐρίσκεσαι καὶ ἐργάζεσαι εἰς τὴν πόλιν, θὰ εἶσαι ἐπίσης καταραμένος καὶ ὅταν εὐρίσκεσαι καὶ ἐργάζεσαι εἰς τὸ ὕπαιθρον.
17 ἐπικατάρατοι αἱ ἀποθῆκαί σου καὶ τὰ ἐγκαταλείμματά σου· 17 Κατηραμέναι θα είναι αι αποθήκαι σου και τα περισσεύματά σου. 17 Θὰ εἶναι καταράμεναι αἱ ἀποθῆκαι σου καὶ ὅσα συγκεντρώνεις εἰς αὐτὰς ὡς περισσεύματα.
18 ἐπικατάρατα τὰ ἔκγονα τῆς κοιλίας σου καὶ τὰ γενήματα τῆς γῆς σου, τὰ βουκόλια τῶν βοῶν σου καὶ τὰ ποίμνια τῶν προβάτων σου· 18 Κατηραμένα τα παιδιά σου και τα προϊόντα των αγρών σου, αι αγέλαι των βοδιών σου και τα ποίμνια των προβάτων σου. 18 Θὰ εἶναι καταραμένοι οἱ ἀπόγονοί σου καὶ τὰ προϊόντα τῶν κτημάτων σου καὶ τὰ κοπάδια τῶν βοδιῶν σου καὶ τὰ κοπάδια τῶν προβάτων σου.
19 ἐπικατάρατος σὺ ἐν τῷ εἰσπορεύεσθαί σε καὶ ἐπικατάρατος σὺ ἐν τῷ ἐκπορεύεσθαί σε. 19 Κατηραμένος θα είσαι συ, όταν εισέρχεσαι και όταν θα εξέρχεσαι από το σπίτι σου, από την πατρίδα σου, από παντού. 19 Θὰ εἶσαι καταράμενος, ὅταν θὰ ἐμβαίνῃς εἰς τὸ σπίτι σου ἢ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ καὶ καταράμενος ὅταν θὰ βγαίνῃς.
20 ἀποστείλαι Κύριος ἐπὶ σὲ τὴν ἔνδειαν καὶ τὴν ἐκλιμίαν καὶ τὴν ἀνάλωσιν ἐπὶ πάντα, οὗ ἐὰν ἐπιβάλῃς τὴν χεῖρά σου, ἕως ἂν ἐξολοθρεύσῃ σε καὶ ἕως ἂν ἀπολέσῃ σε ἐν τάχει διὰ τὰ πονηρὰ ἐπιτηδεύματά σου, διότι ἐγκατέλιπές με. 20 Θα στείλη εναντίον σου ο Κυριος την φτώχειαν, την μεγάλην πείναν, την φθοράν εις όλα επί των οποίων θα βάλης το χέρι σου, μέχρις ότου σε εξολοθρεύση, μέχρις ότου σε καταστρέψη συντόμως δι' όλας τας πονηρίας σου, επειδή με εγκατέλιπες, θα είπη ο Θεός. 20 Θὰ στείλῃ ὁ Κύριος ἐπάνω σου τὴν ἀνέχειαν, τὴν ἐξαντλητικὴν πεῖναν καὶ τὴν καταστροφὴν εἰς ὅλα, ὅσα θὰ κάμνῃς με τὰ χέρια σου, ἕως ὅτου σὲ ἐξολοθρεύσῃ καὶ μέχρις ὅτου σὲ ἐξοντώσῃ τὸ ταχύτερον ἐξ αἰτίας τῶν πονηρῶν σου πράξεων καὶ λόγῳ τοῦ ὅτι ἐγκατέλειψες ἐμέ, τὸν Νομοδότην.
21 προσκολλήσαι Κύριος εἰς σὲ τὸν θάνατον, ἕως ἂν ἐξαναλώσῃ σε ἐπὶ τῆς γῆς, εἰς ἣν εἰσπορεύῃ ἐκεῖ κληρονομῆσαι αὐτήν. 21 Ο Κυριος θα κολλήση επάνω σου αρρώστιες που φέρουν τον θάνατον, μέχρις ότου σε εξολοθρεύση μέσα εις την χώραν, προς την οποίαν πορεύεσαι τώρα να την κληρονομήσης. 21 Θὰ σοῦ κολλήσῃ ὁ Κύριος θανατηφόρον ἀσθένειαν, ἕως ὅτου σὲ ἐξοντώσῃ εἰς τὴν χώραν αὐτήν, ἐκεῖ ὅπου εἰσέρχεσαι ἤδη διὰ νὰ τὴν κληρονομήσῃς.
22 πατάξαι σε Κύριος ἐν ἀπορίᾳ καὶ πυρετῷ καὶ ρίγει καὶ ἐρεθισμῷ καὶ ἀνεμοφθορίᾳ καὶ τῇ ὤχρᾳ, καὶ καταδιώξονταί σε, ἕως ἂν ἀπολέσωσί σε. 22 Θα σε κτυπήση ο Κυριος με εξαντλητικήν αδυναμίαν, με πυρετόν και ρίγος και φαγούραν και ελονοσίαν και κιτρίνισμα. Ολαι αυταί αι ασθένειαι θα σε καταδιώξουν, μέχρις ότου σε εξολοθρεύσουν. 22 Θὰ σὲ κτυπήσῃ ὁ Κύριός με στενοχώριαν καὶ ἄγχος, μὲ πυρετόν, μὲ ρῖγος, μὲ φαγούραν, μὲ ἀνεμοπύρωμα (ἐρυσίπελας) καὶ μὲ κιτρινάδα (ἴκτερος). Καὶ θὰ σὲ κυνηγοῦν αὐταὶ αἱ ἀσθένειαι, ἕως ὅτου σὲ ἑξαφανίσουν.
23 καὶ ἔσται σοι ὁ οὐρανὸς ὁ ὑπὲρ κεφαλῆς σου χαλκοῦς, καὶ ἡ γῆ ἡ ὑποκάτω σου σιδηρᾶ. 23 Ο ουρανός επάνω από το κεφάλι σου θα είναι κατάξηρος, όπως ο χαλκός, και η γη κάτω από τα πόδια σου ξηρά και στεγνή σαν σίδηρος. 23 Καὶ θὰ εἶναι διὰ σὲ ὁ οὐρανὸς ἐπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι σου χάλκινος. Δὲν θὰ βρέχῃ ποτέ. Τὸ δὲ ἔδαφος κάτω ἀπὸ τὰ πόδια σου θὰ εἶναι σιδερένιο, κατάξερο.
24 δῴη Κύριος ὁ Θεός σου τὸν ὑετὸν τῆς γῆς σου κονιορτόν, καὶ χοῦς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβήσεται ἐπὶ σέ, ἕως ἂν ἐκτρίψῃ σε καὶ ἕως ἂν ἀπολέσῃ σε ἐν τάχει. 24 Κυριος ο Θεός σου θα δώση αντί της ευεργετικής βροχής κονιορτόν· χώμα από τον ουρανόν σαν βροχή θα πέση επάνω σου, μέχρις ότου σε ξεπαστρέψη και σε καταστρέψη. 24 Θὰ μεταβάλῃ Κύριος ὁ Θεός σου εἰς τὴν χώραν σου τὴν βροχὴν εἰς σκόνην. Καὶ θὰ πέσῃ χῶμα ἐπάνω σου ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ἕως ὅτου σὲ συντρίψῃ τὸ ταχύτερον καὶ σὲ ἐξολοθρεύσῃ.
25 δῴη σε Κύριος ἐπισκοπὴν ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν σου· ἐν ὁδῷ μιᾷ ἐξελεύσῃ πρὸς αὐτούς, καὶ ἐν ἑπτὰ ὁδοῖς φεύξῃ ἀπὸ προσώπου αὐτῶν· καὶ ἔσῃ ἐν διασπορᾷ ἐν πάσαις βασιλείαις τῆς γῆς. 25 Ο Κυριος θα σε επισκεφθή με οργήν αποστέλλων προς τιμωρίαν σου τους εχθρούς σου. Θα νικηθής από αυτούς· και ενώ από ένα δρόμον συμπαγής και οργανωμένος θα επιτεθής εναντίον αυτών, από επτά δρόμους θα φύγης πανικόβλητος καταδιωκόμενος από αυτούς. Και διασπαρήτε ως σιχμάλωτοι εις όλας τας βοσιλείας του κόσμου. 25 Θὰ σὲ τιμωρήσῃ καὶ θὰ σὲ ἐγκαταλείψῃ ἀβοήθητον ὁ Κύριος ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἐχθρούς σου. Καὶ ἐνῷ θὰ βγῇς καὶ θὰ προχωρῇς ἐναντίον των παρατεταγμένος εἰς ἕνα δρόμον, θὰ φεύγῃς τρομοκρατημένος ἀπὸ ἐμπρός των εἰς ἑπτὰ δρόμους, ὁπουδήποτε προλάβῃ δηλαδὴ καθένας σας, διὰ νὰ σωθῇ. Καὶ θὰ διασκορπισθῇς εἰς ὅλα τὰ βασίλεια τῆς γῆς.
26 καὶ ἔσονται οἱ νεκροὶ ὑμῶν κατάβρωμα τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοῖς θηρίοις τῆς γῆς, καὶ οὐκ ἔσται ὁ ἀποσοβῶν. 26 Οι νεκροί σου θα μένουν άταφοι, τροφή των πτηνών του ουρανού και των θηρίων της γης. Κανείς δεν θα ημπορέση να προλάβη και να σταματήση την καταστροφήν σου. 26 Θὰ μείνουν δὲ οἱ νεκροί σας ἄταφοι. Θὰ εἶναι τροφὴ διὰ τὰ ὄρνεα τοῦ οὐρανοῦ καὶ διὰ τὰ θηρία τῆς γῆς. Καὶ δὲν θὰ ὑπάρχῃ κανείς, ποὺ νὰ τὰ διώχνη καὶ νὰ σᾶς γλυτώνῃ ἀπὸ αὐτά.
27 πατάξαι σε Κύριος ἕλκει Αἰγυπτίῳ εἰς τὴν ἕδραν καὶ ψώρᾳ ἀγρίᾳ καὶ κνήφῃ, ὥστε μὴ δύνασθαί σε ἰαθῆναι. 27 Ο Κυριος θα σε κτυπήση με τας πληγάς της Αιγύπτου στο δέρμα σου, με αγρίαν ψώραν και με φαγούραν, ώστε να μη ημπορής να εύρης θεραπείαν. 27 Θὰ σὲ κτυπήσῃ ὁ Κύριός μὲ τὸ ἔλκος τηςΑἰγύπτου, μὲ πληγὴν δηλαδὴ καὶ ἀπόστημα εἰς τὴν ἕδραν (εἰς τὰ ὀπίσθιά σου, εἰς τὸ σημεῖον τῶν αἱμορροΐδων) καὶ μὲ ψώραν βαρείας μορφῆς καὶ μὲ φαγούραν, ὥστε νὰ μὴ ἠμπορῇς νὰ θεραπευθῇς.
28 πατάξαι σε Κύριος παραπληξίᾳ καὶ ἀορασίᾳ καὶ ἐκστάσει διανοίας, 28 Θα σε κτυπήση ο Κυριος με παράλυσιν, με τύφλωσιν και φρενοοβλάδειαν. 28 Θὰ σὲ κτυπήσῃ ὁ Κύριος μὲ παραπληγίαν (ἠμιπληγίαν, παράλυσιν) καὶ τύφλωσιν καὶ τρέλλαν.
29 καὶ ἔσῃ ψηλαφῶν μεσημβρίας, ὡσεί τις ψηλαφήσαι τυφλὸς ἐν τῷ σκότει, καὶ οὐκ εὐοδώσει τὰς ὁδούς σου· καὶ ἔσῃ τότε ἀδικούμενος καὶ διαρπαζόμενος πάσας τὰς ἡμέρας, καὶ οὐκ ἔσται σοι ὁ βοηθῶν. 29 Εις το καταμεσήμερον θα ψηλαφής, δια να εύρης διάφορα αντικείμενα, όπως ψηλαφή ο τυφλός στο σκότος, και δεν θα κατευοδοθούν αι προσπάθειαί σου. Αλλοι θα σε αδικούν και θα αρπάζουν τα υπάρχοντά σου όλας τας ημέρας, και κανείς δεν θα υπάρχη να σε βοηθήση. 29 Καὶ ἔτσι θὰ ψηλαφᾷς, ἐνῷ θὰ εἶναι μεσημέρι, ὅπως ἀκριβῶς ψηλαφᾷ ὁ τυφλός, ὁ βυθισμένος εἰς τὸ σκοτάδι, καὶ δὲν θὰ ἠμπορῇς νὰ προωθῇς τὰς ὑποθέσεις τῆς ζωῆς σου. Καὶ θὰ σὲ ἐκμεταλλεύωνται τότε οἱ ἄδικοι καὶ οἱ ἅρπαγες εἰς ὅλην σου τὴν ζωὴν καὶ δὲν θὰ ἔχῃς κανένα βοηθόν σου.
30 γυναῖκα λήψῃ, καὶ ἀνὴρ ἕτερος ἕξει αὐτήν· οἰκίαν οἰκοδομήσεις, καὶ οὐκ οἰκήσεις ἐν αὐτῇ· ἀμπελῶνα φυτεύσεις, καὶ οὐ μὴ τρυγήσῃς αὐτόν· 30 Συζυγον θα λάβης και άλλος άνδρας θα την έχη· οικίαν θα οικοδομήσης και δεν θα κατοικήσης εις αυτήν. Αμπέλι θα φυτεύσης και δεν θα το τρυγήσης. 30 Θὰ πάρῃς γυναῖκα καὶ θὰ τὴν ἔχῃ ἄλλος. Θὰ κτίσῃς σπίτι καὶ δὲν θὰ κατοικήσῃς εἰς αὐτό. Θὰ φυτεύσῃς ἀμπέλι καὶ δὲν θὰ μαζεύσῃς τὰ σταφύλια του.
31 ὁ μόσχος σου ἐσφαγμένος ἐναντίον σου, καὶ οὐ φάγῃ ἐξ αὐτοῦ· ὁ ὄνος σου ἡρπασμένος ἀπὸ σοῦ, καὶ οὐκ ἀποδοθήσεταί σοι· τὰ πρόβατά σου δεδομένα τοῖς ἐχθροῖς σου, καὶ οὐκ ἔσται σοι ὁ βοηθῶν· 31 Αλλος θα σφάξη εμπρός εις τα μάτια σου το μοσχάρι σου και συ δεν θα φάγης από αυτό. Τον όνον σου θα τον αρπάσουν από εμπρός σου και δεν θα σου τον αποδώσουν· τα πρόβατά σου θα δίδωνται στους εχθρούς σου και δεν θα υπάρξη κανείς να σε βοηθήση. 31 Θὰ σφάξουν ἐμπρός σου τὸ μοσχάρι σου καὶ δὲν θὰ ἠμπορῇς νὰ φάγῃς ἀπὸ αὐτό. Θὰ ἀρπάξουν ἀπὸ σὲ τὸν ὄνον σου καὶ δὲν θὰ σοῦ τὸν ἐπιστρέψουν ποτέ. Θὰ βλέπῃς τὰ πρόβατά σου δοσμένα εἰς τοὺς ἐχθρούς σου καὶ δὲν θὰ ὑπάρχῃ κανεὶς νὰ σὲ βοηθήσῃ, διὰ νὰ τὰ πάρῃς πίσω.
32 οἱ υἱοί σου καὶ αἱ θυγατέρες σου δεδομέναι ἔθνει ἑτέρῳ καὶ οἱ ὀφθαλμοί σου βλέψονται σφακελίζοντες εἰς αὐτά, οὐκ ἰσχύσει ἡ χείρ σου· 32 Οι υιοί σου και αι θυγατέρες σου θα παραδοθούν εις αλλοεθνείς και οι οφθαλμοί σου θα βλέπουν αυτούς απαγομένους μέχρις ότου ατονίσουν και καταληφθούν από σπασμούς. Το χέρι σου θα είναι ανίκανον να βοηθήση αυτούς. 32 Οἱ υἱοί σου καὶ αἱ κόραι σου θὰ παραδοθοῦν εἰς ἄλλον λαὸν καὶ θὰ συστρέφωνται μὲ σπασμοὺς τὰ μάτια σου ἀπὸ τὸν πόνον, καθὼς θὰ ἀτενίζουν τὰ παιδιά σου καὶ δὲν θὰ ἠμπορῇς νὰ κάνῃς τίποτε δι' αὐτά.
33 τὰ ἐκφόρια τῆς γῆς σου καὶ πάντας τοὺς πόνους σου φάγεται ἔθνος, ὃ οὐκ ἐπίστασαι, καὶ ἔσῃ ἀδικούμενος καὶ τεθραυσμένος πάσας τὰς ἡμέρας· 33 Τα προϊόντα των αγρών σου και όλους τους κόπους σου θα τους φάγη λαός, τον οποίον δεν γνωρίζεις. Θα αδικήσαι και θα συντρίβεσαι όλας τας ημέρας της ζωής σου. 33 Τὰ προϊόντα τῆς χώρας σου καὶ ὅλους τοὺς κόπους σου θὰ τοὺς φάγῃ λαός, ποὺ οὔτε κἀν τὸν γνωρίζεις. Καὶ θὰ εἶσαι ἀδικημένος καὶ τσακισμένος εἰς ὅλην σου τὴν ζωήν.
34 καὶ ἔσῃ παράκλητος διὰ τὰ ὁράματα τῶν ὀφθαλμῶν σου, ἃ βλέψῃ. 34 Θα μένης άναυδος και έξαλλος εμπρός εις εκείνα, που θα βλέπουν οι οφθαλμοί σου. 34 Καὶ θὰ κυριευθῇς ἀπὸ κατάπληξιν, θὰ χάσῃς τὰ λογικά σου ἐμπρὸς εἰς αὐτά, ποὺ θὰ βλέπουν τὰ μάτια σου.
35 πατάξαι σε Κύριος ἐν ἕλκει πονηρῷ ἐπὶ τὰ γόνατα καὶ ἐπὶ τὰς κνήμας, ὥστε μὴ δύνασθαι ἰαθῆναί σε ἀπὸ ἴχνους τῶν ποδῶν σου ἕως τῆς κορυφῆς σου. 35 Θα σε κτυπήση ο Κυριος με σκληράς πληγάς εις τα γόνατα, εις τας κνήμας, από το πέλμα των ποδιών σου έως στο κεφάλι σου, τόσον βαρειά, ώστε να μη ημπορής να θεραπευθής. 35 Θὰ σὲ κτυπήσῃ ὁ Κύριος μὲ φοβερὰν πληγὴν εἰς τὰ γόνατα καὶ εἰς τὰς κνήμας, ὥστε νὰ μὴ ἠμπορῇς νὰ θεραπευθῇς. Θὰ ἔχῃς πληγὰς ἀπὸ τὸ πέλμα τῶν ποδιῶν σου μέχρι τὸ κεφάλι σου.
36 ἀπαγάγοι Κύριός σε καὶ τοὺς ἄρχοντάς σου, οὓς ἂν καταστήσῃς ἐπὶ σεαυτόν, ἐπ᾿ ἔθνος, ὃ οὐκ ἐπίστασαι σὺ καὶ οἱ πατέρες σου, καὶ λατρεύσεις ἐκεῖ θεοῖς ἑτέροις, ξύλοις καὶ λίθοις. 36 Θα απαγάγη ο Κυριος σε και τους άρχοντάς σου, τους οποίους θα έχης εκλέξει δια τον εαυτόν σου, εις άλλον λαόν τον οποίον ούτε συ ούτε οι πατέρες σου εγνωρίζατε. Και εκεί θα λατρεύσης άλλους θεούς, ξύλα και λιθάρια. 36 Σὲ καὶ τοὺς ἄρχοντάς σου, τοὺς ὁποίους θὰ ἔχῃς ἐγκαταστήσει διὰ νὰ σὲ κυβερνοῦν, θὰ σᾶς ὁδηγήσῃ ὁ Κύριος αἰχμαλώτους εἰς κάποιον λαόν, ποὺ εἶναι ἄγνωστος καὶ εἰς σὲ καὶ εἰς τοὺς πατέρας σου, καὶ θὰ ἀναγκασθῇς ἐκεῖ νὰ λατρεύσῃς ἄλλους θεούς, ξύλα καὶ λίθους.
37 καὶ ἔσῃ ἐκεῖ ἐν αἰνίγματι καὶ παραβολῇ καὶ διηγήματι ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν, εἰς οὓς ἂν ἀπαγάγῃ σε Κύριος ἐκεῖ. 37 Και θα είσαι ανεξήγητον αίνιγμα, παροιμία και μολόγημα μεταξύ όλων των εθνών, εις τα οποία θα σε απαγάγη ο Κυριος. 37 Ἐκεῖ δὲ ἀνάμεσα εἰς ὅλα τὰ ἔθνη, ὅπου θὰ σὲ ὁδηγήσῃ αἰχμάλωτον ὁ Κύριος, θὰ εἶσαι τὸ ἀνεξήγητον αἴνιγμα, τὸ παράδειγμα ποὺ θὰ βεβαιώνῃ τὸ ποὺ ἠμπορεῖ νὰ καταντήσει ἕνας λαὸς καὶ τὸ θέμα σαρκαστικῶν ἱστοριῶν.
38 σπέρμα πολὺ ἐξοίσεις εἰς τὸ πεδίον καὶ ὀλίγα εἰσοίσεις, ὅτι κατέδεται αὐτὰ ἡ ἀκρίς. 38 Πολύν σπόρον θα ρίχνης στον αγρόν σου και ολίγα εισοδήματα θα παίρνης, διότι θα καταφάγη αυτά η ακρίδα. 38 Θὰ βγάλῃς ἀπὸ τὸ σπίτι σου καὶ θὰ σπείρῃς πολὺν σπόρον εἰς τὰ χωράφια σου, ἀλλ’ ὅμως θὰ συγκεντρώσεις εἰς τὰς ἀποθήκας σου ὀλίγον καρπόν, ἐπειδὴ θὰ καταφάγῃ ἡ ἀκρίδα τὰ προϊόντα τῆς γῆς σου.
39 ἀμπελῶνα φυτεύσεις καὶ κατεργᾷ, καὶ οἶνον οὐ πίεσαι, οὐδὲ εὐφρανθήσῃ ἐξ αὐτοῦ, ὅτι καταφάγεται αὐτὰ ὁ σκώληξ. 39 Θα φυτεύσης αμπέλι και θα το εργασθής, αλλά δεν θα πίης οίνον, δεν θα ευφρανθής από αυτό, διότι το σκουλήκι θα καταφάγη τα σταφύλια. 39 Θὰ φυτεύσῃς καὶ θὰ καλλιεργήσῃς μὲ κόπον ἀμπέλι καὶ δὲν θὰ πιῇς κρασί, οὔτε θὰ εὐφρανθῇς ἀπὸ αὐτό, διότι θὰ καταφάγῃ τὰ σταφύλια του τὸ σκουλήκι.
40 ἐλαῖαι ἔσονταί σοι ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις σου, καὶ ἔλαιον οὐ χρίσῃ, ὅτι ἐκρυήσεται ἡ ἐλαία σου. 40 Εληές θα υπάρχουν εις όλην την έκτασιν της χώρας σου, αλλά δεν θα έχης λάδι ούτε να αλειφθής, διότι θα πέση παράκαιρα ο καρπός των ελαιών σου. 40 Θὰ ἔχῃς ἐλαιόδενδρα εἰς ὅλην τὴν χώραν σου καὶ ὅμως δὲν θὰ ἀλείψῃς τὸν ἑαυτόν σου μὲ λάδι, διότι θὰ πέσῃ πρόωρα ὁ καρπὸς τῶν ἐλαιοδένδρων σου.
41 υἱοὺς καὶ θυγατέρας γεννήσεις καὶ οὐκ ἔσονταί σοι, ἀπελεύσονται γὰρ ἐν αἰχμαλωσίᾳ. 41 Θα αποκτήσης υιούς και θυγατέρας, αλλά δεν θα τους έχης κοντά σου, διότι θα απαχθούν αιχμάλωτοι. 41 Θὰ γεννήσῃς υἱοὺς καὶ θυγατέρας καὶ δὲν θὰ τοὺς ἔχῃς μαζί σου νὰ τοὺς χαίρεσαι, διότι θὰ ὁδηγηθοῦν αἰχμάλωτοι εἰς ἄλλην χώραν.
42 πάντα τὰ ξύλινά σου καὶ τὰ γενήματα τῆς γῆς σου ἐξαναλώσει ἡ ἐρισύβη. 42 Ολα τα δένδρα σου και τα γενήματα των αγρών σου θα τα καταστρέψη αρρώστια των φυτών, η σκωρίασις. 42 Ὅλα τὰ δένδρα σου καὶ τὰ προϊόντα τῆς χώρας σου θὰ τὰ ἐξολοθρεύσῃ ἡ φοβερὴ ἀρρώστια τῶν φυτῶν ἐρυσίβη.
43 ὁ προσήλυτος, ὅς ἐστιν ἐν σοί, ἀναβήσεται ἐπὶ σὲ ἄνω ἄνω, σὺ δὲ καταβήσῃ κάτω κάτω· 43 Ο ξένος, που θα είναι κοντά σου, θα ευδοκιμήση και θα ανέλθη πολύ υψηλότερα από σε, συ δε θα πέσης πολύ χαμηλά. 43 Ὁ ξένος ποὺ διαμένει μαζί σου καὶ σέβεται τὴν θρησκείαν σου, θὰ προοδεύσῃ καὶ θὰ γίνῃ πολὺ ἀνώτερός σου, ἐνῷ σὺ θὰ καταπέσῃς καὶ θὰ γίνῃς πολὺ κατώτερός του.
44 οὗτος δανειεῖ σοι, σὺ δὲ τούτῳ οὐ δανειεῖς, σὺ δὲ τούτῳ οὐ δανειεῖς· οὗτος ἔσται κεφαλή, σὺ δὲ ἔσῃ οὐρά. 44 Εκείνος θα πλουτήση ώστε να σε δανείζη, ενώ συ δεν θα έχης την δυνατότητα να τον δανείζης. Εις τον τόπον σου εκείνος θα είναι κεφαλή και συ θα είσαι η ουρά. 44 Αὐτὸς θὰ εἶναι εἰς θέσιν νὰ σοῦ δίδῃ δάνεια, ἐνῷ σὺ δὲν θὰ ἠμπορῇς νὰ τοῦ δανείζῃς. Αὐτὸς θὰ εἶναι κεφάλι, πρῶτος καὶ ἔνδοξος, ἐνῷ σὺ θὰ εἶσαι οὐρά, τελευταῖος καὶ ἄσημος.
45 καὶ ἐλεύσονται ἐπί σὲ πᾶσαι αἱ κατάραι αὗται καὶ καταδιώξονταί σε καὶ καταλήψονταί σε, ἕως ἂν ἐξολοθρεύσῃ σε καὶ ἓως ἂν ἀπολέσῃ σε, ὅτι οὐκ εἰσήκουσας τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, φυλάξαι τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ καὶ τὰ δικαιώματα, ὅσα ἐνετείλατό σοι. 45 Θα επιπέσουν εναντίον σου όλαι αυταί αι κατάραι, θα σε καταδιώξουν και θα σε καταλάβουν, έως ότου σε εξολοθρεύσουν, έως ότου σε καταστρέψουν, διότι δεν υπήκουσες εις την φωνήν Κυρίου του Θεού σου να φυλάξης τας εντολάς του και τα προστάγματά του, όσα σε διέταξε. 45 Θὰ ἔλθουν δὲ εἰς σὲ ὅλαι αὐταὶ αἱ κατάραι καὶ θὰ σὲ κυνηγήσουν καὶ θὰ σὲ πιάσουν, ἕως ὅτου σὲ ἐξολοθρεύσῃ καὶ σὲ καταστρέψῃ ὁ Κύριος, ἐπειδὴ δὲν ὑπήκουσες εἰς τὴν φωνὴν Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, ποὺ ὥριζε νὰ φυλάξῃς τὰς ἐντολάς Του καὶ τὰ προστάγματά Του, ὅσα σὲ διέταξε.
46 καὶ ἔσται ἐν σοὶ σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τῷ σπέρματί σου ἕως τοῦ αἰῶνος, 46 Αυταί δε αι τιμωρίαι θα είναι σημάδια και καταπληκτικά γεγονότα, όχι μόνον δια σέ, αλλά και δια τους απογόνους σου πάντοτε, 46 Θὰ γίνουν δὲ εἰς σὲ καὶ εἰς τοὺς ἀπογόνους σου σημεῖα καὶ τέρατα, ποὺ θὰ φανερώνουν τὴν δύναμιν τοῦ δικαίου Θεοῦ ἕως συντελείας τῶν αἰώνων.
47 ἀνθ᾿ ὧν οὐκ ἐλάτρευσας Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου ἐν εὐφροσύνῃ καὶ ἀγαθῇ διανοίᾳ διὰ τὸ πλῆθος πάντων. 47 ένεκα του γεγονότος ότι συ δεν ελάτρευσες Κυριον τον Θεόν σου με χαράν και με ευγνώμονα καρδίαν δι' όλα τα αναρίθμητα αγαθά που σου έδωκε. 47 Θὰ γίνουν, ἐπειδὴ δὲν ἠθέλησες νὰ ὑποταχθῇς καὶ νὰ λατρεύσῃς Κύριον τὸν Θεόν σου μὲ εὐφροσύνην καὶ εὐγνώμονα διάθεσιν διὰ τὸ πλῆθος ὅλων τῶν ἀγαθῶν, ποὺ σοῦ ἐχάρισε.
48 καὶ λατρεύσεις τοῖς ἐχθροῖς σου, οὓς ἐξαποστελεῖ Κύριος ἐπὶ σέ, ἐν λιμῷ καὶ ἐν δίψει καὶ ἐν γυμνότητι καὶ ἐν ἐκλείψει πάντων· καὶ ἐπιθήσῃ κλοιὸν σιδηροῦν ἐπὶ τὸν τράχηλόν σου, ἕως ἂν ἐξολοθρεύσῃ σε. 48 Θα γίνης ευτελής δούλος στους εχθρούς σου, τους οποίους θα στείλη ο Κυριος εναντίον σου· θα πεινάς, θα διψάς, θα είσαι γυμνός, θα στερήσαι από όλα· ο δε εχθρός σου θα θέση γύρω από τον τράχηλόν σου σιδερένιον κρίκον, μέχρις ότου σε εξολοθρεύση. 48 Θὰ ὑποταχθῇς λοιπὸν καὶ θὰ δουλεύῃς μέχρι λατρείας, σὰν τιποτένιος σκλάβος, εἰς τοὺς ἐχθρούς σου, τοὺς ὁποίους θὰ στείλῃ ὁ Κύριος ἐναντίον σου. Θὰ δουλεύῃς μάλιστα εἰς αὐτοὺς μὲ πεῖναν καὶ μὲ δίψαν καὶ μὲ γυμνότητα καὶ μὲ στέρησιν τῶν πάντων. Καὶ ὁ ἐχθρός σου θὰ βάλῃ εἰς τὸν λαιμόν σου σιδερένιον κλοιόν, ἕως ὅτου σὲ ἐξοντώσῃ.
49 ἐπάξει ἐπὶ σὲ Κύριος ἔθνος μακρόθεν ἀπ᾿ ἐσχάτου τῆς γῆς ὡσεί ὅρμημα ἀετοῦ, ἔθνος, ὃ οὐκ ἀκούσῃ τῆς φωνῆς αὐτοῦ, 49 Ο Κυριος θα οδηγήση εναντίον σου από μακράν, από τα άκρα της γης, έθνος ορμητικόν και ταχύ ωσάν τον αετόν, έθνος του οποίου δεν θα εννοής την γλώσσαν· 49 Θὰ φέρῃ ἐναντίον σου ὁ Κύριος ἀπὸ μακριά, ἀπὸ τὴν ἄκρην τῆς γῆς, ἕνα λαόν, ποὺ θὰ ὁρμᾷ σὰν ἀετὸς ἁρπακτικὸς καὶ αἱμοβόρος. Λαόν, τοῦ ὁποίου δὲν θὰ καταλαβαίνῃς τὴν γλῶσσαν.
50 ἔθνος ἀναιδὲς προσώπῳ, ὅστις οὐ θαυμάσει πρόσωπον πρεσβύτου καὶ νέον οὐκ ἐλεήσει, 50 λαόν αναίσχυντον και αδιάντροπον, ο οποίος δεν θα σεβασθή τον γέροντα και δεν θα λυπηθή το παιδί. 50 Λαὸν μὲ ὄψιν ἀδιάντροπον, ποὺ δὲν θὰ ὑπολογίσῃ καὶ δὲν θὰ σεβασθῇ πρόσωπον γέροντος καὶ δὲν θὰ λυπηθῇ τοὺς νέους.
51 καὶ κατέδεται τὰ ἔκγονα τῶν κτηνῶν σου καὶ τὰ γενήματα τῆς γῆς σου, ὥστε μὴ καταλιπεῖν σοι σῖτον, οἶνον, ἔλαιον, τὰ βουκόλια τῶν βοῶν σου, καὶ τὰ ποίμνια τῶν προβάτων σου, ἕως ἂν ἀπολέσῃ σε 51 Αυτός θα καταφάγη αυτά, που θα γεννούν τα ζώα σου, θα καταφάγη τα προϊόντα της γης σου, και δεν θα αφήση δια σε σιτάρι, οίνον, έλαιον, τα κοπάδια των βοών σου και τα ποίμνια των προβάτων σου, μέχρις ότου σε καταστρέψη, 51 Καὶ θὰ καταφάγῃ ὅσα θὰ γεννοῦν τὰ ζῶα σου καὶ τοὺς καρποὺς τῆς χώρας σου, ὥστε νὰ μὴ σοῦ ἀφήσῃ σιτάρι, κρασί, λάδι, κοπάδια βοδιῶν καὶ κοπάδια προβάτων, ἕως ὅτου σὲ καταστρέψῃ.
52 καὶ ἐκτρίψῃ σε ἐν ταῖς πόλεσί σου, ἕως ἂν καθαιρεθῶσι τὰ τείχη τὰ ὑψηλὰ καὶ τὰ ὀχυρά, ἐφ᾿ οἷς σὺ πέποιθας ἐπ᾿ αὐτοῖς, ἐν πάσῃ τῇ γῇ σου, καὶ θλίψει σε ἐν ταῖς πόλεσί σου, αἷς ἔδωκέ σοι. 52 και σε εξοντώση από τας πόλεις σου, μέχρις ότου κρημνισθούν τα υψηλά και τα οχυρά τείχη, επί των οποίων συ είχες πεποίθησιν, εις όλην την έκτασιν της χώρας σου. Θα σε βασανίση και θα σε ταλαιπωρήση εις όλας τας πόλεις, τας οποίας σου έδωσεν ο Θεός. 52 Καὶ θὰ σὲ συντρίψῃ εἰς τὰς πόλεις σου, μέχρι ποὺ νὰ πέσουν καὶ νὰ διαλυθοῦν τὰ τείχη τὰ ὑψηλὰ καὶ τὰ ὀχυρά, εἰς τὰ ὁποῖα ἐστήριζες σὺ τὴν ἀσφάλειαν καὶ δύναμίν σου εἰς ὅλην τὴν χώραν σου. Καὶ θὰ σὲ κάνῃ νὰ ὑποφέρῃς μέσα εἰς τὰς πόλεις, ποὺ σοῦ ἔδωσεν ὁ Κύριος.
53 καὶ φαγῇ τὰ ἔκγονα τῆς κοιλίας σου, κρέα υἱῶν σου καὶ θυγατέρων σου, ὅσα ἔδωκέ σοι Κύριος ὁ Θεός σου, ἐν τῇ στενοχωρίᾳ σου καὶ ἐν τῇ θλίψει σου, ᾗ θλίψει σε ὁ ἐχθρός σου. 53 Και συ, παραζαλισμένος από την συμφοράν και την πείναν, θα φάγης τον καρπόν των σπλάγχνων σου, τα κρέατα των παιδιών σου και των θυγατέρων σου, όσα σου έδωκεν ο Θεός, εξ αιτίας της απογνώσεως και της θλίψεως, εις την οποίαν σε κατήντησεν ο εχθρός σου. 53 Μέσα δὲ εἰς τὴν στενοχωρίαν σου καὶ εἰς τὴν θλῖψιν σου, μὲ τὴν ὁποίαν θὰ σὲ συνθλίψη ὁ ἐχθρός σου, θὰ φθάσῃς εἰς τὸ σημεῖον νὰ φάγῃς τοὺς καρπούς τῶν σπλάγχνων σου, τὰ κρέατα τῶν υἱῶν καὶ τῶν θυγατέρων σου, ποὺ σοῦ ἔδωσεν ὁ Κύριος καὶ Θεός σου.
54 ὁ ἁπαλὸς ὁ ἐν σοὶ καὶ ὁ τρυφερὸς σφόδρα βασκανεῖ τῷ ὀφθαλμῷ τὸν ἀδελφὸν καὶ τὴν γυναῖκα τὴν ἐν τῷ κόλπῳ αὐτοῦ καὶ τὰ καταλελειμμένα τέκνα, ἃ ἂν καταλειφθῇ αὐτῷ, 54 Ο πλέον λεπτεπίλεπτος μεταξύ σας και ο πλέον τρυφερός, θα φθονή τον αδελφόν του, την γυναίκα του, που αυτός θα την έχη εις την αγκάλην του, και όσα παιδιά του απέμειναν από την πείναν· 54 Καὶ ὁ πλέον λεπτὸς καὶ ὁ πλέον τρυφερὸς μεταξύ σας θὰ ρίχνῃ βλέμματα φθονερὰ εἰς τὸν ἀδελφόν του καὶ εἰς τὴν γυναῖκα, ποὺ εἶναι εἰς τὴν ἀγκάλην του, καὶ εἰς τοὺς ἀπογόνούς του, εἰς ὅσα παιδιὰ θὰ τοῦ ἔχουν ἀπομείνει.
55 ὥστε δοῦναι ἑνὶ αὐτῶν ἀπὸ τῶν σαρκῶν τῶν τέκνων αὐτοῦ, ὧν ἂν κατέσθῃ, διὰ τὸ μὴ καταλειφθῆναι αὐτῷ οὐδὲν ἐν τῇ στενοχωρίᾳ σου καὶ ἐν τῇ θλίψει σου, ᾗ ἂν θλίψωσί σε οἱ ἐχθροί σου ἐν πάσαις ταῖς πόλεσί σου. 55 θα σκληρυνθή τόσον, ώστε να μη δώση εις κανένα εξ αυτών από τα κρέατα των τέκνων του, τα οποία αυτός θα τρώγη, διότι δεν θα του έχη απομείνει τίποτε άλλο προς χορτασμόν της πείνας του. Τοσον μεγάλη θα είναι η στενοχωρία σου και η θλίψις σου, με την οποίαν θα σε καταθλίβουν οι εχθροί σου εις όλας τας πόλεις σου. 55 Θὰ τοὺς βλέπῃ φθονερά, ἐπειδὴ δὲν θὰ θέλῃ νὰ δώσῃ εἰς κανένα ἀπὸ αὐτοὺς κάτι ἀπὸ τὰς σάρκας τῶν παιδιῶν του, ποὺ θὰ τὰς τρώγῃ ὁ ἴδιος, διότι δὲν θὰ ἔχῃ ἀπομείνει εἰς αὐτὸν τίποτε. Θὰ συμβῇ δὲ αὐτὸ τὸ τρομερὸν τότε, ποὺ θὰ εὑρεθῇς εἰς στενοχώριαν καὶ θλῖψιν μεγάλην, τὴν ὁποίαν θὰ σοῦ προκαλέσουν οἱ ἐχθροί σου εἰς ὅλας τὰς πόλεις σου.
56 καὶ ἡ ἁπαλὴ ἐν ὑμῖν καὶ ἡ τρυφερά, ἧς οὐχὶ πεῖραν ἔλαβεν ὁ ποὺς αὐτῆς βαίνειν ἐπὶ τῆς γῆς διὰ τὴν τρυφερότητα καὶ διὰ τὴν ἁπαλότητα, βασκανεῖ τῷ ὀφθαλμῷ αὐτῆς τὸν ἄνδρα αὐτῆς τὸν ἐν κόλπῳ αὐτῆς καὶ τὸν υἱὸν καὶ τὴν θυγατέρα αὐτῆς 56 Η καλομαθημένη μεταξύ σας και η τρυφερά γυνή, η οποία δια την μεγάλην της μαλθακότητα και τρυφερότητα δεν είχε πατήσει το πόδι της εις την γην, θα φθονή τον άνδρα της και το παιδί της και την θυγατέρα της, 56 Καὶ ἡ πλέον εὐγενὴς γυναῖκα ἀνάμεσά σας καὶ ἡ πλέον τρυφερά, τῆς ὁποίας τὸ πόδι λόγῳ τῆς τρυφερότητος καὶ ὑπερβολικῆς λεπτότητος δὲν ἐπάτησε κἂν εἰς τὴν γῆν, θὰ ρίχνῃ φθονερὰ βλέμματα εἰς τὸν ἴδιον τὸν ἄνδρα της, ποὺ θὰ εἶναι εἰς τὴν ἀγκάλην της, καὶ εἰς τὸν υἱὸν καὶ εἰς τὴν κόρην της. Θὰ φροντίζῃ νὰ χορτάσῃ ἐκείνη ἀδιαφορῶντας διὰ τοὺς ἄλλους.
57 καὶ τὸ χόριον αὐτῆς τὸ ἐξελθὸν διὰ τῶν μηρῶν αὐτῆς καὶ τὸ τέκνον, ὃ ἐὰν τέκῃ· καταφάγεται γὰρ αὐτὰ διά τὴν ἔνδειαν πάντων κρυφῇ ἐν τῇ στενοχωρίᾳ σου καὶ ἐν τῇ θλίψει σου, ᾗ θλίψει σε ὁ ἐχθρός σου ἐν ταῖς πόλεσί σου. 57 θα ίδη με ζηλότυπον βλέμμα τον υμένα που καλύπτει το έμβρυον, το οποίον εξήλθεν από τους μηρούς της, και το τέκνον το οποίον εγέννησε. Επάνω εις την αβάστακτον στενοχωρίαν και θλίψιν, με την οποίαν θα σε καταθλίψη ο εχθρός σου εις όλας τας πόλεις σου, η καλομαθημένη γυναίκα σου, παραζαλισμένη από την πολλήν πείναν, θα καταφάγη αυτά κρυφίως. 57 Θὰ βλέπῃ ἐπίσης μὲ φθόνον καὶ βουλιμίαν ἀκόμη καὶ τὸ «ὕστερον», τὸν πλακούντα καὶ τὸν ὑμένα ποὺ περιβάλλει τὸ ἔμβρυον, ποὺ ἐβγῆκεν ἀπὸ τοὺς μηρούς της, καὶ τὸ ἴδιο τὸ βρέφος, ποὺ θὰ γεννήσῃ. Θὰ τὰ βλέπῃ δὲ ἔτσι, ἐπειδὴ θὰ σκοπεύῃ νὰ τὰ καταφάγῃ κρυφὰ λόγῳ τῆς τελείας ἐλλείψεως τροφῶν κατὰ τὴν στενοχωρίαν σου καὶ κατὰ τὴν θλῖψιν, ποὺ θὰ σοῦ προκαλέσῃ ὁ ἐχθρός σου εἰς τὰς πόλεις σου.
58 ἐὰν μὴ εἰσακούσῃς ποιεῖν πάντα τὰ ρήματα τοῦ νόμου τούτου τὰ γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ φοβεῖσθαι τὸ ὄνομα τὸ ἔντιμον τὸ θαυμαστὸν τοῦτο, Κύριον τὸν Θεόν σου, 58 Εάν δεν υπακούσης, ώστε να τηρήσης όλας τας εντολάς του Νομου τούτου, αυτάς που έχουν καταγραφή στο βιβλίον τούτο, και δεν ευλαβηθής το πανέντιμον και θαυμαστόν τούτο Ονομα, δηλαδή Κυριον τον Θεόν σου, 58 Ἐὰν δὲν ὑπακούσῃς, ὥστε νὰ ἐφαρμόζῃς ὅλους τοὺς λόγους τοῦ Νόμου αὐτοῦ, ποὺ ἔχουν καταγραφῆ εἰς τὸ βιβλίον αὐτό, καὶ νὰ φοβᾶσαι τὸ ὄνομα τοῦτο, τὸ ἔνδοξον καὶ θαυμαστόν, τὸν Κύριον δηλαδὴ καὶ Θεόν σου,
59 καὶ παραδοξάσει Κύριος τὰς πληγάς σου καὶ τὰς πληγὰς τοῦ σπέρματός σου, πληγὰς μεγάλας καὶ θαυμαστάς, καὶ νόσους πονηρὰς καὶ πιστὰς 59 τότε θα στείλη ο Κυριος αυτάς τας πληγάς εναντίον σου και εναντίον των απογόνων σου, πληγάς μεγάλας και τρομεράς, νόσους οδυνηράς και μακροχρονίους, 59 θὰ κάμῃ Ἐκεῖνος, ὥστε αἱ πληγαί, ποὺ θὰ κτυπήσουν σὲ τὸν ἴδιον καὶ αἱ πληγαί, ποὺ θὰ κτυπήσουν τὰ παιδιά σου, νὰ εἶναι πληγαὶ ἐκπληκτικαὶ καὶ φοβεραί, μεγάλαι καὶ τρομακτικαί. Θὰ εἶναι καὶ ἀρρώστιαι κακαί, ἐπίμονοι καὶ ἀνίατοί.
60 καὶ ἐπιστρέψει πᾶσαν τὴν ὀδύνην Αἰγύπτου τὴν πονηράν, ἣν διευλαβοῦ ἀπὸ προσώπου αὐτῶν, καὶ κολληθήσονται ἐν σοί. 60 και θα στρέψη εναντίον σου όλην την φρικτήν οδύνην της Αιγύπτου, την οποίαν και συ εφοβείσο και έτρεμες, όταν ευρίσκεσο εκεί· όλα αυτά θα πέσουν και θα κολλήσουν επάνω σου. 60 Θὰ στρέψῃ δὲ ἐπάνω σου ὅλον τὸν φοβερὸν πόνον τῶν Αἰγυπτίων, ποὺ τὸν ἐδοκίμαζαν ὅταν τοὺς ἐκτύπησεν ὁ Κύριός μὲ τὰς δέκα πληγὰς καὶ ὁ ὁποῖος ἔκαμνε καὶ σὲ τὸν ἴδιον νὰ τρέμῃς, καθὼς τοὺς ἔβλεπες νὰ βασανίζωνται. Καὶ θὰ ἔλθουν αὐταὶ αἱ πληγαὶ καὶ θὰ κολλήσουν ἐπάνω σου.
61 καὶ πᾶσαν μαλακίαν καὶ πᾶσαν πληγὴν τὴν μὴ γεγραμμένην καὶ πᾶσαν τὴν γεγραμμένην ἐν τῷ βιβλίῳ τοῦ νόμου τούτου ἐπάξει Κύριος ἐπὶ σέ, ἕως ἂν ἐξολοθρεύσῃ σε. 61 Και κάθε άλλην εσθένειαν και κάθε άλλην θλίψιν, η οποία αναφέρεται και δεν αναφέρεται στο βιβλίον τούτο του Νομου, θα εξαποστείλη επάνω σου ο Κυριος, έως ότου σε εξολοθρεύση. 61 Καὶ κάθε εἴδους ἀδυναμίαν καὶ ἀρρώστιαν καὶ κάθε πληγήν, ποὺ δὲν εἶναι γραμμένη, καὶ κάθε ἄλλην ποὺ εἶναι γραμμένη εἰς τὸ βιβλίον αὐτοῦ τοῦ Νόμου, θὰ τὴν φέρῃ ὁ Κύριος ἐπάνω σου, ἕως ὅτου σὲ ἐξολοθρεύσῃ.
62 κα’Ι καταλειφθήσεσθε ἐν ἀριθμῷ βραχεῖ, ἀνθ᾿ ὧν ὅτι ἦτε ὡσεὶ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ τῷ πλήθει, ὅτι οὐκ εἰσήκουσας τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου. 62 Και θα μείνετε ολίγοι κατά τον αριθμόν, ενώ προηγουμένως υπήρξατε πολυπληθείς ωσάν τα άστρα του ουρανού, διότι δεν υπηκούσατε εις την φωνήν Κυρίου του Θεού σας. 62 Καὶ σεῖς, ποὺ ἤσασθε ἄλλοτε πολυάριθμοι σὰν τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ θὰ καταντήσετε τότε ἐλάχιστοι λόγῳ τοῦ ὅτι δὲν ὑπήκουσες εἰς τὴν φωνὴν Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου.
63 καὶ ἔσται ὃν τρόπον εὐφράνθη Κύριος ἐφ᾿ ὑμῖν εὖ ποιῆσαι ὑμᾶς καὶ πληθῦναι ὑμᾶς, οὕτως εὐφρανθήσεται Κύριος ἐφ᾿ ὑμῖν ἐξολοθρεῦσαι ὑμᾶς, καὶ ἐξαρθήσεσθε ἐν τάχει ἀπὸ τῆς γῆς, εἰς ἣν εἰσπορεύεσθε ἐκεῖ κληρονομῆσαι αὐτήν. 63 Και όπως προηγουμένως ο Κυριος ηυχαριστήθη δια σας και σας ηυλόγησε και σας επλήθυνε, έτσι τώρα θα ευχαριστηθή εις βάρος σας ο Κυριος με το να σας εξολοθρεύση. Θα εξολοθρευθήτε ταχύτατα από την χώραν, εις την οποίαν τώρα εισέρχεσθε να κληρονομήσετε. 63 Καὶ θὰ συμβῇ, ὥστε ὅπως ἀκριβῶς ἐδοκίμασεν εὐφροσύνην ὁ Κύριος διὰ σᾶς, μὲ τὸ νὰ σᾶς εὐεργετῇ καὶ νὰ σᾶς πολλαπλασιάζῃ ἔτσι θὰ εὐφρανθῇ ὁ Κύριος διὰ σᾶς, μὲ τὸ νὰ σᾶς ἐξολοθρεύῃ Καὶ θὰ ἑξαφανισθῆτε γρήγορα ἀπὸ τὴν χώραν αὐτήν, εἰς τὴν ὁποίαν εἰσέρχεσθε ἤδη διὰ νὰ τὴν κληρονομήσετε.
64 καὶ διασπερεῖ σε Κύριος ὁ Θεός σου εἰς πάντα τὰ ἔθνη ἀπ᾿ ἄκρου τῆς γῆς ἕως ἄκρου τῆς γῆς, καὶ δουλεύσεις ἐκεῖ θεοῖς ἑτέροις, ξύλοις καὶ λίθοις, οὕς οὐκ ἠπίστω σὺ καὶ οἱ πατέρες σου. 64 Κυριος ο Θεός σας θα σας διασκορπίση εις όλα τα έθνη, από το ένα έως το άλλο άκρον της γης, και θα γίνετε εκεί δούλοι εις άλλους θεούς ψευδείς, εις ξυλίνους και λιθίνους, τους οποίους δεν εγνώριζες ούτε συ ούτε οι προπάτορές σου. 64 Καὶ θὰ σὲ διασκορπίσῃ Κύριος ὁ Θεός σου εἰς ὅλα τὰ ἔθνη ἀπ' ἄκρου ἕως ἄκρου τῆς γῆς. Καὶ θὰ ὑπηρετήσῃς καὶ θὰ λατρεύσῃς ἐκεῖ ἄλλους θεούς, ξύλα καὶ λίθους, ποὺ δὲν τοὺς ἐγνώριζες οὔτε σὺ οὔτε οἱ πατέρες σου.
65 ἀλλὰ καὶ ἐν τοῖς ἔθνεσιν ἐκείνοις οὐκ ἀναπαύσει σε, οὐδ᾿ οὐ μὴ γένηται στάσις τῷ ἴχνει τοῦ ποδός σου, καὶ δώσει σοι Κύριος ἐκεῖ καρδίαν ἀθυμοῦσαν καὶ ἐκλείποντας ὀφθαλμοὺς καὶ τηκομένην ψυχήν. 65 Αλλά και μεταξύ των εθνών εκείνων δεν θα έχης ανάπαυσιν και ησυχίαν, ούτε και θα σταματήσουν κάπου τα πόδια σου εις μόνιμον κατοικίαν σου. Ο Κυριος θα δώση εις σε καρδίαν άθυμον και μελαγχολικήν, οφθαλμούς αλαμπείς και μισοσβημένους, ζωήν, η οποία θα λυώνη ημέραν με την ημέραν. 65 Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ, ἀνάμεσα εἰς ἐκεῖνα τὰ ἔθνη, δὲν θὰ σὲ ἀφήσῃ ὁ Κύριος νὰ ἠσυχάσῃς, καὶ δὲν θὰ ἐγκατασταθῇς μονίμως κάπου, διὰ νὰ ἀναπαυθῇ τὸ πόδι σου. Θὰ σοῦ δώσῃ δὲ ὁ Κύριος ἐκεῖ καρδιά, ποὺ θὰ κυριεύεται εὔκολα ἀπὸ ἀποθάρρυνσιν. Καὶ τὰ μάτιά σου θὰ σβήνουν καὶ δὲν θὰ βλέπουν ἀπὸ τὸ κλάμα. Ἡ δὲ ψυχή σου θὰ λειώνῃ ἀπὸ τὸν πόνον.
66 καὶ ἔσται ἡ ζωή σου κρεμαμένη ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν σου, καὶ φοβηθήσῃ ἡμέρας καὶ νυκτὸς καὶ οὐ πιστεύσεις τῇ ζωῇ σου· 66 Η ζωη σου θα είναι ενώπιόν σου αβεβαία και ασταθής. Θα φοβήσαι ημέραν και νύκτα και δεν θα έχης πεποίθησιν και ελπίδα ότι θα ζήσης. 66 Τόση δὲ θὰ εἶναι ἡ ἀβεβαιότης σου, ὥστε ἡ ζωή σου θὰ φαίνεται εἰς τὰ μάτια σου σὰν νὰ κρέμεται εἰς τὸν ἀέρα. Καὶ θὰ φοβᾶσαι ἡμέραν καὶ νύκτα καὶ δὲν θὰ αἰσθάνεσαι ἀσφαλὴς εἰς τὴν ζωήν σου ποτέ.
67 τὸ πρωΐ ἐρεῖς·πῶς ἂν γένοιτο ἑσπέρα; καὶ τὸ ἑσπέρας ἐρεῖς· πῶς ἂν γένοιτο πρωΐ; ἀπὸ τοῦ φόβου τῆς καρδίας σου, ἃ φοβηθήση, καὶ ἀπὸ τῶν ὁραμάτων τῶν ὀφθαλμῶν σου, ὧν ὄψῃ. 67 Το πρωϊ θα λέγης· Ποτε θα έλθη το βράδυ; Και το βράδυ θα λέγης· Ποτε θα ξημερώση; Και αυτά εξ αιτίας του φόβου, που θα πλημμυρίζη την καρδίαν σου, και των τραγικών γεγονότων που θα βλέπουν τα μάτια σου. 67 Ἐξ αἰτίας δὲ τῆς ταραχῆς, ποὺ θὰ κυριεύσῃ τὴν καρδία σου ἀπὸ ὅσα θὰ σοῦ προκαλέσουν φόβον καὶ ἀπὸ τὰ τρομερὰ γεγονότα, ποὺ θὰ ἰδοῦν τὰ μάτια σου, θὰ λέγῃς, ὅταν εἶναι πρωΐ: «Πότε ἐπὶ τέλους θὰ βραδιάσῃ;»· καὶ ὅταν εἶναι βράδυ: «Πότε ἐπὶ τέλους θὰ ξημερώσῃ,».
68 καὶ ἀποστρέψει σε Κύριος εἰς Αἴγυπτον ἐν πλοίοις καὶ ἐν τῇ ὁδῷ, ᾗ εἶπα· οὐ προσθήσῃ ἔτι ἰδεῖν αὐτήν· καὶ πραθήσεσθε ἐκεῖ τοῖς ἐχθροῖς ὑμῶν εἰς παῖδας καὶ παιδίσκας, καὶ οὐκ ἔσται ὁ κτώμενος. 68 Ο Κυριος θα σε ξαναφέρη οπίσω εις την Αίγυπτον αιχμάλωτον δια πλοίων, θα σε υποχρεώση να βαδίσης οδόν, δια την οποίαν σας είχα πει, ότι δεν θα την ίδης πλέον. Εκεί θα πωληθήτε εις όφελος των εχθρών σας ως δούλοι και ως δούλαι. Θα εκτίθεσθε προς πώλησιν και δεν θα υπάρχη αγοραστής” ! 68 Καὶ θὰ σὲ φέρῃ ὁ Κύριος πίσῳ εἰς τὴν Αἴγυπτον μὲ πλοῖα καὶ μάλιστα ἀπὸ τὸν δρόμον, ποὺ εἶπα ὅτι δὲν πρόκειται νὰ τὸν ἰδῆτε ἄλλην φοράν. Θὰ πωληθῆτε δὲ ἐκεῖ εἰς τοὺς ἐχθρούς σας ὡς δοῦλοι καὶ δοῦλαι. Λόγῳ ὅμως τῆς περιφρονήσεως πρὸς σᾶς δὲν θὰ ὑπάρχῃ κανείς, ποὺ νὰ θέλῃ νὰ σᾶς ἀγοράσῃ».
69 Οὗτοι οἱ λόγοι τῆς διαθήκης, οὓς ἐνετείλατο Κύριος Μωυσῇ στῆσαι τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραὴλ ἐν γῇ Μωάβ, πλὴν τῆς διαθήκης, ἧς διέθετο αὐτοῖς ἐν Χωρήβ. 69 Αυτοί είναι οι λόγοι της διαθήκης, την οποίαν διέταξεν ο Κυριος τον Μωϋσήν να συνάψη με τους Ισραηλίτας εις την χώραν Μωάβ, πλην της διαθήκης την οποίαν ο Κυριος συνήψε με αυτούς στο όρος Χωρήβ. 69 Αὐτοὶ εἶναι οἱ λόγοι τῆς Διαθήκης καὶ συμφωνίας, ποὺ διέταξεν ὁ Κύριος τὸν Μωϋσῆν νὰ συνάψῃ με τοὺς Ἰσραηλίτας εἰς τὴν χώραν Μωάβ, ἐπὶ πλέον τῆς Διαθήκης καὶ συμφωνίας, ποὺ συνῆψε μαζί των εἰς τὴν κορυφὴν Χωρὴβ τοῦ ὅρους Σινᾶ.