Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἔσται ἐὰν εἰσέλθῃς εἰς τὴν γῆν, ἣν Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι κληρονομῆσαι, καὶ κατακληρονομήσῃς αὐτὴν καὶ κατοικήσῃς ἐπ᾿ αὐτῆς, | 1 Οταν δε εισέλθης εις την γην, την οποίον Κυριος ο Θεός σου δίδει εις σε ως κληρονομίαν, και κατακτήσης αυτήν και εγκατασταθής εις αυτήν, | 1 Όταν δὲ εἰσέλθῃς εἰς τὴν χώραν, ποὺ σοῦ δίδει Κύριος ὁ Θεός σου, διὰ νὰ τὴν κληρονομήσεις καὶ τὴν κάνῃς κτῆμα σου καὶ κατοικήσῃς μονίμως εἰς αὐτήν, |
2 καὶ λήψῃ ἀπὸ τῆς ἀπαρχῆς τῶν καρπῶν τῆς γῆς σου, ἧς Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι, καὶ ἐμβαλεῖς εἰς κάρταλλον καὶ πορεύσῃ εἰς τὸν τόπον, ὃν ἂν ἐκλέξηται Κύριος ὁ Θεός σου ἐπικληθῆναι τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐκεῖ, | 2 θα λάβης ένα μέρος από τα πρωτογεννήματα των καρπών της χώρας, την οποίαν Κυριος ο Θεός σου έχει δώσει εις σέ, θα τα θέσης εις ένα κάνιστρον και θα μεταβής στον τόπον, τον οποίον Κυριος ο Θεός σου θα έχη εκλέξει, δια να ακούεται εκεί και δοξάζεται το όνομά του. | 2 θὰ πάρῃς μίαν ποσότητα ἀπὸ τὰ πρῶτα προϊόντα, ποὺ θὰ σοῦ δώσῃ ἡ γῆ σου, τὴν ὁποίαν σοῦ χαρίζει Κύριος ὁ Θεός σου, καὶ θὰ τὰ βάλῃς εἰς ἕνα κοφίνι. Καὶ θὰ ἔλθῃς εἰς τὸν τόπον, ποὺ θὰ διαλέξῃ καὶ θὰ ξεχωρίσῃ Κύριος ὁ Θεός σου, διὰ νὰ ἐπικαλοῦνται ἐκεῖ τὸ ὄνομά Του. |
3 καὶ ἐλεύσῃ πρὸς τὸν ἱερέα, ὃς ἔσται ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτόν· ἀναγγέλλω σήμερον Κυρίῳ τῷ Θεῷ μου ὅτι εἰσελήλυθα εἰς τὴν γῆν, ἣν ὤμοσε Κύριος τοῖς πατράσιν ἡμῶν δοῦναι ἡμῖν. | 3 Θα προσέλθης στον ιερέα, ο οποίος κατά τας ημέρας εκείνας θα υπηρετή εκεί, και θα του είπης· “διακηρύττω σήμερον και ομολογώ προς Κυριον τον Θεόν μου ότι έχω εισέλθει εις την χώραν, την οποίαν ο Κυριος ωρκίσθη στους προπάτοράς μας ότι θα δώση εις ημάς”. | 3 Καὶ θὰ πλησιάσῃς πρὸς τὸν ἱερέα, ποὺ θὰ εἶναι ὡρισμένος διὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας, καὶ θὰ τοῦ εἰπῇς: «Ἀναφέρω σήμερον εἰς Κύριον τὸν Θεόν μου, ὅτι ἕχω ἐγκατασταθῇ εἰς τὴν χώραν, ποὺ ὑπεσχέθη μὲ ὅρκον εἰς τοὺς πατέρας μας ὁ Κύριος ὅτι θὰ μᾶς τὴν δώσῃ». |
4 καὶ λήψεται ὁ ἱερεὺς τὸν κάρταλλον ἐκ τῶν χειρῶν σου καὶ θήσει αὐτὸν ἀπέναντι τοῦ θυσιαστηρίου Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, | 4 Ο ιερεύς θα πάρη από τα χέρια σου το κάνιστρον και θα το θέση απέναντι από το θυσιαστήριον του Θεού σου. | 4 Θὰ πάρῃ δὲ ὁ ἱερεὺς τὸ κοφίνι ἀπὸ τὰ χέρια σου καὶ θὰ τὸ βάλῃ ἐμπρὸς εἰς τὸ θυσιαστήριον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου. |
5 καὶ ἀποκριθεὶς ἐρεῖς ἔναντι Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου· Συρίαν ἀπέβαλεν ὁ πατήρ μου καὶ κατέβη εἰς Αἴγυπτον καὶ παρῴκησεν ἐκεῖ ἐν ἀριθμῷ βραχεῖ καὶ ἐγένετο ἐκεῖ εἰς ἔθνος μέγα καὶ πλῆθος πολύ· | 5 Επειτα συ θα διακηρύξης και θα ομολογήσης ενώπιον Κυρίου του Θεού σου ότι “ο προγονός μου, ο Ιακώβ, εγκατέλειψε την Συρίαν, κατέβη εις την Αίγυπτον, εγκατεστάθη εκεί ως ξένος μαζή με ολίγους ιδικούς του, και ανεδείχθη εκεί έθνος μέγα και πολυάριθμον. | 5 Θὰ πάρῃς κατόπιν τὸν λόγον καὶ θὰ εἴπῃς τὰ ἑξῆς ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου: «Οἱ πατέρες μας μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Ἰακὼβ ἄφησαν τὴν Συρίαν καὶ κατέβησαν εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ ἐγκατεστάθησαν ἐκεῖ σὰν ξένοι καὶ πάροικοι. Ἦσαν δὲ τότε μία μικρὰ ὁμᾶς ἀνθρώπων, ἀλλ' ἐκεῖ ἐπολλαπλασιάσθησαν καὶ ἔγιναν ἔθνος μέγα. |
6 καὶ ἐκάκωσαν ἡμᾶς οἱ Αἰγύπτιοι καὶ ἐταπείνωσαν ἡμᾶς καὶ ἐπέθηκαν ἡμῖν ἔργα σκληρά· | 6 Οι Αιγύπτιοι όμως μας κατέθλιψαν και μας εξηυτέλισαν και μας υπεχρέωσαν να κάμνωμεν έργα βαρειά και επίπονα. | 6 Οἱ Αἰγύπτιοι ὅμως μᾶς ἐκακοποίησαν καὶ μᾶς ἐταπείνωσαν καὶ μᾶς ἠνάγκασαν νὰ ἐργαζώμεθα ἔργα σκληρά. |
7 καὶ ἀνεβοήσαμεν πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν, καὶ εἰσήκουσε Κύριος τῆς φωνῆς ἡμῶν καὶ εἶδε τὴν ταπείνωσιν ἡμῶν καὶ τὸν μόχθον ἡμῶν καὶ τὸν θλιμμὸν ἡμῶν· | 7 Εκράξαμεν τότε προς Κυριον τον Θεόν μας και ο Κυριος ήκουσε την ικεσίαν μας, είδε τον εξευτελισμόν μας, τον μόχθον μας και την θλίψιν μας, | 7 Καὶ ἐκράξαμεν πρὸς Κύριον τὸν Θεόν μας καὶ ἄκουσε τὴν κραυγήν μας καὶ εἶδε τὴν ταπείνωσίν μας καὶ τὸν κόπον καὶ τὴν θλῖψιν μας. |
8 καὶ ἐξήγαγεν ἡμᾶς Κύριος ἐξ Αἰγύπτου αὐτὸς ἐν ἰσχύϊ αὐτοῦ τῇ μεγάλῃ καὶ ἐν χειρὶ κραταιᾷ καὶ βραχίονι ὑψηλῷ καὶ ἐν ὁράμασι μεγάλοις καὶ ἐν σημείοις καὶ ἐν τέρασι | 8 Αυτός ο ίδιος ο Θεός μας έβγαλεν ελεύθερους από την Αίγυπτον με την ακατανίκητον δύναμίν του, με την παντοδύναμον δεξιάν του, και με τον ένδοξον βραχίονά του, με τα μεγάλα γεγονότα που είδαμεν, με σημάδια της παρουσίας του και καταπληκτικά θαύματα, | 8 Καὶ μᾶς ἔβγαλεν ἐλευθέρους ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μὲ τὴν δύναμίν Του τὴν μεγάλην καὶ μὲ τὸ παντοδύναμον χέρι Του καὶ μὲ τὸν μεγαλοπρεπῆ καὶ ἀκατανίκητον βραχίονά Του καὶ μὲ ὁρατὰ σημεῖα τῆς παρουσίας Του. Μὲ μεγάλα, ἐκπληκτικὰ καὶ φοβερὰ γεγονότα, μὲ σημεῖα καὶ τέρατα. |
9 καὶ εἰσήγαγεν ἡμᾶς εἰς τὸν τόπον τοῦτον καί ἔδωκεν ἡμῖν τὴν γῆν ταύτην, γῆν ρέουσαν γάλα καὶ μέλι· | 9 αυτός, μας εισήγαγεν στον τόπον τούτον και μας έδωκε την χώραν αυτήν, η οποία ρέει γάλα και μέλι. | 9 Καὶ μᾶς ὠδήγησε μέσα εἰς αὐτὸν τὸν τόπον καὶ μᾶς ἔδωσε τὴν χώραν αὐτήν, χώραν ὅπου ρέει γάλα καὶ μέλι. |
10 καὶ νῦν ἰδοὺ ἐνήνοχα τὴν ἀπαρχὴν τῶν γενημάτων τῆς γῆς, ἧς ἔδωκάς μοι, Κύριε, γῆν ρέουσαν γάλα καὶ μέλι. καὶ ἀφήσεις αὐτὰ ἀπέναντι Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου καὶ προσκυνήσεις ἔναντι Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου· | 10 Και τώρα, ιδού, έχω φέρει τα πρωτογεννήματα της χώρας, την οποίαν συ, Κυριε, μου έχεις δώσει και η οποία ρέει γάλα και μέλι”. Θα αφήσης αυτά ενώπιον Κυρίου του Θεού σου, θα προσκυνήσης ενώπιον αυτού, | 10 Καὶ τώρα ἰδοὺ ἐγώ, Κύριε, σοῦ ἔχω φέρει τοὺς πρώτους καρποὺς ἀπὸ τὰ προϊόντα τῆς χώρας, ποὺ μοῦ ἔδωσες, τῆς πλουσίας αὐτῆς χώρας, εἰς τὴν ὁποίαν ρέει γάλα καὶ μέλι». Θὰ ἀφήσῃς κατόπιν τοὺς καρποὺς αὐτοὺς ἐμπρὸς εἰς τὸ Θυσιαστήριον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου καὶ θὰ προσκυνήσῃς ἐνώπιον του Κυρίου καὶ Θεοῦ σου. |
11 καὶ εὐφρανθήσῃ ἐν πᾶσι τοῖς ἀγαθοῖς, οἷς ἔδωκέ σοι Κύριος ὁ Θεός σου, καὶ ἡ οἰκία σου καὶ ὁ Λευίτης καὶ ὁ προσήλυτος ὁ ἐν σοί. | 11 και έπειτα θα απολαύσης και θα χαρής όλα τα αγαθά, που σου έδωκε Κυριος ο Θεός σου, συ, η οικογένειά σου, ο Λευΐτης και ο ξένος που τυχόν θα ευρίσκεται κοντά σου. | 11 Καὶ θὰ εὐφρανθῇς μὲ ὅλα τὰ ἀγαθά, ποὺ σοῦ ἔδωσε Κύριος ὁ Θεός σου, σὺ καὶ ἡ οἰκογένειά σου καὶ ὁ Λευΐτης καὶ ὁ ξένος, ποὺ διαμένει μαζί σου καὶ τιμᾷ τὴν Θρησκείαν σου. |
12 ᾿Εὰν δὲ συντελέσῃς ἀποδεκατῶσαι πᾶν τὸ ἐπιδέκατον τῶν γενημάτων σου ἐν τῷ ἔτει τῷ τρίτῳ, τὸ δεύτερον ἐπιδέκατον δώσεις τῷ Λευίτῃ καὶ τῷ προσηλύτῳ καὶ τῷ ὀρφανῷ καὶ τῇ χήρᾳ, καὶ φάγονται ἐν ταῖς πόλεσί σου καὶ εὐφρανθήσονται. | 12 Οταν δε κάθε τρίτον έτος τελειώσης την συγκέντρωσιν των δεκάτων, το δεύτερον τούτο είδος από τα δέκατά σου, θα τα δώσης στον Λευΐτην, στον ξένον και το ορφανόν και την χήραν και θα φάγουν αυτά εις τας πόλεις σου και θα ευφρανθούν. | 12 Κάθε δὲ τρίτον ἔτος, ἀφοῦ θὰ ἔχῃς συγκεντρώσει καὶ ξεχωρίσει τὰ δέκατα τῶν προϊόντων σου, ἐκτὸς τοῦ ἑνὸς δεκάτου, ποὺ θὰ προσφέρῃς κατ' ἔτος εἰς τὸν Ναόν, θὰ δίνῃς καὶ ἓν ἐπὶ πλέον δέκατον εἰς τὸν Λευΐτην καὶ εἰς τὸν ξένον, ποὺ διαμένει μαζί σου, καὶ εἰς τὸ ὀρφανὸν καὶ εἰς τὴν χήραν. Καὶ θὰ τρώγουν αὐτοὶ εἰς τὰς πόλεις σου καὶ θὰ εὐφραίνωνται. |
13 καὶ ἐρεῖς ἔναντι Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου· ἐξεκάθαρα τὰ ἅγια ἐκ τῆς οἰκίας μου καὶ ἔδωκα αὐτὰ τῷ Λευίτῃ καὶ τῷ προσηλύτῳ καὶ τῷ ὀρφανῷ καὶ τῇ χήρᾳ κατὰ πάσας τάς ἐντολάς, ἃς ἐνετείλω μοι, οὐ παρῆλθον τὴν ἐντολήν σου καὶ οὐκ ἐπελαθόμην· | 13 Θα είπης τότε ενώπιον Κυρίου του Θεού σου· “έξεχώρισα και έβγαλα από το σπίτι μου τα προς αφιέρωσιν προορισμένα αυτά δέκατα και τα έδωσα στον Λευΐτην, στον ξένον, εις το ορφανόν και την χήραν, σύμφωνα με όλας τας εντολάς, τας οποίας συ μου έδωκες. Δεν παρέβην καμμίαν εντολήν σου και δεν ελησμόνησα καμμίαν. | 13 Καὶ θὰ λέγῃς τότε ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου: «Ἔβγαλα ἤδη ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι μου τὰ προϊόντα, ποὺ ἐξεχωρίσθησαν ὡς ἅγια καὶ ἱερά, διὰ νὰ προσφερθοῦν ὡς δεκάτη, καὶ τὰ ἔδωσα εἰς τὸν Λευίτην καὶ εἰς τὸν ξένον, ποὺ διαμένει μαζί μας καὶ σέβεται τὴν Θρησκείαν μας, καὶ εἰς τὸ ὀρφανὸν καὶ εἰς τὴν χήραν, συμφώνως πρὸς ὅλας τὰς ἐντολάς, ποὺ μὲ διέταξες. Δὲν παρέβην, Κύριε, τὴν ἐντολήν Σου, οὔτε τὴν ἐλησμόνησα. |
14 καὶ οὐκ ἔφαγον ἐν ὀδύνῃ μου ἀπ᾿ αὐτῶν, οὐκ ἐκάρπωσα ἀπ᾿ αὐτῶν εἰς ἀκάθαρτον, οὐκ ἔδωκα ἀπ᾿ αὐτῶν τῷ τεθνηκότι· ὑπήκουσα τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ἐποίησα καθὰ ἐνετείλω μοι. | 14 Εις καιρόν πόνου και πένθους δεν έφαγα τίποτε από αυτά· δεν προσέφερα εις ακάθαρτον άνθρωπον· δεν έδωσα από αυτά στο σπίτι πεθαμένου. Υπήκουσα εις την εντολήν σου, του Κυρίου και Θεού μας, και έπραξα, όπως με διέταξες. | 14 Δὲν ἔφαγα δὲ ἀπὸ αὐτὰ τὰ ξεχωρισμένα προϊόντα, ὅταν εὐρισκόμουν εἰς καιρὸν πένθους, πρᾶγμα ποὺ θὰ τὰ ἐμόλυνε νομικῶς, οὔτε προσέφερα ἀπὸ αὐτὰ εἰς ἄνθρωπον ἀκάθαρτον νομικῶς, οὔτε ἔδωσα ἀπὸ αὐτὰ εἰς οἰκίαν, ὅπου ὑπῆρχε νεκρός. Ὑπήκουσα πλήρως εἰς τὴν προσταγήν Σου, τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μας, καὶ ἐνήργησα, ὅπως ἀκριβῶς μὲ διέταξες. |
15 κάτιδε ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ ἁγίου σου ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ εὐλόγησον τὸν λαόν σου τὸν ᾿Ισραὴλ καὶ τὴν γῆν, ἣν ἔδωκας αὐτοῖς, καθὰ ὤμοσας τοῖς πατράσιν ἡμῶν δοῦναι ἡμῖν γῆν ρέουσαν γάλα καὶ μέλι. | 15 Και τώρα, Κυριε, επίβλεψε από τον άγιον οίκον σου, από τον ουράνιον θρόνον σου, και ευλόγησε τον ισραηλιτικόν λαόν και την γην, την οποίαν έδωκες εις αυτόν, όπως είχες ορκισθή στους προπάτοράς μας, ότι εις ημάς θα δώσης χώραν, την οποίαν θα ρέη γάλα και μέλι”. | 15 Ρίξε λοιπόν, Κύριε, τὸ βλέμμα Σου ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ἀπὸ τὸν ἅγιον οἶκον Σου καὶ εὐλόγησε τὸν λαόν Σου, τοὺς Ἰσραηλίτας, καὶ τὴν χώραν, ποὺ ἔδωσες εἰς αὐτούς, ὅπως τὸ ὑπεσχέθης μὲ ὅρκον είς τοὺς προγόνους μας ὅτι θὰ μᾶς δώσῃς χώραν, εἰς τὴν ὁποίαν ρέει γάλα καὶ μέλι». |
16 ᾿Εν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ Κύριος ὁ Θεός σου ἐνετείλατό σοι ποιῆσαι πάντα τὰ δικαιώματα καὶ τὰ κρίματα, καὶ φυλάξεσθε καὶ ποιήσετε αὐτὰ ἐξ ὅλης τῆς καρδίας ὑμῶν καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς ὑμῶν. | 16 Κατά την ημέραν αυτήν Κυριος ο Θεός σου σε διέταξε να τηρήσης όλους τους νόμους του και τα προστάγματά του· θα φυλάξετε αυτά και θα τα εφαρμόσετε με όλην σας την καρδιά και με όλην σας την ψυχήν. | 16 Κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτὴν σὲ διέταξε, λαέ μου, Κύριος ὁ Θεός σου νὰ ἐφαρμόζῃς ὅλας τὰς ἐντολὰς καὶ τὰ προστάγματά Του. Πρέπει δὲ νὰ τὰ φυλάσσετε καὶ νὰ τὰ ἐφαρμόζετε μὲ ὅλην τὴν καρδιά σας καὶ μὲ ὅλην τὴν ψυχήν σας. |
17 τὸν Θεὸν εἵλου σήμερον εἶναί σου Θεὸν καὶ πορεύεσθαι ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ καὶ φυλάσσεσθαι τὰ δικαιώματα καὶ τὰ κρίματα καὶ ὑπακούειν τῆς φωνῆς αὐτοῦ. | 17 Τον αληθινόν Θεόν εξέλεξες σήμερον να είναι Θεός σου, να πορεύεσαι εις όλας τας οδούς των εντολών του, να φυλάσσης τον Νομον του και τα προστάγματά του και να υπακούης εις την φωνήν του. | 17 Ἐδιάλεξες σήμερον σὺ τὸν ἀληθινὸν Θεόν, διὰ νὰ τὸν ἔχῃς Θεόν σου καὶ νὰ ἀκολουθῇς τοὺς δρόμους, ποὺ Ἐκεῖνος ὑποδεικνύει, καὶ νὰ τηρῇς τὰς ἐντολὰς καὶ τὰ προστάγματά Του καὶ νὰ ὑπακούῃς εἰς τὴν φωνήν Του. |
18 καὶ Κύριος εἵλατό σε σήμερον γενέσθαι σε αὐτῷ λαὸν περιούσιον, καθάπερ εἶπέ σοι, φυλάττειν τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ | 18 Αλλά και ο Θεός εξέλεξε σε σήμερον να γίνης λαός εκλεκτός ιδικός του, όπως σου είχεν υποσχεθή, εάν φυλάττης τας εντολάς του, | 18 Σήμερον ἐπίσης ἐδιάλεξε καὶ σὲ ὁ Κύριος, διὰ νὰ γίνῃς λαός Του ἐκλεκτός, σὰν ἀκριβὴ περιουσία Του, ὅπως σοῦ τὸ εἶπε. Σὲ ἐδιάλεξε, διὰ νὰ τηρῇς τὰς ἁγίας ἐντολάς Του |
19 καὶ εἶναί σε ὑπεράνω πάντων τῶν ἐθνῶν, ὡς ἐποίησέ σε ὀνομαστὸν καὶ καύχημα καὶ δοξαστόν, εἶναί σε λαὸν ἅγιον Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου, καθὼς ἐλάλησε. | 19 και να είσαι ανώτερος από όλα τα έθνη, όπως άλλωστε και σε έκαμεν ονομαστόν και καύχημα και δοξασμένον, δια να είσαι λαός αφιερωμένος εις Κυριον τον Θεόν σου, όπως σου έχει υποσχεθή. | 19 καὶ νὰ εἶσαι ὑπεράνω ὅλων τῶν λαῶν. Πόσον ἐξακουστὸν σὲ ἔκανε πράγματι! Σὲ ἔκανε ἄξιον ἐπαίνων καὶ ἔνδοξον, ἀπὸ τότε ποὺ σὲ ἐδιάλεξε νὰ εἶσαι λαὸς ἅγιος, ξεχωρισμένος καὶ ἀφιερωμενος εἰς Κύριον τὸν Θεόν σου, ὅπως τὸ εἶπεν Ἐκεῖνος». |