Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΜΗ ἰδὼν τὸν μόσχον τοῦ ἀδελφοῦ σου ἢ τὸ πρόβατον αὐτοῦ πλανώμενα ἐν τῇ ὁδῷ ὑπερίδῃς αὐτά· ἀποστροφῇ ἀποστρέψεις αὐτὰ τῷ ἀδελφῷ σου, καὶ ἀποδώσεις αὐτῷ. | 1 Μη αδιαφορήσης, όταν ίδης το μοσχάρι του αδελφού σου η το προβάτον αυτού να πλανώνται στον δρόμον. Θα ενδιαφερθής να επιστρέψης αυτά στον αδελφόν σου τον Ισραηλίτην και θα τα παραδώσης εις αυτόν. | 1 Όταν ἰδῇς τὸ μοσχάρι τοῦ ἀδελφοῦ σου Ἰσραηλίτου ἢ τὸ πρόβατόν του νὰ περιφέρωνται χαμένα εἰς τὸν δρόμον, νὰ μὴ ἀδιαφορησης δι' αὐτά. Ἀντιθέτως πρέπει νὰ δείξῃς ἐνδιαφέρον καὶ νὰ τὰ ἐπιστρέψῃς εἰς τὸν ἀδελφόν σου καὶ νὰ τοῦ τὰ παραδώσῃς. |
2 ἐὰν δὲ μὴ ἐγγίζῃ ὁ ἀδελφός σου πρὸς σὲ μηδὲ ἐπίστῃ αὐτόν, συνάξεις αὐτὰ ἔνδον εἰς τὴν οἰκίαν σου, καὶ ἔσται μετά σοῦ, ἕως ἂν ζητήσῃ αὐτὰ ὁ ἀδελφός σου, καὶ ἀποδώσεις αὐτῷ. | 2 Εάν όμως ο ομοεθνής αδελφός σου δεν μένη πλησίον σου και δεν τον γνωρίζης, θα φυλάξης αυτά τα πλανώμενα ζώα εντός του περιβόλου της οικίας σου και θα είναι μαζή σου, μέχρις ότου τα αναζητήση ο αδελφός σου ο Ισραηλίτης, στον οποίον και θα τα αποδώσης. | 2 Ἐὰν ὅμως ὁ ἰδιοκτήτης τῶν ζώων αὐτῶν δὲν εἶναι συγγενὴς ἢ γείτονάς σου καὶ οὔτε τὸν γνωρίζῃς, θὰ πάρῃς τὰ ζῶα μέσα εἰς τὸ σπίτι σου καὶ θὰ παραμένουν εἰς σέ, ἕως ὅτου τὰ ζητήσῃ ὁ ἀδελφός σου Ἰσραηλίτης καὶ τότε θὰ τοῦ τὰ δώσῃς. |
3 οὕτω ποιήσεις τὸν ὄνον αὐτοῦ καὶ οὕτω ποιήσεις τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ καὶ οὕτω ποιήσεις κατὰ πᾶσαν ἀπώλειαν τοῦ ἀδελφοῦ σου, ὅσα ἐὰν ἀπολῆται παρ᾿ αὐτοῦ καὶ εὕρῃς· οὐ δυνήσῃ ὑπεριδεῖν. | 3 Το ίδιο θα κάμης και δια τον όνον του αδελφού σου και δια το ένδυμά του και δια κάθε τι, το οποίον εκείνος έχασε και το οποίον ευρήκες συ. Δεν πρέπει να αδιαφορήσης δι' αυτά. | 3 Αὐτὸ θὰ κάνης καὶ διὰ τὸν ὄνον του καὶ ἔτσι θὰ συμπεριφερθῇς καὶ διὰ τὸ τυχὸν χαμένον ἔνδυμά του. Τὸ ἴδιο ἐνδιαφέρον θὰ δείξῃς γενικῶς διὰ κάθε πρᾶγμα χαμένον, ποὺ ἀνήκει εἰς τὸν ἀδελφόν σου Ἰσραηλίτην. Διὰ κάθε τι ποὺ ἔχασεν ἐκεῖνος καὶ τὸ εὐρῆκες σύ. Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀδιαφορήσῃς δι’ αὐτά. |
4 οὐκ ὄψῃ τὸν ὄνον τοῦ ἀδελφοῦ σου ἢ τὸν μόσχον αὐτοῦ πεπτωκότας ἐν τῇ ὁδῷ, μὴ ὑπερίδῃς αὐτούς· ἀνιστῶν ἀναστήσεις μετ᾿ αὐτοῦ. | 4 Δεν θα αδιαφορήσης επίσης δια τον όνον του αδελφού σου η δια το μοσχάρι αυτού, όταν τα ίδης να έχουν πέσει στον δρόμον. Αλλά μαζή με τον αδελφόν σου θα βοηθήσης να τα σηκώσετε. | 4 Ὅταν θὰ ἰδῇς ἐπίσης τὸν ὄνον τοῦ ἀδελφοῦ σου Ἰσραηλίτου ἢ τὸ μοσχάρι του πεσμένα εἰς τὸν δρόμον, νὰ μὴ ἀδιαφορήσῃς δι’ αὐτά. Ἀντιθέτως πρέπει νὰ ἐνδιαφερθῇς ἀμέσως καὶ νὰ τὸν βοηθήσῃς, διὰ νὰ τὰ σηκώσῃς μαζί του. |
5 Οὐκ ἔσται σκεύη ἀνδρὸς ἐπὶ γυναικί, οὐδὲ μὴ ἐνδύσηται ἀνὴρ στολὴν γυναικείαν, ὅτι βδέλυγμα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σού ἐστι πᾶς ποιῶν ταῦτα. | 5 Δεν επιτρέπεται εις γυναίκα να φορή ανδρικά ενδύματα, ούτε στον άνδρα να φορή γυναικεία ενδύματα, διότι καθένας που κάμνει αυτά, είναι αποκρουστικός και αηδιαστικός ενώπιον Κυρίου του Θεού σου. | 5 Ἐνδύματα καὶ πράγματα, ποὺ ἁρμόζουν εἰς τὸν ἄνδρα, δὲν θὰ τὰ βάλῃ ἐπάνω της ἡ γυναῖκα. Καὶ δὲν θὰ φορέσῃ ὁ ἄνδρας γυναικεῖα φορέματα. Διότι ὁποιοσδήποτε τὰ κάνει αὐτά, εἶναι σιχαμερὸς ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου. |
6 ᾿Εὰν δὲ συναντήσῃς νοσσιᾷ ὀρνέων πρὸ προσώπου σου ἐν τῇ ὁδῷ ἢ ἐπὶ παντὶ δένδρῳ ἢ ἐπὶ τῆς γῆς, νεοσσοῖς ἢ ὠοῖς, καὶ ἡ μήτηρ θάλπῃ ἐπὶ τῶν νεοσσῶν ἢ ἐπὶ τῶν ὠῶν, οὐ λήψῃ τὴν μητέρα μετὰ τῶν τέκνων· | 6 Εάν συναντήσης φωληά μικρών πουλιών στον δρόμον σου η επάνω εις δένδρον η κάτω εις την γην, μέσα εις την οποίαν υπάρχουν πουλάκια η αυγά και η μητέρα θερμαίνη τα πουλάκια η τα αυγά, δεν θα πάρης την μητέρα με τα παιδιά της. | 6 Ἐὰν δὲ συναντήσῃς ἐμπρός σου, καθὼς βαδίζεις εἰς τὸν δρόμον, ἢ ἐπάνω εἰς ὁποιοδήποτε δένδρον ἢ κατὰ γῆς φωλιὰ μικρῶν πουλιῶν, ποὺ ἔχει μέσα πουλιὰ ἢ αὐγά, καὶ ἢ μητέρα των κάθεται καὶ σκεπάζει τὰ πουλιὰ ἢ τὰ αὐγὰ καὶ τὰ ζεσταίνει, δὲν πρέπει νὰ πάρῃς τὴν μητέρα μαζὶ μὲ τὰ παιδιά της. |
7 ἀποστολῇ ἀποστελεῖς τὴν μητέρα, τὰ δὲ παιδία λήψῃ σεαυτῷ, ἵνα εὖ σοι γένηται καὶ πολυήμερος γένῃ. | 7 Θα αφήσης ελευθέραν την μητέρα και θα πάρης δια τον εαυτόν σου μόνον τα πουλιά της και έτσι θα ζήσης ευτυχής και μακροχρόνιος εις την γην. | 7 Θὰ ἀφήσῃς τὴν μητέρα νὰ φύγῃ καὶ θὰ πάρῃς διὰ τὸν ἑαυτόν σου μόνον τὰ πουλιά της. Ἔτσι θὰ ζήσῃς εὐτυχὴς καὶ ἐπὶ πολλὰ χρόνια. |
8 ᾿Εὰν δὲ οἰκοδομήσῃς οἰκίαν καινήν, καὶ ποιήσεις στεφάνην τῷ δώματί σου· καὶ οὐ ποιήσεις φόνον ἐν τῇ οἰκίᾳ σου, ἐὰν πέσῃ ὁ πεσὼν ἀπ᾿ αὐτοῦ. | 8 Εάν κτίσης καινούργια οικία, πρέπει να κάμης στηθαίον γύρω από την ταράτσαν, μήπως τυχόν και πέση κανείς από την ταράτσαν και λάβη χώραν φόνος εις την οικίας σου (δια τον οποίον λόγω αμελείας συ θα είσαι υπεύθυνος). | 8 Ὅταν δὲ κτίσῃς καινούργιο σπίτι, θὰ κάνῃς εἰς τὴν ταράτσαν σου καὶ κιγκλίδωμα, διὰ νὰ μὴ διαπράξῃς ἀκουσίως φόνον εἰς τὸ σπίτι σου, μὲ τὸ νὰ πέσῃ κάποιος ἀπὸ αὐτὸ λόγῳ ἐλλείψεως κιγκλιδώματος. |
9 Οὐ κατασπερεῖς τὸν ἀμπελῶνά σου διάφορον, ἵνα μὴ ἁγιασθῇ τὸ γένημα καὶ τὸ σπέρμα, ὃ ἐὰν σπείρῃς μετὰ τοῦ γενήματος τοῦ ἀμπελῶνός σου. | 9 Δεν θα σπείρης στο αμπέλι σου άλλο είδος σποράς, διότι δεν θα είναι δυνατόν να προσφερθούν κατά την ιδίαν ημέραν προς αγιασμόν αι απαρχαί του αμπελώνος και της άλλης σποράς. | 9 Δὲν θὰ σπείρῃς εἰς τὸ ἀμπέλι σου διαφορετικοὺς σπόρους, διὰ νὰ μὴ θεωρηθοῦν «ἅγια» τὰ προϊόντα του. Ἐὰν δηλαδὴ τὸ κάνῃς αὐτό, καὶ οἱ σπόροι ποὺ θὰ σπείρῃς καὶ οἱ καρποὶ ἀπὸ τὸ ἀμπέλι σου θὰ ἀνήκουν πλέον εἰς τὸν Θεὸν καὶ θὰ δοθοῦν εἰς τὸν τόπον τῆς λατρείας. Δὲν θὰ ἔχῃς σὺ κανένα δικαίωμα εἰς αὐτά. |
10 οὐκ ἀροτριάσεις ἐν μόσχῳ καὶ ὄνῳ ἐπὶ τὸ αὐτό. | 10 Δεν πρέπει να οργώσης το χωράφι σου χρησιμοποιών στον ίδιον ζυγόν βόδι και όνον. | 10 Δὲν θὰ ὀργώσῃς τὸ χωράφι σου μὲ τὸ νὰ ζεύξῃς μαζὶ μοσχάρι καὶ ὄνον, ὅπως κάνουν οἱ εἰδωλολάτραι. |
11 οὐκ ἐνδύσῃ κίβδηλον, ἔρια καὶ λίνον, ἐν τῷ αὐτῷ. | 11 Δεν θα φορέσης ένδυμα κίβδηλον, το οποίον είναι υφασμένον με λινήν και μαλλίνην κλωστήν. | 11 Δὲν θὰ φορέσῃς ἔνδυμα, ποὺ ὑφανθη μὲ τρόπον νοθευμένον, δηλαδὴ μὲ μαλλὶ καὶ λινὸν συγχρόνως. |
12 Στρεπτὰ ποιήσεις σεαυτῷ ἐπὶ τῶν τεσσάρων κρασπέ‘δων τῶν περιβολαίων σου, ἃ ἐὰν περιβάλῃ ἐν αὐτοῖς. | 12 Θα κατασκευάσης κρόσσια εις τα τέσσαρα κάτω άκρα του ιματίου σου, με το οποίον ενδύεσαι. | 12 Θὰ φτιάξῃς διὰ τὸν ἑαυτόν σου κρόσσια, ποὺ θὰ τὰ ράψῃς εἰς τὰ τέσσερα κάτω ἄκρα τῶν ἐνδυμάτων σου, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ ἐνδύεσαι. |
13 ᾿Εὰν δέ τις λάβῃ γυναῖκα καὶ συνοικήσῃ αὐτῇ καὶ μισήσῃ αὐτὴν | 13 Εάν κανείς λάβη σύζυγον και συνοικήση με αυτήν, κατόπιν δε την αποστραφή και την μισήση, | 13 Ἐὰν δὲ πάρῃ κάποιος μίαν γυναῖκα Καὶ κατοικήσῃ μαζί της καὶ κατόπιν τὴν βαρεθῇ καὶ τὴν ἀποστραφῇ, |
14 καὶἐπιθῇ αὐτῇ προφασιστικοὺς λόγους καὶ κατενέγκῃ αὐτῆς ὄνομα πονηρὸν καὶ λέγῃ· τὴν γυναῖκα ταύτην εἴληφα καὶ προσελθὼν αὐτῇ οὐκ εὕρηκα αὐτῆς τὰ παρθένια, | 14 και επιβαρύνη αυτήν με ψευδείς κατηγορίας και προσάψη εις αυτήν δυσφημισμένον και ανυπόληπτον όνομα και είπη· Ελαβαν την γυναίκα αυτήν ως σύζυγόν μου και ελθών εις επαφήν με αυτήν, δεν την ευρήκα παρθένον, | 14 καὶ, διὰ νὰ δικαιολογηθῇ, ἀρχίσῃ νὰ διαδίδη εἰς βάρος της πλαστὰς κατηγορίας καὶ δυσφημήσῃ τὸ ὄνομά της καὶ τὸ παρουσιάσῃ ὡς πονηρόν· ἐὰν δηλαδὴ λέγῃ ὅτι ἐπῆρε αὐτὴν τὴν γυναῖκα καί, ὅταν τὴν ἐπλησίασε, δὲν τὴν εὑρῆκε παρθένον, θὰ γίνῃ τὸ ἑξῆς: |
15 καὶ λαβὼν ὁ πατὴρ τῆς παιδὸς καὶ ἡ μήτηρ ἐξοίσουσι τὰ παρθένια τῆς παιδὸς πρὸς τὴν γερουσίαν ἐπὶ τὴν πύλην, | 15 τότε ο πατήρ και η μήτηρ της γυναικός αυτής θα λάβουν τα δείγματα της παρθενικότητός της και θα τα φέρουν εις την γερουσίαν κοντά εις την πύλην της πόλεως. | 15 Θὰ πάρουν ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα τῆς κόρης τὰ σημάδια τῆς παρθενίας τοῦ παιδιοῦ των, ποὺ τὰ ἐφύλασσαν ἀπὸ τὴν ἡμέραν τοῦ γάμου, καὶ θὰ τὰ φέρουν ἔξω εἰς τὴν πύλην τῆς πόλεως, ὅπου κάθονται καὶ κρίνουν τὰς διαφόρους ὑποθέσεις οἱ προεστοί. |
16 καὶ ἐρεῖ ὁ πατὴρ τῆς παιδὸς τῇ γερουσίᾳ· τὴν θυγατέρα μου ταύτην δέδωκα τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ γυναῖκα, καὶ μισήσας αὐτὴν | 16 Εκεί θα είπη ο πατήρ της γυναικός αυτής εις την γερουσίαν· έδωκα την κόρην μου αυτήν ως σύζυγον στον άνθρωπον αυτόν. Και αυτός, επειδή την εμίσησεν, | 16 Καὶ θὰ εἰπῇ ὁ πατέρας τῆς κόρης εἰς τοὺς προεστοὺς τῆς πόλεως: «Τὴν κόρην μου αὐτὴν τὴν ἔδωσα εἰς αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον ὡς σύζυγόν του καὶ αὐτός, ἐπειδὴ τὴν ἐμίσησε, |
17 νῦν οὗτος ἐπιτίθησιν αὐτῇ προφασιστικοὺς λόγους λέγων· οὐχ εὕρηκα τῇ θυγατρί σου παρθένια, καὶ ταῦτα τὰ παρθένια τῆς θυγατρός μου· καὶ ἀναπτύξουσι τὸ ἱμάτιον ἐναντίον τῆς γερουσίας τῆς πόλεως. | 17 επιρρίπτει εναντίον της ψευδείς κατηγορίας λέγων· δεν ευρήκα την κόρην σου παρθένον. Εκείνος θα είπη αυτά είναι τα σημάδια της παρθενίας της κόρης μου και οι γονείς θα ξεδιπλώσουν το ιμάτιον της θυγατρός των ενώπιον της γερουσίας της πόλεως. | 17 προφασίζεται τώρα καὶ τὴν κατηγορεῖ μὲ πλαστὰς καὶ ψευδεῖς κατηγορίας καὶ λέγει· «Δὲν εὑρῆκα παρθένον τὴν κόρην σου». Ὅμως ἐγὼ ἰδοὺ σᾶς παρουσιάζω τὰ σημάδια τῆς παρθενίας τῆς κόρης μου». Καὶ θὰ ἀνοίξουν οἱ γονεῖς τὸ κλινοσκέπασμα ἐμπρὸς εἰς τοὺς προεστοὺς τῆς πόλεως. |
18 καὶ λήψεται ἡ γερουσία τῆς πόλεως ἐκείνης τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον καὶ παιδεύσουσιν αὐτὸν | 18 Η γερουσία της πόλεως θα συλλάβη τον άνθρωπον εκείνον και θα τον τιμωρήση. | 18 Κατόπιν τούτου θὰ συλλάβουν οἱ προεστοὶ τῆς πόλεως ἐκείνης τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον καὶ θὰ τὸν τιμωρήσουν. |
19 καὶ ζημιώσουσιν αὐτὸν ἑκατὸν σίκλους καὶ δώσουσι τῷ πατρὶ τῆς νεάνιδος, ὅτι ἐξήνεγκεν ὄνομα πονηρὸν ἐπὶ παρθένον ᾿Ισραηλῖτιν· καὶ αὐτοῦ ἔσται γυνή, οὐ δυνήσεται ἐξαποστεῖλαι αὐτὴν τὸν ἅπαντα χρόνον. | 19 Θα καταδικάσουν αυτόν εις πρόστιμον εκατόν σίκλων (1120 γραμμάρια) αργυρίου, το οποίον θα δώσουν στον πατέρα της νεάνιδος, διότι διέβαλε και εξηυτέλισε το όνομα αυτής της παρθένου Ισραηλίτιδος. Επί πλέον δε θα υποχρεωθήη να κρατήση αυτήν ισοβίως ως σύζυγόν του, χωρίς να δυνηθή ποτέ να την διαζευχθή. | 19 Καὶ θὰ τοῦ ἐπιβάλουν νὰ πληρώσῃ ἀποζημίωσιν ἑκατὸν σίκλους ἀσῆμι καὶ θὰ δώσουν τὸ ποσὸν αὐτὸ εἰς τὸν πατέρα τῆς κόρης, διότι διέδωσε κακὴν φήμην εἰς βάρος μιᾶς παρθένου Ἰσραηλίτιδος. Θὰ εἶναι δὲ εἰς τὸ ἑξῆς ἀναγκαστικῶς γυναῖκα του καὶ δὲν θὰ ἠμπορῇ οὐδέποτε νὰ τὴν διώξῃ ἀπὸ τὸ σπίτι του. |
20 ἐὰν δὲ ἐπ᾿ ἀληθείας γένηται ὁ λόγος οὗτος καὶ μὴ εὑρεθῇ παρθένια τῇ νεάνιδι, | 20 Εάν όμως η κατηγορία του συζύγου είναι αληθής και όντως δεν ευρεθή παρθένος η νεάνις, | 20 Ἐὰν ὅμως ἢ κατηγορία αὐτὴ τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου ἀποδειχθῇ ἀληθινὴ καὶ δὲν ἔχῃ πράγματι ἡ κόρη τὰ σημάδια τῆς παρθενίας, |
21 καὶ ἐξάξουσι τὴν νεᾶνιν ἐπὶ τὰς θύρας τοῦ οἴκου τοῦ πατρὸς αὐτῆς, καὶ λιθοβολήσουσιν αὐτὴν ἐν λίθοις, καὶ ἀποθανεῖται, ὅτι ἐποίησεν ἀφροσύνην ἐν υἱοῖς ᾿Ισραὴλ ἐκπορνεῦσαι τὸν οἶκον τοῦ πατρὸς αὐτῆς· καὶ ἐξαρεῖς τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν. | 21 θα οδηγήσουν την γυναίκα αυτήν εις την θύραν της οικίας του πατρός της και θα την θανατώσουν δια λιθοβολισμού, διότι διέπραξεν αυτήν την αφροσύνην μεταξύ των Ισραηλιτών, και εξετράπη εις πορνείαν, όταν ευρίσκετο στον οίκον του πατρός της. Ετσι θα βγάλετε από ανάμεσά σας τον πονηρόν αυτόν άνθρωπον. | 21 θὰ βγάλουν τὴν κόρην ἐμπρὸς εἰς τὴν θύραν τῆς οἰκίας τοῦ πατέρα της καὶ θὰ τὴν λιθοβολήσουν. Θὰ θανατωθῇ δὲ ἐπὶ τόπου, διότι διέπραξεν ἀφροσύνην μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν, μὲ τὸ νὰ διαφθαρῇ καὶ νὰ μολύνῃ τὸ σπίτι τοῦ πατέρα της. Καὶ θὰ βγάλῃς ἔτσι τὸν πονηρὸν ἄνθρωπον ἀπὸ ἀνάμεσά σας. |
22 ᾿Εὰν δὲ εὑρεθῇ ἄνθρωπος κοιμώμενος μετὰ γυναικὸς συνῳκισμένης ἀνδρί, ἀποκτενεῖτε ἀμφοτέρους, τὸν ἄνδρα τὸν κοιμώμενον μετὰ τῆς γυναικὸς καὶ τὴν γυναῖκα· καὶ ἐξαρεῖς τὸν πονηρὸν ἐξ ᾿Ισραήλ. | 22 Εάν ευρεθή ανήρ κοιμώμενος με γυναίκα υπανδρευμένην, θα φονεύσετε και τους δύο, τον άνδρα που εκοιμήθη με την γυναίκα και την γυναίκα. Ετσι θα βγάλετε από ανάμεσά σας τον πονηρόν άνθρωπον. | 22 Ἐὰν δὲ συλληφθῇ κάποιος ἄνθρωπος νὰ κοιμᾶται μὲ μίαν γυναῖκα ὑπανδρευμένην, θὰ θανατώσετε καὶ τοὺς δύο. Καὶ τὸν ἄνδρα, ποὺ κοιμᾶται μὲ τὴν γυναῖκα, καὶ τὴν γυναῖκα. Καὶ Θὰ βγάλετε ἔτσι ἀπὸ τὴν Ἰσραηλιτικὴν κοινωνίαν τὸν πονηρὸν ἄνθρωπον. |
23 ᾿Εὰν δὲ γένηται παῖς παρθένος μεμνηστευμένη ἀνδρὶ καὶ εὑρὼν αὐτὴν ἄνθρωπος ἐν πόλει κοιμηθῇ μετ᾿ αὐτῆς, | 23 Εάν κόρην παρθένον μνηστευμένην την συναντήση ένας ανήρ εντός της πόλεως και κοιμηθή μαζή της, | 23 Ἐὰν δὲ κάποιος ἄνθρωπος εὑρῃ εἰς τὴν πόλιν μίαν παρθένον κόρην, ποὺ ἦτο μνηστευμένη μὲ κάποιον ἄλλον ἄνδρα, καὶ ἔλθῃ εἰς σαρκικὴν σχέσιν μαζί της, |
24 ἐξάξετε ἀμφοτέρους ἐπὶ τὴν πύλην τῆς πόλεως αὐτῶν καὶ λιθοβοληθήσονται ἐν λίθοις καὶ ἀποθανοῦνται· τὴν νεᾶνιν, ὅτι οὐκ ἐβόησεν ἐν τῇ πόλει, καὶ τὸν ἄνθρωπον, ὅτι ἐταπείνωσε τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον· καὶ ἐξαρεῖς τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν. | 24 θα οδηγήσετε και τους δύο εις την πύλην της πόλεως, όπου το δικαστήριον της γερουσίας, και θα καταδικάσετε αυτούς στον δια λιθοβολισμού θάνατον. Την μεν κόρην διότι, καίτοι ευρισκομένη εις την πόλιν, δεν εφώναξε, τον δε άνδρα διότι διέφθειρε την μνηστήν του πλησίον. Ετσι θα βγάλετε εκ μέσου του ισραηλιτικού λαού τον πονηρόν. | 24 θὰ βγάλετε καὶ τοὺς δύο εἰς τὴν πύλην τῆς πόλεως καὶ θὰ τοὺς λιθοβολήσουν. Καὶ θὰ θανατωθοῦν μὲ τὸν λιθοβολισμὸν ἐπὶ τόπου. Τὴν μὲν κόρην θὰ τὴν φονεύσετε διότι δὲν ἐφώναξε δυνατά, διὰ να τρέξουν εἰς βοήθειάν της οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως, τὸν δὲ ἄνδρα διότι διέφθειρε καὶ ἐξηυτέλισε τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον του. Καὶ ἔτσι θὰ βγάλετε ἀπὸ ἀνάμεσά σας τὸν πονηρόν. |
25 ἐὰν δὲ ἐν πεδίῳ εὕρῃ ἄνθρωπος τὴν παῖδα τὴν μεμνηστευμένην καὶ βιασάμενος κοιμηθῇ μετ᾿ αὐτῆς, ἀποκτενεῖτε τὸν κοιμώμεμον μετ᾿ αὐτῆς μόνον | 25 Εάν ένας ανήρ συναντήση εις την ύπαιθρον κόρην μνηστευμένην και χρησιμοποιών βίαν κοιμηθή μαζή της, θα φονεύσετε μόνον τον άνδρα, που εκοιμήθη με αυτήν. | 25 Ἐὰν ὅμως εὕρῃ ὁ ἄνδρας τὴν κόρην, ποὺ ἦτο μνηστευμένη, ἔξω εἰς τοὺς ἀγροὺς καὶ κοιμηθῇ μαζί της διὰ τῆς βίας, θὰ θανατώσετε μόνον αὐτὸν ποὺ τὴν ἐβίασε. |
26 καὶ τῇ νεάνιδι οὐ ποιήσετε οὐδέν· οὐκ ἔστιν ἁμάρτημα θανάτου, ὅτι ὡς εἴ τις ἐπαναστῇ ἄνθρωπος ἐπὶ τὸν πλησίον καὶ φονεύσῃ αὐτοῦ ψυχήν, οὕτω τὸ πρᾶγμα τοῦτο, | 26 Εις την κόρην δεν θα επιβάλετε καμμίαν τιμωρίαν. Δεν διέπραξεν αυτή αμάρτημα συνεπαγόμενον τον θάνατον· διότι το πάθημα της νεάνιδος είναι, ως εάν ένας ωπλισμένος άνθρωπος επιτεθή εναντίον αόπλου και τον φονεύση. | 26 Δὲν θὰ κάνετε τίποτε εἰς βάρος τῆς κόρης. Δὲν εἶναι ἔνοχος ἁμαρτήματος, ποὺ τιμωρεῖται μὲ θάνατον. Ἡ περίπτωσίς της εἶναι σὰν να ἐπετέθη ξαφνικὰ κάποιος ἐναντίον ἐνὸς ἀόπλου συνανθρώπου του καὶ τὸν ἐθανάτωσε. |
27 ὅτι ἐν τῷ ἀγρῷ εὗρεν αὐτήν, ἐβόησεν ἡ νεᾶνις ἡ μεμνηστευμένη, καὶ οὐκ ἦν ὁ βοηθήσων αὐτῇ. | 27 Εις τον αγρόν ευρήκεν εκείνος την μνηστευμένην κόρην. Εφώναξεν εκείνη, αλλά δεν υπήρχε κανείς να σπεύση εις βοήθειάν της. | 27 Δὲν ἔχει ἐνοχὴν ἡ ἰδία, διότι ὁ βιαστὴς τὴν εὑρῆκε ἔξω εἰς τοὺς ἀγρούς. Μολονότι δὲ ἐφώναξε καὶ ἐζήτησε βοήθειαν ἡ κόρη ποὺ ἦτο μνηστευμένη, δὲν ὑπῆρχε κανεὶς διὰ να σπεύσῃ εἰς βοήθειά της. |
28 ᾿Εὰν δέ τις εὕρῃ τὴν παῖδα τὴν παρθένον, ἥτις οὐ μεμνήστευται, καὶ βιασάμενος κοιμηθῇ μετ᾿ αὐτῆς καὶ εὑρεθῇ, | 28 Εάν ανήρ τις συναντήση κόρην παρθένον, η οποία δεν είναι μνηστεαμένη και βιάση αυτήν κοιμηθείς μαζή της, και ανακαλυφθή ο διαπράξας το αδίκημα αυτό, | 28 Καὶ ἐὰν εὕρῃ κάποιος μίαν κόρην παρθένον, ποὺ δὲν εἶναι μνηστευμένη, καὶ κοιμηθῇ μαζί της διὰ τῆς βίας καὶ ἀνακαλυφθῇ ὁ ἔνοχος, θὰ γίνῃ τὸ ἑξῆς: |
29 δώσει ὁ ἄνθρωπος ὁ κοιμηθεὶς μετ᾿ αὐτῆς τῷ πατρὶ τῆς νεάνιδος πεντήκοντα δίδραχμα ἀργυρίου, καὶ αὐτοῦ ἔσται γυνή, ἀνθ᾿ ὧν ἐταπείνωσεν αὐτήν· οὐ δυνήσεται ἐξαποστεῖλαι αὐτὴν τὸν ἅπαντα χρόνον. | 29 θα δώση ο άνθρωπος αυτός στον πατέρα της παρθένου κόρης πεντήκοντα δίδραχμα αργυρίου και θα λάβη αυτήν ως σύζυγόν του, διότι την διέφθειρε. Δεν θα δυνηθή δε αυτός ποτέ να την διαζευχθή. | 29 Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐκοιμήθη μαζί της, θὰ πληρώσῃ ὡς ἀποζημίωσιν εἰς τὸν πατέρα τῆς κόρης πενῆντα δίδραχμα ἀσημένια. Θὰ εἶναι δὲ αὐτὴ εἰς τὸ ἑξῆς σύζυγός του, διότι τὴν διέφθειρε καὶ τὴν ἐταπείνωσε. Δὲν θὰ ἠμπορῇ νὰ τὴν διώξῃ ἀπὸ τὸ σπίτι του ποτέ. |