Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ νῦν, ᾿Ισραήλ, ἄκουε τῶν δικαιωμάτων καὶ τῶν κριμάτων, ὅσα ἐγὼ διδάσκω ὑμᾶς σήμερον ποιεῖν, ἵνα ζῆτε καὶ πολυπλασιασθῆτε καὶ εἰσελθόντες κληρονομήσητε τὴν γῆν, ἣν Κύριος ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ὑμῶν δίδωσιν ὑμῖν. | 1 Και τώρα, λαέ του Ισραήλ, άκουσε τον Νομον και τας κρίσστου Θεού, όσα εγώ σας διδάσκω σήμερον να τηρήτε, δια να ζήτε και πολλαπλασιασθήτε και, εισελθόντες εις την γην της Επαγγελίας, να κληρονομήσετε αυτήν, την οποίαν Κυριος ο Θεός των πατέρων σας δίδει προς σας. | 1 Καὶ τώρα, λαὲ τοῦ Ἰσραήλ, ἄκουσε τὰς ἐντολὰς καὶ διαταγάς, τὰς ὁποίας ἐγὼ σᾶς διδάσκω σήμερον νὰ τηρῆτε, διὰ νὰ ζῆτε καὶ πληθυνθῆτε καὶ ἀφοῦ εἰσέλθετε νὰ κληρονομήσετε τὴν χώραν, τὴν ὁποίαν σᾶς δίδει ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς τῶν πατέρων σας. |
2 οὐ προσθήσετε πρὸς τὸ ρῆμα ὃ ἐγὼ ἐντέλλομαι ὑμῖν, καὶ οὐκ ἀφελεῖτε ἀπ᾿ αὐτοῦ· φυλάσσεσθε τὰς ἐντολὰς Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν, ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαι ὑμῖν σήμερον. | 2 Εις τας εντολάς, τας οποίας εγώ σας δίδω, δεν θα προσθέσετε τίποτε ούτε και θα αφαιρέσετε τίποτε από αυτάς. Προσέξατε και προσπαθήσατε, ώστε να τηρήτε τας εντολάς Κυρίου του Θεού σας, όσα εγώ σήμερον σας διατάσσω. | 2 Δὲν θὰ προσθέσετε τίποτε ἀπολύτως εἰς τὰς ἐντολάς, ποὺ ἐγὼ σᾶς παραγγέλλω, οὔτε θὰ ἀφαιρέσετε κάτι ἀπὸ αὐτάς. Νὰ φυλάσσετε μὲ προσοχὴν τὰς ἐντολὰς Κυρίου τοῦ Θεοῦ σας, τὰς ὁποίας ἐγὼ σᾶς παραγγέλλω σήμερον. |
3 οἱ ὀφθαλμοὶ ὑμῶν ἑωράκασι πάντα, ὅσα ἐποίησε Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν τῷ Βεελφεγώρ, ὅτι πᾶς ἄνθρωπος, ὅστις ἐπορεύθη ὀπίσω Βεελφεγώρ, ἐξέτριψεν αὐτὸν Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν ἐξ ὑμῶν. | 3 Με τα ίδια σας τα μάτια είδατε όλα όσα έκαμε Κυριος ο Θεός μας στο είδωλον Βεελφεγώρ· ότι δηλαδή κάθε άνθρωπος από σας, ο οποίος εξέκλινε και ηκολούθησε τον ειδωλικόν θεόν Βεελφεγώρ, συνετρίβη εκ μέρους Κυρίου του Θεού σας και εξηφανίσθη απ' ανάμεσά σας. | 3 Τὰ μάτια σᾶς εἶδαν ὅλα, ὅσα ἔκανε Κύριος ὁ Θεὸς μας εἰς τὸν ψευδοθεὸν Βεελφεγώρ. Διότι κάθε ἄνθρωπος, ποὺ ἐπίστευσε καὶ ἐλάτρευσε τὸν Βεελφεγώρ, ἐτιμωρήθη ἀπὸ τὸν Κύριον καὶ Θεόν σας καὶ ἐξηφανίσθη ἀπὸ ἀνάμεσά σας. |
4 ὑμεῖς δὲ οἱ προσκείμενοι Κυρίῳ τῷ Θεῷ ὑμῶν ζῆτε πάντες ἐν τῇ σήμερον. | 4 Αλλά σεις, οι οποίοι εμείνατε πιστοί κοντά στον Κυριον, ζήτε όλοι σήμερον. | 4 Ἀντιθέτως σεῖς, ποὺ ἐτάχθητε μὲ τὸ μέρος Κυρίου τοῦ Θεοῦ σας, ζῆτε ὅλοι κατὰ τὴν σημερινὴν ἡμέραν. |
5 ἴδετε, δέδειχα ὑμῖν δικαιώματα καὶ κρίσεις, καθὰ ἐνετείλατό μοι Κύριος, ποιῆσαι οὕτως ἐν τῇ γῇ, εἰς ἣν ὑμεῖς εἰσπορεύεσθε ἐκεῖ κληρονομεῖν αὐτήν· | 5 Ιδέτε ! Σας έδειξα τον Νομον του Θεού και τας κρίσστου Θεού, όπως ο Κυριος με διέταξε να εφαρμόζετε αυτά εις την γην, εις την οποίαν εισέρχεσθε, δια να την κληρονομήσετε και εγκατασταθήτε εις αυτήν. | 5 Προσέξατε! Σᾶς ἔχω δείξει νόμους καὶ ἐντολάς, ὅπως μὲ διέταξεν ὁ Κύριος, διὰ να τὰ ἐφαρμόζετε εἰς τὴν χώραν, μέσα εἰς τὴν ὁποίαν εἰσέρχεσθε ἤδη διὰ νὰ τὴν κληρονομήσετε. |
6 καὶ φυλάξεσθε καὶ ποιήσετε, ὅτι αὕτη ἡ σοφία καὶ ἡ σύνεσις ὑμῶν ἐναντίον πάντων τῶν ἐθνῶν, ὅσοι ἐὰν ἀκούσωσι πάντα τὰ δικαιώματα ταῦτα καὶ ἐροῦσιν· ἰδοὺ λαὸς σοφὸς καὶ ἐπιστήμων τὸ ἔθνος τὸ μέγα τοῦτο. | 6 Θα φυλάξετε και θα εφαρμόσετε όλα αυτά, διότι αυτά είναι η σοφία και η σύνεσις, το καύχημα και η υπεροχή σας ενώπιον όλων των εθνών. Οσοι δε θα ακούσουν όλους αυτούς τους νόμους του Θεού, θα είπουν· Ιδού λαός σοφός και συνετός, το ισχυρόν και ένδοξον αυτό έθνος ! | 6 Καὶ νὰ φυλάξετε καὶ νὰ τηρήσετε τὰς ἐντολὰς αὐτάς, διότι ἐδῶ εὑρίσκεται ἡ σοφία καὶ ἡ σύνεσίς σας ἐνώπιον ὅλων τῶν ἐθνῶν, τὰ ὁποῖα, ὅταν ἄκουσουν τὰς ἐντολὰς αὐτάς, θὰ εἰποῦν: «Ἰδοὺ τὸ μέγα τοῦτο ἔθνος τοῦ Ἰσραὴλ εἶναι λαὸς σοφὸς καὶ γνωστικός». |
7 ὅτι ποῖον ἔθνος μέγα, ᾧ ἐστιν αὐτῷ Θεὸς ἐγγίζων αὐτοῖς, ὡς Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν ἐν πᾶσιν, οἷς ἐὰν αὐτὸν ἐπικαλεσώμεθα; | 7 Διότι ποίον άλλο έθνος είναι τόσον μέγα, εφόσον πλησίον αυτού ευρίσκεται ο ίδιος ο Θεός και επικοινωνεί με αυτό, όπως Κυριος ο Θεός ημών, εις κάθε τι και δια κάθε τι, δια το οποίον θα τον επικαλεσθώμεν; | 7 Διότι ποῖον ἄλλο μεγάλο ἔθνος ὑπάρχει, εἰς τὸ ὁποῖον νὰ εἶναι τόσον πλησίον ὁ θεός των, ὅπως εἶναι δι’ ἠμᾶς ὁ Κύριος καὶ Θεός μας εἰς ὅλα, διὰ τὰ ὁποῖα θὰ χρειασθῇ νὰ ζητήσωμεν τὴν βοήθειάν Του; |
8 καὶ ποῖον ἔθνος μέγα, ᾧ ἐστιν αὐτῷ δικαιώματα καὶ κρίματα δίκαια κατὰ πάντα τὸν νόμον τοῦτον, ὃν ἐγὼ δίδωμι ἐνώπιον ὑμῶν σήμερον; | 8 Ποίον άλλο έθνος είναι τόσον μέγα, στο οποίον υπάρχουν οι νόμοι και αι δίκαιαι εντολαί, όπως είναι ο Νομος αυτός, τον οποίον εγώ δίδω προς σας σήμερον; | 8 Καὶ ποῖον ἄλλο μεγάλο ἔθνος ὑπάρχει ἐπίσης, ποὺ νὰ ἔχῃ νόμους καὶ ἐντολὰς τόσον δικαίας καὶ ὀρθάς, ὅπως ὅλος αὐτὸς ὁ νόμος, τὸν ὁποῖον σᾶς δίδω ἐγὼ σήμερον; |
9 πρόσεχε σεαυτῷ καὶ φύλαξον τὴν ψυχήν σου σφόδρα, μὴ ἐπιλάθῃ πάντας τοὺς λόγους, οὓς ἑωράκασιν οἱ ὀφθαλμοί σου· καὶ μὴ ἀποστήτωσαν ἀπὸ τῆς καρδίας σου πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου, καὶ συμβιβάσεις τοὺς υἱούς σου καὶ τοὺς υἱοὺς τῶν υἱῶν σου | 9 Ισραηλιτικέ λαέ ! Πρόσεχε στον εαυτόν σου, φύλαξε πολύ την ψυχήν σου, μήπως τυχόν και λησμονήσης όλους αυτούς τους λόγους και τα γεγονότα, που είδον οι οφθαλμοί σου ! Να μη φύγουν ποτέ από την καρδίαν σου όλας τας ημέρας της ζωής σου. Θα κρατής αυτά με πολλήν επιμέλειαν και θα τα διδάξης εις τα παιδιά σου και εις τα παιδιά των παιδιών σου. | 9 Πρόσεχε λοιπὸν εἰς τὸν ἑαυτόν σου καὶ φύλαξε μὲ μεγάλην προσοχὴν τὴν ψυχήν σου, διὰ νὰ μὴ λησμονήσεις ὅλα τὰ γεγονότα, ποὺ εἶδαν τὰ μάτια σου. Καὶ ἂς μὴ φεύγουν ἀπὸ τὴν καρδιά σου ποτὲ εἰς ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου. Καὶ νὰ διδάσκῃς μὲ αὐτὰ τὰ παιδιά σου καὶ τὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν σου. |
10 ἡμέραν, ἣν ἔστητε ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἐν Χωρὴβ τῇ ἡμέρᾳ τῆς ἐκκλησίας, ὅτι εἶπε Κύριος πρός με· ἐκκλησίασον πρός με τὸν λαόν, καὶ ἀκουσάτωσαν τὰ ρήματά μου, ὅπως μάθωσι φοβεῖσθαί με πάσας τὰς ἡμέρας, ἃς αὐτοὶ ζῶσιν ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτῶν διδάξουσι. | 10 Κρατήστε καλά εις την μνήμην σας την ημέραν, κατά την οποίαν όρθιοι εσταθήκατε ενώπιον Κυρίου του Θεού σας εις Χωρήβ, κατά την ημέραν που σας συνεκέντρωσα εκεί διότι τότε ο Κυριος μου είχε πει· Συγκέντρωσε ενώπιόν μου όλον τον λαόν και ας ακούσουν τα λόγια μου, δια να μάθουν να με ευλαβούνται και να με υπακούουν όλας τας ημέρας, που θα ζουν επί της γης και να διδάξουν αυτά εις τα παιδιά των. | 10 Σᾶς ὑπενθυμίζω τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐσταθήκατε ἐμπρὸς εἰς Κύριον τὸν Θεόν μας εἰς τὸ βουνὸ Χωρήβ, τὴν ἡμέραν δηλαδὴ τῆς συγκεντρώσεως ὅλου τοῦ λαοῦ. Διότι μου εἶπεν ὁ Κύριος:«Συγκέντρωσε κοντά μου ὅλον τὸν λαὸν καὶ ἂς ἀκούσουν τοὺς λόγους μου, διὰ νὰ μάθουν νὰ μὲ φοβοῦνται ὅλας τὰς ἡμέρας, ποὺ θὰ ζοῦν εἰς τὴν γῆν, καὶ νὰ διδάξουν σχετικῶς καὶ τὰ παιδιά των». |
11 καὶ προσήλθετε καὶ ἔστητε ὑπὸ τὸ ὄρος, καὶ τὸ ὄρος ἐκαίετο πυρὶ ἕως τοῦ οὐρανοῦ, σκότος, γνόφος, θύελλα, φωνὴ μεγάλη. | 11 Προσήλθατε τότε και εσταθήκατε όρθιοι κοντά εις τας υπωρείας του όρους Σινά. Το όρος εκαίετο από πυρ, το οποίον έφθανεν έως τον ουρανόν, εκαλύπτετο από σκότος και γνόφον, συνεκλονίζετο από θύελλαν και ηκούετο ισχυρά η φωνή του Θεού. | 11 Καὶ ἐπλησιάσατε καὶ ἐσταθήκατε εἰς τοὺς πρόποδας τοῦ βουνοῦ. Τὸ δὲ βουνὸ ἐκαίετο μὲ φωτιά, ποὺ ἔφθανε μέχρι τὸν οὐρανόν. Ὑπῆρχε δὲ καὶ σκοτάδι καὶ καταχνιὰ καὶ θύελλα καὶ ἠκούοντο καὶ βρονταὶ δυναταί. |
12 καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς ὑμᾶς ἐκ μέσου τοῦ πυρὸς φωνὴν ρημάτων, ἣν ὑμεῖς ἠκούσατε, καὶ ὁμοίωμα οὐκ εἴδετε, ἀλλ᾿ ἢ φωνήν· | 12 Ωμίλησε τότε ο Κυριος προς σας μέσα από το πυρ του όρους και είπε αυτά τα λόγια, τα οποία σεις με τα αυτιά σας ηκούσατε. Την μορφήν του Θεού δεν την είδατε, αλλά μόνον την φωνήν αυτού ηκούσατε. | 12 Καὶ ὡμίλησεν ἐκεῖ ὁ Κύριος πρὸς σᾶς μέσα ἀπὸ τὸ πῦρ μὲ λόγια ἀνθρώπου, ποὺ τὰ ἀκούσατε οἱ ἴδιοι. Δὲν εἴδατε ὅμως καμμίαν μορφήν, ἀλλὰ μόνον φωνὴν ἀκούσατε. |
13 καὶ ἀνήγγειλεν ὑμῖν τὴν διαθήκην αὐτοῦ, ἣν ἐνετείλατο ὑμῖν ποιεῖν, τὰ δέκα ρήματα, καὶ ἔγραψεν αὐτὰ ἐπὶ δύο πλάκας λιθίνας. | 13 Ανήγγειλεν εις σας την διαθήκην του, την οποίαν σας διέταξε να τηρήτε, τας δέκα δηλαδή εντολάς, τας οποίας ο ίδιος εχάραξεν επάνω εις δύο λιθίνας πλάκας. | 13 Καὶ σᾶς ἀνεκοίνωσε τὴν διαθήκην Του, τὴν ὁποίαν σᾶς διέταξε νὰ τηρῆτε, τὰς δέκα δηλαδὴ ἐντολάς· καὶ τὰς ἐχάραξεν εἰς δύο λιθίνας πλάκας. |
14 καὶ ἐμοὶ ἐνετείλατο Κύριος ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ διδάξαι ὑμᾶς δικαιώματα καὶ κρίσεις, ποιεῖν ὑμᾶς αὐτά ἐπὶ τῆς γῆς, εἰς ἣν ὑμεῖς εἰσπορεύεσθε ἐκεῖ κληρονομῆσαι αὐτήν. | 14 Κατά τον καιρόν εκείνον διέταξεν ο Κυριος και εμέ τον ίδιον να σας διδάξω τον Νομον και τας εντολάς του, δια να εφαρμόζετε αυτά πάντοτε, μάλιστα δε εις την γην της Επαγγελίας, προς την οποίον εβαδίζατε, δια να την καταλάβετε και την κληρονομήσετε. | 14 Διέταξε δὲ καὶ ἐμὲ ὁ Κύριος κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον νὰ σᾶς διδάξω νόμους καὶ ἐντολάς, διὰ νὰ τὰς τηρῆτε εἰς τὴν χώραν, εἰς τὴν ὁποίαν εἰσέρχεσθε ἤδη διὰ νὰ τὴν κληρονομήσετε. |
15 καὶ φυλάξεσθε σφόδρα τὰς ψυχὰς ὑμῶν, ὅτι οὐκ εἴδετε ὁμοίωμα ἐν τῇ ἡμέρᾳ, ᾗ ἐλάλησε Κύριος πρὸς ὑμᾶς ἐν Χωρὴβ ἐν τῷ ὄρει ἐκ μέσου τοῦ πυρός. | 15 Προσέξατε λοιπόν πάρα πολύ στον εαυτόν σας, διότι δεν είδατε καμμίαν εικόνα, κανένα ομοίωμα κατά την ημέραν που ωμίλησε προς σας στο όρος Χωρήβ εκ μέσου του πυρός, | 15 Καὶ νὰ προσέξετε πολὺ εἰς τοὺς ἑαυτούς σας, διότι δὲν εἴδατε καμμίαν μορφὴν εἰδώλου τὴν ἡμέραν ἐκείνην, κατὰ τὴν ὁποίαν ὡμίλησε πρὸς σᾶς ὁ Κύριος εἰς τὸ ὄρος Χωρήβ, μέσα ἀπὸ τὸ πῦρ. |
16 μὴ ἀνομήσητε καὶ ποιήσητε ὑμῖν ἑαυτοῖς γλυπτὸν ὁμοίωμα πᾶσαν εἰκόνα ὁμοίωμα ἀρσενικοῦ ἢ θηλυκοῦ, | 16 προσέξατε μη παρασυρθήτε εις παρανομίαν και κατασκευάσετε δια τον εαυτόν σας εικόνα τινά γλυπτήν, ομοίωμα προς οιονδήποτε ον, αρσενικόν η θηλυκόν, | 16 Νὰ μὴ παρανομήσετε καὶ κάμετε διὰ τοὺς ἑαυτούς σας εἴδωλον γλυπτόν, κάθε εἴδους εἰκόνα ποὺ νὰ ἔχῃ μορφὴν ἀρσενικοῦ ἢ θηλυκοῦ, |
17 ὁμοίωμα παντὸς κτήνους τῶν ὄντων ἐπὶ τῆς γῆς, ὁμοίωμα παντὸς ὀρνέου πτερωτοῦ, ὃ πέταται ὑπὸ τὸν οὐρανόν, | 17 ομοίωμα προς οιονδήποτε ζώον από όσα υπάρχουν επάνω εις την γην, ομοίωμα παντός πτηνού που πετάει στον ουρανόν, | 17 ἢ μορφὴν κάθε ζώου ἀπὸ ὅσα ὑπάρχουν εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς, ἢ μορφὴν κάθε πτηνοῦ, ποὺ ἔχει πτερὰ καὶ πετᾷ κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανόν. |
18 ὁμοίωμα παντὸς ἑρπετοῦ, ὃ ἕρπει ἐπὶ τῆς γῆς, ὁμοίωμα παντὸς ἰχθύος, ὅσα ἐστὶν ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς. | 18 εικόνα οιουδήποτε ερπετού, που σύρεται εις την γην η οιουδήποτε ιχθύος, από αυτούς που υπάρχουν εις τα υπό την επιφάνειαν της γης ύδατα, (στους ποταμούς και τας θαλάσσας). | 18 Δὲν θὰ κάνετε ἐπίσης μορφὴν κάθε ἑρπετοῦ ποὺ σύρεται εἰς τὸ ἔδαφος, ἢ μορφὴν κάθε ψαριοῦ ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ εὑρίσκονται μέσα εἰς τὰ νερά, κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς. |
19 καὶ μὴ ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἰδὼν τὸν ἥλιον καὶ τὴν σελήνην καὶ τοὺς ἀστέρας καὶ πάντα τὸν κόσμον τοῦ οὐρανοῦ, πλανηθεὶς προσκυνήσῃς αὐτοῖς καὶ λατρεύσῃς αὐτοῖς, ἃ ἀπένειμε Κύριος ὁ Θεός σου αὐτὰ πᾶσι τοῖς ἔθνεσι τοῖς ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ. | 19 Προσέξατε επίσης μήπως τυχόν παρατηρούντες τον ουρανόν άνω και βλέποντες τον ήλιον και την σελήνην και τους αστέρας και όλον τον διάκοσμον του ουρανού, πλανηθήτε και προσκυνήσετε αυτά και λατρεύσετε αυτά, τα οποία Κυριος ο Θεός σας έδωσεν εις όλα τα έθνη, όσα ζουν κάτω από τον ουρανόν. | 19 Καὶ πρόσεξε ὥστε, ὅταν σηκώσῃς τὰ βλέμματά σου πρὸς τὸν οὐρανὸν καὶ ἴδῃς τὸν ἥλιον καὶ τὸ φεγγάρι καὶ τὰ ἄστρα καὶ ὅλον τὸν στολισμὸν τοῦ οὐρανοῦ, νὰ μὴ πλανηθῇς ἀπὸ τὸ μεγαλεῖον των καὶ προσκυνήσῃς καὶ λατρεύσῃς σὰν θεοὺς αὐτά, ποὺ τὰ ἔδωσε Κύριος ὁ Θεός σου πρὸς βοήθειαν ὅλων τῶν ἐθνῶν, ποὺ κατοικοῦν κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανόν. |
20 ὑμᾶς δὲ ἔλαβεν ὁ Θεὸς καὶ ἐξήγαγεν ὑμᾶς ἐκ τῆς καμίνου τῆς σιδηρᾶς, ἐξ Αἰγύπτου, εἶναι αὐτῷ λαὸν ἔγκληρον ὡς ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ. | 20 Σας επήρεν ο Θεός και σας έβγαλε από την σιδηράν χοάνην της καμίνου, από την σκληράν δουλείαν της Αιγύπτου, δια να είσθε λαός του και κληρονόμοι της γης της επαγγελίας, όπως ακριβώς βλέπετε να πραγματοποιήται αυτό σήμερον. | 20 Νὰ προσέχετε, διότι σᾶς ἐπῆρεν ὁ Θεὸς καὶ σᾶς ἔβγαλεν ἀπὸ τὸ σιδερένιο καμίνι, ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, διὰ νὰ εἶσθε λαός Του καὶ κληρονόμος τῶν ἐπαγγελιῶν Του, ὅπως εἶσθε κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτήν. |
21 καὶ Κύριος ὁ Θεὸς ἐθυμώθη μοι περὶ τῶν λεγομένων ὑφ᾿ ὑμῶν καὶ ὤμοσεν ἵνα μὴ διαβῶ τὸν ᾿Ιορδάνην τοῦτον καὶ ἵνα μὴ εἰσέλθω εἰς τὴν γῆν, ἣν Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι ἐν κλήρῳ· | 21 Ενθυμηθήτε ακόμη ότι Κυριος ο Θεός, ωργίσθη εναντίον μου, εξ αιτίας των γογγυσμών και μεμψιμοιριών σας, και ωρκίσθη να μη διαβώ εγώ τούτον τον Ιορδάνην και να μη εισέλθω εις την γην της Επαγγελίας την οποίον ο Κυριος σας δίδει ως κληρονομίαν σας. | 21 Ἐθύμωσε μάλιστα Κύριος ὁ Θεὸς ἐναντίον μου δι' ὅσα ἐλέγατε σεῖς καὶ ἐγογγύζατε ἐκεῖ εἰς τὴν περιοχὴν Κάδης. Καὶ ὡρκίσθη νὰ μὴ περάσω αὐτὸν ἐδῶ τὸν Ἰορδάνην καὶ νὰ μὴ εἰσέλθω εἰς τὴν χώραν, τὴν ὁποίαν σοῦ δίδει ὡς κληρονομίαν Κύριος ὁ Θεός σου. |
22 ἐγὼ γὰρ ἀποθνήσκω ἐν τῇ γῇ ταύτῃ καὶ οὐ διαβαίνω τὸν ᾿Ιορδάνην τοῦτον, ὑμεῖς δὲ διαβαίνετε καὶ κληρονομήσετε τὴν γῆν τὴν ἀγαθὴν ταύτην. | 22 Εγώ θα αποθάνω εις την ξένην αυτήν γην, που τώρα ευρισκόμεθα, και δεν θα διαβώ τον Ιορδάνην. Αλλά σεις θα τον διαβήτε, θα γίνετε κληρονόμοι και κύριοι της ευφόρου και πλουσίας αυτής χώρας. | 22 Ἐγὼ πλέον θὰ πεθάνω εἰς αὐτὴν ἐδῶ τὴν χώραν καὶ δἐν πρόκειται νὰ διαβῶ τὸν Ἰορδάνην, ποὺ εἶναι ἐμπρός μας, ἐνῷ σεῖς θὰ τὸν περάσετε καὶ θὰ κληρονομήσετε τὴν ὡραίαν αὐτὴν χώραν. |
23 προσέχετε ὑμεῖς, μὴ ἐπιλάθησθε τὴν διαθήκην Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ἣν διέθετο πρὸς ὑμᾶς, καὶ ἀνομήσητε, καὶ ποιήσητε ὑμῖν ἑαυτοῖς γλυπτὸν ὁμοίωμα πάντων, ὧν συνέταξέ σοι Κύριος ὁ Θεός σου· | 23 Παλιν σας λέγω, προσέξατε, μήπως τυχόν και λησμονήσετε την διαθήκην Κυρίου του Θεού ημών, την οποίαν συνήψε με σας, και κατασκευάσετε ως θεόν σας γλυπτήν εικόνα από όλα εκείνα, τα οποάα σας έχει απαγορεύσει Κυριος ο Θεός σας. | 23 Προσέχετε λοιπόν, νὰ μὴ λησμονήσετε ποτὲ τὴν Διαθήκην Κυρίου τοῦ Θεοῦ μας, τὴν ὁποίαν συνῆψε μαζί σας, καὶ παρανομήσετε καὶ κάμετε διὰ τοὺς ἑαυτούς σας γλυπτὸν ὁμοίωμα καὶ εἴδωλον ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα, ποὺ σοῦ ἀπηγόρευσε Κύριος ὁ Θεός σου. |
24 ὅτι Κύριος ὁ Θεός σου πῦρ καταναλίσκον ἐστί, Θεὸς ζηλωτής. | 24 Διότι Κυριος ο Θεός σου είναι φωτιά, που καταφλέγει και εξαφανίζει, είναι Θεός ζηλότυπος. | 24 Πρόσεχε, λαέ μου, διότι Κύριος ὁ Θεός σου εἶναι πῦρ, φωτιά, ποὺ κατακαίει καὶ κατατρώγει. Εἶναι Θεὸς ζηλότυπος καὶ δεν ἀνέχεται νὰ λατρεύετε ἄλλον ἀντὶ αὐτοῦ. |
25 ᾿Εὰν δὲ γεννήσῃς υἱοὺς καὶ υἱοὺς τῶν υἱῶν σου καὶ χρονίσητε ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἀνομήσητε καὶ ποιήσητε γλυπτὸν ὁμοίωμα παντὸς καὶ ποιήσητε τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν παροργίσαι αὐτόν, | 25 Εάν δε αποκτήσετε παιδιά και εγγονούς και ζέσετε επί μακρά έτη εις την γην και τυχόν παρανομήσετε, ώστε να κατασκευάσετε γλυπτήν εικόνα οιουδήποτε όντος και διαπράξετε αυτό το πονηρόν ενώπιον Κυρίου του Θεού σας, ώστε να τον παροργίσετε εναντίον σας, | 25 Ἐὰν δὲ ἀποκτήσῃς παιδιὰ καὶ παιδιὰ τῶν παιδιῶν σου καὶ ζήσετε ἐπὶ πολὺν καιρὸν εἰς τὴν χώραν καὶ παρανομήσετε καὶ κατασκευάσετε γλυπτὸν εἴδωλον δι' ὀτιδήποτε ἀπὸ αὐτά, ποὺ ἀπηγόρευσεν ὁ Θεός, καὶ διαπράξετε ἔτσι τὸ κακὸν ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σας, ὥστε νὰ τὸν παροργίσετε, |
26 διαμαρτύρομαι ὑμῖν σήμερον τόν τε οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, ὅτι ἀπωλείᾳ ἀπολεῖσθε ἀπὸ τῆς γῆς, εἰς ἣν ὑμεῖς διαβαίνετε τὸν ᾿Ιορδάνην ἐκεῖ κληρονομῆσαι αὐτήν. οὐχὶ πολυχρονιεῖτε ἡμέρας ἐπ᾿ αὐτῆς, ἀλλ᾿ ἢ ἐκτριβῇ ἐκτριβήσεσθε. | 26 εγώ επικαλούμαι σήμερον ως μάρτυρας εναντίον σας τον ουρανόν και την γην, και σας διαβεβαιώνω, ότι ασφαλώς και βεβαίως θα καταστραφήτε και θα εξαφανισθήτε από την ώραν, την οποίαν, διαβαίνοντες τον Ιορδάνην, πηγαίνετε να την κληρονομήσετε. Το τονίζω· δεν θα ζήσετε πολύν χρόνον πάνω εις αυτήν, αλλά ολοκληρωτικώς θα ξεριζωθήτε από εκεί. | 26 ἐπικαλοῦμαι ἐμπρός σας σήμερον μάρτυρας καὶ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, ὅτι θὰ ἐξολοθρευθῆτε ὁπωσδήποτε. Καὶ θὰ χαθῆτε ἀπὸ τὴν χώραν, εἰς τὴν ὁποίαν εἰσέρχεσθε μετὰ τὴν διάβασιν τοῦ Ἰορδάνου διὰ νὰ τὴν κληρονομήσετε. Δὲν πρόκειται νὰ διαμείνετε ἐπὶ πολὺν χρόνον εἰς αὐτήν, ἀλλὰ θὰ ἑξαφανισθῆτε ὁλοσχερῶς. |
27 καὶ διασπερεῖ Κύριος ὑμᾶς ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσι καὶ καταλειφθήσεσθε ὀλίγοι ἀριθμῷ ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν, εἰς οὓς εἰσάξει Κύριος ὑμᾶς ἐκεῖ. | 27 Θα σας διασκορπίση ο Κυριος εις όλα τα έθνη και θα απομείνετε ολίγοι μεταξύ των εθνών, ανάμεσα εις τα οποία θα σας διασκορπίση ο Κυριος, | 27 Καὶ θὰ σᾶς διασκορπίσῃ ὁ Κύριος εἰς ὅλα τὰ ἔθνη καὶ θὰ καταλήξετε νὰ εἶσθε ὀλιγάριθμοι μέσα εἰς ὅλα τὰ ἔθνη, εἰς ὅσα θὰ σᾶς ὁδηγήσῃ ὁ Κύριος. |
28 καὶ λατρεύσετε ἐκεῖ θεοῖς ἑτέροις, ἔργοις χειρῶν ἀνθρώπων, ξύλοις καὶ λίθοις, οἳ οὐκ ὄψονται οὐδὲ μὴ ἀκούσωσιν οὔτε μὴ φάγωσιν οὔτε μὴ ὀσφρανθῶσι. | 28 Εκεί θα λατρεύσετε άλλους θεούς, έργα χειρών ανθρώπων, ξύλα και λίθους, θεούς, οι οποίοι δεν θα βλέπουν, δεν θα ακούουν, δεν θα τρώγουν, ούτε θα οσφραίνωνται, διότι θα είναι άψυχα είδωλα. | 28 Καὶ θὰ λατρεύσετε ἐκεῖ θεοὺς ἄλλους, ποὺ θὰ εἶναι κατασκευασμένοι ἀπὸ χέρια ἀνθρώπων, θὰ εἶναι δηλαδὴ ξύλα καὶ λίθοι, ποὺ δὲν θὰ βλέπουν, οὔτε θὰ ἀκούουν οὔτε θὰ τρώγουν καὶ οὔτε θὰ ὀσφραίνωνται. |
29 καὶ ζητήσετε ἐκεῖ Κύριον τὸν Θεὸν ὑμῶν καὶ εὑρήσετε αὐτόν, ὅταν ἐκζητήσητε αὐτὸν ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου ἐν τῇ θλίψει σου· | 29 Εκεί εις την θλίψιν της ξορίας σας θα αναζητήσετε Κυριον τον Θεόν σας και θα τον εύρετε, όταν υπό το βάρος της θλίψεώς σας τον ζητήσετε με όλην την καρδίαν σας και με όλην την ψυχήν σας. | 29 Καὶ θὰ ζητήσετε ἐκεῖ εἰς τοὺς τόπους τῆς διασπορᾶς καὶ συμφορᾶς σας Κύριον τὸν Θεόν σας καὶ θὰ τὸν εὐρῆτε, ὅταν τὸν ζητήσετε ἐπιμόνως μὲ ὅλην τὴν καρδίαν σας καὶ μὲ ὅλην τὴν ψυχήν σας μέσα εἰς τὴν θλῖψιν σας. |
30 καὶ εὑρήσουσί σε πάντες οἱ λόγοι οὗτοι ἐπ᾿ ἐσχάτῳ τῶν ἡμερῶν, καὶ ἐπιστραφήσῃ πρὸς Κύριον τὸν Θεόν σου καὶ εἰσακούσῃ τῆς φωνῆς αὐτοῦ· | 30 Ολα αυτά, που λέγω εις σας σήμερον, θα σας εύρουν, μέχρις ότου κατά τας τελευταίας ημέρας θα επιστρέψτε εν μετανοία προς Κυριον τον Θεόν σας και θα ακούσετε την φωνήν αυτού. | 30 Καὶ εἰς τὰς τελευταίας ἡμέρας θὰ συναντήσεις εἰς τὴν ζωήν σου ὅλα αὐτά, ποὺ σοῦ εἶπα. Καὶ τότε θὰ ἐπιστρέψῃς ἐν μετανοίᾳ πρὸς Κύριον τὸν Θεόν σου καὶ θὰ ἀκούσῃς τὴν φωνήν Του νὰ σοῦ ὁμιλῇ καὶ πάλιν. |
31 ὅτι Θεὸς οἰκτίρμων Κύριος ὁ Θεός σου, οὐκ ἐγκαταλείψει σε οὐδὲ μὴ ἐκτρίψῃ σε, οὐκ ἐπιλήσεται τὴν διαθήκην τῶν πατέρων σου, ἣν ὤμοσεν αὐτοῖς Κύριος. | 31 Ο Κυριος θα σας δεχθή, διότι Κυριος Θεός σου είναι εύσπλαγχνος, δεν θα σας εγκαταλείψη, ούτε θα σας ξεριζώση εξ ολοκλήρου, ούτε θα λησμονήση την διαθήκην, την οποίαν με όρκον έκαμε προς τους πατέρας σας ο Κυριος. | 31 Διότι Κύριος ὁ Θεός σου εἶναι Θεὸς οἰκτίρμων. Δὲν θὰ σὲ ἐγκαταλείψῃ, οὔτε θὰ σὲ ἐξολοθρεύσῃ. Καὶ δὲν θὰ λησμονήσῃ ποτὲ τὴν Διαθήκην τῶν πατέρων σου, τὴν ὁποίαν συνῆψεν ὁ Κύριος μὲ αὐτούς μὲ ὅρκον. |
32 ἐπερωτήσατε ἡμέρας προτέρας τὰς γενομένας προτέρας σου ἀπὸ τῆς ἡμέρας, ἧς ἔκτισεν ὁ Θεὸς ἄνθρωπον ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἐπὶ τὸ ἄκρον τοῦ οὐρανοῦ ἕως τοῦ ἄκρου τοῦ οὐρανοῦ, εἰ γέγονε κατὰ τὸ ρῆμα τὸ μέγα τοῦτο, εἰ ἤκουσται τοιοῦτο· | 32 Ερωτήσατε τους ανθρώπους των προηγουμένων γενεών, από την ημέραν κατά την οποίαν εδημιούργησεν ο Θεός τον άνθρωπον επί της γης, ερωτήσατε την υφήλιον από το ένα άκρον του ουρανού έως το άλλο, εάν άλλην ποτέ φοράν έγινε κανένα άλλο πράγμα όμοιον με το μεγάλο τούτο γεγονός, η εάν ποτέ ηκούσθη κάτι τέτοιο· | 32 Ἐρωτήσατε τοὺς ἀνθρώπους τῶν προηγουμένων ἀπὸ σὲ γενεῶν καὶ ζητήσατε νὰ μάθετε ἂν ἔγινε, ἀπὸ τὴν ἡμέραν ποὺ ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τὸ ἕνα ἄκρον τοῦ οὐρανοῦ ἕως τὸ ἄλλο, κάτι παρόμοιον σὰν αὐτό, ποὺ ἔκανε διὰ σᾶς ὁ Θεός, ἢ ἂν ἔχῃ ἀκουσθῆ ποτὲ κάτι τέτοιο. |
33 εἰ ἀκήκοεν ἔθνος φωνὴν Θεοῦ ζῶντος λαλοῦντος ἐκ μέσου τοῦ πυρός, ὃν τρόπον ἀκήκοας σὺ καὶ ἔζησας· | 33 εάν δηλαδή ποτέ κανένα έθνος ήκουσε την φωνήν του Θεού του ζώντος να ομιλή εκ μέσου του πυρός, όπως ηκούσατε σεις, και οι οποίοι εν τούτοις εζήσατε και δεν απεθάνατε, υπό το βάρος του μεγαλειώδους γεγονότος. | 33 Ἔχει δηλαδὴ ἀκούσει ποτὲ κάποιο ἔθνος τὴν φωνὴν τοῦ ζῶντος Θεοῦ νὰ ὁμιλῇ μέσα ἀπὸ τὴν φωτιάν, ὅπως ἔχεις ἀκούσει σὺ καὶ πάρα ταῦτα ἔζησες; |
34 εἰ ἐπείρασεν ὁ Θεὸς εἰσελθὼν λαβεῖν ἑαυτῷ ἔθνος ἐκ μέσου ἔθνους ἐν πειρασμῷ καὶ ἐν σημείοις καὶ ἐν τέρασι καί ἐν πολέμῳ καὶ ἐν χειρὶ κραταιᾷ καὶ ἐν βραχίονι ὑψηλῷ καὶ ἐν ὁράμασι μεγάλοις κατὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν ἐν Αἰγύπτῳ ἐνώπιόν σου βλέποντος· | 34 Η εάν ο Θεός επεχείρησε να έλθη και να πάρη δια τον εαυτόν του έθνος από άλλο έθνος, χρησιμοποιών την πανταδυναμίαν του, με δοκιμασίας και με θαύματα και με καταπληκτικά γεγονότα και με πόλεμον, δια της παντοδυνάμου δεξιάς του και της ενδόξου δυνάμεώς του, με οράματα και γεγονότα μεγάλα και τρομερά, όσα έκαμε Κυριος ο Θεός μας εις την Αίγυπτον, εμπρός εις τα μάτια σας. | 34 Ἐπεχείρησεν ἐπίσης ποτὲ ὁ Θεὸς νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν ἱστορίαν κάποιον λαοῦ καὶ νὰ πάρῃ διὰ τὸν ἑαυτόν Του ἕνα ἔθνος (τὸν Ἰσραήλ) μέσα ἀπὸ ἄλλο ἔθνος (τοὺς Αἰγυπτίους) μὲ δοκιμασίας καὶ μὲ σημεῖα καὶ τέρατα καὶ μὲ πόλεμον καὶ μὲ τὸ χέρι Του τὸ παντοδύναμον καὶ μὲ τὸν ἀκατανίκητον καὶ ὑψηλὸν βραχίονά Του καὶ μὲ μεγάλα καὶ τρομερὰ γεγονότα, ὅπως ἀκριβῶς τὸ ἔκανε ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια σου εἰς τὴν Αἴγυπτον Κύριος ὁ Θεός μας; |
35 ὥστε εἰδῆσαί σε ὅτι Κύριος ὁ Θεός σου, οὗτος Θεός ἐστι, καὶ οὐκ ἔστιν ἔτι πλὴν αὐτοῦ. | 35 Ολα αυτά έγιναν, δια να γνωρίσης συ καλά, ότι Κυριος ο Θεός σου, αυτός είναι ο αληθινός Θεός και δεν υπάρχει άλλος πλην αυτού. | 35 Καὶ ἔγιναν αὐτά, διὰ νὰ ἀντιληφθῇς ὅτι ὁ Κύριος καὶ Θεός σου, Αὐτὸς καὶ μόνον εἶναι Θεὸς καὶ δὲν ὑπάρχει κανεὶς ἄλλος ἐκτὸς ἀπὸ Αὐτόν. |
36 ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀκουστὴ ἐγένετο ἡ φωνὴ αὐτοῦ παιδεῦσαί σε, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς ἔδειξέ σοι τὸ πῦρ αὐτοῦ τὸ μέγα, καὶ τὰ ρήματα αὐτοῦ ἤκουσας ἐκ μέσου τοῦ πυρός. | 36 Από τον ουρανόν ηκούσθη η φωνή αυτού προς σέ, δια να σε παιδαγωγήση και μορφώση, και επί της γης έδειξεν εις σε το ισχυρόν και θαυμαστόν αυτού πυρ, και ήκουσες τα λόγια του να βγαίνουν μέσα από το πυρ. | 36 Ἔγινεν ἀκουστὴ ἡ φωνή Του ἀπὸ τὸν οὐρανόν, διὰ νὰ σὲ παιδαγωγήσῃ. Καὶ σοῦ ἔδειξεν ἐπὶ γῆς τὸ θαυμαστόν Του πῦρ καὶ ἄκουσες τοὺς λόγους Του μέσα ἀπὸ τὴν φωτιάν. |
37 διὰ τὸ ἀγαπῆσαι αὐτὸν τοὺς πατέρας σου καὶ ἐξελέξατο τὸ σπέρμα αὐτῶν μετ᾿ αὐτοὺς ὑμᾶς καὶ ἐξήγαγέ σε αὐτὸς ἐν τῇ ἰσχύϊ αὐτοῦ τῇ μεγάλῃ ἐξ Αἰγύπτου | 37 Και αυτά, διότι ο Θεός ηγάπησε τους προπάτοράς σου, εξέλεξε σας τους απογόνους των, υστέρα από αυτούς, και αυτός σε έφερε με την παντοδύναμον δεξιάν του ελεύθερον από την Αίγυπτον, | 37 Καὶ ὅλα αὐτὰ ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τοὺς προγόνους σου καὶ ἐδιάλεξε σᾶς τοὺς ἀπογόνους των μετὰ ἀπὸ ἐκείνους. Καὶ σὲ ἔβγαλε ὁ ἴδιος μὲ τὴν δύναμίν Του τὴν μεγάλην ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, |
38 ἐξολοθρεῦσαι ἔθνη μεγάλα καὶ ἰσχυρότερά σου πρὸ προσώπου σου, εἰσαγαγεῖν σε δοῦναί σοι τὴν γῆν αὐτῶν κληρονομεῖν, καθὼς ἔχεις σήμερον. | 38 δια να εξολοθρεύση από εμπρός σου έθνη μεγάλα και ισχυρότερά σου, να σε εισαγάγη και να δώση την χώραν αυτών εις σε ως κληρονομίαν σου, όπως βλέπετε να πραγματοποιήται αυτό σήμερον. | 38 ὥστε νὰ ἐξολοθρεύσῃ ἀπὸ ἐμπρός σου ἔθνη μεγάλα καὶ κατὰ πολὺ δυνατώτερα ἀπὸ σὲ καὶ νὰ σὲ βάλῃ μέσα εἰς τὴν χώραν των· καὶ νὰ σοῦ τὴν χαρίσῃ διὰ νὰ τὴν κληρονομήσῃς, ὅπως συμβαίνει σήμερον. |
39 καὶ γνώσῃ σήμερον καὶ ἐπιστραφήσῃ τῇ διανοίᾳ ὅτι Κύριος ὁ Θεός σου οὗτος Θεὸς ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ἐπὶ τῆς γῆς κάτω, καὶ οὐκ ἔστιν ἔτι πλὴν αὐτοῦ· | 39 Θα μάθης σήμερον και θα εντυπώσης στον νουν και την καρδίαν σου, ότι Κυριος ο Θεός σου αυτός είναι ο αληθινός Θεός, άνω στον ουρανόν και κάτω εις την γην, και δεν υπάρχει άλλος πλην αυτού. | 39 Καὶ θὰ γνωρίσῃς σήμερον καὶ θὰ τὸ ἐντυπώσῃς καλὰ εἰς τὴν διάνοιάν σου ὅτι Κύριος ὁ Θεός σου, Αὐτὸς καὶ μόνον εἶναι Θεὸς ἐπάνω εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ κάτω εἰς τὴν γῆν καὶ δὲν ὑπάρχει κανεὶς ἄλλος ἐκτὸς Αὐτοῦ. |
40 καὶ φυλάξασθε τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ καὶ τὰ δικαιώματα αὐτοῦ, ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι σήμερον, ἵνα εὖ σοι γένηται καὶ τοῖς υἱοῖς σου μετὰ σέ, ὅπως μακροήμεροι γένησθε ἐπὶ τῆς γῆς, ἧς Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι πάσας τὰς ἡμέρας. | 40 Προσέξατε, ώστε να φυλάξετε τας εντολάς του και τον Νομον του, όλα όσα εγώ σας διατάσσω σήμερον δια να ζήσετε ευτυχείς, συ και τα παιδιά σου έπειτα από σέ, να γίνετε μακροχρόνιοι εις την γην της Επαγγελίας, την οποίαν σας δίδει ο Κυριος ως παντοτεινήν ιδιοκτησίαν σας”. | 40 Καὶ νὰ φυλάξετε τὰς ἐντολάς Του καὶ τὰ προστάγματά Του, ὅσα σοῦ παραγγέλλω ἑγὼ σήμερον, διὰ νὰ εὐτυχῇς καὶ σὺ καὶ οἱ ἀπόγονοί σου μετὰ ἀπὸ σὲ καὶ νὰ εἶσθε πολύχρονοι εἰς τὴν χώραν, ποὺ σοὺ δίδει Κύριος ὁ Θεός σου καθ' ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου». |
41 Τότε ἀφώρισε Μωυσῆς τρεῖς πόλεις πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου ἀπὸ ἀνατολῶν ἡλίου | 41 Τοτε ο Μωϋσής εξεχώρισε και ώρισε τρεις πόλεις προς ανατολάς του Ιορδάνου, | 41 Τότε ἐξεχώρισεν ὁ Μωυσῆς τρεῖς πόλεις πέραν τοῦ Ἰορδάνου ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴν πλευρὰν τοῦ ποταμοῦ, |
42 φυγεῖν ἐκεῖ τὸν φονευτήν, ὃς ἂν φονεύσῃ τὸν πλησίον οὐκ εἰδώς, καὶ οὗτος οὐ μισῶν αὐτὸν πρὸ τῆς χθὲς καὶ τῆς τρίτης, καὶ καταφεύξεται εἰς μίαν τῶν πόλεων τούτων καὶ ζήσεται· | 42 δια να καταφεύγη εκεί ο φονεύς, ο οποίος εφόνευσε τον πλησίον του εξ αγνοίας και χωρίς να το θέλη, χωρίς να έχη κανένα μίσος εναντίον αυτού κατά το παρελθόν. Αυτός ο φονεύς θα καταφύγη εις μίαν από τας τρεις αυτάς πόλεις και θα σώση εκεί την ζωήν του. | 42 διὰ νὰ καταφεύγῃ καὶ εὑρίσκῃ ἄσυλον ἐκεῖ κάθε φονεύς, ποὺ θὰ ἔχῃ φονεύσει ἀκουσίως καὶ ἒν ἀγνοίᾳ του τὸν πλησίον του, ἐνῷ δὲν εἶχε μῖσος ἐναντίον του μέχρι τότε. Καὶ θὰ καταφεύγῃ εἰς μίαν ἀπὸ τὰς πόλεις αὐτὰς καὶ θὰ ζῇ, χωρὶς τὸν κίνδυνον νὰ τιμωρηθῇ διὰ τὸν φόνον ποὺ διέπραξε. |
43 τὴν Βοσὸρ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἐν τῇ γῇ τῇ πεδινῇ τῷ Ρουβὴν καὶ τὴν Ραμὼθ ἐν Γαλαὰδ τῷ Γαδδὶ καὶ τὴν Γαυλὼν ἐν Βασὰν τῷ Μανασσῇ. | 43 Αι πόλεις αυταί είναι· Η Βοσόρ εις την ακατοίκητον πεδινήν περιοχήν, η οποία ανήκει εις την φυλήν Ρουβήν, η Ραμώθ εις Γαλαάδ που ανήκει εις την φυλήν Γαδ, και η Γαυλών της χώρας Βοσάν, που ανήκει εις την φυλήν Μανασσή. | 43 Ἐξεχώρισε τὴν Βοσόρ, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὴν ἔρημον τῆς πεδινῆς περιοχῆς καὶ ἀνήκει εἰς τὴν φυλὴν τοῦ Ρουβήν, καὶ τὴν Ραμώθ, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὴν Γαλαὰδ καὶ ἀνήκει εἰς τὴν φυλὴν τοῦ Γάδ, καὶ τὴν Γαυλῶν, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὴν Βασὰν καὶ ἀνήκει εἰς τὴν φυλὴν τοῦ Μανασσῆ. |
44 Οὗτος ὁ νόμος, ὃν παρέθετο Μωυσῆς ἐνώπιον υἱῶν ᾿Ισραήλ· | 44 Αυτός είναι ο Νομος, τον οποίον παρέδωκεν ο Μωϋσής στους Ισραηλίτας. | 44 Αὐτὸς εἶναι ὁ Νόμος, τὸν ὁποῖον ἐπαρουσίασεν ὁ Μωυσῆς ἐνώπιον τῶν Ἰσραηλιτῶν. |
45 ταῦτα τὰ μαρτύρια καὶ τὰ δικαιώματα καὶ τὰ κρίματα, ὅσα ἐλάλησε Μωυσῆς τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραήλ, ἐξελθόντων αὐτῶν ἐκ γῆς Αἰγύπτου | 45 Αυταί είναι αι εντολαί, οι νόμοι και οι θεσμοί, τους οποίους είπεν ο Μωϋσής προς τους Ισραηλίτας, ότε εξήλθον από την Αίγυπτον, | 45 Αὐταὶ εἶναι αἱ ἐντολαὶ καὶ τὰ προστάγματα καὶ αἱ διατάξεις, ποὺ παρήγγειλεν ὁ Μωυσῆς εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας, ὅταν ἐβγῆκαν αὐτοὶ ἐλεύθεροι ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον. |
46 ἐν τῷ πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου, ἐν φάραγγι, ἐγγὺς οἴκου Φογώρ, ἐν γῇ Σηὼν βασιλέως τῶν ᾿Αμορραίων, ὃς κατῴκει ἐν ᾿Εσεβών, ὃν ἐπάταξε Μωυσῆς καὶ οἱ υἱοὶ ᾿Ισραήλ, ἐξελθόντων αὐτῶν ἐκ γῆς Αἰγύπτου | 46 εις την ανατολικώς του Ιορδάνου περιοχήν, εις κάποια κοιλάδα, κοντά στον ναόν του ειδωλολατρικού θεού Φογώρ, εις την χώραν του Σηών, βασιλέως των Αμορραίων, ο οποίος κατοικούσε εις την Εσεβών και τον οποίον εκτύπησαν μέχρις εξοντώσεως ο Μωϋσής και οι Ισραηλίται, όταν εξήλθον από την Αίγυπτον. | 46 Εὑρίσκοντο δὲ εἰς τὸ φαράγγι πέραν ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην, κοντὰ εἰς τὸν εἰδωλολατρικὸν ναὸν τοῦ Φογώρ, εἰς τὴν χώραν τοῦ Σηὼν τοῦ βασιλέως τῶν Ἀμορραίων, ποὺ κατοικοῦσε εἰς τὴν Ἐσεβών. Τὸν βασιλέα αὐτὸν τὸν ἐξώντωσεν ὁ Μωϋσῆς μὲ τοὺς Ἰσραηλίτας, ὅταν ἐβγῆκαν αὐτοὶ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον. |
47 καὶ ἐκληρονόμησαν τὴν γῆν αὐτοῦ καὶ τὴν γῆν ῍Ωγ βασιλέως τῆς Βασάν, δύο βασιλέων τῶν ᾿Αμορραίων, οἳ ἦσαν πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου κατὰ ἀνατολὰς ἡλίου, | 47 Εγιναν τότε κληρονόμοι και κόποχοι της χώρας του, όπως επίσης και της χώρας του Ωγ, βασιλέως της Βασάν· οι δύο αυτοί Αμορραίοι βασιλείς ήσαν πέραν από τον Ιορδάνην προς ανατολάς, | 47 Καὶ ἐκληρονόμησαν τὴν χώραν του καὶ τὴν χώραν τοῦ Ὤγ, τοῦ βασιλέως τῆς Βασάν, δυο βασιλέων τῶν Ἀμορραίων, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἐγκατεστημένοι πρὸς ἀνατολὰς καὶ πέραν τοῦ Ἰορδάνου. |
48 ἀπὸ ᾿Αροήρ, ἥ ἐστιν ἐπὶ τοῦ χείλους χειμάρρου ᾿Αρνῶν, καὶ ἐπὶ τοῦ ὄρους τοῦ Σηὼν ὅ ἐστιν ᾿Αερμών, | 48 και κατείχον τας χώρας από Αροήρ, η οποία ευρίσκεται εις την όχθην του χειμάρρου Αρνών, μέχρι του όρους Σηών, του επονομαζομένου Ερμών, | 48 Ἐκληρονόμησαν τὰς περιοχὰς ἀπὸ τὴν πόλιν Ἀροήρ, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὴν ὄχθην τοῦ χειμάρρου Ἀρνῶν, ἕως τὸ βουνὸ Σηών, δηλαδὴ τὸ Ἀερμών, |
49 πᾶσαν τὴν ῎Αραβα πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου κατὰ ἀνατολὰς ἡλίου ὑπὸ ᾿Ασηδὼθ τὴν λαξευτήν. | 49 όλην την κοιλάδα ανατολικώς πέραν του Ιορδάνου, έως τας υπωρείας Ασηδώθ του όρους Ναυάβ. | 49 καὶ ὅλην τὴν κοιλάδα Ἄραβα πέραν τοῦ Ἰορδάνου πρὸς ἀνατολὰς ἕως τὴν λαξευτὴν περιοχὴν Ἀσηδὼθ τοῦ ὅρους Ναβαῦ. |