Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΕΑΝ δὲ εὑρεθῇ τραυματίας ἐν τῇ γῇ, ᾗ Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι κληρονομῆσαι, πεπτωκὼς ἐν τῷ πεδίῳ καὶ οὐκ οἴδασι τὸν πατάξαντα, | 1 Εάν ευρεθή κάποιος νεκρός εξ αιτίας θανασίμου τραύματος και κείται στο υπαιθρον της χώρας, την οποίαν Κυριος ο Θεός σου σου έχει δώσει ως κληρονομίαν, και κανείς δεν γνωρίζη τον φονέα αυτού, | 1 Εὰν δὲ εἰς τὴν χώραν, ποὺ σοῦ δίδει ὡς κληρονομίαν Κύριος ὁ Θεός σου, εὑρεθῇ κάποιος ἄνθρωπος κτυπημένος μὲ θανάσιμον τραῦμα, πεσμένος εἰς τοὺς ἀγρούς, καὶ δὲν γνωρίζῃ κανεὶς αὐτὸν ποὺ τὸν ἐκτύπησε, |
2 ἐξελεύσεται ἡ γερουσία σου καὶ οἱ κριταί σου καὶ ἐκμετρήσουσιν ἐπὶ τὰς πόλεις τὰς κύκλῳ τοῦ τραυματίου, | 2 θα εξέλθουν από τας πλησίον πόλεις οι γεροντότεροι και οι κριταί του λαού και θα μετρήσουν την απόστασιν των γύρω πόλεων μέχρι του τόπου, όπου κείται ο φονευθείς. | 2 θὰ βγοῦν οἱ προεστοὶ καὶ οἱ Κριταὶ τῶν πόλεων, ποὺ εὑρίσκονται πλησίον, καὶ θὰ μετρήσουν τὴν ἀπόστασιν τοῦ τόπου τοῦ ἐγκλήματος ἀπὸ τὰς πόλεις, ποὺ εὐρίσκονται γύρω ἀπὸ τὸ θῦμα. |
3 καὶ ἔσται ἡ πόλις ἡ ἐγγίζουσα τῷ τραυματίᾳ καὶ λήψεται ἡ γερουσία τῆς πόλεως ἐκείνης δάμαλιν ἐκ βοῶν, ἥτις οὐκ εἴργασται, καὶ ἥτις οὐχ εἵλκυσε ζυγόν, | 3 Οι γεροντότεροι της πόλεως εκείνης, η οποία ευρίσκεται πλησιέστερα προς τον φονευθέντα, θα λάβουν από τα βόδια δάμαλιν, η οποία δεν έχει χρησιμοποιηθή εις εργασίαν και δεν έχει σύρει ζυγόν. | 3 Καὶ ἀφοῦ προσδιορισθῇ ἡ πόλις, ποὺ πλησιάζει περισσότερον πρὸς τὸν τόπον, ὅπου εὑρέθη τὸ θῦμα, θὰ πάρουν οἱ προεστοὶ τῆς πόλεως ἐκείνης μίαν δάμαλιν ἀπὸ τὰ βόδια, ποὺ δὲν εἶχεν ἐργασθῆ ἕως τότε καὶ δὲν εἶχε σύρει ἀκόμη ζυγόν. |
4 καὶ καταβιβάσουσιν ἡ γερουσία τῆς πόλεως ἐκείνης δάμαλιν εἰς φάραγγα τραχεῖαν, ἥτις οὐκ εἴργασται οὐδὲ σπείρεται, καὶ νευροκοπήσουσι τὴν δάμαλιν ἐν τῇ φάραγγι. | 4 Αυτοί οι γεροντότεροι της πόλεως θα κατεβάσουν την δάμαλιν εις ανώμαλον φάραγγα η οποία δεν έχει οργωθή ούτε σπαρή, και εις την φάραγγα αυτήν θα φονεύσουν την δάμαλιν κόπτοντες το νεύρον του τραχήλου της. | 4 Καὶ θὰ κατεβάσουν οἱ προεστοὶ τῆς πόλεως ἐκείνης τὸ ζῶον μέσα εἰς κάποιο δύσβατο καὶ ἀπότομο φαράγγι, ποὺ δεν ἔχει καλλιεργηθῆ καὶ δὲν εἶναι σπαρμένο, καὶ θὰ κόψουν τὰ νεῦρα τοῦ λαιμοῦ του καὶ θὰ τὸ σφάξουν καὶ θὰ τὸ τεμαχίσουν ἐκεῖ εἰς τὸ φαράγγι. |
5 καὶ προσελεύσονται οἱ ἱερεῖς οἱ Λευῖται, ὅτι αὐτοὺς ἐπέλεξε Κύριος ὁ Θεὸς παρεστηκέναι αὐτῷ καὶ εὐλογεῖν ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ, καὶ ἐπὶ τῷ στόματι αὐτῶν ἔσται πᾶσα ἀντιλογία καὶ πᾶσα ἁφή. | 5 Θα προσέλθουν εκεί οι ιερείς, που ανήκουν εις την φυλήν Λευϊ, διότι αυτούς έχει εκλέξει Κυριος ο Θεός να είναι πλησίον του δια να τον υπηρετούν και να ευλογούν εξ ονόματός του τον λαόν και τους έδωσε το δικαίωμα να αποφαίνωνται επί πάσης αμφισβητήσεως και αδικίας, | 5 Θὰ ἔλθουν δὲ ἐπὶ τόπου καὶ οἱ ἱερεῖς, οἱ ἀπόγονοι δηλαδὴ τοῦ Λευΐ, διότι αὐτοὺς ἐδιαλεξε Κύριος ὁ Θεός, διὰ να στέκουν ἐνώπιόν Του καὶ να εὐλογοῦν ἐν ὀνόματί Του καὶ νὰ ἐκφέρουν ὁριστικὴν ἀπόφασιν διὰ κάθε διαφωνίαν καὶ κάθε εἴδους βλάβην, ποὺ θὰ προκαλέσῃ τυχὸν κάποιος εἰς τὸν συνάνθρωπόν του. |
6 καὶ πᾶσα ἡ γερουσία τῆς πόλεως ἐκείνης οἱ ἐγγίζοντες τῷ τραυματίᾳ νίψονται τὰς χεῖρας ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τῆς δαμάλεως τῆς νενευροκοπημένης ἐν τῇ φάραγγι | 6 και όλοι οι άνθρωποι της γερουσίας της πόλεως εκείνης, που ευρίσκεται πλησιέστερα προς τον φονευθέντα, θα νίψουν τα χέρια των επάνω εις την κεφαλήν της δαμάλεως, η οποία έχει νευροκοπηθή εις την φάραγγα, | 6 Καὶ ὅλοι οἱ προεστοὶ τῆς πόλεως ἐκείνης, ποὺ εὑρίσκεται κοντὰ εἰς τὸ θῦμα, θὰ πλύνουν τὰ χέρια των ἐπάνω εἰς τὸ κεφάλι τοῦ ζώου, ποὺ ἔχει νευροκοπηθῆ |
7 καὶ ἀποκριθέντες ἐροῦσιν· αἱ χεῖρες ἡμῶν οὐκ ἐξέχεαν τὸ αἷμα τοῦτο, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν οὐχ ἑωράκασιν· | 7 και θα είπουν ενώπιον όλων· “τα χέρια μας δεν έχυσαν το αίμα τούτο και τα μάτια μας δεν είδαν εκείνον, που το έχυσε, | 7 Καὶ ἐν συνεχείᾳ θὰ εἰποῦν: «Τὰ χέρια μας δεν ἔχυσαν αὐτὸ τὸ αἷμα καὶ τὰ μάτια μας δὲν εἶδαν τὸν φονευτήν. |
8 ἵλεως γενοῦ τῷ λαῷ σου ᾿Ισραήλ, οὓς ἐλυτρώσω, Κύριε, ἵνα μὴ γένηται αἷμα ἀναίτιον ἐν τῷ λαῷ σου ᾿Ισραήλ. καὶ ἐξιλασθήσεται αὐτοῖς τὸ αἷμα. | 8 δείξε, Κυριε, την ευσπλαγχνίαν και το έλεός σου προς τον ισραηλιτικόν λαόν, τον οποίον συ ηλευθέρωσας από την Αίγυπτον, ώστε να μη καταλογισθή στον λαόν σου το αθώον αίμα”. Ετσι δε αυτοί θα εξιλεωθούν και δεν θα είναι ένοχοι δια το αθώον εκείνο αίμα. | 8 Σπλαγχνίσου, Κύριε, τὸν λαόν Σου, τὸν Ἰσραήλ, ποὺ τὸν ἐλύτρωσες Σὺ ἀπὸ τὴν σκλαβιά, διὰ νὰ μὴ πέσῃ ἐπάνω εἰς τὸν λαόν Σου, τὸν Ἰσραήλ, ἡ ἐνοχὴ ἀθώου αἵματος καὶ θεωρηθῇ ἀδίκως ἔνοχος φόνου». Καὶ ἔτσι δὲν θὰ ἔχουν ἐνοχὴν διὰ τὸν θάνατὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου. |
9 σὺ δὲ ἐξαρεῖς τὸ αἷμα· τὸ ἀναίτιον ἐξ ὑμῶν αὐτῶν, ἐὰν ποιήσῃς τὸ καλὸν καὶ τὸ ἀρεστὸν ἔναντι Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου. | 9 Συ θα αποβάλης από τυν εαυτόν σου την ενοχήν δια το χυθέν αθώον αίμα, εάν πράττης το καλόν και αυάρεστον ενώπιον Κυρίου του Θεού σου. | 9 Καὶ θὰ βγάλῃς ἀπὸ ἐπάνω σου τὴν ἐνοχὴν τοῦ ἀθώου αἵματος, ἐὰν κάνῃς αὐτὸ ποὺ εἶναι καλὸν καὶ εὐάρεστον ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου. |
10 ᾿Εὰν δὲ ἐξελθὼν εἰς πόλεμον ἐπὶ τοὺς ἐχθρούς σου καὶ παραδῷ σοι Κύριος ὁ Θεός σου εἰς τὰς χεῖράς σου καὶ προνομεύσῃς τὴν προνομὴν αὐτῶν | 10 Εάν εξέλθης εις πόλεμον εναντίον των εχθρών σου και Κυριος ο Θεός σου παραδώση αυτούς εις τα χέρια σου, και κυριεύσης λάφυρα και αιχμαλώτους, | 10 Ἐὰν δὲ βγῇς νὰ πολεμήσῃς μὲ τοὺς ἐχθρούς σου καὶ σοῦ τοὺς παραδώσῃ Κύριος ὁ Θεός σου εἰς τὰ χέρια σου καὶ πάρῃς εἰς τὴν ἐξουσίαν σου τὰ λάφυρα καὶ τοὺς αἰχμαλώτους των, |
11 καὶ ἴδῃς ἐν τῇ προνομῇ γυναῖκα καλὴν τῷ εἴδει καὶ ἐνθυμηθῇς αὐτῆς καὶ λάβῃς αὐτήν σεαυτῷ γυναῖκα | 11 ίδης δε μεταξύ των αιχμαλώτων γυναίκα ωραίαν εις την εμφάνισιν, και επιθυμήσης αυτήν δια να την λάβης ως γυναίκα σου. | 11 καὶ ἰδῇς ἀνάμεσα εἰς τοὺς αἰχμαλώτους μίαν ὡραίαν γυναῖκα καὶ τὴν βάλῃς εἰς τὸν νοῦν σου καὶ τὴν πάρῃς τελικῶς διὰ τὸν ἑαυτόν σου ὡς σύζυγον, πρέπει νὰ γίνουν τὰ ἑξῆς: |
12 καὶ εἰσάξῃς αὐτὴν ἔνδον εἰς τὴν οἰκίαν σου, καὶ ξυρήσεις τὴν κεφαλὴν αὐτῆς καὶ περιονυχιεῖς αὐτὴν | 12 Θα την εισαγάγης εις την οικίαν σου, θα ξυρίσης την κεφαλήν της, θα κόψης τα νύχια της, | 12 Θὰ τὴν βάλῃς μέσα εἰς τὸ σπίτι σου καὶ θὰ ξυρίσῃς τὸ κεφάλι της καὶ θὰ κόψῃς τὰ νύχια της. |
13 καὶ περιελεῖς τὰ ἱμάτια τῆς αἰχμαλωσίας ἀπ᾿ αὐτῆς καὶ καθιεῖται ἐν τῇ οἰκίᾳ σου καὶ κλαύσεται τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα μηνὸς ἡμέρας, καὶ μετὰ ταῦτα εἰσελεύσῃ πρὸς αὐτὴν καὶ συνοικισθήσῃ αὐτῇ, καὶ ἔσται σου γυνή. | 13 θα αφαιρέσης από αυτήν τα ενδύματα της αιχμαλωσίας της. Αυτή θα καθήση εις την οικίαν σου και θα κλαύση τον πατέρα και την μητέρα της επί ένα μήνα, κατόπιν δε συ θα έλθης εις συνάφειαν με αυτήν, θα συγκατοικής με αυτήν και θα είναι νόμιμος σύζυγός σου. | 13 Θὰ βγάλῃς ἐπίσης ἀπὸ ἐπάνω της τὰ φορέματα τῆς αἰχμαλωσίας. Καὶ θὰ καθίσῃ εἰς τὸ σπίτι σου καὶ θὰ κλαύσῃ τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα της ἐπὶ ἕνα ὁλόκληρον μῆνα. Καὶ μετὰ ταὐτὰ θὰ εἰσέλθῃς εἰς τὸ δωμάτιόν της καὶ θὰ συνοικήσῃς μαζί της καὶ θὰ εἶναι πλέον γυναῖκα σου. |
14 καὶ ἔσται ἐὰν μὴ θέλῃς αὐτήν, ἐξαποστελεῖς αὐτὴν ἐλευθέραν καὶ πράσει οὐ πραθήσεται ἀργυρίου· οὐκ ἀθετήσεις αὐτήν, διότι ἐταπείνωσας αὐτήν. | 14 Εάν όμως κατόπιν δεν θέλης να κρατήσης αυτήν ως συζυγον, θα την αφήσης ελευθέραν· κατ' ουδένα δε λόγον θα πωληθή αυτή αντί χρημάτων. Δεν θα την αρνηθής, ώστε να την πωλήσης ως δούλην, διότι συ την είχες προηγουμένως ως σύζυγον και την διέφθειρες. | 14 Ἐὰν ὅμως δὲν ἐπιθυμῇς νὰ τὴν κρατήσῃς περισσότερον, θὰ τὴν ἀφήσῃς νὰ φύγῃ ἐλεύθερα. Δὲν θὰ τὴν πωλήσῃς δούλην ἀντὶ χρηματικοῦ ποσοῦ, οὔτε θὰ τὴν περιφρονήσῃς, διότι τὴν διέφθειρες. |
15 ᾿Εὰν δὲ γένωνται ἀνθρώπῳδύο γυναῖκες, μία αὐτῶν ἠγαπημένη καὶ μία αὐτῶν μισουμένη, καὶ τέκωσιν αὐτῷ ἡ ἠγαπημένη καὶ ἡ μισουμένη καὶ γένηται υἱὸς πρωτότοκος τῆς μισουμένης, | 15 Εάν ένας Ισραηλίτης λάβη δύο γυναίκας, την μίαν εκ των οποίων αγαπά την δε άλλην μισεί, γεννήσουν δε και αι δύο η αγαπωμένη και η μισουμένη, η δε μισουμένη γεννήση πρώτη υιόν πρωτότοκον, έπειτα δε από αυτήν γεννήση η αγαπωμένη, | 15 Ἐὰν δὲ κάποιος Ἰσραηλίτης ἔχῃ δύο συζύγους, μίαν ποὺ τὴν ἀγαπᾷ ἰδιαιτέρως καὶ ἄλλην ποὺ τὴν ἀποστρέφεται, καὶ γεννήσουν καὶ ἡ ἐννοουμένη καὶ ἡ ἄλλη καὶ γεννηθῇ πρωτότοκος υἱὸς ἀπὸ αὐτὴν ποὺ ἀποστρέφεται, νὰ ἔχῃ ὑπ’ ὄψιν του τὸ ἑξῆς: |
16 καὶ ἔσται ᾗ ἂν ἡμέρᾳ κατακληρονομῇ τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ, οὐ δυνήσεται πρωτοτοκεῦσαι τῷ υἱῷ τῆς ἠγαπημένης, ὑπεριδὼν τὸν υἱὸν τῆς μισουμένης τὸν πρωτότοκον, | 16 κατά την ημέραν κατά την οποίαν ο πατήρ ούτος θα διανείμη εις τα παιδιά του την περιουσίαν του, δεν θα δώση τα πρωτοτόκια στον πρωτότοκον της ηγαπημένης του, καταφρονών έτσι τον πρωτότοκον υιόν της μισουμένης, | 16 Κατὰ τὴν ἡμέραν ποὺ θὰ μοιράζῃ εἰς τοὺς υἱούς του τὰ ὑπάρχοντά του καὶ θὰ τοὺς ὁρίζῃ κληρονόμους του, δὲν θὰ ἠμπορῇ νὰ δώσῃ τὰ πρωτοτόκια εἰς τὸν υἱὸν τῆς εὐνοουμένης συζύγου του καὶ νὰ καταφρονήσῃ καὶ ἀδικήσῃ τὸν πρωτότοκον υἱὸν τῆς ἄλλης, ποὺ τὴν ἀποστρέφεται. |
17 ἀλλὰ τὸν πρωτότοκον υἱὸν τῆς μισουμένης ἐπιγνώσεται δοῦναι αὐτῷ διπλᾶ ἀπὸ πάντων, ὧν ἂν εὑρεθῇ αὐτῷ, ὅτι οὗτός ἐστιν ἀρχὴ τέκνων αὐτοῦ, καὶ τούτῳ καθήκει τὰ πρωτοτοκεῖα. | 17 αλλά ως πρωτότοκον υιόν του θα αναγνωρίση τον υιόν της μισουμένης και θα δώση διπλάσιον εις αυτόν μερίδιον από όλα τα υπάρχοντά του, διότι αυτός είναι η αρχή των τέκνων του και εις αυτόν ανήκουν τα δικαιώματα ως πρωτοτόκου. | 17 Ἀντιθέτως θὰ ἀναγνωρίσῃ τὸν πρωτότοκον υἱὸν τῆς συζύγου του ποὺ τὴν ἀποστρέφεται, καὶ θὰ τοῦ δώσῃ ὡς κληρονομίαν διπλάσιον μερίδιον ἀπὸ ὅλα, ὅσα ἔχει. Διότι αὐτὸς ἀποτελεῖ τὴν ἀρχὴν τῶν παιδιῶν του καὶ εἰς αὐτὸν ἀνήκουν τὰ προνόμια τοῦ πρωτοτόκου. |
18 ᾿Εὰν δέ τινι ᾖ υἱὸς ἀπειθὴς καὶ ἐρεθιστής, οὐχ ὑπακούων φωνὴν πατρὸς καὶ φωνὴν μητρός, καὶ παιδεύωσιν αὐτὸν καὶ μὴ εἰσακούῃ αὐτῶν, | 18 Εάν ένας Ισραηλίτης έχη υιόν απειθή, φιλόνεικον και υβριστήν, ανυπάκουον εις τα λόγια του πατρός και της μητρός του και ο οποίος, παρά τας παιδαγωγικάς τιμωρίας εκ μέρους των γονέων του, δεν σέβεται και δεν υπακούει εις αυτούς, | 18 Ἐὰν δὲ ὁ υἱὸς κάποιου εἶναι ἀπείθαρχος καὶ φιλόνεικος καὶ δὲν ὑπακούῃ εἰς τὰς συμβουλὰς τοῦ πατέρα του καὶ εἰς τὰς συμβουλὰς τῆς μητέρας του, καὶ ἐνῷ αὐτοὶ τὸν παιδαγωγοῦν, ἐκεῖνος ὅμως δὲν τοὺς ἀκούει καὶ δὲν τοὺς ὑπολογίζει, |
19 καὶ συλλαβόντες αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἐξάξουσιν αὐτὸν ἐπὶ τὴν γερουσίαν τῆς πόλεως αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τὴν πύλην τοῦ τόπου | 19 θα τον πάρουν ο πατέρας και η μητέρα του και θα τον οδηγήσουν εις την γερουσίαν της πόλεως, η οποία ευρίσκεται εις την πύλην της πόλεως, τόπον του δικαστηρίου. | 19 θὰ τὸν πιάσουν ὁ πατέρας του καὶ ἡ μητέρα του καὶ θὰ τὸν βγάλουν εἰς τὴν πύλην τῆς πόλεως, εἰς τὴν θέσιν ὅπου κάθονται καὶ κρίνουν τὰς διαφόρους ὑποθέσεις οἱ προεστοὶ τοῦ τόπου. |
20 καὶ ἐροῦσι τοῖς ἀνδράσι τῆς πόλεως αὐτῶν· ὁ υἱὸς ἡμῶν οὗτος ἀπειθεῖ καὶ ἐρεθίζει, οὐχ ὑπακούει τῆς φωνῆς ἡμῶν, συμβολοκοπῶν οἰνοφλυγεῖ· | 20 Εκεί οι γονείς θα είπουν στους πρεσβυτέρους και δικαστάς της πόλεώς των· Αυτός ο υιός μας είναι απειθής, φιλόνεικος και υβριστής, δεν υπακούει εις τα λόγια μας και μεθοκοπάει εις συμπόσια. | 20 Καὶ θὰ εἰποῦν εἰς τοὺς ὑπευθύνους ἄνδρας τῆς πόλεώς των: «Ὁ υἱός μας αὐτὸς εἶναι ἀτίθασος καὶ φιλόνεικος. Δὲν ἀκούει τὰς συμβουλάς μας. Γίνεται ἕνα μὲ ἄλλους καὶ ξεφαντώνει καὶ μεθοκοπᾷ». |
21 καὶ λιθοβολήσουσιν αὐτὸν οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως αὐτοῦ ἐν λίθοις, καὶ ἀποθανεῖται· καὶ ἐξαρεῖς τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν, καὶ οἱ ἐπίλοιποι ἀκούσαντες φοβηθήσονται. | 21 Οι άνδρες της πόλεως θα καταδικάσουν τον απειθή υιόν να εκτελεσθή δια λιθοβολισμού. Κατ' αυτόν τον τρόπον θα βγάλετε τον απειθή υιόν από ανάμεσά σας, οι δε άλλοι υιοί, όταν ακούσουν, θα καταληφθούν από φόβον και θα προσέχουν την συμπεριφοράν των. | 21 Κατόπιν αὐτῆς τῆς καταγγελίας θὰ τὸν λιθοβολήσουν οἱ ἄνδρες τῆς πόλεώς του καὶ θὰ θανατωθῇ μὲ τοὺς λίθους. Καὶ ἔτσι θὰ ἑξαφανίσῃς τὸν πονηρὸν ἀπὸ ἀνάμεσά σας. Ὅταν δὲ τὸ ἀκούσουν οἱ ὑπόλοιποι, θὰ φοβηθοῦν καὶ θὰ συνετισθοῦν. |
22 ᾿Εὰν δὲ γένηται ἔν τινι ἁμαρτία κρίμα θανάτου καὶ ἀποθάνῃ καὶ κρεμάσητε αὐτὸν ἐπὶ ξύλου, | 22 Εάν κανείς διαπράξη βαρύ αμάρτημα συνεπαγόμενον την ποινήν του θανάτου και καταδικασθή εις θάνατον, και τον κρεμάσετε στο ξύλον, | 22 Ἐὰν δὲ κάποιος ἁμαρτήσῃ σοβαρὰ καὶ καταδικασθῇ μὲ θανατικὴν ποινὴν καὶ θανατωθῃ καὶ τὸν κρεμάσετε εἰς ξύλον, |
23 οὐ κοιμηθήσεται τὸ σῶμα αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ ξύλου, ἀλλὰ ταφῇ θάψετε αὐτὸ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, ὅτι κεκατηραμένος ὑπὸ Θεοῦ πᾶς κρεμάμενος ἐπὶ ξύλου· καὶ οὐ μὴ μιανεῖτε τὴν γῆν, ἣν Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι ἐν κλήρῳ. | 23 το πτώμα αυτού δεν θα παραμείνη έτη του ξύλου κατά το διάστημα της νυκτός, αλλά θα το θάψετε κατά την ιδίαν ημέραν της εκτελέσεώς του, διότι κάθε κρεμάμενος επί ξύλου είναι κατηραμένος από τον Θεόν. Ετσι δε δεν θα μολύνετε την χώραν, την οποίαν ο Κυριος σας έχει δώσει ως κληρονομίαν. | 23 δὲν πρέπει νὰ παραμείνῃ κατὰ τὴν νύκτα τὸ πτῶμα τοῦ κρεμασμένον εἰς τὸ ξύλον, θὰ τὸ θάψετε ὁπωσδήποτε τὴν ἰδίαν ἡμέραν, διότι εἶναι καταράμενος ἀπὸ τὸν Θεὸν καθένας ποὺ κρέμεται εἰς τὸ ξύλον. Δὲν θὰ τὸν ἀφήσετε κρεμασμένον καὶ δὲν θὰ μολύνετε τὴν χώραν, ποὺ σοῦ δίδει Κύριος ὁ Θεός σου ὡς κληρονομίαν σου |