Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΟΥΚ ἔσται τοῖς ἱερεῦσι τοῖς Λευίταις, ὅλῃ φυλῇ Λευί, μερὶς οὐδὲ κλῆρος μετὰ ᾿Ισραήλ· καρπώματα Κυρίου ὁ κλῆρος αὐτῶν, φάγονται αὐτά. | 1 Δεν θα υπάρξη και δεν θα δοθή στους ιερείς εκ της φυλής Λευϊ και εις ολόκληρον την φυλήν Λευϊ μερίδιον ούτε κληρονομία μεταξύ του ισραηλιτικού λαού. Πρόσοδος και κληρονομία αυτών και μέσα διατροφής των θα είναι αι προς Κυριον θυσίαι και προσφοραί των Ισραηλιτών. | 1 Οἱ ἱερεῖς, οἱ Λευῖται, ὅλοι δηλαδὴ γενικῶς, ὅσοι ἀνήκουν εἰς τὴν φυλὴν τοῦ Λευΐ, δεν θὰ ἔχουν μερίδα καὶ κλῆρον γῆς, ὅπως οἱ ἄλλοι Ἰσραηλῖται. Κλῆρος των θὰ εἶναι ὅσα προσφέρονται εἰς τὸν Κύριον. Αὐτὰ θὰ παίρνουν πρὸς διατροφὴν καὶ συντήρησίν των. |
2 κλῆρος δὲ οὐκ ἔσται αὐτοῖς ἐν τοῖς ἀδελφοῖς αὐτῶν· Κύριος αὐτὸς κλῆρος αὐτοῦ, καθότι εἶπεν αὐτῷ. | 2 Δεν θα έχουν αυτοί κληροναμίαν γης μεταξύ των αδελφών των Ισραηλιτών· κληρονομία των θα είναι, ο ίδιος ο Θεός, όπως και είπεν εις αυτούς. | 2 Δὲν θὰ ὑπάρχῃ διὰ τοὺς Λευΐτας κλῆρος γῆς ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἀδελφούς των Ἰσραηλίτας. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θὰ εἶναι ὁ κλῆρος αὐτῆς τῆς φυλῆς, ὅπως τὸ εἶπεν Ἐκεῖνος εἰς αὐτούς. |
3 καὶ αὕτη ἡ κρίσις τῶν ἱερέων, τὰ παρὰ τοῦ λαοῦ, παρὰ τῶν θυόντων τὰ θύματα, ἐάν τε μόσχον ἐάν τε πρόβατον· καὶ δώσεις τὸν βραχίονα τῷ ἱερεῖ καὶ τά σιαγόνια καὶ τὸ ἔνυστρον. | 3 Τα δικαιώματα των ιερέων εκ μέρους του λαού από τας θυσίας των μόσχων και των προβάτων, που θα προσφέρουν οι Ισραηλίται, είναι τα εξής· Θα δώσετε στον ιερέα από τας θυσίας αυτάς την δεξιάν ωμοπλάτην μαζή με το πόδι, τας δύο σιαγόνας και τον στάμαχον του θυσιαζομένου ζώου. | 3 Αὐτὸ δὲ εἶναι τὸ ἰδιαίτερον δικαίωμα τῶν ἱερέων, ποὺ θὰ παίρνουν ἀπὸ τὸν λαόν, ἀπὸ ὅσους δηλαδὴ θὰ προσφέρουν τὰς θυσίας, εἴτε εἶναι μοσχάρι τὸ θῦμα, εἴτε εἶναι πρόβατον: Θὰ προσφέρῃς εἰς τὸν ἱερέα τὴν δεξιὰν ὠμοπλάτην (μὲ τὸ πόδι) καὶ τὰ δύο σιαγόνια καὶ τὸ στομάχι τοῦ ζώου. |
4 καὶ τὰς ἀπαρχὰς τοῦ σίτου σου καὶ τοῦ οἴνου σου καὶ τοῦ ἐλαίου σου καὶ τὴν ἀπαρχὴν τῶν κουρῶν τῶν προβάτων σου δώσεις αὐτῷ· | 4 Επίσης θα δώσης τας απαρχάς του σίτου σου και του οίνου σου και του ελαίου σου, όπως επίσης και την απαρχήν της κουράς των προβάτων σου. Θα δώσης αυτά στους Λευΐτας, | 4 Θὰ δίδῃς ἐπίσης εἰς αὐτὸν καὶ τοὺς πρώτους καρποὺς ἀπὸ τὸ σιτάρι σου καὶ τὸ κρασί σου καὶ τὸ λάδι σου καὶ τὸ πρῶτο μαλλὶ ἀπὸ τὸ κούρεμα τῶν προβάτων σου. |
5 ὅτι αὐτὸν ἐξελέξατο Κύριος ἐκ πασῶν τῶν φυλῶν σου παρεστάναι ἔναντι Κυρίου τοῦ Θεοῦ, λειτουργεῖν καὶ εὐλογεῖν ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ, αὐτὸς καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ ἐν τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραήλ. | 5 διότι αυτούς εξέλεξεν ο Κυριος από όλας τας φυλάς σας να παρίστανται πλησίον Κυρίου του Θεού, να υπηρετούν αυτόν και εν τω ονόματι αυτού να σας ευλογούν. Αυτούς και τους υιούς των μεταξύ όλων των Ισραηλιτών εξέλεξεν ο Θεός δια τα διάκονηματα αυτά. | 5 Διότι αὐτὸν ποὺ κατάγεται ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Λευῒ ἐδιάλεξεν ὁ Κύριος μέσα ἀπὸ ὅλας τὰς φυλάς σου, διὰ νὰ στέκεται ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου καὶ νὰ ἱερουργῇ καὶ νὰ εὐλογῇ ἐν ὀνόματι Κυρίου. Αὐτὸς καὶ οἱ ἀπόγονοί του μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν εἶναι οἱ λειτουργοὶ τοῦ Κυρίου. |
6 ἐὰν δὲ παραγένηται ὁ Λευίτης ἐκ μιᾶς τῶν πόλεων ἐκ πάντων τῶν υἱῶν ᾿Ισρήλ, οὗ αὐτὸς παροικεῖ, καθ᾿ ὅτι ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ, εἰς τὸν τόπον ὃν ἂν ἐκλέξηται Κύριος. | 6 Εάν δε ένας Λευΐτης από κάποιαν πόλιν των Ισραηλιτών, όπου κατοικεί, έλθη, σύμφωνα με την επιθυμίαν της καρδίας του, στον τόπον τον οποίον ο Κυριος θα εκλέξη δια τον εαυτόν του, | 6 Ἐὰν δὲ κάποιος Λευΐτης ποθήσῃ μὲ τὴν ψυχήν του καὶ ἔλθῃ ἀπὸ μίαν ἀπὸ τὰς πόλεις ὅλων τῶν Ἰσραηλιτῶν, ὅπου εὑρίσκεται ἡ κατοικία του, εἰς τὸν τόπον ποὺ θὰ διαλέξῃ ὡς ἱερὸν ὁ Κύριος, |
7 καὶ λειτουργήσει τῷ ὀνόματι Κυρίου τοῦ Θεοῦ αὐτοῦ, ὥσπερ πάντες οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ οἱ Λευῖται οἱ παρεστηκότες ἐκεῖ ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου· | 7 θελήση δε και αποφασίση να υπηρετή εκεί εν ονόματι Κυρίου του Θεού καθ' όλην του την ζωήν, όπως και όλοι οι εκεί αδελφοί του Λευίται, οι οποίοι παρίστανται ενώπιον Κυρίου του Θεού σου, | 7 δικαιοῦται νὰ ἱερουργήσῃ ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ Θεοῦ του. Ἔχει τὰ ἴδια δικαιώματα μὲ ὅλους τοὺς ἀδελφούς του τοὺς Λευΐτας, ποὺ παραμένουν ἐκεῖ καὶ ἱερουργοῦν ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου. |
8 μερίδα μεμερισμένην φάγεται, πλὴν τῆς πράσεως τῆς κατὰ πατριάν. | 8 θα λάβη και αυτός εις διατροφήν του την κανονισμένην και δια τους άλλους Λευΐτας μερίδα, και θα εισπράττη επί πλέον τα χρήματα εκ της πωλήσεως των εισοδημάτων της πατρικής του κληρονομίας. | 8 Θὰ πάρῃ δὲ πρὸς διατροφὴν καὶ συντήρησίν του τὴν ἀνάλογον μερίδα ἀπὸ τὰς θυσίας, ἀνεξαρτήτως τῶν ἐσόδων του ἀπὸ τὴν πώλησιν αὐτῶν, ποὺ ἀπέκτησε καὶ ἔχει ἡ οἰκογένειά του εἰς τὸν τόπον τῆς διαμονῆς του. |
9 ᾿Εὰν δὲ εἰσέλθῃς εἰς τὴν γῆν, ἣν Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι, οὐ μαθήσῃ ποιεῖν κατὰ τὰ βδελύγματα τῶν ἐθνῶν ἐκείνων. | 9 Οταν δε εισέλθης εις την γην της Επαγγελίας, την οποίαν σου προσφέρει Κυριος ο Θεός σου, πρόσεχε, μήπως τυχόν και μάθης να πράττης τα μισητά και αηδή έργα των λαών εκείνων. | 9 Ὅταν δὲ εἰσέλθῃς εἰς τὴν χώραν, ποὺ σοῦ δίδει Κύριος ὁ Θεός σου, δὲν θὰ μάθῃς νὰ κάνῃς καὶ σὺ ὅσα βδελυκτὰ καὶ σιχαμερὰ διαπράττουν οἱ λαοί, ποὺ θὰ συναντήσῃς ἐκεῖ. |
10 οὐχ εὑρεθήσεται ἐν σοὶ περικαθαίρων τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἢ τὴν θυγατέρα αὐτοῦ ἐν πυρί, μαντευόμενος μαντείαν, κληδονιζόμενος καὶ οἰωνιζόμενος, | 10 Και συγκεκριμένως· δεν πρέπει να υπάρξη ποτέ μεταξύ σας Ισραηλίτης, ο οποίος, δια να εξαγνίση τάχα τον υιόν η την θυγατέρα του, θα περνά αυτούς δια του πυρός. Η άλλος ο οποίος θα ζητή μαντείας η θα λέγη μαντείας, η θα παρατηρή σημεία και οιωνούς, δια να εξακριβώνη το μέλλον. | 10 Δὲν πρέπει δηλαδὴ νὰ εὑρεθῇ ἀνάμεσά σας ἄνθρωπος, ποὺ θὰ ἐπιχειρῇ ἑξαγνισμὸν τοῦ υἱοῦ του ἢ τῆς κόρης του, μὲ τὸ νὰ τοὺς περνᾷ μέσα ἀπὸ φωτιάν, οὔτε ἄνθρωπος ποὺ θὰ μαντεύῃ, ἢ θὰ καταφεύγῃ εἰς μάντεις, ἢ θὰ παρατηρῇ διάφορα σημεῖα τῶν καιρῶν, ἢ θὰ προσέχῃ τὸ πέταγμα τῶν ὀρνέων, διὰ νὰ μαντεύσῃ τὸ μέλλον. |
11 φαρμακὸς ἐπαείδων ἐπαοιδήν, ἐγγαστρίμυθος καὶ τερατοσκόπος, ἐπερωτῶν τοὺς νεκρούς. | 11 Δεν θα υπάρχη μεταξύ σας μάγος, που θα ψάλλη μαγικάς ωδάς, ούτε άνθρωπος που θα φαίνεται ομιλών από την κοιλίαν, ούτε τερατοσκόπος που θα παρατηρή τάχα τέρατα στον ουρανόν δια να προλέγη το μέλλον, ούτε άλλος (πνευματιστής) που θα ερωτά τους νεκρούς. | 11 Δὲν θὰ ὑπάρχῃ ἐπίσης μεταξύ σας μάγος, ποὺ γητεύει μὲ μαγικὰ τραγούδια, ἢ ἄνθρωπος τοῦ ὁποίου ἢ φωνὴ νομίζεις ὅτι βγαίνει ἀπὸ τὴν κοιλίαν του, ἢ ἄνθρωπος ποὺ παρατηρεῖ τέρατα καὶ σημεῖα τοῦ οὐρανοῦ, ἢ καλεῖ καὶ ἐρωτᾷ τὰ πνεύματα τῶν νεκρῶν, |
12 ἔστι γὰρ βδέλυγμα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου πᾶς ποιῶν ταῦτα· ἕνεκεν γὰρ τῶν βδελυγμάτων τούτων Κύριος ἐξολοθρεύσει αὐτοὺς ἀπὸ προσώπου σου. | 12 Εκείνος, που θα πράττη αυτά, είναι μισητός και αποκρουστικός εκ μέρους Κυρίου του Θεού σου. Δια τας βδελυρίας αυτάς των κατοίκων της Χαναάν, θα εξολοθρεύση αυτούς ο Κυριος από τα μάτια σας. | 12 Θὰ ἀποφεύγῃς τὰ ἀνωτέρω, διότι καθένας ποὺ κάνει αὐτά, εἶναι βδελυκτὸς ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου. Δι’ αὐτὰς ἄλλως τε τὰς βδελυκτὰς πράξεις των θὰ ἐξοντώσῃ καὶ θὰ ἐξαφανίσῃ ὁ Κύριος ἀπὸ ἐμπρός σου τοὺς λαοὺς αὐτούς. |
13 τέλειος ἔσῃ ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου· | 13 Θα προσπαθής να είσαι τέλειος και άμεμπτος ενώπιον Κυρίου του Θεού σου. | 13 Πρέπει νὰ εἶσαι τέλειος εἰς ὅλα ἔναντι Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου. Νὰ μὴ κάνῃς τίποτε, ποὺ δεν τὸ θέλει Ἐκεῖνος. |
14 τὰ γὰρ ἔθνη ταῦτα, οὓς σὺ κατακληρονομεῖς αὐτούς, οὗτοι κληδόνων καὶ μαντειῶν ἀκούσονται, σοὶ δὲ οὐχ οὕτως ἔδωκε Κύριος ὁ Θεός σου. | 14 Οι ειδωλολατρικοί λαοί, τους οποίους συ θα κληρονομήσης, θέλουν να ακούουν και να συμβουλεύονται σημεία και μαντείας. Εις σε όμως δεν εδίδαξεν ούτε επιτρέπει Κυριος ο Θεός σου τοιαύτας μαγείας. | 14 Διότι οἱ λαοὶ αὐτοί, τὴν χώραν τῶν ὁποίων κληρονομεῖς ἤδη σὺ ἐξ ὁλοκλήρου, ἐπιδιώκουν νὰ πληροφορηθοῦν τὸ μέλλον ἀπὸ τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν καὶ τὰς μαντείας. Εἰς σὲ ὅμως δὲν ἐπέτρεψε Κύριος ὁ Θεός σου νὰ τοὺς μιμῆσαι. |
15 προφήτην ἐκ τῶν ἀδελφῶν σου ὡς ἐμὲ ἀναστήσει σοι Κύριος ὁ Θεός σου, αὐτοῦ ἀκούσεσθε | 15 Κυριος ο Θεός σου θα αναδείξη ανάμεσα οπό τους αδελφούς σου Ισραηλίτας ένα προφήτην ωσάν εμέ· εις αυτόν πλέον θα υπακούετε. | 15 Θὰ ἀναδείξῃ εἰς σὲ Κύριος ὁ Θεός σου ἀνάμεσα ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς σου ἕνα Προφήτην ὅμοιον πρὸς ἐμέ. Αὐτὸν θὰ ἀκούετε εἰς τὸ ἑξῆς. |
16 κατὰ πάντα, ὅσα ἠτήσῳ παρὰ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐν Χωρὴβ τῇ ἡμέρᾳ τῆς ἐκκλησίας λέγοντες· οὐ προσθήσομεν ἀκοῦσαι τὴν φωνὴν Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου καὶ τὸ πῦρ τοῦτο τὸ μέγα οὐκ ὀψόμεθα ἔτι, οὐδὲ μὴ ἀποθάνωμεν. | 16 Συμφωνα με όλα όσα εζητήσατε από τον Κυριον και Θεόν σας στο όρος Χωρήβ, κατά την ημέραν της γενικής σας συγκεντρώσεως, όταν είπατε να μη ομιλή κατ' ευθείαν πρας σας ο Θεός αλλ' ο Μωϋσής “διότι δεν θα ημπορέσωμεν ημείς να ακούσωμεν την φωνήν Κυρίου του Θεού ούτε θα δυνηθώμεν να αντικρύσωμεν το μέγα εκείνο πυρ και να διαφύγωμεν τον θάνατον”, | 16 Θὰ γίνῃ τοῦτο συμφώνως πρὸς ὅλα, ὅσα ἐζήτησες ἀπὸ τὸν Κύριον καὶ Θεόν σου εἰς τὴν κορυφὴν Χωρὴβ τοῦ ὅρους Σινᾶ, κατὰ τὴν ἡμέραν ποὺ συνεκεντρώθη ὅλος ὁ Ἰσραὴλ διὰ νὰ παραλάβῃ τὸν θεῖον Νόμον. Μοῦ εἴπατε δηλαδὴ τότε: «Δὲν θὰ ἀντέξωμεν νὰ μείνωμεν περισσότερον ἐδῶ, διὰ νὰ ἀκούωμεν ἀπ' εὐθείας τὴν φωνὴν Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου. Οὔτε εἶναι δυνατὸν νὰ ἑξακολουθῶμεν νὰ βλέπωμεν τὴν μεγάλην αὐτὴν φωτιὰν καὶ νὰ μὴ πεθάνωμεν». |
17 καὶ εἶπε Κύριος πρός με· ὀρθῶς πάντα ὅσα ἐλάλησαν πρὸς σέ· | 17 ο Κυριος είπε τότε εις εμέ· Ορθά είναι όλα όσα εκείνοι ωμίλησαν και εζήτησαν από σέ. | 17 Καὶ μοῦ εἶπεν ὁ Κύριος: «Εἶναι πολὺ σωστὰ ὅλα, ὅσα σοῦ εἶπαν. |
18 προφήτην ἀναστήσω αὐτοῖς ἐκ τῶν ἀδελφῶν αὐτῶν, ὥσπερ σέ, καὶ δώσω τὰ ρήματα ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ, καὶ λαλήσει αὐτοῖς καθ᾿ ὅτι ἂν ἐντείλωμαι αὐτῷ· | 18 Δια τούτο θα αναδείξω ένα προφήτην εκ μέσου των Ισραηλιτών όμοιον με σέ, θα βάλω τα λόγια μου στο στόμα του και αυτός θα αναγγέλλη εις εκείνους κάθε τι, το οποίον εγώ θα δίδω εις αυτόν ως εντολήν μου. | 18 Δι' αὐτὸ θὰ ἀναδείξω εἰς αὐτοὺς μέσα ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς των ἕνα Προφήτην, ὅπως εἶσαι σύ, καὶ θὰ δώσω τοὺς λόγους μου εἰς τὸ στόμα του καὶ θὰ τοὺς διδάξῃ ὅ,τι ἀκριβῶς θὰ τοῦ παραγγείλω. |
19 καὶ ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐὰν μὴ ἀκούσῃ ὅσα ἂν λαλήσῃ ὁ προφήτης ἐκεῖνος ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου, ἐγὼ ἐκδικήσω ἐξ αὐτοῦ. | 19 Καθε δε άνθρωπον, ο οποίος θα παρακούση όσα εν τω ονόματί μου θα είπη ο προφήτης εκείνος, εγώ θα τον τιμωρήσω. | 19 Καὶ ἂν εὑρεθῇ κάποιος ἄνθρωπος, ποὺ δεν θὰ ὑπακούση εἰς ὅσα θὰ εἴπῃ ὁ Προφήτης ἐκεῖνος ἐξ ὀνόματός μου, θὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἔνοχος ἀπέναντί μου. Θὰ ἀναλάβω ἐγὼ τὴν τιμωρίαν του. |
20 πλὴν ὁ προφήτης, ὃς ἂν ἀσεβήσῃ λαλῆσαι ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου ρῆμα, ὃ οὐ προσέταξα λαλῆσαι, καὶ ὃς ἂν λαλήσῃ ἐν ὀνόματι θεῶν ἑτέρων, ἀποθανεῖται ὁ προφήτης ἐκεῖνος. | 20 Εάν δε και υπάρξη προφήτης, ο οποίος, ασεβών απέναντί μου, θα ομιλήση εξ ονόματός μου και θα αναγγείλη λόγον, τον οποίον εγώ δεν διέταξα, και εκείνος ο ψευδοπροφήτης ο οποίος θα ομιλήση προς τον λαόν μου εξ ονόματος άλλων θεών, θα τιμωρηθή δια θανάτου. | 20 Ὁ δὲ προφήτης ποὺ θὰ ἀσεβήσῃ καὶ θὰ ὁμιλήσῃ δῆθεν ἐξ ὀνόματός μου καὶ θὰ εἰπῇ λόγους, τοὺς ὁποίους ὅμως δὲν εἶχα προστάξει Ἐγὼ νὰ εἰπῇ, ὅπως καὶ αὐτὸς ποὺ θὰ ὁμιλήσῃ ἐξ ὀνόματος ἄλλων θεῶν, θὰ Θανατωθῇ ὁπωσδήποτε. Οἱ προφῆται αὐτοῦ τοῦ εἴδους θὰ τιμωροῦνται. |
21 ἐὰν δὲ εἴπῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου· πῶς γνωσόμεθα τὸ ρῆμα, ὃ οὐκ ἐλάλησε Κύριος; | 21 Εάν σου γενηθή απορία και διαλογισθής, πως θα ξεχωρίσω εγώ τον λόγον που ο Κυριος ελάλησε, από τα λόγια του ψευδοπροφήτου; Σε πληροφορώ, | 21 Ἐὰν δὲ διερωτηθῇς μέσα εἰς τὴν καρδία σου: «Πῶς θὰ διακρίνωμεν τὴν ἐντολήν, ποὺ δὲν τὴν εἶπεν ὁ Κύριος;», |
22 ὅσα ἐὰν λαλήσῃ ὁ προφήτης ἐκεῖνος τῷ ὀνόματι Κυρίου, καὶ μὴ γένηται καὶ μὴ συμβῇ, τοῦτο τὸ ρῆμα ὃ οὐκ ἐλάλησε Κύριος· ἐν ἀσεβείᾳ ἐλάλησεν ὁ προφήτης ἐκεῖνος, οὐκ ἐφέξεσθε αὐτοῦ. | 22 ότι όσα θα προείπη εξ ονόματος του Κυρίου ένας προφήτης και δεν πραγματοποιηθή εκείνο το οποίον είπε, να σκεφθής ότι εις αυτόν τον προφήτην δεν ωμίλησεν ο Κυριος. Ασεβώς και ψευδώς μίλησε. Αυτόν τον προφήτην δεν θα τον σεβασθήτε καθόλου ούτε και θα τον λυπηθήτε. | 22 σοῦ ἀπαντῶ: Ἐὰν αὐτά, ποὺ θὰ εἰπῇ ὁ προφήτης ἐκεῖνος ἐξ ὀνόματος δῆθεν τοῦ Κυρίου, δὲν γίνουν καὶ δεν πραγματοποιηθοῦν, αὐτὸ εἶναι σημεῖον, ποὺ φανερώνει ὅτι δὲν ἐλάλησεν εἰς αὐτὸν ὁ Κύριος. Ὡμίλησεν ὁ προφήτης ἐκεῖνος μὲ ἀσέβειαν. Δὲν θὰ τὸν ὑπολογίσετε, οὔτε θὰ σεβασθῆτε τὴν ζωήν του. Δὲν πρέπει νὰ ζήσῃ». |