Πέμπτη, 25 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:37
Δύση: 20:11
Σελ. 17 ημ.
116-250
16ος χρόνος, 5913η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 34 (ΛΔ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἀνέβη Μωυσῆς ἀπὸ ᾿Αραβὼθ Μωὰβ ἐπὶ τὸ ὄρος Ναβαῦ, ἐπὶ κορυφὴν Φασγά, ἥ ἐστιν ἐπὶ προσώπου ᾿Ιεριχώ. καὶ ἔδειξεν αὐτῷ Κύριος πᾶσαν τὴν γῆν Γαλαὰδ ἕως Δὰν 1 Ανέβη ο Μωϋσής από την Αραβώθ της χώρας Μωάβ στο όρος Ναβαύ, εις την κορυφήν Φασγά, η οποία ευρίσκεται απέναντι από την Ιεριχώ. Και από την κορυφήν εκείνην έδειξεν εις αυτόν ο Κυριος όλην την χώραν Γαλαάδ μέχρι της χώρας της φυλής Δαν· 1 Καὶ ἀνέβη ὁ Μωϋσῆς ἀπὸ τὴν περιοχὴν Ἀραβὼθ τῆς χώρας Μωὰβ ἐπάνω εἰς τὸ βουνὸ Ναβαῦ καὶ συγκεκριμένως εἰς τὴν κορυφὴν Φασγά, ποὺ εὑρίσκεται ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Ἱεριχώ. Καὶ τοῦ ἔδειξεν ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Κύριος ὅλην τὴν χώραν Γαλαὰδ ἕως τὴν χώραν τῆς φυλῆς Δάν,
2 καὶ πᾶσαν τὴν γῆν Νεφθαλὶ καὶ πᾶσαν τὴν γῆν ᾿Εφραΐμ καὶ Μανασσῆ καὶ πᾶσαν τὴν γῆν ᾿Ιούδα ἕως τῆς θαλάσσης τῆς ἐσχάτης 2 όλην την χώραν του Εφραίμ και του Μανασσή και όλην την γην της φυλής Ιούδα μέχρι της Μεσογείου Θαλάσσης. 2 καὶ ὅλην τὴν χώραν τῆς φυλῆς Νεφθαλὶ καὶ ὅλην τὴν χώραν τοῦ Ἐφραὶμ καὶ τοῦ Μανασσῆ καὶ ὅλην τὴν χώραν τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα ἕως τὴν μακρινὴν Μεσόγειον θάλασσαν.
3 καὶ τὴν ἔρημον καὶ τὰ περίχωρα ῾Ιεριχώ, πόλιν φοινίκων ἕως Σηγώρ. 3 Εδειξεν επίσης εις αυτόν την έρημον και τα περίχωρα της Ιεριχούς, η οποία είναι πόλις των φοινίκων, μέχρι της πόλεως Σηγώρ. 3 Τοῦ ἔδειξεν ἐπίσης καὶ τὴν ἔρημον καὶ τὰ περίχωρα τῆς Ἱεριχοῦς, ποὺ εἶναι πόλις κατάφυτος ἀπὸ φοίνικας, ἕως τὴν πόλιν Σηγώρ.
4 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· αὕτη ἡ γῆ, ἣν ὤμοσα τῷ ῾Αβραὰμ καὶ ᾿Ισαὰκ καὶ ᾿Ιακὼβ λέγων· τῷ σπέρματι ὑμῶν δώσω αὐτήν· καὶ ἔδειξα τοῖς ὀφθαλμοῖς σου, καὶ ἐκεῖ οὐκ εἰσελεύσῃ. 4 Είπε δε ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “αυτή είναι η γη της Επαγγελίας, δια την οποίαν ωρκίσθην στον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ λέγων· στους απογόνους σας θα δώσω αυτήν. Λοιπόν, αυτήν την χώραν έδειξα τώρα εις τα μάτια σου. Συ όμως εκεί δεν θα εισέλθης” ! 4 Καὶ εἶπεν ὁ Κύριος εἰς τὸν Μωϋσῆν: «Αὐτὴ εἶναι ἡ χώρα, διὰ τὴν ὁποίαν ὠρκίσθηκα εἰς τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακὼβ καὶ εἶπα: «Θὰ δώσω τὴν χώραν αὐτὴν εἰς τοὺς ἀπογόνους σας». Σοῦ τὴν ἔδειξα ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια σου. Δὲν θὰ εἰσέλθῃς ὅμως εἰς αὐτήν .
5 καὶ ἐτελεύτησε Μωυσῆς ὁ οἰκέτης Κυρίου ἐν γῇ Μωὰβ διὰ ρήματος Κυρίου. 5 Ο Μωϋσής, ο δούλος του Κυρίου, επέθανεν εις την χώραν Μωάβ, σύμφωνα με τον λόγον του Κυρίου. 5 Καὶ ἀπέθανεν ὁ δοῦλος τοῦ Κυρίου, ὁ Μωϋσῆς, εἰς τὴν χώραν Μωάβ, ὅπως διέταξεν ὁ Κύριος.
6 καὶ ἔθαψαν αὐτὸν ἐν Γαῖ ἐγγὺς οἴκου Φογώρ· καὶ οὐκ εἶδεν οὐδεὶς τὴν ταφὴν αὐτοῦ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης. 6 Εθαψαν αυτόν εις την Γαι, πλησίον του ναού του Φογώρ. Κανείς δεν είδε τον τάφον του μέχρις αυτής της ημέρας. 6 Καὶ τὸν ἔθαψαν εἰς τὴν θέσιν Γαῖ, κοντὰ εἰς τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ τῶν εἰδωλολατρῶν Φογώρ. Καὶ δὲν εἶδε τὸν τόπον τῆς ταφῆς τοῦ κανεὶς μέχρι σήμερον.
7 Μωυσῆς δὲ ἦν ἑκατὸν καὶ εἴκοσιν ἐτῶν ἐν τῷ τελευτᾶν αὐτόν· οὐκ ἠμαυρώθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ, οὐδὲ ἐφθάρησαν τὰ χελώνια αὐτοῦ. 7 Ητο δε ο Μωϋσής όταν απέθανεν εκατόν είκοσιν ετών. Η όρασίς του δεν αδυνάτισε και αι φυσικαί του δυνάμεις δεν ωλιγόστευσαν. 7 Ὅταν δὲ ἀπέθανεν ὁ Μωϋσῆς, ἦτο ἡλικίας ἑκατὸν εἴκοσι ἐτῶν. Δὲν ἐμειώθη ὅμως ἡ δρᾶσις του, οὔτε ἔπαθαν τίποτε τὰ κόκκαλά του καὶ οἱ ἀρθρώσεις του. Δὲν τὸν ἐγκατέλειψαν αἱ σωματικαί του δυνάμεις.
8 καὶ ἔκλαυσαν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ Μωυσῆν ἐν ᾿Αραβὼθ Μωὰβ ἐπὶ τοῦ ᾿Ιορδάνου κατὰ ῾Ιεριχὼ τριάκοντα ἡμέρας· καὶ συνετελέσθησαν αἱ ἡμέραι πένθους κλαυθμοῦ Μωυσῆ. 8 Οι Ισραηλίται έκλαυσαν τον Μωϋσήν εις την Αραβώθ της Μωάβ πλησίον του Ιορδάνου, απέναντι από την Ιεριχώ, επί τριάκοντα ημέρας. Ετσι δε ετελείωσαν αι ημέραι του πένθους και του κλαυθμού δια τον Μωϋσήν. 8 Καὶ ἔκλαυσαν τὸν Μωϋσῆν οἰ Ἰσραηλῖται εἰς τὴν περιοχὴν Ἀραβὼθ τῆς χώρας Μωάβ, κοντὰ εἰς τὸν ποταμὸν Ἰορδάνην, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Ἱεριχώ, ἐπὶ τριάντα ἡμέρας. Καὶ συνεπληρώθησαν ὅλαι αἱ ἡμέραι τοῦ πένθους, κατὰ τὰς ὁποίας ἔκλαυσαν τὸν Μωϋσῆν.
9 καὶ ᾿Ιησοῦς υἱὸς Ναυὴ ἐνεπλήσθη πνεύματος συνέσεως, ἐπέθηκε γὰρ Μωυσῆς τὰς χεῖρας αὐτοῦ ἐπ᾿ αὐτόν· καὶ εἰσήκουσαν αὐτοῦ οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ καὶ ἐποίησαν καθότι ἐνετείλατο Κύριος τῷ Μωυσῇ. 9 Ο δε Ιησούς, ο υιός του Ναυή, εγέμισεν από πνεύμα σοφίας, διότι ο Μωϋσής είχε θέσει τας χείρας του επάνω εις αυτόν και του μετεβίβασε την εξουσίαν. Οι Ισραηλίται υπήκουσαν εις αυτόν και έκαμαν όπως είχε διατάξει ο Κυριος τον Μωϋσήν. 9 Ὁ δὲ διάδοχός του, ὁ Ἰησοῦς, ὁ υἱὸς τοῦ Ναυῆ, ἐγέμισε μὲ πνεῦμα σοφίας, διότι εἶχε βάλει ἤδη ἐπάνω του ὁ Μωϋσῆς τὰ χέρια του. Καὶ ὑπήκουσαν πλέον εἰς αὐτὸν οἱ Ἰσραηλῖται καὶ ἐνήργησαν ὅπως ἀκριβῶς διέταξεν ὁ Κύριος τὸν Μωϋσῆν.
10 καὶ οὐκ ἀνέστη ἔτι προφήτης ἐν ᾿Ισραὴλ ὡς Μωυσῆς, ὃν ἔγνω Κύριος αὐτὸν πρόσωπον κατὰ πρόσωπον, 10 Δεν ενεφανίσθη πλέον προφήτης όμοιος με τον Μωϋσήν, τον οποίον εγνώρισε και προς τον οποίον ωμίλησεν ο Κυριος πρόσωπον προς πρόσωπον, 10 Καὶ δὲν ἐπαρουσιάσθη εἰς τὸ ἑξῆς μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν ἄλλος προφήτης ἰσάξιος τὸν Μωϋσέως, τοῦ ἀνθρώπου ποὺ τὸν ἐγνώρισεν ὁ Κύριος πρόσωπον πρὸς πρόσωπον.
11 ἐν πᾶσι τοῖς σημείοις καὶ τέρασιν, ὃν ἀπέστειλεν αὐτὸν Κύριος ποιῆσαι αὐτὰ ἐν γῇ Αἰγύπτῳ Φαραὼ καὶ τοῖς θεράπουσιν αὐτοῦ καὶ πάσῃ τῇ γῇ αὐτοῦ, 11 εις όλα τα σημεία και θαύματα, προς εκτέλεσιν των οποίων έστειλεν αυτόν ο Κυριος εις την Αίγυπτον ενώπιον του Φαραώ και των αρχόντων του και όλης της Αιγύπτου, 11 Κανεὶς δὲν ἀνεδείχθη ὅμοιός του ὡς πρὸς ὅλα τὰ τέρατα καὶ σημεῖα, ποὺ τὸν ἀπέστειλεν ὁ Κύριος νὰ ἐπιτελέσῃ εἰς τὴν Αἴγυπτον ἐμπρὸς εἰς τὸν Φαραὼ καὶ τοὺς ὑπηκόους του καὶ εἰς ὅλην τὴν χώραν του.
12 τὰ θαυμάσια τὰ μεγάλα καὶ τὴν χεῖρα τὴν κραταιάν, ἃ ἐποίησε Μωυσῆς ἔναντι παντὸς ᾿Ισραήλ. 12 τα αξιοθαύμαστα και τα μεγάλα έργα και την ακατανίκητον δύναμιν, τα οποία έκαμεν ο Μωϋσής ενώπιον των Ισραηλιτών. 12 Κανεὶς δὲν ὑπῆρξεν ὅμοιός του καὶ ὡς πρὸς ὅλα τὰ ἐκπληκτικὰ καὶ μεγάλα κατορθώματα καὶ τὰ ἔργα, ποὺ ἐπετέλεσε δι’ αὐτοῦ τὸ παντοδύναμον χέρι τοῦ Θεοῦ, ὡς πρὸς ὅλα γενικῶς, ὅσα ἔκανε ὁ Μωϋσῆς ἐμπρὸς εἰς ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτας.