Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 (Α)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΟΥΤΟΙ οἱ λόγοι, οὓς ἐλάλησε Μωυσῆς παντὶ ᾿Ισραὴλ πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου ἐν τῇ ἐρήμῳ πρὸς δυσμαῖς πλησίον τῆς ἐρυθρᾶς θαλάσσης ἀνὰ μέσον Φαρὰν Τοφὸλ καὶ Λοβὸν καὶ Αὐλὼν καὶ Καταχρύσεα· 1 Αυτοί είναι οι λόγοι, τους οποίους ο Μωϋσής είπεν εις όλον τον ισραηλιτικόν λαόν, ανατολικώς από τον Ιορδάνην, εις την προς δυσμάς έρημον, η οποία ευρίσκεται πλησίον της Ερυθράς Θαλάσσης, εις την ερήμον Φαράν και εις τας πόλεις Τοφόλ, Λοβόν, Αυλών και Καταχρύσεα. 1 Αὐτοὶ εἶναι οἱ λόγοι, τοὺς ὁποίους εἶπεν ὁ Μωυσῆς πρὸς ὅλον τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραήλ, ἐνῷ εὑρίσκοντο πέραν τοῦ Ἰορδάνου, εἰς τὴν ἔρημον τῆς Περαίας, ποὺ ἐορισκεται πρὸς δυσμάς, πλησίον τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης. Ἦσαν δηλαδὴ μεταξὺ τῆς ἐρήμου Φαρὰν καὶ τῶν πόλεων Τοφὸλ καὶ Λοβὸν καὶ Αὐλὼν καὶ Καταχρύσεα.
2 ἕνδεκα ἡμερῶν ἐκ Χωρὴβ ὁδὸς ἐπ᾿ ὄρος Σηεὶρ ἕως Κάδης Βαρνή. 2 Ενδεκα ημερών πορεία είναι από το όρος Χωρήβ δια του όρους Σηείρ μέχρι της Καδης Βαρνή. 2 Ἡ ἀπόστασις ἀπὸ τὸ ὅρος Χωρὴβ ἕως τὴν πόλιν Κάδης Βαρνή, μέσῳ τοῦ ὅρους Σηείρ, εἶναι δρόμος κανονικῆς πορείας ἕνδεκα ἡμερῶν.
3 καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ τεσσαρακοστῷ ἔτει ἐν τῷ ἑνδεκάτῳ μηνὶ μιᾷ τοῦ μηνὸς ἐλάλησε Μωυσῆς πρὸς πάντας υἱοὺς ᾿Ισραὴλ κατὰ πάντα, ὅσα ἐνετείλατο Κύριος αὐτῷ πρὸς αὐτούς. 3 Κατά την πρώτην του ενδεκάτου μηνός του τεσσαρακοστού έτους από την ημέραν της αναχωρήσεως των Ισραηλιτών εκ της Αιγύπτου, είπεν ο Μωϋσής προς όλους τους Ισραηλίτας όλα όσα διέταξεν αυτόν ο Κυριος να είπη προς αυτούς. 3 Κατὰ τὸ τεσσαρακοστὸν λοιπὸν ἔτος ἀπὸ τὴν ἡμέραν τῆς ἐξόδου τῶν Ἑβραίων ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον καὶ συγκεκριμένως τὴν πρώτην ἡμέραν τοῦ ἑνδεκάτου μηνὸς ὡμίλησεν ὁ Μωϋσῆς πρὸς ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτας συμφώνως πρὸς ὅλα ἐκεῖνα, ποὺ τὸν διέταξεν ὁ Κύριος δι' αὐτούς.
4 μετὰ τὸ πατάξαι Σηὼν βασιλέα ᾿Αμορραίων τὸν κατοικήσαντα ἐν ᾿Εσεβὼν καὶ τὸν ῍Ωγ βασιλέα τῆς Βασὰν τὸν κατοικήσαντα ἐν ᾿Ασταρὼθ καὶ ἐν ᾿Εδραΐν, 4 Τα είπεν αυτά ο Μωϋσής μετά την νίκην των Ισραηλιτών εναντίον του Σηών του βασιλέως των Αμορραίων, ο οποίος κατοικούσε εις Εσεβών, και μετά την υποταγήν του Ωγ, βασιλέως της χώρας Βασάν, ο οποίος κατοικούσε εις την πόλιν Ασταρώθ και την πόλιν Εδραΐν. 4 Ἡ ὁμιλία αὐτὴ ἔγινεν, ἀφοῦ κατενίκησαν καὶ ὑπέταξαν οἱ Ἰσραηλῖται τὸν Σηών, τὸν βασιλέα τῶν Ἀμορραίων, ποὺ διέμενεν εἰς τὴν Ἐσεβών, καὶ τὸν Ὤγ, τὸν βασιλέα τῆς Βασάν, ποὺ διέμενεν εἰς τὴν Ἀσταρὼθ καὶ εἰς τὴν Ἐδραΐν.
5 ἐν τῷ πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου ἐν γῇ Μωάβ, ἤρξατο Μωυσῆς διασαφῆσαι τὸν νόμον τοῦτον λέγων· 5 Εις αυτήν την πέραν του Ιορδάνου περιοχήν, και ακριβέστερον, εις την χώραν Μωάβ, ήρχισεν ο Μωϋσής να εξαγγέλλη και αποσαφηνίζη τον Νομον τούτον, λέγων· 5 Καθ' ὃν χρόνον εὑρίσκοντο οἱ Ἑβραῖοι εἰς τὴν περιοχὴν πέραν τοῦ Ἰορδάνου, εἰς τὴν χώραν Μωάβ, ἄρχισε νὰ διευκρινίζῃ καὶ νὰ ἐξηγῇ ὁ Μωϋσῆς τὸν Νόμον αὐτὸν τοῦ Κυρίου καὶ νὰ λὲγει τὰ ἑξῆς:
6 Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν ἐλάλησεν ἡμῖν ἐν Χωρὴβ λέγων· ἱκανούσθω ὑμῖν κατοικεῖν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ· 6 “Κυριος, ο Θεός ημών, ελάλησε προς ημάς στο όρος Χωρήβ και είπε· Αρκετόν πλέον χρόνον παροικήσατε στο όρος τούτο. 6 «Ὁ Κύριος καὶ Θεός μας μᾶς ὡμίλησεν εἰς τὸ ὅρος Χωρὴβ καὶ εἶπε: «Ἀρκετὰ ἐμείνατε εις τὸ βουνὸ αὐτό.
7 ἐπιστράφητε καὶ ἀπάρατε ὑμεῖς καὶ εἰσπορεύεσθε εἰς ὄρος ᾿Αμορραίων καὶ πρὸς πάντας τοὺς περιοίκους ῎Αραβα, εἰς ὄρος καὶ πεδίον καὶ πρὸς λίβα καὶ παραλίαν γῆν Χαναναίων καὶ ᾿Αντιλίβανον ἕως τοῦ ποταμοῦ τοῦ μεγάλου Εὐφράτου. 7 Στραφήτε τώρα και ξεκινήσατε, δια να εισέλθετε εις την ορεινήν περιοχήν των Αμορραίων, εις την χώραν των κατοίκων Αραβα, εις την ορεινήν και πεδινήν περιοχήν της Χαναάν, στο νότιον μέρος αυτής, στο δυτικόν προς την παραλίαν μέρος, προς δε βορράν από το όρος Αντιλίβανον μέχρι του Ευφράτου, του μεγάλου ποταμού. 7 Στραφῆτε πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ ἀναχωρήσατε καὶ προχωρήσατε μέσα εἰς τὰ βουνὰ τῶν Ἀμορραίων καὶ πρὸς τοὺς λαούς, ποὺ κατοικοῦν εἰς τὸ βαθύπεδον Ἄραβα, δίπλα εἰς τὸν Ἰορδάνην, εἰς τὰ βουνὰ καὶ τὰς πεδιάδας καὶ πρὸς τὸν νότον καὶ εἰς τὰ παράλια τῆς γῆς Χαναὰν καὶ εἰς τὸν Ἀντιλίβανον καὶ μέχρι τοῦ μεγάλου ποταμοῦ Εὐφράτου».
8 ἴδετε, παραδέδωκεν ἐνώπιον ὑμῶν τῆν γῆν· εἰσπορευθέντες κληρονομήσατε τὴν γῆν, ἣν ὤμοσα τοῖς πατράσιν ὑμῶν, τῷ ῾Αβραὰμ καὶ ᾿Ισαὰκ καὶ ᾿Ιακὼβ δοῦναι αὐτοῖς καὶ τῷ σπέρματι αὐτῶν μετ᾿ αὐτούς. 8 Ιδέτε· έχω παραδώσει εις τα χέρια σας την χώραν αυτήν. Εισέλθετε και κληρονομήσατε την γην, την οποίαν ωρκίσθην να δώσω στους πατέρας σας, τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ και στους απογόνους των έπειτα από αυτούς. 8 Ρίψατε τὰ βλέμματά σας καὶ ἴδετε! Ὁ Θεὸς ἔχει παραδώσει ἐμπρός σας τὴν χώραν Χαναάν. «Ἐμβῆτε», λέγει ὁ Κύριος, «εἰς αὐτὴν καὶ κληρονομήσατε τὴν χώραν, τὴν ὁποίαν ὡρκίσθηκα εἰς τοὺς πατέρας σας, εἰς τὸν Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ, ὅτι θὰ τὴν δώσω εἰς αὐτοὺς καὶ εἰς τοὺς ἀπογόνους των μετὰ ἀπὸ αὐτούς».
9 καὶ εἶπα πρὸς ὑμᾶς ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ λέγων· οὐ δυνήσομαι μόνος φέρειν ὑμᾶς· 9 Κατά τον καιρόν εκείνον, ότε ανεχωρήσαμεν από την Αίγυπτον, είπα προς σας, ότι δεν θα ημπορέσω μόνος μου να σας οδηγώ και σας κυβερνώ· 9 Εἶπα δὲ ἐγὼ πρὸς σᾶς κατὰ τὸν καιρόν, ποὺ ἤμεθα εἰς τὸ Σινᾶ, τὰ ἑξῆς: «Δὲν θὰ ἠμπορέσω νὰ σᾶς βαστάζω καὶ νὰ σᾶς ὁδηγῶ μόνος μου.
10 Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν ἐπλήθυνεν ὑμᾶς, καὶ ἰδού ἐστε σήμερον ὡσεὶ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ τῷ πλήθει· 10 διότι Κυριος ο Θεός σας σας επλήθυνε και ιδού ότι σήμερον είσθε πλήθος πολύ, ωσάν τα άστρα του ουρανού. 10 Ὁ Κύριος καὶ Θεός σας σᾶς εὐλόγησε καὶ σᾶς ἐπολλαπλασίασε καὶ ἰδοὺ ὅτι εἶσθε τώρα ὡς πρὸς τὸ πλῆθος σὰν τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ.
11 Κύριος ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ὑμῶν προσθείη ὑμῖν ὡς ἐστὲ χιλιοπλασίως καὶ εὐλογήσαι ὑμᾶς, καθότι ἐλάλησεν ὑμῖν. 11 Είθε ο Κυριος και Θεός των πατέρων σας, να σας ευλογήση και να σας πληθύνη χίλιες φορές περισσότερον από ο,τι είσθε σήμερα, όπως άλλωστε και έχει υποσχεθή προς σας. 11 Εὔχομαι ὁ Κύριος καὶ Θεὸς τῶν πατέρων σας νὰ προσθέσῃ χίλιες φορὲς περισσότερον εἰς αὐτό, ποὺ εἶσθε τώρα, καὶ νὰ σᾶς εὐλογήσῃ, ὅπως σᾶς τὸ ὑπεσχέθη.
12 πῶς δυνήσομαι μόνος φέρειν τὸν κόπον ὑμῶν καὶ τὴν ὑπόστασιν ὑμῶν καὶ τὰς ἀντιλογίας ὑμῶν; 12 Πως θα ημπορέσω εγώ μόνος μου να βαστάσω όλον το βάρος σας, την ύπαρξιν και την διαβίωσίν σας και τας αντιδικίας, που παρουσιάζετε μεταξύ σας; 12 Πῶς θὰ ἠμπορέσω ὅμως νὰ ὑποφέρω εἰς μόνους τοὺς ὤμους μου τὸ βάρος σας καὶ τὰς βιοτικὰς ὑποθέσεις σας καὶ τὰς διαφοράς σας;
13 δότε ἑαυτοῖς ἄνδρας σοφοὺς καὶ ἐπιστήμονας καὶ συνετοὺς εἰς τὰς φυλὰς ὑμῶν, καὶ καταστήσω ἐφ᾿ ὑμῶν ἡγουμένους ὑμῶν. 13 Δια τούτο και σας είπα τότε· εκλέξατε δια την εξυπηρέτησίν σας άνδρας σοφούς, επιστήμονας και συνετούς από τας φυλάς σας, και εγώ θα καταστήσω αυτούς αρχηγούς σας. 13 Νὰ διαλέξετε λοιπὸν πρὸς βοήθειάν σας ἄνδρας σοφοὺς καὶ γνωστικοὺς καὶ συνετοὺς μέσα ἀπὸ τὰς φυλάς σας. Καὶ ἑγὼ θὰ τοὺς τοποθετήσω εἰς σᾶς ὡς ἀρχηγούς σας».
14 καὶ ἀπεκρίθητέ μοι καὶ εἴπατε· καλὸν τὸ ρῆμα ὃ ἐλάλησας ποιῆσαι. 14 Τοτε αποκριθήκατε εις εμέ και είπατε· καλόν είναι αυτό το έργον, που μας είπες να κάμωμεν. 14 Καὶ μοῦ ἀπαντήσατε τότε καὶ εἴπατε: «Εἶναι καλὸς ὁ λόγος αὐτός, ποὺ εἶπες νὰ κάνωμεν».
15 καὶ ἔλαβον ἐξ ὑμῶν ἄνδρας σοφοὺς καὶ ἐπιστήμονας καὶ συνετοὺς καὶ κατέστησα αὐτοὺς ἡγεῖσθαι ἐφ᾿ ὑμῶν χιλιάρχους καὶ ἑκατοντάρχους καὶ πεντηκοντάρχους καὶ δεκάρχους καὶ γραμματοεισαγωγεῖς τοῖς κριταῖς ὑμῶν. 15 Επήρα τότε από σας άνδρας σοφούς και επιστήμονας και συνετούς και ανέθεσα εις αυτούς να σας διοικούν, κατέστησα από αυτούς μεταξύ σας χιλιάρχους, εκατοντάρχους, πεντηκοντάρχους και αρχηγούς δέκα ανδρών, διδασκάλους και δικαστάς μεταξύ σας. 15 Ἐπῆρα λοιπὸν ἀπὸ σᾶς ἄνδρας σοφοὺς καὶ γνωστικοὺς καὶ συνετοὺς καὶ τοὺς ἐγκατέστησα, ὥστε νὰ εἶναι ἀρχηγοί σας. Τοὺς ἔβαλα ἐπὶ κεφαλῆς χιλίων, ἑκατόν, πενῆντα καὶ δέκα ἀνθρώπων. Ἐτοποθέτησα καὶ γραμματεῖς καὶ εἰσηγητάς, ποὺ γνωρίζουν καὶ διδάσκουν τὸν Νόμον, ὡς βοηθοὺς εἰς τοὺς δικαστάς σας διὰ τὰς δικαστικὰς ὑποθέσεις σας.
16 καὶ ἐνετειλάμην τοῖς κριταῖς ὑμῶν ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ λέγων· διακούετε ἀνὰ μέσον τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν καὶ κρίνατε δικαίως ἀνὰ μέσον ἀνδρὸς καὶ ἀνὰ μέσον ἀδελφοῦ καὶ ἀνὰ μέσον προσηλύτου αὐτοῦ. 16 Εδωσα εντολήν στους δυκαστάς σας κατά τον καιρόν εκείνον, λέγων· Να ακούετε με προσοχήν τας μεταξύ των αδελφών σας παρουσιαζομένας διαφοράς, να κρίνετε δικαίως τας διαφοράς μεταξύ των Ισραηλιτών, όπως επίσης και τας μεταξύ αυτών και ξένου τινός. 16 Καὶ ἔδωσα διαταγὴν κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον εἰς τοὺς δικαστάς σας καὶ τοὺς εἶπα: «Νὰ ἀκούετε μὲ προσοχὴν τὰς ὑποθέσεις, ποὺ παρουσιάζονται μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν σας Ἰσραηλιτῶν, καὶ νὰ κρίνετε μὲ δικαιοσύνην τὰς διαφορὰς μεταξὺ ἑνὸς Ἰσραηλίτου καὶ ἐνὸς ἀδελφοῦ του Ἰσραηλίτου, ἢ μεταξὺ Ἰσραηλίτου καὶ τοῦ ξένου, ποὺ διαμένει μαζί του καὶ σέβεται τὴν θρησκείαν του.
17 οὐκ ἐπιγνώσῃ πρόσωπον ἐν κρίσει, κατὰ τὸν μικρὸν καὶ κατὰ τὸν μέγαν κρινεῖς, οὐ μὴ ὑποστείλῃ πρόσωπον ἀνθρώπου, ὅτι ἡ κρίσις τοῦ Θεοῦ ἐστι· καὶ τὸ ρῆμα, ὃ ἐὰν σκληρὸν ᾖ ἀφ᾿ ὑμῶν, ἀνοίσετε αὐτὸ ἐπ᾿ ἐμέ, καὶ ἀκούσομαι αὐτό. 17 Κατά την δίκην δεν θα λαμβάνης υπ' όψει σου πρόσωπον. Οπως θα κρίνης τον ταπεινόν και άσημον, έτσι θα κρίνης τον αξιωματούχον και επίσημον. Δεν θα συστέλλεσαι και δεν θα δυστάζης ενώπιον ουδενός από τους διαδίκους, διότι η απονομή δικαιοσύνης είναι έργον Θεού. Εάν δε και παρουσιασθή καμμιά δύσκολος υπόθεσις, θα αναφέρετε εις εμέ την υπόθεσιν αυτήν· εγώ θα την εξετάζω, θα την κρίνω και θα αποφασίζω. 17 Δὲν θὰ λαμβάνῃς ὑπ' ὄψιν σου τὸ πρόσωπον διὰ τὴν ἔκδοσιν τῆς ἀποφάσεώς σου. Θὰ κρίνῃς καὶ τὸν μικρὸν καὶ ἄσημον ὅπως καὶ τὸν μεγάλον καὶ ἐπίσημον. Δὲν θὰ ὑπολογίσῃς πρόσωπον ἀνθρώπου, διότι ἡ κρίσις εἶναι τοῦ Θεοῦ καὶ σὺ ὁ Κριτὴς ἐνεργεῖς ἐκ μέρους του. Καὶ ἐὰν κάποια ὑπόθεσις σᾶς φαίνεται πολὺ σοβαρὰ καὶ δὲν ἠμπορεῖτε νὰ ἀποφασίσετε δι’ αὐτήν, νὰ τὴν ἀναφέρετε εἰς ἑμὲ καὶ θὰ ἀκούσω καὶ θὰ ἀναλάβω τὸ θέμα ἐγώ».
18 καὶ ἐνετειλάμην ὑμῖν ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ πάντας τοὺς λόγους, οὓς ποιήσετε. 18 Κατά τον καιρόν εκείνον σας εδωσα εντολήν δι' όλα όσα πρέπει να κάμετε. 18 Καὶ σᾶς διέταξα κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ὅλας τὰς ἐντολάς, ποὺ πρέπει νὰ τηρήσετε.
19 καὶ ἀπάραντες ἐκ Χωρὴβ ἐπορεύθημεν πᾶσαν τὴν ἔρημον τὴν μεγάλην καὶ τὴν φοβερὰν ἐκείνην, ἣν εἴδετε, ὁδὸν ὄρους τοῦ ᾿Αμορραίου, καθότι ἐνετείλατο Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν ἡμῖν, καὶ ἤλθομεν ἕως Κάδης Βαρνή. 19 Εξεκινήσαμεν από το όρος Χωρήβ, εβαδίσαμεν όλην την μεγάλην και φοβεράν εκείνην έρημον, την οποίαν είδατε, επορεύθημεν προς την κατεύθυνσιν του όρους των Αμορραίων, όπως μας διέταξεν ο Κυριος και Θεός μας, και ήλθομεν έως την πόλιν Καδης Βαρνή. 19 Καὶ ἀφοῦ ἐξεκινήσαμεν ἀπὸ τὸ ὅρος Χωρήβ, ἐπεράσαμεν ὅλην ἐκείνην τὴν μεγάλην καὶ φοβερὰν ἔρημον, τὴν ὁποίαν ἐγνωρίσατε ἀπὸ κοντά, καθὼς ἐβαδίζαμεν πρὸς τὰ βουνὰ τῶν Ἀμορραίων, συμφώνως πρὸς τὰς ὁδηγίας ποὺ μᾶς ἔδωσε Κύριος ὁ Θεός μας. Καὶ ἐφθάσαμεν εἰς τὴν πόλιν Κάδης Βαρνή.
20 καὶ εἶπα πρὸς ὑμᾶς· ἤλθατε ἕως τοῦ ὄρους τοῦ ᾿Αμορραίου, ὃ Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν δίδωσιν ὑμῖν. 20 Και είπα προς σας· εφθάσατε έως το όρος των Αμορραίων, σύνορον της Χαναάν, την οποίαν ο Κυριος παραδίδει τώρα εις σας. 20 Καὶ εἶπα τότε πρὸς σᾶς: «Ἐφθάσατε ἤδη μέχρι τὰ βουνὰ τῶν Ἀμορραίων, ποὺ σᾶς τὰ δίδει Κύριος ὁ Θεός μας.
21 ἴδετε, παραδέδωκεν ἡμῖν Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν πρὸ προσώπου ὑμῶν τὴν γῆν· ἀναβάντες κληρονομήσατε, ὃν τρόπον εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ὑμῶν ὑμῖν· μὴ φοβεῖσθε μηδὲ δειλιάσητε. 21 Ιδέτε ! Ο Κυριος και Θεός σας έχει πλέον παραδώσει εις τα χέρια σας την χώραν αυτήν. Εισέλθετε εις αυτήν, κυριεύσατέ την ως κληρονομίαν σας, όπως είπεν εις σας ο Θεός των προγόνων σας. Μη φοβηθήτε κανένα και μη δειλιάσετε. 21 Κυττάξατε! Ὁ Κύριος καὶ Θεός σας μᾶς παρέδωσεν ἐμπρός σας τὴν χώραν αὐτήν. Ἀνεβῆτε καὶ κατακτήσατέ την, ὅπως ἀκριβῶς σᾶς εἶπε ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς τῶν πατέρων σας. Μὴ φοβεῖσθε καὶ μὴ δειλιάσετε».
22 καὶ προσήλθατέ μοι πάντες καὶ εἴπατε· ἀποστείλωμεν ἄνδρας προτέρους ἡμῶν, καὶ ἐφοδευσάτωσαν ἡμῖν τὴν γῆν καὶ ἀναγγειλάτωσαν ἡμῖν ἀπόκρισιν τὴν ὁδόν, δι᾿ ἧς ἀναβησόμεθα ἐν αὐτῇ, καὶ τὰς πόλεις εἰς ἃς εἰσπορευσόμεθα εἰς αὐτάς. 22 Ηλθατε τότε προς εμέ όλοι και μου είπατε· Πριν ημείς εισέλθωμεν, ας αποστείλωμεν άνδρας κατασκόπους να επιθεωρήσουν και ερευνήσουν την χώραν και να μας δώσουν πληροφορίαν δια την οδόν, από την οποίαν θα διαβώμεν προς αυτήν και δια τας πόλεις, εις τας οποίας θα εισέλθωμεν. 22 Μὲ ἐπλησιάσατε τότε ὅλοι καὶ εἴπατε: «Ἂς στείλωμεν πρὶν ἀπὸ ἡμᾶς εἰς τὴν χώραν ἄνδρας, διὰ νὰ περιοδεύσουν καὶ κατασκοπεύσουν πρὸς χάριν μας τὴν χώραν καὶ νὰ μᾶς πληροφορήσουν, ὅσον ἀφορᾷ τὸν δρόμον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον θὰ ἀναβῶμεν εἰς τὴν χώραν, καὶ τὰς πόλεις, εἰς τὰς ὁποίας πρόκειται νὰ εἰσέλθωμεν».
23 καὶ ἤρεσεν ἐναντίον μου τὸ ρῆμα, καὶ ἔλαβον ἐξ ὑμῶν δώδεκα ἄνδρας, ἄνδρα ἕνα κατὰ φυλήν. 23 Μου ήρεσεν αυτή η πρότασίς σας και εξέλεξα από σας δώδεκα άνδρας, ένα από κάθε φυλήν. 23 Καὶ ἐφάνη εἰς ἐμὲ ἀρεστὴ ἡ πρότασίς σας καὶ ἐπῆρα διὰ τὸν σκοπὸν αὐτὸν δώδεκα ἄνδρας ἀπὸ σᾶς, ἕνα ἂνδρα ἀπὸ κάθε φυλήν.
24 καὶ ἐπιστραφέντες ἀνέβησαν εἰς τὸ ὄρος καὶ ἤλθοσαν ἕως Φάραγγος βότρυος καὶ κατεσκόπευσαν αὐτήν. 24 Αυτοί δε ετράπησαν προς την Χαναάν, ανέβησαν προς την ορεινήν χώραν της Παλαιστίνης, έφθασαν μέχρι της κοιλάδας, που ονομάζεται “Φαραγξ Βοτρυος”, και κατεσκόπευσαν την χώραν. 24 Καὶ ἀφοῦ ἐστράφησαν πρὸς τὸ βουνό, ποὺ ἀποτελεῖ σύνορον τῆς Χαναάν, ἀνέβηκαν εἰς αὐτὸ καὶ ἦλθαν μέχρι τὴν Φάραγγα τοῦ βότρυος μὲ τὰ ὀνομαστὰ ἀμπέλια καὶ τὴν κατεσκόπευσαν.
25 καὶ ἐλάβοσαν ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῶν ἀπὸ τοῦ καρποῦ τῆς γῆς καὶ κατήνεγκαν πρὸς ὑμᾶς καὶ ἔλεγον· ἀγαθὴ ἡ γῆ, ἣν Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν δίδωσιν ἡμῖν. 25 Επήραν εις τα χέρια των από τον καρπόν της γης αυτής, έφεραν αυτόν ως δείγμα προς ημάς και έλεγαν· Εύφορος και πλουσία είναι η χώρα αυτή, την οποίαν μας δίδει ο Κυριος. 25 Καὶ ἐπῆραν εἰς τὰ χέρια των δείγματα ἀπὸ τοὺς καρποὺς τοῦ τόπου καὶ τὰ ἔφεραν καὶ τὰ παρουσίασαν ἐμπρς μας καὶ ἔλεγαν: «Ἡ χώρα, ποὺ μᾶς δίδει Κύριος ὁ Θεός μας, εἶναι πλούσια καὶ εὔφορος».
26 καὶ οὐκ ἠθελήσατε ἀναβῆναι, ἀλλ᾿ ἠπειθήσατε τῷ ρήματι Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν 26 Αλλά σεις δεν ηθελήσατε να εισέλθετε εις αυτήν· δεν υπηκούσατε εις την εντολήν Κυρίου του Θεού ημών· 26 Σεῖς ὅμως δὲν ἠθελήσατε νὰ ἀνεβῆτε εἰς τὴν χώραν καὶ ἐδείξατε ἀνυπακοὴν εἰς τὴν ἐντολὴν Κυρίου τοῦ Θεοῦ μας.
27 καὶ διεγογγύζετε ἐν ταῖς σκηναῖς ὑμῶν καὶ εἴπατε· διὰ τὸ μισεῖν Κύριον ἡμᾶς, ἐξήγαγεν ἡμᾶς ἐκ γῆς Αἰγύπτου παραδοῦναι ἡμᾶς εἰς χεῖρας ᾿Αμορραίων, ἐξολοθρεῦσαι ἡμᾶς. 27 μάλιστα δε και εγογγύζατε εις τας σκηνάς σας, πικρώς παραπονούμενοι κατά του Θεού και λέγοντες· Μας έβγαλεν ο Κυριος από την χώραν της Αιγύπτου, επειδή μας μισεί, δια να μας παραδώση εις τα χέρια των Αμορραίων και να μας εξολοθρεύση ! 27 Καὶ ἀρχίσατε νὰ γογγύζετε εἰς τὰς σκηνάς, ὅπου διεμένατε, καὶ εἴπατε: «Ὁ Κύριος εἶχε μῖσος ἐναντίον μας καὶ δι’ αὐτὸ μᾶς ἔβγαλεν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, διὰ νὰ μᾶς παραδώσῃ εἰς τὰ χέρια τῶν Ἀμορραίων καὶ νὰ μᾶς ἐξολοθρεύσῃ.
28 ποῦ ἡμεῖς ἀναβαίνομεν; οἱ δὲ ἀδελφοὶ ὑμῶν ἀπέστησαν τὴν καρδίαν ὑμῶν λέγοντες· ἔθνος μέγα καὶ πολὺ καὶ δυνατώτερον ἡμῶν καὶ πόλεις μεγάλαι καὶ τετειχισμέναι ἕως τοῦ οὐρανοῦ, ἀλλὰ καὶ υἱοὺς γιγάντων ἑωράκαμεν ἐκεῖ. 28 Που λοιπόν ημείς τώρα θα πορευθώμεν; Οι αδελφοί μας οι κατάσκοποι κατεπτόησαν και κατέθλιψαν τας καρδίας μας, λέγοντες· Οι άνδρες της Παλαιστίνης είναι μεγαλόσωμοι και πολύ δυνατώτεροι από ημάς, αι πόλεις των μεγάλαι και οχυραί με τείχη, που φθάνουν έως στον ουρανόν. Εκτός δε τούτου είδομεν εκεί και απογόνους των ονομαστών εκείνων γιγάντων ! 28 Ποὺ θὰ ἀνεβοῦμε;» Ἀλλὰ καὶ οἱ ἀδελφοί σας, ποὺ κατεσκόπευσαν τὴν χώραν, ἐκίνησαν εἰς ἀποστασίαν τὰς καρδίας σας, ὅταν ἔλεγαν: «Ἐκεῖ ποὺ ἐπήγαμε, εἴδαμε νὰ κατοικῇ ἕνα ἔθνος μεγάλο καὶ πολυάριθμον καὶ δυνατώτερον ἀπὸ ἡμᾶς. Αἱ δὲ πόλεις των εἶναι μεγάλαι καὶ ἔχουν τείχη ὑψηλά, ποὺ φθάνουν ἕως τὸν οὐρανόν. Εἴδαμε μάλιστα ἐκεῖ καὶ ἀπογόνους τῶν γιγάντων».
29 καὶ εἶπα πρὸς ὑμᾶς· μὴ πτήξετε, μηδὲ φοβηθῆτε ἀπ᾿ αὐτῶν· 29 Εγώ όμως είπα προς σας. Μη πτοηθήτε, μη φοβηθήτε από αυτούς. 29 Καὶ εἶπα τότε πρὸς σᾶς: «Μὴ τρομάξετε καὶ μὴ φοβηθῆτε ἀπ' αὐτούς.
30 Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν ὁ προπορευόμενος πρὸ προσώπου ὑμῶν αὐτὸς συνεκπολεμήσει αὐτοὺς μεθ᾿ ὑμῶν κατὰ πάντα, ὅσα ἐποίησεν ὑμῖν ἐν γῇ Αἰγύπτῳ 30 Κυριος ο Θεός σας, ο οποίος ως οδηγός και προστάτης προπορεύεται έμπροσθέν σας, αυτός θα πολεμήση μαζή σας και θα κατανικήση αυτούς, θα κάμη και εις την περίστασιν αυτήν, όσα έκαμε προς χάριν σας εις την χώραν της Αιγύπτου. 30 Ὁ Κύριος καὶ Θεός σας, ποὺ προπορεύεται εἰς τὴν πορείαν σας, αὐτὸς ὁ ἴδιος θὰ πολεμήσῃ μαζί σας αὐτοὺς τοὺς ἐχθρούς, ὅπως ἀκριβῶς τὸ ἔκανε διὰ σᾶς εἰς τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου.
31 καὶ ἐν τῇ ἐρήμῳ ταύτῃ, ἣν εἴδετε, ὁδὸν ὄρους τοῦ ᾿Αμορραίου, ὡς ἐτροφοφόρησέ σε Κύριος ὁ Θεός σου, ὡς εἴ τις τροφοφορήσαι ἄνθρωπος τὸν υἱὸν αὐτοῦ, κατὰ πᾶσαν τὴν ὁδὸν εἰς ἣν ἐπορεύθητε, ἕως ἤλθετε εἰς τὸν τόπον τοῦτον. 31 Είδατε και σεις οι ίδιοι, πως εις την φοβεράν εκείνην έρημον Φαράν, την οποία διηρχόμεθα κατευθυνόμενοι προς την Παλαιστίνην, πως Κυριος ο Θεός σας σας διέθρεψε με τόσην στοργήν, όπώς δ στοργικός πατέρας διατρέφει το παιδί του. Και αύτο εις όλην την διαδρομήν που εκάμετε, μέχρις που εφθάσετε στούτον τον τόπον. 31 Ἄλλα καὶ εἰς τὴν ἔρημον αὐτήν, ποὺ τὴν εἴδατε καθ' ὁδὸν πρὸς τὰ βουνὰ τῶν Ἀμορραίων, γνωρίζετε πῶς σᾶς ἔθρεψε Κύριος ὁ Θεός σας. Σᾶς διέθρεψεν, ὅπως θὰ διέτρεφε κάποιος ἄνθρωπος τὸ παιδί του, καθ' ὅλην τὴν διαδρομὴν ποὺ ἀκολουθήσατε, μέχρις ὅτου ἤλθατε εἰς αὐτὸν ἐδῶ τὸν τόπον».
32 καὶ ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ οὐκ ἐνεπιστεύσατε Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν, 32 Παρ' όλα όμως τα θαυμαστά αυτά δείγματα της θείας δυνάμεως και προστασίας δεν επιστεύσατε εις Κυριον τον Θεόν μας, 32 Καὶ ὅμως, παρὰ τὰ θαυμάσια αὐτά, σεῖς δὲν ἐδείξατε ἐμπιστοσύνην εἰς Κύριον τὸν Θεόν μας,
33 ὃς προπορεύεται πρότερος ὑμῶν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκλέγεσθαι ὑμῖν τόπον, ὁδηγῶν ὑμᾶς ἐν πυρὶ νυκτός, δεικνύων ὑμῖν τὴν ὁδὸν καθ᾿ ἣν πορεύεσθε ἐπ᾿ αὐτῆς, καὶ ἐν νεφέλῃ ἡμέρας. 33 ο οποίος προπορεύεται εμπρός μας στον δρόμον, να εκλέξη δια σας τόπον, οδηγών συνεχώς σας κατά μεν την νύκτα δια πυρός, κατά δε την ημέραν δια νεφέλης, δεικνύων προς σας τον δρόμον, τον οποίον πρέπει να ακολουθήσετε. 33 ὁ Ὁποῖος εὑρίσκεται ἐπὶ κεφαλῆς τῆς πορείας σας, διὰ νὰ ἐκλέγῃ διὰ σᾶς τόπον, πρὸς τὸν ὁποῖον νὰ κατευθυνθῆτε. Καὶ σᾶς ὁδηγεῖ κατὰ μὲν τὴν νύκτα μὲ φλόγα πυρός, ποὺ σᾶς δείχνει τὸν δρόμον, τὸν ὁποῖον πρέπει νὰ ἀκολουθήσετε, κατὰ δὲ τὴν ἡμέραν μὲ σύννεφον.
34 καὶ ἤκουσε Κύριος τὴν φωνὴν τῶν λόγων ὑμῶν καὶ παροξυνθεὶς ὤμοσε λέγων· 34 Ο Θεός ήκουσε τα λόγια του γογγυσμού και της αχαριστίας σας, ωργίσθη και ωρκίσθη λέγων· 34 Καὶ ὁ Κύριος ἄκουσε τοὺς γογγυσμοὺς καὶ τὰς ἀντιδράσεις σας καὶ ἐπειδὴ ἐθύμωσεν, ὡρκίσθη καὶ εἶπε:
35 εἰ ὄψεταί τις τῶν ἀνδρῶν τούτων τὴν γῆν ἀγαθὴν ταύτην, ἣν ὤμοσα τοῖς πατράσιν αὐτῶν, 35 Αν ποτέ κανείς ίδη από τους ανθρώπους αυτούς την έφορον και πλουσίαν χώραν, την οποίαν ωρκίσθην στους προπάτοράς σας ! 35 «Δὲν πρόκειται νὰ ἴδῃ κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς τὴν πλουσίαν αὐτὴν γῆν, τὴν ὁποίαν ὠρκίσθηκα νὰ τὴν δώσω εἰς τοὺς πατέρας των.
36 πλὴν Χάλεβ υἱὸς ᾿Ιεφοννή, οὗτος ὄψεται αὐτήν, καὶ τούτῳ δώσω τὴν γῆν, ἐφ᾿ ἣν ἐπέβη, καὶ τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ διὰ τὸ προσκεῖσθαι αὐτὸν τὰ πρὸς Κύριον. 36 Πλην μόνον ο Χαλεβ, ο υιός του Ιεφοννή, αυτός θα ίδη την χώραν αυτήν και εις αυτόν θα δώσω την χώραν, την οποίαν επάτησε, δια να κατασκοπεύση, εις αυτόν και στους απογόνους του, διότι εστάθη με το μέρος του Κυρίου. 36 Μόνον ὁ Χάλεβ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰεφοννῆ, θὰ ἰδῇ τὴν χώραν αὐτήν, εἰς τὴν ὁποίαν καὶ εἰσῆλθεν ὡς κατάσκοπος. Θὰ τὴν χαρίσω δὲ εἰς αὐτὸν καὶ εἰς τὰ παιδιά τοῦ, διότι αὐτὸς ἔδειξε προσήλωσιν εἰς ὅ,τι εἶπεν ὁ Κύριος».
37 καὶ ἐμοὶ ἐθυμώθη Κύριος δι᾿ ὑμᾶς λέγων· οὐδὲ σὺ οὐ μὴ εἰσέλθῃς ἐκεῖ· 37 Εξ αιτίας σας ωργίσθη και εναντίον μου ο Θεός και μου είπε· Ούτε συ θα εισέλθης εκεί. 37 Ἐθύμωσε μάλιστα ὁ Κύριος ἐξ αἰτίας σας καὶ ἐναντίον μου καὶ εἶπε: «Οὔτε καὶ σὺ θὰ εἰσέλθῃς εἰς ἐκείνην τὴν χώραν.
38 ᾿Ιησοῦς υἱὸς Ναυὴ ὁ παρεστηκώς σοι, οὗτος εἰσελεύσεται ἐκεῖ· αὐτὸν κατίσχυσον, ὅτι αὐτὸς κατακληρονομήσει αὐτὴν τῷ ᾿Ισραήλ. 38 Αλλά ο Ιησούς, ο υιός του Ναυή, ο οποίος ευρίσκεται πάντοτε παρά το πλευρόν σου, αυτός θα εισέλθη εκεί. Αυτόν δε συ ενίσχυσέ τον και κατάρτισέ τον, διότι αυτός θα καταλάβη και δια κλήρου θα διαμοιράση την γην της Χαναάν ει τους Ισραηλίτας. 38 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως, ὁ υἱὸς τοῦ Ναυῆ, ποὺ στέκει δίπλα σου καὶ σὲ βοηθεῖ, αὐτὸς θὰ εἰσέλθῃ ἐκεῖ. Αὐτὸν λοιπὸν νὰ ἐνισχύσῃς καὶ νὰ τονώσῃς, διότι αὐτὸς θὰ τὴν κατακτήσῃ καὶ θὰ τὴν μοιράσῃ εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας.
39 καὶ πᾶν παιδίον νέον, ὅστις οὐκ οἶδε σήμερον ἀγαθὸν ἢ κακόν, οὗτοι εἰσελεύσονται ἐκεῖ, καὶ τούτοις δώσω αὐτήν, καὶ αὐτοὶ κληρονομήσουσιν αὐτήν. 39 Επίσης τα μικρά παιδιά, τα οποία σήμερον δεν ημπορούν να ξεχωρίσουν καλόν και κακόν, αυτοί θα εισέλθουν εκεί· εις αυτούς θα δώσω την χώραν· αυτοί θα την κληρονομήσουν. 39 Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ μικρὰ παιδιά, ποὺ δεν ἠμποροῦν σήμερον νὰ διακρίνουν τὸ καλὸν ἢ τὸ κακόν, θὰ εἰσέλθουν εἰς τὴν χώραν ἐκείνην. Εἰς αὐτὰ θὰ τὴν χαρίσω καὶ αὐτὰ θὰ τὴν κληρονομήσουν».
40 καὶ ὑμεῖς ἐπιστραφέντες ἐστρατοπεδεύσατε εἰς τὴν ἔρημον, ὁδὸν τὴν ἐπὶ τῆς ἐρυθρᾶς θαλάσσης. 40 Σεις δε τότε εγυρίσατε και εστρατοπεδεύσατε εις την έρημον Σιν με κατεύθυνσιν προς την Ερυθράν Θαλασσαν. 40 Τότε σεῖς ἐγυρίσατε καὶ ἐστήσατε τὰς σκηνάς σας εἰς τὴν ἔρημον, ποὺ εἶναι καθ' ὁδὸν πρὸς τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν.
41 καὶ ἀπεκρίθητε καὶ εἴπατε· ἡμάρτομεν ἔναντι Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ἡμεῖς ἀναβάντες πολεμήσομεν κατὰ πάντα, ὅσα ἐνετείλατο Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν ἡμῖν. καὶ ἀναλαβόντες ἕκαστος τὰ σκεύη τὰ πολεμικὰ αὐτοῦ καὶ συναθροισθέντες ἀνεβαίνετε εἰς τὸ ὄρος. 41 Αποκριθήκατε και είπατε· Ημαρτήσαμεν ενώπιον Κυρίου του Θεού μας. Μετανοούμεν και αποφασίζομεν τώρα να εισέλθομεν εις την Χαναάν και να πολεμήσωμεν σύμφωνα με τας εντολάς, που έχει δώσει Κυριος ο Θεός μας. Ο κάθε Ισραηλίτης ανέλαβε τα πολεμικά αυτού όπλα και συγκεντρωθέντες εβαδίζατε όλοι προς το όρος (δια την Παλαιστίνην). 41 Ἀπεκρίθητε δὲ καὶ εἴπατε: «Ἁμαρτήσαμε ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ μας. Θὰ ἀνεβοῦμε καὶ θὰ πολεμήσωμεν συμφώνως πρὸς ὅλα, ὅσα μᾶς εἶπεν ὁ Κύριος καὶ Θεός μας». Καὶ ἀφοῦ ἐπήρατε ὁ καθένας τὰ ὅπλα του καὶ συγκεντρωθήκατε, ἀρχίσατε νὰ ἀνεβαίνετε εἰς τὸ βουνό.
42 καὶ εἶπε Κύριος πρός με· εἰπὸν αὐτοῖς· οὐκ ἀναβήσεσθε οὐδὲ μὴ πολεμήσετε, οὐ γάρ εἰμι μεθ᾿ ὑμῶν· καὶ οὐ μὴ συντριβῆτε ἐνώπιον τῶν ἐχθρῶν ὑμῶν· 42 Ο Κυριος όμως είπε τότε προς εμέ· Ειπέ προς αυτούς· δεν θα ανεβήτε εις την Παλαιστίνην και δεν θα πολεμήσετε τους κατοίκους της, διότι εγώ δεν είμαι πλέον μαζή σας. Αποφύγετε τον μάταιον αυτόν πόλεμον, δια να μη συντριβήτε από τους εχθρούς σας. 42 Καὶ εἶπεν εἰς ἐμὲ ὁ Κύριος: «Νὰ τοὺς εἰπῇς τὰ ἑξῆς: Μὴ ἀνεβῆτε καὶ μὴ πολεμήσετε. Δὲν εἶμαι πλέον βοηθός σας μαζί σας. Ἀκούσατέ με καὶ δὲν θὰ συντριβῆτε ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἐχθρούς σας».
43 καὶ ἐλάλησα ὑμῖν, καὶ οὐκ εἰσηκούσατέ μου καὶ παρέβητε τὸ ρῆμα Κυρίου καὶ παραβιασάμενοι ἀνέβητε εἰς τὸ ὄρος. 43 Αυτά εγώ σας τα είπα, αλλά σεις δεν με ακούσατε. Και έτσι καταπατήσατε την εντολήν του Κυρίου και παραβάται ενώπιον του Θεού επροχωρήσατε προς το όρος (δια την Παλαιστίνην). 43 Καὶ ἐγὼ μὲν σᾶς τὰ εἶπα, σεῖς ὅμως δεν μὲ ἀκούσατε. Παρηκούσατε τὴν ἐντολήν τοῦ Κυρίου καὶ μὲ πεῖσμα καὶ ἐγωϊσμὸν ἀνεβήκατε εἰς τὸ βουνό, παρὰ τὴν ὁδηγίαν τοῦ Θεοῦ.
44 καὶ ἐξῆλθεν ὁ ᾿Αμορραῖος ὁ κατοικῶν ἐν τῷ ὄρει ἐκείνῳ εἰς συνάντησιν ὑμῖν καὶ κατεδίωξαν ὑμᾶς, ὡσεὶ ποιήσαισαν αἱ μέλισσαι, καὶ ἐτίτρωσκον ὑμᾶς ἀπὸ Σηεὶρ ἕως ῾Ερμᾶ. 44 Οι Αμορραίοι όμως, οι οποίοι κατοικούσαν την ορεινήν εκείνην περιοχήν της νοτίου Παλαιστίνης, εξήλθον εις πόλεμον εναντίον σας. Σας ενίκησαν και σας κατεδίωξαν, ωσάν εξερεθισμέναι μέλισσαι, και σας ετραυμάτιζαν με τα βέλη και τας μαχαίρας των, από το όρος Σηείρ έως την πόλιν Ερμά. 44 Καὶ ἐβγῆκαν οἱ Ἀμορραῖοι, ποὺ κατοικοῦν εἰς τὰ βουνὰ ἐκεῖνα, διὰ νὰ σᾶς ἀντιμετωπίσουν καὶ σᾶς κατεδίωξαν, ὅπως θὰ ἔκαμναν αἱ μέλισσαι, καὶ σᾶς ἐκτυποῦσαν διαρκῶς ἀπὸ τὸ βουνὸ Σηεὶρ ἕως τὴν πόλιν Ἑρμᾶ.
45 καὶ καθίσαντες ἐκλαίετε ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, καὶ οὐκ εἰσήκουσε Κύριος τῆς φωνῆς ὑμῶν οὐδὲ προσέσχεν ὑμῖν. 45 Μετά το τραγικόν αυτό πάθημά σαςεκαθήσατε και εκλαίατε ενώπιον Κυρίου του Θεού μας, αλλά ο Κυριος δεν ήκουσε την φωνήν σας ούτε και σας επρόσεξε. 45 Καὶ ἐκαθήσατε καὶ ἐκλαίατε ἔμπροσθεν Κυρίου τοῦ Θεοῦ μας καὶ δὲν ἔκανε δεκτὴν τὴν φωνήν σας ὁ Κύριος καὶ οὔτε σᾶς ἐπρόσεξε.
46 καὶ ἐνεκάθησθε ἐν Κάδης ἡμέρας πολλάς, ὅσας ποτὲ ἡμέρας ἐνεκάθησθε. 46 Και εκαθήσατε τότε εις Καδης επί τόσον μακρόν χρόνον, όσον εμείνατε εκεί. 46 Καὶ ἐσταθμεύσατε εἰς τὴν Κάδης ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας ἄπρακτοι, ὅλας τὰς ἡμέρας ποὺ παρεμείνατε ἐκεῖ.