Τρίτη, 03 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:25
Δύση: 17:07
Σελ. 3 ημ.
338-28
16ος χρόνος, 6135η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20 (Κ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΑΝ δὲ ἐξέλθῃς εἰς πόλεμον ἐπὶ τοὺς ἐχθρούς σου καὶ ἴδῃς ἵππον καὶ ἀναβάτην καὶ λαὸν πλείονά σου, οὐ φοβηθήσῃ ἀπ᾿ αὐτῶν, ὅτι Κύριος ὁ Θεός σου μετὰ σοῦ ὁ ἀναβιβάσας σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου. 1 Εάν δε εξέλθης εις πόλεμον εναντίον των εχθρών σου και ίδης ιππικόν και ιππείς και στρατόν πολυαριθμότερον από σέ, μη φοβηθής από αυτούς, διότι Κυριος ο Θεός σου, ο οποίος σε έβγαλεν από την Αίγυπτον και σε έφερε μέχρις εδώ, θα είναι μαζή σου. 1 Εὰν δὲ βγῇς διὰ να πολεμήσῃς ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν σου καὶ ἰδῇς ἱππικὸν καὶ πολεμικὰ ἅρματα καὶ στρατὸν πολὺ περισσότερον ἀπὸ σᾶς, νὰ μὴ φοβηθῇς ἀπὸ αὐτούς. Διότι εἶναι μαζί σου Κύριος ὁ Θεός σου, ὁ Ὁποῖος σὲ ἔβγαλεν ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου καὶ σὲ ἀνέβασεν ἕως ἐδῶ.
2 καὶ ἔσται ὅταν ἐγγίσῃς τῷ πολέμῳ, καὶ προσεγγίσας ὁ ἱερεὺς λαλήσει τῷ λαῷ καὶ ἐρεῖ πρὸς αὐτούς· 2 Οταν δε πλησιάζη η ώρα του πολέμου, ο αρχιερεύς θα έλθη, θα ομιλήση προς τον λαόν και θα είπη· 2 Ὅταν λοιπὸν φθάσῃς εἰς τὴν ὥραν τοῦ πολέμου, θὰ παρουσιασθῇ ἐνώπιον ὅλων ὁ εἰδικὸς πρὸς τοῦτο ἱερεὺς καὶ θὰ εἰπῇ τὰ ἑξῆς εἰς τὸν λαόν:
3 ἄκουε, ᾿Ισραήλ· ὑμεῖς πορεύεσθε σήμερον εἰς τὸν πόλεμον ἐπὶ τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, μὴ ἐκλυέσθω ἡ καρδία ὑμῶν, μὴ φοβεῖσθε μηδὲ θραύεσθε μηδὲ ἐκκλίνετε ἀπὸ προσώπου αὐτῶν, 3 Ακούσατε Ισραηλίται· σεις εξέρχεσθε σήμερον εις πόλεμον εναντίον των εχθρών σας· μη λιποψυχήσετε, μη φοβηθήτε τους εχθρούς σας, μη πτοηθήτε, μη διασκορπισθήτε ενώπιον αυτών, 3 «Ἄκουε, λαὲ τοῦ Ἰσραήλ. Σήμερον προχωρεῖτε διὰ νὰ πολεμήσετε ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν σας. Μὴ λιποψυχήσῃ καὶ δειλιάσῃ ἡ καρδιά σας καὶ μὴ φοβηθῆτε! Οὔτε νὰ καταβληθῆτε καὶ κυριευθῆτε ἀπὸ τρόμον, οὔτε νὰ τραπῆτε εἰς φυγὴν ἐμπρός των.
4 ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν ὁ προπορευόμενος μεθ᾿ ὑμῶν συνεκπολεμῆσαι ὑμῖν τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, διασῶσαι ὑμᾶς. 4 διότι Κυριος ο Θεός σας, ο οποίος πορεύεται εμπρός από σας, θα πολεμήση μαζή σας εναντίον των εχθρών σας και θα σας διασώση. 4 Διότι ὁ Κύριος καὶ Θεάς σας προπορεύεται μαζί σας, διὰ νὰ πολεμήσῃ ὡς σύμμαχός σας τοὺς ἐχθρούς σας καὶ νὰ σᾶς σώσῃ».
5 καὶ λαλήσουσιν οἱ γραμματεῖς πρὸς τὸν λαὸν λέγοντες· τίς ὁ ἄνθρωπος ὁ οἰκοδομήσας οἰκίαν καινὴν καὶ οὐκ ἐνεκαίνισεν αὐτήν; πορευέσθω καὶ ἀποστραφήτω εἰς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ, μὴ ἀποθάνῃ ἐν τῷ πολέμῳ καὶ ἄνθρωπος ἕτερος ἐγκαινιεῖ αὐτήν. 5 Οι δε γραμματείς θα ομιλήσουν προς τον λαόν και θα είπουν· Ποιός από σας έκτισε οικίαν καινουργή και δεν την ενεκαινίασε; Ας επιστρέψη και ας υπάγη εις την οικίαν του, μήπως τυχόν και φονευθή κατά τον πόλεμον και άλλος άνθρωπος εγκαινιάση και χαρή την οικίαν του. 5 Θὰ ὁμιλήσουν κατόπιν πρὸς τὸν λαὸν καὶ οἱ εἰδικοὶ διὰ τὸν στρατὸν γραμματεῖς καὶ θὰ εἰποῦν τὰ ἑξῆς: «Ποιὸς ἄνθρωπος ἔκτισε καινούργιο σπίτι καὶ δὲν ἐπρόλαβε νὰ τὸ ἐγκαινιάσῃ; Ἂς φύγῃ καὶ ἂς ἐπιστρέψῃ εἰς τὸ σπίτι του, μὴ τυχὸν πεθάνῃ εἰς τὸν πόλεμον καὶ ἐγκαινιάσῃ ἄλλος ἄνθρωπος τὸ σπίτι του.
6 καὶ τίς ὁ ἄνθρωπος, ὅστις ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα καὶ οὐκ εὐφράνθη ἐξ αὐτοῦ; πορευέσθω καὶ ἀποστραφήτω εἰς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ, μὴ ἀποθάνῃ ἐν τῷ πολέμῳ καὶ ἄνθρωπος ἕτερος εὐφρανθήσεται ἐξ αὐτοῦ. 6 Ποιός από σας εφύτευσεν αμπέλι και δεν έφαγε σταφύλια, ώστε να ευφρανθή από αυτό; Ας επιστρέψη και ας μεταβή εις την οικίαν του, μήπως τυχόν φονευθή κατά τον πόλεμον και άλλος άνθρωπος χαρή το αμπέλι του. 6 Ποῖος ἐπίσης μεταξύ σας ἐφύτευσε ἀμπέλι καὶ δὲν ἐπρόλαβε νὰ φάγῃ ἀπὸ τοὺς καρπούς του καὶ νὰ εὐφρανθῇ; Ἂς φύγῃ καὶ ἂς γυρίσῃ πίσω εἰς τὸ σπίτι του, μὴ τυχὸν πεθάνῃ εἰς τὸν πόλεμον καὶ εὐφρανθῇ ἄλλος ἀντὶ αὐτοῦ ἀπὸ τὸ ἀμπέλι του.
7 καὶ τίς ὁ ἄνθρωπος, ὅστις μεμνήστευται γυναῖκα καὶ οὐκ ἔλαβεν αὐτήν; πορευέσθω καὶ ἀποστραφήτω εἰς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ, μὴ ἀποθάνῃ ἐν τῷ πολέμῳ καὶ ἄνθρωπος ἕτερος λήψεται αὐτήν. 7 Ποιός από σας έχει μνηστευθήη αλλά δεν έλαβεν ακόμη ως σύζυγον την μνηστήν του; Ας επιστρέψη και ας μεταβή εις την οικίαν του, μήπως τυχόν φονευθή κατά τον πόλεμον και άλλος άνθρωπος λάβη αυτήν ως σύζυγον. 7 Καὶ ποῖος ἀπὸ σᾶς ἔχει μνηστευθῇ κάποιαν γυναῖκα καὶ δὲν ἐπρόλαβαν νὰ κάνουν τὸν γάμον των; Ἂς φύγῃ καὶ ἂς γυρίσῃ πίσω εἰς τὸ σπίτι του, μὴ τυχὸν φονευθῇ εἰς τὸν πόλεμον καὶ τὴν πάρῃ ὡς σύζυγόν του ἄλλος ἄνθρωπος».
8 καὶ προσθήσουσιν οἱ γραμματεῖς λαλῆσαι πρὸς τὸν λαὸν καὶ ἐροῦσι· τίς ὁ ἄνθρωπος ὁ φοβούμενος καὶ δειλὸς τῇ καρδίᾳ; πορευέσθω καὶ ἀποστραφήτω εἰς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ, ἵνα μὴ δειλιάνῃ τὴν καρδίαν τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ ὥσπερ ἡ αὐτοῦ. 8 Επί πλέον οι γραμματείς θα ομιλήσουν προς τον λαόν και θα ειπούν· Ποιός από σας είναι φοβιτσάρης, δειλός και λιπόψυχος; Ας επιστρέψη και ας μεταβή εις το σπίτι του, δια να μη μεταδώση πανικόν εις την καρδίαν του αδελφού του και κάμη και εκείνον δειλόν, όπως είναι αυτός. 8 Καὶ θὰ συνεχίσουν τὴν ὁμιλίαν των οἱ γραμματεῖς καὶ θὰ εἰποῦν: «Ποῖος ἀνάμεσά σας φοβᾶται καὶ νοιώθει δειλίαν εἰς τὴν καρδιά του; Ἂς φύγῃ καὶ ἂς γυρίσῃ πίσω εἰς τὸ σπίτι του, διὰ νὰ μὴ γίνῃ αἰτία νὰ δειλιάσῃ καὶ ἡ καρδιὰ τοῦ ἀδελφοῦ του Ἰσραηλίτου, ὅπως ἡ ἰδική του».
9 καὶ ἔσται ὅταν παύσωνται οἱ γραμματεῖς λαλοῦντες πρὸς τὸν λαόν, καὶ καταστήσουσιν ἄρχοντας τῆς στρατιᾶς προηγουμένους τοῦ λαοῦ. 9 Οταν δε θα παύσουν οι γραμματείς τας ανακοινώσεις των αυτάς προς τον λαόν, θα διορίσουν αρχηγούς του στρατού, οι οποίοι θα διοικούν αυτόν κατά τον πόλεμον. 9 Καὶ ὅταν τελειώσουν τὴν ὁμιλίαν των πρὸς τὸν λαὸν οἱ γραμματεῖς, θὰ ὁρίσουν καὶ θὰ ἐγκαταστήσουν εἰς τὸ στράτευμα ἀρχηγοὺς καὶ ἀξιωματικούς, οἱ ὁποῖοι θὰ εἶναι ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ στρατοῦ κατὰ τὸν πόλεμον.
10 ᾿Εὰν δὲ προσέλθῃς πρὸς πόλιν ἐκπολεμῆσαι αὐτούς, καὶ ἐκκαλέσαι αὐτοὺς μετ᾿ εἰρήνης· 10 Εάν δε πλησιάσετε προς μίαν πόλιν δια να πολεμήσετε αυτήν και να καταλάβετε τους κατοίκους της, πρέπει προηγουμένως να καλέσετε αυτούς εις ειρήνην. 10 Ὅταν δὲ πλησιάσῃς μίαν πόλιν διὰ νὰ τὴν κυριεύσῃς, νὰ καλέσῃς πρῶτα τοὺς κατοίκους τς νὰ παραδοθοῦν μὲ εἰρήνην.
11 ἐὰν μὲν εἰρηνικὰ ἀποκριθῶσί σοι καὶ ἀνοίξωσί σοι, ἔσται πᾶς ὁ λαὸς οἱ εὑρεθέντες ἐν αὐτῇ ἔσονταί σοι φορολόγητοι καὶ ὑπήκοοί σου· 11 Εάν δε οι κάτοικοι ανταποκριθούν εις τας ειρηνικάς σας προτάσεις, ανοίξουν τας πύλας και παραδοθούν εις σας, θα είναι όλοι αυτοί που κατοικούν εις την πόλιν υπήκοοί σας και φόρου υποτελείς. 11 Καὶ ἐὰν μὲν σοῦ ἀπαντήσουν εὐνοϊκῶς καὶ θέλουν εἰρήνην καὶ ἀνοίξουν ἐμπρός σου τὰς πύλας τῆς πόλεως, ὅλοι ὅσοι εὑρεθοῦν εἰς αὐτήν, θὰ γίνουν ὑποτελεῖς σου καὶ θὰ σοῦ πληρώνουν φόρον.
12 ἐὰν δὲ μὴ ὑπακούσωσί σοι καὶ ποιῶσι πρὸς σὲ πόλεμον, περικαθαριεῖς αὐτήν, 12 Εάν όμως δεν δεχθούν τας ειρηνικάς σας προτάσεις και θελήσουν να κάμουν πόλεμον εναντίον σας, θα πολιορκήσετε την πόλιν, 12 Ἐὰν ὅμως δὲν δεχθοῦν νὰ σοῦ παραδοθοῦν μὲ εἰρήνην καὶ ἀρχίσουν πόλεμον μαζί σου, θὰ πολιορκήσῃς τὴν πόλιν αὐτήν,
13 ἕως ἂν παραδῷ σοι αὐτὴν Κύριος ὁ Θεός σου εἰς τὰς χεῖράς σου, καὶ πατάξεις πᾶν ἀρσενικὸν αὐτῆς ἐν φόνῳ μαχαίρας, 13 μέχρις ότου Κυριος ο Θεός σας παραδώση αυτήν εις τα χέρια σας, οπότε σεις θα περάσετε εν στόματι μαχαίρας πάντα αρσενικόν της πόλεως. 13 ἕως ὅτου σοῦ τὴν παραδώσῃ Κύριος ὁ Θεός σου εἰς τὰ χέρια σου. Καὶ θὰ σκοτώσῃς μὲ μαχαίρι κάθε ἀρσενικὸν τῆς πόλεως αὐτῆς.
14 πλὴν τῶν γυναικῶν καὶ τῆς ἀποσκευῆς καὶ πάντα τὰ κτήνη καὶ πάντα, ὅσα ἂν ὑπάρχῃ ἐν τῇ πόλει, καὶ πᾶσαν τὴν ἀπαρτίαν προνομεύσεις σεαυτῷ καὶ φαγῇ πᾶσαν τὴν προνομὴν τῶν ἐχθρῶν σου, ὧν Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι. 14 Τας γυναίκας όμως και τα παιδιά και τα κτήνη και όλα όσα υπάρχουν εις την πόλιν και όλην την περιουσίαν αυτής θα την πάρετε δια τον εαυτόν σας ως λείαν πολέμου, θα φάγετε και θα απολαύσετε τα τρόφιμα και τα λάφυρα των εχθρών σας, τα οποία ο Κυριος σας δίδει. 14 Τὰς γυναῖκας ὅμως καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ καὶ ὅλα τὰ ζῶα καὶ ὅλα, ὅσα ὑπάρχουν εἰς τὴν πόλιν, ὅπως καὶ ὅλα τὰ σκεύη, ποὺ ἄφησαν οἱ ἐχθροί, θὰ τὰ πάρῃς ὡς λάφυρα διὰ τὸν ἑαυτόν σου. Καὶ θὰ καταναλώσῃς καὶ θὰ ἀπολαύσῃς ὅλα τὰ λάφυρα τῶν ἐχθρῶν σου, ποὺ σοῦ τὰ δίδει Κύριος ὁ Θεός σου.
15 οὕτω ποιήσεις πάσας τὰς πόλεις τὰς μακρὰν οὔσας σου σφόδρα, αἱ οὐχὶ ἐκ τῶν πόλεων τῶν ἐθνῶν τούτων, ὧν Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι κληρονομεῖν τὴν γῆν αὐτῶν. 15 Ετσι θα πράξετε εναντίον όλων των πόλεων, αι οποίαι ευρίσκονται πολύ μακράν από σας και δεν είναι από τας πόλεις των εθνών, των οποίων την χώραν Κυριος ο Θεός σας έδωκεν εις σας ως κληρονομίαν. 15 Ἔτσι θὰ φερθῇς πρὸς ὅλας τὰς πόλεις, ποὺ εὑρίσκονται πολὺ μακριὰ ἀπὸ σὲ καὶ ποὺ δὲν περιλαμβάνονται εἰς τὰς πόλεις τῶν λαῶν αὐτῶν, τὴν χώραν τῶν ὁποίων σοῦ δίδει ὡς κληρονομίαν Κύριος ὁ Θεός σου.
16 ἰδοὺ δὲ ἀπὸ τῶν πόλεων τῶν ἐθνῶν τούτων, ὧν ὁ Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι κληρονομεῖν τὴν γῆν αὐτῶν, οὐ ζωγρήσετε ἀπ᾿ αὐτῶν πᾶν ἐμπνέον, 16 Ιδού όμως πως θα συμπεριφερθήτε προς τας πόλεις των λαών τούτων, των οποίων τας χώρας έδωσε Κυριος ο Θεός σας εις σας ως κληρονομίαν· δεν θα αφήσετε εις την ζωήν και δεν θα συλλάβετε ζωντανόν ως αιχμάλωτον κανένα, που αναπνέει, 16 Χρειάζεται ὅμως νὰ προσέξετε ὅσον ἀφορᾷ εἰς τὰς πόλεις τῶν λαῶν ἐκείνων, τῶν ὁποίων τὴν χώραν σου δίδει ὡς κληρονομίαν Κύριος ὁ Θεός σου. Απὸ αὐτὰς δὲν πρέπει νὰ ἀφήσετε εἰς τὴν ζωὴν τίποτε, ποὺ ζῇ καὶ ἀναπνέει.
17 ἀλλ᾿ ἢ ἀναθέματι ἀναθεματιεῖτε αὐτούς, τὸν Χετταῖον καὶ ᾿Αμορραῖον καὶ Χαναναῖον καὶ Φερεζαῖον καὶ Εὐαῖον καὶ ᾿Ιεβουσαῖον καὶ Γεργεσαῖον, ὃν τρόπον ἐνετείλατό σοι Κύριος ὁ Θεός σου, 17 αλλά θα αναθεματίσετε και θα φονεύσετε όλους αυτούς· Τους Χετταίους, τους Αμορραίους, τους Χαναναίους, τους Φερεζαίους, τους Ευαίους, τους Ιεβουσαίους και τους Γεργεσαίους, όπως σας έχει διατάξει Κυριος ο Θεός σας· 17 Ἀντιθέτως θὰ τοὺς ἐξολοθρεύσετε καὶ θὰ τοὺς ἐξοντώσετε ὁλοσχερῶς. Τοὺς Χετταίους δηλαδὴ καὶ τοὺς Ἀμορραίους, τοὺς Χαναναίους καὶ τοὺς Φερεζαίους, τοὺς Εὐαίους καὶ τοὺς Ἰεβουσαίους καὶ τοὺς Γεργεσαίους, ὅπως ἀκριβῶς σᾶς διέταξε Κύριος ὁ Θεός σας.
18 ἵνα μὴ διδάξωσι ποιεῖν ὑμᾶς πάντα τὰβδελύγματα αὐτῶν, ὅσα ἐποίησαν τοῖς θεοῖς αὐτῶν, καὶ ἁμαρτήσεσθε ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν. 18 και τούτο, μήπως αυτοί μένοντες εν τη ζωή και επικοινωνούντες μαζή σας σας διδάξουν και σας παρασύρουν, να πράξετε όλα τα μισητά και αηδιαστικά ενώπιον του Θεού έργα των, τα οποία αυτοί τελούν εις λατρείαν των θεών των, και αμαρτήσετε έτσι ενώπιον Κυρίου του Θεού σας. 18 Δὲν θὰ τοὺς ἀφήσετε ζωντανούς, διὰ νὰ μὴ σᾶς μάθουν νὰ κάμνετε ὅλα τὰ βδελυκτὰ ἔθιμά των, ὅσα ἔκαμναν ἐκεῖνοι κατὰ τὴν λατρείαν τῶν θεῶν των, καὶ ἁμαρτήσετε ἔτσι καὶ σεῖς ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σας.
19 ᾿Εὰν δὲ περικαθήσῃς περὶ πόλιν μίαν ἡμέρας πλείους ἐκπολεμῆσαι αὐτὴν εἰς κατάληψιν αὐτῆς, οὐκ ἐξολοθρεύσεις τὰ δένδρα αὐτῆς ἐπιβαλεῖν ἐπ᾿ αὐτὰ σίδηρον, ἀλλ᾿ ἢ ἀπ᾿ αὐτοῦ φαγῇ, αὐτὸ δὲ οὐκ ἐκκόψεις. μὴ ἄνθρωπος τὸ ξύλον τὸ ἐν τῷ ἀγρῷ εἰσελθεῖν ἀπὸ προσώπου σου εἰς τὸν χάρακα; 19 Εάν δε πολιορκήσετε κάποιαν πόλιν επί πολύν χρόνον, πολεμούντες εναντίον αυτής δια να την καταλάβετε, δεν θα βάλετε τσεκούρι και δεν θα καταστρέψετε τα καρποφόρα δένδρα αυτής, αλλά μόνον θα φάγετε από τους καρπούς αυτών. Μηπως το δένδρον που υπάρχει στον αγρόν είναι άνθρωπος, ώστε να φύγη από εμπρός σου και να εισέλθη εις αμυντικόν χαράκωμα; 19 Ἐὰν δὲ πολιορκήσεις ἐπὶ πολὺ χρονικὸν διάστημα μίαν πόλιν, μὲ σκοπὸν νὰ τὴν νικήσῃς καὶ νὰ τὴν κυριεύσῃς, δὲν πρέπει νὰ καταστρέψῃς τὰ δένδρα της μὲ τὸ νὰ βάλῃς τσεκούρι εἰς αὐτά. Θὰ φάγῃς βεβαίως τοὺς καρποὺς τοῦ δένδρου, ἀλλὰ δὲν θὰ τὸ κατακόψῃς. Μὴ φοβᾶσαι! Τὸ δένδρον, ποὺ εἶναι εἰς τὸ χωράφι, δὲν εἶναι ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι πιθανὸν νὰ φύγῃ ἀπὸ ἐμπρός σου καὶ νὰ ἔμβῃ εἰς τὸ χαράκωμα, διὰ νὰ σὲ πολεμήσῃ.
20 ἀλλὰ ξύλον, ὃ ἐπίστασαι ὅτι οὐ καρπόβρωτόν ἐστι, τοῦτο ὀλοθρεύσεις καὶ ἐκκόψεις καὶ οἰκοδομήσεις χαράκωσιν ἐπὶ τὴν πόλιν, ἥτις ποιεῖ πρὸς σὲ τὸν πόλεμον, ἕως ἂν παραδοθῇ. 20 Τα δένδρα όμως, τα οποία γνωρίζεις ότι δεν κάμνουν φαγωσίμους καρπούς, θα τα κόψης σύρριζα και με τα ξύλα των θα κατασκευάσης πολιορκητικάς μηχανάς και θα εγείρης χαράκωμα γύρω από την πόλιν, η οποία πόλεμεί εναντίον σας, μέχρις ότου παραδοθή. 20 Τὸ δένδρον ὅμως, ποὺ γνωρίζεις ὅτι δὲν παράγει φαγώσιμον καρπόν, ἠμπορεῖς νὰ τὸ καταστρέψῃς. Θὰ τὸ κόψῃς ἀπὸ τὴν ρίζαν του καὶ θὰ φτιάξῃς μὲ αὐτὸ χαρακώματα διὰ τὸν ἑαυτόν σου καὶ μηχανάς, ποὺ χρειάζονται διὰ τὴν κατάληψιν τῆς πόλεως, ἡ ὁποία ἔχει ἀνοίξει πόλεμον μαζί σου. Καὶ θὰ τὴν πολιορκῇς, ἕως ὅτου παραδοθῇ εἰς τὰ χέρια σου.