Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΟΥ λήψεται ἄνθρωπος τὴν γυναῖκα τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ οὐκ ἀποκαλύψει συγκάλυμμα τοῦ πατρὸς αὐτοῦ. | 1 Δεν επιτρέπεται εις κανένα να λάβη ως σύζυγόν του την γυναίκα του πατρός του και να ανασύρη έτσι από αυτήν το κάλυμμα του πατρός του. | 1 Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ πάψῃ κάποιος ἄνθρωπος ὡς σύζυγόν του τὴν γυναῖκα τοῦ πατέρα του, δηλαδὴ τὴν μητέρα του ἢ τὴν μητρυιάν του, καὶ νὰ ἀνασύρῃ ἔτσι τὸ κάλυμμά της, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον μόνον ὁ πατέρας του δικαιοῦται νὰ τὸ κάνῃ. |
2 Οὐκ εἰσελεύσεται θλαδίας οὐδὲ ἀποκεκομμένος εἰς τὴν ἐκκλησίαν Κυρίου. | 2 Δεν επιτρέπεται εις συγκεντρώσεις ενώπιον του Κυρίου να προσέρχεται άνθρωπος, του οποίου τα απόκρυφα μέλη είναι σπασμένα η κομμένα. | 2 Δὲν θὰ εἰσέρχεται εἰς τὴν συνάθροισιν τοῦ ἁγίου λαοῦ τοῦ Κυρίου ἄνθρωπος μὲ σπασμένα ἢ κομμένα τὰ ἀπόκρυφα μέλη του. |
3 οὐκ εἰσελεύσεται ἐκ πόρνης εἰς ἐκκλησίαν Κυρίου. | 3 Επίσης εις τας συναθροίσεις αυτάς δεν επιτρέπεται να προσέλθη νόθος, υιός πόρνης. | 3 Δὲν θὰ εἰσέρχεται εἰς τὴν συνάθροισιν τοῦ ἁγίου λαοῦ τοῦ Κυρίου παιδὶ ἀπὸ πόρνην μητέρα. |
4 οὐκ εἰσελεύσεται ᾿Αμμανίτης καὶ Μωαβίτης εἰς ἐκκλησίαν Κυρίου· καὶ ἕως δεκάτης γενεᾶς οὐκ εἰσελεύσεται εἰς τὴν ἐκκλησίαν Κυρίου καὶ ἕως εἰς τὸν αἰῶνα, | 4 Εις την ενώπιον του Κυρίου συνάθροισιν δεν επιτρέπεται να προσέλθη Αμμανίτης και Μωαβίτης και έως δεκάτης ακόμη γενεάς. Εις τον αιώνα τον άπαντα δεν θα εισέλθη κανείς από αυτούς εις συγκέντρωσιν Κυρίου. | 4 Δὲν θὰ εἰσέρχεται εἰς τὴν συνάθροισιν τοῦ ἁγίου λαοῦ τοῦ Κυρίου ἀπόγονος τοῦ Ἀμμὰν καὶ τοῦ Μωάβ. Ἕως δεκάτης γενεᾶς καὶ ἕως συντελείας τῶν αἰώνων δὲν θὰ εἰσέρχωνται αὐτοὶ εἰς τὸν τόπον τῆς συναθροίσεως τοῦ ἁγίου λαοῦ τοῦ Κυρίου. |
5 παρὰ τὸ μὴ συναντῆσαι αὐτοὺς ὑμῖν μετὰ ἄρτων καὶ ὕδατος ἐν τῇ ὁδῷ, ἐκπορευομένων ὑμῶν ἐξ Αἰγύπτου, καὶ ὅτι ἐμισθώσαντο ἐπὶ σὲ τὸν Βαλαὰμ υἱὸν Βεὼρ ἐκ τῆς Μεσοποταμίας καταρᾶσθαί σε· | 5 Και τούτο, διότι αυτοί δέν σας υπήντησαν με άρτους και ύδωρ στον δρόμον σας, όταν εφεύγατε από την Αίγυπτον, και διότι ακόμη επλήρωσαν τον Βαλαάμ, υιόν του Βεώρ από την Μεσοποταμίαν, δια να σας καταρασθή. | 5 Ἀποκλείονται ἀπὸ τὴν συνάθροισίν σας, διότι, ὅταν ἐβγαίνατε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, δὲν ἔδειξαν φιλικὰς διαθέσεις ἀπέναντί σας. Καὶ δὲν ἐστάθησαν νὰ σᾶς βοηθήσουν καθ' ὁδόν μὲ ψωμιὰ καὶ νερὸ εἰς τὰ χέρια των. Ἀποκλείονται ἐπίσης αὐτοὶ καὶ διότι ἐπλήρωσαν τὸν ψευδοπροφήτην Βαλαάμ, τὸν υἱὸν τοῦ Βεὼρ ἀπὸ τὴν Μεσοποταμίαν, διὰ νὰ σᾶς καταρασθῇ. |
6 καὶ οὐκ ἠθέλησε Κύριος ὁ Θεός σου εἰσακοῦσαι τοῦ Βαλαάμ, καὶ μετέστρεψε Κύριος ὁ Θεός σου τὰς κατάρας εἰς εὐλογίαν, ὅτι ἠγάπησέ σε Κύριος ὁ Θεός σου. | 6 Κυριος όμως ο Θεός σου δεν ηθέλησε να ακούση τον Βαλαάμ, αλλά μετέστρεψε τας κατάρας του Βαλαάμ εις ευλογίαν, διότι σε ηγάπησε Κυριος ο Θεός σου. | 6 Δὲν ἠθέλησεν ὅμως Κύριος ὁ Θεός σου νὰ ἀκούσῃ καὶ νὰ κάνῃ αὐτὰ ποὺ εἶπεν ὁ Βαλαάμ. Ἀντὶ τούτου ἔστρεψε Κύριος ὁ Θεός σου τὰς κατάρας ἐκείνου εἰς εὐλογίαν, διότι σὲ ἠγάπησεν ἰδιαιτέρως ὁ Κύριος καὶ Θεός σου. |
7 οὐ προσαγορεύσεις εἰρηνικὰ αὐτοῖς καὶ συμφέροντα αὐτοῖς πάσας τὰς ἡμέρας σου εἰς τὸν αἰῶνα. | 7 Δεν θα έχης ειρηνικάς ομιλίας και σχέσεις με αυτούς· ούτε και θα επιδιώξης ποτέ στον αιώνα να εξυπηρετήσης τα συμφέροντά των. | 7 Δὲν θὰ ὁμιλήσῃς μὲ αὐτούς, ὦσαν νὰ ἐπιδιώκῃς τὴν εἰρήνην μαζί των καὶ τὴν ἐξυπηρέτησιν τῶν συμφερόντων των, καθ' ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου, εἰς τὸν αἰῶνα τὸν ἅπαντα, |
8 οὐ βδελύξῃ ᾿Ιδουμαῖον, ὅτι ἀδελφός σού ἐστιν· οὐ βδελύξῃ Αἰγύπτιον, ὅτι πάροικος ἐγένου ἐν τῇ γῇ αὐτοῦ· | 8 Δεν θα μισήσης όμως τον Ιδουμαίον, διότι είναι αδελφός σου. Δεν θα μισήσης ακόμη ούτε τον Αιγύπτιον, διότι είχες φιλοξενηθή εις την χώραν του. | 8 Κάθε Ἰδουμαῖον ὅμως δὲν θὰ τὸν μισήσῃς, διότι εἶναι συγγενής σου, ἀπόγονος τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ πατρός σου Ἰακώβ, δηλαδὴ τοῦ Ἡσαῦ. Δὲν θὰ μισήσῃς ἐπίσης καὶ ὁποιονδήποτε Αἰγύπτιον, διότι ἔγινες προσωρινὸς κάτοικος τῆς χώρας του. Ἐδείχθησαν δὲ κάποτε οἱ Αἰγύπτιοι συμπαθεῖς ἀπέναντί σου. |
9 υἱοὶ ἐὰν γεννηθῶσιν αὐτοῖς, γενεᾷ τρίτῃ εἰσελεύσονται εἰς ἐκκλησίαν Κυρίου. | 9 Οι απόγονοι, οι οποίοι ενδεχομένως θα γεννηθούν από αυτούς, γενεά τρίτη, θα έχουν το δικαίωμα να εισέλθουν εις τας συγκεντρώσεις σας ενώπιον του Κυρίου, στον ναόν. | 9 Ἐὰν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἀποκτήσουν ἀπογόνους, ἀπὸ τρίτης γενεᾶς καὶ ἐξῇς ἠμποροῦν νὰ εἰσέρχωνται ἐλευθέρως εἰς τὴν συνάθροισιν τοῦ ἁγίου λαοῦ τοῦ Κυρίου. |
10 ᾿Εὰν δὲ ἐξέλθῃς παρεμβαλεῖν ἐπὶ τοὺς ἐχθρούς σου, καὶ φυλάξῃ ἀπὸ παντὸς ρήματος πονηροῦ. | 10 Εάν πρόκειται να εξέλθης εις πόλεμον εναντίον των εχθρών σου, πρόσεξε να αποφύγης κάθε μολυσμόν, τον οποίον απαγορεύει ο Θεός. | 10 Κάθε φορὰν ποὺ θὰ βγαίνῃς, διὰ νὰ παραταχθῇς εἰς πόλεμον ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν σου, θὰ προσέχῃς, ὥστε νὰ ἀποφεύγῃς κάθε τι κακὸν καὶ παράνομον. |
11 ἐὰν ᾖ ἐν σοὶ ἄνθρωπος, ὃς οὐκ ἔσται καθαρὸς ἐκ ρύσεωςαὐτοῦ νυκτός, καὶ ἐξελεύσεται ἔξω τῆς παρεμβολῆς καὶ οὐκ εἰσελεύσεται εἰς τὴν παρεμβολήν· | 11 Εάν δηλαδή υπάρξη μεταξύ του λαού άνθρωπος, ο οποίος εξ αιτίας νυκτερινής ρεύσεως δεν είναι καθαρός, θα εξέλθη από το στρατόπεδον και δεν θα επανέλθη εις αυτό. | 11 Συγκεκριμένως ἐὰν εὑρεθῇ μεταξύ σας κάποιος, ποὺ δὲν εἶναι καθαρὸς ἐξ αἰτίας ρεύσεως, ποὺ τοῦ συνέβη τὴν νύκτα, θὰ πρέπῃ νὰ βγῇ ἔξω ἀπὸ τὸ στρατόπεδον καὶ δὲν θὰ δικαιοῦται νὰ εἰσέλθῃ εἰς αὐτό. |
12 καὶ ἔσται τὸ πρὸς ἑσπέραν λούσεται τὸ σῶμα αὐτοῦ ὕδατι καὶ δεδυκότος ἡλίου εἰσελεύσεται εἰς τὴν παρεμβολήν. | 12 Οταν δε πλησιάζη η εσπέρα θα λούση το σώμα του με νερό και μετά την δύσιν του ηλίου θα εισέλθη στο στρατόπεδον. | 12 Ὅταν ὅμως πλησιάζῃ νὰ βραδιάσῃ, θὰ λούσῃ μὲ νερὸ τὸ σῶμα του καί, ἀφοῦ δύσῃ ὁ ἥλιος, θὰ εἰσέλθῃ καὶ πάλιν εἰς τὸ στρατόπεδον. |
13 καὶ τόπος ἔσται σοι ἔξω τῆς παρεμβολῆς, καὶ ἐξελεύσῃ ἐκεῖ ἔξω· | 13 Εξω από το στρατόπεδον θα υπάρχη ωρισμένος τόπος δια τας ανάγκας σας και εκεί θα εξέρχεσθε. | 13 Θὰ ξεχωρίσῃς ἐπίσης καὶ ἕνα χῶρον διὰ τὰς σωματικάς σας ἀνάγκας, ἔξω ἀπὸ τὸ στρατόπεδον καὶ θὰ βγαίνετε δι’ αὐτὰς ἐκεῖ ἔξω. |
14 καὶ πάσσαλος ἔσται σοι ἐπὶ τῆς ζώνης σου, καὶ ἔσται ὅταν διακαθιζάνῃς ἔξω, καὶ ὀρύξεις ἐν αὐτῷ καὶ ἐπαγαγὼν καλύψεις τὴν ἀσχημοσύνην σου ἐν αὐτῷ· | 14 Θα έχεις εις την ζώνην σου ένα πάσσαλον, και όταν πρόκειται να καθήσης εκεί έξω προς σωματικήν σου ανάγκην, θα ανοίξης δια του πασσάλου λάκκον και στραφείς προς τα εκεί κατόπιν θα σκεπάσης την ακαθαρσίαν σου με χώματα χρησιμοποιών προς τούτο τον πάσσαλον. | 14 Θὰ ἔχῃ δὲ καθένας εἰς τὴν ζώνην του καὶ ἕνα πάσσαλον. Καὶ ὅταν κάθεται διὰ τὴν σωματικὴν ἀνάγκήν του, θὰ σκάβη εἰς τὴν γῆν μὲ αὐτὸν καὶ ἀφοῦ τελειώνῃ, θὰ γυρίζῃ καὶ θὰ σκεπάζῃ μὲ τὸν πάσσαλον τὴν ἀκαθαρσίαν του. |
15 ὅτι Κύριος ὁ Θεός σου ἐμπεριπατεῖ ἐν τῇ παρεμβολῇ σου ἐξελέσθαι σε καὶ παραδοῦναι τὸν ἐχθρόν σου πρὸ προσώπου σου, καὶ ἔσται ἡ παρεμβολή σου ἁγία, καὶ οὐκ ὀφθήσεται ἐν σοὶ ἀσχημοσύνη πράγματος καὶ ἀποστρέψει ἀπὸ σοῦ. | 15 Τούτο δέ, διότι Κυριος ο Θεός σου ευρίσκεται και τρόπον τινά περιπατεί στο στρατόπεδόν σου, δια να σε απελευθερώση από τον εχθρόν σου και να παραδώση αυτόν εις την εξουσίαν σου. Το στρατόπεδον είναι άγιον και δεν πρέπει να εμφανίζεται εις αυτό κανένα άσχημον πράγμα και απομακρυνθή έτσι ο Θεός από σέ. | 15 Θὰ γίνεται δὲ αὐτό, διότι εὑρίσκεται καὶ περιπατεῖ εἰς τὸ στρατόπεδόν σου Κύριος ὁ Θεός σου, διὰ νὰ σὲ βγάλῃ ἀπὸ τὸν κίνδυνον καὶ νὰ σοῦ παραδώσῃ νικημένον ἐμπρός σου τὸν ἐχθρόν σου. Πρέπει λοιπὸν νὰ εἶναι καθαρὸν καὶ ἅγιον τὸ στρατόπεδόν σου καὶ νὰ μὴ φανῇ ἀνάμεσά σου ἀκάθαρτον πρᾶγμα, ποὺ θὰ κάνῃ τὸν Κύριον νὰ σιχαθῇ καὶ νὰ φύγῃ ἀπὸ κοντά σου. |
16 Οὐ παραδώσεις παῖδα τῷ κυρίῳ αὐτοῦ, ὃς προστέθειταί σοι παρὰ τοῦ κυρίου αὐτοῦ· | 16 Δούλον, ο οποίος οικειοθελώς έφυγεν από τον τυραννικόν κύριόν του και ήλθε να μένη πλησίον σου, δεν πρέπει να τον παραδώσης στον κύριόν του. | 16 Δὲν θὰ ἐπιστρέψῃς πίσω εἰς τὸν κύριόν του τὸν δοῦλον ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἔφυγεν ἀπὸ τὸν κύριόν του καὶ ἦλθε νὰ προστεθῇ εἰς τοὺς ἰδικούς σου ἀνθρώπους. |
17 μετὰ σοῦ κατοικήσει, ἐν ὑμῖν κατοικήσει οὗ ἂν ἀρέσῃ αὐτῷ, οὐ θλίψεις αὐτόν. | 17 Θα κατοική μαζή σου, θα μένη εις την πόλιν σας, όπου αρέσει εις αυτόν. Δεν θα τον καταπιέσης. | 17 Θὰ διαμένῃ μαζί σου καὶ θὰ κατοικῇ ἀνάμεσά σας, ὅπου τὸν εὐχαριστεῖ. Δὲν θὰ τὸν βασανίσῃς καὶ δὲν θὰ τὸν ταλαιπωρήσῃς. |
18 Οὐκ ἔσται πόρνη ἀπὸ θυγατέρων ᾿Ισραήλ, καὶ οὐκ ἔσταιπορνεύων ἀπὸ υἱῶν ᾿Ισραήλ· οὐκ ἔσται τελεσφόρος ἀπὸ θυγατέρων ᾿Ισραήλ, καὶ οὐκ ἔσται τελεισκόμενος ἀπὸ υἱῶν ᾿Ισραήλ. | 18 Δεν πρέπει να υπάρξη πόρνη μεταξύ των θυγατέρων του Ισραήλ, και δεν πρέπει να υπάρξη πόρνος μεταξύ των Ισραηλιτών. Δεν θα υπάρξη ιερόδουλος μεταξύ των θυγατέρων του ισραηλιτικού λαού και δεν πρέπει να υπάρξη προαγωγός εις πορνείαν μεταξύ των Ισραηλιτών. | 18 Δὲν θὰ γίνῃ πόρνη καμμία ἀπὸ τὰς θυγατέρας τῶν Ἰσραηλιτῶν. Δὲν θὰ πορνεύῃ ἐπίσης κανεὶς ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας. Δὲν θὰ μυηθῇ εἰς τὴν ἱερὰν πορνείαν, ὥστε νὰ γίνῃ ἱερόδουλος γυναῖκα Ἰσραηλῖτις, οὔτε θὰ γίνῃ ἱερόδουλος καὶ πορνοβοσκὸς ἄνδρας Ἰσραηλίτης. |
19 οὐ προσοίσεις μίσθωμα πόρνης οὐδὲ ἄλλαγμα κυνὸς εἰς τὸν οἶκον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου πρὸς πᾶσαν εὐχήν, ὅτι βδέλυγμα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σού ἐστι καὶ ἀμφότερα. | 19 Συ, η γυναίκα, δεν θα προσφέρης δώρον στον οίκον του Κυρίου την αμοιβήν σου ως πόρνης, ούτε συ ο οποίος είσαι ανήρ, χρήματα που έλαβες ως κίναιδος, δεν θα προσφέρετε αυτά στον οίκον του Θεού δι' οιονδήποτε τάξιμόν σας, διότι και αι δύο αυταί πρώξεις είναι μισηταί και αποκρουστικαί ενώπιον του Κυρίου. | 19 Δὲν θὰ προσφέρωνται εἰς τὸν οἶκον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου διὰ κάθε εἴδους τάμα χρήματα, ποὺ προέρχονται ἀπὸ ἀμοιβὴν πόρνης ἢ ἀπὸ ὅσα παίρνει ὁ διεστραμμένος ἄνθρωπος» ὁ κίναιδος, ποὺ σὰν σκυλὶ δίνει τὸ σῶμα του εἰς τὰ παρὰ φύσιν σαρκικὰ ἁμαρτήματα. Καὶ αἱ δύο αὐταὶ προσφοραὶ εἶναι σιχαμεραὶ ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου. |
20 Οὐκ ἐκτοκιεῖς τῷ ἀδελφῷ σου τόκον ἀργυρίου καὶ τόκον βρωμάτων καὶ τόκον παντὸς πράγματος, οὗ ἐὰν ἐκδανείσῃς. | 20 Δεν θα δώσης στον αδελφόν σου τον Ισραηλίτην δάνειον χρημάτων με τόκον, ούτε θα ζητήσης τόκον δια τα τρόφιψια η δι' οιονδήποτε άλλο πράγμα, που εδάνεισες εις αυτόν. | 20 Δὲν θὰ δανείζῃς μὲ σκοπὸν νὰ παίρνῃς τόκον ἀπὸ τὸν ἀδελφόν σου Ἰσραηλίτην, τόκον διὰ χρήματα, ἢ τόκον διὰ τρόφιμα, ἢ τόκον δι’ ὁποιοδήποτε ἄλλο πρᾶγμα, ποὺ θὰ τοῦ δανείσῃς. |
21 τῷ ἀλλοτρίῳ ἐκτοκιεῖς, τῷ δὲ ἀδελφῷ σου οὐκ ἐκτοκιεῖς, ἵνα εὐλογήσῃ σε Κύριος ὁ Θεός σου ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις σου ἐπὶ τῆς γῆς, εἰς ἣν εἰσπορεύῃ ἐκεῖ κληρονομῆσαι αὐτήν. | 21 Εις τον ξένον όμως, στον αλλοεθνή, θα δανείσης χρήματα επί τόκω όχι όμως στον αδελφόν σου, δια να σε ευλογήση ο Κυριος εις όλα τα έργα σου, εις την χώραν, προς την οποίαν εισέρχεσαι δια να την κληρονομήσης. | 21 Εἰς κάποιον ποὺ δεν εἶναι Ἰσραηλίτης, ἠμπορεῖς νὰ δανείζῃς μὲ τόκον. Ἀπὸ τὸν ἀδελφόν σου ὅμως τὸν Ἰσραηλίτην δὲν θὰ παίρνῃς τόκον ποτέ. Νὰ συμμορφωθῇς πρὸς αὐτὴν τὴν ἐντολήν, διὰ νὰ σὲ εὐλογήσῃ Κύριος ὁ Θεός σου εἰς ὅλα τὰ ἔργα σου ἐκεῖ εἰς τὴν χώραν, ὅπου εἰσέρχεσαι ἤδη διὰ νὰ τὴν κληρονομήσεις. |
22 ᾿Εὰν δὲ εὔξῃ εὐχὴν Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου, οὐ χρονιεῖς ἀποδοῦναι αὐτήν, ὅτι ἐκζητῶν ἐκζητήσει Κύριος ὁ Θεός σου παρὰ σοῦ, καὶ ἔσται ἐν σοὶ ἁμαρτία· | 22 Εάν δε κάμης τάξιμον εις Κυριον τον Θεόν σου, δεν πρέπει να βραδύνης εις την εκπλήρωσίν του· διότι άλλως θα σου ζητήση ευθύνην Κυριος ο Θεός σου και θα είναι ενοχή παραβάσεως εις σέ. | 22 Καὶ ἐὰν κάνῃς κάποιο τάμα εἰς Κύριον τὸν Θεόν σου, δὲν θὰ καθυστερήσῃς πολὺ νὰ τὸ ἐκπληρώσῃς, διότι θὰ σοῦ τὸ ζητήσῃ ὁπωσδήποτε Κύριος ὁ Θεός σου καὶ θὰ εἶσαι ἔνοχος ἁμαρτίας. |
23 ἐὰν δὲ μὴ θέλῃς εὔξασθαι, οὐκ ἔστιν ἐν σοὶ ἁμαρτία. | 23 Εάν όμως δεν θέλης να κάμης τάξιμον, δεν έχεις καμμίαν ενοχήν. | 23 Ἐὰν ὅμως δὲν θέλῃς ἐξ ἀρχῆς νὰ κάνῃς τάμα, δὲν θὰ ἔχῃς ὡς πρὸς αὐτὸ ἐνοχὴν ἁμαρτίας. |
24 τὰ ἐκπορευόμενα διὰ τῶν χειλέων σου φυλάξῃ καὶ ποιήσεις ὃν τρόπον ηὔξω Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου δόμα, ὃ ἐλάλησας τῷ στόματί σου. | 24 Ο,τι εξέρχεται από τα χείλη σου ως τάξιμον θα φροντίσης να το εκπληρώσης. Οπως έταξες έτσι και θα δώσης το δώρον εις Κυριον τον Θεόν σου, ο,τι υπεσχέθης με το στόμα σου. | 24 Ὀφείλεις νὰ τηρῇς πάντοτε τὰς ὑποσχέσεις καὶ τοὺς λόγους, ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὰ χείλη σου. Πρέπει δὲ νὰ προσφέρῃς τὸ δῶρον ἐκεῖνο, ποὺ ἔταξες εἰς Κύριον τὸν Θεόν σου, αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ ὑπεσχέθης μὲ τὸ στόμα σου. |
25 ᾿Εὰν δὲ εἰσέλθῃς εἰς ἀμητὸν τοῦ πλησίον σου, καὶ συλλέξῃς ἐν ταῖς χερσί σου στάχυς καὶ δρέπανον οὐ μὴ ἐπιβάλῃς ἐπ᾿ ἀμητὸν τοῦ πλησίον σου. | 25 Εάν συ ο πτωχός εισέλθης στον αγρόν του πλησίον σου κατά την ώραν του θερισμού, ημπορείς να μαζεύσης με τα χέρια σου στάχυα. Δρεπάνι όμως δεν θα βάλης στον θερισμόν του αγρού του πλησίον σου. | 25 Ἐὰν δὲ εἰσέλθῃς κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ θερισμοῦ εἰς κάποιο χωράφι τοῦ πλησίον σου καὶ εἶσαι πτωχός, ἠμπορεῖς νὰ μαζεύσῃς στάχυα μὲ τὰ χέρια σου. Δὲν ἐπιτρέπεται ὅμως νὰ βάλῃς δρεπάνι εἰς τὰ ἕτοιμα πρὸς θερισμὸν σιτηρὰ τοῦ πλησίον σου. |
26 ἐὰν δὲ εἰσέλθῃς εἰς τὸν ἀμπελῶνα τοῦ πλησίον σου, φαγῇ σταφυλὴν ὅσον ψυχήν σου ἐμπλησθῆναι, εἰς δὲ ἄγγος οὐκ ἐμβαλεῖς. | 26 Εάν δε εισέλθης στο αμπέλι του πλησίον σου, θα φάγης σταφύλια, έως ότου χορτάσης· δεν θα βάλης όμως εις δοχείον δια να πάρης μαζή σου. | 26 Ἐὰν ἐπίσης εἰσέλθῃς εἰς τὸ ἀμπέλι τοῦ πλησίον σου, ἠμπορεῖς νὰ φάγῃς ὅσα σταφύλια ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή σου, ἕως ὅτου χορτάσῃς. Δὲν ἐπιτρέπεται ὅμως νὰ πάρῃς καὶ νὰ βάλῃς ἀπὸ αὐτὰ καὶ εἰς κάποιο δοχεῖον. |