Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2024
Ανατ: 07:13
Δύση: 17:11
Σελ. 20 ημ.
326-40
16ος χρόνος, 6123η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 31 (ΛΑ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ συνετέλεσε Μωυσῆς λαλῶν πάντας τοὺς λόγους τούτους πρὸς πάντας υἱοὺς ᾿Ισραήλ, 1 Ο Μωϋσής ετελείωσε διδάσκων όλα αυτά τα λόγια του Θεού προς όλους τους Ισραηλίτας. 1 Ο Κύριος ἐμίλησε εἰς τὸν Μωϋσῆν καὶ εἶπε: Καὶ ἐτελείωσεν ὁ Μωϋσῆς ὅλους αὐτοὺς τοὺς λόγους, ποὺ εἶχε νὰ εἰπῇ πρὸς ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτας.
2 καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· ἑκατὸν καὶ εἴκοσιν ἐτῶν ἐγώ εἰμι σήμερον· οὐ δυνήσομαι ἔτι εἰσπορεύεσθαι καὶ ἐκπορεύεσθαι, Κύριος δὲ εἶπε πρός με· οὐ διαβήσῃ τὸν ᾿Ιορδάνην τοῦτον. 2 Κατόπιν δε είπε προς αυτούς· “εγώ είμαι σήμερον εκατόν είκοσι έτων· δεν ημπορώ πλέον να πηγαινοέρχομαι. Εξ άλλου ο Κυριος μου είχε πει· Δεν θα διαβής συ αυτόν τον Ιορδάνην ποταμόν. 2 Μετὰ δὲ ἀπὸ αὐτὰ τοὺς εἶπε: «Ἤδη ἐγὼ εἶμαι σήμερον ἑκατὸν εἴκοσι ἐτῶν. Δὲν θὰ ἠμπορῶ εἰς τὸ ἑξῆς νὰ πηγαίνω καὶ νὰ ἔρχωμαι ὡς ἀρχηγός σας. Ὁ δὲ Κύριος μοῦ τὸ εἶπε σαφῶς: «Δὲν θὰ περᾴσῃς αὐτὸν τὸν ποταμόν, τὸν Ἰορδάνην».
3 Κύριος ὁ Θεός σου ὁ προπορευόμενος πρὸ προσώπου σου, αὐτὸς ἐξολοθρεύσει τὰ ἔθνη ταῦτα ἀπὸ προσώπου σου, καὶ κατακληρονομήσεις αὐτούς· καὶ ᾿Ιησοῦς ὁ προπορευόμενος πρὸ προσώπου σου, καθὰ ἐλάλησε Κύριος. 3 Επαναλαμβάνω προς σας και πάλιν· Κυριος ο Θεός σας, ο οποίος προπορεύεται ενώπιόν σας, αυτός θα εξολοθρεύση από εμπρός σας αυτά τα έθνη, και σεις θα τα κληρονομήσετε. Ο δε Ιησούς του Ναυή θα είναι πλέον ο αρχηγός σας, όπως είπε προς εμέ ο Κυριος. 3 Ὁ Κύριος καὶ Θεός σου, ποὺ προπορεύεται εἰς τὴν πορείαν σου, αὐτὸς εἶναι ποὺ θὰ ἐξολοθρεύσῃ ἀπὸ ἐμπρός σου τοὺς λαοὺς αὐτούς. Καὶ θὰ πάρῃς σὺ ὡς κληρονομίαν σου κάθε τι, ποὺ κατέχουν τώρα αὐτοί. Ἐκεῖνος δὲ ποὺ θὰ προχωρῇ ἐπὶ κεφαλῆς σου ὡς ἡγέτης σου, συμφώνως πρὸς ὅσα εἶπεν ὁ Κύριος, θὰ εἶναι ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ.
4 καὶ ποιήσει Κύριος ὁ Θεός σου αὐτοῖς καθὼς ἐποίησε Σηὼν καὶ ῎Ωγ, τοῖς δυσὶ βασιλεῦσι τῶν ᾿Αμορραίων, οἳ ἦσανπέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου, καὶ τῇ γῇ αὐτῶν, καθότι ἐξωλόθρευσεν αὐτούς· 4 Εναντίον των λαών εκείνων, που κατέχουν την γην της Επαγγελίας, θα κάμη ο Κυριος ο,τι έκαμε στους δύο βασιλείς των Αμορραίων, τον Σηών και τον Ωγ, οι οποίοι ήσαν ανατολικώς του Ιορδάνου, ο,τι έκαμε και εις την χώραν των, διότι, όπως γνωρίζετε, εξωλόθρευσεν αυτούς και τους λαούς των. 4 Καὶ θὰ κάνῃ Κύριος ὁ Θεός σου εἰς τοὺς λαοὺς αὐτοὺς ὅ,τι ἔκανε εἰς τὸν Σηὼν καὶ τὸν Ὤγ, εἰς τοὺς δύο ἐκείνους βασιλεῖς τῶν Ἀμορραίων, ποὺ ἦσαν πέραν τοῦ Ἰορδάνου, καὶ εἰς τὴν χώραν των. Θὰ τοὺς ἐξολοθρεύσῃ δηλαδὴ ὁπωσδήποτε, ὅπως ἐξωλόθρευσε καὶ ἐκείνους.
5 καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς Κύριος ὑμῖν, καὶ ποιήσετε αὐτοῖς, καθότι ἐνετειλάμην ὑμῖν. 5 Ετσι έχει παραδώσει τους λαούς της Χαναάν εις τα χέρια σας ο Κυριος, και θα κάμετε εις αυτούς ο,τι εγώ σας διέταξα. 5 Καὶ ἤδη σᾶς τοὺς παρέδωσεν ὁ Κύριος καὶ πρέπει νὰ τοὺς φερθῆτε, ὅπως ἀκριβῶς σᾶς παρήγγειλα.
6 ἀνδρίζου καὶ ἴσχυε, μὴ φοβοῦ μηδὲ δειλιάσης μηδὲ πτοηθῇς ἀπὸ προσώπου αὐτῶν, ὅτι Κύριος ὁ Θεός σου ὁ προπορευόμενος μεθ᾿ ὑμῶν ἐν ὑμῖν, οὔτε μή σε ἀνῇ, οὔτε μή σε ἐγκαταλίπῃ. 6 Να είσθε λοιπόν ανδρείοι και θαρραλέοι· μη φοβηθήτε, μη δειλιάσετε, μη πτοηθήτε από αυτούς, διότι Κυριος ο Θεός σας, που είναι μαζή σας, προπορεύεται από σας και ούτε προς στιγμήν θα σας αφήση ούτε, πολύ περισσότερον, ολοτελώς θα σας εγκαταλείψη”. 6 Νὰ ἔχῃς ἀνδρείαν καὶ θάρρος. Μὴ φοβᾶσαι, οὔτε νὰ δειλιάσῃς. Οὔτε νὰ τρομάξῃς ἐμπρός των, διότι Κύριος ὁ Θεός σου, ποὺ προπορεύεται εἰς τὴν πορείαν σας, εἶναι μαζί σας καὶ κάνει αἰσθητὴν τὴν παρουσίαν Του μεταξύ σας μὲ τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης. Δὲν θὰ σὲ ἀφήσῃ Ἐκεῖνος μόνον σου, οὔτε θὰ σὲ ἐγκαταλείψῃ.
7 καὶ ἐκάλεσε Μωυσῆς ᾿Ιησοῦν καὶ εἶπεν αὐτῷ ἔναντι παντὸς ᾿Ισραήλ· ἀνδρίζου καὶ ἴσχυε, σὺ γὰρ εἰσελεύσῃ πρὸ προσώπου τοῦ λαοῦ τούτου εἰς τὴν γῆν, ἣν ὤμοσε Κύριος τοῖς πατράσιν ὑμῶν δοῦναι αὐτοῖς, καὶ σὺ κατακληρονομήσεις αὐτὴν αὐτοῖς· 7 Εκάλεσεν ο Μωϋσής τον Ιησούν και είπε προς αυτόν ενώπιον όλου του Ισραηλιτικού λαού· “έχε θάρρος, να είσαι γενναίος. Διότι συ, προπορευόμενος ως αρχηγός του λαού τούτου θα εισέλθης εις την χώραν, την οποίαν Κυριος ο Θεός ωρκίσθη στους προπάτοράς μας, ότι θα τους δώση. Συ θα κατακτήσης αυτήν και θα την διανείμης εις αυτούς. 7 Ἐκάλεσε δὲ κατόπιν ὁ Μωϋσῆς τὸν Ἰησοῦν τοῦ Ναυῆ καὶ τοῦ εἶπεν ἐνώπιον ὅλων τῶν Ἰσραηλιτῶν: «Νὰ ἔχῃς ἀνδρείαν καὶ θάρρος, διότι σὺ πλέον εἶσαι ἐκεῖνος, ποὺ θὰ εἰσέλθῃς ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ λαοῦ αὐτοῦ εἰς τὴν χώραν, τὴν ὁποίαν ὡρκίσθη ὁ Κύριος εἰς τοὺς πατέρας σας ὅτι θὰ τοὺς τὴν χαρίσῃ. Σὺ θὰ τὴν κυριεύσῃς καὶ θὰ τὴν μοιράσῃς εἰς αὐτοὺς ὡς κληρονομίαν των.
8 καὶ Κύριος ὁ συμπορευόμενος μετὰ σοῦ οὐκ ἀνήσει σε, οὐδὲ μή σε ἐγκαταλίπῃ· μὴ φοβοῦ μηδὲ δειλία. 8 Ο δε Κυριος, ο οποίος πορεύεται μαζή σου, δεν θα σε αφήση ουδέ προς στιγμήν ούτε ποτέ θα σε εγκαταλείψη μόνον. Μη φοβήσαι λοιπόν και μη δειλιάζης”. 8 Νὰ εἶσαι δὲ βέβαιος ὅτι ὁ Κύριος, ποὺ συμπορεύεται μὲ σέ, δὲν θὰ σὲ ἀφήσῃ μόνον, οὔτε θὰ σὲ ἐγκαταλείψῃ. Μὴ φοβᾶσαι, οὔτε νὰ δειλιάζης».
9 Καὶ ἔγραψε Μωυσῆς τὰ ρήματα τοῦ νόμου τούτου εἰς βιβλίον καὶ ἔδωκε τοῖς ἱερεῦσι τοῖς υἱοῖς Λευὶ τοῖς αἴρουσι τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης Κυρίου, καὶ τοῖς προσβυτέροις τῶν υἱῶν ᾿Ισραήλ. 9 Ο Μωϋσής κατέγραψε τους λόγους του Νομου τούτου εις βιβλίον, το οποίον έδωκεν στους ιερείς της φυλής Λευϊ, τους μεταφέροντας την Κιβωτόν της Διαθήκης του Κυρίου και στους πρεσβυτέρους των Ισραηλιτών. 9 Καὶ ἔγραψεν ὁ Μωϋσῆς εἰς βιβλίον τὰ λόγια τοῦ Νόμου αὐτοῦ καὶ τὸ ἔδωσεν εἰς τοὺς ἱερεῖς, τοὺς ἀπογόνους τοῦ Λευΐ, ποὺ εἶχαν ἀποστολὴν νὰ μεταφέρουν ἀπὸ τόπου εἰς τόπον τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου, καὶ εἰς τοὺς προεστοὺς τῶν Ἰσραηλιτῶν.
10 καὶ ἐνετείλατο Μωυσῆς αὐτοῖς ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ λέγων· μετὰ ἑπτὰ ἔτη ἐν καιρῷ ἐνιαυτοῦ ἀφέσεως ἐν ἑορτῇ σκηνοπηγίας, 10 Κατά δε την ημέραν εκείνην διέταξεν αυτούς ο Μωϋσής λέγων· “κάθε επτά έτη κατά το έτος της απελευθερώσεως των δούλων και της αφέσεως των χρεών, κατά την εορτήν της Σκηνοπηγίας, 10 Τοὺς ἔδωσε δὲ καὶ ἐντολὴν κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ὁ Μωϋσῆς μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Μετὰ ἀπὸ ἑπτὰ χρόνια, ὅταν θὰ εὑρίσκεσθε εἰς τὸ ἔτος τῆς ἀφέσεως, κατὰ τὸ ὁποῖον παραγράφονται τὰ χρέη καὶ ἐλευθερώνονται οἱ δοῦλοι, καὶ ἐνῷ θὰ ἑορτάζετε τὴν ἑορτὴν τῆς Σκηνοπηγίας,
11 ἐν τῷ συμπορεύεσθαι πάντα ᾿Ισραὴλ ὀφθῆναι ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν, ἐν τῷ τόπῳ ᾧ ἂν ἐκλέξηται Κύριος, ἀναγνώσεσθε τὸν νόμον τοῦτον ἐναντίον παντὸς ᾿Ισραὴλ εἰς τὰ ὦτα αὐτῶν· 11 όταν όλοι οι Ισραηλίται θα πηγαίνουν να εμφανισθούν ενώπιον Κυρίου του Θεού σας στον τόπον, τον οποίον θα εκλέξη ο Κυριος ως ναόν του, θα αναγνώσετε τον Νομον τούτον ενώπιον όλων των Ισραηλιτών, δια να τον ακούσουν όλοι. 11 τότε ποὺ θὰ πηγαίνουν ὅλοι μαζὶ οἱ Ἰσραηλῖται διὰ νὰ παρουσιασθοῦν ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σας εἰς τὸν τόπον, ποὺ θὰ διαλέξῃ διὰ τὸν σκοπὸν αὐτὸν ὁ Κύριος, θὰ ἀναγνώσετε τὸν Νόμον αὐτὸν ἐνώπιον ὅλων τῶν Ἰσραηλιτῶν, ὥστε νὰ τὸν ἀκούσουν ὅλοι.
12 ἐκκλησιάσας τὸν λαόν, τοὺς ἄνδρας καὶ τὰς γυναῖκας καὶ τὰ ἔκγονα καὶ τὸν προσήλυτον τὸν ἐν ταῖς πόλεσιν ὑμῶν, ἵνα ἀκούσωσι καὶ ἵνα μάθωσι φοβεῖσθαι Κύριον τὸν Θεὸν ὑμῶν, καὶ ἀκούσονται ποιεῖν πάντας τούς λόγους τοῦ νόμου τούτου· 12 Αφού συγκεντρώσετε τον λαόν, τους άνδρας, τας γυναίκας, τα παιδιά και τους ξένους που υπάρχουν εις τας πόλεις σας, θα αναγνώσετε τον νόμον, δια να τον ακούσουν όλοι και να μάθουν έτσι να ευλαβούνται και να φοβούνται Κυριον τον Θεόν σας και να τηρούν όλας τας εντολάς του νόμου τούτου. 12 Θὰ συγκαλέσῃς δηλαδὴ καὶ θὰ συγκεντρώσῃς τὸν λαόν, τοὺς ἄνδρας καὶ τὰς γυναῖκας καὶ τὰ παιδιὰ καὶ κάθε ξένον, ποὺ διαμένει εἰς τὰς πόλεις σας καὶ σέβεται τὴν Θρησκείαν σας, διὰ νὰ ἀκούσουν τὸν Νόμον καὶ νὰ μάθουν νὰ φοβοῦνται Κύριον τὸν Θεόν σας. Καὶ θὰ ἀκούσουν καὶ θὰ διδαχθοῦν ὅτι πρέπει νὰ τηροῦν ὅλας τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ τοῦ Νόμου.
13 καὶ οἱ υἱοὶ αὐτῶν, οἳ οὐκ οἴδασιν, ἀκούσονται καὶ μαθήσονται φοβεῖσθαι Κύριον τὸν Θεόν σου πάσας τὰς ἡμέρας, ὅσας αὐτοὶ ζῶσιν ἐπὶ τῆς γῆς, εἰς ἣν ὑμεῖς διαβαίνετε τὸν ᾿Ιορδάνην ἐκεῖ κληρονομῆσαι αὐτήν. 13 Και τα παιδιά των, τα οποία δεν γνωρίζουν τον νόμον, θα τον ακούσουν και θα μάθουν να φοβούνται Κυριον τον Θεόν σας όλας τας ημέρας, κατά τας οποίας θα ζουν εις την χώραν, προς την οποίαν σεις διαβαίνοντες τον Ιορδάνην πηγαίνετε, δια να την κληρονομήσετε”. 13 Μαζὶ μὲ αὐτοὺς θὰ ἀκούσουν τὸν Νόμον καὶ τὰ παιδιά των, ποὺ δὲν τὸν γνωρίζουν ἀκόμη, καὶ θὰ μάθουν νὰ φοβοῦνται Κύριον τὸν Θεόν σου. Θὰ μάθουν νὰ Τὸν φοβοῦνται καθ ὅλον τὸ χρονικὸν διάστημα, κατὰ τὸ ὁποῖον θὰ ζοὺν αὐτοὶ εἰς τὴν χώραν, εἰς τὴν ὁποίαν θὰ εἰσέλθετε διὰ νὰ τὴν κληρονομήσετε, ἀφοῦ διαβῆτε τὸν Ἰορδάνην».
14 Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἰδοὺ ἐγγίκασιν αἱ ἡμέραι τοῦ θανάτου σου· κάλεσον ᾿Ιησοῦν καὶ στῆτε παρὰ τὰς θύρας τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου, καὶ ἐντελοῦμαι αὐτῷ. καὶ ἐπορεύθη Μωυσῆς καὶ ᾿Ιησοῦς εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ μαρτυρίου, καὶ ἔστησαν παρὰ τὰς θύρας τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου. 14 Ο δε Κυριος είπε προς τον Μωϋσήν· “ιδού επλησίασαν αι ημέραι του θανάτου σου· κάλεσε τον Ιησούν του Ναυή, σταθήτε πλησίον εις την θύραν της Σκηνής του Μαρτυρίου και εγώ θα δώσω εις αυτόν εντολάς”. Ο Μωϋσής μαζή με τον Ιησούν του Ναυή επορεύθη εις την Σκηνήν του Μαρτυρίου και εστάθησαν πλησίον εις την θύραν της Σκηνής του Μαρτυρίου. 14 Καὶ εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν: «Ἰδοὺ ἔχει πλησιάσει ὁ καιρὸς τοῦ θανάτου σου. Κάλεσε λοιπὸν τὸν Ἰησοῦν τοῦ Ναυῆ καὶ σταθῆτε κοντὰ εἰς τὰς θύρας τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου καὶ θὰ τοῦ δώσω ἐντολάς». Καὶ ἐπῆγεν ἀμέσως ὁ Μωϋσῆς μὲ τὸν Ἰησοῦν τοῦ Ναυῆ εἰς τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου καὶ ἐστάθησαν κοντὰ εἰς τὰς θύρας τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου.
15 καὶ κατέβη Κύριος ἐν νεφέλῃ καὶ ἔστη παρὰ τὰς θύρας τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου, καὶ ἔστη ὁ στύλος τῆς νεφέλης παρὰ τὰς θύρας τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου. 15 Κατέβη ο Κυριος μέσα εις την νεφέλην και εστάθη εις την θύραν της Σκηνής του Μαρτυρίου. Εκεί, παρά την θύραν της Σκηνής του Μαρτυρίου, εστάθη και ο στύλος της νεφέλης. 15 Κατέβη δὲ ὁ Κύριος ἐν εἴδει νεφέλης καὶ ἐστάθη εἰς τὰς θύρας τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου. Καὶ ἐστάθη ὁ στῦλος τῆς νεφέλης πλησίον τῶν θυρῶν τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου.
16 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἰδοὺ σὺ κοιμᾷ μετὰ τῶν πατέρων σου, καὶ ἀναστὰς οὗτος ὁ λαὸς ἐκπορνεύσει ὀπίσω θεῶν ἀλλοτρίων τῆς γῆς, εἰς ἣν οὗτος εἰσπορεύεται, καὶ καταλείψουσί με καὶ διασκεδάσουσι τὴν διαθήκην μου, ἣν διεθέμην αὐτοῖς. 16 Είπεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “ιδού, έφθασεν ο καιρός κατά τον οποίον θα κοιμηθής συ μαζή με τους πατέρας σου. Αλλά ο λαός αυτός θα ξεσηκωθή και εγκαταλείπων εμέ τον αληθινόν Θεόν θα εκτραπή εις πορνείαν ακολουθών τους ξένους, τους φαύλους θεούς της χώρας, εις την οποίαν αυτός σήμερον εισέρχεται. Ετσι δε θα με εγκαταλείψουν και θα διαλύσουν την συμφωνίαν, την οποίαν είχα συνάψει με αυτούς. 16 Καὶ εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν: «Ἰδοὺ ἐντὸς ὀλίγου θὰ κοιμηθῇς καὶ σὺ τὸν ὕπνον τοῦ θανάτου μαζὶ μὲ τοὺς προγόνους σου. Θὰ σηκωθῇ δὲ ὁ λαὸς αὐτὸς καὶ θὰ προδώσῃ τὴν ἀγάπην μου καὶ θὰ ἀκολουθήσῃ θεοὺς ξένους, θεοὺς τῆς χώρας αὐτῆς, εἰς τὴν ὁποίαν εἰσέρχεται αὐτὸς τώρα. Καὶ θὰ μὲ ἐγκαταλείψουν καὶ θὰ διαλύσουν καὶ θὰ ἀκυρώσουν τὴν συμφωνίαν, ποὺ ἔκανα μαζί των.
17 καὶ ὀργισθήσομαι θυμῷ εἰς αὐτοὺς ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καὶ καταλείψω αὐτοὺς καὶ ἀποστρέψω τὸ πρόσωπόν μου ἀπ᾿ αὐτῶν, καὶ ἔσται κατάβρωμα, καὶ εὑρήσουσιν αὐτὸν κακὰ πολλὰ καὶ θλίψεις, καὶ ἐρεῖ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ· διότι οὐκ ἔστι Κύριος ὁ Θεός μου ἐν ἐμοί, εὕροσάν με τὰ κακὰ ταῦτα. 17 Τοτε δε θα οργισθώ οργήν μεγάλην εναντίον των κατά την ημέραν εκείνην, θα τους εγκαταλείψω, θα αποστρέψω από αυτούς το πρόσωπόν μου και αβοήθητοι πλέον αυτοί από εμέ, θα καταφαγωθούν και θα καταστραφούν από τους εχθρούς των. Θα τους εύρουν πολλά κακά και πολλαί θλίψεις, και τότε θα είπουν· Μας ευρήκαν αυταί αι συμφοραί, διότι δεν υπάρχει πλέον μαζή μας Κυριος ο Θεός μας. 17 Θὰ ὀργισθῶ δὲ ἐναντίον των μὲ μεγάλον θυμὸν κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην καὶ θὰ τοὺς ἐγκαταλείψω. Καὶ θὰ ἀποστρέψω ἀπὸ αὐτοὺς τὸ πρόσωπόν μου καὶ θὰ ἐπακολουθήσῃ καταστροφή. Θὰ εὔρουν τότε τὸν λαὸν αὐτὸν συμφοραὶ πολλαὶ καὶ θλίψεις καὶ θὰ εἴπῃ κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην: «Μὲ εὑρῆκαν αὐταὶ αἱ συμφοραὶ ἐπειδὴ δὲν εἶναι πλέον μαζί μου Κύριος ὁ Θεός μου».
18 ἐγὼ δὲ ἀποστροφῇ ἀποστρέψω τὸ πρόσωπόν μου ἀπ᾿ αὐτῶν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ διὰ πάσας τὰς κακίας, ἃς ἐποίησαν, ὅτι ἀπέστρεψαν ἐπὶ θεοὺς ἀλλοτρίους. 18 Εγώ δε θα αποστρέψω με αγανάκτησιν το πρόσωπόν μου από αυτούς κατά την ημέραν εκείνην δι' όλας τας παρανομίας, τας οποίας διέπραξαν με το να στραφούν και ακολουθήσουν ξένους θεούς. 18 Ἐγὼ δὲ θὰ στρέψω ἐξωργισμένος τὸ πρόσωπόν μου ἀπὸ αὐτοὺς κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην δι' ὅλας τὰς κακίας, ποὺ διέπραξαν ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι ἔφυγαν ἀπὸ ἐμὲ καὶ ἐστράφησαν πρὸς ξένους θεούς.
19 καὶ νῦν γράψατε τὰ ρήματα τῆς ᾠδῆς ταύτης καὶ διδάξατε αὐτὴν τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραὴλ καὶ ἐμβαλεῖτε αὐτὴν εἰς τὸ στόμα αὐτῶν, ἵνα γένηταί μοι ἡ ᾠδὴ αὕτη κατὰ πρόσωπον μαρτυροῦσα ἐν υἱοῖς ᾿Ισραήλ. 19 Γράψατε, λοιπόν, τώρα τα λόγια της επομένης ωδής, διδάξατέ την στους Ισραηλίτας, θέσατέ την εις τα στόματά των, ώστε αυτή η ωδή να γίνη μία καταμαρτυρία εναντίον των Ισραηλιτών. 19 Νὰ γράψετε λοιπὸν τώρα τὰ λόγια τῆς ᾠδῆς αὐτῆς, ποὺ θὰ ἐπακολουθήσῃ, καὶ νὰ τὴν διδάξετε εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας. Καὶ νὰ τὴν βάλετε εἰς τὸ στόμα των, διὰ νὰ μοῦ χρησιμεύσῃ ἡ ᾠδὴ αὐτὴ ὡς μάρτυς κατηγορίας ἐναντίον τῶν ἀχαρίστων Ἰσραηλιτῶν, ποὺ δὲν ἐπρόσεξαν τὰ λόγια μου.
20 εἰσάξω γὰρ αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν, ἣν ὤμοσα τοῖς πατράσιν αὐτῶν δοῦναι αὐτοῖς, γῆν ρέουσαν γάλα καὶ μέλι, καὶ φάγονται καὶ ἐμπλησθέντες κορήσουσι· καί ἐπιστραφήσονται ἐπὶ θεοὺς ἀλλοτρίους καὶ λατρεύσουσιν αὐτοῖς καὶ παροξυνοῦσί με καὶ διασκεδάσουσι τὴν διαθήκην μου. 20 Διότι εγώ μεν θα εισαγάγω αυτούς εις την εύφορον και πλουσίαν γην, την οποίαν ωρκίσθην στους προπάτοράς των ότι θα τους δώσω, την γην που ρέει γάλα και μέλι. Εκεί θα φάγουν και θα εμπλησθούν μέχρι κορεσμού. Επειτα όμως θα στραφούν και θα ακολουθήσουν ξένους θεούς και θα λατρεύσουν αυτούς και θα διαλύσουν την διαθήκην μου και θα γίνουν αιτία να εξοργισθώ εναντίον των. 20 Διότι Ἐγὼ μὲν θὰ τοὺς βάλω μέσα εἰς τὴν πλουσίαν καὶ εὔφορον χώραν, τὴν ὁποίαν ὠρκίσθηκα εἰς τοὺς προγόνους των ὅτι θὰ τοὺς τὴν χαρίσω· μίαν χώραν ὅπου τρέχει γάλα καὶ μέλι. Αὐτοὶ ὅμως, ὅταν φάγουν τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς καὶ χορτάσουν καὶ γεμίσουν τὴν κοιλίαν των, θὰ στραφοῦν καὶ θὰ ἀκολουθήσουν ξένους θεούς. Θὰ τοὺς λατρεύσουν καὶ θὰ μὲ ἐξοργίσουν καὶ θὰ διαλύσουν καὶ θὰ ἀκυρώσουν τὴν Διαθήκην μου, ποὺ ἔκανα μαζί των.
21 καὶ ἀντικαταστήσεται ἡ ᾠδὴ αὕτη κατὰ πρόσωπον μαρτυροῦσα, οὐ γὰρ μὴ ἐπιλησθῇ ἀπὸ στόματος αὐτῶν καὶ ἀπὸ στόματος τοῦ σπέρματος αὐτῶν· ἐγὼ γὰρ οἶδα τὴν πονηρίαν αὐτῶν, ὅσα ποιοῦσιν ὧδε σήμερον πρὸ τοῦ εἰσαγαγεῖν με αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν, ἣν ὤμοσα τοῖς πατράσιν αὐτῶν. 21 Τοτε δε θα ορθωθή εναντίον των αυτή η ωδή, καταμαρτυρούσα εις βάρος των· διότι δεν θα λησμονηθή αυτή και δεν θα παύση να απαγγέλλεται από το στόμα των και από το στόμα των απογόνων των. Θα γίνουν αυτά, διότι εγώ γνωρίζω πολύ καλά τας πονηρίας των, όσα διαπράττουν εδώ σήμερον πριν τους εισαγάγω εις την εύφορον και πλουσίαν γην, την οποίαν ωρκίσθηκα στους πατέρας των”. 21 Θὰ σταθῇ λοιπὸν τότε ἐναντίον των ὡς μάρτυς ἡ ᾠδὴ αὐτὴ καὶ θὰ τοὺς κατηγορῇ κατὰ πρόσωπον, διότι δὲν θὰ ξεχασθῇ καὶ δὲν θὰ παύσῃ νὰ ἐκφωνῆται ἀπὸ τὸ στόμα των καὶ ἀπὸ τὸ στόμα τῶν παιδιῶν των. Ξεύρω τί λέγω διὰ τὸ μέλλον, διότι ξεύρω τὴν πονηρίαν των. Γνωρίζω αὐτὰ ποὺ κάνουν καὶ ἐδῶ σήμερον, πρὶν ἀκόμη νὰ τοὺς βάλω μέσα εἰς τὴν πλουσίαν καὶ εὔφορον χώραν, τὴν ὁποίαν ὑποσχέθηκα ἐνόρκως εἰς τοὺς προγόνους των ὅτι θὰ τὴν δώσω».
22 καὶ ἔγραψε Μωυσῆς τὴν ᾠδὴν ταύτην ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ καὶ ἐδίδαξεν αὐτὴν τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραήλ. 22 Ο Μωϋσής έγραψεν αυτήν την ωδήν κατά την ημέραν εκείνην και την εδίδαξεν στους Ισραηλίτας. 22 Καὶ ἔγραψεν ὁ Μωϋσῆς κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην τὴν ᾠδὴν αὐτὴν καὶ τὴν ἐδίδαξεν εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας.
23 καὶ ἐνετείλατο Μωυσῆς ᾿Ιησοῖ καὶ εἶπεν· ἀνδρίζου καὶ ἴσχυε, σὺ γὰρ εἰσάξεις τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραὴλ εἰς τὴν γῆν, ἣν ὤμοσεν αὐτοῖς Κύριος, καὶ αὐτὸς ἔσται μετὰ σοῦ. 23 Εδωσε δε εντολήν στον Ιησούν του Ναυή και του είπε· “να είσαι ανδρείος, να είσαι γενναίος, διότι συ θα οδηγήσης τους Ισραηλίτας μέσα εις την γην, την οποίαν ωρκίσθη προς αυτούς ο Κυριος. Αυτός δε ο Κυριος θα είναι μαζή σου”. 23 Καὶ ἐτόνωσεν ὁ Μωϋσῆς τὸν Ἰησοῦν τοῦ Ναυῆ καὶ τοῦ παρήγγειλε καὶ εἶπε: «Νὰ ἔχῃς ἀνδρείαν καὶ θάρρος, διότι σὺ πλέον θὰ ὁδηγήσῃς τοὺς Ἰσραηλίτας μέσα εἰς τὴν γῆν, τὴν ὁποίαν τοὺς ὑπεσχέθη ενόρκως ὁ Κύριος. Ὁ δὲ Κύριος θὰ εἶναι μαζί σου».
24 ῾Ηνίκα δὲ συνετέλεσε Μωυσῆς γράφων πάντας τοὺς λόγους τοῦ νόμου τούτου εἰς βιβλίον ἕως εἰς τέλος, 24 Οτε ο Μωϋσής ετελείωσε γράφων όλους τους λόγους του νόμου τούτου εις βιβλίον μέχρι τέλους, 24 Ὅταν δὲ ἔγραψεν ὁ Μωϋσῆς μέχρι τέλους ὅλα τὰ λόγια τοῦ Νόμου αὐτοῦ εἰς βιβλίον καὶ ἐτελείωσεν,
25 καὶ ἐνετείλατο τοῖς Λευίταις τοῖς αἴρουσι τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης Κυρίου λέγων· 25 διέταξέ τους Λευΐτας, τους μεταφέροντας την Κιβωτόν της Διαθήκης του Κυρίου λέγων· 25 ἔδωσεν ἐντολὴν εἰς τοὺς Λευΐτας, ποὺ εἶχαν ἀποστολὴν νὰ σηκώνουν καὶ νὰ μεταφέρουν ἀπὸ τόπου εἰς τόπον τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου, καὶ τοὺς εἶπε:
26 λαβόντες τὸ βιβλίον τοῦ νόμου τούτου θήσετε αὐτὸ ἐκ πλαγίων τῆς κιβωτοῦ τῆς διαθήκης Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν, καὶ ἔσται ἐκεῖ ἐν σοὶ εἰς μαρτύριον. 26 “λάβετε το βιβλίον του Νομου τούτου και θέσατέ το παραπλεύρως της Κιβωτού της Διαθήκης Κυρίου του Θεού σας· εκεί θα είναι πάντοτε δια να μαρτυρή εις σας το θέλημα του Θεού. Θα είναι και μάρτυς κατηγορίας, 26 «Πάρετε τὸ βιβλίον αὐτοῦ τοῦ Νόμου καὶ τοποθετήσατέ το παραπλεύρως τῆς Κιβωτοῦ τῆς Διαθήκης Κυρίου τοῦ Θεοῦ σας. Θὰ εἶναι δὲ ἐκεῖ, διὰ νὰ ὁμιλῇ κατὰ κάποιον τρόπον καὶ νὰ σοῦ δίδῃ μαρτυρίαν δι' ὅσα ἔκανε ὑπὲρ σοῦ ὁ Θεὸς καὶ δι' ὅσα θὰ πάθῃς, ἐὰν ἀποστατήσῃς ἀπὸ Ἐκεῖνον.
27 ὅτι ἐγὼ ἐπίσταμαι τὸν ἐρεθισμόν σου καὶ τὸν τράχηλόν σου τὸν σκληρόν· ἔτι γὰρ ἐμοῦ ζῶντος μεθ᾿ ὑμῶν σήμερον, παραπικραίνοντες ἦτε τὰ πρὸς τὸν Θεόν, πῶς οὐχὶ καὶ ἔσχατον τοῦ θανάτου μου; 27 διότι εγώ γνωρίζω ότι είσθε λαός ευερέθιστος και σκληροτράχηλος, αφού, ενώ εγώ ζω ακόμη μαζή σας μέχρι σήμερον, σεις επικραίνετε συνεχώς Κυριον τον Θεόν, πως και μετά τον θάνατόν μου δεν θα πράξετε τα ίδια; 27 Τὰ λέγω αὐτά, διότι ξεύρω πόσον εὐερέθιστοι ἐγωϊσταὶ καὶ σκληροτράχηλοι εἶσθε. Διότι, ἐφ' ὅσον φέρεσθε συνεχῶς ἔναντι τοῦ Θεοῦ ἔτσι, ὥστε νὰ τὸν πικραίνετε ἀκόμη καὶ τώρα, ποὺ ζῶ ἀνάμεσά σας, πῶς δὲν θὰ κάνετε τὰ ἴδια καὶ μετὰ τὸν θάνατόν μου;
28 ἐκκλησιάσατε πρός με τοὺς φυλάρχους ὑμῶν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους ὑμῶν καὶ τοὺς κριτὰς ὑμῶν καὶ τοὺς γραμματοεισαγωγεῖς ὑμῶν, ἵνα λαλήσω εἰς τὰ ὦτα αὐτῶν πάντας τοὺς λόγους τούτους, καὶ διαμαρτύρωμαι αὐτοῖς τόν τε οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν· 28 Συγκεντρώσατε ενώπιόν μου τους αρχηγούς των φυλών, τους πρεσβυτέρους σας, τους δικαστάς σας και τους γραμματείς σας, δια να ομιλήσω εις τα αυτιά των όλους αυτούς τους λόγους και να καλέσω τον ουρανόν και την γην μάρτυρας εναντίον των. 28 Καλέσατε καὶ συγκεντρώσατε ἐδῶ κοντά μου τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν φυλῶν σας καὶ τοὺς προεστούς σας καὶ τοὺς Κριτάς σας καὶ τοὺς γραμματεῖς σας. Θέλω νὰ τοὺς μιλήσω ἐντόνως, ὥστε νὰ ἀκούσουν μὲ τὰ αὐτιά των ὅλα αὐτὰ τὰ λόγια καὶ νὰ ἐπικαλεσθῶ ἐνώπιόν των ὡς μάρτυρας καὶ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν.
29 οἶδα γὰρ ὅτι ἔσχατον τῆς τελευτῆς μου ἀνομίᾳ ἀνομήσετε καὶ ἐκκλινεῖτε ἐκ τῆς ὁδοῦ, ἧς ἐνετειλάμην ὑμῖν, καὶ συναντήσεται ὑμῖν τὰ κακὰ ἔσχατον τῶν ἡμερῶν, ὅτι ποιήσετε τὰ πονηρὰ ἐναντίον Κυρίου παροργίσαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔργοις τῶν χειρῶν ὑμῶν. 29 Γνωρίζω πολύ καλά ότι μετά τον θάνατόν μου θα παρανομήσετε, θα παρεκκλίνετε από τον δρόμον, τον οποίον εγώ σας έδωσα εντολήν να ακολουθήτε. Και το αποτέλεσμα θα είναι ότι θα σας εύρουν πολλαί συμφοραί έπειτα από ολίγον χρόνον, διότι θα διαπράξετε πονηρίας εναντίον του Κυρίου, ώστε να τον παροργίσετε με τα αμαρτωλά έργα των χειρών σας”. 29 Γνωρίζω καλὰ ὅτι μετὰ τὸν θάνατόν μου θὰ παρανομήσετε πολὺ καὶ θὰ ξεφύγετε ἀπὸ τὸν δρόμον, τᾶν ὁποῖον σᾶς παρήγγειλα νὰ ἀκολουθῆτε. Κατὰ δὲ τὰς ἐσχάτας ἡμέρας θὰ σᾶς εὔρουν μεγάλαι συμφοραί, διότι θὰ ἔχετε διαπράξει πονηρίας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καὶ θὰ Τὸν ἐξοργίσετε μὲ τὰ ἔργα, ποὺ θὰ κάνουν τὰ χέρια σας».
30 καὶ ἐλάλησε Μωυσῆς εἰς τὰ ὦτα πάσης ἐκκλησίας τὰ ρήματα τῆς ᾠδῆς ταύτης ἕως εἰς τέλος. 30 Μετά ταύτα ο Μωϋσής μίλησε εις τα αυτιά όλης της συγκεντρώσεως τα λόγια της επομένης ωδής μέχρι τέλους. 30 Καὶ διεκήρυξεν ὁ Μωϋσῆς εἰς ἐπήκοον ὅλης τῆς συνάξεως τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ἀνήγγειλεν ὅλα τὰ λόγια τῆς ἐν συνεχείᾳ ᾠδῆς μέχρι τέλους.