Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΕΑΝ δὲ ἀφανίσῃ Κύριος ὁ Θεός σου τὰ ἔθνη, ἃ ὁ Θεὸς δίδωσί σοι τὴν γῆν αὐτῶν, καὶ κατακληρονομήσητε αὐτοὺς καὶ κατοικήσετε ἐν ταῖς πόλεσιν αὐτῶν καὶ ἐν τοῖς οἴκοις αὐτῶν, | 1 Οταν Κυριος ο Θεός σου εξαφανίση τους λαούς, των οποίων την χώραν θα δώση εις σας, και θα κληρονομήσετε αυτούς και θα εγκατασταθήτε εις τας πόλεις των και εις τας οικίας των, | 1 Όταν δὲ ἐξαφανίσῃ ἀπὸ ἐμπρός σου Κύριος ὁ Θεός σου τὰ ἔθνη, τὴν χώραν τῶν ὁποίων σοῦ δίδει ἤδη ὁ Θεός, καὶ ἀφοῦ κληρονομήσετε ὁριστικῶς ὅλα, ὅσα ἔχουν αὐτοί, καὶ κατοικήσετε εἰς τὰς πόλεις των καὶ εἰς τὰ σπίτια των, |
2 τρεῖς πόλεις διαστελεῖς σεαυτῷ ἐν μέσῳ τῆς γῆς σου, ἧς Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι. | 2 θα ξεχωρίσης μέσα εις την χώραν, που σου δίδει ο Κυριος ως ιδιοκτησίαν σου, τρεις πόλεις ως καταφύγια. | 2 Θὰ ξεχωρίσῃς διὰ σὲ κατὰ τὴν κρίσιν σου τρεῖς πόλεις μέσα εἰς τὴν χώραν σου, τὴν ὁποίαν σοῦ χαρίζει Κύριος ὁ Θεός σου. |
3 στόχασαί σοι τὴν ὁδὸν καὶ τριμεριεῖς τὰ ὅρια τῆς γῆς σου, ἣν καταμερίζει σοι Κύριος ὁ Θεός σου, καὶ ἔσται ἐκεῖ καταφυγὴ παντὶ φονευτῇ. | 3 Δια την θέσιν των πόλεων αυτών υπολόγισε καλά το μήκος των οδών, αι οποίαι οδηγούν εις αυτάς· μοίρασε την περιοχήν που ο Κυριος σου δίδει εις τρία ίσα μέρη, ώστε εις τας πόλεις- καταφύγια των τριών αυτών περιοχών να προλαμβάνη και καταφεύγη κάθε φονεύς. | 3 Νὰ ὑπολογίσῃς μὲ προσοχὴν τὸν δρόμον, ποὺ θὰ ὁδηγῇ εἰς αὐτάς, καὶ ἀναλόγως πρὸς τὰς ἀποστάσεις τῶν τριῶν πόλεων θὰ χωρίσῃς εἰς τρία μέρη ὅλην τὴν χώραν, τὴν ὁποίαν σοῦ χαρίζει σὰν κληρονομίαν σου Κύριος ὁ Θεός σου. Καὶ εἰς τὰ τρία αὐτὰ τμήματα θὰ ὑπάρχῃ τόπος καταφυγῆς καὶ ἀσυλίας διὰ κάθε ἀκούσιον φονέα. |
4 τοῦτο δὲ ἔσται τὸ πρόσταγμα τοῦ φονευτοῦ, ὃς ἂν φύγῃ ἐκεῖ καὶ ζήσεται· ὃς ἂν πατάξῃ τὸν πλησίον αὐτοῦ οὐκ εἰδὼς καὶ οὗτος οὐ μισῶν αὐτὸν πρὸ τῆς χθὲς καὶ τρίτης, | 4 Αυτός δε είναι ο νόμος, τον οποίον θα τηρήτε προκειμένου περί του φονέως που καταφεύγει εκεί, δια να εξασφαλίση την ζωήν του· άνθρωπος ο οποίος θα φονεύση τον πλησίον του εν αγνοία του, χωρίς να έχη κανένα προηγουμένως μίσος εναντίον αυτού, θα σωθή εις την πόλιν αυτήν. | 4 Ἡ διαταγή, βάσει τῆς ὁποίας θὰ ἠμπορῇ νὰ καταφύγῃ ἐκεῖ ἕνας φονεὺς καὶ νὰ ζήσῃ, χωρὶς τὸν φόβον τῆς συλλήψεως καὶ τιμωρίας, ἀφορᾷ αὐτὸν ποὺ θὰ θανατώσῃ τὸν συνάνθρωπόν του ἐν ἀγνοίᾳ του καὶ χωρὶς νὰ εἶναι ἐχθρός του προηγουμένως. |
5 καὶ ὃς ἐὰν εἰσέλθῃ μετὰ τοῦ πλησίον εἰς τὸν δρυμὸν συναγαγεῖν ξύλα, καὶ ἐκκρουσθῇ ἡ χεὶρ αὐτοῦ τῇ ἀξίνῃ κόπτοντος τὸ ξύλον, καὶ ἐκπεσὸν τὸ σιδήριον ἀπὸ τοῦ ξύλου τύχῃ τοῦ πλησίον, καὶ ἀποθάνῃ, οὗτος καταφεύξεται εἰς μίαν τῶν πόλεων τούτων καὶ ζήσεται, | 5 Εάν π.χ. εισέλθη κανείς με κάποιον άλλον στο δάσος δια να κόψη και συλλέξη ξύλα και καθ' ον χρόνον με το τσεκούρι θα κόβη το ξύλον σκοντάψη το χέρι και ξεφύγη το σίδηρον από το στυλιάρι, επιτύχη δε τον πλησίον του και φονεύση αυτόν, ο φονεύς αυτός θα καταφύγη εις μίαν από τας τρεις πόλεις και θα ασφαλίση εκεί την ζωήν του. Κανείς δεν έχει δικαίωμα να τον φονεύση. | 5 Αὐτὸς ἐπὶ παραδείγματι ποὺ θὰ εἰσέλθῃ μὲ τὸν συνάνθρωπόν του εἰς ἕνα δάσος διὰ νὰ μαζεύσουν ξύλα καὶ συμβῇ ὥστε, καθὼς θὰ κόβῃ τὸ δένδρον, νὰ τιναχθῇ ἀπὸ τὸ χέρι του μὲ βίαν τὸ τσεκούρι καὶ νὰ πέσῃ τὸ σίδερο ἀπὸ τὸ στυλιάρι καὶ νὰ εὕρῃ τὸν ἄλλον καὶ τὸν φονεύσῃ. Εἰς αὐτὴν τὴν περίπτωσιν αὐτὸς ποὺ ἔγινεν αἰτία ἀκουσίως νὰ πεθάνῃ ὁ πλησίον του, θὰ ἠμπορῇ νὰ καταφύγῃ εἰς μίαν ἀπὸ τὰς πόλεις αὐτὰς καὶ νὰ εὕρῃ ἄσυλον, διὰ νὰ ζήσῃ ἀσφαλής. |
6 ἵνα μὴ διώξας ὁ ἀγχιστεύων τοῦ αἵματος ὀπίσω τοῦ φονεύσαντος, ὅτι παρατεθέρμανται τῇ καρδίᾳ, καὶ καταλάβῃ αὐτόν, ἐὰν μακροτέρα ᾖ ἡ ὁδός, καὶ πατάξῃ αὐτοῦ ψυχήν, καὶ ἀποθάνῃ, καὶ τούτῳ οὐκ ἔστι κρίσις θανάτου, ὅτι οὐ μισῶν ἦν αὐτὸν πρὸ τῆς χθές, οὐδὲ πρὸ τῆς τρίτης. | 6 Αι αποστάσεις των καταφυγίων πόλεων θα είναι κανονικαί, ώστε ο στενώτερος συγγενής του φονευθέντος, υπό την επήρειαν της αγανακτήσεως από τας πρώτας εντυπώσεις, να μη δυνηθή να καταδιώξη και καταφθάση τον ακούσιον φονέα και τον φονεύση, ενώ είναι αθώος και ενώ δεν υπάρχει ενοχή θανάτου, διότι ο φονεύς δεν εμισούσε προηγουμένως και δεν αντιπαθούσε τον φονευθέντα. Εάν όμως είναι μακρά η οδός προς το καταφύγιον, υπάρξει φόβος να τον καταφθάση και τον φονεύση αδίκως. | 6 Πρέπει νὰ εἶναι κανονικαὶ καὶ ἀνάλογοι αἱ ἀποστάσεις τῶν πόλεων αὐτῶν ἀπὸ τὰ διάφορα σημεῖα τῆς χώρας. Ἔτσι δὲν θὰ ἠμπορῇ κάποιος συγγενὴς τοῦ θύματος, ποὺ ἄναψε μέσα εἱς τὴν καρδιάν του ὁ πόθος τῆς ἐκδικήσεως, νὰ τρέξῃ πίσω ἀπὸ τὸν φονέα καὶ νὰ τὸν προφθάσῃ, πρᾶγμα ποὺ θὰ ἐγίνετο, ἂν ἀπεῖχε πολὺ ἡ πόλις καταφυγῆς ἀπὸ τὸν τόπον τοῦ ἀτυχήματος. Διαφορετικὰ θὰ τὸν κτυπήσῃ καὶ θὰ θανατωθῇ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, χωρὶς νὰ εἶναι ἄξιος θανατικῆς τιμωρίας, ἐφ ὅσον δὲν ἦτο ἐχθρὸς τοῦ θύματος μέχρι τότε. |
7 διὰ τοῦτο ἐγώ σοι ἐντέλλομαι τὸ ρῆμα τοῦτο λέγων· τρεῖς πόλεις διαστελεῖς σεαυτῷ· | 7 Δια να αποφευχθή, λοιπόν ένας δεύτερος άδικος θάνατος, σου δίδω εγώ αυτήν την εντολήν· Θα ξεχωρίσης τρεις πόλεις εις την περιοχήν σου εις αναλόγους αποστάσεις. | 7 Δι' αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγον σοῦ δίδω αὐτὴν τὴν διαταγὴν καὶ σοῦ λέγω ὅτι πρέπει να ξεχωρίσῃς εἰς τὴν περιοχήν σου τρεῖς πόλεις, διὰ νὰ καταφεύγουν οἱ ἀκούσιοι φονεῖς. |
8 ἐὰν δὲ ἐμπλατύνῃ Κύριος ὁ Θεός σου τὰ ὅριά σου, ὃν τρόπον ὤμοσε τοῖς πατράσι σου, καὶ δῷ σοι Κύριος πᾶσαν τὴν γῆν, ἣν εἶπε δοῦναι τοῖς πατράσι σου, | 8 Οταν Κυριος ο Θεός ευρύνη τα όρια της χώρας σου, όπως ωρκίσθη στους προπάτοράς σου, και δώση εις σε όλην την γην, που υπεσχέθη εις εκείνους, | 8 Ἐὰν ὅμως πλατύνῃ πολὺ τὰ σύνορα τῆς χώρας σου Κύριος ὁ Θεός σου, ὅπως ἀκριβῶς τὸ ὑπεσχέθη μὲ ὅρκον εἰς τοὺς πατέρας σου, καὶ σοῦ δώσῃ ὁ Κύριος ὅλην τὴν χώραν, ποὺ εἶπεν ὅτι θὰ δώσῃ εἰς τοὺς πατέρας σου, |
9 ἐὰν ἀκούσῃς ποιεῖν πάσας τὰς ἐντολὰς ταύτας, ἃς ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι σήμερον, ἀγαπᾶν Κύριον τὸν Θεόν σου, πορεύεσθαι ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ πάσας τὰς ἡμέρας, προσθήσειςσεαυτῷ ἔτι τρεῖς πόλεις πρὸς τὰς τρεῖς ταύτας, | 9 υπό την προυπόθεσιν βέβαια, ότι συ θα υπακούης και θα τηρής όλας τας εντολάς, τας οποίας εγώ σου δίδω σήμερον, να αγαπάς δηλαδή Κυριον τον Θεόν σου, να πορεύεσαι τον δρόμον των εντολών του όλας τας ημέρας της ζωής σου, θα προσθέσης τρεις ακόμη πόλεις εις τας τρεις προηγουμένας, ώστε να είναι εν συνόλω εξ. | 9 ἐφ ὅσον βεβαίως δεχθῇς εὐχαρίστως νὰ ἐφαρμόζῃς ὅλας αὐτὰς τὰς ἐντολάς, ποὺ σοῦ παραγγέλλω ἐγὼ σήμερον, καὶ νὰ ἀγαπᾷς Κύριον τὸν Θεόν σου καὶ νὰ συμμορφώνεσαι πρὸς τὰς ὁδηγίας, ποὺ σοῦ δίδει ἐκεῖνος καθ' ὅλην τὴν ζωήν σου, θὰ κάνῃς τὸ ἑξῆς: Θὰ προσθέσῃς ἀκόμη τρεῖς πόλεις εἰς ἐκείνας, ποὺ εἶχες ξεχωρίσει προηγουμένως. |
10 καὶ οὐκ ἐκχυθήσεται αἷμα ἀναίτιον ἐν τῇ γῇ, ᾗ Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι ἐν κλήρῳ, καὶ οὐκ ἔσται ἐν σοὶ αἵματι ἔνοχος. | 10 Τούτο δε δια να διευκολύνεται η σωτηρία των αθελήτων φονέων και να μη χύνεται αθώον αίμα εις την γην, την οποίαν σου δίδει δια κλήρου Κυριος ο Θεός σου και δια να μη υπάρχη έτσι μεταξύ σας ένοχος αθώου αίματος. | 10 Ἔτσι δὲν θὰ χύνεται αἷμα ἀθῶον εἰς τὴν χώραν, ποὺ σοῦ δίδει ὡς κληρονομίαν Κύριος ὁ Θεός σου· καὶ δὲν θὰ εἶναι κανεὶς μεταξύ σας ἔνοχος ἀθώου αἵματος. |
11 ἐὰ δὲ γένηται ἐν σοὶ ἄνθρωπος μισῶν τὸν πλησίον καὶ ἐνεδρεύσῃ αὐτὸν καὶ ἐπαναστῇ ἐπ᾿ αὐτὸν καὶ πατάξῃ αὐτοῦ ψυχήν, καὶ ἀποθάνῃ, καὶ φύγῃ εἰς μίαν τῶν πόλεων τούτων, | 11 Εάν όμως υπάρχη μεταξύ σας άνθρωπος, ο οποίος μισεί τον πλησίον του και στήση ενέδραν δι' αυτόν και επιτεθή εναντίον του και τον κτυπήση θανασίμως, ο κτυπηθείς δε αποθάνη και ο εκ προμελέτης φονεύς καταφύγη εις μίαν από τας πόλεις αυτάς, | 11 Ἐὰν ὅμως εὑρεθῇ ἀνάμεσά σας κάποιος, ποὺ τρέφει μῖσος ἐναντίον τοῦ πλησίον του καὶ παραφυλάξῃ κρυφὰ καὶ ἐπιτεθῇ ἐναντίον του καὶ τὸν κτυπήσῃ καὶ πεθάνῃ καὶ καταφύγῃ κατόπιν ὁ φονεὺς εἰς μίαν ἀπὸ τὰς πόλεις αὐτάς, νὰ γίνῃ τὸ ἑξῆς: |
12 καὶ ἀποστελοῦσιν ἡ γερουσία τῆς πόλεως αὐτοῦ καὶ λήψονται αὐτὸν ἐκεῖθεν καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν εἰς χεῖρας τῶν ἀγχιστευόντων τοῦ αἵματος, καὶ ἀποθανεῖται· | 12 η γερουσία της πόλεως του φονέως θα στείλουν και θα συλλάβουν αυτόν από εκεί και θα τον παραδώσουν εις τα χέρια των στενωτέρων εξ αίματος συγγενών του φονευθέντος, και εκείνοι θα θανατώσουν τον ένοχον. | 12 Θὰ ἀποστείλουν οἱ πρόκριτοι τῆς πόλεως τοῦ θύματος ἀνθρώπους των καὶ θὰ πάρουν ἀπὸ ἐκεῖ τὸν φονέα καὶ θὰ τὸν παραδώσουν εἰς τὰ χέρια τῶν συγγενῶν τοῦ θύματος, διὰ νὰ θανατωθῇ ἀπὸ αὐτούς. |
13 οὐ φείσεται ὁ ὀφθαλμός σου ἐπ᾿ αὐτῷ καὶ καθαριεῖς τὸ αἷμα τὸ ἀναίτιον ἐξ ᾿Ισραήλ, καὶ εὖ σοι ἔσται. | 13 Τον εκ προμελέτης αυτόν φονέα δεν θα τον λυπηθή το μάτι σου, αλλά θα εκπλύνης την ενοχήν του αθώου αίματος εκ μέσου των Ισραηλιτών και θα ευτυχήσης. | 13 Δὲν θὰ λυπηθῇ τὸ μάτι σου τὸν ἑκούσιον φονέα. Πρέπει νὰ ἑξαλείψῃς ἀπὸ τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραὴλ τὴν ἐνοχὴν τοῦ ἀθώου αἵματος, διὰ νὰ εὐτυχῇς. |
14 Οὐ μετακινήσεις ὅρια τοῦ πλησίον, ἃ ἔστησαν οἱ πατέρες σου ἐν τῇ κληρονομίᾳ, ᾗ κατεκληρονομήθης ἐν τῇ γῇ, ἣν Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι ἐν κλήρῳ. | 14 Δεν θα μετακινήσης εις τα κτήματα του πλησίον σου τα σύνορα τα οποία εχάραξαν και έβαλαν οι πρόγονοί σου εις την κληρονομίαν, την οποίαν απέκτησες εις την χώραν, που ο Κυριος δια κλήρου σου έδωκε. | 14 Δὲν θὰ μεταθέτῃς τὰ σύνορα τοῦ πλησίον σου, ποὺ τὰ καθώρισαν οἱ πατέρες σου εἰς τὸ μερίδιον γῆς, τὸ ὁποῖον σοῦ παρεχωρήθη ὡς κληρονομία εἰς τὴν χώραν, ποὺ σοῦ δίδει Κύριος ὁ Θεός σου διὰ νὰ τὴν κληρονομήσῃς. |
15 Οὐκ ἐμμενεῖ μάρτυς εἷς μαρτυρῆσαι κατὰ ἀνθρώπου κατὰ πᾶσαν ἀδικίαν καὶ κατὰ πᾶν ἁμάρτημα καὶ κατὰ πᾶσαν ἁμαρτίαν, ἣν ἐὰν ἁμάρτῃ· ἐπὶ στόματος δύο μαρτύρων καὶ ἐπὶ στόματος τριῶν μαρτύρων στήσεται πᾶν ρῆμα. | 15 Δεν θα είναι αρκετός ένας μάρτυς, δια να καταθέση μαρτυρίαν κατά ανθρώπου, ο οποίος διέπραξεν οιανδήποτε αδικίαν εναντίον του πλησίον η οιουδήποτε είδους αμαρτίαν κατά του Θεού. Η καταδικαστική απόφασις πρέπει να στηρίζεται εις την μαρτυρίαν δύο και τριών μαρτύρων. | 15 Ἕνας μόνον μάρτυς δὲν εἶναι ἀρκετός, διὰ νὰ σταθῇ καὶ νὰ μαρτυρήσῃ ἐναντίον κάποιου ἀνθρώπου δι’ ὁποιανδήποτε ἀδικίαν καὶ δι’ ὁποιοδήποτε παράπτωμα καὶ δι’ ὁποιανδήποτε ἁμαρτίαν, ποὺ τυχὸν θὰ διαπράξῃ ὁ ἄλλος. Κάθε κατηγορία ἐναντίον ἑνὸς ἀνθρώπου, διὰ νὰ ἐκδικασθῇ δικαίως, πρέπει νὰ βασίζεται εἰς τὴν μαρτυρίαν καὶ κατάθεσιν δύο καὶ τριῶν μαρτύρων. |
16 ἐὰν δὲ καταστῇ μάρτυς ἄδικος κατὰ ἀνθρώπου καταλέγων αὐτοῦ ἀσέβειαν, | 16 Εάν δε κανείς ψευδομαρτυρήση εναντίον άλλου κατηγορών ψευδώς αυτόν δι' ασέβειαν προς τον Θεόν, | 16 Ἐὰν δὲ παρουσιασθῇ ἕνας ψευδομάρτυς ἐναντίον κάποιου καὶ τὸν κατηγορήσῃ ὅτι διέπραξε ὁποιανδήποτε ἀσέβειαν ἔναντι τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ, |
17 καὶ στήσονται οἱ δύο ἄνθρωποι, οἷς ἐστιν αὐτοῖς ἡ ἀντιλογία, ἔναντι Κυρίου καὶ ἔναντι τῶν ἱερέων καὶ ἔναντι τῶν κριτῶν, οἳ ἂν ὦσιν ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, | 17 οι δύο αυτοί άνθρωποι, μεταξύ των οποίων υπάρχει η αντιδικία, θα παρουσιασθούν ενώπιον του Κυρίου, δηλαδή ενώπιον των ιερέων και των εντεταλμένων δικαστών, οι οποίοι θα δικάζουν κατά τας ημέρας εκείνας. | 17 θὰ ἔλθουν οἱ δύο αὐτοὶ ἄνθρωποι, ποὺ ἔχουν ἀντίθεσιν μεταξύ των, ἐνώπιον τοῦ τόπου τῆς λατρείας τοῦ Κυρίου καὶ ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς Κριτάς, ποὺ θὰ εἶναι ὡρισμένοι διὰ νὰ δικάζουν κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας. |
18 καὶ ἐξετάσωσιν οἱ κριταὶ ἀκριβῶς, καὶ ἰδοὺ μάρτυς ἄδικος ἐμαρτύρησεν ἄδικα, ἀντέστη κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, | 18 Οι δικασταί θα εξετάσουν ακριβώς την υπόθεσιν και θα διαπιστώσουν ότι ο μάρτυς υπήρξεν άδικος και εψευδομαρτύρησε και κατεφέρθη κατά του αδελφού του. | 18 Καὶ θὰ ἐξετάσουν οἱ Κριταὶ μὲ προσοχὴν καὶ ἀκρίβειαν τὴν ὑπόθεσιν. Καὶ ἂν ἀποδειχθῇ ὅτι αὐτός, ποὺ κατέθεσεν εἰς βάρος τοῦ ἄλλου, ἦτο ψευδομάρτυς καὶ κατέθεσε καὶ ἐπετέθη ἀδίκως ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του, |
19 καὶ ποιήσετε αὐτῷ ὃν τρόπον ἐπονηρεύσατο ποιῆσαι κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, καὶ ἐξαρεῖς τὸ πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν. | 19 Τοτε θα κάμετε εις αυτόν ο,τι κακόν ηθέλησε να κάμη εναντίον του αθώου αδελφού του, (θα του επιβάλλετε την ποινήν, με την οποίαν θα ετιμωρούσατε τον κατηγορηθέντα, εάν ήτο αληθής η κατηγορία). Ετσι δε και θα εκλείψη το κακόν της ψευδομαρτυρίας εκ μέσου των Ισραηλιτών. | 19 πρέπει νὰ τοῦ ἐπιβάλετε ὡς τιμωρίαν αὐτὸ ποὺ ἐπεχείρησεν ὁ ἴδιος μὲ πονηρίαν νὰ κάνῃ εἰς βάρος τοῦ ἀδελφοῦ του. Καὶ θὰ ἑξαλείψῃς ἔτσι τὸ κακὸν ἀπὸ ἀνάμεσά σας. |
20 καὶ οἱ ἐπίλοιποι ἀκούσαντες φοβηθήσονται καὶ οὐ προσθήσουσιν ἔτι ποιῆσαι κατὰ τὸ ρῆμα τὸ πονηρὸν τοῦτο ἐν ὑμῖν. | 20 Διότι οι άλλοι Ισραηλίται, όταν ακούσουν την τιμωρίαν, που επεβλήθη στον ψευδομάρτυρα, θα φοβηθούν και δεν θα τολμήσουν πλέον να κάμουν παρομοίαν πονηράν πράξιν μεταξύ σας. | 20 Καὶ ὅταν θὰ πληροφορηθοῦν οἱ ὑπόλοιποι Ἰσραηλῖται τὸ γεγονός, θὰ φοβηθοῦν καὶ δὲν θὰ ἐπιχειρήσουν εἰς τὸ ἑξῆς νὰ κάνουν ἀνάμεσά σας κάτι παρόμοιον πρὸς τὴν πονηρὰν αὐτὴν πρᾶξιν. |
21 οὐ φείσεται ὁ ὀφθαλμός σου ἐπ᾿ αὐτῷ· ψυχὴν ἀντὶ ψυχῆς, ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ, ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος, χεῖρα ἀντὶ χειρός, πόδα ἀντὶ ποδός. | 21 Το μάτι σου δεν θα λυπηθή τον ψευδομάρτυρα και γενικώτερον τον ένοχον. Θα τον τιμωρήσης κατά τον νόμον της ανταποδόσεως· ζωήν αντί ζωής, οφθαλμόν αντί οφθαλμού, οδόντα αντί οδόντος, χέρι αντί χεριού, πόδι αντί ποδιού. | 21 Δὲν θὰ τὸν λυπηθῇ τὸ μάτι σου. Θὰ τοῦ ἀνταποδώσῃς ὅ,τι ἀκριβῶς ἠθέλησε νὰ κάνῃ, συμφώνως πρὸς τὸν νόμον τῆς ταυτοπαθείας καὶ ἀνταποδόσεως. Θὰ πληρώνῃ δηλαδὴ μὲ ζωὴν τὴν ζωὴν ποὺ ἀφήρεσε, μὲ μάτι τὸ μάτι ποὺ ἔβλαψε, μὲ δόντι τὸ δόντι, μὲ χέρι τὸ χέρι καὶ μὲ πόδι τὸ πόδι. |