Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΕΑΝ δέ τις λάβῃ γυναῖκα καὶ συνοικήσῃ αὐτῇ, καὶ ἔσται ἐὰν μὴ εὕρῃ χάριν ἐναντίον αὐτοῦ, ὅτι εὗρεν ἐν αὐτῇ ἄσχημον πρᾶγμα, καὶ γράψει αὐτῇ βιβλίον ἀποστασίου καὶ δώσει εἰς τὰς χεῖρας αὐτῆς καὶ ἐξαποστελεῖ αὐτὴν ἐκ τῆς οἰκίας αὐτοῦ, | 1 Εάν κανείς λάβη σύζυγον και συγκατοικήση με αυτήν, βραδύτερον δε δεν του αρέση διότι ευρήκεν εις αυτήν άσχημον πράγμα, (κάτι που του είναι αποκρουστικόν) δύναται να δώση εις αυτήν γραπτόν διαζύγιον και αφού της το εγχειρίση θα την διώξη από το σπίτι του. | 1 Εὰν δὲ κάποιος πάρῃ μίαν γυναῖκα καὶ ἔλθῃ εἰς σχέσεις μὲ αὐτὴν καὶ κατόπιν τὴν ἀποστραφῇ, ἐπειδὴ εὑρῆκεν εἰς αὐτὴν κάτι ἄσχημον, ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ τῆς κάνῃ γραπτὸν διαζύγιον καὶ νὰ τὸ δώσῃ εἰς τὰ χέρια της καὶ νὰ τὴν ἀπομακρύνῃ ἀπὸ τὸ σπίτι του. |
2 καὶ ἀπελθοῦσα γένηται ἀνδρὶ ἑτέρῳ, | 2 Εκείνῃ όταν φύγη από τον πρώτον σύζυγήν της, δύναται να υπανδρευθή άλλον. | 2 Ἐὰν δὲ ἀφοῦ φύγῃ ἀπὸ τὸν πρῶτον, ἡ γυναῖκα αὐτὴ σχετισθῇ μὲ ἄλλον ἄνδρα, |
3 καὶ μισήσῃ αὐτὴν ὁ ἀνὴρ ὁ ἔσχατος καὶ γράψει αὐτῇ βιβλίον ἀποστασίου καὶ δώσει εἰς τὰς χεῖρας αὐτῆς καὶ ἐξαποστελεῖ αὐτὴν ἐκ τῆς οἰκίας αὐτοῦ, ἢ ἀποθάνῃ ὁ ἀνὴρ ὁ ἔσχατος, ὃς ἔλαβεν αὐτὴν ἑαυτῷ γυναῖκα, | 3 Εάν όμως και ο δεύτερος ανήρ την αποστραφή και γραψη δι' αυτήν διαζύγιον και το παραδώση εις τα χέρια της και την διώξη από την οικίαν του, η εάν συμβή να αποθάνη ο δεύτερος αυτός ανήρ, που την είχε λάβει ως σύζυγόν του, | 3 καὶ συμβῇ νὰ τὴν ἀποστραφῇ καὶ ὁ τελευταῖος της σύζυγος καὶ ἀφοῦ τῆς κάνῃ γραπτὸν διαζύγιον, τὸ δώσῃ εἰς τὰ χέρια της καὶ τὴν διώξῃ ἀπὸ τὸ σπίτι του, ἢ συμ-βῇ νὰ ἀποθάνῃ ὁ τελευταῖος ἄνδρας, ποὺ τὴν ἐπῆρε ὡς σύζυγόν του, θὰ ἰσχύῃ τὸ ἑξῆς: |
4 οὐ δυνήσεται ὁ ἀνὴρ ὁ πρότερος ὁ ἐξαποστείλας αὐτὴν ἐπαναστρέψας λαβεῖν αὐτὴν ἑαυτῷ γυναῖκα, μετὰ τὸ μιανθῆναι αὐτήν, ὅτι βδέλυγμά ἐστιν ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου· καὶ οὐ μιανεῖτε τὴν γῆν, ἣν Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι ἐν κλήρω. | 4 ο πρώτος σύζυγός της, ο οποίος την είχεν αποπέμψει, δεν επιτρέπεται να επανέλθη και να την πάρη πάλιν ως σύζυγόν του, αφού αυτή ήλθεν εις συζυγικήν ένωσιν με άλλον, διότι τούτο είναι μισητόν ενώπιον Κυρίου του Θεού σου. Δεν πρέπει να μολύνετε την χώραν, την οποίαν ο Κυριος σας δίδει ως κληρονομίαν. | 4 Δὲν θὰ ἠμπορῇ ὁ προηγούμενος ἄνδρας, ποὺ τὴν εἶχε διώξει, νὰ ἀλλάξῃ γνώμην καὶ νὰ τὴν πάρη πάλιν γυναῖκα του, ἀφοῦ θὰ ἔχῃ ἤδη μολυνθῆ μὲ τὴν σχέσιν της μὲ τὸν δεύτερον ἄνδρα της. Ἐὰν γίνῃ αὐτό, θὰ εἶναι κάτι σιχαμερὸν ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου. Καὶ δὲν πρέπει νὰ μολύνετε τὴν χώραν, ποὺ σοῦ δίδει Κύριος ὁ Θεός σου ὡς κληρονομίαν. |
5 ᾿Εὰν δέ τις λάβῃ γυναῖκα προσφάτως, οὐκ ἐξελεύσεται εἰς πόλεμον, καὶ οὐκ ἐπιβληθήσεται αὐτῷ οὐδὲν πρᾶγμα· ἀθῷος ἔσται ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ ἐνιαυτὸν ἕνα, εὐφρανεῖ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, ἣν ἔλαβεν. | 5 Αυτός που μόλις προ ολίγου καιρού έχει νυμφευθή, δεν θα λάβη μέρος εις πόλεμον και δεν θα επιβληθή εις αυτόν κανένα άλλο δημόσιον καθήκον. Θα είναι ελεύθερος και ανένοχος να μείνη εις την οικίαν του επί ένα έτος, δια να δώση χαράν εις την συζυγον, την οποίαν έλαβε. | 5 Ἐὰν δὲ κάποιος εἶναι νεόνυμφος, δὲν θὰ βγῇ νὰ πολεμήσῃ καὶ δὲν θὰ τοῦ ἐπιβληθῇ καμμία ἄλλη δημοσία ὑπηρεσία. Θὰ εἶναι ἐλεύθερος νὰ μένῃ εἰς τὸ σπίτι του χωρὶς ἀπασχόλησιν μὲ τὰ κοινὰ ἐπὶ ἓν ἔτος, Θὰ πρέπῃ νὰ εὐχαριστήσῃ τὴν γυναῖκα, ποὺ ἐπῆρεν ὡς σύζυγόν του. |
6 Οὐκ ἐνεχυράσεις μύλον, οὐδὲ ἐπιμύλιον, ὅτι ψυχὴν οὗτος ἐνεχυράζει. | 6 Δεν θα πάρης ως ενέχυρον, δια δάνειον που έδωσες, τον χειρόμυλον η την επάνω πέτρα του χειρομύλου, διότι έτσι είναι ως εάν λαμβάνης ενέχυρον αυτήν την ζωήν του πτωχού. | 6 Δὲν θὰ πάρῃς σὰν ἐνέχυρον διὰ κάποιο δάνειον τὸν χειρόμυλον, μὲ τὸν ὁποῖον ἀλέθουν τὰ σιτηρά, ἢ ἔστω τὴν ἐπάνω μυλόπετραν, διότι αὐτὸ ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ νὰ πάρῃ ὁ δανειστὴς ὡς ἐνέχυρον τὴν ἰδίαν τὴν ζωὴν αὐτοῦ, ποὺ ἐπῆρε τὸ δάνειον. |
7 ᾿Εὰν δὲ ἁλῷ ἄνθρωπος κλέπτων ψυχὴν ἐκ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ καὶ καταδυναστεύσας αὐτὸν ἀποδῶται, ἀποθανεῖται ὁ κλέπτης ἐκεῖνος· καὶ ἐξαρεῖς τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν. | 7 Εάν υπάρξη άνθρωπος Ισραηλίτης και αρπάξη δολίως η βιαίως τον αδελφόν του και αφού τον κατατυραννήση, τον πωλήση ως δούλον, αυτός ο κλέπτης πρέπει να τιμωρηθή δια θανάτου. Ετσι θα βγάλης τον πονηρόν ανάμεσα από τους Ισραηλίτας. | 7 Ἐὰν δὲ ἀποκαλυφθῇ καὶ συλληφθῇ ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ ἀπήγαγε κάποιον ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς του τοὺς Ἰσραηλίτας καὶ τὸν ἐπώλησεν εἰς ἄλλον, ἀφοῦ τὸν ἐβασάνισε, πρέπει νὰ θανατωθῇ ὁ κλέπτῃς ἐκεῖνος. Θὰ ἑξαφανίσῃς ἔτσι τὸν πονηρὸν ἀπὸ ἀνάμεσά σας. |
8 Πρόσεχε σαυτῷ ἐν τῇ ἁφῇ τῆς λέπρας· φυλάξῃ σφόδρα ποιεῖν κατὰ πάντα τὸν νόμον, ὃν ἂν ἀναγγείλωσιν ὑμῖν οἱ ἱερεῖς οἱ Λευῖται· ὃν τρόπον ἐνετειλάμην ὑμῖν, φυλάξασθε ποιεῖν. | 8 Πρόσεχε κατά την εμφάνισιν της λέπρας. Φρόντισε επιμελώς να τηρήσης όλα όσα λέγει ο Νομος, τον οποίον οι ιερείς Λευΐται θα σας διδάξουν. Οπως σας διέταξα, έτσι και θα φροντίσετε να τον τηρήσετε. | 8 Πρόσεχε εἰς τὸν ἑαυτόν σου, ὅταν ἐμφανισθῇ πληγὴ λέπρας. Νὰ προσέξῃς πολύ, ὥστε νὰ ἐνεργήσῃς συμφώνως πρὸς κάθε ἐντολὴν τοῦ νόμου, ποὺ θὰ σοῦ ἀνακοινώσουν οἱ ἱερεῖς, οἱ ἀπόγονοι τῆς φυλῆς τοῦ Λευΐ. Νὰ προσέξετε νὰ κάνετε ὅ,τι ἀκριβῶς σᾶς παρήγγειλα. |
9 μνήσθητι ὅσα ἐποίησε Κύριος ὁ Θεός σου τῇ Μαριὰμ ἐν τῇ ὁδῷ, ἐκπορευομένων ὑμῶν ἐξ Αἰγύπτου. | 9 Ενθυμήσου την τιμωρίαν, την οποίαν επέβαλε Κυριος ο Θεός σου εις την Μαριάμ καθ' οδόν, όταν εβγαίνατε από την Αίγυπτον. | 9 Θυμήσου τί ἔκανε Κύριος ὁ Θεός σου εἰς τὴν Μαριὰμ καὶ πῶς τὴν ἐτιμώρησε, ἐνῷ ἤσασθε εἰς τὸν δρόμον τότε ποὺ ἐβγαίνατε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον. |
10 ᾿Εὰν ὀφείλημα ᾖ ἐν τῷ πλησίον σου, ὀφείλημα ὁτιοῦν, οὐκ εἰσελεύσῃ εἰς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ ἐνεχυράσαι τὸ ἐνέχυρον αὐτοῦ· | 10 Εάν ο πλησίον σου οφείλη κάτι εις σέ, οιονδήποτε και αν είναι αυτό το χρέος, δεν θα εισέλθης εις την οικίαν του, δια να λάβης ενέχυρον απέναντι του χρέους. | 10 Ἐὰν ὁ πλησίον σου σοῦ ὀφείλῃ ἕνα χρέος, ὁποιοδήποτε χρέος, δὲν θὰ εἰσέλθῃς εἰς τὸ σπίτι του, διὰ νὰ διαλέξῃς καὶ νὰ πάρῃς κάτι σὰν ἐνέχυρον διὰ τὸ χρέος αὐτό. |
11 ἔξω στήσῃ, καὶ ὁ ἄνθρωπος οὗ τὸδάνειόν σού ἐστιν ἐν αὐτῷ, ἐξοίσει σοι τὸ ἐνέχυρον ἔξω. | 11 Θα σταθής έξω από την οικίαν, και ο άνθρωπος, που έλαβεν από σε το δάνειον, θα φέρη έξω και θα δώση εις σε το ενέχυρον. | 11 Θὰ σταθῇς ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι του. Καὶ ὁ ἄνθρωπος, εἰς τὸν ὁποῖον ἔδωσες τὸ δάνειόν σου, θὰ σοῦ φέρῃ ἐκεῖ ἔξω τὸ ἐνέχυρον. |
12 ἐὰν δὲ ὁ ἄνθρωπος πένηται, οὐ κοιμηθήσῃ ἐν τῷ ἐνεχύρῳ αὐτοῦ· | 12 Εάν δε ο άνθρωπος αυτός είναι πτωχός, δεν θα κοιμηθής με το ενέχυρόν του, το οποίον αυτός χρησιμοποιεί ως σκέπασμά του. | 12 Ἐὰν δὲ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἐδανείσθη, εἶναι πτωχός, δὲν πρέπει νὰ κρατήσῃς ὅλην τὴν νύκτα μαζί σου τὸ ἱμάτιόν του (τὸ ἐπανωφόρι του), ποὺ τυχὸν τοῦ ἐπῆρες σὰν ἐνέχυρον. |
13 ἀποδόσει ἀποδώσεις τὸ ἐνέχυρον αὐτοῦ πρὸς δυσμὰς ἡλίου, καὶ κοιμηθήσεται ἐν τῷ ἱματίῳ αὐτοῦ καὶ εὐλογήσει σε, καὶ ἔσται σοι ἐλεημοσύνη ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου. | 13 Θα αποδώσης εις αυτόν το ενέχυρόν του κατά την δύσιν του ηλίου, δια να σκεπασθή και κοιμηθή με το ιμάτιόν του, να σε ευλογήση και προσευχηθή δια σε και έτσι η ελεημοσύνη σου αυτή προς τον πτωχόν θα είναι προς τιμήν σου ενώπιον Κυρίου του Θεού σου. | 13 Πρέπει νὰ ἐπιστρέψῃς ὁπωσδήποτε τὸ ἐνέχυρόν του κατὰ τὸ ἡλιοβασίλευμα. Ἔτσι θὰ κοιμηθῇ σκεπασμένος μὲ τὸ ἐπανωφόρι του καὶ θὰ σὲ εὐλογήσῃ. Αὐτὴ δὲ ἡ πρᾶξις σου θὰ θεωρηθῇ ὡς ἐλεημοσύνη ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου. |
14 Οὐκ ἀπαδικήσεις μισθὸν πένητος καὶ ἐνδεοῦς ἐκ τῶν ἀδελφῶν σου ἢ ἐκ τῶν προσηλύτων τῶν ἐν ταῖς πόλεσί σου· | 14 Δεν θα ελαττώσης ούτε θα κατακρατήσης το ημεραμίσθιον πτωχού και ενδεούς τόσον εκ των αδελφών σου των Ισραηλιτών, όσον και από τους ξένους που ευρίσκονται εις τας πόλεις σας. | 14 Δὲν θὰ φερθῇς μὲ ἀδικίαν ὡς πρὸς τὸν μισθὸν ἀνθρώπου πτωχοῦ, ἢ ἅλλου ποὺ εὑρέθη εἰς δύσκολον οἰκονομικὴν θέσιν, εἴτε εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς σου Ἰσραηλίτας, εἴτε ἀπὸ τοὺς ξένους ποὺ διαμένουν μαζί σου εἰς τὰς πόλεις σου. |
15 αὐθημερὸν ἀποδώσεις τὸν μισθὸν αὐτοῦ, οὐκ ἐπιδύσεται ὁ ἥλιος ἐπ᾿ αὐτῷ, ὅτι πένης ἐστὶ καὶ ἐν αὐτῷ ἔχει τὴν ἐλπίδα· καὶ καταβοήσεται κατὰ σοῦ πρὸς Κύριον, καὶ ἔσται ἐν σοὶ ἁμαρτία. | 15 Θα πληρώσης αυτόν την ιδίαν ημέραν. Δεν θα δύση ο ήλιος, χωρίς αυτός να έχη λάβει το ημεραμίσθιόν του, διότι είναι πτωχός και εις αυτό στηρίζει την ελπίδα του. Εάν δεν τον πληρώσης εγκαίρως, θα φωνάξη κατά σου με αγανάκτησιν προς τον Κυριον και θα καταλογισθή εις σε αμαρτία. | 15 Πρέπει νὰ τοῦ καταβάλῃς τὸν μισθόν του τὴν ἰδίαν ἡμέραν. Δὲν θὰ δύσῃ ὁ ἥλιος, πρὶν τοῦ δώσῃς τὴν ἀμοιβήν του, διότι εἶναι πτωχὸς καὶ ἔχει στηρίξει τὴν ἐλπίδα του εἰς τὸν μισθὸν αὐτόν. Ἐὰν καθυστερήσῃς τὴν πληρωμήν, θὰ στενάξῃ καὶ θὰ βοήσῃ ἐναντίον σου πρὸς τὸν Κύριον μὲ ἀγανάκτησιν καὶ θὰ εἶσαι ἔνοχος ἁμαρτίας. |
16 Οὐκ ἀποθανοῦνται πατέρες ὑπὲρ τέκνων, καὶ οἱ υἱοὶ οὐκ ἀποθανοῦνται ὑπὲρ πατέρων· ἕκαστος ἐν τῇ ἑαυτοῦ ἁμαρτίᾳ ἀποθανεῖται. | 16 Δεν θα τιμωρηθούν δια θανάτου πατέρες εξ αιτίας των τέκνων των, ούτε και τα παιδιά εξ αιτίας των πατέρων των. Ο καθένας θα τιμωρήται δια την ιδικήν του αμαρτίαν. | 16 Δὲν θὰ θανατώνωνται οἱ γονεῖς διὰ τὰ σφάλματα τῶν παιδιῶν των, οὔτε τὰ παιδιὰ θὰ θανατώνωνται διὰ τὰ σφάλματα τῶν γονέων των. Ὁ καθένας θὰ θανατώνεται διὰ τὴν ἰδικήν του ἁμαρτίαν. |
17 Οὐκ ἐκκλινεῖς κρίσιν προσηλύτου καὶ ὀρφανοῦ καὶ χήρας, οὐκ ἐνεχυράσεις ἱμάτιον χήρας· | 17 Δεν θα διαστρέψης το δίκαιον του ξένου, του ορφανού και της χήρας. Δεν θα λάβης ως ενέχυρον το ιμάτιον της χήρας. | 17 Δὲν θὰ καταπατήσῃς τὸ δίκαιον τοῦ ξένου, ποὺ διαμένει μαζί σας, καὶ τοῦ ὀρφανοῦ καὶ τῆς χήρας. Δὲν θὰ πάρῃς ἐπίσης ὡς ἐνέχυρον τὸ ἐπανωφόρι μιᾶς χήρας. |
18 καὶ μνησθήσῃ ὅτι οἰκέτης ἦσθα ἐν γῇ Αἰγύπτῳ καὶ ἐλυτρώσατό σε Κύριος ὁ Θεός σου ἐκεῖθεν· διὰ τοῦτο ἐγώ σοι ἐντέλλομαι ποιεῖν τὸ ρῆμα τοῦτο. | 18 Να ενθυμήσαι δε ότι υπήρξες και συ δούλος εις την Αίγυπτον, ο δε Κυριος και Θεός σου σε απηλευθέρωσεν από εκεί. Δια τούτο εγώ σε διατάσσω να τηρής αυτάς τας εντολάς μου. | 18 Μὴ λησμονῇς ποτὲ ὅτι ἤσουν κάποτε δοῦλος εἰς τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου καὶ σὲ ἐλύτρωσεν ἀπὸ ἐκεῖ Κύριος ὁ Θεός σου. Δι' αὐτὸν τὸν λόγον σου παραγγέλλω ἐγὼ νὰ τηρῇς τὴν ἐντολὴν αὐτὴν καὶ νὰ δείχνης συμπάθειαν πρὸς ὅσους εὑρίσκονται εἰς δύσκολον θέσιν. |
19 ᾿Εὰν δὲ ἀμήσῃς ἀμητὸν ἐν τῷ ἀγρῷ σου καὶ ἐπιλάθῃ δράγμα ἐν τῷ ἀγρῷ σου, οὐκ ἀναστραφήσῃ λαβεῖν αὐτό· τῷ προσηλύτῳ καὶ τῷ ὀρφανῷ καὶ τῇ χήρᾳ ἔσται, ἵνα εὐλογήσῃ σε Κύριος ὁ Θεός σου ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις τῶν χειρῶν σου. | 19 Εάν θερίσης τον αγρόν σου και λησμονήσης εκεί ένα δεμάτι, δεν θα επιστρέψης να το πάρης. Αυτό θα είναι δια τον ξένον, δια το ορφανόν και την χήραν, δια να σε ευλογήση Κυριος ο Θεός σου εις όλα τα έργα των χειρών σου. | 19 Ἐὰν δὲ θερίζῃς τὰ ὥριμα σιτηρὰ εἰς τὸ χωράφι σου καὶ λησμονήσῃς ἕνα δεμάτι, δὲν θὰ γυρίσῃς πίσω διὰ νὰ τὸ πάρῃς. Θὰ τὸ ἀφήσῃς διὰ τὸν ξένον, ποὺ διαμένει μαζί σας καὶ τιμᾷ τὴν θρησκείαν σας, καὶ διὰ τὸν ὀρφανὸν καὶ τὴν χήραν, διὰ νὰ σὲ εὐλογήσῃ Κύριος ὁ Θεός σου εἰς ὅλα τὰ ἔργα, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ καταπιάνεσαι. |
20 ἐὰν δὲ ἐλαιολογῇς, οὐκ ἐπαναστρέψεις καλαμήσασθαι τὰ ὀπίσω σου· τῷ προσηλύτῳ καὶ τῷ ὀρφανῷ καὶ τῇ χήρᾳ ἔσται καὶ μνησθήσῃ ὅτι οἰκέτης ἦσθα ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, διὰ τοῦτο ἐγώ σοι ἐντέλλομαι ποιεῖν τὸ ρῆμα τοῦτο. | 20 Εάν δε μαζεύης τις εληές σου, δεν θα επιστρέψης να μαζέψης και εκείνες που έμειναν πίσω. Αυτές θα είναι δια τον ξένον και το ορφανόν και την χήραν· να ενθυμηθής δε ότι και συ υπήρξες δούλος εις την χώραν της Αιγύπτου, δια τούτο και εγώ σε διατάσσω να πράττης αυτά. | 20 Ὅταν ἐπίσης μαζεύῃς τοὺς καρποὺς ἀπὸ τὰ ἐλαιόδενδρά σου, δὲν θὰ ξαναπεράσῃς διὰ νὰ πάρῃς καὶ τὰ ἀπομεινάρια. Θὰ ἀφήσῃς ὅσα ἀπομείνουν διὰ τὸν ξένον καὶ διὰ τὸν ὀρφανὸν καὶ τὴν χήραν. Νὰ θυμᾶσαι πάντα ὅτι ἤσουν δοῦλος εἰς τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου. Δι' αὐτὸν δὲ τὸν λόγον σοῦ παραγγέλλω ἐγὼ νὰ τηρῇς τὴν ἐντολὴν αὐτὴν καὶ νὰ φέρεσαι μὲ συμπάθειαν πρὸς τοὺς πτωχούς. |
21 ἐὰν δὲ τρυγήσῃς τὸν ἀμπελῶνά σου, οὐκ ἐπανατρυγήσεις αὐτὸν τὰ ὀπίσω σου· τῷ προσηλύτῳ καὶ τῷ ὀρφανῷ καὶ τῇ χήρᾳ ἔσται· | 21 Εάν δε τρυγήσης το αμπέλι σου, δεν θα γυρίσης να το ξανατρυγήσης, δια να μαζεύσης όσα τυχόν απέμειναν· αυτά θα είναι δια τον ξένον, δια το ορφανόν και την χήραν. | 21 Καὶ ὅταν τρυγᾷς τὸ ἀμπέλι σου, δὲν θὰ γυρίσῃς πίσω, διὰ νὰ πάρῃς μὲ δεύτερον χέρι ὅλα, ὅσα ἔμειναν ἀτρύγητα. Θὰ τὰ ἀφήσῃς διὰ τὸν ξένον καὶ διὰ τὸν ὀρφανὸν καὶ τὴν χήραν. |
22 καὶ μνησθήσῃ ὅτι οἰκέτης ἦσθα ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, διὰ τοῦτο ἐγώ σοι ἐντέλλομαι ποιεῖν τὸ ρῆμα τοῦτο. | 22 Να ενθυμηθής ότι και συ ήσουνα δούλος εις την χώραν της Αιγύπτου, δια τούτο εγώ σου δίδω την εντολήν να πράττης έτσι. | 22 Καὶ νὰ θυμᾶσαι ὅτι ἤσουν δοῦλος εἰς τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου καὶ δι' αὐτὸν τὸν λόγον σου παραγγέλλω ἐγὼ νὰ τηρῇς τὴν ἐντολὴν αὐτὴν καὶ νὰ δείχνῃς συμπάθειαν πρὸς τοὺς πτωχούς. |