Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2024
Ανατ: 07:13
Δύση: 17:11
Σελ. 20 ημ.
326-40
16ος χρόνος, 6123η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 27 (ΚΖ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ προσέταξε Μωυσῆς καὶ ἡ γερουσία ᾿Ισραὴλ λέγων· φυλάσσεσθε πάσας τὰς ἐντολὰς ταύτας, ὅσας ἐγὼ ἐντέλλομαι ὑμῖν σήμερον. 1 Ο Μωϋσής επί παρουσία και της γερουσίας των Ισραηλιτών διέταξε τους Ισραηλίτας λέγων· “να φυλάσσετε όλας αυτάς τας εντολάς, τας οποίας εγώ σήμερον σας δίδω. 1 Διέταξε δὲ ὁ Μωϋσῆς μαζὶ μὲ τοὺς προεστοὺς τὸν Ἰσραὴλ τὸν λαὸν καὶ εἶπε: «Νὰ φυλάσσετε ὅλας αὐτὰς τὰς ἐντολάς, ποὺ σᾶς παραγγέλλω ἐγὼ σήμερον.
2 καὶ ἔσται ᾗ ἂν ἡμέρᾳ διαβῆτε τὸν ᾿Ιορδάνην εἰς τὴν γῆν, ἣν Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι, καὶ στήσεις σεαυτῷ λίθους μεγάλους καὶ κονιάσεις αὐτοὺς κονίᾳ 2 Την ημέραν δέ, κατά την οποίαν θα διαβήτε τον Ιορδάνην, δια να εισέλθετε εις την γην που Κυριος ο Θεός σας δίδει εις σας, θα στήσετε λίθους μεγάλους, θα συνδέσετε και θα χρίσετε αυτούς με αμμοκονίαμα. 2 Κατὰ τὴν ἡμέραν δὲ ποὺ θὰ περάσετε τὸν ποταμὸν Ἰορδάνην καὶ θὰ πατήσετε εἰς τὴν χώραν, τὴν ὁποίαν σοῦ χαρίζει Κύριος ὁ Θεός σου, θὰ στήσῃς, λαέ μου, μεγάλους λίθους εἰς τὴν γῆν καὶ θὰ τοὺς χρίσῃς μὲ ἀσβεστοκονίαμα.
3 καὶ γράψεις ἐπὶ τῶν λίθων τούτων πάντας τοὺς λόγους τοῦ νόμου τούτου, ὡς ἂν διαβῆτε τὸν ᾿Ιορδάνην, ἡνίκα ἂν εἰσέλθητε εἰς τὴν γῆν, ἣν Κύριος ὁ Θεὸς τῶν πατέρων σου δίδωσί σοι, γῆν ρέουσαν γάλα καὶ μέλι, ὃν τρόπον εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς τῶν πατέρων σού σοι· 3 Επάνω δε στο ασβεστοκονίαμα αυτών των λίθων θα γράψετε όλας τας εντολάς του νόμου τούτου, αμέσως μόλις διαβήτε τον Ιορδάνην και εισέλθετε εις την χώραν, την οποίαν Κυριος ο Θεός των πατέρων σας δίδει εις σας, χώραν ρέουσαν γάλα και μέλι, όπως Κυριος ο Θεός των πατέρων σας υπεσχέθη εις σας. 3 Καὶ θὰ χαράζῃς ἐπάνω εἰς τοὺς λίθους αὐτοὺς ὅλους τοὺς λόγους αὐτοῦ τοῦ Νόμου, εὐθὺς μόλις περάσετε τὸν ποταμὸν Ἰορδάνην καὶ εἰσέλθετε εἰς τὴν χώραν, ποὺ σοῦ χαρίζει ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς τῶν πατέρων σου, χώραν πλουσίαν, ὅπου ρέει γάλα καὶ μέλι, ὅπως ἀκριβῶς σοῦ τὸ εἶπεν ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς τῶν πατέρων σου.
4 καὶ ἔσται ὡς ἂν διαβῆτε τὸν ᾿Ιορδάνην, στήσετε τοὺς λίθους τούτους, οὓς ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι σήμερον, ἐν ὄρει Γαιβὰλ καὶ κονιάσεις αὐτοὺς κονίᾳ. 4 Οταν λοιπόν διαβήτε τον Ιορδάνην θα κτίσετε εις στήλην τους λίθους αυτούς, όπως εγώ σήμερον σας διατάσσω, στο όρος Γαιβάλ και θα τους χρίσετε με ασβεστοκονίαμα. 4 Ἐπαναλαμβάνω ὅτι, μόλις θὰ περάσετε τὸν ποταμὸν Ἰορδάνην, πρέπει νὰ τοποθετήσετε εἰς τὸ βουνὸ Γαιβὰλ ὀρθίους, σὰν στήλας, τοὺς λίθους αὐτούς, ποὺ ἐγὼ σοῦ παραγγέλλω σήμερον, καὶ νὰ τοὺς χρίσετε μὲ ἀσβεστοκονίαμα.
5 καὶ οἰκοδομήσεις ἐκεῖ θυσιαστήριον Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου, θυσιαστήριον ἐκ λίθων, οὐκ ἐπιβαλεῖς ἐπ᾿ αὐτὸ σίδηρον· 5 Εκεί θα οικοδομήσετε θυσιαστήριον προς τιμήν και λατρείαν Κυρίου του Θεού σου, θυσιαστήριον από λίθους, χωρίς να χρησιμοποιήσης δι' αυτό εργαλεία σιδηρά. 5 Θὰ κατασκευάσῃς δὲ ἐκεῖ καὶ Θυσιαστήριον πρὸς τιμὴν Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου· Θυσιαστήριον κατασκευασμένον μὲ λίθους. Δὲν θὰ βάλῃς ἐπάνω του σιδερένιο ἐργαλεῖον, διὰ νὰ τὸ σκαλίσῃς.
6 λίθους ὁλοκλήρους οἰκοδομήσεις θυσιαστήριον Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου καὶ ἀνοίσεις ἐπ᾿ αὐτὸ ὁλοκαυτώματα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου 6 Με ακατεργάστους και απελεκήτους λίθους θα κτίσης το θυσιαστήριον τούτο προς τιμήν Κυρίου του Θεού και επάνω εις αυτό θα προσφέρης ως θυσίαν ολοκαυτώματα προς Κυριον τον Θεόν σου. 6 Θὰ κατασκευάσεις τὸ Θυσιαστήριον διὰ Κύριον τὸν Θεόν σου μὲ λίθους, ποὺ δὲν θὰ πελεκηθοῦν. Θὰ τοὺς χρησιμοποίησῃς ὅπως ἀκριβῶς θὰ τοὺς εὕρῃς ἐκεῖ. Καὶ θὰ προσφέρῃς ἐπάνω εἰς αὐτὸ ὁλοκαυτώματα, θυσίας ποὺ θὰ καοῦν ὁλοτελῶς πρὸς τιμὴν Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου.
7 καὶ θύσεις ἐκεῖ θυσίαν σωτηρίου καὶ φαγῇ καὶ ἐμπλησθήσῃ και εὐφρανθήσῃ ἔναντι Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου. 7 Εκεί θα προσφέρης επίσης ευχαριστήριον θυσίαν σωτηρίου, θα φάγης από τας θυσίας αυτάς, θα χορτάσης και θα ευφρανθής ενώπιον Κυρίου του Θεού σου. 7 Θὰ προσφέρῃς ἐκεῖ καὶ «εἰρηνικήν» θυσίαν εὐγνωμοσύνης διὰ τὴν σωτηρίαν, ποὺ σοῦ ἐχάρισεν ὁ Κύριος. Καὶ θὰ φάγῃς ἀπὸ τὰς προσφορὰς τῆς θυσίας αὐτῆς καὶ θὰ χορτάσῃς καὶ θὰ εὐφρανθῇς ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου.
8 καὶ γράψεις ἐπὶ τῶν λίθων πάντα τὸν νόμον τοῦτον σαφῶς σφόδρα. 8 Κατόπιν θα γράψετε επάνω στους λίθους αυτούς όλον τούτον τον Νομον καθαρά και ευανάγνωστα”. 8 Θὰ χαράξῃς δὲ ἐπάνω εἰς τοὺς λίθους αὐτοὺς τὸν Νόμον αὐτὸν τοῦ Κυρίου πολὺ καθαρὰ καὶ εὐδιάκριτα».
9 Καὶ ἐλάλησε Μωυσῆς καὶ οἱ ἱερεῖς οἱ Λευῖται παντὶ ᾿Ισραὴλ λέγοντες· σιώπα καὶ ἄκουε, ᾿Ισραήλ· ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ γέγονας εἰς λαὸν Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου· 9 Ο Μωϋσής και οι ιερείς από την φυλήν Λευϊ ωμίλησαν ενώπιον όλων των Ισραηλιτών και είπαν· “Ισραηλίται, σιωπάτε και ακούσατε ! Κατά την ημέραν αυτήν έχετε γίνει λαός Κυρίου του Θεού σας. 9 Κατόπιν τούτου ὡμίλησαν ὁ Μωϋσῆς καὶ οἱ ἱερεῖς, οἱ Λευῖται, πρὸς ὅλον τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν καὶ εἶπαν: «Σώπασε καὶ ἄκουε μὲ προσοχήν, λαὲ τοῦ Ἰσραήλ. Κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτὴν ἀνεδείχθης ὁ περιούσιος λαὸς Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου.
10 καὶ εἰσακούσῃτῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου καὶ ποιήσεις πάσας τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ καὶ τὰ δικαιώματα αὐτοῦ, ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι σήμερον. 10 Θα ακούσετε και θα υπακούσετε εις την φωνήν Κυρίου του Θεού σας και θα τηρήσετε όλας τας εντολάς αυτού και τα προστάγματά του, όσα εγώ σήμερον σας δίδω”. 10 Καὶ πρέπει νὰ ἀκούῃς τὴν φωνὴν Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου καὶ νὰ τηρῇς ὅλας τὰς ἐντολάς Του καὶ τὰ προστάγματά Του, τὰ ὁποῖα σοῦ παραγγέλλω ἐγὼ σήμερον».
11 Καὶ ἐνετείλατο Μωυσῆς τῷ λαῷ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ λέγων· 11 Ο Μωϋσής διέταξε τον λαόν κατά την ημέραν εκείνην λέγων· 11 Διέταξε δὲ ὁ Μωϋσῆς τὸν λαὸν κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην καὶ εἶπε:
12 οὗτοι στήσονται εὐλογεῖν τὸν λαὸν ἐν ὄρει Γαριζὶν διαβάντες τὸν ᾿Ιορδάνην· Συμεών, Λευί, ᾿Ιούδας, ᾿Ισσάχαρ, ᾿Ιωσὴφ καὶ Βενιαμίν. 12 “όταν θα διαβήτε τον Ιορδάνην θα σταθούν όρθιοι στο όρος Γαριζίν και θα ευλογούν τον λαόν αι φυλαί Συμεών, Λευϊ, Ιούδα. Ισσάχαρ, Ιωσήφ και Βενιαμίν. 12 «Ὅταν περάσετε τὸν ποταμὸν Ἰορδάνην, θὰ σταθοῦν εἰς τὸ βουνὸ Γαριζίν, διὰ νὰ εὐλογοῦν τὸν λαόν, αἱ ἐξῆς φυλαί: Τοῦ Συμεών, τοῦ Λευΐ, τοῦ Ἰούδα, τοῦ Ἰσσάχαρ, τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τοῦ Βενιαμίν.
13 καὶ οὗτοι στήσονται ἐπὶ τῆς κατάρας ἐν ὄρει Γαιβάλ· Ρουβήν, Γὰδ καὶ ᾿Ασήρ, Ζαβουλών, Δὰν καὶ Νεφθαλί. 13 Αι δε φυλαί Ρουβήν, Γαδ, Ασήρ, Ζαβουλών, Δαν και Νεφθαλί θα σταθούν όρθιοι στο όρος Γαιβάλ, δια να απαγγείλουν κατάρας. 13 Αἱ δὲ φυλαί, ποὺ θὰ σταθοῦν εἰς τὸ βουνὸ Γαιβάλ, διὰ νὰ ἐκφωνοῦν τὰς κατάρας, θὰ εἶναι: Τοῦ Ρουβήν, τοῦ Γάδ, τοῦ Ἀσήρ, τοῦ Ζαβουλών, τοῦ Δὰν καὶ το Νεφθαλί.
14 καὶ ἀποκριθέντες ἐροῦσιν οἱ Λευῖται παντὶ ᾿Ισραὴλ φωνῇ μεγάλῃ· 14 Οι δε Λευΐται θα λάβουν τον λόγον και με μεγάλην φωνήν θα διακηρύξουν εις όλους τους Ισραηλίτας· 14 Θὰ πάρουν δὲ τὸν λόγον οἱ Λευῖται καὶ θὰ εἰποῦν μὲ μεγάλην φωνὴν πρὸς ὄλους τοὺς Ἰσραηλίτας:
15 ᾿Επικατάρατος ἄνθρωπος, ὅστις ποιήσει γλυπτὸν καὶ χωνευτόν, βδέλυγμα Κυρίῳ, ἔργον χειρῶν τεχνιτῶν, καὶ θήσει αὐτὸ ἐν ἀποκρύφῳ· καὶ ἀποκριθεὶς πᾶς ὁ λαὸς ἐροῦσι· γένοιτο. 15 Επικατάρατος είναι ο άνθρωπος εκείνος ο οποίος θα κατασκευάση γλυπτόν ειδωλολατρικόν άγαλμα η χυτόν, διότι είναι μισητόν και αποκοουστικόν στον Κυριον το ειδωλολατρικόν τούτο έργον των τεχνιτών, το οποίον κατεσκευάσθη, δια να τοποθετηθή εις τόπον απόκρυφον προς λατρείαν. Απαντών δε όλος ο ισραηλιτικός λαός θα είπη· Γένοιτο ! 15 «Νὰ εἶναι καταράμενος ὁ ἄνθρωπος, ποὺ θὰ κτασκευάσῃ εἴδωλον γλυπτόν, ἢ χυτὸν εἰς χωνευτήριον, φτιαγμένον ἀπὸ χέρια τεχνιτῶν, πρᾶγμα βδελυκτὸν εἰς τὸν Κύριον καὶ θὰ τὸ βάλῃ εἰς κάποιο κρυφὸ μέρος, διὰ νὰ τὸ λατρεύη». Καὶ θὰ ἀπαντήσῃ ὅλος ὁ λαὸς καὶ θὰ βοήση: «Γένοιτο!»
16 ἐπικατάρατος ὁ ἀτιμάζων πατέρα αὐτοῦ ἢ μητέρα αὐτοῦ· καὶ ἐροῦσι πᾶς ὁ λαός· γένοιτο. 16 Επικατάρατος εκείνος, που δεν τιμά αλλά καταφρονεί τον πατέρα του η την μητέρα του. Και όλοι οι Ισραηλίται θα είπουν· Γένοιτο ! 16 «Νὰ εἶναι καταράμενος αὐτός, ποὺ δὲν τιμᾷ τὸν πατέρα του ἢ τὴν μητέρα του». Καὶ θὰ βοήσῃ ὅλος ὁ λαός: «Γένοιτο!»
17 ἐπικατάρατος ὁ μετατιθεὶς ὅρια τοῦ πλησίον· καὶ ἐροῦσι πᾶς ὁ λαός· γένοιτο. 17 Επικατάρατος εκείνος, που μετατοπίζει εις όφελός του τα σύνορα των αγρών του πλησίον. Και όλοι οι Ισραηλίται θα είπουν· Γένοιτο ! 17 «Νὰ εἶναι καταράμενος αὐτός, ποὺ μεταθέτει πρὸς ὄφελός του τὰ σύνορα τοῦ γείτονός του». Καὶ θὰ βοήσῃ ὅλος ὁ λαός: «Γένοιτο!»
18 ἐπικατάρατος ὁ πλανῶν τυφλὸν ἐν ὁδῷ· καὶ ἐροῦσι πᾶς ὁ λαός· γένοιτο. 18 Επικατάρατος εκείνος, που παραπλανά τυφλόν στον δρόμον του. Και όλοι οι Ισραηλίται θα είπουν· Γένοιτο ! 18 «Νὰ εἶναι καταράμενος αὐτός, ποὺ ἐξαπατᾷ κάποιον τυφλὸν εἰς τὸν δρόμον». Καὶ θὰ βοήσῃ ὅλος ὁ λαός: «Γένοιτο!»
19 ἐπικατάρατος ὃς ἂν ἐκκλίνῃ κρίσιν προσηλύτου καὶ ὀρφανοῦ καὶ χήρας· καὶ ἐροῦσι πᾶς ὁ λαός· γένοιτο. 19 Επικατάρατος εκείνος, που διαστρέφει και παραβιάζει το δίκαιον του ξένου, του ορφανού και της χήρας. Και όλοι οι Ισραηλίται θα είπουν· Γένοιτο ! 19 «Νὰ εἶναι καταράμενος αὐτός, ποὺ παραβιάζει καὶ καταπατεῖ τὸ δίκαιον τοῦ ξένου, ποὺ διαμένει μαζὶ μὲ τοὺς Ἰσραηλίτας, καὶ τοῦ ὀρφανοῦ καὶ τῆς χήρας». Καὶ θὰ βοήσῃ ὅλος ὁ λαός: «Γένοιτο!»
20 ἐπικατάρατος ὁ κοιμώμενος μετὰ γυναικὸς τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ὅτι ἀπεκάλυψε συγκάλυμμα τοῦ πατρὸς αὐτοῦ· καὶ ἐροῦσι πᾶς ὁ λαός· γένοιτο. 20 Επικατάρατος εκείνος, που κοιμάται με την σύζυγον του πατρός του, την μητέρα του δηλαδή η την μητρυιάν του, διότι εξεσκέπασε το κλινοσκέπασμα του πατρός του. Και όλοι οι Ισραηλίται θα είπουν· Γένοιτο ! 20 «Νὰ εἶναι καταράμενος αὐτός, ποὺ συνάπτει συζυγικὰς σχέσεις μὲ τὴν γυναῖκα τοῦ πατρός του (μητέρα ἢ μητρυιά του), διότι μὲ τὴν πρᾶξιν του αὐτὴν ἐσήκωσε τὸ κάλυμμα τῆς πατρικῆς κλίνης, πρᾶγμα ποὺ δικαιοῦται νὰ τὸ κάνῃ μόνος ὁ πατέρας του». Καὶ θὰ βοήση ὅλος ὁ λαός: «Γένοιτο!»
21 ἐπικατάρατος ὁ κοιμώμενος μετὰ παντὸς κτήνους· καὶ ἐροῦσι πᾶς ὁ λαός· γένοιτο. 21 Επικατάρατος εκείνος, που κοιμάται με οιοδήποτε κτήνος. Και όλοι οι Ισραηλίται θα είπουν· Γένοιτο ! 21 «Νὰ εἶναι καταράμενος ὁ κτηνοβάτης, ποὺ συνέρχεται μὲ ὁποιοδήποτε ζῶον». Καὶ θὰ βοήσῃ ὅλος ὁ λαός: «Γένοιτο!»
22 ἐπικατάρατος ὁ κοιμώμενος μετὰ ἀδελφῆς ἐκ πατρὸς ἢ μητρὸς αὐτοῦ· καὶ ἐροῦσι πᾶς ὁ λαός· γένοιτο. 22 Επικατάρατος εκείνος που κοιμάται με την αδελφήν του πατρός του η με την αδελφήν της μητρός του. Και όλοι οι Ισραηλίται θα είπουν· Γένοιτο ! 22 «Νὰ εἶναι καταράμενος αὐτός, ποὺ συνέρχεται μὲ τὴν ἀδελφήν του ἀπὸ τὸν ἴδιον πατέρα ἢ τὴν ἰδίαν μητέρα». Καὶ θὰ βοήσῃ ὅλος ὁ λαός: «Γένοιτο!»
23 ἐπικατάρατος ὁ κοιμώμενος μετὰ πενθερᾶς αὐτοῦ· καὶ ἐροῦσι πᾶς ὁ λαός· γένοιτο. ἐπικατάρατος ὁ κοιμώμενος μετὰ τῆς ἀδελφῆς τῆς γυναικὸς αὐτοῦ· καὶ ἐροῦσι πᾶς ὁ λαός· γένοιτο. 23 Επικατάρατος εκείνος, που κοιμάται με την πενθεράν του. Και όλοι οι Ισραηλίται θα είπουν· Γένοιτο ! Επικατάρατος εκείνος, που κοιμάται με την αδελφήν της συζύγου του. Και όλοι οι Ισραηλίται θα είπουν· Γένοιτο ! 23 «Νὰ εἶναι καταράμενος αὐτός, ποὺ συνέρχεται μὲ τὴν πενθεράν του». Καὶ θὰ βοήσῃ ὅλος ὁ λαός: «Γένοιτο!» «Νὰ εἶναι καταράμενος αὐτός, ποὺ συνέρχεται μὲ τὴν ἀδελφὴν τῆς γυναικός του». Καὶ θὰ βοήσῃ ὅλος ὁ λαός: «Γένοιτο!»
24 ἐπικατάρατος ὁ τύπτων τὸν πλησίον δόλῳ· καὶ ἐροῦσι πᾶς ὁ λαός· γένοιτο. 24 Επικατάρατος εκείνος, που κτυπά τον πλησίον του δολίως. Και όλοι οι Ισραηλίται θα είπουν· Γένοιτο ! 24 «Νὰ εἶναι καταράμενος αὐτός, ποὺ κτυπᾷ ὑπούλως τὸν συνάνθρωπόν του». Καὶ θὰ βοήσῃ ὅλος ὁ λαός: «Γένοιτο!»
25 ἐπικατάρατος ὃς ἂν λάβῃ δῶρα πατάξαι ψυχὴν αἵματος ἀθῴου· καὶ ἐροῦσι πᾶς ὁ λαός· γένοιτο. 25 Επικατάρατος εκείνος που θα πληρωθή, δια να φονεύση αθώον. Και όλοι οι Ισραηλίται θα είπουν· Γένοιτο! 25 «Νὰ εἶναι καταράμενος αὐτός, ποὺ θὰ πάρῃ δῶρα, διὰ νὰ κτυπήσῃ καὶ θανατώσῃ κάποιον ἀθῶον ἄνθρωπον». Καὶ θὰ βοήσῃ ὅλος ὁ λαός: «Γένοιτο!»
26 ἐπικατάρατος πᾶς ἄνθρωπος ὃς οὐκ ἐμμενεῖ ἐν πᾶσι τοῖς λόγοις τοῦ νόμου τούτου ποιῆσαι αὐτούς· καὶ ἐροῦσι πᾶς ὁ λαός· γένοιτο. 26 Επικατάρατος κάθε άνθρωπος, που δεν μένει σταθερός εις όλας τας εντολάς του Νομου τούτου και δεν επιμένει να τηρή αυτάς. Και όλοι οι Ισραηλίται θα είπουν· Γένοιτο ! 26 «Νὰ εἶναι καταράμενος κάθε ἄνθρωπος, ποὺ δὲν θὰ μείνῃ σταθερὰ προσηλωμένος εἰς ὅλους τοὺς λόγους αὐτοῦ τοῦ Νόμου, διὰ νὰ τοὺς ἐφαρμόζῃ». Καὶ θὰ βοήσῃ ὅλος ὁ λαός: «Γένοιτο!»